description::
· a-wordary of Ancient-Greek.
· Ά Α ά α ἀ ἁ ἂ ἃ ἄ ἅ ἆ ἇ Ἀ Ἁ Ἂ Ἃ Ἄ Ἅ Ἆ Ἇ ὰ ά ᾀ ᾁ ᾂ ᾃ ᾄ ᾅ ᾆ ᾇ ᾈ ᾉ ᾊ ᾋ ᾌ ᾍ ᾎ ᾏ ᾰ ᾱ ᾲ ᾳ ᾴ ᾶ ᾷ Ᾰ Ᾱ Ὰ Ά ᾼ Β β Γ γ Δ δ Έ Ε έ ε ἐ ἑ ἒ ἓ ἔ ἕ Ἐ Ἑ Ἒ Ἓ Ἔ Ἕ ὲ έ Ὲ Έ Ζ ζ Ή Η ή η ἠ ἡ ἢ ἣ ἤ ἥ ἦ ἧ Ἠ Ἡ Ἢ Ἣ Ἤ Ἥ Ἦ Ἧ ὴ ή ᾐ ᾑ ᾒ ᾓ ᾔ ᾕ ᾖ ᾗ ᾘ ᾙ ᾚ ᾛ ᾜ ᾝ ᾞ ᾟ ῂ ῃ ῄ ῆ ῇ Ὴ Ή ῌ Θ θ Ί Ι ί ι ἰ ἱ ἲ ἳ ἴ ἵ ἶ ἷ Ἰ Ἱ Ἲ Ἳ Ἴ Ἵ Ἶ Ἷ ὶ ί ῐ ῑ ῒ ΐ ῖ ῗ Ῐ Ῑ Ὶ Ί Κ κ Λ λ Μ μ Ν ν Ξ ξ Ό Ο ο ό ὀ ὁ ὂ ὃ ὄ ὅ Ὀ Ὁ Ὂ Ὃ Ὄ Ὅ ὸ ό Π π Ρ ρ ῤ ῥ Ῥ Σ σ Τ τ Ύ Υ υ ύ ὐ ὑ ὒ ὓ ὔ ὕ ὖ ὗ Ὑ Ὓ Ὕ Ὗ ὺ ύ ῠ ῡ ῢ ΰ ῦ ῧ Ῠ Ῡ Ὺ Ύ Φ φ Χ χ Ψ ψ Ώ Ω ω ώ ὠ ὡ ὢ ὣ ὤ ὥ ὦ ὧ Ὠ Ὡ Ὢ Ὣ Ὤ Ὥ Ὦ Ὧ ὼ ώ ᾠ ᾡ ᾢ ᾣ ᾤ ᾥ ᾦ ᾧ ᾨ ᾩ ᾪ ᾫ ᾬ ᾭ ᾮ ᾯ ῲ ῳ ῴ ῶ ῷ Ὸ Ό Ὼ Ώ ῼ
· ΛΑΘΗ: άν δύο αρχαίες λέξεις είναι ενωμένες, πολύ πιθανό λείπει το "ἐ".
name::
* McsEngl.McsLag000022.last.html//dirLag//dirMcs!⇒wordaryElla,
* McsEngl.dirLag/McsLag000022.last.html!⇒wordaryElla,
* McsEngl.wordary-of-Ancient-Greek!⇒wordaryElla,
* McsEngl.wordaryElla,
* McsEngl.wordaryElla!=wordary-of-Ancient-Greek,
====== langoGreek:
* McsElln.λεξικό-Αρχαίας-Ελληνικής!=wordaryElla,
letter::
* McsEngl.wordaryElla.alfa,
====== langoGreekAncient:
* McsElla.λεξικόΕλλα.Α,
Α-α-ἄλφα-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.Α-α-ἄλφα-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Α-α-ἄλφα-τὸ@wordaryElla,
* McsElla.ἄλφα-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἄλφα-τὸ@wordaryElla,
σημασία: το πρώτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου.
* ως αριθμητικό σύμβολο α´ =1, αλλά ͵α = 1.000.
* στη σύνθεση εμφανίζεται ως:
** ἀ-/ἀν- στερητικό (ΙΕ προέλευσης): εκφράζει έλλειψη, στέρηση ή απουσία, π.χ. σοφός - ἄσοφος (= αυτός που χαρακτηρίζεται από έλλειψη σοφίας)· πριν από φωνήεν, το στερητικό ἀ- εμφανίζεται ως ἀν-, π.χ. ἀνέστιος (= αυτός που δεν έχει εστία).
** ἁ-/ἁμ- αθροιστικό (ΙΕ προέλευσης). Πιο ορθά ἁ- (με δασεία), π.χ. ἁπλοῦς, ἁθρόος. Συχνά όμως ἀ- (με ψιλή), λόγω ανομοίωσης προς δασέα σύμφωνα που ακολουθούν, π.χ. ἄλοχος (= σύζυγος).
** ἀ- προθετικό (ΙΕ προέλευσης): εμφανίζεται στην αρχή της λέξης (όπου σε ομόρριζους τύπους άλλων ΙΕ γλωσσών μπορεί να μην υπάρχει: ἀνήρ - αρχαίος-ιταλικός ner-, ἀστήρ - λατινικός stella).
ετυμολογία: αρχαίο-φοινικικό alef «βόδι» > ἄλφα· το στερητικό ἀ- ή ἀν- προέρχεται από το ινδοευρωπαϊκό στερητικό μόριο *nο-, παράβαλε λατινικός amicus «φίλος» αλλά in-imicus «εχθρός».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄβαξ-ακος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἄβαξ-ακος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἄβαξ-ακος-ὁ@wordaryElla,
σημασία: πλάκα, σανίδα (τη χρησιμοποιούσαν για την καταμέτρηση των ψήφων): τὰς ψήφους διαριθμῶ ἐπὶ τοῦ ἄβακος = καταμετρώ τις ψήφους πάνω στην υπολογιστική πλάκα.
οικογένεια: παράγωγα: ἀβάκιον.
Νέα-Ελληνική: άβακας.
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία, πιθ. δάνειο.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Ἀβδηρίτης-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.Ἀβδηρίτης-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Ἀβδηρίτης-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: άνδρας κατάγομενος από τα Άβδηρα, που ήταν πόλη της Θράκης.
* ως Ἀβδηρίτας οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν παροιμιωδώς τους ηλίθιους.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη Ἄβδηρα + παρ. επίθ. -ίτης.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀβέβαιος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἀβέβαιος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀβέβαιος-ος-ον@wordaryElla,
* McsElla.ἀβεβαιότερος!~συγκριτικός:ἀβέβαιος-ος-ον@wordaryEllα,
* McsElla.ἀβεβαιότατος!~υπερθετικός:ἀβέβαιος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία: αναξιόπιστος, ασταθής, άστατος: ἀβέβαιός ἐστιν ὁ πλοῦτος = ο πλούτος είναι αναξιόπιστο πράγμα.
συνώνυμα: ἄπιστος, ἐπισφαλής.
αντώνυμα: ἀξιόπιστος, πιστός.
Νέα-Ελληνική: αβέβαιος «όχι ασφαλής» (μέλλον αβέβαιο).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερ. ἀ- + βέβαιος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀβέλτερος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἀβέλτερος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀβέλτερος-ος-ον@wordaryElla,
* McsElla.ἀβελτερώτερος!~συγκριτικός:ἀβέλτερος-ος-ον@wordaryEllα,
* McsElla.ἀβελτερώτατος!~υπερθετικός:ἀβέλτερος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία: ηλίθιος: ἀβέλτερος φαίνεται = φαίνεται ηλίθιος.
συνώνυμα: εὐήθης, ἄνους.
αντώνυμα: δεινός «έξυπνος».
οικογένεια: παράγ. ἀβελτερία, -ας, ἡ «ηλιθιότητα».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερ. ἀ- + βέλτ-ερος (πβ. βελτ-ίων).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀβίωτος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἀβίωτος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀβίωτος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία: αυτός τον οποίο δεν μπορεί κανείς να ζήσει, ανυπόφορος: ἀβίωτον πεποίηκέν μοι τὸν βίον = μου έχει κάνει τη ζωή ανυπόφορη.
αντώνυμα: βιωτός.
Νέα-Ελληνική: αβίωτος.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερ. ἀ- + βιωτός (< βιόω + παρ. επίθ. -τός).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄβουλος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἄβουλος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἄβουλος-ος-ον@wordaryElla,
* McsElla.ἀβουλότερος!~συγκριτικός:ἄβουλος-ος-ον@wordaryEllα,
* McsElla.ἀβουλότατος!~υπερθετικός:ἄβουλος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία: απερίσκεπτος: ἀνὴρ ἄβουλος = απερίσκεπτος άντρας.
συνώνυμα: ἀπερίσκεπτος.
αντώνυμα: εὔβουλος, φρόνιμος.
οικογένεια: παράγωγα: ἀβουλία, -ας, ἡ «απερισκεψία».
Νέα-Ελληνική: άβουλος (που του λείπει η θέληση).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερ. ἀ- + βούλ-ομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἁβρύνω-ρήμα::
* McsElla.ἁβρύνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἁβρύνω@wordaryElla,
σημασία1: κάνω κάποιον λεπτό στους τρόπους ή μεταχειρίζομαι κάποιον με λεπτότητα.
σημασία2: μέση φωνή ἁβρύνομαι καυχιέμαι: ἵπποις ἡϐρύνετο = καυχιόταν για τα άλογά του.
συνώνυμα: ἀγάλλομαι, μέγα φρονῶ ἐπί τινι.
οικογένεια: παράγωγα: ἁβρυντικός, σύνθετα: ἐναβρύνομαι.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἁβρός + παρ. επίθ. -ύνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀγαθός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.ἀγαθός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀγαθός-ή-ὸν@wordaryElla,
* McsElla.ἀμείνων!~συγκριτικός:ἀγαθός-ή-ὸν@wordaryEllα,
* McsElla.ἀρείων!~συγκριτικός:ἀγαθός-ή-ὸν@wordaryEllα,
* McsElla.βελτίων!~συγκριτικός:ἀγαθός-ή-ὸν@wordaryEllα,
* McsElla.κρείττων!~συγκριτικός:ἀγαθός-ή-ὸν@wordaryEllα,
* McsElla.λῴων!~συγκριτικός:ἀγαθός-ή-ὸν@wordaryEllα,
* McsElla.ἄριστος!~υπερθετικός:ἀγαθός-ή-ὸν@wordaryEllα,
* McsElla.βέλτιστος!~υπερθετικός:ἀγαθός-ή-ὸν@wordaryEllα,
* McsElla.κράτιστος!~υπερθετικός:ἀγαθός-ή-ὸν@wordaryEllα,
* McsElla.λῷστος!~υπερθετικός:ἀγαθός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασίαΑ: για πρόσωπα
σημασία1: ο υψηλής καταγωγής: δεσπότης ἀγαθὸς καὶξ ἀγαθῶν = άρχοντας υψηλής καταγωγής και προερχόμενος από άτομα υψηλής καταγωγής.
συνώνυμα: γενναῖος, εὐγενής.
αντώνυμα: ἀγεννής, φαῦλος.
σημασία2: μέλος της πολιτικής μερίδας των αριστοκρατών (ιδιαίτερα στη φρ. καλοὶ κἀγαθοί). βλέπε βέλτιστος, κράτιστος.
σημασία3: γενναίος (καθώς η ανδρεία αποδιδόταν σε άτομα υψηλής καταγωγής).
συνώνυμα: ἀνδρεῖος.
αντώνυμα: δειλός.
σημασία4: ικανός: ἀγαθὸς πύκτης = ικανός πυγμάχος.
αντώνυμα: φαῦλος «ανίκανος, κακός».
σημασία5: με ηθική σημ. καλός, ενάρετος: τὸν κακὸν ἄνδρα ἀγαθὸν ποιῶ = κάνω τον κακό άνθρωπο καλό.
σημασία6: ὦ ᾿γαθὲ καλέ μου φίλε (χρησιμοποιείται ως μορφή ήπιας συμϐουλής ή ήπιας επίπληξης): μήπω, ὦ ᾿γαθέ, ἐκεῖσε ἴωμεν = ας μην πάμε ακόμη προς τα εκεί, καλέ μου φίλε.
σημασίαΒ: για πράγματα
σημασία1: χρήσιμος: οἶδά τι πυρετοῦ ἀγαθόν = γνωρίζω κάτι χρήσιμο για τον πυρετό.
σημασία2: ηθικά καλός: ἔργα ἀγαθά = καλά έργα.
συνώνυμα: σπουδαῖος «ηθικά καλός».
αντώνυμα: πονηρός.
σημασία3: ως ουσιαστικό για πρόσωπα ή πράγματα τὸ ἀγαθὸν καλό πράγμα, ευλογία, ευεργεσία, αγαθό: ὦ μέγα ἀγαθὸν σὺ τοῖς φίλοις, Κῦρε = εσύ, μεγάλη ευλογία για τους φίλους, Κύρε.
* ἐπ' ἀγαθῷ τινος για το καλό κάποιου: ἐπ' ἀγαθῷ τῆς Πελοποννήσου ποιῶ τι = κάνω κάτι για το καλό της Πελοποννήσου.
* στον πληθ. τὰ ἀγαθά αγαθά, τα καλά της τύχης, θησαυροί, πλούτη.
οικογένεια: παράγωγα: ἀγαθωσύνη, ἀγαθότης, Ἀγάθων, σύνθετα: ἀγαθοεργός, ἀγαθοποιός.
Νέα-Ελληνική: αγαθός (με τη σημ. Α5, λ.χ. αγαθή ψυχή).
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀγάλλω-ρήμα::
* McsElla.ἀγάλλω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀγάλλω@wordaryElla,
* McsElla.ἤγαλλον!~παρατατικός:ἀγάλλω@wordaryElla,
* McsElla.ἀγαλῶ!~μέλλοντας:ἀγάλλω@wordaryElla,
* McsElla.ἤγηλα!~αόριστος:ἀγάλλω@wordaryElla,
* McsElla.ἀγάλλομαι!~παθητικός-ενεστώτας:ἀγάλλω@wordaryElla,
* McsElla.ἠγαλλόμην!~παθητικός-παρατατικός:ἀγάλλω@wordaryElla,
σημασία1: εξυμνώ, τιμώ: τοὺς θεοὺς ἀγάλλω = εξυμνώ τους θεούς.
συνώνυμα: τιμάω.
σημασία2: μέση φωνή ἀγάλλομαι χαίρομαι, καυχιέμαι: εὐτυχίαις ἠγάλλεσθε = καυχόσασταν για την ευτυχισμένη ζωή σας.
συνώνυμα: μέγα φρονῶ ἐπί τινι
οικογένεια: παράγωγα: ἄγαλμα, σύνθετα: ἐπαγάλλω.
Νέα-Ελληνική: αγάλλομαι (σε ποιητικό λόγο) «χαίρομαι» (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία, *ἀγάλ-jομαι, παράβαλε ἄγαλ-μα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄγαμαι-ρήμα::
* McsElla.ἄγαμαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἄγαμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἠγάμην!~παρατατικός:ἄγαμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἀγάσομαι!~μέλλοντας:ἄγαμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἀγασθήσομαι!~μέσος-μέλλοντας:ἄγαμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἠγασάμην!~αόριστος:ἄγαμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἠγάσθην!~μέσος-αόριστος:ἄγαμαι@wordaryElla,
σημασία1: θαυμάζω: ἄγαμαί τινα τῆς ἀνδρείας = θαυμάζω κάποιον για τη γενναιότητά του.
συνώνυμα: ζηλόω.
σημασία2: εκπλήσσομαι: ἠγάσθην αὐτοῦ εἰπόντος ταῦτα = έμεινα έκπληκτος που είπε αυτά τα πράγματα.
συνώνυμα: θαυμάζω.
σημασία3: ευχαριστιέμαι: ἄγαμαι τοῖς ἔργοις τινός = ευχαριστιέμαι με τα έργα κάποιου.
συνώνυμα: ἥδομαι, χαίρω.
οικογένεια: παράγωγα: ἀγαστός, ἄγασμα, σύνθετα: ὑπεράγαμαι.
Νέα-Ελληνική: λόγ. επίθετο αγαστός «θαυμαστός».
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία, παράβαλε ἄγαν.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄγαν-επίρρημα::
* McsElla.ἄγαν-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ἄγαν@wordaryElla,
σημασία: πάρα πολύ: ἄγαν κοῦφος = πάρα πολύ ελαφρός. ἡ ἄγαν ἐλευθερία = η υπερϐολική ελευθερία.
συνώνυμα: λίαν, σφόδρα.
αντώνυμα: ἐλάχιστα, ἥκιστα.
* έκφραση μηδὲν ἄγαν τίποτε (να μην κάνεις) σε υπερβολικό βαθμό (παροιμιώδης φράση, την οποία ο Αριστοτέλης αποδίδει στο Χίλωνα τον Λακεδαιμόνιο, έναν από τους επτά σοφούς της αρχαίας Ελλάδας).
ετυμολογία: αρχικά αιτιατ. ἄγαν του ουσ. *ἄγᾱ = ἄγη, ἡ «σεβασμός, θαυμασμός», παράβαλε δωρεάν.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀγανακτέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἀγανακτέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀγανακτέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: δυσαρεστούμαι: ἀγανακτεῖ τοῖς σκώμμασι = δυσαρεστείται με τα αστεία.
συνώνυμα: δυσχεραίνωπί τινι.
αντώνυμα: ἥδομαι, ἀγάλλομαι, τέρπομαι, εὐφραίνομαι.
σημασία2: αγανακτώ: ταῦτ' ἀγανακτοῦσιν, ὅτι ἐγὼ τῷ πατρὶ φόνου ἐπεξέρχομαι = γι' αυτόν το λόγο αγανακτούν, διότι εγώ ασκώ δίωξη κατά του πατέρα μου για φόνο.
συνώνυμα: ἄχθομαί τινι
οικογένεια: παράγωγα: ἀγανάκτησις.
Νέα-Ελληνική: αγανακτώ (σημ. 2).
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία, ίσως σύνθετη-λέξη * ἀγανέκτης «που έχει τραβήξει πολλά» (< ἄγαν + ἔχω) > *ἀγανάκτης (αφομοίωση α-έ > α-ά).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀγαπάω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἀγαπάω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀγαπάω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: αγαπώ: οἱ πατέρες τοὺς αὑτῶν παῖδας ἀγαπῶσιν = οι πατέρες αγαπούν τα παιδιά τους.
συνώνυμα: φιλέω «αγαπώ».
αντώνυμα: μισέω.
σημασία2: είμαι ικανοποιημένος: ἀγαπήσω, εἰ τὸ σῶμα σώσω = θα είμαι ικανοποιημένος, αν σώσω τον εαυτό μου. οὐκ ἀγαπῶ τοῖς ὑπάρχουσιν ἀγαθοῖς = δεν είμαι ικανοποιημένος με τα πλούτη που έχω.
συνώνυμα: ἀρκεῖ μοι...
οικογένεια: παράγωγα: ἀγαπητός, ἀγαπητικός, ἀγάπησις, σύνθετα: ὑπεραγαπάω.
Νέα-Ελληνική: αγαπώ (σημ. 1).
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία, εφόσον η συνήθης σύνδεση με το ἄγαν δεν ικανοποιεί και δε δικαιολογεί το -π.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄγγαρος-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἄγγαρος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἄγγαρος-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: Πέρσης έφιππος ταχυδρόμος (που μετέφερε παραγγέλματα ή μηνύματα του βασιλιά).
Νέα-Ελληνική: το ομόρριζο η αγγαρεία.
ετυμολογία: δάν. από την αρχ. περσική.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀγγέλλω-ρήμα::
* McsElla.ἀγγέλλω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀγγέλλω@wordaryElla,
* McsElla.ἤγγελλον!~παρατατικός:ἀγγέλλω@wordaryElla,
* McsElla.ἀγγελῶ!~μέλλοντας:ἀγγέλλω@wordaryElla,
* McsElla.ἤγγειλα!~αόριστος:ἀγγέλλω@wordaryElla,
* McsElla.ἤγγελκα!~παρακείμενος:ἀγγέλλω@wordaryElla,
* McsElla.ἠγγειλάμην!~μέσος-αόριστος:ἀγγέλλω@wordaryElla,
* McsElla.ἀγγελθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:ἀγγέλλω@wordaryElla,
* McsElla.ἤγγελμαι!~παθητικός-παρακείμενος:ἀγγέλλω@wordaryElla,
* McsElla.ἠγγέλμην!~παθητικός-υπερσυντέλικος:ἀγγέλλω@wordaryElla,
σημασία: αγγέλλω, αναγγέλλω.
συνώνυμα: καταγγέλλω «αγγέλλω».
οικογένεια: παράγωγα: ἄγγελμα, σύνθετα: ἐξαγγέλλω, καταγγέλλω, προαγγέλλω, ἐπαγγέλλομαί τι.
Νέα-Ελληνική: αγγέλλω.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἄγγελ-ος + παρ. επίθ. -jω (*ἀγγέλ-jω > ἀγγέλλω).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄγγελος-ου-ὁ-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἄγγελος-ου-ὁ-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἄγγελος-ου-ὁ-ἡ@wordaryElla,
σημασία: αγγελιοφόρος, απεσταλμένος.
οικογένεια: παράγωγα: ἀγγελία, ἀγγελικός, ἀγγέλλω, σύνθετα: εὐάγγελος, εὐαγγελίζομαι.
Νέα-Ελληνική: άγγελος (με άλλη σημ., πτερωτό ον κτλ.).
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία, πιθανό δάν. από γλώσσα της Ανατολής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄγε--ἄγετε-ρήμα::
* McsElla.ἄγε!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ἄγετε!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἄγετε@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἄγε@wordaryElla,
παρατήρηση: προστακτικές του ἄγω που χρησιμοποιούνται ως επιρρήματα εμπρός!, έλα!: «Ἄγε τοίνυν», ἔφη ὁ Κῦρος, «σκοπῶμεν νῦν τὰ ἐμοὶ πεπραγμένα πάντα» = «εμπρός λοιπόν» είπε ο Κύρος «ας εξετάσουμε τώρα όλα τα κατορθώματά μου».
συνώνυμα: φέρε «εμπρός».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀγείρω-ρήμα::
* McsElla.ἀγείρω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀγείρω@wordaryElla,
* McsElla.ἤγειρον!~παρατατικός:ἀγείρω@wordaryElla,
* McsElla.ἀγερῶ!~μέλλοντας:ἀγείρω@wordaryElla,
* McsElla.ἤγειρα!~αόριστος-αʹ:ἀγείρω@wordaryElla,
* McsElla.ἠγειράμην!~μέσος-αόριστος-αʹ:ἀγείρω@wordaryElla,
* McsElla.ἠγέρθην!~παθητικός-αόριστος-αʹ:ἀγείρω@wordaryElla,
* McsElla.ἀγήγερμαι!~παθητικός-παρακείμενος:ἀγείρω@wordaryElla,
σημασία: συγκεντρώνω: τὸν στόλον ἀγείρω = συγκεντρώνω το στόλο.
συνώνυμα: συνάγω.
αντώνυμα: διασκεδάννυμι «διασκορπίζω».
οικογένεια: παράγωγα: ἀγορά, σύνθετα: συναγείρω, πανήγυρις.
ετυμολογία: πιθ. σύνθετη-λέξη αθρ. ἀ- + *γερ- (πβ. ἄγρα, ἀγρέω) > *ἀγέρ-j-ω > ἀγείρω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀγενής-ής-ὲς-επίθετο::
* McsElla.ἀγενής-ής-ὲς-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀγενής-ής-ὲς@wordaryElla,
* McsElla.ἀγενέστερος!~συγκριτικός:ἀγενής-ής-ὲς@wordaryEllα,
* McsElla.ἀγενέστατος!~υπερθετικός:ἀγενής-ής-ὲς@wordaryElla,
σημασία1: αγέννητος, αδημιούργητος (δηλ. άναρχος): γέγονεν ἢ ἀγενές ἐστιν; = (το σύμπαν) έχει δημιουργηθεί ή είναι αδημιούργητο;
σημασία2: άτεκνος.
σημασία3: ποταπός, χαμερπής.
Νέα-Ελληνική: αγενής «που του λείπουν οι καλοί τρόποι».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη στερ. ἀ- + γέν-ος < γίγνομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀγεννής-ής-ὲς-επίθετο::
* McsElla.ἀγεννής-ής-ὲς-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀγεννής-ής-ὲς@wordaryElla,
* McsElla.ἀγεννέστερος!~συγκριτικός:ἀγεννής-ής-ὲς@wordaryEllα,
* McsElla.ἀγεννέστατος!~υπερθετικός:ἀγεννής-ής-ὲς@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που έχει ταπεινή, άσημη καταγωγή: οἱ ἀγεννεῖς πλείους τὸν ἀριθμόν εἰσι τῶν γενναίων = οι ταπεινής καταγωγής άνθρωποι είναι περισσότεροι στον αριθμό από τους υψηλής καταγωγής.
αντώνυμα: γενναῖος «ο υψηλής καταγωγής», ἀγαθός.
σημασία2: για πράγματα άθλιος, αχρείος: βωμολοχεύματ' ἀγεννῆ = άθλιες βωμολοχίες.
οικογένεια: παράγωγα: ἀγέννεια, ἀγεννησία, ἀγέννητος.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερητ. ἀ- + γέννα, ἡ «ευγενής καταγωγή», ρ. γεννάω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄγημα-ατος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἄγημα-ατος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἄγημα-ατος-τὸ@wordaryElla,
σημασία: τμήμα στρατεύματος.
Νέα-Ελληνική: άγημα.
ετυμολογία: δωρ. ἄγημα = ἥγημα < ἡγέομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀγήρατος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἀγήρατος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀγήρατος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία: αγέραστος: ἡ ταῖς ψυχαῖς ῥώμη τῶν ἀγαθῶν ἀνδρῶν ἀγήρατός ἐστι = η ψυχική δύναμη των ενάρετων ανδρών είναι αγέραστη.
Νέα-Ελληνική: αγέραστος.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη στερ. ἀ- + *γηρα-τός (< γηράσκω + παρ. επίθ. –τος).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἅγιος-ία-ιον-επίθετο::
* McsElla.ἅγιος-ία-ιον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἅγιος-ία-ιον@wordaryElla,
* McsElla.ἁγιώτερος!~συγκριτικός:ἅγιος-ία-ιον@wordaryEllα,
* McsElla.ἁγιώτατος!~υπερθετικός:ἅγιος-ία-ιον@wordaryElla,
σημασία1: για πράγματα αφιερωμένος στους θεούς, ιερός, άγιος: ἐν μέσῳ ἱερὸν ἅγιον ἦν = στο μέσο υπήρχε άγιο ιερό.
σημασία2: για πρόσωπα άγιος, αγνός: ὑμᾶς πάντες πρότερον ἁγίους ἐνόμιζον = προηγουμένως όλοι σας θεωρούσαν αγνούς.
οικογένεια: παράγωγα: ἁγιότης, ἁγιάζω, ἁγιωσύνη, σύνθετα: ἁγιοφόρος, ἁγιογράφος.
Νέα-Ελληνική: άγιος (και με τις δύο σημ.).
ετυμολογία: *jαγ- (πβ. ἄγ-ος, ἁγ-νός), παράβαλε αρχ. ινδ. yájati «τιμώ με προσευχές ή θυσίες»· η ψιλή στο ἄγος αντί *ἅγος επικράτησε για να μη συμπέσει με τις ιερές λέξεις ἅγιος, ἁγνός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀγνοέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἀγνοέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀγνοέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠγνόουν!~παρατατικός:ἀγνοέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀγνοήσω!~μέλλοντας:ἀγνοέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠγνόησα!~αόριστος:ἀγνοέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠγνόηκα!~παρακείμενος:ἀγνοέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀγνοήσομαι-«θα-αγνοηθώ»!~μέσος-μέλλοντας-παθητική-σημασία:ἀγνοέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀγνοηθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:ἀγνοέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠγνοήθην!~παθητικός-αόριστος:ἀγνοέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠγνόημαι!~μέσος-παρακείμενος:ἀγνοέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: αγνοώ: ἀγνοεῖ πάντα καὶ οὐδὲν οἶδεν = αγνοεί τα πάντα και δε γνωρίζει τίποτε.
συνώνυμα: οὐ γιγνώσκω, οὐκ οἶδα.
αντώνυμα: οἶδα, γιγνώσκω, ἐπίσταμαι.
οικογένεια: παράγωγα: ἄγνοια.
Νέα-Ελληνική: αγνοώ.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη στερ. ἀ - + γνο- (*γνω- του γι-γνώ-σκω) + παρ. επίθ. -έ-ω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄγνυμι-ρήμα::
* McsElla.ἄγνυμι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἄγνυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἄξω!~μέλλοντας:ἄγνυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἔαξα!~αόριστος:ἄγνυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἔαγα-«έχω-θραυσθεί»!~παρακείμενος-παθητική-σημασία:ἄγνυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἐάγην!~παθητικός-αόριστος:ἄγνυμι@wordaryElla,
παρατήρηση: ρήμα του ποιητικού λόγου. Στον πεζό λόγο χρησιμοποιείται το σύνθετο βλέπε κατάγνυμι.
σημασία: σπάζω, συντρίβω.
ετυμολογία: *Fαγ-, συγγεν. με τοχαρι. wâk- «σκάζω» .
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀγορά-ᾶς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀγορά-ᾶς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀγορά-ᾶς-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: η συνέλευση του λαού ή ο τόπος της συνέλευσης αυτής.
σημασία2: ο τόπος αγοραπωλησιών, αγορά, ή τα ίδια τα προϊόντα που πουλιούνται στην αγορά: οὐ δέχομαί τινα ἀγορᾷ οὐδ' ἄστει = δεν επιτρέπω την είσοδο σε κάποιον, ούτε στην αγορά ούτε στην πόλη.
σημασία3: ως ένδειξη χρόνου ἀγορὰ πλήθουσα το χρονικό διάστημα από τις δέκα το πρωί έως τις δώδεκα το μεσημέρι, όταν η ἀγορά (σημ. 2) ήταν γεμάτη με κόσμο: πρῴ τε γὰρ εἰς τοὺς περιπάτους καὶ τὰ γυμνάσια ᾔει καὶ πληθούσης ἀγορᾶς ἐκεῖ φανερὸς ἦν = και διότι το πρωί πήγαινε στους χώρους των περιπάτων και στα γυμναστήρια και κατά το μεσημέρι παρουσιαζόταν εκεί.
* έκφραση ἀγορᾶς διάλυσις το χρονικό διάστημα μετά την αποχώρηση του κόσμου από την ἀγοράν (σημ. 2), το απόγευμα.
οικογένεια: παράγωγα: ἀγοραῖος, ἀγοράζω, σύνθετα: ἀγορανόμος, ἀγορανομία.
Νέα-Ελληνική: αγορά (σημ. 2).
ετυμολογία: *ἀγορ- (< *ἀγερ-, παράβαλε ἀγείρω «συγκεντρώνω» < *ἀγέρ-jω) + παρ. επίθ. -ά. Πβ. αιολ. ἄγυρις «συγκέντρωση», απ' όπου σύνθετα: ὁμ-ήγυρις, παν-ήγυρις.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀγοράζω-ρήμα::
* McsElla.ἀγοράζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀγοράζω@wordaryElla,
* McsElla.ἠγόραζον!~παρατατικός:ἀγοράζω@wordaryElla,
* McsElla.ἀγοράσω!~μέλλοντας:ἀγοράζω@wordaryElla,
* McsElla.ἠγόρασα!~αόριστος:ἀγοράζω@wordaryElla,
* McsElla.ἠγόρακα!~παρακείμενος:ἀγοράζω@wordaryElla,
* McsElla.ἠγορασάμην!~μέσος-αόριστος:ἀγοράζω@wordaryElla,
* McsElla.ἠγοράσθην!~παθητικός-αόριστος:ἀγοράζω@wordaryElla,
* McsElla.ἠγόρασμαι!~παθητικός-παρακείμενος:ἀγοράζω@wordaryElla,
σημασία1: συχνάζω στην ἀγοράν (σημ. 2).
σημασία2: συγκεντρώνομαι στην ἀγοράν (σημ. 2): ἐσελθόντες ἐς τὴν πόλιν ἠγόραζον = αφού εισήλθαν στην πόλη, συγκεντρώθηκαν στην αγορά.
σημασία3: αγοράζω: ἐκ τῆς πόλεως ἠγόραζον τὰπιτήδεια = αγόραζαν τις προμήθειες από την πόλη.
συνώνυμα: ὠνέομαι «αγοράζω».
αντώνυμα: πωλέω.
* μέση φωνή ἀγοράζομαι: αγοράζω για τον εαυτό μου: εἶπε τὰ ἐπιτήδεια ἀγοράζεσθαι καὶ συσκευάζεσθαι = είπε να αγοράσουν για τον εαυτό τους τις προμήθειες και να τις συσκευάσουν.
οικογένεια: παράγωγα: ἀγοραστής, ἀγοραστικός, σύνθετα: ἀγορανόμος, ἀγορανομέω.
Νέα-Ελληνική: αγοράζω (με τη σημ. 3).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀγορά + παρ. επίθ. -άζω < *-άδjω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀγοραῖος-αῖος-αῖον-επίθετο::
* McsElla.ἀγοραῖος-αῖος-αῖον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀγοραῖος-αῖος-αῖον@wordaryElla,
σημασία1: εκείνος που συχνάζει στην ἀγοράν (σημ. 2): ὁ ἀγοραῖος ὄχλος = ο κόσμος που συχνάζει στην αγορά.
* οἱ ἀγοραῖοι οι κοινοί θνητοί, ο όχλος: τὰ συμπόσια τῶν ἀγοραίων.
σημασία2: για πράγματα συνηθισμένος, κοινός, χυδαίος: σκώμματα ἀγοραῖα.
Νέα-Ελληνική: αγοραίος «χυδαίος».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀγορά + παρ. επίθ. -αῖος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀγορεύω-ρήμα::
* McsElla.ἀγορεύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀγορεύω@wordaryElla,
* McsElla.ἠγόρευον!~παρατατικός:ἀγορεύω@wordaryElla,
* McsElla.-αγορεύσω!~μέλλοντας:ἀγορεύω@wordaryElla,
* McsElla.-ερῶ!~μέλλοντας:ἀγορεύω@wordaryElla,
* McsElla.-ηγόρευσα!~αόριστος:ἀγορεύω@wordaryElla,
* McsElla.-εῖπον!~αόριστος:ἀγορεύω@wordaryElla,
* McsElla.-είρηκα!~παρακείμενος:ἀγορεύω@wordaryElla,
* McsElla.-ειρήκειν!~υπερσυντέλικος:ἀγορεύω@wordaryElla,
* McsElla.-αγορεύσομαι!~μέσος-μέλλοντας:ἀγορεύω@wordaryElla,
* McsElla.-ρηθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:ἀγορεύω@wordaryElla,
* McsElla.-ηγορεύθην!~παθητικός-αόριστος:ἀγορεύω@wordaryElla,
* McsElla.-ερρήθην!~παθητικός-αόριστος:ἀγορεύω@wordaryElla,
* McsElla.-είρημαι!~παθητικός-παρακείμενος:ἀγορεύω@wordaryElla,
* McsElla.-ειρήμην!~παθητικός-υπερσυντέλικος:ἀγορεύω@wordaryElla,
σημασία: μιλώ στην ἀγοράν (σημ. 1): τίς ἀγορεύειν βούλεται; = ποιος θέλει να απευθυνθεί στη συνέλευση; (ερώτηση την οποία υπέϐαλλε ο κήρυκας στα μέλη της εκκλησίας του δήμου των Αθηναίων).
συνώνυμα: δημηγορέω, ῥητορεύω.
οικογένεια: παράγωγα: ἀγόρευσις, σύνθετα: ἀναγορεύω, ἀπαγορεύω.
Νέα-Ελληνική: αγορεύω (κυρίως στη βουλή και το δικαστήριο).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀγορά + παρ. επίθ. -εύω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄγρα-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἄγρα-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἄγρα-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: κυνήγι, καταδίωξη: ἐς ἄγρας ἔρχομαι = πηγαίνω στα κυνήγια. ἄγρα ἀνθρώπων = καταδίωξη ανθρώπων.
συνώνυμα: κυνηγέσιον, θήρα.
οικογένεια: παράγωγα: ἀγραῖος.
Νέα-Ελληνική: άγρα (λ.χ. άγρα ψήφων).
ετυμολογία: *ἀγ- (ἄγω), παράβαλε ἀγρέω «συλλαμβάνω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀγρεύω-ρήμα::
* McsElla.ἀγρεύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀγρεύω@wordaryElla,
* McsElla.ἤγρευον!~παρατατικός:ἀγρεύω@wordaryElla,
* McsElla.ἀγρεύσω!~μέλλοντας:ἀγρεύω@wordaryElla,
* McsElla.ἤγρευσα!~αόριστος:ἀγρεύω@wordaryElla,
* McsElla.ἠγρεύθην!~παθητικός-αόριστος:ἀγρεύω@wordaryElla,
σημασία: πιάνω στο κυνήγι ή στο ψάρεμα, αρπάζω: ἀγρεύω τῷ ἀμφιϐλήστρῳ ἰχθῦς = πιάνω ψάρια με το δίχτυ.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἄγρα + παρ. επίθ. -εύω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄγριος-ία|ιος-ιον-επίθετο::
* McsElla.ἄγριος-ία|ιος-ιον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἄγριος-ία|ιος-ιον@wordaryElla,
* McsElla.ἀγριώτερος!~συγκριτικός:ἄγριος-ία|ιος-ιον@wordaryEllα,
* McsElla.ἀγριώτατος!~υπερθετικός:ἄγριος-ία|ιος-ιον@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που ζει στους αγρούς.
αντώνυμα: ἥμερος (για ζώα).
σημασία2: με ηθική σημ. άγριος, άξεστος.
συνώνυμα: ἀπαίδευτος.
οικογένεια: παράγωγα: ἀγριότης, ἀγριόω, ἀγρίως, ἀγριαίνω, σύνθετα: ἀγριέλαιος, ἀγριόφωνος.
Νέα-Ελληνική: άγριος (με όλες τις σημ).
ετυμολογία: *ἀγ- (ἄγω) + παρ. επίθ. -ρ-ιος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄγροικος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἄγροικος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἄγροικος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που κατοικεί στους αγρούς, στην πεδιάδα: ἄγροικα ζῷα = ζώα των αγρών.
αντώνυμα: ὄρεια ζῷα = ζώα του βουνού.
σημασία2: ο άνθρωπος της υπαίθρου, ο χωρικός.
σημασία3: ο χωριάτης, ο άξεστος: ἄγροικός ἐστιν = είναι χωριάτης.
αντώνυμα: ἀστεῖος «άνθρωπος του άστεως, της πόλης».
οικογένεια: παράγωγα: ἀγροικίζομαι, ἀγροικία «χωριατοσύνη».
Νέα-Ελληνική: αγροίκος (με μετάθεση του τόνου και σημ. 3).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀγρός + οἰκέω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀγρός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀγρός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀγρός-οῦ-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: ως επί το πλείστον στον πληθυντικό ἀγροί χωράφια.
συνώνυμα: κτήματα.
σημασία2: η ύπαιθρος (σε αντιδιαστολή προς τα ἄστυ, πόλις, κώμη): κατ' ἀγροὺς τῆς χώρας γίγνεταί τι = συμϐαίνει κάτι στην ύπαιθρο της χώρας.
οικογένεια: παράγωγα: ἀγρότης, ἀγροτικός, σύνθετα: ἀγροκόμος, ἀγρονόμος.
Νέα-Ελληνική: αγρός (σημ. 1).
ετυμολογία: *ἀγ- (ἄγω) + παρ. επίθ. -ρός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄγχι-επίρρημα::
* McsElla.ἄγχι-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ἄγχι@wordaryElla,
* McsElla.ἆσσον!~συγκριτικός:ἄγχι@wordaryElla,
* McsElla.ἄσσον!~συγκριτικός:ἄγχι@wordaryElla,
* McsElla.ἄγχιστα!~υπερθετικός:ἄγχι@wordaryElla,
παρατήρηση: λέξη αυστηρά ποιητική, που όμως απαντά σε σύνθετες λέξεις του πεζού λόγου ως πρώτο συνθετικό, λ.χ. ἀγχέμαχος «αυτός που μάχεται από κοντά» κτλ.
σημασία: κοντά. = ἐγγύς, πλησίον, πέλας.
αντώνυμα: μακράν, πόρρω.
οικογένεια: παράγωγα: ἀγχιστεία, σύνθετα: ἀγχέμαχος, ἀγχίνους, ἀγχίνοια.
ετυμολογία: *ἀνχ- (ἄγχω), βλέπε ἄγχω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀγχιστεία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀγχιστεία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀγχιστεία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: στενή συγγένεια: ὑπάρχει μοι ἀγχιστεία πρός τινα = έχω στενή συγγένεα με κάποιον.
συνώνυμα: συγγένεια.
σημασία2: κληρονομικά δικαιώματα.
Νέα-Ελληνική: αγχιστεία (με την αντίθετη σημ.: «μη εξ αίματος συγγένεια, επιγαμία»).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀγχιστής «στενός συγγενής» + παρ. επίθ. -εία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄγχω-ρήμα::
* McsElla.ἄγχω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἄγχω@wordaryElla,
σημασία: στραγγαλίζω, απαγχονίζω: τὸν Κέρβερον ἄγχω. = πνίγω, ἀπάγχω
οικογένεια: παράγωγα: ἀγχόνη, σύνθετα: ἀπάγχω.
Νέα-Ελληνική: παράβαλε άγχος, αγχόνη.
ετυμολογία: *ἀνχ- (ἄγχι), παράβαλε λατινικός angō.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄγω-ρήμα::
* McsElla.ἄγω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἄγω@wordaryElla,
* McsElla.ἦγον!~παρατατικός:ἄγω@wordaryElla,
* McsElla.ἄξω!~μέλλοντας:ἄγω@wordaryElla,
* McsElla.ἦξα!~αόριστος-α´:ἄγω@wordaryElla,
* McsElla.ἤγαγον!~αόριστος-β´:ἄγω@wordaryElla,
* McsElla.ἀγήοχα!~παρακείμενος:ἄγω@wordaryElla,
* McsElla.ἦχα!~παρακείμενος:ἄγω@wordaryElla,
* McsElla.ἀγηόχειν!~υπερσυντέλικος:ἄγω@wordaryElla,
* McsElla.ἄξομαι!~μέσος-μέλλοντας-παθητική-σημασία:ἄγω@wordaryElla,
* McsElla.ἀχθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:ἄγω@wordaryElla,
* McsElla.ἠγαγόμην!~μέσος-αόριστος-β´:ἄγω@wordaryElla,
* McsElla.ἤχθην!~παθητικός-αόριστος-α´:ἄγω@wordaryElla,
* McsElla.ἦγμαι!~παθητικός-παρακείμενος:ἄγω@wordaryElla,
σημασία1: οδηγώ, μεταφέρω: ἄγω στρατιάν = οδηγώ το στράτευμα.
συνώνυμα: φέρω.
σημασία2: αμετάβ. προελαύνω, πηγαίνω: θᾶσσον ὁ Νικίας ἦγε = ο Νικίας προήλαυνε γρηγορότερα. ἄγωμεν εἰς τὰς ἐχομένας κωμοπόλεις = ας πάμε στις κοντινές κωμοπόλεις.
σημασία3: διευθύνω: ἄγω τὴν πολιτείαν = διευθύνω τα δημόσια πράγματα.
συνώνυμα: διοικέω, διατίθημι.
σημασία4: ανατρέφω, εκπαιδεύω: οἱ κακῶς ἀχθέντες = οι κακώς εκπαιδευμένοι.
σημασία5: γιορτάζω: Ἀπατούρια ἄγουσιν = γιορτάζουν τα Απατούρια.
σημασία6: θεωρώ: τιμιώτερόν τινα ἄγω = θεωρώ κάποιον πιο αξιότιμο.
σημασία7: σε εκφράσεις
σημασίαα: εἰρήνην ἄγω πρός τινα έχω ειρηνικές σχέσεις με κάποιον.
σημασίαβ: ἡσυχίαν / σχολὴν ἄγω ησυχάζω, έχω ελεύθερο χρόνο.
οικογένεια: παράγωγα: ἀγωγή, ἀγωγός, ἄγημα, ἀγώγιμος, ἀγέλη, ἀκτίς, σύνθετα: ἀνάγω, κατάγομαι, παράγω, ἐξάγω.
Νέα-Ελληνική: άγω στη λόγ. φρ. άγομαι και φέρομαι «κατευθύνομαι από άλλους».
ετυμολογία: *ἀγ-, ομόρρ. με αρχ. ινδ. ájati, λατ. agō.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀγωγή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀγωγή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀγωγή-ῆς-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: μεταφορά: πρὸς τὰς ἀγωγὰς χρῶμαι ὑποζυγίοις = για τις μεταφορές χρησιμοποιώ υποζύγια.
σημασία2: καθοδήγηση: ἡ ἀγωγὴ τοῦ νόμου = η καθοδήγηση από το νόμο.
σημασία3: εκπαίδευση, αγωγή: ἐκ νέων ἀγωγῆς ὀρθῆς τυγχάνω = λαμβάνω ορθή αγωγή από τη νεανική μου ηλικία.
οικογένεια: σύνθετα: συναγωγή, διαγωγή, καταγωγή, ἀπαγωγή.
Νέα-Ελληνική: αγωγή (με σημ. 3).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *ἀγ-αγ- (πβ. ἤγαγ-ον, ἀγαγ-εῖν < ἄγω), *ἀγ-ωγ- + παρ. επίθ. -ή, για τον αναδιπλασιασμό βλέπε ἐδωδή.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀγών-ῶνος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀγών-ῶνος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀγών-ῶνος-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: συγκέντρωση (κυρίως η συγκέντρωση των Ελλήνων κατά τους πανελλήνιους αγώνες): ποιῶ τὸν Ὀλυμπικὸν ἀγῶνα, ἵνα τοὺς Ἕλληνας ἅπαντας ξυναγείρω = κάνω τη συγκέντρωση στην Ολυμπία, για να μαζέψω όλους τους Έλληνες.
σημασία2: διαγωνισμός (για τη λήψη βραβείου στους ἀγῶνας, σημ. 1): ἀγὼν γυμνικός, μουσικός = αθλητικός, μουσικός διαγωνισμός. ἀγὼν στεφανηφόρος / στεφανίτης = διαγωνισμός στον οποίο το βραβείο ήταν στεφάνι. ἀγῶνα καθίστημι = καθιερώνω διαγωνισμό.
συνώνυμα: ἅμιλλα.
σημασία3: μάχη, αγώνας: ὁ Φίλιππος, πρὸς ὃν ἦν ἡμῖν ὁ ἀγών = ο Φίλιππος, εναντίον του οποίου ήταν ο αγώνας μας.
σημασία4: δίκη, δικαστικός αγώνας: εἰς ἀγῶνα καθίστημι ἀνθρώπους = οδηγώ ανθρώπους σε δίκη.
σημασία5: ψυχική ταλαιπωρία: πολὺν τὸν ἀγῶνα ἔχω = έχω μεγάλη ψυχική ταλαιπωρία.
οικογένεια: παράγωγα: ἀγωνία, ἀγωνίζομαι, ἀγωνιστής, ἀγώνισμα, σύνθετα: ἀγωνοθέτης, ἀγωνοδίκης.
Νέα-Ελληνική: αγώνας (με τις σημ. 2, 3).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἄγω + παρ. επίθ. -ών.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀγωνία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀγωνία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀγωνία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: διαγωνισμός: δημοτικὴ ἀγωνία = διαγωνισμός του δήμου.
συνώνυμα: ἀγών.
σημασία2: γυμναστική άσκηση: μουσικὴν καὶ ἀγωνίαν παιδεύω τινά = εκπαιδεύω κάποιον στη μουσική και στις γυμναστικές ασκήσεις.
σημασία3: αγωνία: ἐν φόβῳ καὶ πολλῇ ἀγωνίᾳ εἰμί = βρίσκομαι σε φόβο και μεγάλη αγωνία.
οικογένεια: παράγωγα: ἀγωνιάω.
Νέα-Ελληνική: αγωνία (σημ. 3 ως επακόλουθο του ανταγωνισμού στους αθλητικούς αγώνες).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀγών + παρ. επίθ. -ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀγωνιάω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἀγωνιάω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀγωνιάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠγωνίων!~παρατατικός:ἀγωνιάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀγωνιάσω!~μέλλοντας:ἀγωνιάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠγωνίασα!~αόριστος:ἀγωνιάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠγωνίακα!~παρακείμενος:ἀγωνιάω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: συναγωνίζομαι: πρὸς ἀλλήλους ἀγωνιῶσιν = συναγωνίζονται μεταξύ τους.
συνώνυμα: ἀγωνίζομαι, ἁμιλλάομαι.
σημασία2: αγωνιώ: ἐδόκει μοι ὁ Πρωταγόρας ἀγωνιᾶν = μου φαινόταν ότι ο Πρωταγόρας αγωνιούσε.
συνώνυμα: ἀνιῶμαι.
αντώνυμα: ἡσυχάζω.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀγωνία + παρ. επίθ. -άω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀγωνίζομαι-ρήμα::
* McsElla.ἀγωνίζομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀγωνίζομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἀγωνιοῦμαι-«θα-κριθώ»!~μέλλοντας-παθητική-σημασία4:ἀγωνίζομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἀγωνισθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:ἀγωνίζομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἠγωνισάμην!~αόριστος:ἀγωνίζομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἠγωνίσθην!~παθητικός-αόριστος:ἀγωνίζομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἠγώνισμαι!~παρακείμενος:ἀγωνίζομαι@wordaryElla,
σημασία1: διαγωνίζομαι (για τη λήψη βραβείου): Ὀλυμπίασιν ἀγωνίζομαι = διαγωνίζομαι στην Ολυμπία.
συνώνυμα: ἁμιλλάομαι.
σημασία2: μάχομαι, πολεμώ: περὶ τῶν ἁπάντων ἀγωνίζομαι = μάχομαι για τα πάντα.
συνώνυμα: μάχομαί τινι.
σημασία3: ως όρος δικανικός αντιδικώ, εμπλέκομαι σε δίκη: πάνυ ἔμπειρος τοῦ ἀγωνίζεσθαι = πολύ έμπειρος στο να συμμετέχει σε δίκες.
σημασία4: στην παθ. φωνή ἀγωνίζομαι κρίνομαι.
οικογένεια: παράγωγα: ἀγώνισμα, ἀγώνισις, ἀγωνιστής, σύνθετα: ἀνταγωνίζομαι, συναγωνίζομαι, διαγωνίζομαι.
Νέα-Ελληνική: αγωνίζομαι (με τις σημ. 1, 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀγών + παρ. επίθ. -ίζομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀγώνισμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀγώνισμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀγώνισμα-ατος-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: κατόρθωμα: Ἄγιδος τὸ ἀγώνισμα τοῦτογένετο = το κατόρθωμα αυτό υπήρξε του Άγιδος.
σημασία2: εκείνο με το οποίο κάποιος συμμετέχει σε διαγωνισμό, δημηγορία: κτῆμα ἐς αἰεὶ μᾶλλον ἢ ἀγώνισμα ἐς τὸ παραχρῆμα ἀκούειν ξύγκειται = (το έργο) έχει συντεθεί πιο πολύ ως παντοτινό μελέτημα, παρά σαν πρόσκαιρη δημηγορία για να την ακούουν κάποιοι.
Νέα-Ελληνική: αγώνισμα (είδος αθλήματος).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *ἀγωνισ- (< ἀγωνίζομαι) + παρ. επίθ. -μα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀδαής-ής-ὲς-επίθετο::
* McsElla.ἀδαής-ής-ὲς-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀδαής-ής-ὲς@wordaryElla,
σημασία: αυτός που δε γνωρίζει: ἀδαὴς γίγνομαί τινος = δε γνωρίζω κάτι.
συνώνυμα: ἀνεπιστήμων.
Νέα-Ελληνική: αδαής.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερ. ἀ- + *δασ- (πβ. δαῆναι < διδάσκω, δαή-μων «γνώστης») + παρ. επίθ. -ής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀδεής-ής-ὲς-επίθετο::
* McsElla.ἀδεής-ής-ὲς-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀδεής-ής-ὲς@wordaryElla,
* McsElla.ἀδεέστερος!~συγκριτικός:ἀδεής-ής-ὲς@wordaryEllα,
* McsElla.ἀδεέστατος!~υπερθετικός:ἀδεής-ής-ὲς@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που δε νιώθει φόϐο, ο άφοβος: θανάτου ἀδεής = αυτός που δε φοβάται το θάνατο.
συνώνυμα: θαρραλέος.
αντώνυμα: περιδεὴς «φοβισμένος».
* ως ουσιαστικό τὸ ἀδεὲς η έλλειψη φόβου, η ασφάλεια.
σημασία2: αυτός που δεν προκαλεί φόβο, ο μη φοβερός: ἀδεές ἐστί τι πρὸς τοὺς ἐχθρούς = κάτι δεν προκαλεί φόϐο στους εχθρούς.
αντώνυμα: δεινός «φοβερός».
σημασία3: επίρρημα ἀδεῶς
σημασίαα: χωρίς φόβο ή δισταγμό: ἀδεῶς τινα ὠφελοῦμεν = ωφελούμε κάποιον χωρίς φόβο.
σημασίαβ: χωρίς φόϐο ότι θα μου επιβληθεί ποινή (βλέπε ἄδεια, σημ. 3): μηνύω τὸ ἀσέϐημα ἀδεῶς = καταγγέλλω την ασεϐή πράξη χωρίς φόβο ότι θα μου επιϐληθεί ποινή.
οικογένεια: παράγωγα: ἄδεια.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερ. ἀ- + δέ-ος + παρ. επίθ. -ής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄδεια-είας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἄδεια-είας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἄδεια-είας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: αφοβία, αίσθημα ασφάλειας: πύλαι διὰ τὴν ἄδειαν ἀνεῳγμέναι = πύλες ανοικτές, λόγω του αισθήματος ασφάλειας.
συνώνυμα: ἀφοβία.
αντώνυμα: δέος «φόβος», φόβος.
σημασία2: αμνηστία: τοῖς ἄλλοις Μυτιληναίοις ἄδειανδώκατε οἰκεῖν τὴν σφετέραν αὐτῶν = στους άλλους Μυτιληναίους παραχωρήσατε αμνηστία, με την οποία τους επιτρέπατε να κατοικούν στη δική τους πόλη.
σημασία3: άδεια που ζητούσε ένας πολίτης από το δήμο, προκειμένου να υποβάλει πρόταση που συγκρουόταν με ισχύοντα νόμο ή για να ασκήσει δίωξη εναντίον κάποιου: ἄδειαν αἰτοῦμαι ἐπὶ μηνύσει τινός = ζητώ άδεια να καταγγείλω κάποιον.
Νέα-Ελληνική: άδεια (συγκατάθεση σε αίτημα).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀδε-ής + παρ. επίθ. -ια.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀδέκαστος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἀδέκαστος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀδέκαστος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία: αδωροδόκητος, αμερόληπτος: ἀδέκαστος κρίνω τι = κρίνω κάτι αμερόληπτα.
Νέα-Ελληνική: αδέκαστος.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερητ. ἀ- + *δεκαστὸς «που μπορεί να δεκαστεί, να δωροδοκηθεί» < δεκ-άζω (πβ. δέχ-ομαι) «προσφέρω δώρο».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀδελφιδοῦς-οῦ-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀδελφιδοῦς-οῦ-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀδελφιδοῦς-οῦ-ὁ@wordaryElla,
* McsElla.ἀδελφιδῆ-ῆς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀδελφιδῆ-ῆς-ἡ@wordaryElla,
σημασία: ανιψιός, ανιψιά.
ετυμολογία: ασυναίρετο ἀδελφ-ιδέος > συνηρημένο αττ. ἀδελφ-ιδοῦς.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄδηλος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἄδηλος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἄδηλος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία1: αόρατος.
αντώνυμα: δῆλος «φανερός».
σημασία2: άγνωστος: ἄδηλος ὁ κτείνας ἐστίν = ο φονιάς είναι άγνωστος.
* ἄδηλόν ἐστι, εἰ... = είναι αβέβαιο εάν...
οικογένεια: παράγωγα: ἀδηλότης, ἀδηλία, ἀδήλως, σύνθετα: κατάδηλος.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερ. ἀ- + δῆλος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ᾍδης-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ᾍδης-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ᾍδης-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: ο Άδης (για τους αρχαίους Έλληνες, ο Άδης ήταν ο θεός των νεκρών. Ήταν παιδί του Κρόνου και της Ρέας και αδελφός του Δία, του Ποσειδώνα, της Ήρας, της Δήμητρας και της Εστίας. Όταν έγινε η διανομή της εξουσίας του σύμπαντος, ο Άδης έλαβε τον κάτω κόσμο, ο Ποσειδώνας τη θάλασσα και ο Δίας πήρε τον έλεγχο του ουρανού και της γης).
* ἐν ᾍδου (ενν. οἴκῳ) μέσα στο σπίτι του Άδη. εἰς ᾍδου (ενν. οἶκον) προς το σπίτι του Άδη.
σημασία2: τόπος όπου πηγαίνουν οι ψυχές μετά το θάνατο του σώματος.
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία, ίσως σύνθετη-λέξη στερ. ἀ- + *F(ε)ιδ-(εἶδον) με τη σημ. του τόπου που δεν είναι ορατός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀδιάλλακτος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἀδιάλλακτος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀδιάλλακτος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία: ασυμφιλίωτος: τὰ πρὸς ὑμᾶς ἀδιάλλακτα ὑπάρχει = οι σχέσεις μου με εσάς δεν επιδέχονται συμφιλίωση.
οικογένεια: παράγωγα: ἀδιαλλάκτως.
Νέα-Ελληνική: αδιάλλακτος.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη στερ. ἀ- + *διαλλακτός (πβ. διαλλακτής) < διαλλάσσομαι + παρ. επίθ. -τός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀδικέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἀδικέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀδικέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠδίκουν!~παρατατικός:ἀδικέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀδικήσω!~μέλλοντας:ἀδικέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠδίκησα!~αόριστος:ἀδικέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠδίκηκα!~παρακείμενος:ἀδικέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀδικοῦμαι!~παθητικός-ενεστώτας:ἀδικέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀδικήσομαι-«θα-αδικηθώ»!~μέσος-μέλλοντας-παθητική-σημασία:ἀδικέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀδικηθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:ἀδικέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠδικήθην!~παθητικός-αόριστος:ἀδικέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠδίκημαι!~παθητικός-παρακείμενος:ἀδικέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: διαπράττω αδίκημα, παραβιάζω το νόμο: Σωκράτης ἀδικεῖ ζητῶν τὰ ἐπουράνια = ο Σωκράτης διαπράττει αδίκημα που διερευνά τα επουράνια.
σημασία2: έχω άδικο, κάνω λάθος: εἰ μὴ ἀδικῶ γε = αν βέβαια δεν έχω άδικο.
συνώνυμα: ἀπατῶμαι περί τι.
σημασία3: αδικώ κάποιον: ἀδικῶ τοὺς δεσπότας = αδικώ τους ηγεμόνες. ἀδικῶ τινά τι = αδικώ κάποιον σε κάτι.
σημασία4: βλάπτω: ἀδικῶ γῆν τὴν Πλαταιίδα = βλάπτω την πλαταιική γη.
συνώνυμα: κακῶς ποιῶ τι.
αντώνυμα: ὠφελέω.
οικογένεια: παράγωγα: ἀδίκημα, ἀδικία, σύνθετα: ἀνταδικέω.
Νέα-Ελληνική: αδικώ (με σημ. 3).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἄδικος + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀδόκητος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἀδόκητος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀδόκητος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία: απροσδόκητος: ξυμφορὰ ἀδόκητος = απροσδόκητη συμφορά.
συνώνυμα: ἀπροσδόκητος.
αντώνυμα: παράβαλε πρὸς προσδοκίαν «σύμφωνα με ό,τι αναμενόταν».
οικογένεια: παράγωγα: ἀδοκήτως, σύνθετα: ἀπροσδόκητος.
Νέα-Ελληνική: αδόκητος (στη φρ. κυρίως αδόκητος θάνατος).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερ. ἀ- + δοκέω + παρ. επίθ. -τος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀδολέσχης-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀδολέσχης-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀδολέσχης-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: φλύαρος: ἀδολέσχης σοφιστής = φλύαρος σοφιστής.
οικογένεια: παράγωγα: ἀδολεσχία, ἀδολεσχέω «φλυαρώ».
ετυμολογία: αυτός του οποίου ο διαρκής λόγος ενοχλεί, σύνθετη-λέξη στερητ. ἀ- + *Fαδο- (= ἥδομαι, παράβαλε ἀαδεῖν· ὀχλεῖν) + λέσχη «συζήτηση, λόγος» > *ἀαδολέσχης > ἀδολέσχης.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄδοξος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἄδοξος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἄδοξος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία: που δεν έχει φήμη, άσημος, ασήμαντος.
οικογένεια: παράγωγα: ἀδοξέω «δεν έχω καλή φήμη», ἀδοξία «έλλειψη καλής φήμης».
Νέα-Ελληνική: άδοξος.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερητ. ἀ- + δόξα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἁδρός-ά-ὸν-επίθετο::
* McsElla.ἁδρός-ά-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἁδρός-ά-ὸν@wordaryElla,
* McsElla.ἁδρότερος!~συγκριτικός:ἁδρός-ά-ὸν@wordaryEllα,
* McsElla.ἁδρότατος!~υπερθετικός:ἁδρός-ά-ὸν@wordaryElla,
σημασία1: πυκνός, παχύς, αδρός: χιὼν ἁδρά = πυκνό χιόνι.
συνώνυμα: παχύς.
αντώνυμα: ἰσχνός.
σημασία2: εύσωμος: ἁδροὶ παῖδες = εύσωμα παιδιά.
οικογένεια: παράγωγα: ἁδροσύνη, ἁδρόομαι, ἁδρύνω, σύνθετα: ἁδρομερής.
Νέα-Ελληνική: αδρός (και με τις δύο σημ.).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἁδ- (ἅδην «άφθονα») + παρ. επίθ. -ρός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄδυτος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἄδυτος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἄδυτος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία: αυτός στον οποίο δεν επιτρέπεται να μπει κανείς.
συνώνυμα: ἄβατος.
αντώνυμα: βέβηλος «αυτός στον οποίο επιτρέπεται η είσοδος, μη ιερός».
* ως ουσιαστικό τὸ ἄδυτον το εσωτερικό τμήμα ενός ιερού, το άδυτο: ἡ Πυθία εἰς τὸ ἄδυτον κατῆλθεν.
Νέα-Ελληνική: το άδυτο (με τις δύο σημ.).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερ. ἀ- + δύω + παρ. επίθ. -τος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ᾄδω-ρήμα::
* McsElla.ᾄδω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ᾄδω@wordaryElla,
* McsElla.ᾖδον!~παρατατικός:ᾄδω@wordaryElla,
* McsElla.ᾄσομαι-«θα-τραγουδήσω»!~μέλλοντας-ενεργητική-σημασία:ᾄδω@wordaryElla,
* McsElla.ᾖσα!~αόριστος:ᾄδω@wordaryElla,
* McsElla.ᾔσθην!~παθητικός-αόριστος:ᾄδω@wordaryElla,
* McsElla.ᾖσμαι!~παθητικός-παρακείμενος:ᾄδω@wordaryElla,
σημασία: τραγουδώ: οἱ τῶν γερόντων ἐν Λακεδαίμονι χοροὶ ᾄδουσιν «ἁμὲς ποτ' ἦμες ἄλκιμοι νεανίαι» = οι χοροί των γερόντων στη Σπάρτη τραγουδούν «κάποτε εμείς ήμασταν γενναίοι νέοι».
οικογένεια: παράγωγα: ᾆσμα, ἀηδών, ᾠδή, ἀοιδὸς «τραγουδιστής».
ετυμολογία: ασυναίρετο ἀείδω > συνηρημένο ᾄδω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀεὶ-επίρρημα::
* McsElla.ἀεὶ-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ἀεὶ@wordaryElla,
σημασία1: πάντοτε: ἀεὶ θεοῖς ἐχθρός ἐστιν = πάντοτε είναι μισητός στους θεούς.
αντώνυμα: οὔποτε «ποτέ δεν», μήποτε «ποτέ να μη».
* με το άρθρο οἱ ἀεὶ ὄντες οι αθάνατοι (οι θεοί).
* αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων πάντοτε να είσαι άριστος και να ξεπερνάς τους άλλους (Ομ. Ιλ. Ζ 208). Πρόκειται για στίχο που έχει αποκτήσει ευρεία διάδοση ως ευχή αναγραφόμενη σε βραβεία, τιμητικές πλακέτες κτλ.
σημασία2: ὁ ἀεὶ ο εκάστοτε: οἱ ἀεὶ δικάζοντες = οι εκάστοτε δικαστές.
οικογένεια: σύνθετα: ἀείμνηστος, ἀειθαλής, ἀειφυγία «παντοτινή εξορία».
ετυμολογία: μαρτυρείται ως αἰFεί, παράβαλε λατινικός aevum, αἰών.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀείμνηστος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἀείμνηστος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀείμνηστος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία: αυτός που τον θυμούνται για πάντα: ἀείμνηστος ἡ ἁμαρτία = το σφάλμα θα το θυμούνται για πάντα.
Νέα-Ελληνική: αείμνηστος.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀεί + μνηστός < μιμνήσκομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀειφυγία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀειφυγία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀειφυγία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: παντοτινή εξορία: φευγέτω ἀειφυγίαν = ας εξοριστεί για πάντα.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀεί + *φυγ- (ἔ-φυγ-ον) + παρ. επίθ. -ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀέναος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἀέναος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀέναος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που πάντοτε κυλά: ποταμὸς ἀέναος = ποταμός που πάντοτε κυλά.
σημασία2: αιώνιος, παντοτινός: ἀέναον τὴν τροφὴν παρέχω = παρέχω αιώνια τροφή.
οικογένεια: παράγωγα: ἀενάως.
Νέα-Ελληνική: αέναος (με σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀεί + νάω «ρέω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀζήμιος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἀζήμιος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀζήμιος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία1: αποζημιωμένος: ἀζήμιον παρέχω τινά = αποζημιώνω κάποιον.
σημασία2: ατιμώρητος: ὁ συλλήπτωρ ἀζήμιος ἀπέφυγεν = ο συνεργός ξέφυγε ατιμώρητος.
συνώνυμα: ἀθῷος, ἀτιμώρητος.
σημασία3: αυτός που δεν προξενεί ζημιά, ο μη βλαβερός: ἀζήμιοι ἀχθηδόνες = ενοχλήσεις που δεν προξενούν ζημιά.
αντώνυμα: βλαβερός.
οικογένεια: παράγωγα: ἀζημίως.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερ. ἀ- + ζημία + παρ. επίθ. -ος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀηδών-όνος-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀηδών-όνος-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀηδών-όνος-ἡ@wordaryElla,
σημασία: αηδόνι.
Νέα-Ελληνική: αηδόνι.
ετυμολογία: *ἀFηδών (πβ. ἀFείδω > ἀείδω «τραγουδώ») κατά το χελιδὼν κτλ..
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀήθεια-είας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀήθεια-είας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀήθεια-είας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: έλλειψη πείρας, απειρία: ἀήθεια τοῦ κακοπραγεῖν = απειρία στις αποτυχίες.
συνώνυμα: ἀπειρία, ἀνεπιστημοσύνη.
αντώνυμα: ἐμπειρία.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀήθης + παρ. επίθ. -εια.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀήθης-ης-ἄηθες-επίθετο::
* McsElla.ἀήθης-ης-ἄηθες-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀήθης-ης-ἄηθες@wordaryElla,
* McsElla.ἀηθέστερος!~συγκριτικός:ἀήθης-ης-ἄηθες@wordaryEllα,
* McsElla.ἀηθέστατος!~υπερθετικός:ἀήθης-ης-ἄηθες@wordaryElla,
σημασία1: ασυνήθιστος, παράξενος.
σημασία2: ασυνήθιστος σε κάτι: ἀήθεις τοιαύτης μάχης = ασυνήθιστοι σε τέτοια μάχη.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερ. ἀ- + ἦθος + παρ. επίθ. -ης.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀήρ-ἀέρος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀήρ-ἀέρος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀήρ-ἀέρος-ὁ@wordaryElla,
σημασία: αέρας.
οικογένεια: παράγωγα: ἀέριος, σύνθετα: ἀερώδης, ἀεροειδής.
Νέα-Ελληνική: αέρας.
ετυμολογία: ἀήρ «κρέμασμα ατμοσφαιρικό» < *ἀFήρ- (πβ. ἄημι, αὔρα) < ἀFείρω = αττ. αἴρω «υψώνω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Ἀθῆναι-ῶν-αἱ-ουσιαστικό::
* McsElla.Ἀθῆναι-ῶν-αἱ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Ἀθῆναι-ῶν-αἱ@wordaryElla,
σημασία1: η πόλη της Αθήνας (Ο πληθυντικός αριθμός σε ονόματα πόλεων, λ.χ. αἱ Θῆϐαι, αἱ Μυκῆναι κτλ., οφείλεται στο γεγονός ότι οι πόλεις αυτές προήλθαν από συνένωση πολλών γειτονικών δήμων).
* επιρρήματα
σημασίαα: Ἀθήναζε προς την Αθήνα.
σημασίαβ: Ἀθήνηθεν από την Αθήνα.
σημασίαγ: Ἀθήνησιν στην Αθήνα.
σημασία2: η Αττική (στο σύνολό της).
οικογένεια: παράγωγα: Ἀθηναῖος, σύνθετα: Παναθήναια.
Νέα-Ελληνική: Αθήνα (από την έκφραση εἰς πόλιν Ἀθήνας (= τὰς Ἀθήνας, αιτ. πληθ.), που εκλήφθηκε ως γεν. ενικού, της Αθήνας).
ετυμολογία: Ἀθηνᾶ (η θεά) > Ἀθῆναι με μετακίνηση τόνου και τροπή σε πληθ., επειδή πολλοί συνοικισμοί αποτελούσαν την πόλη.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄθλιος-ία|ιος-ιον-επίθετο::
* McsElla.ἄθλιος-ία|ιος-ιον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἄθλιος-ία|ιος-ιον@wordaryElla,
* McsElla.ἀθλιώτερος!~συγκριτικός:ἄθλιος-ία|ιος-ιον@wordaryEllα,
* McsElla.ἀθλιώτατος!~υπερθετικός:ἄθλιος-ία|ιος-ιον@wordaryElla,
παρατήρηση: με ηθική σημ. αξιολύπητος, άθλιος.
συνώνυμα: οἰκτρός, ἐλεεινός.
οικογένεια: παράγωγα: ἀθλιότης, ἀθλίως, σύνθετα: πανάθλιος.
Νέα-Ελληνική: άθλιος.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη (ἄεθλον >) ἆθλον + παρ. επίθ. -ιος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἆθλον-ου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἆθλον-ου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἆθλον-ου-τὸ@wordaryElla,
σημασία: έπαθλο (ενός διαγωνισμού): ἆθλα ὁ ἄρχων προτίθησιν = ο κυϐερνήτης ορίζει έπαθλα. τὰ πρῶτα τῶν ἄθλων ἠνεγκάμην = κέρδισα τα καλύτερα έπαθλα.
συνώνυμα: τὰ πρωτεῖα «το πρώτο βραβείο».
οικογένεια: παράγωγα: ἄθλιος, σύνθετα: πένταθλον, ἀθλοθετέω, ἀθλοθεσία, ἀθλοθέτης.
ετυμολογία: μαρτυρείται ως ἄFε-θλον, αβέβαιη-ετυμολογία· ωστόσο παράβαλε αρχ. ινδ. vāyati «κάμνω, είμαι κουρασμένος».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἁθροίζω-ρήμα::
* McsElla.ἁθροίζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἁθροίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἥθροιζον!~παρατατικός:ἁθροίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἥθροισα!~αόριστος:ἁθροίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἥθροικα!~παρακείμενος:ἁθροίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἡθροίσθην!~παθητικός-αόριστος:ἁθροίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἥθροισμαι!~παθητικός-παρακείμενος:ἁθροίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἡθροίσμην!~παθητικός-υπερσυντέλικος:ἁθροίζω@wordaryElla,
παρατήρηση: η οικογένεια των λέξεων του ἁθροίζω στην αττική διάλεκτο εμφανίζεται με δασεία, στις λοιπές διαλέκτους με ψιλή.
σημασία1: συγκεντρώνω: ἁθροίζει τό τε βαρβαρικὸν καὶ τὸ ἑλληνικόν = συγκεντρώνει και το βαρβαρικό και το ελληνικό στράτευμα.
συνώνυμα: ἀγείρω.
αντώνυμα: διασκεδάννυμι «διασκορπίζω».
σημασία2: στην παθ. φωνή για το νου ἁθροίζομαι εἰς ἐμαυτὸν συγκεντρώνομαι, συμμαζεύω το νου μου.
συνώνυμα: συντείνω ἐμαυτόν, συναγείρω ἐμαυτόν.
οικογένεια: παράγωγα: ἄθροισμα, ἄθροισις.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἁθρό-ος + παρ. επίθ. -ίζω > ἁθροίζω, βλέπε ἁθρόος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἁθρόος-α|ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἁθρόος-α|ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἁθρόος-α|ος-ον@wordaryElla,
σημασία1: κατά πλήθη, στοίβες ή μάζες συγκεντρωμένες μαζί.
* για στρατιώτες συντεταγμένοι: λείπουσιν τὸν λόφον οὐ μὴν ἔτι ἁθρόοι ἀλλ᾿ ἄλλοι ἄλλοθεν = εγκαταλείπουν το λόφο, όχι πια συντεταγμένοι, αλλά άλλοι από εδώ και άλλοι από εκεί.
σημασία2: όλος συνολικά, όλος μαζί: ἡ πόλις ἁθρόα σφάλλεται = όλη συνολικά η πόλη σημειώνει αποτυχίες. ἁθρόον ἦν τὸ στράτευμα = το στράτευμα ήταν όλο μαζί (δηλαδή συγκεντρωμένο).
οικογένεια: παράγωγα: ἀθρόως
Νέα-Ελληνική: παράβαλε αθρόα προσέλευση.
ετυμολογία: με τη σημασία αυτού που εμφανίζεται ως συνολική εικόνα πιθ. αθροιστικό ἁ- (< ινδοευρωπαϊκός *smo-) + -θροος, παράβαλε ἀθρέω «προσαρμόζω το βλέμμα, παρατηρώ».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀθυμέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἀθυμέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀθυμέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: αποκαρδιώνομαι, χάνω το θάρρος μου: οὐ μὴν ἐπὶ τούτοις ἀθυμήσας εἱλόμην ῥᾳθυμεῖν = ασφαλώς δεν επέλεξα να αδρανώ, επειδή έχασα το θάρρος μου από αυτά.
οικογένεια: παράγωγα: ἀθυμία.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερ. ἀ- + θυμός + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄθυρμα-ματος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἄθυρμα-ματος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἄθυρμα-ματος-τὸ@wordaryElla,
σημασία: παιχνίδι.
Νέα-Ελληνική: παράβαλε άθυρμα της μοίρας ο άνθρωπος.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀθύρω «παίζω» + παρ. επίθ. -μα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀθῷος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἀθῷος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀθῷος-ος-ον@wordaryElla,
* McsElla.ἀθῳότερος!~συγκριτικός:ἀθῷος-ος-ον@wordaryEllα,
* McsElla.ἀθῳότατος!~υπερθετικός:ἀθῷος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία: άτρωτος, απρόσβλητος, ατιμώρητος, αζημίωτος: ἀθῷος ἅπασι = άτρωτος από κάθε άποψη. ἀθῷοι τῶν ἀδικημάτων τούτων = ατιμώρητοι για αυτά τα αδικήματα. οὐκ ἀθῷος ἄπεισιν = δε θα ξεφύγει ατιμώρητος (με το αζημίωτο).
οικογένεια: παράγωγα: ἀθῳόω.
Νέα-Ελληνική: αθώος (απαλλαγμένος από ενοχή, τιμωρία κτλ.).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη στερ. ἀ- + θω-ὴ «τιμωρία» (< *θη- < τί-θη-μι) + παρ. επίθ. -ιος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
αἰγιαλός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.αἰγιαλός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.αἰγιαλός-οῦ-ὁ@wordaryElla,
σημασία: παραλία, ακροθαλασσιά.
Νέα-Ελληνική: γιαλός.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη *αἰγι- (πβ. «αἶγες· τὰ κύματα Δωριεῖς» και «τὰ μεγάλα κύματα αἶγας λέγομεν») + -αλός (< ἁλὸς «της θάλασσας» ή -αλός < ἅλλομαι «πηδώ»), παράβαλε ΝΕ τα προβατάκια της θάλασσας = τα κύματα].
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
αἰγίς-ίδος-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.αἰγίς-ίδος-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.αἰγίς-ίδος-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: το δέρμα της κατσίκας (που φορούσαν ως ένδυμα).
σημασία2: η δερμάτινη ασπίδα του Δία.
Νέα-Ελληνική: αιγίδα (στη φρ. υπό την αιγίδα κάποιου = υπό την προστασία).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη αἴξ, αἰγ-ός + παρ. επίθ. -ίς.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
αἰδέομαι-οῦμαι-ρήμα::
* McsElla.αἰδέομαι-οῦμαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.αἰδέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.ᾐδούμην!~παρατατικός:αἰδέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.αἰδέσομαι!~μέλλοντας:αἰδέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.ᾐδεσάμην!~μέσος-αόριστος:αἰδέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.ᾐδέσθην!~παθητικός-αόριστος-μέση-σημασία:αἰδέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.ᾔδεσμαι!~παρακείμενος:αἰδέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
σημασία1: ντρέπομαι. = αἰσχύνομαι.
σημασία2: αισθάνομαι δέος (δηλ. φόβο ανάμεικτο με σεβασμό): φοβοῦμαί γε τοὺς μοχθηρούς (οὐ γὰρ δήποτε εἴποι' ἂν ὥς γε αἰδοῦμαι) = φοβούμαι βέβαια τους μοχθηρούς (γιατί ποτέ δε θα έλεγα ότι νιώθω δέος γι' αυτούς).
σημασία3: ως δικανικός όρος συγχωρώ: αἰδοῦμαί τινα καὶ ἀφίημι = συγχωρώ κάποιον και τον αθωώνω.
οικογένεια: παράγωγα: αἰδοῖος, αἰδώς, αἰδήμων.
ετυμολογία: *αισ-δ- (> αἰδώς) βλέπε αἰδώς.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
αἰδήμων-ων-αἰδῆμον-επίθετο::
* McsElla.αἰδήμων-ων-αἰδῆμον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.αἰδήμων-ων-αἰδῆμον@wordaryElla,
* McsElla.αἰδημονέστερος!~συγκριτικός:αἰδήμων-ων-αἰδῆμον@wordaryEllα,
* McsElla.αἰδημονέστατος!~υπερθετικός:αἰδήμων-ων-αἰδῆμον@wordaryElla,
σημασία: ντροπαλός.
συνώνυμα: αἰσχυντηλός.
αντώνυμα: ἀναίσχυντος.
οικογένεια: παράγωγα: αἰδημόνως.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη αἰδέ-ομαι + παρ. επίθ. -μων.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀΐδιος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἀΐδιος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀΐδιος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία: αιώνιος: ἔχθραν τινὶ ἀΐδιον ἔχω = έχω αιώνιο μίσος προς κάποιον.
συνώνυμα: αἰώνιος.
οικογένεια: παράγωγα: ἀϊδιότης.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀεί + παρ. επίθ. -ιος με επένθεση ενός δ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
αἰδώς-οῦς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.αἰδώς-οῦς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.αἰδώς-οῦς-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: ντροπή: αἰδώς τίς μ' ἔχει ποιοῦντα τοῦτο = με διακατέχει κάποια ντροπή που το κάνω αυτό.
συνώνυμα: αἰσχύνη.
αντώνυμα: ἀναισχυντία, ἀναίδεια.
σημασία2: σεβασμός, συμπάθεια: αἰδοῦς οὐδεμιᾶς ἔτυχον = δεν έτυχα καμιάς συμπάθειας.
σημασία3: συγχώρεση: ἄξιόν ἐστι αἰδοῦς αὐτὸν τυγχάνειν παρ' ὑμῶν = είναι ορθό να πάρει συγχώρεση από εσάς.
Νέα-Ελληνική: αιδώς (στη νομική φρ. προσβολή της δημοσίας αιδούς).
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία, όμως για τη σημ. «φοβούμαι, ευλαβούμαι» παράβαλε γοτθ. aislan «φοβούμαι, σέβομαι» και αρχ. ινδ. īdé «τιμώ».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
αἰθήρ-έρος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.αἰθήρ-έρος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.αἰθήρ-έρος-ὁ@wordaryElla,
σημασία: αιθέρας, ουρανός (το πέμπτο από τα βασικά συστατικά του υλικού κόσμου. Λέγεται και πέμπτη ουσία, απ᾿ όπου προήλθε το ουσιαστικό πεμπτ-ουσία. Τα υπόλοιπα τέσσερα είναι γῆ, ἀήρ, ὕδωρ και πῦρ, δηλαδή χώμα, αέρας, νερό και φωτιά).
οικογένεια: παράγωγα: αἰθέριος, αἰθεριώδης, αἰθερώδης.
Νέα-Ελληνική: αιθέρας.
ετυμολογία: *αἰθ- (αἴθω, ἰθαρός) + παρ. επίθ. -ήρ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
αἴθριος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.αἴθριος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.αἴθριος-ος-ον@wordaryElla,
παρατήρηση: για τον καιρό καθαρός, ασυννέφιαστος.
συνώνυμα: ἀνέφελος.
αντώνυμα: ἐπινέφελος.
οικογένεια: αἰθρία «καθαρός ουρανός».
Νέα-Ελληνική: αίθριος.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη αἴθρη (αἰθήρ) + παρ. επίθ. -ιος]
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
αἰνίττομαι-ρήμα::
* McsElla.αἰνίττομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.αἰνίττομαι@wordaryElla,
* McsElla.ᾐνιττόμην!~παρατατικός:αἰνίττομαι@wordaryElla,
* McsElla.αἰνίξομαι!~μέλλοντας:αἰνίττομαι@wordaryElla,
* McsElla.ᾐνιξάμην!~αόριστος:αἰνίττομαι@wordaryElla,
* McsElla.ᾐνίχθην!~παθητικός-αόριστος:αἰνίττομαι@wordaryElla,
* McsElla.ᾔνιγμαι!~παθητικός-παρακείμενος:αἰνίττομαι@wordaryElla,
παρατήρηση: ο κοινός τύπος είναι αἰνίσσομαι.
σημασία: υπαινίσσομαι: τί αἰνίττεται ὁ θεός; = τι υπαινίσσεται ο θεός;
οικογένεια: παράγωγα: αἴνιγμα, αἰνιγμός.
ετυμολογία: αἶνος, ὁ «λόγος με ιδιαίτερη σημασία» + παρ. επίθ. -ίττομαι/-ίσσομαι < *-ίκ/γομαι (πβ. αἰνίξομαι, αἴνιγμα).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
αἴξ-αἰγός-ὁ-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.αἴξ-αἰγός-ὁ-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.αἴξ-αἰγός-ὁ-ἡ@wordaryElla,
σημασία: κατσίκα (κυρίως θηλυκή): αἲξ ἄγριος = άγριο κατσίκι (πβ. αἴγαγρος).
* παροιμία αἲξ Σκυρία κατσίκι από τη Σκύρο. (Οι αρχαίοι έλεγαν ότι η κατσίκα αυτή, μόλις την αρμέξουν, αναποδογυρίζει το σκεύος με το γάλα. Η παροιμία χρησιμοποιείται για τους αχάριστους ανθρώπους).
Νέα-Ελληνική: αίγα, συχνότερα κατσίκα.
ετυμολογία: λ. που δανείστηκαν οι ινδοευρωπαϊκός, παράβαλε αρχ. περσ. izaēna «καμωμένος από δέρμα κατσίκας».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Αἰολεύς-έως-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.Αἰολεύς-έως-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Αἰολεύς-έως-ὁ@wordaryElla,
σημασία: ο κάτοικος της Αιολίδας ή αυτός που ανήκει στην αιολική φυλή.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη αἰόλος + παρ. επίθ. -εὺς με τη σημ. «ποικίλος» ή «γρήγορος», παράβαλε αἰόλειος· ὁ ποικίλος καὶ αἰολίδας· ποικίλους, ταχεῑς.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
αἰπόλος-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.αἰπόλος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.αἰπόλος-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: βοσκός κατσικιών, κατσικοβοσκός. βλέπε βουκόλος.
οικογένεια: παράγωγα: αἰπολέω «βόσκω κατσίκες», αἰπόλια, τὰ «κοπάδια κατσικιών».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη αἴξ (πβ. αρχ. ινδ. aja) + *kwol-os (πβ. πέλομαι «περιφέρομαι»).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
αἵρεσις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.αἵρεσις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.αἵρεσις-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: κατάληψη (κυρίως μιας πόλης).
συνώνυμα: ἅλωσις.
σημασία2: επιλογή: ποιοῦμαι τὴν αἵρεσιν = κάνω την επιλογή μου.
σημασία3: εκλογή (αξιωματούχων): ἐκ δημοκρατίας αἱρέσεως γιγνομένης ῥᾷόν τις τὰ ἀποβαίνοντα φέρει = στη δημοκρατία, επειδή γίνεται εκλογή των αρχόντων (και όχι λ.χ. διορισμός τους), ευκολότερα ανέχεται κάποιος το αποτέλεσμα.
σημασία4: σύστημα φιλοσοφικών αρχών, ή το σύνολο των διανοουμένων που πρεσβεύουν τέτοιες αρχές.
σημασία5: θρησκευτική αίρεση.
οικογένεια: σύνθετα: αἱρεσιάρχης, καθαίρεσις, προαίρεσις, συναίρεσις.
Νέα-Ελληνική: αίρεση (με τη σημ. 5).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη αἱρέω + παρ. επίθ. -σις.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
αἱρετικός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.αἱρετικός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.αἱρετικός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που επιλέγει: αἱρετικὸς ὧν χρή = άτομο που επιλέγει αυτά που πρέπει.
σημασία2: με τη θρησκευτική σημ. αιρετικός.
οικογένεια: παράγωγα: αἱρετικῶς.
Νέα-Ελληνική: αιρετικός (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη αἱρετ-ός + παρ. επίθ. -ικός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
αἱρετός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.αἱρετός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.αἱρετός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που μπορεί να καταληφθεί: δόλῳ αἱρετοί = που μπορούν να καταληφθούν με δόλο.
συνώνυμα: ἁλωτός.
αντώνυμα: ἀπόρθητος.
σημασία2: αυτός που μπορεί να επιλεγεί, επιλέξιμος: ἆρ' οὖν αἱρετὸς ἡμῖν βίος ὁ τοιοῦτος; = συνεπώς, είναι επιλέξιμη για μας μια τέτοια ζωή;
συνώνυμα: ἐκλεκτός, ἐπίλεκτος.
σημασία3: για αξιωματούχο εκλεγμένος (σε αντιδιαστολή προς το κληρωτός = αυτός που έχει αναλάβει ένα αξίωμα με κλήρωση)
οικογένεια: παράγωγα: αἱρετιστής, αἱρετικός, αἱρετίζω.
Νέα-Ελληνική: αιρετός (με σημ. 3).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη αἱρέ-ω + παρ. επίθ. -τός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
αἱρέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.αἱρέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.αἱρέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ᾕρουν!~παρατατικός:αἱρέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.αἱρήσω!~μέλλοντας:αἱρέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.εἷλον!~αόριστος-β΄:αἱρέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ᾕρηκα!~παρακείμενος:αἱρέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.αἱρήσομαι!~μέσος-μέλλοντας:αἱρέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.αἱρεθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:αἱρέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.εἱλόμην!~μέσος-αόριστος-β´:αἱρέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ᾑρέθην!~παθητικός-αόριστος:αἱρέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ᾕρημαι!~μέσος-και-παθητικός-παρακείμενος:αἱρέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ᾑρήμην!~μέσος-και-παθητικός-υπερσυντέλικος:αἱρέω-ῶ@wordaryElla,
παρατήρηση: ως παθητική φωνή της σημ. 4 χρησιμοποιείται το βλέπε ἁλίσκομαι.
σημασία1: παίρνω με το χέρι, αρπάζω, δράττομαι: χειρὸς αἱρῶ τινα = παίρνω κάποιον από το χέρι.
σημασία2: για συναισθήματα, επιθυμίες, ασθένεια καταλαμβάνω: αὐτὸν αἱρεῖ τὸ νόσημα = τον καταλαμβάνει το νόσημα.
σημασία3: για άψυχα πράγματα παίρνω, αποκτώ: αἱρῶ τι = αποκτώ κάτι.
σημασία4: για έμψυχα όντα συλλαμβάνω, αιχμαλωτίζω: αἱρῶ τινα τῶν πολεμίων = αιχμαλωτίζω έναν από τους εχθρούς. Με τη σημ. «αιχμαλωτίζομαι» χρησιμοποιείται το βλέπε ἁλίσκομαι.
σημασία5: ως δικανικός όρος καταδικάζω: αἱρῶ τινα ἀκουσίου φόνου = καταδικάζω κάποιον για ακούσιο φόνο.
* αἱρῶ δίκην/γραφὴν λαμβάνω έγκριση για καταδίκη: μεγάλας γραφὰς διώξας οὐδεμίαν εἷλεν = αν και πολλές καταγγελίες του είχε προσάψει, δεν εξασφάλισε καμία έγκριση για καταδίκη του.
σημασία6: μέση φωνή αἱροῦμαι παίρνω για τον εαυτό μου, επιλέγω, προτιμώ: τὴν ἐλευθερίαν ἑλοίμην ἂν ἀντὶ ὧν ἔχω = θα προτιμούσα την ελευθερία μου αντί γι' αυτά που έχω.
σημασία7: μέση φωνή αἱροῦμαι εκλέγω: αἱροῦνται γοῦν αὐτὸν ἐπὶ τὰς μεγίστας ἀρχάς = τον εκλέγουν λοιπόν στα πιο υψηλά αξιώματα.
σημασία8: παθ. φωνή αἱροῦμαι εκλέγομαι: ᾕρημαι στρατηγεῖν = έχω εκλεγεί να είμαι στρατηγός.
οικογένεια: παράγωγα: αἵρεσις, αἱρετός, αἱρετέον, σύνθετα: ἀφαιρέω, διαιρέω, ἐξαιρέω, καθαιρέω.
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία, για τον αόρ. ἑλεῖν παράβαλε γοτθ. saljan «προσφέρω στους θεούς, θυσιάζω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
αἴρω-ρήμα::
* McsElla.αἴρω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.αἴρω@wordaryElla,
* McsElla.ᾖρον!~παρατατικός:αἴρω@wordaryElla,
* McsElla.ἀρῶ!~μέλλοντας:αἴρω@wordaryElla,
* McsElla.ἦρα!~αόριστος:αἴρω@wordaryElla,
* McsElla.ἦρκα!~παρακείμενος:αἴρω@wordaryElla,
* McsElla.ἤρκειν!~υπερσυντέλικος:αἴρω@wordaryElla,
* McsElla.αἴρομαι!~μέσος-και-παθητικός-ενεστώτας:αἴρω@wordaryElla,
* McsElla.ᾐρόμην!~μέσος-και-παθητικός-παρατατικός:αἴρω@wordaryElla,
* McsElla.ἀροῦμαι!~μέσος-μέλλοντας:αἴρω@wordaryElla,
* McsElla.ἀρθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:αἴρω@wordaryElla,
* McsElla.ἠράμην!~μέσος-αόριστος:αἴρω@wordaryElla,
* McsElla.ἤρθην!~παθητικός-αόριστος:αἴρω@wordaryElla,
* McsElla.ἦρμαι!~μέσος-παρακείμενος:αἴρω@wordaryElla,
παρατήρηση: ο ασυναίρετος τύπος είναι ἀείρω (ποιητ.).
σημασία1: σηκώνω, υψώνω: ἀπὸ γῆς αἴρω τι.
σημασία2: αμετάβ. ξεκινώ, αναχωρώ: ἄρας τῷ στρατῷ προὐχώρει ἐς τὴν γῆν αὐτῶν = αφού ξεκίνησε με το στρατό προχωρούσε προς τη χώρα τους.
οικογένεια: παράγωγα: ἄρσις, ἄρδην, ἀρτηρία, ἀορτή, αἰώρα.
Νέα-Ελληνική: αίρω (στη φρ. αίρω την εμπιστοσύνη μου).
ετυμολογία: *αFερ- + παρ. επίθ. -jω > ἀείρω (ποιητ.) > αἴρω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
αἰσθάνομαι-ρήμα::
* McsElla.αἰσθάνομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.αἰσθάνομαι@wordaryElla,
* McsElla.ᾐσθανόμην!~παρατατικός:αἰσθάνομαι@wordaryElla,
* McsElla.αἰσθήσομαι!~μέλλοντας:αἰσθάνομαι@wordaryElla,
* McsElla.ᾐσθόμην!~αόριστος-β´:αἰσθάνομαι@wordaryElla,
* McsElla.ᾔσθημαι!~παρακείμενος:αἰσθάνομαι@wordaryElla,
σημασία1: αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις: ἐξ ὧνγὼ ἀκοῇ αἰσθάνομαι = από όσα εγώ ακούω (αντιλαμβάνομαι μέσω της ακοής). ὁπότε τις αἴσθοιτο κάμνων = κάθε φορά που κάποιος αντιλαμβανόταν ότι κουραζόταν.
σημασία2: καταλαβαίνω (για διανοητική αντίληψη): ᾐσθόμην τὸ πραχθέν = κατάλαβα αυτό που έγινε.
συνώνυμα: μανθάνω «καταλαβαίνω».
σημασία3: πληροφορούμαι, μαθαίνω: ᾔσθετο ὅτι τὸ στράτευμα ἤδη ἐν Κιλικίᾳ ἦν = έμαθε ότι ήδη το στράτευμα βρισκόταν στην Κιλικία.
συνώνυμα: πυνθάνομαι, ἀκούω, μανθάνω.
οικογένεια: παράγωγα: αἴσθημα, αἴσθησις, αἰσθητήριον, αἰσθητός.
Νέα-Ελληνική: αισθάνομαι.
ετυμολογία: *αFισ-θ- (ἀΐω), παράβαλε λατινικός audio.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
αἴσθησις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.αἴσθησις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.αἴσθησις-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: αισθητηριακή αντίληψη.
σημασία2: αισθητήριο όργανο: πᾶσαι αἱ αἰσθήσεις ἐν τῇ κεφαλῇ εἰσιν = όλα τα αισθητήρια όργανα βρίσκονται στο κεφάλι.
σημασία3: γνώση, κατανόηση, αντίληψη (για διανοητική διεργασία): ἐν αἰσθήσει τῶν ἀποριῶνγένετο, αἷς συνείχοντο οἱ στρατιῶται = έλαβε γνώση των ελλείψεων που καταπίεζαν τους στρατιώτες του.
* για πράγματα αἴσθησιν ἔχω/παρέχω γίνομαι αντιληπτός, αισθητός: διέχοντες ᾖσαν ὅπως τὰ ὅπλα μὴ κρουόμενα πρὸς ἄλληλα αἴσθησιν παρέχοι = βάδιζαν απέχοντας ο ένας από τον άλλο, για να μη γίνονται αισθητά τα όπλα, όταν συγκρούονταν μεταξύ τους.
οικογένεια: παράγωγα: αἰσθησιακός.
Νέα-Ελληνική: αίσθηση (με σημ. 1 και 3).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *αἰσθη- (πβ. αἰσθη-τός, αἴσθ-ομαι) + παρ. επίθ. -σις.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
αἰσχρός-ὰ|ός-ὸν-επίθετο::
* McsElla.αἰσχρός-ὰ|ός-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.αἰσχρός-ὰ|ός-ὸν@wordaryElla,
* McsElla.αἰσχίων-αἰσχίων-αἴσχιον!~συγκριτικός:αἰσχρός-ὰ|ός-ὸν@wordaryEllα,
* McsElla.αἴσχιστος-η-ον!~υπερθετικός:αἰσχρός-ὰ|ός-ὸν@wordaryElla,
σημασία1: για εξωτερική εμφάνιση άσχημος: αἰσχρὰ παρθένος = άσχημη νεαρή.
αντώνυμα: καλὸς «όμορφος».
σημασία2: με ηθική σημ. κακοήθης, άτιμος, που προκαλεί ντροπή, επαίσχυντος: ἔργον αἰσχρόν = άτιμη πράξη.
αντώνυμα: ἀγαθὸς «καλός».
* ως ουσιαστικό τὸ αἰσχρόν η ατιμία, η κακία: τὸ καλὸν καὶ τὸ αἰσχρόν = η αρετή και η κακία.
οικογένεια: παράγωγα: αἰσχρότης, σύνθετα: αἰσχρουργός, αἰσχροπρεπής, αἰσχροπραγέω.
Νέα-Ελληνική: αισχρός (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη αἶσχ-ος + παρ. επίθ. -ρός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
αἰσχύνη-ης-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.αἰσχύνη-ης-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.αἰσχύνη-ης-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: ντροπή: ἐς αἰσχύνην μεγάλην φέρει τι = κάτι προκαλεί μεγάλη ντροπή.
σημασία2: αίσθημα ντροπής: ἐπὶ τοῖς αἰσχροῖς αἰσχύνη = αίσθημα ντροπής απέναντι στα άτιμα έργα.
αντώνυμα: ἀναισχυντία.
Νέα-Ελληνική: αισχύνη (με τις σημ. 1, 2).
ετυμολογία: παράγωγα: αἶσχ-ος + παρ. επίθ. -ύνη.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
αἰσχύνω-ρήμα::
* McsElla.αἰσχύνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.αἰσχύνω@wordaryElla,
* McsElla.ᾔσχυνον!~παρατατικός:αἰσχύνω@wordaryElla,
* McsElla.αἰσχυνῶ!~μέλλοντας:αἰσχύνω@wordaryElla,
* McsElla.ᾔσχυνα!~αόριστος:αἰσχύνω@wordaryElla,
* McsElla.ᾔσχυγκα!~παρακείμενος:αἰσχύνω@wordaryElla,
* McsElla.αἰσχυνοῦμαι-«θα-ντραπώ»!~παθητικός-μέλλοντας:αἰσχύνω@wordaryElla,
* McsElla.ᾐσχύνθην-«ντράπηκα»!~παθητικός-αόριστος:αἰσχύνω@wordaryElla,
* McsElla.ᾔσχυμμαι!~παθητικός-παρακείμενος:αἰσχύνω@wordaryElla,
σημασία1: ασχημίζω κάποιον ή κάτι: αἰσχύνω τὸν ἵππον = ασχημίζω το άλογο.
σημασία2: με ηθική σημ. ντροπιάζω, ατιμάζω: τοὺς ἡμετέρους πατέρας αἰσχύνομεν = ντροπιάζουμε τους πατέρες μας.
σημασία3: παθ. φωνή αἰσχύνομαι ντρέπομαι: αἰσχυνόμενος τῇ συμφορᾷ ἠνειχόμην = επειδή ντρεπόμουν για τη συμφορά, τα δεχόμουν. ᾐσχύνοντο ὅτι ἦσαν οἱ βάρβαροι αὐτῶν ἐν τῇ χώρᾳ = ένιωθαν ντροπή που ήταν οι βάρβαροι στη χώρα τους.
* με μετοχή αἰσχύνομαι ποιῶν τι ντρέπομαι που κάνω κάτι (το οποίο όμως κάνω): οὐκ αἰσχύνῃ εἰς τοιαῦτα ἄγων, ὦ Σώκρατες, τοὺς λόγους; = δεν ντρέπεσαι, Σωκράτη, που οδηγείς τη συζήτηση σε τέτοια θέματα;
* με απαρέμφατο αἰσχύνομαι ποιεῖν τι ντρέπομαι να κάνω κάτι (και επομένως δεν το κάνω): ᾐσχύνου τὸ ψεῦδος λέγειν = ντρεπόσουν να πεις το ψέμα.
οικογένεια: παράγωγα: αἰσχυντηλός.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη αἶσχος + παρ. επίθ. -ύνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
αἰτέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.αἰτέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.αἰτέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ᾔτουν!~παρατατικός:αἰτέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.αἰτήσω!~μέλλοντας:αἰτέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ᾔτησα!~αόριστος:αἰτέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ᾔτηκα!~παρακείμενος:αἰτέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ᾔτημαι!~παθητικός-παρακείμενος:αἰτέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: ζητώ: αἰτῶ τινά τι = ζητώ κάτι από κάποιον. αἰτῶ τινα ποιῆσαί τι = ζητώ από κάποιον να κάνει κάτι. (Δεν είναι συνώνυμο προς το αἰτῶ τo ρήμα ζητῶ, επειδή το τελευταίο στα αρχαία ελλ. σημαίνει «ψάχνω», όχι «ζητώ»: αἰτεῖτε, καὶ δοθήσεται ὑμῖν· ζητεῖτε, καὶ εὑρήσετε = να ζητείτε και θα σας δίνεται, να ψάχνετε και θα βρίσκετε).
σημασία2: μέση φωνή αἰτοῦμαι ζητώ: Λύσανδρον ἄρχοντα ᾐτήσατο = ζήτησε το Λύσανδρο ως άρχοντα.
σημασία3: παθ. φωνή αἰτοῦμαι μου ζητείται: ᾐτήθησαν (οὗτοι) χρήματα = τους ζητήθηκαν χρήματα.
οικογένεια: παράγωγα: αἴτησις, αἴτημα, αἰτητής.
Νέα-Ελληνική: λόγ. αιτούμαι (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: *αἶτος «αιτία» (βλέπε αἰτία) + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
αἰτία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.αἰτία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.αἰτία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: ενοχή, ευθύνη.
σημασία2: κατηγορία.
* αἰτίαν ἔχω / φέρομαι κατηγορούμαι: ἔχω αἰτίαν τοῦ φόνου = κατηγορούμαι για το φόνο. ἕξετε καὶ αἰτίαν ὡς Σωκράτη ἀπεκτόνατε = θα κατηγορηθείτε ότι έχετε σκοτώσει το Σωκράτη.
συνώνυμα: μομφή, ψόγος.
σημασία3: αιτία.
οικογένεια: παράγωγα: αἰτιάομαι, αἴτιος, σύνθετα: αἰτιολογέω.
Νέα-Ελληνική: αιτία.
ετυμολογία: *αἶτος «αιτία» (πβ. ἔξ-αιτος, αἶσα «μερίδιο», αἴνυμαι «λαμβάνω»).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
αἰτιάομαι-ῶμαι-ρήμα::
* McsElla.αἰτιάομαι-ῶμαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.αἰτιάομαι-ῶμαι@wordaryElla,
* McsElla.ᾐτιώμην!~παρατατικός:αἰτιάομαι-ῶμαι@wordaryElla,
* McsElla.αἰτιάσομαι!~μέλλοντας:αἰτιάομαι-ῶμαι@wordaryElla,
* McsElla.ᾐτιασάμην!~αόριστος:αἰτιάομαι-ῶμαι@wordaryElla,
* McsElla.ᾐτίαμαι-«έχω-κατηγορήσει»-ή-«έχω-κατηγορηθεί»!~παρακείμενος-μέση-ή-παθητική-σημασία:αἰτιάομαι-ῶμαι@wordaryElla,
* McsElla.ᾐτιάθην-«κατηγορήθηκα»!~παθητικός-αόριστος:αἰτιάομαι-ῶμαι@wordaryElla,
σημασία1: κατηγορώ: αἰτιῶμαί τινά τινος = κατηγορώ κάποιον για κάτι
συνώνυμα: μέμφομαι, ψέγω, ἐγκαλῶ.
αντώνυμα: ἐπαινέω.
σημασία2: ισχυρίζομαι: τὸν λόγον ᾐτιᾶτο δυσχερῆ εἶναι = ισχυριζόταν ότι η άποψη αυτή τον έφερνε σε δύσκολη θέση.
οικογένεια: παράγωγα: αἰτιατός, αἰτίασις «κατηγορία».
Νέα-Ελληνική: λόγ. αιτιώμαι (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη αἰτία + παρ. επίθ. -άομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
αἴτιος-ία|ιος-ιον-επίθετο::
* McsElla.αἴτιος-ία|ιος-ιον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.αἴτιος-ία|ιος-ιον@wordaryElla,
* McsElla.αἰτιώτερος!~συγκριτικός:αἴτιος-ία|ιος-ιον@wordaryEllα,
* McsElla.αἰτιώτατος!~υπερθετικός:αἴτιος-ία|ιος-ιον@wordaryElla,
σημασία1: ένοχος.
σημασία2: αίτιος, υπεύθυνος (για κάτι): ἐν τούτῳ ὑμᾶς αἰτιωτέρους ἡγήσονται = γι' αυτό το κακό εσάς θα θεωρήσουν πιο υπεύθυνους (παρά εμάς).
οικογένεια: παράγωγα: αἰτιώδης.
Νέα-Ελληνική: αίτιος (και με τις δύο σημ.).
ετυμολογία: *αἶτος «αιτία» (βλέπε αἰτία) + παρ. επίθ. -ιος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
αἰών-ῶνος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.αἰών-ῶνος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.αἰών-ῶνος-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: η ζωή, η χρονική διάρκεια της ζωής.
σημασία2: εποχή, γενεά: προγόνων ἢ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος εἶχεν λόγον = λογάριαζε τους προγόνους ή τις μελλοντικές γενιές.
σημασία3: μεγάλο χρονικό διάστημα: σύνοικον αὑτῇ εἰς ἅπαντα τὸν αἰῶνα κατεστήσατο = τον έκανε σύνοικό της για πάντα.
* στον πληθ. οἱ αἰῶνες η αιωνιότητα: εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων = αιώνια, παντοτινά.
οικογένεια: παράγωγα: αἰωνίως, αἰώνιος, αἰωνιότης, σύνθετα: αἰωνόβιος, μακραίων.
Νέα-Ελληνική: αιώνας (με τη σημ. 3).
ετυμολογία: *αἰFι- (> αἰεί), παράβαλε λατινικός aevum «αιώνας».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Ἀκαδήμεια--Ἀκαδημία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.Ἀκαδήμεια-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Ἀκαδήμεια-ας-ἡ@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Ἀκαδημία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: η Ακαδημία· ήταν γυμνάσιον, δηλαδή γυμναστήριο, στα δυτικά προάστια της Αθήνας, το οποίο πήρε το όνομά του από τον ήρωα Ακάδημο.
σημασία2: η φιλοσοφική σχολή του Πλάτωνα, η Ακαδημία (ονομάστηκε έτσι, επειδή ο Πλάτωνας την ίδρυσε στο χώρο της Ακαδημίας).
Νέα-Ελληνική: Ακαδημία (λ.χ. Παιδαγωγική, Επιστημών κτλ.).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀκαιρία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀκαιρία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀκαιρία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: κακοκαιρία: ἐνιαυτῶν πολλῶν ἀκαιρία = κακοκαιρία πολλών χρόνων.
σημασία2: έλλειψη ευκαιρίας: τὴν ἀκαιρίαν τὴν κείνου καιρὸν ἡμέτερον νομίζω = θεωρώ δική μας ευκαιρία τη δική του έλλειψη ευκαιρίας.
αντώνυμα: καιρός «ευκαιρία».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἄκαιρ-ος + παρ. επίθ. -ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀκαρής-ής-ὲς-επίθετο::
* McsElla.ἀκαρής-ής-ὲς-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀκαρής-ής-ὲς@wordaryElla,
παρατήρηση: για χρονικά διαστήματα ελάχιστος: ἐν ἀκαρεῖ χρόνου = σε μια στιγμή, στο πι και φι.
οικογένεια: παράγωγα: ἀκαριαῖος, ἀκαριαίως.
Νέα-Ελληνική: επίθετο ακαριαίος «που συμβαίνει στο πι και φι».
ετυμολογία: σύνθετα: στερ. ἀ- + *καρ- (πβ. ἐ-κάρ-ην, αόρ. β΄ του κείρω «κουρεύω»· η πρώτη σημ. του ἀκαρὴς ήταν σχετική με τα μαλλιά, «τόσο κοντός που δεν μπορεί να κοπεί περισσότερο») + παρ. επίθ. -ής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀκέομαι-οῦμαι-ρήμα::
* McsElla.ἀκέομαι-οῦμαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀκέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἀκοῦμαι!~μέλλοντας:ἀκέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἠκεσάμην!~αόριστος:ἀκέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
σημασία1: θεραπεύω.
συνώνυμα: ἰάομαι.
σημασία2: μεταφορικά επανορθώνω: ἀδίκημά τι ἀκοῦμαι = επανορθώνω κάποια άδικη πράξη.
οικογένεια: παράγωγα: ἄκεσις, ἀκεσία, ἀκέσιμος, ἀκέσιος, ἄκεσμα, σύνθετα: συνακέομαι, ἀνήκεστος.
ετυμολογία: *jακ- (ἄκος, τὸ «θεραπεία») + παρ. επίθ. -έομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀκκίζομαι-ρήμα::
* McsElla.ἀκκίζομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀκκίζομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἀκκιοῦμαι!~μέλλοντας:ἀκκίζομαι@wordaryElla,
παρατήρηση: εύχρηστο ιδίως στον ενεστώτα.
σημασία: προσποιούμαι ότι αγνοώ, προσποιούμαι: οἶσθα, ἀλλ' ἀκκίζει = τα γνωρίζεις, αλλά προσποιείσαι ότι τα αγνοείς.
οικογένεια: παράγωγα: ἀκκισμός.
Νέα-Ελληνική: λόγ. ακκίζομαι.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀκκώ, ἡ «φόβητρο των παιδιών» + παρ. επίθ. -ίζομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄκλητος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἄκλητος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἄκλητος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία: απρόσκλητος.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερητ. ἀ- + κλητός < καλῶ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀκμάζω-ρήμα::
* McsElla.ἀκμάζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀκμάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἤκμαζον!~παρατατικός:ἀκμάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἀκμάσω!~μέλλοντας:ἀκμάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἤκμασα!~αόριστος:ἀκμάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἤκμακα!~παρακείμενος:ἀκμάζω@wordaryElla,
σημασία1: θάλλω.
συνώνυμα: θάλλω, ἀνθέω.
σημασία2: για πρόσωπα
σημασίαα: είμαι ακμαίος: ἀκμάζω τῷ σώματι = είμαι ακμαίος στο σώμα.
αντώνυμα: παρακμάζω.
σημασίαβ: έχω κάτι σε αφθονία: χρήμασιν ἀκμάζει = έχει αφθονία χρημάτων.
σημασίαγ: είμαι αρκετά δυνατός: ἀκμάζω ἐρύκειν ἀπ'μαυτοῦ τὰ κακά = είμαι αρκετά δυνατός, για να απομακρύνω τους κινδύνους από τον εαυτό μου.
οικογένεια: παράγωγα: ἀκμαῖος, ἀκμαστικός, σύνθετα: συνακμάζω.
Νέα-Ελληνική: ακμάζω (με τις σημ. 2α, 2β).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀκμή + παρ. επίθ. -άζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀκολουθέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἀκολουθέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀκολουθέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: με δοτική ακολουθώ: ἠκολούθουν οὗτοι τῷ ἡγουμένῳ = αυτοί ακολουθούσαν αυτόν που προηγείτο.
συνώνυμα: ἕπομαι «ακολουθώ»
αντώνυμα: ἡγέομαι, πρόειμι «προπορεύομαι».
σημασία2: με δοτική υπακούω: ἀκολουθῶ τοῖς ἄρχουσι καὶ τοῖς νόμοις = υπακούω στους αξιωματούχους και στους νόμους.
οικογένεια: παράγωγα: ἀκολουθία, ἀκολούθησις, ἀκολουθητέον, ἀκολουθητικός, σύνθετα: παρακολουθέω, συνακολουθέω, ἐπακολουθέω.
Νέα-Ελληνική: ακολουθώ (με τις σημ. 1, 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀκόλουθ-ος + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀκόντως-επίρρημα::
* McsElla.ἀκόντως-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ἀκόντως@wordaryElla,
σημασία: αθέλητα, ακουσίως: ὡμολόγησεν καὶ μάλ' ἀκόντως = το παραδέχτηκε, και μάλιστα πολύ απρόθυμα.
συνώνυμα: ἀκουσίως.
αντώνυμα: ἑκουσίως.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἄκων, -οντος + παρ. επίθ. -ως.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀκόσμητος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἀκόσμητος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀκόσμητος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία1: ατακτοποίητος: καὶ ψυχὴ κόσμον ἔχουσα ἀμείνων τῆς ἀκοσμήτου; = και η ψυχή που έχει τάξη είναι καλύτερη από την ατακτοποίητη;
σημασία2: ο μη διακοσμημένος: πόλις ἀκόσμητος. = ἀκαλλώπιστος.
αντώνυμα: εὐπρεπής, κόσμιος.
οικογένεια: παράγωγα: ἀκοσμία, ἀκόσμως.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερ. ἀ- + κοσμέω + παρ. επίθ. -τος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀκούσιος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἀκούσιος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀκούσιος-ος-ον@wordaryElla,
παρατήρηση: ο ασυναίρετος τύπος είναι ἀ-εκούσιος.
σημασία: μη θεληματικός: ἀκούσιος φόνος.
συνώνυμα: ἄκων.
αντώνυμα: ἑκούσιος, ἑκών.
οικογένεια: παράγωγα: ἀκουσίως.
Νέα-Ελληνική: ακούσιος.
ετυμολογία: παράγ. ἀέκων > ἄκων, ἄκοντος + παρ. επίθ. -ιος > *ἀκόντιος > *ἀκόνσιος > ἀκούσιος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀκούω-ρήμα::
* McsElla.ἀκούω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀκούω@wordaryElla,
* McsElla.ἤκουον!~παρατατικός:ἀκούω@wordaryElla,
* McsElla.ἀκούσομαι!~μέλλοντας:ἀκούω@wordaryElla,
* McsElla.ἤκουσα!~αόριστος:ἀκούω@wordaryElla,
* McsElla.ἀκήκοα!~παρακείμενος:ἀκούω@wordaryElla,
* McsElla.ἠκηκόειν!~υπερσυντέλικος:ἀκούω@wordaryElla,
* McsElla.ἀκουσθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:ἀκούω@wordaryElla,
* McsElla.ἠκούσθην!~παθητικός-αόριστος:ἀκούω@wordaryElla,
* McsElla.ἤκουσμαι!~παθητικός-παρακείμενος:ἀκούω@wordaryElla,
σημασία1: ακούω: βούλομαι δ' ὑμᾶς ἀκοῦσαι τοῦ ὅρκου = θέλω εσείς να ακούσετε τον όρκο. ἀκούω τι ἀπό τινος / ἔκ τινος / παρά τινος = ακούω κάτι από κάποιον. ἀκούω σου λέγοντος ταῦτα = σε ακούω να λες αυτά.
σημασία2: δίνω προσοχή, υπακούω: Φωκυλίδου οὐκ ἀκούεις; = δε δίνεις προσοχή στο Φωκυλίδη;
αντώνυμα: ἀνηκουστέω «απειθαρχώ».
σημασία3: είμαι μαθητής: Παρμενίδης Ἀναξιμάνδρου ἤκουσεν = ο Παρμενίδης ήταν μαθητής του Αναξιμάνδρου.
* εὖ ἀκούω ὑπό τινος επαινούμαι από κάποιον.
* κακῶς ἀκούω ὑπό τινος κακολογούμαι από κάποιον.
οικογένεια: παράγωγα: ἄκουσμα, ἀκοή, ἀκουστέον, ἀκουστός, σύνθετα: ἀνήκοος, ἐπήκοος, ὑπήκοος, ἀνήκουστος, κατακούω, ἐπακούω, εἰσακούω, ὑπακούω.
Νέα-Ελληνική: ακούω (με τις σημ. 1, 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη προθετ. ἀ- + κοέω «ακούω, καταλαβαίνω», παράβαλε γοτθ. hausjan «ακούω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄκρα-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἄκρα-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἄκρα-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: ακρωτήριο.
σημασία2: κορυφή (όρους), ύψωμα.
* κατ' ἄκρας ολοκληρωτικά: κατ' ἄκρας τὴν πόλιν αἱρῶ = κυριεύω ολοκληρωτικά την πόλη.
σημασία3: οχυρό, φρούριο (οικοδομημένο σε απόκρημνο βράχο): ὁ Ἐτεόνικος εἰς τὴν ἄκραν ἀποφεύγει = ο Ετεόνικος δραπετεύει στο φρούριο.
συνώνυμα: ἀκρόπολις.
σημασία4: η άκρη (ενός πράγματος).
ετυμολογία: *ακ- (ἀκμή) + παρ. επίθ. -ρα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀκράδαντος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἀκράδαντος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀκράδαντος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία: άσειστος.
οικογένεια: παράγωγα: ἀκραδάντως.
Νέα-Ελληνική: επίρρ. ακράδαντα.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερ. ἀ- + κραδαίνω «σείω, κινώ» (*κραδαντός) + παρ. επίθ. -τος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀκράτεια-είας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀκράτεια-είας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀκράτεια-είας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: έλλειψη αυτοκυριαρχίας: ἀκράτεια ἡδονῶν καὶ ἐπιθυμιῶν = έλλειψη αυτοκυριαρχίας στις ηδονές και στις επιθυμίες.
συνώνυμα: ἀκρασία.
αντώνυμα: ἐγκράτεια, σωφροσύνη.
Νέα-Ελληνική: λόγ. ακράτεια (λ.χ. ούρων).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερ. ἀ- + κρατέ-ω + παρ. επίθ. -ια.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀκρατής-ής-ὲς-επίθετο::
* McsElla.ἀκρατής-ής-ὲς-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀκρατής-ής-ὲς@wordaryElla,
σημασία: αυτός που δεν έχει αυτοκυριαρχία: ἀκρατὴς ὀργῆς, ἀφροδισίων = αυτός που δεν έχει αυτοκυριαρχία στην οργή, στις σωματικές ηδονές.
αντώνυμα: ἐγκρατής, σώφρων.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερ. ἀ- + κρατέω + παρ. επίθ. -ής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀκρατίζομαι-ρήμα::
* McsElla.ἀκρατίζομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀκρατίζομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἀκρατιοῦμαι!~μέλλοντας:ἀκρατίζομαι@wordaryElla,
σημασία1: πίνω το κρασί ανόθευτο (χωρίς δηλαδή να το αναμειγνύω με νερό).
σημασία2: προγευματίζω: ἀκρατίζομαι κοκκύμηλα = προγευματίζω με δαμάσκηνα. (Η σημασία προγευματίζω προέκυψε επειδή το πρόγευμα ήταν ψωμί βουτηγμένο σε ανόθευτο κρασί).
οικογένεια: παράγωγα: ἀκράτισμα, ἀκράτισις, σύνθετα: συνακρατίζω.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἄκρατος (οἶνος) + παρ. επίθ. -ίζομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀκράτισμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀκράτισμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀκράτισμα-ατος-τὸ@wordaryElla,
σημασία: πρόγευμα: ἕως ἀκρατίσματος ὥρας = μέχρι την ώρα του προγεύματος.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀκρατίζομαι + παρ. επίθ. -μα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄκρατος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἄκρατος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἄκρατος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία1: ανόθευτος (για υγρά και ιδιαίτερα για το κρασί, όταν δεν το αναμείγνυαν με νερό): οἶνος πάνυ ἄκρατος = πάρα πολύ δυνατό κρασί.
σημασία2: για καταστάσεις αμιγής, απόλυτος: ὀλιγαρχία ἄκρατος = απόλυτη ολιγαρχία.
συνώνυμα: ἀμιγής.
αντώνυμα: μεικτός, συμμιγής.
οικογένεια: παράγωγα: ἀκράτως, σύνθετα: ἀκρατοποτέω.
Νέα-Ελληνική: λόγ. άκρατος (λ.χ. οίνος).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερ. ἀ- + *κρατ- (κεράννυμι) + παρ. επίθ. -τος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀκρίβεια-είας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀκρίβεια-είας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀκρίβεια-είας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: ακρίβεια.
σημασία2: αυστηρότητα: τὰ πλήθη καὶ αἱ ἀκρίβειαι τῶν νόμων = η πληθώρα και η αυστηρότητα των νόμων.
Νέα-Ελληνική: ακρίβεια (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀκριβής + παρ. επίθ. -εια.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀκριβής-ής-ὲς-επίθετο::
* McsElla.ἀκριβής-ής-ὲς-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀκριβής-ής-ὲς@wordaryElla,
σημασία1: ακριβής.
σημασία2: αυστηρός: δικασταὶ ἀκριϐεῖς = αυστηροί δικαστές.
οικογένεια: παράγωγα: ἀκριβῶς, ἀκριβόω, ἀκρίβεια, σύνθετα: ἀκριβοδίκαιος, ἀκριβολόγος.
Νέα-Ελληνική: ακριβής (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία, α΄ συνθ. ἄκρος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀκριβόω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἀκριβόω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀκριβόω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: κάνω κάτι με ακρίβεια: ἡ ἀνάγκη ἡμᾶς ταῦτα ἀκριϐοῦν ἐδίδαξεν = η ανάγκη μας δίδαξε να τα κάνουμε αυτά με ακρίϐεια.
σημασία2: παθ. φωνή ἀκριβοῦμαι είμαι ακριβής, τελειοποιούμαι: ἠκρίϐωμαι πρὸς πᾶσαν ἀρετήν = έχω τελειοποιηθεί για κάθε αρετή.
σημασία3: ερευνώ με ακρίβεια, κατανοώ πλήρως: ὁ γι'μὸς λόχος σοι ἀκριβοῖ πάντα τὰ παρὰ σοῦ = ο δικός μου βέβαια λόχος κατανοεί πλήρως όλες τις εντολές σου.
οικογένεια: παράγωγα: ἀκριβωτέον, ἀκρίβωσις, ἀκρίβωμα, σύνθετα: διακριβόω, ἐξακριβόω.
Νέα-Ελληνική: σύνθ. εξακριβώνω (διαπιστώνω, καταλήγω σε συμπέρασμα).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀκριβ-ής + παρ. επίθ. -όω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀκροαματικός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.ἀκροαματικός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀκροαματικός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία: αυτός που προορίζεται μόνο να ακουστεί.
* ἀκροαματικαὶ διδασκαλίαι διδασκαλίες που οι φιλόσοφοι παρέδιδαν μόνο προφορικά και αποκλειστικά στο στενό κύκλο των μαθητών τους, όχι στο ευρύ κοινό.
Νέα-Ελληνική: στη φρ. ακροαματική διαδικασία και στο ουσ. ακροαματικότητα.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀκρόαμα, -ατ-ος + παρ. επίθ. -ικός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀκροάομαι-ῶμαι-ρήμα::
* McsElla.ἀκροάομαι-ῶμαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀκροάομαι-ῶμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἠκροώμην!~παρατατικός:ἀκροάομαι-ῶμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἀκροάσομαι!~μέλλοντας:ἀκροάομαι-ῶμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἠκροασάμην!~αόριστος:ἀκροάομαι-ῶμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἠκροάθην!~παθητικός-αόριστος:ἀκροάομαι-ῶμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἠκρόαμαι!~παρακείμενος:ἀκροάομαι-ῶμαι@wordaryElla,
σημασία1: ακούω προσεκτικά: τῶν ἀγωνιζομένων ἀκροῶμαι = ακούω προσεκτικά όσους διεξάγουν δίκη. ἀκροῶμαί τινός τι = ακούω προσεκτικά από κάποιον κάτι.
* ὁ ἀκροώμενος ο αναγνώστης, ο μελετητής: ἀνὴρ Ἀριστοτέλους ἠκροαμένος = άντρας, μελετητής του Αριστοτέλη.
σημασία2: υπακούω: οὐκ ἠκροῶντο τῶν ἀρχόντων = δεν υπάκουαν τους αξιωματούχους.
οικογένεια: παράγωγα: ἀκρόασις, ἀκρόαμα, ἀκροατήριον, ἀκροαματικός.
ετυμολογία: τεντώνω το αυτί: ἄκρον οὖς + παρ. επίθ. -άομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀκρόασις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀκρόασις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀκρόασις-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: προσεκτική ακρόαση.
σημασία2: υπακοή: τῶν ἐν ἀρχῇ ὄντων ἀκρόασις καὶ τῶν νόμων = υπακοή στους αξιωματούχους και στους νόμους.
σημασία3: μάθημα: ἀκροάσεις ποιοῦμαι = παραδίδω μαθήματα. φυσικὴ ἀκρόασις = μάθημα για τη φύση (πρόκειται για τον τίτλο έργου του Αριστοτέλη).
Νέα-Ελληνική: ακρόαση (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀκροά-ομαι + παρ. επίθ. -σις.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀκροβολίζομαι-ρήμα::
* McsElla.ἀκροβολίζομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀκροβολίζομαι@wordaryElla,
σημασία: κάνω βολή εναντίον κάποιου από μακριά (με ακόντια, βέλη κτλ.), αψιμαχώ: πρὸς ἀλλήλους ἠκροβολίσαντο = (οι αντίπαλοι) αντάλλαξαν από μακριά βολές.
οικογένεια: παράγωγα: ἀκροβόλισμα, ἀκροβολιστής, ἀκροβολισμός, ἀκροβόλισις.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἄκρος + *βολ- (βολή, βάλλω) + παρ. επίθ. -ίζομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀκρογωνιαῖος-αία-αῖον-επίθετο::
* McsElla.ἀκρογωνιαῖος-αία-αῖον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀκρογωνιαῖος-αία-αῖον@wordaryElla,
σημασία: αυτός που βρίσκεται στην έσχατη γωνιά: ἀκρογωνιαῖος λίθος.
Νέα-Ελληνική: στη φρ. ακρογωνιαίος λίθος.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἄκρος + γωνιαῖος (< γωνία + παρ. επίθ. -αῖος).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄκρον-ου-τό-ουσιαστικό::
* McsElla.ἄκρον-ου-τό-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἄκρον-ου-τό@wordaryElla,
σημασία1: κορυφή (βουνού): τὰ ἄκρα τῆς Εὐβοίας = οι κορυφές των βουνών της Εύβοιας.
συνώνυμα: ἄκρα,ἡ.
σημασία2: ακρωτήριο.
σημασία3: εσχατιά: ἐπὶ τὰ ἄκρα τῆς θαλάττης ἀφικνοῦμαι = φθάνω στις εσχατιές της θάλασσας.
σημασία4: μεταφορικά ο ύψιστος βαθμός: σοφίας ἄκρον = ο ύψιστος βαθμός σοφίας.
Νέα-Ελληνική: άκρο (με τις σημ. 3, 4).
ετυμολογία: ουσιαστικοπ. του ἄκρος, -ον (ὕψος, ὅριον).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀκρόπολις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀκρόπολις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀκρόπολις-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: η άνω πόλη ή το υψηλότερο μέρος της πόλης, κατά συνέπεια η ακρόπολη, το oχυρό: ἄμαχος ἀκρόπολις = ακαταμάχητη, απόρθητη ακρόπολη.
σημασία2: η Ακρόπολη (δηλαδή ειδικά η ακρόπολη της Αθήνας).
* εἰς ἀκρόπολιν ἀνηνέχθην = καταγράφηκα ως οφειλέτης του κράτους (καθώς η Ακρόπολη της Αθήνας λειτουργούσε και ως θησαυροφυλάκιο).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἄκρα + πόλις.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄκρος-α-ον-επίθετο::
* McsElla.ἄκρος-α-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἄκρος-α-ον@wordaryElla,
* McsElla.ἀκρότερος!~συγκριτικός:ἄκρος-α-ον@wordaryEllα,
* McsElla.ἀκρότατος!~υπερθετικός:ἄκρος-α-ον@wordaryElla,
σημασία1: ανώτατος, ύψιστος: ἐν ἄκρῳ Ὀλύμπῳ = στο πιο ψηλό σημείο του Ολύμπου.
σημασία2: ο πιο μακρινός, απώτατος, ακρινός: ἄκρα χείρ = το ακρινό σημείο του χεριού.
αντώνυμα: ἐγγύτατος, πλησιέστατος.
σημασία3: έξοχος: ἄκροι εἰς φιλοσοφίαν = άνθρωποι έξοχοι στη φιλοσοφία.
οικογένεια: παράγωγα: ἄκρως, ἀκρότης, σύνθετα: ἔπακρος, ἀκροσφαλής.
ετυμολογία: *ακ- (ἀκ-τή, ἀκ-μή) + παρ. επίθ. -ρος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀκρωτήριον-ίου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀκρωτήριον-ίου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀκρωτήριον-ίου-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: ακρωτήριο.
σημασία2: η άκρη (ενός πράγματος): ἀκρωτήριον νεώς = η άκρη του πλοίου, επομένως η πλώρη.
* στον πληθυντικό τὰ ἀκρωτήρια τα άκρα του σώματος (χέρια και πόδια, δάκτυλα χεριών και ποδιών): τὰ ἀκρωτήρια τινὸς περικόπτω = κατακόϐω τα άκρα κάποιου.
σημασία3: σε ναούς αγάλματα ή κομψοτεχνήματα τοποθετημένα στις γωνιές αετώματος.
οικογένεια: παράγωγα: ἀκρωτηριώδης.
Νέα-Ελληνική: ακρωτήριο, ακρωτήρι (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *ἄκρω- (μακρό θέμα του ἄκρο-ς) + παρ. επίθ. -τήριον.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀκτή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀκτή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀκτή-ῆς-ἡ@wordaryElla,
σημασία: ακρωτήριο: ἡ Ἰασονία ἀκτή = το ακρωτήριο του Ιάσονα.
οικογένεια: παράγωγα: Ἀττική < *Ἀκτ-ική (που περιβάλλεται από ακτή).
Νέα-Ελληνική: ακτή (ακρογιαλιά).
ετυμολογία: *ακ- (ἀκ-μή, ἄκ-ρος) + παρ. επίθ. -τ-ή.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀκτίς-ῖνος-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀκτίς-ῖνος-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀκτίς-ῖνος-ἡ@wordaryElla,
σημασία: ακτίνα.
οικογένεια: σύνθετα: ἀκτινοβολία, ἀκτινογραφία, ἀκτινοειδής, ἀκτινωτός.
Νέα-Ελληνική: ακτίνα.
ετυμολογία: *ἀκτ-, παράβαλε αρχ. ινδ. aktú- «ακτίνωση».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄκυρος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἄκυρος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἄκυρος-ος-ον@wordaryElla,
* McsElla.ἀκυρότερος!~συγκριτικός:ἄκυρος-ος-ον@wordaryEllα,
* McsElla.ἀκυρότατος!~υπερθετικός:ἄκυρος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία1: για νόμους αυτός που δεν έχει κύρος, άκυρος: ἄκυρον ψήφισμα.
σημασία2: για πρόσωπα αυτός που δεν έχει δικαίωμα: ἡμᾶς ἀκύρους τίθεται ποιεῖν τοῦτο = μας θεωρεί άτομα που δεν έχουν το δικαίωμα να κάνουν αυτό.
αντώνυμα: κύριος «που έχει το δικαίωμα».
σημασία3: για πράγματα ο μη έγκυρος: ἄκυρος κρίσις = μη έγκυρη γνώμη.
οικογένεια: παράγωγα: ἀκυρόω, ἀκύρωσις, ἀκύρως, σύνθετα: ἀκυρολογέω, ἀκυρολογία.
Νέα-Ελληνική: άκυρος (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερ. ἀ- + κῦρος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄκων-ἄκουσα-ἆκον-επίθετο::
* McsElla.ἄκων-ἄκουσα-ἆκον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἄκων-ἄκουσα-ἆκον@wordaryElla,
παρατήρηση: ο ασυναίρετος τύπος είναι ἀέκων.
σημασία: αθέλητος, απρόθυμος: τίς οὖν ὁ λύσων ἐστὶν ἄκοντος Διός; = ποιος λοιπόν θα σε λυτρώσει χωρίς τη θέληση του Δία;
αντώνυμα: ἑκών.
ετυμολογία: στερητ. ἀ- + Fεκών (= ἑκών) > ἄκων, ινδοευρωπαϊκός *wek-, παράβαλε χετιτ. wek-mi «θέλω». Τη ρηματική σημ. ανέλαβαν τα βούλομαι και ἐθέλω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀλαζονεία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀλαζονεία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀλαζονεία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: ανυπόστατη καύχηση: τοῦτο ἐξετάσωμεν μὴ τῇ τούτου προσέχοντες ἀλαζονείᾳ τὸν νοῦν, ἀλλὰ τὸ πρᾶγμα οἷον γέγονεν τῇ ἀληθείᾳ σκοποῦντες = ας το εξετάσουμε τούτο, χωρίς να δίνουμε προσοχή στις ανυπόστατες καυχήσεις του, αλλά μελετώντας πώς έγινε το πράγμα στ' αλήθεια.
Νέα-Ελληνική: λόγ. αλαζονεία.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀλαζονε-ύομαι + παρ. επίθ. -ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀλαζονεύομαι-ρήμα::
* McsElla.ἀλαζονεύομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀλαζονεύομαι@wordaryElla,
σημασία: υπερηφανεύομαι, μεγαλοπιάνομαι: τοῦ ἀλαζονεύεσθαι ἀποτρέπω τοὺς συνόντας = αποτρέπω τους μαθητές μου από το να μεγαλοπιάνονται.
συνώνυμα: μεγαλαυχέω, ἐπαίρομαι, ὑπεροράω, κομπάζω.
οικογένεια: παράγωγα: ἀλαζονεία, ἀλαζονικός.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀλαζών, -όνος + παρ. επίθ. -εύομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀλγέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἀλγέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀλγέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: αισθάνομαι σωματικό πόνο: τὸν δάκτυλον ἀλγῶ = με πονάει το δάκτυλο.
σημασία2: αισθάνομαι ψυχικό πόνο, θλίβομαι: περὶ τὰ οἰκεῖα ἀλγῶ = πονώ για τα δεινά μου.
συνώνυμα: ἀνιῶμαι.
αντώνυμα: ἥδομαι, εὐφραίνομαι, χαίρω.
οικογένεια: παράγωγα: ἀλγηδών, σύνθετα: ἀνάλγητος.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἄλγ-ος + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄλγος-ους-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἄλγος-ους-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἄλγος-ους-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: σωματικός πόνος.
σημασία2: ψυχικός πόνος, θλίψη.
οικογένεια: παράγωγα: ἀλγεινός.
Νέα-Ελληνική: σύνθ. οδοντ-αλγία, κεφαλ-αλγία.
ετυμολογία: παράγωγα: του ἀλέγω «προσέχω, φροντίζω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀλείφω-ρήμα::
* McsElla.ἀλείφω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀλείφω@wordaryElla,
* McsElla.ἤλειφον!~παρατατικός:ἀλείφω@wordaryElla,
* McsElla.ἀλείψω!~μέλλοντας:ἀλείφω@wordaryElla,
* McsElla.ἤλειψα!~αόριστος:ἀλείφω@wordaryElla,
* McsElla.ἀλήλιφα!~παρακείμενος:ἀλείφω@wordaryElla,
* McsElla.ἀλείψομαι!~μέσος-μέλλοντας:ἀλείφω@wordaryElla,
* McsElla.ἀλειφθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:ἀλείφω@wordaryElla,
* McsElla.ἠλειψάμην!~μέσος-αόριστος:ἀλείφω@wordaryElla,
* McsElla.ἠλείφθην!~παθητικός-αόριστος-α΄:ἀλείφω@wordaryElla,
* McsElla.ἠλίφην!~παθητικός-αόριστος-β΄:ἀλείφω@wordaryElla,
* McsElla.ἀλήλιμμαι!~μέσος-παρακείμενος:ἀλείφω@wordaryElla,
σημασία1: αλείφω το δέρμα κάποιου με λάδι (όπως γινόταν μετά το μπάνιο ή πριν από τις ασκήσεις γυμναστικής).
* μέση φωνή ἀλείφομαι αλείφω το δικό μου δέρμα με λάδι: λίπα ἠλείψαντο = αλείφτηκαν με πολύ λάδι.
σημασία2: μεταφορικά προετοιμάζω: Θεμιστοκλῆς ἑαυτὸν ὑπὲρ τῆς ὅλης Ἑλλάδος ἤλειφε = ο Θεμιστοκλής προετοιμαζόταν για το καλό ολόκληρης της Ελλάδας.
οικογένεια: παράγωγα: ἄλειμμα, ἄλειψις, ἀλοιφή, σύνθετα: ἐξαλείφω, ἀπαλείφω.
Νέα-Ελληνική: αλείφω (με γενίκευση της σημ. 1).
ετυμολογία: συγγεν. με λίπος, αθροιστ. ἀ- + λείφ-, ινδοευρωπαϊκός *leibh-.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀλεκτρυών-όνος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀλεκτρυών-όνος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀλεκτρυών-όνος-ὁ@wordaryElla,
σημασία: πετεινός, κόκορας.
συνώνυμα: ἀλέκτωρ.
ετυμολογία: ομόρρ. με βλέπε ἀλέκτωρ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀλέκτωρ-ορος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀλέκτωρ-ορος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀλέκτωρ-ορος-ὁ@wordaryElla,
σημασία: πετεινός, κόκορας.
συνώνυμα: ἀλεκτρυών.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀλέξω + παρ. επίθ. -τωρ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Ἀλέξανδρος-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.Ἀλέξανδρος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Ἀλέξανδρος-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: κύριο όνομα που σημαίνει αυτόν που απομακρύνει τους άντρες του εχθρού (βλέπε ἀλέξω).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀλέξω-ρήμα::
* McsElla.ἀλέξω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀλέξω@wordaryElla,
* McsElla.ἀλεξήσω!~μέλλοντας:ἀλέξω@wordaryElla,
* McsElla.ἀλέξω!~μέλλοντας:ἀλέξω@wordaryElla,
* McsElla.ἠλέξησα!~αόριστος:ἀλέξω@wordaryElla,
* McsElla.ἤλεξα!~αόριστος:ἀλέξω@wordaryElla,
* McsElla.ἀλέξομαι!~μέσος-ενεστώτας:ἀλέξω@wordaryElla,
* McsElla.ἀλεξήσομαι!~μέσος-μέλλοντας:ἀλέξω@wordaryElla,
* McsElla.ἠλεξάμην!~μέσος-αόριστος:ἀλέξω@wordaryElla,
σημασία1: αποτρέπω.
σημασία2: βοηθώ, υπερασπίζω: προθύμως ἀλέξω τινί = βοηθώ κάποιον πρόθυμα.
σημασία3: στη μέση φωνή ἀλέξομαι ανταμείβω κάποιον: τοὺς εὖ ποιοῦντας ἀλέξομαι = ανταμείβω όσους με ευεργέτησαν.
οικογένεια: παράγωγα: ἀλεξητήριος, ἀλέξημα, ἀλεξητήρ, σύνθετα: ἀλεξίκακος, ἀλέξανδρος (και Ἀλέξανδρος), ἀλεξιφάρμακος.
Νέα-Ελληνική: στα σύνθ. λόγ. αλεξικέραυνο, αλεξίσφαιρο, αλεξίπτωτο.
ετυμολογία: *αλεκ- (ἀλκή), ομόρρ. με αρχ. ινδ. raks- «προστατεύω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀλέω-ρήμα::
* McsElla.ἀλέω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀλέω@wordaryElla,
* McsElla.ἤλεον!~παρατατικός:ἀλέω@wordaryElla,
* McsElla.ἤλεσα!~αόριστος-α΄:ἀλέω@wordaryElla,
* McsElla.ἀλήλεκα!~παρακείμενος:ἀλέω@wordaryElla,
* McsElla.ἠλέσθην!~παθητικός-αόριστος:ἀλέω@wordaryElla,
* McsElla.ἀλήλε(σ)μαι!~παθητικός-παρακείμενος:ἀλέω@wordaryElla,
σημασία: αλέθω.
οικογένεια: παράγωγα: ἄλεσις, ἄλεσμα, ἀλέτης.
ετυμολογία: *αλεFω > ἀλέω (από όπου ἄλευ-ρον, αρμεν. alewr «αλεύρι».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀλήθεια-είας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀλήθεια-είας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀλήθεια-είας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: αλήθεια: ἡ ἀλήθεια περὶ τῆς ἀποστάσεως = η αλήθεια για την αποστασία.
αντώνυμα: ψεῦδος.
* ως επίρρημα τῇ ἀληθείᾳ πραγματικά, αληθινά: τῇ ἀληθείᾳ φίλους πιστοτάτους ἡγοῦμαι αὐτούς = τους θεωρώ πραγματικά φίλους αξιόπιστους.
οικογένεια: παράγωγα: ἀληθότης.
Νέα-Ελληνική: αλήθεια.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀληθής + παρ. επίθ. -εια.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀληθής-ής-ὲς-επίθετο::
* McsElla.ἀληθής-ής-ὲς-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀληθής-ής-ὲς@wordaryElla,
* McsElla.ἀληθέστερος!~συγκριτικός:ἀληθής-ής-ὲς@wordaryEllα,
* McsElla.ἀληθέστατος!~υπερθετικός:ἀληθής-ής-ὲς@wordaryElla,
σημασία1: αληθινός, πραγματικός.
αντώνυμα: ψευδής, ἀναληθής.
σημασία2: για πρόσωπα φιλαλήθης, ειλικρινής. = ἀληθευτικός «φιλαλήθης».
* παροιμία οἶνος ἀληθής το κρασί είναι φιλάληθες (δηλαδή από το μεθυσμένο μαθαίνεις την αλήθεια).
* επίρρημα (ὡς) ἀληθῶς αληθινά, πραγματικά.
οικογένεια: παράγωγα: ἀληθεύω, ἀληθινός, ἀλήθεια, ἀληθότης, ἀληθοσύνη, ἀληθῶς, σύνθετα: φιλαλήθης, ἀναληθής.
Νέα-Ελληνική: αληθής (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερ. ἀ- +*λαθ- (λανθάνω) + παρ. επίθ. -ής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἁλιεύς-έως-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἁλιεύς-έως-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἁλιεύς-έως-ὁ@wordaryElla,
σημασία: ψαράς.
οικογένεια: παράγωγα: ἁλιεύω, ἁλίευσις, ἁλιευτής.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἁλι- (ίσως παλιό ουδ. όνομα παράλληλο προς το ἅλς, ἁλός) + παρ. επίθ. -εύς.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἅλις-επίρρημα::
* McsElla.ἅλις-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ἅλις@wordaryElla,
σημασία: επαρκώς, αρκετά: περὶ τούτων ἅλις = γι' αυτό το θέμα αρκετά.
συνώνυμα: ἱκανῶς «αρκετά».
ετυμολογία: *Fελ-, *Fαλ- (ἁλής «αθρόος»).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἁλίσκομαι-ρήμα::
* McsElla.ἁλίσκομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἁλίσκομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἡλισκόμην!~παρατατικός:ἁλίσκομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἁλώσομαι!~μέλλοντας-παθητική-σημασία:ἁλίσκομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἥλων!~αόριστος-β΄-παθητική-σημασία:ἁλίσκομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἑάλων!~αόριστος-β΄-παθητική-σημασία:ἁλίσκομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἥλωκα!~παρακείμενος-παθητική-σημασία:ἁλίσκομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἑάλωκα!~παρακείμενος-παθητική-σημασία:ἁλίσκομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἡλώκειν!~υπερσυντέλικος-παθητική-σημασία:ἁλίσκομαι@wordaryElla,
παρατήρηση: χρησιμοποιείται ως παθητική φωνή του βλέπε αἱρέω.
σημασία1: για τοποθεσίες κυριεύομαι: ἡ πόλις ἑάλω = η πόλη κυριεύτηκε.
σημασία2: για πρόσωπα και πράγματα συλλαμβάνομαι, αρπάζομαι: ἁλίσκομαι πράττων τι = συλλαμβάνομαι (επ' αυτοφώρω) να κάνω κάτι.
συνώνυμα: ζωγρέομαι «συλλαμβάνομαι».
σημασία3: ως νομικός όρος καταδικάζομαι: λιποταξίου γραφὴν ἥλωκεν = έχει καταδικαστεί για λιποταξία. ἑάλωσαν ἀστρατείας (δηλ. γραφήν) = καταδικάστηκαν για μη εκπλήρωση της στρατιωτικής τους θητείας.
οικογένεια: παράγωγα: ἅλωσις, ἁλωτός, σύνθετα: εὐάλωτος, αἰχμάλωτος.
ετυμολογία: *Fαλ-, *Fελ- (εἵλωτες), παράβαλε γοτθ. wilwan «αρπάζω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄλκιμος-ιμος|ίμη-ιμον-επίθετο::
* McsElla.ἄλκιμος-ιμος|ίμη-ιμον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἄλκιμος-ιμος|ίμη-ιμον@wordaryElla,
* McsElla.ἀλκιμώτερος!~συγκριτικός:ἄλκιμος-ιμος|ίμη-ιμον@wordaryEllα,
* McsElla.ἀλκιμώτατος!~υπερθετικός:ἄλκιμος-ιμος|ίμη-ιμον@wordaryElla,
σημασία: εύρωστος, γενναίος.
* παροιμία πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι κάποτε στο παρελθόν ήταν γενναίοι οι Μιλήσιοι. (Χρησιμοποιούσαν την παροιμία αυτή, για να δηλώσουν ότι οι καιροί άλλαξαν πια).
οικογένεια: παράγωγα: ἀλκιμότης, σύνθετα: ἀλκίφρων.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀλκή + παρ. επίθ. -ιμος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀλκυονίς-ίδος-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀλκυονίς-ίδος-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀλκυονίς-ίδος-ἡ@wordaryElla,
* ως επίθετο με ή χωρίς ουσιαστικό ἡμέραι αἱ ἀλκυονίδες ημέρες του χειμώνα, κατά τη διάρκεια των οποίων η θάλασσα είναι ήρεμη και έτσι η αλκυών μπορεί να κτίσει τη φωλιά της: ἀλκυονίδας ἄγω ἡμέρας ἀεί = πάντοτε έχω αδιατάρακτη γαλήνη.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀλκυών + παρ. επίθ. -ίς, βλέπε ἀλκυών.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀλκυών-όνος-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀλκυών-όνος-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀλκυών-όνος-ἡ@wordaryElla,
σημασία: μυθικό πουλί που ταυτίζουν με το ψαροπούλι.
οικογένεια: παράγωγα: ἀλκυονίς, ἀλκυονίδες.
ετυμολογία: πιθ. δάνεια, μεσογειακή λ., από ἅλς + κύω «κυοφορώ» σύμφωνα με την αρχ. παράδοση.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀλλὰ-σύνδεσμος::
* McsElla.ἀλλὰ-σύνδεσμος@wordaryElla,
* McsElla.σύνδεσμος.ἀλλὰ@wordaryElla,
παρατήρηση: αντιθετικός.
σημασία1: με τη σημερινή σημ. αλλά.
σημασία2: στην απόδοση υποθετικών λόγων όμως, τουλάχιστον: εἰ δὲ μὴ ὁρῶ, ἀλλ' ἀκούω γε = αν δε βλέπω, τουλάχιστον ακούω.
σημασία3: παρά μόνον: ἡδέα δ' οὐκ ἔστιν, ἀλλὰ τούτοις = ευχάριστα δεν είναι παρά μόνον σε αυτούς.
σημασία4: οὐ μὴν ἀλλά / οὐ μέντοι ἀλλά παρ' όλα αυτά, εντούτοις: ὁ ἵππος πίπτει καὶ μικροῦ αὐτὸν ἐξετραχήλισεν· οὐ μὴν ἀλλὰ ἐπέμεινεν ὁ Κῦρος = το άλογο πέφτει και λίγο έλειψε να τον ρίξει κάτω· παρ' όλα αυτά ο Κύρος κρατήθηκε στη θέση του.
σημασία5: ἀλλ' οὖν πάντως, εν πάση περιπτώσει: τοὺς πρώτους χρόνους ἀλλ' οὖν προσεποιοῦνθ' ὑμῖν εἶναι φίλους = πάντως τον πρώτο καιρό προσποιούνταν ότι ήταν φίλοι σας.
Νέα-Ελληνική: αλλά (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: ουδ. πληθ. της αντων. ἄλλος με μετατόπιση του τόνου: ἄλλα > ἀλλά.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀλλαγή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀλλαγή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀλλαγή-ῆς-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: αλλαγή.
σημασία2: ανταλλαγή, δοσοληψία.
Νέα-Ελληνική: αλλαγή (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *ἀλλαγ- (< ἀλλάττω) + παρ. επίθ. -ή.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀλλᾶς-ᾶντος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀλλᾶς-ᾶντος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀλλᾶς-ᾶντος-ὁ@wordaryElla,
σημασία: αλλαντικό (λουκάνικα κτλ.): ἀλλᾶντας πωλῶ = πουλώ αλλαντικά.
Νέα-Ελληνική: αλλαντικό.
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία, όπως και πολλοί άλλοι όροι της μαγειρικής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀλλάττω-ρήμα::
* McsElla.ἀλλάττω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀλλάττω@wordaryElla,
* McsElla.ἤλλαττον!~παρατατικός:ἀλλάττω@wordaryElla,
* McsElla.ἀλλάξω!~μέλλοντας:ἀλλάττω@wordaryElla,
* McsElla.ἤλλαξα!~αόριστος-α΄:ἀλλάττω@wordaryElla,
* McsElla.ἤλλαχα!~παρακείμενος:ἀλλάττω@wordaryElla,
* McsElla.ἀλλάξομαι!~μέσος-μέλλοντας:ἀλλάττω@wordaryElla,
* McsElla.ἀλλαχθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:ἀλλάττω@wordaryElla,
* McsElla.ἀλλαγήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:ἀλλάττω@wordaryElla,
* McsElla.ἠλλαξάμην!~μέσος-αόριστος:ἀλλάττω@wordaryElla,
* McsElla.ἠλλάχθην!~παθητικός-αόριστος:ἀλλάττω@wordaryElla,
* McsElla.ἠλλάγην!~παθητικός-αόριστος:ἀλλάττω@wordaryElla,
* McsElla.ἤλλαγμαι!~μέσος-και-παθητικός-παρακείμενος:ἀλλάττω@wordaryElla,
* McsElla.ἠλλάγμην!~παθητικός-υπερσυντέλικος:ἀλλάττω@wordaryElla,
παρατήρηση: ο κοινός τύπος είναι ἀλλάσσω
σημασία1: αλλάζω.
σημασία2: στην ενεργ. και τη μέση φωνή ανταλλάσσω: ἠλλάξαντο πολλῆς εὐδαιμονίας πολλὴν κακοδαιμονίαν = αντάλλαξαν πολλή ευτυχία με πολλή δυστυχία (δηλαδή έδωσαν αυτοί ευτυχία και έλαβαν από άλλους δυστυχία).
σημασία3: μέση φωνή ἀλλάττομαι αγοράζω: ἀντ' ἀργυρίου ἀλλάττομαί τι = αγοράζω κάτι έναντι χρημάτων.
οικογένεια: παράγωγα: ἀλλακτέον, ἀλλαγή, ἄλλαγμα, σύνθετα: διαλλάττω, συνδιαλλάττω, ἀπαλλάττω, παραλλάττω.
Νέα-Ελληνική: αλλάζω (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἄλλος + παρ. επίθ. -άττω < *-αγ-j-ω).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀλλαχῇ-επίρρημα::
* McsElla.ἀλλαχῇ-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ἀλλαχῇ@wordaryElla,
σημασία: αλλού, σε άλλον τόπο: ἄλλοτε ἀλλαχῇ = άλλοτε σε έναν τόπο και άλλοτε σε άλλον.
συνώνυμα: ἀλλαχόθι «αλλού».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἄλλ-ος + ένθημα -αχ- + επίθ. -ῇ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀλλαχόθεν-επίρρημα::
* McsElla.ἀλλαχόθεν-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ἀλλαχόθεν@wordaryElla,
σημασία: από αλλού, από άλλον τόπο.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀλλαχοῦ + παρ. επίθ. -θεν.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀλλαχόσε-επίρρημα::
* McsElla.ἀλλαχόσε-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ἀλλαχόσε@wordaryElla,
σημασία: προς άλλον τόπο.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀλλαχοῦ + παρ. επίθ. -σε.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀλλαχοῦ-επίρρημα::
* McsElla.ἀλλαχοῦ-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ἀλλαχοῦ@wordaryElla,
σημασία: αλλού, σε άλλον τόπο.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἄλλος + ένθ. -αχ- + παρ. επίθ. -οῦ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄλλῃ-επίρρημα::
* McsElla.ἄλλῃ-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ἄλλῃ@wordaryElla,
σημασία1: με γενική τοπική σε άλλον τόπο: ἄλλοι ἄλλῃ τῆς πόλεως ἀπώλλυντο = σκοτώνονταν άλλοι σε έναν τόπο της πόλης και άλλοι σε άλλον.
σημασία2: κατά άλλον τρόπο, αλλιώς: ἄλλῃ ἐν νῷ ἔχω λέγειν = έχω κατά νου να μιλήσω αλλιώς.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἄλλος + παρ. επίθ. -ῃ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀλλ'-ἢ-σύνδεσμος::
* McsElla.ἀλλ'-ἢ-σύνδεσμος@wordaryElla,
* McsElla.σύνδεσμος.ἀλλ'-ἢ@wordaryElla,
παρατήρηση: έπειτα από λέξεις που δηλώνουν άρνηση παρά μόνον: τούτου ἔμελλε οὐδεὶς ἄρξειν ἄλλ' ἢκείνη = αυτόν δε θα τον εξουσίαζε κανένας άλλος παρά μόνον εκείνη.
ετυμολογία: ἀλλὰ ἤ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀλλοδαπός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.ἀλλοδαπός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀλλοδαπός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία: που ανήκει σε άλλο λαό ή σε άλλη χώρα, ξένος.
ετυμολογία: *ἀλλοδ- (πβ. λατινικός aliud = ἄλλο) + παρ. επίθ. -απός < ινδοευρωπαϊκός -*nokwos.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄλλοσε-επίρρημα::
* McsElla.ἄλλοσε-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ἄλλοσε@wordaryElla,
σημασία: προς άλλον τόπο.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *ἄλλοδ- (πβ. ἀλλοδ-απός) + παρ. επίθ. -σε.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀλλότριος-ία-ιον-επίθετο::
* McsElla.ἀλλότριος-ία-ιον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀλλότριος-ία-ιον@wordaryElla,
σημασία: αυτός που ανήκει σε άλλον, ξένος.
συνώνυμα: ξένος, ἀνοίκειος.
αντώνυμα: ἴδιος, οἰκεῖος, γηγενής.
οικογένεια: παράγωγα: ἀλλοτρίως, ἀλλοτριότης, σύνθετα: ἀλλοτριοπράγμων.
Νέα-Ελληνική: αλλότριος.
ετυμολογία: ἄλλος + συγκριτ. επίθ. -τερος + -ιος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀλλοτριόω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἀλλοτριόω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀλλοτριόω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: αποστερώ, αποξενώνω: τῶν σωμάτων τὴν πόλιν ἀλλοτριῶ = αποστερώ την πόλη από τους πολίτες της.
σημασία2: κάνω κάτι εχθρικό προς κάποιον άλλο: ταῦτα τοῖς συμμάχοις ἀλλοτριώσει τὴν χώραν = αυτά θα κάνουν τη χώρα τους εχθρική προς τους συμμάχους της.
συνώνυμα: ἀποξενόω.
αντώνυμα: συνδιαλλάττω.
οικογένεια: παράγωγα: ἀλλοτρίωσις, σύνθετα: ἀπαλλοτριόω.
Νέα-Ελληνική: λόγ. αλλοτριώνω, απαλλοτριώνω.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀλλότρ-ιος + παρ. επίθ. -όω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀλλοτρίωσις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀλλοτρίωσις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀλλοτρίωσις-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία: αποξένωση: κακοῦ παντὸς ἀλλοτρίωσις = αποξένωση από κάθε κακό.
Νέα-Ελληνική: λόγ. αλλοτρίωση.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀλλοτρι-όω + παρ. επίθ. -σις.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄλλως-επίρρημα::
* McsElla.ἄλλως-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ἄλλως@wordaryElla,
σημασία1: διαφορετικά, με άλλον τρόπο (συνήθως με άλλα επιρρήματα) ἄλλως πως: ἄλλως οὐ δύναμαι τὴν πόλιν ἑλεῖν = δεν μπορώ να κυριεύσω την πόλη με άλλον τρόπο.
σημασία2: καὶ ἄλλως και εκτός αυτού, επιπλέον: ἄριστος καὶ ἄλλως φρονιμώτατος καὶ δικαιότατος.
σημασία3: ἄλλως τε καὶ ιδίως, πρό πάντων: βασιλικόν τι κάλλος ἄλλως τε καὶ ἂν μετ' αἰδοῦς καὶ σωφροσύνης κεκτῆταί τις αὐτό = η ομορφιά είναι κάτι το βασιλικό, ιδίως αν κάποιος τη συνδυάζει με αιδώ και εγκράτεια.
Νέα-Ελληνική: άλλως (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἄλλος + παρ. επίθ. -ως.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄλογος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἄλογος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἄλογος-ος-ον@wordaryElla,
* McsElla.ἀλογώτερος!~συγκριτικός:ἄλογος-ος-ον@wordaryEllα,
* McsElla.ἀλογώτατος!~υπερθετικός:ἄλογος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία1: ο στερούμενος λόγου (φωνής), ο άφωνος: ἄλογος σιγή = άφωνη σιωπή.
σημασία2: αυτός που δεν υπακούει στο λογιστικό μέρος της ψυχής, στη λογική: τὴν τοῦ σώματος ἕξιν τῇ ἀλόγῳ ἡδονῇ ἐπιτρέπω = εμπιστεύομαι την κατάσταση του σώματός μου στην άλογη ηδονή. ἄλογος δόξα = υποκειμενική άποψη που δε σχηματίστηκε σύμφωνα με τις επιταγές του λογιστικού μέρους της ψυχής.
αντώνυμα: ἡ μετὰ λόγου δόξα.
σημασία3: τὰ ἄλογα τα ζώα.
σημασία4: παράλογος, ανόητος: ἀνδρὶ τυράννῳ οὐδὲν ἄλογον ὅ,τι συμφέρον = στον τύραννο τίποτε που είναι συμφέρον δεν είναι παράλογο.
οικογένεια: παράγωγα: ἀλόγως.
Νέα-Ελληνική: άλογο (με τη σημ. 3), άλογος (με σημ. 4).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερ. ἀ- + λόγος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἅλς(Α)-ἁλός-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἅλς(Α)-ἁλός-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἅλς(Α)-ἁλός-ὁ@wordaryElla,
παρατήρηση: στον πληθ. oἱ ἅλες, τῶν ἁλῶν αλάτι.
* παροιμία τοὺς ἅλας συναναλίσκω (τινί) τρώω μαζί με κάποιον αλάτι (δηλαδή συνδέομαι μαζί του με στενή φιλία).
ετυμολογία: *σαλ- (ἅλμη), παράβαλε λατινικό sal.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἅλς(Β)-ἁλός-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἅλς(Β)-ἁλός-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἅλς(Β)-ἁλός-ἡ@wordaryElla,
παρατήρηση: λέξη που απαντά αποκλειστικά στην ποίηση και ιδιαίτερα στα ομηρικά έπη.
σημασία: θάλασσα: παρὰ θῖν' ἁλός = στην ακτή της θάλασσας, δίπλα στο γιαλό.
οικογένεια: παράγωγα: ἅλιος, ἅλμη.
Νέα-Ελληνική: στη φρ. παρὰ θῖν' ἁλός.
ετυμολογία: βλέπε το προηγούμενο λήμμα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄλφιτον-ίτου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἄλφιτον-ίτου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἄλφιτον-ίτου-τὸ@wordaryElla,
παρατήρηση: στον πληθ. ἄλφιτα αλεύρι από κριθάρι, κριθάλευρο.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀλωπεκῆ-ῆς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀλωπεκῆ-ῆς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀλωπεκῆ-ῆς-ἡ@wordaryElla,
σημασία: δέρμα αλεπούς.
οικογένεια: παράγωγα: ἀλωπεκία.
Νέα-Ελληνική: λόγ. η αλωπεκία.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη επίθ. ἀλωπεκέη > συνηρημ. ἀλωπεκῆ < βλέπε ἀλώπηξ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀλώπηξ-εκος-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀλώπηξ-εκος-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀλώπηξ-εκος-ἡ@wordaryElla,
σημασία: αλεπού.
* παροιμία ἡ κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ = η ουρά αποτελεί μαρτυρία για την αλεπού (δηλαδή ένα μικρό μέρος επαρκεί, για να δώσει σαφή εικόνα για το όλον, παράβαλε ἐξ ὄνυχος τὸν λέοντα).
ετυμολογία: συγγεν. με αρμεν. ałues, λατινικός volpes.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἅλως-ἅλω-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἅλως-ἅλω-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἅλως-ἅλω-ἡ@wordaryElla,
σημασία: αλώνι.
οικογένεια: παράγωγα: ἁλώνιον, ἁλωνίζω.
Νέα-Ελληνική: αλώνι.
ετυμολογία: *ἀλω-, ἀλFω- (ἀλωή, ἡ «ανοικτός χώρος, κήπος», παράβαλε κυπρ. ἀλFω = ἅλω, γεν.).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἅμα-επίρρημα-πρόθεση-σύνδεσμος::
* McsElla.ἅμα-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ἅμα@wordaryElla,
* McsElla.ἅμα-πρόθεση@wordaryElla,
* McsElla.πρόθεση.ἅμα@wordaryElla,
* McsElla.ἅμα-σύνδεσμος@wordaryElla,
* McsElla.σύνδεσμος.ἅμα@wordaryElla,
σημασίαΑ: ΕΠΙΡΡΗΜΑ
σημασία1: συγχρόνως: τοῦ εὐτυχεῖν καὶ τοῦ καλῶς βουλεύεσθαι οὐχ ἅμ' ἡ κτῆσις παραγίγνεται τοῖς ἀνθρώποις = δε συμβαίνει στους ανθρώπους συγχρόνως η απόκτηση της ευτυχίας και της ορθής σκέψης. ἅμα εἰπὼν ἀνέστη = μίλησε και συγχρόνως σηκώθηκε (δηλ. μίλησε και αμέσως μετά σηκώθηκε, μόλις τέλειωσε να μιλά, σηκώθηκε).
σημασία2: ἅμα μέν… ἅμα δέ… …και συγχρόνως…: παραμυθοῦμαι ἅμα μὲν ὑμᾶς, ἅμα δ' ἐμαυτόν = παρηγορώ εσάς και συγχρόνως τον εαυτό μου.
σημασία3: ἅμα δέ… καί… / ἅμα τε… καί… / ἅμα… καί… μόλις… και αμέσως μετά: ἅμα διαλλάττομαι πρός τινα καὶ τῆς ἔχθρας τῆς γεγενημένηςπιλανθάνομαι = μόλις συμφιλιωθώ με κάποιον, ξεχνώ την έχθρα (συμφιλιώνομαι με κάποιον και αμέσως μετά ξεχνώ την έχθρα).
σημασία4: παροιμία ἅμ' ἔπος ἅμ' ἔργον από τα λόγια στην πράξη, πες το κι έγινε.
σημασίαΒ: ΠΡΟΘΕΣΗ που συντάσσεται με δοτική την ίδια ώρα με, μαζί με: ἅμα ἕῳ = με την αυγή. οἱ ἅμα Γυλίππῳ ὄντες = όσοι είναι μαζί με το Γύλιππο.
σημασίαΓ: ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ μόλις: ἅμα δ' ἂν ἡβήσῃ τις τῶν ὀρφανῶν = μόλις ένας ορφανός φτάσει στην εφηβική ηλικία.
Νέα-Ελληνική: άμα (με σημ. Γ).
ετυμολογία: *σεμ- (εἷς, μία, ὁμοῦ).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Ἀμάλθεια-είας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.Ἀμάλθεια-είας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Ἀμάλθεια-είας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: κατσίκα, η οποία θήλασε το Δία στην Κρήτη (από το κέρατό της έρρεε ό,τι αγαθό επιθυμούσε ο κάτοχός της).
* παροιμία κέρας Ἀμαλθείας το κέρατο της Αμαλθείας (δηλ. πηγή κάθε είδους αγαθών): ἀγρὸν λέγουσιν Ἀμαλθείας κέρας εἶναι = λένε ότι το χωράφι αυτό είναι κέρας της Αμαλθείας (πολύ εύφορο).
ετυμολογία: θηλ. ενός κύριου ονόματος *Ἀμαλθεὺς «γενναιόδωρος», συγγεν. του μαλθ-ακός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἁμαρτάνω-ρήμα::
* McsElla.ἁμαρτάνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἁμαρτάνω@wordaryElla,
* McsElla.ἡμάρτανον!~παρατατικός:ἁμαρτάνω@wordaryElla,
* McsElla.ἁμαρτήσομαι!~μέλλοντας:ἁμαρτάνω@wordaryElla,
* McsElla.ἁμαρτήσω-μεταγενέστερος!~μέλλοντας:ἁμαρτάνω@wordaryElla,
* McsElla.ἥμαρτον!~αόριστος-β´:ἁμαρτάνω@wordaryElla,
* McsElla.ἡμάρτησα!~αόριστος-α´-μεταγενέστερος:ἁμαρτάνω@wordaryElla,
* McsElla.ἡμάρτηκα!~παρακείμενος:ἁμαρτάνω@wordaryElla,
* McsElla.ἡμαρτήθην!~παθητικός-αόριστος:ἁμαρτάνω@wordaryElla,
* McsElla.ἡμάρτημαι!~παθητικός-παρακείμενος:ἁμαρτάνω@wordaryElla,
* McsElla.ἡμαρτήμην!~παθητικός-υπερσυντέλικος:ἁμαρτάνω@wordaryElla,
σημασία1: αστοχώ: τοῦ σκοποῦ ἁμαρτάνω = αστοχώ στο στόχο μου. γνώμης ἁμαρτάνει καὶ οὐκ αἰσθάνεται = αστοχεί στην κρίση του και δεν το αντιλαμβάνεται.
σημασία2: κάνω λάθος: ἄκοντες ἁμαρτάνομεν = κάνουμε λάθος χωρίς τη θέλησή μας. ἡμαρτήκασι περὶ τῆς ὄντως οὐσίας θεῶν = έκαναν λάθος σχετικά με την πραγματική ουσία των θεών.
οικογένεια: παράγωγα: ἁμάρτημα, ἁμαρτία, ἁμαρτωλός, σύνθετα: ἀναμάρτητος.
Νέα-Ελληνική: αμαρτάνω «κάνω αμαρτία, ηθική παράβαση».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερ. ἁ- + *μερ- (μείρομαι, μόρος) + παρ. επίθ. -άνω, δηλ. *ἁμορτάνω > ἁμαρτάνω, παράβαλε νη-μερ-τὴς «αναμάρτητος».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἁμάρτημα-ατος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἁμάρτημα-ατος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἁμάρτημα-ατος-τὸ@wordaryElla,
σημασία: λάθος: γνώμης ἁμάρτημα = λάθος στην κρίση.
Νέα-Ελληνική: αμάρτημα.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἁμαρτάνω + παρ. επίθ. -μα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἁμαρτία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἁμαρτία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἁμαρτία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: λάθος: ἁμαρτία δόξης = λάθος στην κρίση.
σημασία2: με τη θρησκευτική σημ. αμαρτία.
Νέα-Ελληνική: αμαρτία (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἁμαρτάνω + παρ. επίθ. -ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀμείνων-ἀμείνων-ἄμεινον-επίθετο::
* McsElla.ἀμείνων-ἀμείνων-ἄμεινον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀμείνων-ἀμείνων-ἄμεινον@wordaryElla,
παρατήρηση: συγκριτικός βαθμός του ἀγαθός (βλέπε ἀγαθός).
σημασία: καλύτερος: ἄμεινόν ἐστι καταβαίνειν τοὺς στρατιώτας ἐκ τοῦ χωρίου = είναι καλύτερο να κατεβούν οι στρατιώτες από τον τόπο αυτόν.
ετυμολογία: επίθετο θετικού βαθμού *ἀμείν-, που θεωρήθηκε συγκριτικού, δηλ. δεν έχουμε *ἀμέν-jων > ἀμείνων.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄμεμπτος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἄμεμπτος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἄμεμπτος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία: άψογος: δεῖπνον ἄμεμπτον παρέθηκας = παρέθεσες άψογο δείπνο.
οικογένεια: παράγωγα: ἀμέμπτως.
Νέα-Ελληνική: άμεμπτος.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερ. ἀ- + μεμπτός (< μέμφομαι + παρ. επίθ. -τός).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἅμιλλα-ίλλης-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἅμιλλα-ίλλης-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἅμιλλα-ίλλης-ἡ@wordaryElla,
σημασία: συναγωνισμός (για το ποιος θα υπερισχύσει): ἅμιλλα ἀγαθῶν ἀνδρῶν = συναγωνισμός γενναίων ανδρών.
Νέα-Ελληνική: άμιλλα.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἅμα «συγχρόνως» + παρ. επίθ. -ιλλα < *-ιλ-jα με τη σημ. δύο ατόμων που συναγωνίζονται.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἁμιλλάομαι-ῶμαι-ρήμα::
* McsElla.ἁμιλλάομαι-ῶμαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἁμιλλάομαι-ῶμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἁμιλλήσομαι!~μέλλοντας:ἁμιλλάομαι-ῶμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἡμιλλήθην!~παθητικός-αόριστος-μέση-σημασία:ἁμιλλάομαι-ῶμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἡμιλλησάμην!~αόριστος-μεταγενέστερος:ἁμιλλάομαι-ῶμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἡμίλλημαι!~παρακείμενος:ἁμιλλάομαι-ῶμαι@wordaryElla,
σημασία1: συναγωνίζομαι (κάποιον): ἁμιλλῶμαί τινα τόξοις = συναγωνίζομαι κάποιον στην τοξοβολία.
σημασία2: προσπαθώ (να πετύχω κάτι).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη βλέπε ἅμιλλα + παρ. επίθ. -ομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄμουσος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἄμουσος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἄμουσος-ος-ον@wordaryElla,
* McsElla.ἀμουσότερος!~συγκριτικός:ἄμουσος-ος-ον@wordaryEllα,
* McsElla.ἀμουσότατος!~υπερθετικός:ἄμουσος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία1: απαίδευτος, άξεστος.
* παροιμία τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος = πιο άξεστος από τους Λειβηθρίους (δηλώνει τον κατώτατο βαθμό πνευματικής καλλιέργειας).
σημασία2: αυτός που δε γνωρίζει μουσική.
σημασία3: για ήχους κακόηχος: ἄμουσος ᾠδή.
οικογένεια: παράγωγα: ἀμουσία, σύνθετα: φιλόμουσος.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερ. ἀ- + μοῦσα + παρ. επίθ. -ος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄμπελος-έλου-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἄμπελος-έλου-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἄμπελος-έλου-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: το κλήμα (το συγκεκριμένο φυτό, που λέγεται και αμπέλι).
σημασία2: έκταση γης φυτεμένης με κλήματα, αμπέλι.
οικογένεια: παράγωγα: ἀμπελών, ὁ «αμπέλι, αμπελώνας», σύνθετα: ἀμπελουργός, ἀμπελόφυτος.
Νέα-Ελληνική: αμπέλι.
ετυμολογία: προελλ., μεσογ. λ..
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀμπέχω--ἀμπίσχω-ρήμα::
* McsElla.ἀμπέχω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ἀμπίσχω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀμπίσχω@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀμπέχω@wordaryElla,
* McsElla.ἀμφέξω!~μέλλοντας:ἀμπέχω@wordaryElla,
* McsElla.ἤμπεσχον!~αόριστος-β´:ἀμπέχω@wordaryElla,
* McsElla.ἀμπέχομαι!~μέσος-ενεστώτας:ἀμπέχω@wordaryElla,
* McsElla.ἀμπίσχομαι!~μέσος-ενεστώτας:ἀμπέχω@wordaryElla,
* McsElla.ἠμπειχόμην!~μέσος-παρατατικός:ἀμπέχω@wordaryElla,
* McsElla.ἀμφέξομαι!~μέσος-μέλλοντας:ἀμπέχω@wordaryElla,
* McsElla.ἠμπεσχόμην!~μέσος-αόριστος-β´:ἀμπέχω@wordaryElla,
σημασία1: ντύνω: δούλους ἀμπίσχω = ντύνω τους δούλους.
συνώνυμα: ἐνδύω.
αντώνυμα: ἐκδύω.
σημασία2: μέση φωνή ἀμπέχομαι ντύνομαι, φορώ: τὸ τῆς γυναικὸς ἀμπέχει χιτώνιον; = φορείς το χιτώνα της γυναίκας σου;
σημασία3: περιβάλλω: ἀμπίσχω τινὰ σμικρότητι = περιβάλλω κάποιον με μικρότητα, δηλαδή δεν τον εκτιμώ.
οικογένεια: παράγωγα: ἀμπεχόνη, ἀμπέχονον.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀμφί + ἔχω > ἀμφέχω > ἀμπέχω, με ανομοίωση δασέων.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄμπωτις-εως & -ιδος-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἄμπωτις-εως & -ιδος-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἄμπωτις-εως & -ιδος-ἡ@wordaryElla,
σημασία: το τράβηγμα των θαλάσσιων νερών προς τα μέσα.
αντώνυμα: παλίρροια.
Νέα-Ελληνική: άμπωτη.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνά + *πωτ- (< πίνω, παράβαλε ποτ-όν, ποτ-ίζω), παράγωγα: ουσ. του ἀναπίνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀμύνω-ρήμα::
* McsElla.ἀμύνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀμύνω@wordaryElla,
* McsElla.ἤμυνον!~παρατατικός:ἀμύνω@wordaryElla,
* McsElla.ἀμυνῶ!~μέλλοντας:ἀμύνω@wordaryElla,
* McsElla.ἤμυνα!~αόριστος:ἀμύνω@wordaryElla,
* McsElla.ἀμυνοῦμαι!~μέσος-μέλλοντας:ἀμύνω@wordaryElla,
* McsElla.ἠμυνάμην!~μέσος-αόριστος:ἀμύνω@wordaryElla,
σημασία1: αποκρούω: ἀμύνω τὸν βάρβαρον = αποκρούω τους βαρβάρους.
σημασία2: μέση φωνή ἀμύνομαι αποκρούω, υπερασπίζω: οἱ περὶ τῶν οἰκείων ἀμυνόμενοι = όσοι υπερασπίζουν τα σπίτια τους.
σημασία3: μέση φωνή ἀμύνομαι αμύνομαι.
οικογένεια: παράγωγα: ἄμυνα, ἀμυντήριος, ἀμυντικός.
Νέα-Ελληνική: αμύνομαι (σημ. 3).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη αθροιστ. ἀ- + μύνη «πρόφαση».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀμφὶ-πρόθεση::
* McsElla.ἀμφὶ-πρόθεση@wordaryElla,
* McsElla.πρόθεση.ἀμφὶ@wordaryElla,
σημασία1: γύρω από (χρησιμοποιείται κυρίως για ομάδα ατόμων τα οποία περιστοιχίζουν άλλο άτομο): οἱ ἀμφὶ Πρωταγόραν = οι οπαδοί του Πρωταγόρα.
σημασία2: για χρόνο κατά τη διάρκεια: τὸν μὲν ἀμφὶ τὸν χειμῶνα χρόνον διῆγεν ἐν Βαβυλῶνι ἑπτὰ μῆνας = και κατά τη διάρκεια του χειμώνα περνούσε επτά μήνες στη Βαβυλώνα.
σημασία3: για αριθμούς περίπου: ἀμφὶ τὰς δώδεκα μυριάδας = περίπου 120.000.
σημασία4: ως α΄ συνθετικό δηλώνει
σημασίαα: και στις δύο πλευρές: ἀμφίστομος = αυτός που έχει στόμα και από τη μια και από την άλλη πλευρά.
σημασίαβ: σε όλες τις πλευρές, ολόγυρα: ἀμφιβάλλω = βάζω κάτι από όλες τις πλευρές.
σημασίαγ: για χάρη κάποιου, για κάτι: ἀμφιμάχονται τείχους = μάχονται για το τείχος.
Νέα-Ελληνική: σε σύνθ. λέξεις, λ.χ. αμφίβιος.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη *αμ- (< ἀνά) + παρ. επίθ. -φι, παράβαλε λατινικός ambi.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀμφιέννυμι-ρήμα::
* McsElla.ἀμφιέννυμι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀμφιέννυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἠμφιέννυν!~παρατατικός:ἀμφιέννυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἀμφιῶ-(-εῖς-εῖ)!~μέλλοντας:ἀμφιέννυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἠμφίεσα!~αόριστος:ἀμφιέννυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἀμφιέσομαι!~μέσος-μέλλοντας:ἀμφιέννυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἠμφιεσάμην!~μέσος-αόριστος:ἀμφιέννυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἠμφιέσθην!~παθητικός-αόριστος:ἀμφιέννυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἠμφίεσμαι!~παρακείμενος:ἀμφιέννυμι@wordaryElla,
σημασία1: περιβάλλω, ντύνω: ἀμφιέννυμι ἱμάτιόν τινα = περιβάλλω κάποιον με μανδύα.
συνώνυμα: ἐνδύω.
αντώνυμα: ἐκδύω.
σημασία2: μέση φωνή ἀμφιέννυμαι ντύνομαι: ἀρετὴν ἀντὶ ἱματίων ἀμφιέσονται = θα ντυθούν με αρετή αντί με μανδύες.
οικογένεια: παράγωγα: ἀμφίεσις, ἀμφίεσμα, ἀμφιεσμός.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀμφί + ἕννυμι < *ἕσ-νυ-μι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀμφιθέατρος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἀμφιθέατρος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀμφιθέατρος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία: αυτός που έχει θέσεις για θεατές ολόγυρα.
* ως ουσιαστικό τὸ ἀμφιθέατρον αμφιθέατρο.
Νέα-Ελληνική: αμφιθέατρο.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀμφί + θέατρον.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀμφισβητέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἀμφισβητέω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀμφισβητέω@wordaryElla,
* McsElla.ἠμφεσβήτουν!~παρατατικός:ἀμφισβητέω@wordaryElla,
* McsElla.ἀμφισβητήσω!~μέλλοντας:ἀμφισβητέω@wordaryElla,
* McsElla.ἠμφεσβήτησα!~αόριστος:ἀμφισβητέω@wordaryElla,
* McsElla.ἀμφισβητήσομαι-«θα-αμφισβητηθώ»!~μέσος-μέλλοντας-παθητική-σημασία:ἀμφισβητέω@wordaryElla,
* McsElla.ἠμφεσβητήθην!~παθητικός-αόριστος:ἀμφισβητέω@wordaryElla,
σημασία1: διαφωνώ: ὁ ἕτερος τῶν λόγων τῷ πρότερον λεχθέντι ἀμφισβητεῖ = η άλλη εκδοχή διαφωνεί με την εκδοχή που λέχθηκε προηγουμένως. περὶ δὲ τούτων ἠμφεσβήτουν = σχετικά με αυτά διαφωνούσα.
* οἱ ἀμφισβητοῦντες οι διάδικοι.
σημασία2: αμφισβητώ: ὅτι μὲν οὖν τό γε εἶδος ὅμοιος εἶ τούτοις, ὦ Σώκρατες, οὔτ' αὐτὸς ἄν που ἀμφισβητήσαις = ούτε ο ίδιος, Σωκράτη, θα μπορούσες να αμφισβητήσεις ότι τουλάχιστον στην εμφάνιση είσαι όμοιος με αυτούς.
οικογένεια: παράγωγα: ἀμφισβητήσιμος, ἀμφισβήτησις, σύνθετα: ἀναμφισβήτητος.
Νέα-Ελληνική: αμφισβητώ (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη πρόθ. ἀμφίς (σπάνια μορφή της ἀμφί από το επίρρ. ἀμφίς) + *βατ-, *βητ- (βαίνω, βατός) + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀμφισβήτησις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀμφισβήτησις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀμφισβήτησις-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: αμφισβήτηση: ἀμφισϐήτησις ἔσται τίνας ἄρχειν δεῖ = θα υπάρξει αμφισβήτηση για το ποιοι πρέπει να κυβερνούν.
σημασία2: διεκδίκηση (συνήθως κληρονομιάς) : τὴν ἀμφισβήτησιν ποιοῦμαι πρός τινα = διεκδικώ την κληρονομιά από κάποιον.
Νέα-Ελληνική: αμφισβήτηση (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀμφισβητέω + παρ. επίθ. -σις.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀμφότερος-τέρα-τερον-αντωνυμία::
* McsElla.ἀμφότερος-τέρα-τερον-αντωνυμία@wordaryElla,
* McsElla.αντωνυμία.ἀμφότερος-τέρα-τερον@wordaryElla,
παρατήρηση: σπάνια στον ενικό, κυρίως στον πληθυντικό. ἀμφότεροι, -αι, -α και ο ένας και ο άλλος, και οι δύο: ἀμφότεροι ἤκουσαν Ἀναξαγόρου = και οι δύο ήταν μαθητές του Αναξαγόρα.
οικογένεια: παράγωγα: ἀμφοτέρωθεν «και από τις δύο πλευρές».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη δυικός ἄμφω (< ἀμφί) + παρ. επίθ. -τερος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἂν-μόριο::
* McsElla.ἂν-μόριο@wordaryElla,
* McsElla.μόριο.ἂν@wordaryElla,
σημασία1: χρησιμοποιείται με οριστική παρελθοντικού χρόνου, για να σχηματίσει τη λεγόμενη δυνητική οριστική, που δηλώνει το μη πραγματικό: ἦλθες ἄν = θα ερχόσουν (ενν.: αλλά δεν ήλθες). εἰ μὴπλούτουν, οὐκ ἂν ἦρχον = αν δεν ήμουν πλούσιος, δε θα κυβερνούσα (όμως κυβερνώ). ἠγνόεις ἄν, εἰ οὐκ εὖ ἐπαιδεύου = θα αγνοούσες, αν δε λάμβανες καλή παιδεία (όμως δεν αγνοείς).
σημασία2: χρησιμοποιείται με ευκτική, για να σχηματιστεί η λεγόμενη δυνητική ευκτική, που δηλώνει αυτό που είναι πιθανό να συμβεί στο μέλλον: πολλὴ ἂν ἀλογία εἴη, εἰ οὗτοι φοβοῖντο τὰ μειράκια = θα είναι μεγάλη αφροσύνη, αν αυτοί φοβούνται τα παιδιά.
σημασία3: με δυνητική σημασία γενικά ἡδέως δ' ἂνροίμην Λεπτίνην = με ευχαρίστηση θα ρωτούσα το Λεπτίνη.
σημασία4: ως ήπια προσταγή, προτροπή ή παράκληση λέγοις ἄν = λέγε, σε παρακαλώ.
σημασία5: με απαρέμφατο ή μετοχή οἴεσθε τὸν πατέρα οὐκ ἂν φυλάττειν; = νομίζετε ότι ο πατέρας δε θα διαφύλαττε αυτά; πόλλ' ἂν ἔχων ἕτερ' εἰπεῖν παραλείπω = αν και πολλά θα μπορούσα να πω, τα παραλείπω.
σημασία6: όταν βρίσκεται μετά το εἰ, συγχωνεύονται τα δύο μόρια (εἰ + ἄν) και έτσι προκύπτουν τα ἄν,άν, ἤν. Αυτά συντάσσονται με υποτακτική: ἢνγγὺς ἔλθῃ θάνατος, οὐδεὶς βούλεται θνῄσκειν = αν πλησιάσει ο θάνατος, κανείς δε θέλει να πεθάνει.
σημασία7: σε χρονικές προτάσεις με υποθετική σημασία, το ἂν συγχωνεύεται με τα ὅτε, ὁπότε,πεί, ἐπειδή και έτσι προκύπτουν αντίστοιχα τα ὅταν, ὁπόταν, ἐπήν / ἐπάν, ἐπειδὰν που συντάσσονται με υποτακτική.
σημασία8: σε τελικές προτάσεις που εισάγονται με τα αναφορικά επιρρήματα ὡς, ὅπως, ἕως το ἂν εμφανίζεται κάποτε: ὅπως ἂν φαίνηται κάλλιστος = για να φαίνεται πάρα πολύ ωραίος.
σημασία9: χρησιμοποιείται με οριστική παρατατικού ή οριστική αορίστου, για να δηλώσει πράξη που επαναλαμβάνεται στο παρελθόν: διηρώτων ἂν αὐτοὺς τί λέγοιεν = κάθε φορά τούς ρωτούσα τι έλεγαν.
ετυμολογία: συγγεν. με λατινικός an, γοτθ. an.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀνὰ-πρόθεση::
* McsElla.ἀνὰ-πρόθεση@wordaryElla,
* McsElla.πρόθεση.ἀνὰ@wordaryElla,
σημασία1: τοπικά κατά μήκος, σε όλη την έκταση: ἀνὰ τὴν Ἑλλάδα = σε ολόκληρη την Ελλάδα.
σημασία2: χρονικά στη διάρκεια: ἀνὰ πᾶσαν τὴν ἡμέραν = σε όλη τη διάρκεια της ημέρας.
σημασία3: με αριθμητικά εκφράζει καταμερισμό σε τμήματα ανά, κατά: ἔστησαν ἀνὰ ἑκατόν = στάθηκαν ανά εκατό.
σημασία4: ως α΄ συνθετικό δηλώνει
σημασίαα: πάνω σε, προς τα πάνω, πάνω, π.χ. ἀναβαίνω.
σημασίαβ: αύξηση ή ενίσχυση, π.χ. ἀνακρίνω.
σημασίαγ: επανάληψη, βελτίωση, π.χ. ἀναβιόω.
σημασίαδ: προς τα πίσω, π.χ. ἀναλαμβάνω «παίρνω πίσω, ανακτώ»βλέπε ἀναλαμβάνω (σημ. 3).
Νέα-Ελληνική: λόγ. ανά.
ετυμολογία: ινδοευρωπαϊκός προέλευσης, παράβαλε αρχ. περσ. ana, γοτθ. ana.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀναβαίνω-ρήμα::
* McsElla.ἀναβαίνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀναβαίνω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε βαίνω.
σημασία1: ανεβαίνω: ἀναβαίνει εἰς τὸ τεῖχος = ανεβαίνει στο τείχος.
συνώνυμα: ἀνέρχομαι.
αντώνυμα: καταβαίνω.
σημασία2: μεταβαίνω από τα παράλια στο εσωτερικό μιας χώρας (συνήθως της Μικράς Ασίας): ἀναβαίνει οὖν ὁ Κῦρος λαβὼν Τισσαφέρνη ὡς φίλον = μεταβαίνει προς την Κεντρική Ασία λοιπόν ο Κύρος, παίρνοντας μαζί του και τον Τισσσαφέρνη, με την ιδέα ότι είναι φίλος του.
αντώνυμα: καταβαίνω «μεταβαίνω από τα μεσόγεια προς τα παράλια».
σημασία3: ως αττικός νομικός όρος ἀναβαίνω (ἐπὶ τὸ βῆμα) ανέρχομαι στο βήμα, σηκώνομαι να μιλήσω.
αντώνυμα: καταβαίνω «κατεβαίνω από το βήμα, σταματώ να αγορεύω».
οικογένεια: παράγωγα: ἀναβάτης, ἀναβαθμός, ἀνάβασις.
Νέα-Ελληνική: ανεβαίνω (με τις σημ. 1, 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνά + βαίνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀναβάλλω-ρήμα::
* McsElla.ἀναβάλλω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀναβάλλω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε βάλλω.
σημασία1: ρίχνω προς τα πάνω: ἐκ τοῦ ὀρύγματος ἀνέβαλλον τὸν χοῦν = από το χαντάκι έριχναν το χώμα προς τα πάνω (προς τα χείλη του).
σημασία2: ανεβάζω: οὐδεὶς ἄλλος βασιλέα ἐπὶ τὸν ἵππον ἀνέβαλλεν = κανένας άλλος δεν ανέβαζε το βασιλιά στο άλογο.
σημασία3: μέση φωνή ἀναβάλλομαι αναβάλλω: εἰς τὴν ὑστεραίαν ἀναβάλλομαι τὴν δίαιταν = αναβάλλω για την επόμενη μέρα τη διαιτησία.
σημασία4: μέση φωνή ἀναβάλλομαι ρίχνω πάνω στους ώμους μου το πανωφόρι (έτσι ώστε να κρέμεται δημιουργώντας πτυχές): τὴν χλαῖναν ἀναϐαλοῦ = ρίξε επάνω σου τη χλαίνη.
οικογένεια: παράγωγα: ἀναβολή, ἀναβολεύς.
Νέα-Ελληνική: αναβάλλω (με τη σημ. 3).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνά + βάλλω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀνάβασις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀνάβασις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀνάβασις-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: ανάβαση.
αντώνυμα: κατάβασις, κάθοδος.
σημασία2: εκστρατεία που εκκινεί από τα παράλια και κατευθύνεται προς το εσωτερικό της χώρας (ιδιαίτερα προς το εσωτερικό της Μικράς Ασίας, όπως ήταν η εκστρατεία του Κύρου του νεότερου, την οποία εξιστορεί ο Ξενοφώντας στο έργο του Κύρου ἀνάϐασις).
οικογένεια: παράγωγα: ἀναβάσιμος, ἀναβασμός.
Νέα-Ελληνική: ανάβαση (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: ἀνά- + βάσις < βαίνω ως παράγωγη-λέξη του ἀναβαίνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀναβιβάζω-ρήμα::
* McsElla.ἀναβιβάζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀναβιβάζω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε βιβάζω.
σημασία1: ανεβάζω: ἀναβιβάζω τινὰ ἐπὶ τὸν τροχόν = ανεβάζω κάποιον στον τροχό (για να τον βασανίσω).
αντώνυμα: καταβιβάζω.
σημασία2: στην ενεργ. και τη μέση φωνή ἀναβιβάζω & ἀναβιβάζομαι παρουσιάζω (προσάγω) κάποιον στο δικαστήριο ως μάρτυρα: βούλομαι τούτους ὑμῖν μάρτυρας ἀναβιβάσαι = θέλω να παρουσιάσω αυτούς ως μάρτυρες σ' εσάς.
οικογένεια: παράγωγα: ἀναβιβασμός, ἀναβίβασις, ἀναβιβαστέον, σύνθετα: συναναβιβάζω.
Νέα-Ελληνική: ανεβάζω (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνά + βιβάζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀναβιόω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἀναβιόω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀναβιόω-ῶ@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε βιόω.
σημασία: επανέρχομαι στη ζωή, ζω ξανά μια κατάσταση: καὶ ἐπειδὴ ἀνεβίω, ἀποδρᾶσα ἐκ τῆς οἰκίας ᾤχετο = και όταν ανέκτησε τις αισθήσεις της, δραπέτευσε αμέσως από το σπίτι της.
οικογένεια: παράγωγα: ἀναβίωσις, ἀναβιώσιμος, σύνθετα: ἐπαναβιόω.
Νέα-Ελληνική: αναβιώνω.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνά + βιόω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀναβολεύς-έως-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀναβολεύς-έως-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀναβολεύς-έως-ὁ@wordaryElla,
σημασία: υπηρέτης (ή όργανο) που βοηθά κάποιον να ιππεύσει το άλογο: ἵππου χωρὶς ἀναβολέωςπέβαινε = ίππευε το άλογο χωρίς τη βοήθεια του αναβολέα.
Νέα-Ελληνική: αναβολέας.
ετυμολογία: παράγωγα: του βλέπε ἀναβάλλω «ωθώ προς τα πάνω»: ἀνά + βολ- + -εύς.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀναγιγνώσκω-ρήμα::
* McsElla.ἀναγιγνώσκω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀναγιγνώσκω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε γιγνώσκω.
σημασία: διαβάζω: τὰ ὀνόματα ὑμῖν ἀναγνώσομαι τῶν ἀνδρῶν = θα σας διαβάσω τα ονόματα των ανδρών.
* τὰ βιβλία τὰ ἀνεγνωσμένα τα βιβλία τα οποία έχουν διαβαστεί (μεγαλοφώνως, μπροστά σε ακροατήριο, και άρα έχουν δημοσιευτεί).
οικογένεια: παράγωγα: ἀνάγνωσις, ἀναγνώστης, ἀναγνωστέον, ἀναγνωστικός, σύνθετα: συναναγιγνώσκω.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνά + γιγνώσκω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀναγκαῖος-αία|αῖος-αῖον-επίθετο::
* McsElla.ἀναγκαῖος-αία|αῖος-αῖον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀναγκαῖος-αία|αῖος-αῖον@wordaryElla,
σημασία1: αναγκαστικός.
συνώνυμα: ἄκων, ἀκούσιος.
αντώνυμα: ἑκών, ἑκούσιος, αὐτόβουλος.
σημασία2: πειστικός: ἀναγκαῖαι ἀποδείξεις = πειστικές αποδείξεις.
σημασία3: αναγκασμένος, με το ζόρι: πολεμισταὶ ἀναγκαῖοι = στρατιώτες με το ζόρι.
σημασία4: απαραίτητος.
* τὰ ἀναγκαῖα τα αναγκαία αγαθά για την ανθρώπινη διαβίωση. οἱ ἀναγκαῖοι οι συγγενείς.
οικογένεια: παράγωγα: ἀναγκαίως, ἀναγκαιότης.
Νέα-Ελληνική: αναγκαίος (με τη σημ. 4).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀνάγκη + παρ. επίθ. -αῖος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀνάγκη-ης-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀνάγκη-ης-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀνάγκη-ης-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: εξαναγκασμός, ανάγκη, αναγκαιότητα. = βία.
* ως επίρρημα ἀνάγκῃ αναγκαστικά.
σημασία2: στον πληθ. αἱ ἀνάγκαι βία, τιμωρία (ιδιαίτερα για βασανιστήρια): προσάγω τινὶ τὰς ἀνάγκας = χρησιμοποιώ βία εναντίον κάποιου.
οικογένεια: παράγωγα: ἀναγκάζω, ἀναγκαῖος, σύνθετα: πειθανάγκη.
ετυμολογία: ίσως ἀν- (< ἀνά) + *-άγκη (πβ. ἀγκών) με τη σημ. «σύλληψη μέσα στα μπράτσα».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀναγράφω-ρήμα::
* McsElla.ἀναγράφω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀναγράφω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε γράφω.
σημασία1: για συνθήκες και νόμους εγχαράσσω και στήνω δημόσια: τὰς ξυνθήκας τὰς περὶ τῆς ξυμμαχίας ἀνέγραψαν ἐν στήλῃ λιθίνῃ = εγχάραξαν τις συμφωνίες για τη συμμαχία σε πέτρινη στήλη.
σημασία2: για συγγραφέα περιγράφω: οὐδὲ ταῦτα ἐς τὸ ἀληθὲς ἀνέγραψαν = ούτε αυτά τα περιέγραψαν με τρόπο αληθινό.
Νέα-Ελληνική: αναγράφω (με σημ. παραπλήσια προς τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀνά + γράφω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀνάγω-ρήμα::
* McsElla.ἀνάγω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀνάγω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἄγω.
σημασία1: οδηγώ προς τα πάνω, ανεβάζω: ἀνάγω πελταστὰς πρὸς τὸ ὄρος = ανεβάζω πελταστές στο βουνό.
σημασία2: οδηγώ από τα παράλια (ιδιαίτερα της Μικράς Ασίας) στο εσωτερικό της χώρας ή από τον Πειραιά προς την Αθήνα: Φαρνάβαζος κατεῖχε τοὺς πρέσβεις, φάσκων ἀνάξειν αὐτοὺς παρὰ βασιλέα = ο Φαρνάβαζος κρατούσε τους απεσταλμένους, λέγοντας ότι θα τους οδηγήσει στο βασιλιά.
σημασία3: μέση φωνή ἀνάγομαι αποπλέω, σηκώνω άγκυρα: ἐπλήρουν τὰς ναῦς ὡς ἀναξόμενοι = έμπαιναν στα καράβια, γιατί επρόκειτο να σηκώσουν άγκυρα.
συνώνυμα: ἀποπλέω, ἀπαίρω «αποπλέω».
αντώνυμα: κατάγομαι «φτάνω στην ξηρά».
οικογένεια: παράγωγα: ἀναγωγὴ «απόπλους», σύνθετα: συνάγω.
Νέα-Ελληνική: ανάγομαι (για χρόνο, πηγαίνω πίσω).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνά + ἄγω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀνάθεσις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀνάθεσις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀνάθεσις-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία: τοποθέτηση κάποιου πράγματος σε δημόσιο χώρο, προσφορά αναθημάτων σε ναούς: τρίποδος ἀνάθεσις = προσφορά τρίποδα.
Νέα-Ελληνική: ανάθεση (λ.χ. εργασίας, καθηκόντων κτλ.).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνά + θέσις < τίθημι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀναθεωρέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἀναθεωρέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀναθεωρέω-ῶ@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε θεωρέω.
σημασία: εξετάζω προσεκτικά.
οικογένεια: παράγωγα: ἀναθεώρησις «προσεκτική εξέταση».
Νέα-Ελληνική: αναθεωρώ (λ.χ. μια άποψη κτλ.).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀνά + θεωρέω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀνάθημα-ατος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀνάθημα-ατος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀνάθημα-ατος-τὸ@wordaryElla,
σημασία: αφιέρωμα που προσφέρεται σε ναό ή στήνεται σε δημόσιο χώρο. = ἀφιέρωμα.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀνά + *θη- (ἀνα-τί-θη-μι) + παρ. επίθ. -μα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀναθηματικός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.ἀναθηματικός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀναθηματικός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία: αυτός που συνίσταται σε ἀναθήματα.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀνάθημα, -ατος + παρ. επίθ. -ικός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀναθρέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἀναθρέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀναθρέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: παρατηρώ με προσοχή: μόνον τῶν θηρίων ὀρθῶς ὁ ἄνθρωπος ἄνθρωπος ὠνομάσθη ἀναθρῶν ἃ ὄπωπεν = από όλα τα ζώα μόνον ο άνθρωπος ορθώς ονομάστηκε «άνθρωπος», επειδή παρατηρεί προσεκτικά (= ἀναθρῶν) αυτά που έχει δει (= ὄπωπεν).
οικογένεια: παράγωγα: ἀνάθρησις.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀνά + ἀθρέω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀναίδεια--ἀναιδεία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀναίδεια-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀναίδεια-ας-ἡ@wordaryElla,
* McsElla.ἀναιδεία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀναιδεία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: αναίδεια, αδιαντροπιά: εἰς τοῦθ᾽ ἧκεν ἀναιδείας, ὥστ᾽ ἐτόλμα λέγειν... = έφτασε σε αυτό το σημείο αναίδειας, ώστε τολμούσε να λέει...
* λίθος ἀναιδείας πέτρα στον Άρειο Πάγο, επάνω στην οποία στεκόταν ο κατήγορος, όταν απαιτούσε από το δικαστήριο να επιβάλει τη μέγιστη δυνατή ποινή που προέβλεπε ο νόμος στο άτομο που κατηγορούσε για ανθρωποκτονία.
Νέα-Ελληνική: αναίδεια.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀναιδής (στερ. ἀ + αἰδώς) + παρ. επίθ. -εια.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀναίρεσις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀναίρεσις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀναίρεσις-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: περισυλλογή (ιδίως πτωμάτων για ενταφιασμό): νεκρῶν ἀναίρεσις = περισυλλογή των νεκρών.
σημασία2: καταστροφή: τῶν τειχῶν ἀναίρεσις = καταστροφή των τειχών.
σημασία3: θανάτωση.
Νέα-Ελληνική: αναίρεση «ακύρωση» (λ.χ. νόμου, επιχειρήματος με σημ. παρόμοια με τη 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνά + αἵρεσις.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀναιρέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἀναιρέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀναιρέω-ῶ@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε αἱρέω -ῶ.
σημασία1: σηκώνω από το έδαφος: τῶν τεθνεώτων τὰ ὀστᾶ ἀνεῖλον = σήκωσαν από τη γη τα κόκαλα των πεθαμένων.
σημασία2: για ανθρώπους καταστρέφω, σκοτώνω: τοὺς τούτων μηνυτὰς ἀναιροῦσι = σκοτώνουν όσους αποκαλύπτουν αυτά τα πράγματα.
σημασία3: καταργώ: τοὺς μὲν ἀναιροῦσιν τῶν νόμων, τοὺς δὲ καταλείπουσιν = μερικούς νόμους τους καταργούν και άλλους τους αφήνουν σε ισχύ.
σημασία4: για επιχείρημα αναιρώ.
σημασία5: για χρησμούς ορίζω, δίνω εντολή: χρωμένῳ δὲ τῷ Κύλωνι ἀνεῖλεν ὁ θεὸς καταλαβεῖν τὴν Ἀθηναίων ἀκρόπολιν = στον Κύλωνα, που ζητούσε χρησμό, ο Απόλλωνας όρισε να καταλάβει την Ακρόπολη των Αθηναίων.
σημασία6: μέση φωνή ἀναιροῦμαι περισυλλέγω για ενταφιασμό: τοὺς ἑαυτῶν νεκροὺς ἀνείλοντο = περισυνέλεξαν τους νεκρούς τους για ενταφιασμό.
σημασία7: μέση φωνή ἀναιροῦμαι αναλαμβάνω: ἀναιροῦμαι δημόσιον ἔργον = αναλαμβάνω δημόσιο έργο.
σημασία8: μέση φωνή ἀναιροῦμαι ακυρώνω: τὴν συγγραφὴν ἀνείλετο = ακύρωσε τη συμφωνία.
οικογένεια: παράγωγα: ἀναίρεσις, ἀναιρετικός, ἀναιρέτης, σύνθετα: συναναιρέω.
Νέα-Ελληνική: αναιρώ (με τις σημ. 3 και 4).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνά + αἱρέω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀναίσθητος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἀναίσθητος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀναίσθητος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που στερείται αίσθησης: ἀναίσθητος τῶν περὶ αὐτόν = δεν έχει αίσθηση για το τι συμβαίνει γύρω του.
σημασία2: αμβλύνους, ανόητος: οἱ κατάπτυστοι Θετταλοὶ καὶ ἀναίσθητοι Θηβαῖοι = εκείνοι οι αχρείοι Θεσσαλοί και εκείνοι οι ανόητοι Θηβαίοι.
συνώνυμα: εὐήθης «ηλίθιος».
σημασία3: ανεπαίσθητος: ἀναίσθητος θάνατος = θάνατος που δε γίνεται αντιληπτός.
οικογένεια: παράγωγα: ἀναισθησία, ἀναισθήτως.
Νέα-Ελληνική: αναίσθητος.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερ. ἀν- + αἰσθητός (< αἰσθάνομαι + παρ. επίθ. -τός).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀναίσχυντος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἀναίσχυντος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀναίσχυντος-ος-ον@wordaryElla,
* McsElla.ἀναισχυντότερος!~συγκριτικός:ἀναίσχυντος-ος-ον@wordaryEllα,
* McsElla.ἀναισχυντότατος!~υπερθετικός:ἀναίσχυντος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία1: για πρόσωπα αδιάντροπος: οὕτω δ' ἀναίσχυντός ἐστιν, ὥστε... = είναι τόσο αδιάντροπος, ώστε...
σημασία2: για πράγματα ατιμωτικός.
οικογένεια: παράγωγα: ἀναισχύντως «χωρίς ντροπή», ἀναισχυντέω «είμαι αναιδής, αδιάντροπος».
Νέα-Ελληνική: λόγ. αναίσχυντος (με τις σημ. 1, 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερητ. ἀν- + αἰσχύν-ομαι + παρ. επίθ. -τος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀνακαλέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἀνακαλέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀνακαλέω-ῶ@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε καλέω -ῶ.
σημασία1: επικαλούμαι: εὔχομαι τῷ Ἀπόλλωνι τὰςπωνυμίας τοῦ θεοῦ ἀνακαλῶν = προσεύχομαι στον Απόλλωνα επικαλούμενος τους λατρευτικούς τίτλους του θεού.
σημασία2: καλώ πίσω, ανακαλώ: διὰ ταῦτα ἀνεκάλεσαν αὐτόν = για τους λόγους αυτούς τον κάλεσαν πίσω.
οικογένεια: παράγωγα: ἀνάκλησις, ἀνακλητικός, σύνθετα: ἐπανακαλέω.
Νέα-Ελληνική: ανακαλώ (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνά + καλέω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀνάκειμαι-ρήμα::
* McsElla.ἀνάκειμαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀνάκειμαι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε κεῖμαι.
σημασία1: είμαι τοποθετημένος ως προσφορά ή αφιέρωμα στο ναό κάποιου θεού: τῆς ἀρετῆς τὰ μνημεῖα πρὸς τοῖς ὑμετέροις ἱεροῖς ἀνάκειται = τα μνημεία της αρετής του είναι τοποθετημένα ως αφιερώματα στα δικά σας ιερά.
σημασία2: εξαρτώμαι: ἐπὶ σοὶ τάδε πάντα ἀνάκειται = από σένα εξαρτώνται όλα αυτά.
σημασία3: είμαι πλαγιασμένος, ανακεκλιμένος (βλέπε ἀναπίπτω).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνά + κεῖμαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀνακλίνω-ρήμα::
* McsElla.ἀνακλίνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀνακλίνω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε κλίνω.
σημασία: είμαι γερμένος προς τα πίσω στηριζόμενος στον αγκώνα μου (σε στάση ανάπαυσης ή φαγητού, βλέπε ἀναπίπτω).
συνώνυμα: ἀνάκειμαι.
οικογένεια: παράγωγα: ἀνάκλισις, ἀνάκλιντρον, σύνθετα: συνανακλίνομαι.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνά + κλίνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀνακομιδή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀνακομιδή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀνακομιδή-ῆς-ἡ@wordaryElla,
σημασία: ανάκτηση: τῶν πλοίων ἀνακομιδή = ανάκτηση των πλοίων.
Νέα-Ελληνική: ανακομιδή (των λειψάνων ενός αγίου).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνά + κομιδή.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀνακράζω-ρήμα::
* McsElla.ἀνακράζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀνακράζω@wordaryElla,
* McsElla.ἀνακράξομαι!~μέλλοντας:ἀνακράζω@wordaryElla,
χρόνοι: άλλοι βλέπε κράζω.
σημασία: φωνάζω δυνατά, κραυγάζω: ἀνέκραγον ὡς εὖ λέγοι = φώναξαν δυνατά ότι ομιλεί ορθά.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνά + κράζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀναλαμβάνω-ρήμα::
* McsElla.ἀναλαμβάνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀναλαμβάνω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε λαμβάνω.
παρατήρηση: εύχρηστο στον ενεστώτα και τον αόριστο β΄.
σημασία1: παίρνω στα χέρια μου ή μαζί μου: καὶ ἀναλαβόντες αὐτοὺς οἱ Συρακόσιοι ἐπὶ τὰς ναῦς παρέπλεον ἐπ' οἶκον = οι Συρακούσιοι, αφού τους πήραν στα πλοία, έπλευσαν προς την πόλη τους.
συνώνυμα: αἱρέω (σημ. 1), λαμβάνω.
σημασία2: αναλαμβάνω: τὴν προξενίαν ἀναλαμβάνω.
σημασία3: παίρνω πίσω, επανακτώ: τὴν ἀρχὴν ἣν πρότερον ἐκεκτήμεθα ἀναλαβεῖν βουλόμεθα = θέλουμε να επανακτήσουμε την ηγεμονία που είχαμε προηγουμένως.
οικογένεια: παράγωγα: ἀνάληψις, ἀνάλημμα, σύνθετα: συναναλαμβάνω.
Νέα-Ελληνική: αναλαμβάνω (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνά + λαμβάνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀναλίσκω--ἀναλόω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἀναλίσκω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ἀναλόω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀναλίσκω@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀναλόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀνήλισκον!~παρατατικός:ἀναλόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀνήλουν!~παρατατικός:ἀναλόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀναλώσω!~μέλλοντας:ἀναλόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀνήλωσα!~αόριστος:ἀναλόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀνήλωκα!~παρακείμενος:ἀναλόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀναλωθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:ἀναλόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀνηλώθην!~παθητικός-αόριστος:ἀναλόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀναλώθην!~παθητικός-αόριστος:ἀναλόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀνήλωμαι!~παθητικός-παρακείμενος:ἀναλόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀνάλωμαι!~παθητικός-παρακείμενος:ἀναλόω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: ξοδεύω: τρεῖς μνᾶς ἀνήλωσα = ξόδεψα τρεις μνες.
συνώνυμα: δαπανάω.
σημασία2: για πρόσωπα σκοτώνω: καὶ ἄλλους τινὰς ἀνεπιτηδείους τῷ αὐτῷ τρόπῳ κρύφα ἀνήλωσαν = κατά τον ίδιον τρόπο σκότωσαν κρυφά και μερικούς άλλους ανεπιθύμητους.
οικογένεια: παράγωγα: ἀνάλωμα, ἀνάλωσις, ἀναλωτέος, ἀναλωτής, ἀναλωτικός, σύνθετα: συναναλίσκω,παναλίσκω.
Νέα-Ελληνική: αναλώνω (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνά + ἁλίσκω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀναμένω-ρήμα::
* McsElla.ἀναμένω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀναμένω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε μένω.
σημασία: περιμένω.
Νέα-Ελληνική: αναμένω.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνά + μένω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀναμιμνῄσκω-ρήμα::
* McsElla.ἀναμιμνῄσκω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀναμιμνῄσκω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε μιμνήσκω.
σημασία1: υπενθυμίζω: οἱ Ἐγεσταῖοι ξυμμαχίαν ἀνέμνησαν τοὺς Ἀθηναίους = οι Εγεσταίοι υπενθύμισαν στους Αθηναίους τη συμμαχία τους. ἀναμιμνῄσκω ὑμᾶς τῶν κακῶν = σας υπενθυμίζω τα κακά.
σημασία2: υπενθυμίζω, αναφέρω: πάντα ὅσα ἐναντία Θηϐαίοις ἐπράξατε ἀναμιμνῄσκουσιν = αναφέρουν όλα όσα εχθρικά προς τους Θηβαίους πράξατε.
σημασία3: παθ. φωνή ἀναμιμνῄσκομαι θυμάμαι: ἐν δὲ τῷ κακῷ ἀνεμνήσθησαν καὶ τοῦδε τοῦ ἔπους = κατά τη διάρκεια της συμφοράς θυμήθηκαν και τον ακόλουθο στίχο. ἀνεμνήσθην τὰ νῦν γεγενημένα = θυμήθηκα όσα έχουν γίνει πρόσφατα.
οικογένεια: παράγωγα: ἀνάμνησις, ἀναμνηστικός.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνά + μιμνήσκω (χωρίς υπογεγραμμένη).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀναμὶξ-επίρρημα::
* McsElla.ἀναμὶξ-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ἀναμὶξ@wordaryElla,
σημασία: ανάμεικτα: Πελοποννήσιοι καὶ Ἀμβρακιῶται ἀναμὶξ τεταγμένοι ἦσαν = οι Πελοποννήσιοι και οι Αμβρακιώτες ήταν παρατεταγμένοι ανάμεικτα.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνά + επίρρ. μίξ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄνανδρος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἄνανδρος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἄνανδρος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία1: ως ουσιαστικό ἡ ἄνανδρος γυναίκα χωρίς σύζυγο, δηλαδή ανύπαντρη ή χήρα.
σημασία2: δειλός.
αντώνυμα: ἀνδρεῖος.
οικογένεια: παράγωγα: ἀνανδρία, ἀνάνδρως.
Νέα-Ελληνική: άνανδρος (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερ. ἀν- + ανδρ- (< ἀνήρ) + -ος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀνανεύω-ρήμα::
* McsElla.ἀνανεύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀνανεύω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε νεύω.
σημασία: κλίνω το κεφάλι προς τα πίσω σε ένδειξη άρνησης: ἐδεόμην σῶσαι μοι τὸν Ζώσιμον· ὁ θεὸς ἀνένευσεν = παρακαλοῦσα να μου σώσει το Ζώσιμο· ο θεός το αρνήθηκε.
αντώνυμα: κατανεύω.
ετυμολογία: σύνθετα: ἀνά + νεύω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀνανήφω-ρήμα::
* McsElla.ἀνανήφω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀνανήφω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε νήφω.
σημασία1: γίνομαι πάλι νηφάλιος (έπειτα από μέθη): ἐκ μακρᾶς ἀνανήφω μέθης = αποκτώ τη νηφαλιότητά μου έπειτα από μεγάλη μέθη.
σημασία2: επανέρχομαι στα λογικά μου: ἀνανήφω ἐκ τῆς τοῦ διαβόλου παγίδος = επανέρχομαι στα λογικά μου ξεφεύγοντας από την παγίδα του διαβόλου.
οικογένεια: παράγωγα: ἀνάνηψις.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνά + νήφω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀνάντης-ης-ἄναντες-επίθετο::
* McsElla.ἀνάντης-ης-ἄναντες-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀνάντης-ης-ἄναντες@wordaryElla,
σημασία: ανηφορικός, απότομος: ἀνάντης ἀνάϐασις = ανηφορική ανάβαση.
αντώνυμα: κατάντης «κατηφορικός».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνά + ἀντ- (πβ. ἄντα «έναντι») + -ης.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄναξ-ἄνακτος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἄναξ-ἄνακτος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἄναξ-ἄνακτος-ὁ@wordaryElla,
παρατήρηση: μόνον στον ποιητικό λόγο.
σημασία: κύριος, αφέντης (χρησιμοποιείται κυρίως ως προσδιορισμός θεών και βασιλέων).
οικογένεια: παράγωγα: ἀνάσσω, ἄνασσα, ἀνάκτορον.
ετυμολογία: προελλ. δάν. Fάναξ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀνάπαλιν-επίρρημα::
* McsElla.ἀνάπαλιν-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ἀνάπαλιν@wordaryElla,
σημασία1: πίσω πάλι.
σημασία2: πάλι, ξανά: ὧδε δὴ ἀνάπαλιν ἄκουε = άκουσέ το πάλι κατ᾿ αυτόν τον τρόπο.
σημασία3: αντίθετα, αντίστροφα: ὅταν ἀνάπαλιν ἡ γένεσις τούτων πορεύηται, τότε ταῦτα διαφθείρεται = όταν η δημιουργία αυτών κινείται αντίστροφα, τότε αυτά καταστρέφονται.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνά + πάλιν.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀνάπαυλα-παύλης-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀνάπαυλα-παύλης-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀνάπαυλα-παύλης-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: ξεκούραση: καὶ μὴν καὶ τῶν πόνων πλείστας ἀναπαύλας τῇ γνώμῃ ἐπορισάμεθα = και εξασφαλίσαμε για το πνεύμα μας πάρα πολλούς τρόπους ξεκούρασης από τους κόπους.
σημασία2: τόπος ξεκούρασης: καὶ ἀνάπαυλαι κατὰ τὴν ὁδὸν ἐν τοῖς ὑψηλοῖς δένδρεσί εἰσι σκιαραί = και στο δρόμο υπάρχουν δροσερά αναπαυτήρια, κάτω από τα ψηλά δέντρα.
Νέα-Ελληνική: ανάπαυλα (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία, ίσως παράγωγη-λέξη ἀναπαύ-ομαι + -λα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀναπείθω-ρήμα::
* McsElla.ἀναπείθω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀναπείθω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε πείθω.
σημασία1: πείθω: ἀναπείθω τοὺς νέους ὡς σοφώτατός εἰμι = πείθω τους νέους ότι είμαι σοφότατος.
σημασία2: παρασύρω: κἀνέπειθον τῶν Λακώνων τοὺς μεγίστους χρήμασιν = και αποπλανούσαν τους πιο ισχυρούς από τους Σπαρτιάτες με χρήματα.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνά + πείθω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀναπέμπω-ρήμα::
* McsElla.ἀναπέμπω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀναπέμπω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε πέμπω.
σημασία: στέλνω από τόπο χαμηλότερο σε τόπο ψηλότερο ή από τα παράλια στο εσωτερικό μιας χώρας (και ιδίως της Μικράς Ασίας): φρουροὺς εἰς τὰ ἄκρα ἀνέπεμπε = έστελνε φρουρούς στις κορυφές. αὐτοὺς ἔμελλεν ὡς βασιλέα ἀναπέμψειν = αυτούς σκόπευε να τους στείλει στο βασιλιά.
οικογένεια: παράγωγα: ἀναπομπή, σύνθετα: προαναπέμπω.
Νέα-Ελληνική: αναπέμπω (στέλνω κάτι για επανεξέταση κτλ.).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνά + πέμπω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀναπετάννυμι-ρήμα::
* McsElla.ἀναπετάννυμι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ἀναπεταννύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀναπετάννυμι@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀναπεταννύω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε πετάννυμι.
σημασία: ξεδιπλώνω: τὰς πύλας ἀναπεταννύω = ξεδιπλώνω (ανοίγω) τις πύλες.
* μετοχή παθ. παρακ. ἀναπεπταμένος ανοικτός: τὰ ὄμματα ἔχω ἀναπεπταμένα = έχω τα μάτια ανοικτά.
οικογένεια: παράγωγα: ἀναπεπταμένως.
Νέα-Ελληνική: λόγ. μτχ. αναπεπταμένος.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνά + πετάννυμι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀναπίμπλημι-ρήμα::
* McsElla.ἀναπίμπλημι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀναπίμπλημι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε πίμπλημι.
σημασία: γεμίζω: αἰσχύνης ὅλην ἀναπίμπλησι τὴν πόλιν = γεμίζει ολόκληρη την πόλη από ντροπή.
συνώνυμα: πληρόω.
αντώνυμα: κενόω.
οικογένεια: παράγωγα: ἀνάπλεως «γεμάτος».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνά + πίμπλημι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀναπίπτω-ρήμα::
* McsElla.ἀναπίπτω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀναπίπτω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε πίπτω.
σημασία1: πέφτω προς τα πίσω.
σημασία2: αποκαρδιώνομαι: δέδοικα μὴ νῦν ἀναπεπτωκότες ἦτε = φοβούμαι μήπως έχετε τώρα αποκαρδιωθεί.
σημασία3: ανακλίνομαι (δηλ. κάθομαι γέρνοντας την πλάτη μου προς τα πίσω και στηρίζομαι στον αγκώνα μου. Αυτή τη στάση έπαιρναν οι αρχαίοι για να γευματίσουν): μετὰ ταῦτ' ἀναπεσεῖνκέλευον αὐτὴν παρ᾿ ἐμέ = έπειτα από αυτά, της είπα να κάτσει δίπλα μου.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνά + πίπτω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀνάπλεως-ἀναπλέα-ἀνάπλεων-επίθετο::
* McsElla.ἀνάπλεως-ἀναπλέα-ἀνάπλεων-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀνάπλεως-ἀναπλέα-ἀνάπλεων@wordaryElla,
σημασία: γεμάτος: σκότους ἀνάπλεως ἔχω τοὺς ὀφθαλμούς = έχω τα μάτια γεμάτα από σκοτάδι.
συνώνυμα: πλήρης.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνά + πλέως/πλέος, παράβαλε πλῆ-θος, πλή-ρης, πλέ-ον.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀναπληρόω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἀναπληρόω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀναπληρόω-ῶ@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε πληρόω.
σημασία1: γεμίζω: ἀναπληροῖς τὸ κεχηνὸς τοῦ ῥυθμοῦ = γεμίζεις το χάσμα του ρυθμού.
συνώνυμα: πίμπλημι «γεμίζω», πληρόω «γεμίζω».
αντώνυμα: κενόω.
σημασία2: συμπληρώνω: ἀλλ᾽ εἴ τι ἐξέλιπον, σὸν ἔργον, ὦ Ἀριστόφανες, ἀναπληρῶσαι = αλλά αν άφησα κάτι πίσω, Αριστοφάνη, είναι δικό σου καθήκον να το συμπληρώσεις.
οικογένεια: παράγωγα: ἀναπλήρωσις, ἀναπληρωματικός.
Νέα-Ελληνική: αναπληρώνω (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνά + πληρόω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀναπτύσσω-ρήμα::
* McsElla.ἀναπτύσσω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀναπτύσσω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε πτύσσω.
σημασία: ξετυλίγω (κυρίως τους παπυρικούς κυλίνδρους πάνω στους οποίους έγραφαν τα κείμενά τους οι αρχαίοι Έλληνες), ανοίγω για διάβασμα: ἀναπτύσσω τὸ βυβλίον = ανοίγω το βιβλίο.
συνώνυμα: ἐξελίττω.
οικογένεια: παράγωγα: ἀνάπτυξις «ξεδίπλωμα».
Νέα-Ελληνική: αναπτύσσω (λ.χ. ένα θέμα, «περιγράφω με κάθε λεπτομέρεια»).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνά + πτύσσω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀνάπτω-ρήμα::
* McsElla.ἀνάπτω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀνάπτω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἅπτω.
σημασία1: δένω.
σημασία2: μέση φωνή ἀνάπτομαι δένω (πάνω μου): ἐπιστολὴν ἐκ τῶν δακτύλων ἀναψάμενος περιεπορεύετο = αφού έδεσε στα δάκτυλα την επιστολή, βάδιζε γύρω γύρω.
σημασία3: ανάβω: ἀνῆψεν τὴν πυράν = άναψε την πυρά.
οικογένεια: σύνθετα: προσανάπτω.
Νέα-Ελληνική: ανάβω (σημ. 3).
ετυμολογία: σύνθετα: ἀνά + ἅπτω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀναρτάω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἀναρτάω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀναρτάω-ῶ@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἀρτάω.
σημασία1: κρεμάω: ἑαυτὴν ἀνήρτησεν = κρεμάστηκε.
συνώνυμα: κρεμάννυμι.
σημασία2: αποδίδω: εἰς θεοὺς ἀναρτῶ τι = αποδίδω κάτι στους θεούς.
σημασία3: παθ. φωνή ἀναρτῶμαι κρέμομαι.
σημασία4: παθ. φωνή ἀναρτῶμαι εξαρτώμαι: πᾶσι δὲ τούτοις ἐξ ἐκείνης τῆς λίθου ἡ δύναμις ἀνήρτηται = η δύναμη λοιπόν για όλα αυτά εξαρτάται από εκείνη την πέτρα.
οικογένεια: παράγωγα: ἀνάρτησις, σύνθετα: συναναρτάομαι.
Νέα-Ελληνική: αναρτώ (με τις σημ. 1 και 3, λ.χ. αναρτώνται τα αποτελέσματα των εξετάσεων).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνά + ἀρτάω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀναρχία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀναρχία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀναρχία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: έλλειψη αρχηγού: ἀναρχίας οὔσης ταῦταγένετο = επειδή δεν υπήρχε αρχηγός, έγιναν αυτά.
σημασία2: ανομία, αναρχία: ἐν πάσῃ ἀναρχίᾳ καὶ ἀνομίᾳ ἔζων = ζούσαν σε πλήρη αναρχία και ανομία.
σημασία3: στην Αθήνα έλλειψη άρχοντα, χρονιά κατά τη διάρκεια της οποίας δεν υπήρχε άρχοντας: διὰ τὴν αὐτὴν αἰτίαν ἀναρχίαν ἐποίησαν = για τον ίδιο λόγο δεν ανέδειξαν άρχοντα.
Νέα-Ελληνική: αναρχία (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἄναρχος + παρ. επίθ. -ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀνατείνω-ρήμα::
* McsElla.ἀνατείνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀνατείνω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε τείνω.
σημασία: τεντώνω προς τα πάνω, υψώνω: ἀνατείνω τὴν χεῖρα = υψώνω το χέρι.
οικογένεια: παράγωγα: ἀνάτασις, ἀνατεταμένως.
Νέα-Ελληνική: ανάταση.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνά + τείνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀνατίθημι-ρήμα::
* McsElla.ἀνατίθημι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀνατίθημι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε τίθημι.
σημασία1: αποδίδω: ἂν ἐκεῖνος ἁμάρτῃ, σοὶ τὰς αἰτίας ἀναθήσουσιν = εάν εκείνος αποτύχει, θα αποδώσουν σε σένα τις ευθύνες.
σημασία2: αφιερώνω: εἰς Δελφοὺς ἀνατίθημί τι = αφιερώνω κάτι στους Δελφούς.
συνώνυμα: ἀφιερόω.
οικογένεια: παράγωγα: ἀνάθεσις, ἀνάθημα, ἀναθηματικός.
Νέα-Ελληνική: αναθέτω (λ.χ. εργασία, καθήκον κτλ.).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνά + τίθημι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀναφέρω-ρήμα::
* McsElla.ἀναφέρω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀναφέρω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε φέρω.
σημασία1: φέρνω πάνω: ἀναφέρω τινὰ εἰς Ὄλυμπον = φέρνω κάποιον πάνω στον Όλυμπο.
σημασία2: επαναφέρω (σε μια προηγούμενη καλή κατάσταση): ἐκ πονηρῶν τῶν πραγμάτων γενομένων τοῦτο πρῶτον ἀνήνεγκε τὴν πόλιν = από την κακή κατάσταση πραγμάτων αυτό το μέτρο πρώτα επανέφερε την πόλη σε καλή κατάσταση.
σημασία3: πληρώνω, επιστρέφω χρήματα: ἀνηνέγκαμεν χίλια τάλαντα = πληρώσαμε χίλια τάλαντα.
οικογένεια: παράγωγα: ἀναφορά, ἀναφορικός, σύνθετα: ἐπαναφέρω.
Νέα-Ελληνική: αναφέρω «καταθέτω, διηγούμαι».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνά + φέρω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀναχαιτίζω-ρήμα::
* McsElla.ἀναχαιτίζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀναχαιτίζω@wordaryElla,
σημασία1: ρίχνω τον αναβάτη.
σημασία2: μεταφορικά ανατρέπω.
οικογένεια: παράγωγα: ἀναχαίτισις.
Νέα-Ελληνική: αναχαιτίζω (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνά + χαίτη (του αλόγου) + παρ.επίθ. -ίζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀναψύχω-ρήμα::
* McsElla.ἀναψύχω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀναψύχω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ψύχω.
σημασία: δροσίζω: παρὰ κρήνην ἀναψύχω τι = δροσίζω κάτι κοντά στην πηγή.
οικογένεια: παράγωγα: ἀναψυκτήρ, ἀνάψυξις, ἀναψυχή, ἀναψυκτικός.
Νέα-Ελληνική: αναψυχή, αναψυκτήριο (λόγιο).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνά + ψύχω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀνδραγάθημα-ατος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀνδραγάθημα-ατος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀνδραγάθημα-ατος-τὸ@wordaryElla,
σημασία: γενναία πράξη.
Νέα-Ελληνική: ανδραγάθημα.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀνδραγαθέω (< σύνθετα: ἀνήρ + ἀγαθός + -έω) + παρ. επίθ. -μα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀνδραγαθία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀνδραγαθία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀνδραγαθία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: γενναιότητα: ἐστὶ δίκαιον τὴν ἐς τοὺς πολέμους ὑπὲρ τῆς πατρίδος ἀνδραγαθίαν προτίθεσθαι = είναι δίκαιο να προβάλλουμε τη γενναιότητα υπέρ της πατρίδος στους πολέμους.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀνδραγαθέω (< σύνθετη-λέξη ἀνήρ + ἀγαθός + -έω) + παρ. επίθ. -ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀνδραποδίζω-ρήμα::
* McsElla.ἀνδραποδίζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀνδραποδίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἠνδραπόδιζον!~παρατατικός:ἀνδραποδίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἀνδραποδιῶ!~μέλλοντας:ἀνδραποδίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἠνδραπόδισα!~αόριστος:ἀνδραποδίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἀνδραποδισθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:ἀνδραποδίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἠνδραποδίσθην!~παθητικός-αόριστος:ἀνδραποδίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἠνδραπόδισμαι!~παθητικός-παρακείμενος:ἀνδραποδίζω@wordaryElla,
σημασία: υποδουλώνω: ἠνδραπόδισαν Σκύρον = υποδούλωσαν τη Σκύρο.
συνώνυμα: δουλόω.
αντώνυμα: ἐλευθερόω.
οικογένεια: παράγωγα: ἀνδραπόδισις, ἀνδραποδισμός, ἀνδραποδιστής.
Νέα-Ελληνική: λόγ. σύνθ. εξανδραποδίζω (με την ίδια σημ.).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη βλέπε ἀνδράποδον + παρ. επίθ. -ίζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀνδραποδισμός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀνδραποδισμός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀνδραποδισμός-οῦ-ὁ@wordaryElla,
σημασία: υποδούλωση.
Νέα-Ελληνική: λόγ. σύνθ. εξανδραποδισμός.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀνδραποδίζω + παρ. επίθ. -μός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀνδράποδον-ου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀνδράποδον-ου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀνδράποδον-ου-τὸ@wordaryElla,
σημασία: αιχμάλωτος, αυτός που αιχμαλωτίζεται στον πόλεμο και πωλείται σαν δούλος (ανεξάρτητα από το αν πριν αιχμαλωτιστεί ήταν δούλος ή ελεύθερος. Αρχικά διακρινόταν από το δοῦλος, που σήμαινε αυτόν που γεννήθηκε δούλος): Τισσαφέρνει παρέδοσαν τὰ ἀνδράποδα πάντα καὶ δοῦλα καὶ ἐλεύθερα = παρέδωσαν στον Τισσαφέρνη όλους τους αιχμαλώτους, και τους ελευθέρους και τους δούλους.
οικογένεια: παράγωγα: ἀνδραποδίζω, ἀνδραποδιστής.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνήρ, ἀνδρ-ός + -ά-ποδον (< πούς, ποδός) κατά το τετρ-ά-ποδον.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀνδρείκελον-έλου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀνδρείκελον-έλου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀνδρείκελον-έλου-τὸ@wordaryElla,
σημασία: ομοίωμα άνδρα.
Νέα-Ελληνική: ανδρείκελο (με την ίδια σημ.).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνήρ + εἴκελος «που μοιάζει εξωτερικά με...».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀνδριάς-άντος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀνδριάς-άντος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀνδριάς-άντος-ὁ@wordaryElla,
σημασία: ομοίωμα ανδρός, άγαλμα.
οικογένεια: σύνθετα: ἀνδριαντοποιός.
Νέα-Ελληνική: ανδριάντας.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀνήρ, ἀνδρός + παρ. επίθ. -ιάς.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀνδρών-ῶνος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀνδρών-ῶνος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀνδρών-ῶνος-ὁ@wordaryElla,
σημασία: αίθουσα σπιτιού που χρησιμοποιούσαν μόνο άνδρες, αίθουσα συμποσίων: ὁ ἀνδρὼν κεκοσμημένος ἐστί = η αίθουσα συμποσίου είναι τακτοποιημένη.
συνώνυμα: ἡ ἀνδρωνῖτις.
αντώνυμα: ἡ γυναικωνῖτις.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀνήρ, ἀνδρ-ός + παρ. επίθ. -ών.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀνδρωνῖτις-ιδος-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀνδρωνῖτις-ιδος-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀνδρωνῖτις-ιδος-ἡ@wordaryElla,
σημασία: αίθουσα των σπιτιών που χρησιμοποιούσαν μόνο άνδρες (βλέπε ἀνδρών).
συνώνυμα: ὁ ἀνδρών.
αντώνυμα: ἡ γυναικωνῖτις.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀνδρών (ἀνήρ) + παρ. επίθ. -ῖτις.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀνεγείρω-ρήμα::
* McsElla.ἀνεγείρω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀνεγείρω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἐγείρω.
σημασία1: σηκώνω από τον ύπνο.
σημασία2: μεταφορικά ξεσηκώνω.
σημασία3: ανεγείρω (οικοδόμημα).
οικογένεια: παράγωγα: ἀνέγερσις.
Νέα-Ελληνική: ανεγείρω (με τη σημ. 3).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνά + ἐγείρω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀνειμένως-επίρρημα::
* McsElla.ἀνειμένως-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ἀνειμένως@wordaryElla,
σημασία: ελεύθερα, άνετα: ἡμεῖς ἀνειμένως διαιτώμεθα = εμείς ζούμε άνετα.
ετυμολογία: μτχ. παθ. παρακ. του βλέπε ἀνίημι + παρ. επίθ. -ως.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀνελεύθερος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἀνελεύθερος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀνελεύθερος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία1: δουλικός, δουλοπρεπής.
σημασία2: τσιγκούνης, φιλάργυρος.
αντώνυμα: ἐλευθέριος «γενναιόδωρος».
οικογένεια: παράγωγα: ἀνελευθερία, ἀνελευθέρως.
Νέα-Ελληνική: ανελεύθερος (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερ. ἀν- + ἐλεύθερος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀνελίττω-ρήμα::
* McsElla.ἀνελίττω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀνελίττω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἑλίττω.
παρατήρηση: ο κοινός τύπος είναι ἀνελίσσω
σημασία: ξετυλίγω.
συνώνυμα: ἀναπτύσσω «ξεδιπλώνω».
οικογένεια: παράγωγα: ἀνέλιξις, ἀνελικτικός.
Νέα-Ελληνική: λόγ. ανελίσσομαι.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνά + ἐλίττω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀνεπιτήδευτος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἀνεπιτήδευτος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀνεπιτήδευτος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία1: λιτός: ἀνεπιτήδευτος σύνθεσις ὀνομάτων = λιτός συνδυασμός λέξεων.
σημασία2: αδοκίμαστος: Ἀλκιϐιάδῃ οὐδὲν ἦν ἀμίμητον οὐδ' ἀνεπιτήδευτον = για τον Αλκιβιάδη τίποτε δεν έμεινε που να μη μιμηθεί και να μη δοκιμάσει.
οικογένεια: παράγωγα: ἀνεπιτηδεύτως.
Νέα-Ελληνική: ανεπιτήδευτος (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερητ. ἀν- + ἐπιτηδευτός (παράγωγη-λέξη ἐπιτηδεύομαι + παρ. επίθ. -τός).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄνευ-πρόθεση::
* McsElla.ἄνευ-πρόθεση@wordaryElla,
* McsElla.πρόθεση.ἄνευ@wordaryElla,
παρατήρηση: συντάσσεται πάντοτε με γενική
σημασία1: χωρίς: μόνος ἄνευ τινός = μόνος χωρίς κανέναν.
σημασία2: εκτός από…: πάντα ἄνευ χρυσοῦ = τα πάντα εκτός από το χρυσάφι.
Νέα-Ελληνική: άνευ (λόγ., με τη σημ. 1 στη φρ. άνευ λόγου και αιτίας).
ετυμολογία: ινδοευρωπαϊκός αρχής, συγγεν. με λατινικός sine, που διαφέρει ως προς τη δασεία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀνήρ-ἀνδρός-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀνήρ-ἀνδρός-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀνήρ-ἀνδρός-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: άντρας.
σημασία2: άνθρωπος: πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε = ο πατέρας και των ανθρώπων και των θεών (ο Δίας).
σημασία3: παλικάρι: ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους φαγεῖν = θεωρούν ως παλικάρια μόνο αυτούς που μπορούν να φάνε πάρα πολύ.
σημασία4: ο σύζυγος.
αντώνυμα: γυνή «η σύζυγος».
σημασία5: κυρίως σε προσφωνήσεις στον πληθυντικό ἄνδρες δικασταί.
οικογένεια: παράγωγα: ἀνδρεῖος, ἀνδρεία, σύνθετα: ἀνδροφόνος.
Νέα-Ελληνική: άνδρας / άντρας (με τις σημ. 1, 3, 4).
ετυμολογία: *(ἀ)νερ-, παράβαλε αρχαίος-ιταλικός ner- «ανδρικός».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Ἀνθεστήρια-ίων-τὰ-ουσιαστικό::
* McsElla.Ἀνθεστήρια-ίων-τὰ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Ἀνθεστήρια-ίων-τὰ@wordaryElla,
σημασία: η Γιορτή των Ανθέων, η τριήμερη γιορτή προς τιμήν του θεού Διόνυσου στις 11, 12 και 13 του μηνός βλέπε Ἀνθεστηριῶνος.
ετυμολογία: επίθ. *ἀνθεστήριος, -α (ενν. ἑορτάσματα).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Ἀνθεστηριών-ῶνος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.Ἀνθεστηριών-ῶνος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Ἀνθεστηριών-ῶνος-ὁ@wordaryElla,
σημασία: ο όγδοος μήνας του αττικού ημερολογίου, που αντιστοιχεί στο διάστημα από 15 Ιανουαρίου έως 15 Φεβρουαρίου. Τότε τελούνταν τα βλέπε Ἀνθεστήρια.
ετυμολογία: Ἀνθεστήρια + παρ. επίθ. -(ι)ών.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀνθίστημι-ρήμα::
* McsElla.ἀνθίστημι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀνθίστημι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἵστημι.
σημασία1: στήνω (ενάντια ή απέναντι σε κάτι).
σημασία2: μέση φωνή μαζί με τους χρόνους με αμετάβ. σημ. (βλέπε ἵστημι) αντιστέκομαι: ἀντέστησαν Ἀλεξάνδρῳ = αντιστάθηκαν στον Αλέξανδρο.
αντώνυμα: ἐνδίδωμι «υποχωρώ».
οικογένεια: παράγωγα: ἀντίστασις, ἀντιστάτης.
Νέα-Ελληνική: ανθίσταμαι (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀντί + ἵστημι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄνθος-ους-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἄνθος-ους-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἄνθος-ους-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: λουλούδι.
σημασία2: ακμή κάθε πράγματος, καλού ή κακού: ἔρωτος ἄνθος = η ακμή του έρωτα.
οικογένεια: παράγωγα: ἀνθέω, ἄνθεμον, ἀνθηρός, σύνθετα: ἀνθοφορία, ἀνθοφόρος.
Νέα-Ελληνική: άνθος (και με τις δύο σημ.).
ετυμολογία: *ἀνθεσ-, παράβαλε αρχ. ινδ. ándhas- «φυτό».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀνιάω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἀνιάω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀνιάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠνίων!~παρατατικός:ἀνιάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀνιάσω!~μέλλοντας:ἀνιάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠνίασα!~αόριστος:ἀνιάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠνίακα!~παρακείμενος:ἀνιάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠνιώμην!~παθητικός-παρατατικός:ἀνιάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀνιάσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:ἀνιάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠνιάθην!~παθητικός-αόριστος:ἀνιάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠνίαμαι!~παρακείμενος:ἀνιάω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: στενοχωρώ κάποιον.
συνώνυμα: θλίβω, λυπέω.
σημασία2: παθ. φωνή ἀνιῶμαι στενοχωριέμαι: ἀνιῶμαι ταῦτα = στενοχωριέμαι γι' αυτά.
οικογένεια: παράγωγα: ἀνιαρός.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνία «στενοχώρια» + παρ. επίθ. -άω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀνίημι-ρήμα::
* McsElla.ἀνίημι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀνίημι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἵημι.
σημασία1: στέλνω (προς τα πάνω ή προς τα εμπρός).
σημασία2: για το τόξο ή για έγχορδα μουσικά όργανα χαλαρώνω.
αντώνυμα: ἐπιτείνω, ἐντείνω «τεντώνω».
σημασία3: παραμελώ, χαλαρώνω: τὴν φυλακὴν ἀνίημι = χαλαρώνω την περιφρούρηση.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνά + ἵημι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀνίστημι-ρήμα::
* McsElla.ἀνίστημι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀνίστημι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἵστημι.
σημασία1: στήνω κάποιον, τον σηκώνω: ἐκ τῆς κλίνης ἀνίστημί τινα = σηκώνω κάποιον από το κρεβάτι.
σημασία2: ανασταίνω: δοὺς αὐτῇ χεῖρα ἀνέστησεν αὐτήν = αφού της έδωσε το χέρι του, την ανέστησε.
σημασία3: στη μέση φωνή και στους χρόνους με αμετάβ. σημ. ἀνίσταμαι
σημασίαα: σηκώνομαι: ἀναστὰς εἶπε = αφού σηκώθηκε, είπε. ἔκαμνον καὶ οὐδ' ἀνιστάμην ἐκ τῆς κλίνης = ήμουν άρρωστος και ούτε σηκωνόμουν από το κρεβάτι.
σημασίαβ: ανασταίνομαι: Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν = ο Χριστός αναστήθηκε από τους νεκρούς.
οικογένεια: παράγωγα: ἀνάστασις, ἀνάστατος.
Νέα-Ελληνική: ανασταίνω (με τη σημ. 2, και ανασταίνομαι με τη σημ. 3β).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνά + ἵστημι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀνοίγω--ἀνοίγνυμι-ρήμα::
* McsElla.ἀνοίγω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ἀνοίγνυμι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀνοίγνυμι@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀνοίγω@wordaryElla,
* McsElla.ἀνέῳγον!~παρατατικός:ἀνοίγω@wordaryElla,
* McsElla.ἀνοίξω!~μέλλοντας:ἀνοίγω@wordaryElla,
* McsElla.ἀνέῳξα!~αόριστος:ἀνοίγω@wordaryElla,
* McsElla.ἀνέῳχα!~παρακείμενος:ἀνοίγω@wordaryElla,
* McsElla.ἀνοίγομαι!~παθητικός-ενεστώτας:ἀνοίγω@wordaryElla,
* McsElla.ἀνεῳγόμην!~παθητικός-παρατατικός:ἀνοίγω@wordaryElla,
* McsElla.ἀνεῴχθην!~παθητικός-αόριστος:ἀνοίγω@wordaryElla,
* McsElla.ἀνέῳγμαι!~παθητικός-παρακείμενος:ἀνοίγω@wordaryElla,
* McsElla.ἀνεῴγμην!~παθητικός-υπερσυντέλικος:ἀνοίγω@wordaryElla,
σημασία: ανοίγω.
οικογένεια: παράγωγα: ἄνοιγμα, ἄνοιξις, ἀνοικτός.
Νέα-Ελληνική: ανοίγω.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνά + οἴγω & οἴγνυμι < *Fοιγ- ινδοευρωπαϊκός αρχής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀντέχω-ρήμα::
* McsElla.ἀντέχω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀντέχω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἔχω.
σημασία1: υπομένω: ἀντεῖχε παρὰ δόξαν τῇ ταλαιπωρίᾳ = υπέμενε τις ταλαιπωρίες ξεπερνώντας κάθε προσδοκία.
σημασία2: επαρκώ: ἀντέχει ὁ σῖτος = τα τρόφιμα επαρκούν.
σημασία3: μέση φωνή ἀντέχομαι είμαι προσκολλημένος σε κάποιον ή κάτι: ἀντέχομαι τῆς ἀληθείας = είμαι προσκολλημένος στην αλήθεια.
Νέα-Ελληνική: αντέχω (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀντί + ἔχω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀντὶ-πρόθεση::
* McsElla.ἀντὶ-πρόθεση@wordaryElla,
* McsElla.πρόθεση.ἀντὶ@wordaryElla,
σημασίαΑ: πάντοτε με γενική
σημασία1: για τόπο απέναντι από / σε κάτι ή από / σε κάποιον: ἀντὶ τῶν πιτύων ἕστηκα = στέκομαι απέναντι στα πεύκα.
σημασία2: αντί, στη θέση κάποιου προσώπου ή πράγματος: οὐκ ὤκνουν πόλεμον ἀντ' εἰρήνης μεταλαμβάνειν = δε δίσταζαν να υιοθετούν πόλεμο αντί για ειρήνη.
σημασία3: ως αντάλλαγμα: οὐδέ τις χάρις ἐστὶ ἀντ' ἀγαθῶν παρά σοι = ούτε υπάρχει κάποια ευγνωμοσύνη σε σένα ως αντάλλαγμα για τα αγαθά (που σου πρόσφερα).
σημασία4: για χάρη: ἀντὶ παίδων ἱκετεύομέν σε = σε ικετεύουμε για χάρη των παιδιών.
σημασία5: σε σύγκριση: ἓν ἀνθ' ἑνός = το ένα σε σύγκριση με το άλλο.
σημασίαΒ: ως α΄ συνθετικό δηλώνει
σημασίαα: απέναντι, π.χ. ἀντιβλέπω.
σημασίαβ: σε αντίθεση με κάποιον, εναντίον κάποιου, π.χ. ἀντιλέγω.
σημασίαγ: ανταπόδοση, π.χ. ἀντιβοηθέω.
σημασίαδ: αντικατάσταση, π.χ. ἀντιβασιλεύς.
σημασίαε: ισότητα, ομοιότητα, π.χ. ἀντίθεος «ισόθεος».
Νέα-Ελληνική: αντί (με τις σημ. 2, 3).
ετυμολογία: συγγεν. του ἄντα «έναντι, απέναντι», παράβαλε αρχ. ινδ. ánti, λατ. ante.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀντίδοσις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀντίδοσις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀντίδοσις-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: ανταπόδοση.
σημασία2: διαδικασία ανταλλαγής περιουσιών. (Σύμφωνα με αυτήν, ο πολίτης στον οποίο το κράτος ανέθετε κάποια κοινωφελή εισφορά ή δραστηριότητα, τις λεγόμενες λειτουργίες, μπορούσε να προκαλέσει οποιονδήποτε άλλο συμπολίτη του, τον οποίο θεωρούσε πλουσιότερο από τον ίδιο, να ανταλλάξουν τις περιουσίες τους. Αν ο τελευταίος αρνιόταν, αυτό ήταν ένδειξη ότι όντως ήταν πιο εύπορος, και επομένως θα έπρεπε να αναλάβει εκείνος τη λειτουργία.)
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀντί + δόσις.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀντιλαμβάνω-ρήμα::
* McsElla.ἀντιλαμβάνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀντιλαμβάνω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε λαμβάνω.
σημασία1: δέχομαι κάτι ως αντάλλαγμα για κάτι άλλο: οὔτε κακοὺς εὖ δρῶν εὖ πάλιν ἀντιλάβοις ἄν = ούτε αν ευεργετείς κακούς ανθρώπους θα δεχθείς ως αντάλλαγμα κάτι καλό.
σημασία2: μέση φωνή ἀντιλαμβάνομαι αρπάζω: ὁ Καλλίας τῇ ἀριστερᾷ ἀντελάβετο τοῦ τρίβωνος = ο Καλλίας με το αριστερό του χέρι άρπαξε το παλτό του άλλου.
σημασία3: μέση φωνή ἀντιλαμβάνομαι βοηθώ: δεῖ ἀντιλαμβάνεσθαι τῶν ἀσθενούντων = πρέπει να βοηθάτε τους αδύνατους. ἀντιλαβοῦ, σῶσον,λέησον καὶ διαφύλαξον ἡμᾶς, ὁ Θεός, τῇ σῇ χάριτι = βοήθησέ μας..., Θεέ μου, με τη χάρη σου.
σημασία4: μέση φωνή ἀντιλαμβάνομαι επιχειρώ: ἁπάντων οὖν τούτων ἀναμνησθέντεςρρωμενέστερον ἀντιλαβώμεθα τοῦ πολέμου = ας θυμηθούμε όλα αυτά λοιπόν και ας επιχειρήσουμε τον πόλεμο με μεγαλύτερο θάρρος.
Νέα-Ελληνική: αντιλαμβάνομαι «υποπίπτει στην αντίληψή μου, καταλαβαίνω».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀντί + λαμβάνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀντιλέγω-ρήμα::
* McsElla.ἀντιλέγω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀντιλέγω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε λέγω.
σημασία: μιλώ ενάντια, αντίθετα σε κάποιον ή κάτι, αντιτίθεμαι με το λόγο.
Νέα-Ελληνική: αντιλέγω.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀντί + λέγω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄντρον-ου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἄντρον-ου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἄντρον-ου-τὸ@wordaryElla,
σημασία: σπηλιά.
Νέα-Ελληνική: άντρο.
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀνύτω--ἁνύτω--ἀνύω-ρήμα::
* McsElla.ἀνύτω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ἁνύτω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ἀνύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀνύω@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἁνύτω@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀνύτω@wordaryElla,
* McsElla.ἤνυτον!~παρατατικός:ἀνύτω@wordaryElla,
* McsElla.ἥνυτον!~παρατατικός:ἀνύτω@wordaryElla,
* McsElla.ἤνυον!~παρατατικός:ἀνύτω@wordaryElla,
* McsElla.ἀνύσω!~μέλλοντας:ἀνύτω@wordaryElla,
* McsElla.ἤνυσα!~αόριστος:ἀνύτω@wordaryElla,
* McsElla.ἤνυκα!~παρακείμενος:ἀνύτω@wordaryElla,
* McsElla.ἀνύσομαι!~μέσος-μέλλοντας:ἀνύτω@wordaryElla,
* McsElla.ἠνυσάμην!~μέσος-αόριστος:ἀνύτω@wordaryElla,
* McsElla.ἀνυσθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:ἀνύτω@wordaryElla,
* McsElla.ἠνύσθην!~παθητικός-αόριστος:ἀνύτω@wordaryElla,
* McsElla.ἤνυσμαι!~παθητικός-παρακείμενος:ἀνύτω@wordaryElla,
παρατήρηση: οι πρώτοι δύο τύποι είναι αττικοί και αντιστοιχούν στο ἀνύω των άλλων διαλέκτων.
σημασία1: πετυχαίνω: εἴξασί τινες... τὸ νουθετητικὸν εἶδος τῆς παιδείας σμικρὸν ἀνύτειν = φαίνεται μερικοί να υποστηρίζουν... ότι ο συμβουλευτικός τρόπος της παιδείας πετυχαίνει ασήμαντα αποτελέσματα.
σημασία2: Συχνά απαντά η μετοχή αορίστου ἀνύσας μαζί με ρήμα βιάζομαι να κάνω κάτι: ἀνάβαιν' ἀνύσας κατὰ τὴν ἑτέραν = βιάσου να ανεβείς από την άλλη.
ετυμολογία: το αττ. ἀνύ-τω (με τους παράλληλους μη αττ. τύπους ἀνύω, ἄνυ-μι) αντιστοιχεί στο αρχ. ινδ. sanóti «κερδίζω», ινδοευρωπαϊκός *sen-.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄνω-επίρρημα-πρόθεση::
* McsElla.ἄνω-πρόθεση@wordaryElla,
* McsElla.πρόθεση.ἄνω@wordaryElla,
* McsElla.ἄνω-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ἄνω@wordaryElla,
* McsElla.ἀνωτέρω!~συγκριτικός:ἄνω@wordaryElla,
* McsElla.ἀνωτάτω!~υπερθετικός:ἄνω@wordaryElla,
σημασίαΑ: ως επίρρημα
σημασία1: με ρήματα που δηλώνουν κίνηση προς τα πάνω.
σημασία2: για γεωγραφικές σχέσεις προς το πάνω μέρος, προς το Βορρά: οἱ κατὰ τὴν Θρᾴκην τε καὶ σχεδόν τι κατὰ τὸν ἄνω τόπον = αυτοί που κατοικούν στην περιοχή της Θράκης και χονδρικά στις βόρειες περιοχές.
σημασία3: μακριά από την ακτή, στα μεσόγεια, στο εσωτερικό: ἐς τὴν ἄνω πόλιν ἀφίκετο = έφθασε στην πόλη των μεσογείων (την Αθήνα).
σημασία4: στο παρελθόν: οἱ ἄνω χρόνοι = οι παρελθοντικοί χρόνοι.
σημασίαΒ: ως πρόθεση συντάσσεται με γενική πάνω από κάτι: ἄνω τοῦ γόνατος = πάνω από το γόνατο.
οικογένεια: παράγωγα: ἄνωθεν.
Νέα-Ελληνική: σύνθ. επάνω, πάνω, σύνθ. ανωφερής κτλ.
ετυμολογία: ἀνά + -ω κατά τα επιρρ. κάτ-ω, οὕτ-ω κ.ά..
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄνωθεν-επίρρημα::
* McsElla.ἄνωθεν-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ἄνωθεν@wordaryElla,
σημασία1: από πάνω, από ψηλά: οἱ Συρακόσιοι ἔβαλλον ἄνωθεν τοὺς Ἀθηναίους = οι Συρακούσιοι έριχναν από ψηλά στους Αθηναίους.
σημασία2: από την αρχαία εποχή: οἶμαι γὰρ τοιόνδε τι λέγειν αὐτούς, ἀρχομένους ποθὲν ἄνωθεν = νομίζω, αλήθεια, πως αυτοί λένε κάτι τέτοιο αρχίζοντας από κάπου από την αρχαία εποχή.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἄνω + παρ. επίθ. -θεν.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀνωφελής-ής-ὲς-επίθετο::
* McsElla.ἀνωφελής-ής-ὲς-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀνωφελής-ής-ὲς@wordaryElla,
* McsElla.ἀνωφελέστερος!~συγκριτικός:ἀνωφελής-ής-ὲς@wordaryEllα,
* McsElla.ἀνωφελέστατος!~υπερθετικός:ἀνωφελής-ής-ὲς@wordaryElla,
σημασία: που δεν ωφελεί, ανώφελος, άχρηστος.
Νέα-Ελληνική: ανωφελής.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερητ. ἀν- + *ωφελ- (ὠφελῶ) + παρ. επίθ. -ής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄξιος-ία-ιον-επίθετο::
* McsElla.ἄξιος-ία-ιον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἄξιος-ία-ιον@wordaryElla,
* McsElla.ἀξιώτερος!~συγκριτικός:ἄξιος-ία-ιον@wordaryEllα,
* McsElla.ἀξιώτατος!~υπερθετικός:ἄξιος-ία-ιον@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που έχει κάποιο βάρος ή αξία: πολλοῦ ἄξιος = αυτός που έχει μεγάλη αξία.
σημασία2: αξιόλογος: ἄξια δῶρα = αξιόλογα δώρα.
αντώνυμα: ἀνάξιος.
σημασία3: απρόσωπη έκφραση ἄξιόν ἐστι αρμόζει: τῇ πόλει ἄξιόν ἐστι συλλαβεῖν τὸν ἄνδρα = αρμόζει στην πόλη να συλλάβει τον άντρα.
οικογένεια: παράγωγα: ἀξιόω, ἀξίως, σύνθετα: ἀξιοτίμητος, ἀξιοσέβαστος, ἀξιόποινος.
Νέα-Ελληνική: άξιος (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: πιθ. ἄγω, *ἄκ-τι-ος > *ἄκσιος με ουρανωτική τροπή τ ⇒ σ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀξιόω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἀξιόω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀξιόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠξίουν!~παρατατικός:ἀξιόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀξιώσω!~μέλλοντας:ἀξιόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠξίωκα!~παρακείμενος:ἀξιόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀξιωθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:ἀξιόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠξιώθην!~παθητικός-αόριστος:ἀξιόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠξίωμαι!~παθητικός-παρακείμενος:ἀξιόω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: θεωρώ κάποιον άξιο: τῶν καλλίστωνμαυτὸν ἀξιῶ = θεωρώ τον εαυτό μου άξιο για τα πιο όμορφα πράγματα.
σημασία2: απαιτώ, αξιώνω: ἀξιοῦμεν τἀληθῆ αὐτοὺς λέγειν = απαιτούμε να πουν την αλήθεια.
οικογένεια: παράγωγα: ἀξίωσις, ἀξίωμα, ἀξιωματικός, σύνθετα: καταξιόω, ἀπαξιόω.
Νέα-Ελληνική: αξιώνω (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἄξιος + παρ. επίθ. -όω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀξίωμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀξίωμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀξίωμα-ατος-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: τιμή, υπόληψη: τὸ τῶν ἐλευθέρων γυναικῶν ἀξίωμα = η υπόληψη των ελεύθερων γυναικών.
σημασία2: κοινωνική θέση: οὐκ ἀξιώματος ἀφανείᾳ κεκώλυνται = δεν έχουν εμποδιστεί εξαιτίας της ασημότητας της κοινωνικής τους θέσης.
οικογένεια: παράγωγα: ἀξιωμάτιον.
Νέα-Ελληνική: αξίωμα «τιμητική κοινωνική θέση».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη βλέπεἀξιόω + παρ. επίθ. -μα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀπαγγέλλω-ρήμα::
* McsElla.ἀπαγγέλλω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀπαγγέλλω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἀγγέλλω.
σημασία1: αναγγέλλω: ταῦτα ἀπαγγέλλουσιν πρὸς τὸν Ξενοφῶντα = αναγγέλλουν αυτά στον Ξενοφώντα.
συνώνυμα: ἀναγγέλλω.
σημασία2: διηγούμαι: τούτων ἔνια οὐδ' ἂν ἀπαγγεῖλαι δύναιτό τις = κάποια από αυτά ούτε να τα διηγηθεί κανείς μπορεί.
συνώνυμα: ἀφηγέομαι, διηγέομαι.
οικογένεια: παράγωγα: ἀπαγγελία, ἀπαγγελτικός, σύνθετα: προαπαγγέλλω.
Νέα-Ελληνική: αναγγέλλω (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + ἀγγέλλω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀπαγορεύω-ρήμα::
* McsElla.ἀπαγορεύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀπαγορεύω@wordaryElla,
* McsElla.ἀπηγόρευον!~παρατατικός:ἀπαγορεύω@wordaryElla,
* McsElla.ἀπερῶ!~μέλλοντας:ἀπαγορεύω@wordaryElla,
* McsElla.ἀπεῖπον!~αόριστος:ἀπαγορεύω@wordaryElla,
* McsElla.ἀπηγόρευσα!~αόριστος:ἀπαγορεύω@wordaryElla,
* McsElla.ἀπείρηκα!~παρακείμενος:ἀπαγορεύω@wordaryElla,
* McsElla.ἀπηγόρευκα-μεταγενέστερος!~παρακείμενος:ἀπαγορεύω@wordaryElla,
* McsElla.ἀπορρηθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:ἀπαγορεύω@wordaryElla,
* McsElla.ἀπερρήθην!~παθητικός-αόριστος:ἀπαγορεύω@wordaryElla,
* McsElla.ἀπείρημαι!~παθητικός-παρακείμενος:ἀπαγορεύω@wordaryElla,
σημασία1: απαγορεύω: καὶ διὰ τοῦτο οἱ ἰατροὶ πάντες ἀπαγορεύουσιν τοῖς ἀσθενοῦσιν χρῆσθαιλαίῳ = και γι' αυτό όλοι οι γιατροί απαγορεύουν στους αρρώστους να χρησιμοποιούν λάδι.
σημασία2: ως αμετάβατο εξαντλούμαι: ἐπειδὴ ἑώρα Λακεδαιμονίους τῷ κατὰ θάλατταν πολέμῳ ἀπαγορεύοντας = επειδή έβλεπε ότι οι Λακεδαιμόνιοι εξαντλούνταν στον πόλεμο που γινόταν στη θάλασσα.
οικογένεια: παράγωγα: ἀπαγορευτικός, ἀπαγόρευσις, ἀπαγόρευμα, σύνθετα: συναπαγορεύω, προαπαγορεύω.
Νέα-Ελληνική: απαγορεύω (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + ἀγορεύω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀπαγχονίζω-ρήμα::
* McsElla.ἀπαγχονίζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀπαγχονίζω@wordaryElla,
σημασία: πνίγω.
Νέα-Ελληνική: απαγχονίζω.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + ἀγχονίζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀπάγω-ρήμα::
* McsElla.ἀπάγω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀπάγω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἄγω.
σημασία1: μεταφέρω.
σημασία2: αποσύρω στρατεύματα: τὰς ναῦς ἀπὸ Ἐπιδάμνου ἀπάγω = αποσύρω τα καράβια από την Επίδαμνο.
σημασία3: ως νομικός όρος οδηγώ ενώπιον αξιωματούχου κάποιον που έχω συλλάβει, για να τον κατηγορήσω: κατὰ τοὺς νόμους ἀπήχθη = συνελήφθη, οδηγήθηκε ενώπιον του αξιωματούχου και κατηγορήθηκε σύμφωνα με τους νόμους.
οικογένεια: παράγωγα: ἀπαγωγή, ἀπαγωγός, σύνθετα: συνεπάγω.
Νέα-Ελληνική: απάγω «οδηγώ παράνομα».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + ἄγω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀπαίρω-ρήμα::
* McsElla.ἀπαίρω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀπαίρω@wordaryElla,
* McsElla.ἀπῇρον!~παρατατικός:ἀπαίρω@wordaryElla,
* McsElla.ἀπαρῶ!~μέλλοντας:ἀπαίρω@wordaryElla,
* McsElla.ἀπῆρα!~αόριστος-α΄:ἀπαίρω@wordaryElla,
* McsElla.ἀπῆρκα!~παρακείμενος:ἀπαίρω@wordaryElla,
σημασία: αποπλέω, αναχωρώ: πληρώσαντες τὰς ναῦς ἀπῆραν = αφού επιβιβάστηκαν στα καράβια, απέπλευσαν.
συνώνυμα: ἀνάγομαι.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + αἴρω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄπαις-αιδος-επίθετο::
* McsElla.ἄπαις-αιδος-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἄπαις-αιδος@wordaryElla,
σημασία: άτεκνος.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερ. ἀ- + παῖς.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀπαλλάττω-ρήμα::
* McsElla.ἀπαλλάττω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀπαλλάττω@wordaryElla,
παρατήρηση: ο κοινός τύπος είναι ἀπαλλάσσω.
χρόνοι: βλέπε ἀλλάττω.
σημασία1: απαλλάσσω: τὴν πόλιν ἐκ κακῶν ἀπήλλαξε = απάλλαξε την πόλη από τα κακά.
σημασία2: μέση και παθ. φωνή ἀπαλλάττομαι διαφεύγω: ἀζήμιος ἀπαλλάττομαι = διαφεύγω χωρίς πρόστιμο.
σημασία3: μέση και παθητική φωνή ἀπαλλάττομαι αναχωρώ: πρὸς ἄλλην ἀπαλλάττομαι χώραν = αναχωρώ για άλλον τόπο.
οικογένεια: παράγωγα: ἀπαλλαγή.
Νέα-Ελληνική: απαλλάσσω (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + ἀλλάττω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἁπαλός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.ἁπαλός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἁπαλός-ή-ὸν@wordaryElla,
* McsElla.ἁπαλώτερος!~συγκριτικός:ἁπαλός-ή-ὸν@wordaryEllα,
* McsElla.ἁπαλώτατος!~υπερθετικός:ἁπαλός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία1: μαλακός.
σημασία2: ήσυχος, γλυκός (χαρακτήρας).
σημασία3: μαλθακός.
οικογένεια: παράγωγα: ἁπαλότης, ἁπαλύνω.
Νέα-Ελληνική: απαλός (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία, για το -αλὸς παράβαλε ὁμ-αλός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀπαντάω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἀπαντάω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀπαντάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀπήντων!~παρατατικός:ἀπαντάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀπαντήσω!~μέλλοντας:ἀπαντάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀπαντήσομαι!~μέλλοντας:ἀπαντάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀπήντησα!~αόριστος:ἀπαντάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀπήντηκα!~παρακείμενος:ἀπαντάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀπήντημαι!~μέσος-παρακείμενος:ἀπαντάω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: συναντώ: τούτῳ ἰόντι ἐξ ἀγροῦ ἀπήντησα = τον συνάντησα, όταν ερχόταν από την ύπαιθρο.
σημασία2: αντιμετωπίζω (στη μάχη): ἀπήντησαν τοῖς βαρβάροις Μαραθῶνι = αντιμετώπισαν τους βαρβάρους στο Μαραθώνα.
σημασία3: στο δικαστήριο παρουσιάζομαι: πρὸς τὴν δίκην ἀπαντῶ = παρουσιάζομαι στη δίκη.
οικογένεια: παράγωγα: ἀπάντησις.
Νέα-Ελληνική: απαντώ (με τη σημ. 1, λ.χ. η λέξη αυτή απαντά στον Όμηρο. Το σημερινό απαντώ «δίνω απάντηση» οι αρχαίοι το έλεγαν ἀποκρίνομαι).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + ἀντάω (< παράγωγα: ἄντα «απέναντι» + παρ. επίθ. -άω).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἅπαξ-επίρρημα::
* McsElla.ἅπαξ-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ἅπαξ@wordaryElla,
σημασία: μια φορά: μὴ ἅπαξ, ἀλλὰ καὶ πολλάκις = όχι μόνο μία φορά αλλά πολλές.
Νέα-Ελληνική: άπαξ, στη φρ. άπαξ διά παντός.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη *σα-, *σεμ- (εἷς, μία, ἅμα) + *παγ- (< πήγνυμι).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀπαξιόω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἀπαξιόω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀπαξιόω-ῶ@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἀξιόω.
σημασία: απορρίπτω κάποιον ή κάτι ως ανάξιο: ἀπαξιῶ τί τινος = θεωρώ κάτι ανάξιο για κάποιον.
οικογένεια: παράγωγα: ἀπαξίωσις.
Νέα-Ελληνική: απαξιώνω.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + ἀξιόω, βλέπε ἀξιόω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀπαρχή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀπαρχή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀπαρχή-ῆς-ἡ@wordaryElla,
παρατήρηση: στον πληθ. αἱ ἀπαρχαὶ οι πρώτοι καρποί που προσφέρονται ως θυσία στους θεούς.
Νέα-Ελληνική: απαρχή «πρώτη αρχή».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + ἀρχὴ ως παράγ. του ἀπάρχομαι «κάνω αρχή».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἅπας-ἅπασα-ἅπαν-αντωνυμία::
* McsElla.ἅπας-ἅπασα-ἅπαν-αντωνυμία@wordaryElla,
* McsElla.αντωνυμία.ἅπας-ἅπασα-ἅπαν@wordaryElla,
σημασία1: όλος, ολόκληρος: ἀργυροῦς ἐστιν ἅπας = είναι ολόκληρος ασημένιος. τὸ Ἄργος προεῖχε ἅπασι = το Άργος υπερείχε σε όλα.
σημασία2: ο καθένας: ταύτην ἅπας φεύγει = ο καθένας την αποφεύγει αυτήν.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη *(σ)α-, *σεμ- (εἷς) + αντων. πᾶς.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Ἀπατούρια-ίων-τὰ-ουσιαστικό::
* McsElla.Ἀπατούρια-ίων-τὰ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Ἀπατούρια-ίων-τὰ@wordaryElla,
σημασία: γιορτή που γιόρταζαν ετησίως στην Αθήνα και στις ιωνικές πόλεις οι φρατρίες (αδελφότητες, δηλ. ομάδες συγγενικών προσώπων) που υπήρχαν στην κάθε πόλη. (Η κάθε φρατρία τελούσε τη γιορτή μόνη της, στο δικό της λατρευτικό κέντρο. Στα Απατούρια οι πατέρες που πρόσφατα είχαν αποκτήσει παιδί το παρουσίαζαν, και με τον τρόπο αυτόν το ενέτασσαν στη φρατρία τους.)
ετυμολογία: αθροιστ. ἀ- + πατήρ, δηλ. *ἀπάτουρος < *ἁπατορFός = ὁμοπάτωρ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀπείθεια-είας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀπείθεια-είας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀπείθεια-είας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: ανυπακοή: τὸ θάρσος ἀμέλειαν καὶ ἀπείθειαν ἐμβάλλει = η αυτοπεποίθηση γεννά την αμέλεια και την ανυπακοή.
Νέα-Ελληνική: απείθεια.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀπειθέ-ω + παρ. επίθ. -ια.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀπειθέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἀπειθέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀπειθέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: είμαι ανυπάκουος.
συνώνυμα: ἀπειθαρχέω.
αντώνυμα: ὑπακούω, πειθαρχέω.
ετυμολογία: παράγωγα: ἀπειθ-ής + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀπειθής-ής-ὲς-επίθετο::
* McsElla.ἀπειθής-ής-ὲς-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀπειθής-ής-ὲς@wordaryElla,
* McsElla.ἀπειθέστερος!~συγκριτικός:ἀπειθής-ής-ὲς@wordaryEllα,
* McsElla.ἀπειθέστατος!~υπερθετικός:ἀπειθής-ής-ὲς@wordaryElla,
σημασία: ανυπάκουος: ἀπειθὴς τοῖς νόμοις = ανυπάκουος στους νόμους.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερ. ἀ- + πείθομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄπειμι(Α)-ρήμα::
* McsElla.ἄπειμι(Α)!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἄπειμι(Α)@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε εἰμὶ. απουσιάζω.
αντώνυμα: πάρειμι «είμαι παρών».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + εἰμί.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄπειμι(Β)-ρήμα::
* McsElla.ἄπειμι(Β)!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἄπειμι(Β)@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε εἶμι.
παρατήρηση: χρησιμοποιείται ως μέλλοντας του ἀπέρχομαι.
σημασία: φεύγω: ἀπῇσαν ἐπὶ οἶκον = έφευγαν για τις πατρίδες τους.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + εἶμι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀπείργω-ρήμα::
* McsElla.ἀπείργω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀπείργω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε εἴργω.
σημασία: εμποδίζω: οὔκ ἐστιν ὅτε ξενηλασίαις ἀπείργομέν τινα ἢ μαθήματος ἢ θεάματος = ποτέ με απελάσεις ξένων δεν εμποδίζουμε κάποιον να μάθει ή να δει κάτι.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + εἴργω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀπειρόκαλος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἀπειρόκαλος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀπειρόκαλος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία: ακαλαίσθητος.
αντώνυμα: ἀπειρόκακος «που δεν έχει πείρα του κακού, ο μη καχύποπτος».
οικογένεια: παράγωγα: ἀπειροκαλία, ἡ «έλλειψη καλαισθησίας».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἄπειρος + καλός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀπελαύνω-ρήμα::
* McsElla.ἀπελαύνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀπελαύνω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἐλαύνω.
σημασία: εκδιώκω: ἀπελαύνω Χαλδαίους ἀπὸ τούτων τῶν ἄκρων = εκδιώκω τους Χαλδαίους από αυτές τις βουνοκορφές.
οικογένεια: παράγωγα: ἀπέλασις.
Νέα-Ελληνική: λόγ. απελαύνω.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + ἐλαύνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀπελεύθερος-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀπελεύθερος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀπελεύθερος-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: χειραφετημένος δούλος: Ἀντισθένους ἀπελευθέρῳ ἐμίσθωσα τὸν ἀγρόν = νοίκιασα το χωράφι στο χειραφετημένο δούλο του Αντισθένη.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + ἐλεύθερος ως παράγωγα: του ἀπελευθερόω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀπεργάζομαι-ρήμα::
* McsElla.ἀπεργάζομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀπεργάζομαι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἐργάζομαι.
σημασία1: αποτελειώνω, τελειοποιώ: ἀπεργάζεται τοῦτο τὸ ἔργον = αποτελειώνει αυτό το έργο.
σημασία2: προξενώ, επιφέρω: νίκην καὶ σωτηρίαν ἡμῖν ἀπεργάζεται = μας εξασφαλίζει τη νίκη και τη σωτηρία.
σημασία3: μεταβάλλω, καθιστώ: ἀγαθόν τινα ἀπεργάζομαι = καθιστώ κάποιον καλό.
οικογένεια: παράγωγα: ἀπεργασία.
Νέα-Ελληνική: στη φρ. απεργάζομαι την καταστροφή κάποιου, δηλαδή την προετοιμάζω με τέλειο τρόπο (σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + ἐργάζομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀπέρχομαι-ρήμα::
* McsElla.ἀπέρχομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀπέρχομαι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἔρχομαι.
σημασία1: φεύγω: ἀπὸ τοῦ βουλευτηρίου ἀπέρχομαι = φεύγω από το βουλευτήριο.
* με την πρόθεση εἰς υποδηλώνεται αναχώρηση από έναν τόπο και μετάβαση σε άλλον: εἰς Θουρίους οἰκήσοντες ἀπέρχονται = αναχωρούν, για να εγκατασταθούν στους Θουρίους.
συνώνυμα: ἄπειμι «φεύγω».
αντώνυμα: ἥκω «έχω φτάσει».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + ἔρχομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀπεχθάνομαι-ρήμα::
* McsElla.ἀπεχθάνομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀπεχθάνομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἀπηχθανόμην!~παρατατικός:ἀπεχθάνομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἀπεχθήσομαι!~μέλλοντας:ἀπεχθάνομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἀπηχθόμην!~αόριστος-β´:ἀπεχθάνομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἀπήχθημαι!~παρακείμενος:ἀπεχθάνομαι@wordaryElla,
παρατήρηση: κυρίως με δοτική προσώπου είμαι μισητός σε κάποιον, επισύρω το μίσος του: οὐδενὶ ἀπεχθάνεται = δεν είναι μισητός σε κανέναν.
οικογένεια: παράγωγα: ἀπεχθὴς «μισητός».
Νέα-Ελληνική: απεχθάνομαι κάτι (μεταβατικό).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀπεχθής (< σύνθετα: ἀπό + ἔχθος) + παρ. επίθ. -αν-ομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀπεχθής-ής-ὲς-επίθετο::
* McsElla.ἀπεχθής-ής-ὲς-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀπεχθής-ής-ὲς@wordaryElla,
* McsElla.ἀπεχθέστερος!~συγκριτικός:ἀπεχθής-ής-ὲς@wordaryEllα,
* McsElla.ἀπεχθέστατος!~υπερθετικός:ἀπεχθής-ής-ὲς@wordaryElla,
σημασία1: μισητός.
συνώνυμα: μισητός.
αντώνυμα: ἀγαπητός.
σημασία2: εχθρικός.
σημασία3: επίρρημα ἀπεχθῶς: ἀπεχθῶς ἔχω τινί = είμαι εχθρικός απέναντι σε κάποιον.
οικογένεια: παράγωγα: ἀπεχθάνομαι, ἀπέχθεια «μίσος».
Νέα-Ελληνική: απεχθής (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + ἔχθος + παρ. επίθ. -ής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀπέχω-ρήμα::
* McsElla.ἀπέχω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀπέχω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἔχω.
σημασία1: είμαι μακριά από κάποιον ή κάτι: τῆς πόλεως οὐ πολλὴν ὁδὸν ἀπέχει = δεν είναι πολύ μακριά από την πόλη.
σημασία2: με απαρέμφατο εμποδίζω: οὐδὲν ἀπέχει αὐτὸν ποιεῖν τοῦτο = τίποτα δεν τον εμποδίζει να κάνει αυτό.
σημασία3: μέση φωνή ἀπέχομαι κρατιέμαι μακριά από κάποιον ή κάτι: ἀπέχομαι τοῦ πολέμου = κρατιέμαι μακριά από τον πόλεμο.
οικογένεια: παράγωγα: ἀποχή.
Νέα-Ελληνική: απέχω (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + ἔχω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀπηλιώτης-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀπηλιώτης-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀπηλιώτης-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: δυτικός άνεμος (που φυσά από τον ορίζοντα όπου δύει ο ήλιος).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + ἠλιώτης με ιωνική ψίλωση.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀπήνεμος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἀπήνεμος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀπήνεμος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία: απάνεμος: ἀπήνεμος λιμήν = απάνεμο λιμάνι.
Νέα-Ελληνική: απάνεμος.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + ἄνεμος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀπιστέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἀπιστέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀπιστέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠπίστουν!~παρατατικός:ἀπιστέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀπιστήσω!~μέλλοντας:ἀπιστέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠπίστησα!~αόριστος:ἀπιστέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠπίστηκα!~παρακείμενος:ἀπιστέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀπιστήσομαι!~μέσος-μέλλοντας-παθητική-σημασία:ἀπιστέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀπιστηθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:ἀπιστέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠπιστήθην!~παθητικός-αόριστος:ἀπιστέω-ῶ@wordaryElla,
παρατήρηση: με δοτική δεν εμπιστεύομαι: τῷ Τισσαφέρνει ἀπιστῶ = δεν εμπιστεύομαι τον Τισσαφέρνη. ἀπιστῶ λόγῳ τινί = δεν εμπιστεύομαι κάποιο επιχείρημα.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἄπιστος + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄπιστος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἄπιστος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἄπιστος-ος-ον@wordaryElla,
* McsElla.ἀπιστότερος!~συγκριτικός:ἄπιστος-ος-ον@wordaryEllα,
* McsElla.ἀπιστότατος!~υπερθετικός:ἄπιστος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία1: αναξιόπιστος: ἄπιστόν τινα ποιῶ = καθιστώ κάποιον αναξιόπιστο.
σημασία2: απίστευτος: ἄπιστος ὁ τοιοῦτος λόγος = είναι απίστευτα αυτά τα λόγια.
σημασία3: δύσπιστος: ἄπιστος ἦν πρὸς Φίλιππον = ήταν δύσπιστος απέναντι στο Φίλιππο.
οικογένεια: παράγωγα: ἀπιστέω, ἀπιστία, ἀπίστως.
Νέα-Ελληνική: άπιστος (με τη σημ. 3 στη φρ. άπιστος Θωμάς).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερ. ἀ- + πιστός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄπλετος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἄπλετος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἄπλετος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία: απεριόριστος: ἐπιπίπτει χιὼν ἄπλετος = πέφτει απεριόριστο χιόνι.
Νέα-Ελληνική: κυρίως στη φράση ρίχνω άπλετο φως.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερ. ἀ- + *πλε- (πλέ-θρον «μέτρο μήκους και επιφάνειας») + -τος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἁπλοῦς-ῆ-οῦν-επίθετο::
* McsElla.ἁπλοῦς-ῆ-οῦν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἁπλοῦς-ῆ-οῦν@wordaryElla,
* McsElla.ἁπλούστερος!~συγκριτικός:ἁπλοῦς-ῆ-οῦν@wordaryElla,
* McsElla.ἁπλούστατος!~υπερθετικός:ἁπλοῦς-ῆ-οῦν@wordaryElla,
παρατήρηση: ο ασυναίρετος τύπος είναι ἁπλόος
σημασία1: ένας (μία, ένα) μόνον: περιτειχίζουσι Μυτιλήνην ἁπλῷ τείχει = περιτειχίζουν τη Μυτιλήνη με ένα μόνον τείχος.
σημασία2: απλός: οὐδὲν ἔχω ἁπλούστερον εἰπεῖν = δεν έχω τίποτε πιο απλό να πω.
οικογένεια: παράγωγα: ἁπλότης, ἁπλόω, ἅπλωμα.
Νέα-Ελληνική: απλός (και με τις δύο σημ.).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη *(σ)α, *σεμ- (εἷς, ἅμα) + -πλος (πβ. λατινικός sim-pl-ex), που παρετυμολογήθηκε σε πλόος < πλέω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἁπλῶς-επίρρημα::
* McsElla.ἁπλῶς-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ἁπλῶς@wordaryElla,
* McsElla.ἁπλούστερον!~συγκριτικός:ἁπλῶς@wordaryElla,
* McsElla.ἁπλούστατα!~υπερθετικός:ἁπλῶς@wordaryElla,
σημασία1: με απλό τρόπο: ὡς δ' ἁπλῶς εἰπεῖν... = και για να μιλήσουμε με απλό τρόπο...
σημασία2: απολύτως: ἁπλῶς τε ἀδύνατόν ἐστι = και είναι απολύτως αδύνατον.
σημασία3: γενικά.
Νέα-Ελληνική: απλώς (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἁπλοῦς + παρ. επίθ. -ῶς.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀπὸ-πρόθεση::
* McsElla.ἀπὸ-πρόθεση@wordaryElla,
* McsElla.πρόθεση.ἀπὸ@wordaryElla,
σημασίαΑ: με γενική
σημασία1: για απόσταση μακριά από κάπου: αἱ παλαιαὶ (πόλεις) ἀπὸ θαλάσσης ᾠκίσθησαν = οι παλαιές (πόλεις) χτίστηκαν μακριά από τη θάλασσα.
σημασία2: για χρόνο μετά: ἀπὸ τῶν σίτων οἱ μὲν διαπονούμενοι εὖχροί τε καὶ εὔσαρκοί εἰσιν = μετά το φαγητό, οι ασκούμενοι και χρώμα έχουν καλό και σώματα ωραία. Ἀργεῖοι ἀπὸ τούτου τοῦ χρόνου ἐποιήσαντο νόμον = οι Αργείοι έπειτα από αυτήν την εποχή έκαναν νόμο.
σημασία3: για άτομο από το οποίο πρόερχεται κάποια πράξη ἐπράχθη τε ἀπ' αὐτῶν οὐδὲν ἔργον ἀξιόλογον = από αυτούς δεν πραγματοποιήθηκε καμιά αξιόλογη πολεμική επιχείρηση.
σημασίαΒ: ως α΄ συνθετικό δηλώνει
σημασίαα: χωρισμό, π.χ. ἀποκόπτω.
σημασίαβ: ολοκλήρωση, π.χ. ἀπεργάζομαι.
σημασίαγ: λήξη, π.χ. ἀπολοφύρομαι (= τελειώνω τον ολοφυρμό μου, το θρήνο μου).
σημασίαδ: επιστροφή, π.χ. ἀποδίδωμι (= δίνω πίσω).
ετυμολογία: ινδοευρωπαϊκός αρχής, παράβαλε αρχ. ινδ. ápa, λατινικός ab.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀποβαίνω-ρήμα::
* McsElla.ἀποβαίνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀποβαίνω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε βαίνω.
σημασία: βγαίνω (από ένα χώρο): ἐκ τῶν νεῶν ἀποβαίνουσιν οἱ ὁπλῖται = οι οπλίτες βγαίνουν από τα πλοία.
συνώνυμα: ἐξέρχομαι.
αντώνυμα: εἰσέρχομαι.
οικογένεια: παράγωγα: ἀποβάθρα, ἀπόβασις.
Νέα-Ελληνική: αποβαίνω «καταλήγω, καταντώ».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + βαίνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀποβάλλω-ρήμα::
* McsElla.ἀποβάλλω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀποβάλλω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε βάλλω.
παρατήρηση: κυρίως στη μέση φωνή ἀποβάλλομαι διώχνω από πάνω μου κάτι, αποβάλλω: τὴν μὲν βασιλέως δύναμιν ἀπεβαλόμεθα = αποβάλαμε από πάνω μας την εξουσία του βασιλιά.
οικογένεια: παράγωγα: ἀποβλητέον, ἀπόβλητος, ἀποβολή, ἀποβλητικός, ἀπόβλημα.
Νέα-Ελληνική: αποβάλλω.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + βάλλω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀποβλέπω-ρήμα::
* McsElla.ἀποβλέπω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀποβλέπω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε βλέπω.
σημασία: στρέφω το βλέμμα μου: καὶ πρὸς ἡμᾶς ἀποβλέψας εἶπεν = και στρέφοντας το βλέμμα του προς εμάς είπε.
Νέα-Ελληνική: αποβλέπω «αποσκοπώ, στοχεύω».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + βλέπω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀπογιγνώσκω-ρήμα::
* McsElla.ἀπογιγνώσκω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀπογιγνώσκω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε γιγνώσκω.
σημασία1: εγκαταλείπω ένα σχέδιο: ἔδοξε καὶ Κύρῳ καὶ τοῖς ἄλλοις ἀπεγνωκέναι τοῦ μάχεσθαι = φάνηκε καλό στον Κύρο και στους άλλους να εγκαταλείψουν το σχέδιο για μάχη.
σημασία2: χάνω κάθε ελπίδα: ἀπογιγνώσκω τῆςλευθερίας = χάνω κάθε ελπίδα για ελευθερία.
σημασία3: ως δικανικός όρος απορρίπτω μια καταγγελία εναντίον κάποιου, άρα κηρύσσω κάποιον αθώο: ἀπογιγνώσκω τινὸς ἀδικεῖν = απαλλάσσω κάποιον από την κατηγορία ότι αδικεί.
αντώνυμα: καταγιγνώσκω «καταδικάζω».
σημασία4: παθ. φωνή ἀπογιγνώσκομαι είμαι απεγνωσμένος.
οικογένεια: παράγωγα: ἀπόγνωσις, ἀπόγνοια.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + γιγνώσκω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀποδείκνυμι-ρήμα::
* McsElla.ἀποδείκνυμι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀποδείκνυμι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε δείκνυμι.
σημασία1: επιδεικνύω: ἀρετήν ἀπέδειξαν = επέδειξαν θάρρος.
σημασία2: παρέχω, παρουσιάζω.
σημασία3: αποδεικνύω.
σημασία4: διορίζω, ορίζω.
σημασία5: καθιστώ.
οικογένεια: παράγωγα: ἀπόδειξις, ἀποδεικτικός.
Νέα-Ελληνική: αποδεικνύω (με τη σημ. 3).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + δείκνυμι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀποδειλιάω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἀποδειλιάω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀποδειλιάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀπεδειλίων!~παρατατικός:ἀποδειλιάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀποδειλιάσω!~μέλλοντας:ἀποδειλιάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀπεδειλίασα!~αόριστος:ἀποδειλιάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀποδεδειλίακα!~παρακείμενος:ἀποδειλιάω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: είμαι δειλός, δειλιάζω: ἀναγκάζονται ἀποδειλιᾶν διὰ τὴν πονηρίαν τῶν σωμάτων ἐν τοῖς κινδύνοις = αναγκάζονται να δειλιάζουν στους πολεμικούς κινδύνους λόγω της κακής κατάστασης (της αδυναμίας) του σώματός τους.
σημασία2: αποφεύγω κάτι από δειλία: ἀποδειλιῶ τοῦ ποιεῖν τι = αποφεύγω να κάνω κάτι.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + δειλιάω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀποδεκατόω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἀποδεκατόω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀποδεκατόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀποδεκατώσω!~μέλλοντας:ἀποδεκατόω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: δίνω τη δεκάτη, δίνω το ένα δέκατο κάποιου εισοδήματος: πάντα ἀποδεκατῶ = δίνω το ένα δέκατο απ' όλα όσα παίρνω.
Νέα-Ελληνική: αποδεκατίζω «καταστρέφω και αφήνω το ένα δέκατο του συνόλου».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + δεκατόω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀποδέχομαι-ρήμα::
* McsElla.ἀποδέχομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀποδέχομαι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε δέχομαι.
σημασία1: παραδέχομαι: ἀπόδεξαί μου ὃ λέγω = παραδέξου αυτό που λέγω.
σημασία2: δέχομαι: πάντ' ἄνδρα εἰκότως ἀποδέχονται περὶ ταύτης τῆς ἀρετῆς σύμβουλον = δικαιολογημένα δέχονται κάθε άνθρωπο ως σύμβουλο γι' αυτή την αρετή.
σημασία3: εγκρίνω: ἀποδέχομαι τὰς κατηγορίας = εγκρίνω τις κατηγορίες.
σημασία4: καταλαβαίνω: τοιαῦτα δυσχερῶς πως ἀποδέχομαι = κάπως δύσκολα καταλαβαίνω τέτοιου είδους πράγματα.
οικογένεια: παράγωγα: ἀποδοχή, ἀποδεκτός, ἀποδέκτης, ἀποδεκτέον.
Νέα-Ελληνική: αποδέχομαι (με τις σημ. 1, 2, 3).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + δέχομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀποδημέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἀποδημέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀποδημέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀπεδήμουν!~παρατατικός:ἀποδημέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀποδημήσω!~μέλλοντας:ἀποδημέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀπεδήμησα!~αόριστος:ἀποδημέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: είμαι μακριά από το σπίτι μου, είμαι στο εξωτερικό ή ταξιδεύω, απουσιάζω: ἀποδημῶν τυγχάνει = τυχαίνει να είναι στο εξωτερικό.
αντώνυμα: ἐνδημέω.
οικογένεια: παράγωγα: ἀποδημητής, ἀποδημία, ἀποδημητικός.
Νέα-Ελληνική: αποδημώ.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀπόδημος + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀποδιδράσκω-ρήμα::
* McsElla.ἀποδιδράσκω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀποδιδράσκω@wordaryElla,
* McsElla.ἀπεδίδρασκον!~παρατατικός:ἀποδιδράσκω@wordaryElla,
* McsElla.ἀποδράσομαι!~μέλλοντας:ἀποδιδράσκω@wordaryElla,
* McsElla.ἀπέδραν!~αόριστος-β΄:ἀποδιδράσκω@wordaryElla,
* McsElla.ἀποδέδρακα!~παρακείμενος:ἀποδιδράσκω@wordaryElla,
* McsElla.ἀπεδεδράκειν!~υπερσυντέλικος:ἀποδιδράσκω@wordaryElla,
σημασία1: δραπετεύω: ἀποδρᾶσα ᾤχετο = δραπέτευσε και έφυγε.
σημασία2: αποφεύγω: οὐκ ἀπέδρα τὴν στρατείαν = δεν απέφυγε την εκστρατεία.
οικογένεια: παράγωγα: ἀπόδρασις.
Νέα-Ελληνική: αποδρώ (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + διδράσκω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀποδίδωμι-ρήμα::
* McsElla.ἀποδίδωμι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀποδίδωμι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε δίδωμι.
σημασία1: δίνω πίσω, επιστρέφω κάτι, πληρώνω (λ.χ. χρέη): ἀπόδος τὸν ναῦλον = πλήρωσέ μου το ναύλο.
σημασία2: παραπέμπω: ἀποδίδωμι εἰς τὴν βουλὴν περί τινος = παραπέμπω στη βουλή σχετικά με ένα ζήτημα.
σημασία3: επιτρέπω: ταῖς πόλεσιν ἀπέδοσαν αὐτονομεῖσθαι = επέτρεψαν στις πόλεις να είναι αυτόνομες.
οικογένεια: παράγωγα: ἀπόδοσις, ἀποδοτέον.
Νέα-Ελληνική: αποδίδω (λ.χ. λογαριασμό, την αιτία σε κάποιο πρόσωπο κτλ.).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + δίδωμι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀποδύω-ρήμα::
* McsElla.ἀποδύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀποδύω@wordaryElla,
* McsElla.ἀπέδυον!~παρατατικός:ἀποδύω@wordaryElla,
* McsElla.ἀποδύσω!~μέλλοντας:ἀποδύω@wordaryElla,
* McsElla.ἀπέδυσα!~αόριστος-α΄:ἀποδύω@wordaryElla,
* McsElla.ἀπέδυν-«απογυμνώθηκα»!~αόριστος-β΄-μέση-σημασία:ἀποδύω@wordaryElla,
* McsElla.ἀποδέδυκα-«έχω-απογυμνωθεί»!~παρακείμενος-μέση-σημασία:ἀποδύω@wordaryElla,
* McsElla.ἀποδύσομαι!~μέσος-μέλλοντας:ἀποδύω@wordaryElla,
* McsElla.ἀπεδυσάμην!~μέσος-αόριστος:ἀποδύω@wordaryElla,
σημασία: απογυμνώνω: τὴν ψυχήν τινος ἀπεδύσαμεν καὶ ἐθεασάμεθα = απογυμνώσαμε την ψυχή κάποιου και την παρατηρήσαμε.
συνώνυμα: ἐκδύω «ξεντύνω».
οικογένεια: παράγωγα: ἀποδυτήριον, ἀποδυτέον.
Νέα-Ελληνική: αποδύομαι «καταπιάνομαι, αφιερώνομαι σε κάτι».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + δύω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀποθνῄσκω-ρήμα::
* McsElla.ἀποθνῄσκω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀποθνῄσκω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε θνῄσκω.
σημασία1: πεθαίνω.
σημασία2: ως παθ. του ἀποκτείνω θανατώνομαι, σκοτώνομαι: ἀπέθανεν ὑπὸ τῆς πόλεως = φονεύτηκε από την πόλη.
Νέα-Ελληνική: πεθαίνω (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + θνῄσκω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀποικέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἀποικέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀποικέω-ῶ@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε οἰκέω -ῶ.
σημασία: φεύγω από το σπίτι, κυρίως ως άποικος, εγκαθίσταμαι σε ξένη χώρα, μεταναστεύω: ἐκ πόλεως ἀπῴκησαν = μετανάστευσαν από την πόλη.
οικογένεια: παράγωγα: ἀποίκησις.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + οἰκέω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀποικία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀποικία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀποικία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: οικισμός ανθρώπων μακριά από την πατρίδα τους.
αντώνυμα: μητρόπολις.
Νέα-Ελληνική: αποικία.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀποικέω (< σύνθετα: ἀπό + οἰκέω) + παρ. επίθ. -ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀποικίζω-ρήμα::
* McsElla.ἀποικίζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀποικίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἀποικιῶ!~μέλλοντας:ἀποικίζω@wordaryElla,
σημασία1: στέλνω μακριά από την πατρίδα.
σημασία2: ιδρύω αποικία σε κάποιο μέρος, στέλνω σ' αυτό αποικία: ταύτην ἀπῴκισαν = σ' αυτήν ίδρυσαν αποικία.
οικογένεια: παράγωγα: ἀποίκισις, ἀποικισμός, ἀποικιστής.
Νέα-Ελληνική: αποικίζω (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀποικία (< σύνθετη-λέξη ἀποικέω + παρ. επίθ. -ία) + παρ. επίθ. -ίζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀποκαθίστημι-ρήμα::
* McsElla.ἀποκαθίστημι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀποκαθίστημι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἵστημι.
σημασία: αποκαθιστώ.
οικογένεια: παράγωγα: ἀποκατάστασις.
Νέα-Ελληνική: αποκαθιστώ.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + καθίστημι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀποκάμνω-ρήμα::
* McsElla.ἀποκάμνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀποκάμνω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε κάμνω.
σημασία: κουράζομαι: οὐ χρὴ ἀποκάμνειν = δεν πρέπει να κουραζόμαστε.
συνώνυμα: ἀπαγορεύω «εξαντλούμαι».
Νέα-Ελληνική: αποκάμνω.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + κάμνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀπόκειμαι-ρήμα::
* McsElla.ἀπόκειμαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀπόκειμαι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε κεῖμαι.
σημασία: είμαι αποθηκευμένος: σῖτος ἀποκείμενος = το αποθηκευμένο σιτάρι.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + κεῖμαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀποκληρόω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἀποκληρόω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀποκληρόω-ῶ@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε κληρόω -ῶ.
σημασία: διαλέγω με κλήρο: καὶ διεβίβαζον εἰς τὴν νῆσον τοὺς ὁπλίτας ἀποκληρώσαντες ἀπὸ πάντων τῶν λόχων = και έστελναν στο νησί τους οπλίτες, αφού τους διάλεξαν με κλήρο απ' όλους τους λόχους.
οικογένεια: παράγωγα: ἀποκλήρωσις.
Νέα-Ελληνική: αποκληρώνω «στερώ το κληρονομικό δικαίωμα».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀπόκληρος (< σύνθετη-λέξη ἀπό + κλῆρος) + παρ. επίθ. -όω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀποκλίνω-ρήμα::
* McsElla.ἀποκλίνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀποκλίνω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε κλίνω.
σημασία1: στρέφω.
σημασία2: αμετάβατο ξεπέφτω (ηθικά): ἐπὶ τὸ ῥᾳθυμεῖν ἀπέκλινε = ξέπεσε προς την οκνηρία.
οικογένεια: παράγωγα: ἀπόκλισις.
Νέα-Ελληνική: αποκλίνω «στρέφομαι σε μια κατεύθυνση».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + κλίνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀποκρίνω-ρήμα::
* McsElla.ἀποκρίνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀποκρίνω@wordaryElla,
* McsElla.ἀποκριθήσομαι-«θα-απαντήσω»!~παθητικός-μέλλοντας-μέση-σημασία:ἀποκρίνω@wordaryElla,
* McsElla.ἀπεκρίθην-«απάντησα»!~παθητικός-αόριστος-μέση-σημασία:ἀποκρίνω@wordaryElla,
* McsElla.ἀποκέκριμαι-«έχω-απαντήσει»!~παθητικός-παρακείμενος-μέση-σημασία:ἀποκρίνω@wordaryElla,
χρόνοι: άλλοι βλέπε κρίνω.
σημασία1: απορρίπτω ύστερα από έρευνα.
αντώνυμα: ἐγκρίνω.
σημασία2: μέση φωνή ἀποκρίνομαι απαντώ.
σημασία3: μέση φωνή ἀποκρίνομαι υπερασπίζομαι τον εαυτό μου σε κατηγορίες, απολογούμαι.
οικογένεια: παράγωγα: ἀπόκρισις, ἀποκριτέον, ἀπόκριτος, σύνθετα: ἀνταποκρίνομαι.
Νέα-Ελληνική: αποκρίνομαι (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + κρίνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀποκτείνω-ρήμα::
* McsElla.ἀποκτείνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀποκτείνω@wordaryElla,
* McsElla.ἀπέκτονα!~παρακείμενος:ἀποκτείνω@wordaryElla,
χρόνοι: άλλους βλέπε κτείνω.
σημασία1: σκοτώνω: τοὺς πολεμίους ἀποκτείνει = σκοτώνει τους εχθρούς.
σημασία2: για δικαστές καταδικάζω σε θάνατο.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + κτείνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀπολαμβάνω-ρήμα::
* McsElla.ἀπολαμβάνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀπολαμβάνω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε λαμβάνω.
σημασία1: παίρνω πίσω, ανακτώ: οὔτε Σόλλιον ἀπέλαβον παρ' Ἀθηναίων οὔτε Ἀνακτόριον = ούτε το Σόλλιο πήραν πίσω από τους Αθηναίους ούτε το Ανακτόριο.
σημασία2: εμποδίζω, αποκλείω: ἀπολαμβάνω τείχει = αποκλείω με τείχος. Παθ. ἀπολαμβάνομαι = περιορίζομαι.
οικογένεια: παράγωγα: ἀποληπτέον, ἀπόληψις, ἀπολαβή.
Νέα-Ελληνική: απολαμβάνω κάτι. Το σημερινό απολαμβάνω οι αρχαίοι το έλεγαν βλέπε ἀπολαύω.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + λαμβάνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀπολαύω-ρήμα::
* McsElla.ἀπολαύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀπολαύω@wordaryElla,
* McsElla.ἀπέλαυον!~παρατατικός:ἀπολαύω@wordaryElla,
* McsElla.ἀπολαύσομαι!~μέλλοντας:ἀπολαύω@wordaryElla,
* McsElla.ἀπολαύσω!~μέλλοντας:ἀπολαύω@wordaryElla,
* McsElla.ἀπέλαυσα!~αόριστος:ἀπολαύω@wordaryElla,
* McsElla.ἀπελαύσθην!~παθητικός-αόριστος:ἀπολαύω@wordaryElla,
* McsElla.ἀπολέλαυκα!~παρακείμενος:ἀπολαύω@wordaryElla,
σημασία: απολαμβάνω κάτι, επωφελούμαι από κάτι: ἐλάχιστα ἀπολαύω τῶν ὑπαρχόντων = απολαμβάνω ελάχιστα από όσα έχω.
οικογένεια: παράγωγα: ἀπόλαυσις.
Νέα-Ελληνική: απολαύω «απολαμβάνω».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + *λαύω (< *λαF- (λεία, δωρ. λᾱFίᾱ).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀπολείπω-ρήμα::
* McsElla.ἀπολείπω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀπολείπω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε λείπω.
σημασία1: αφήνω κάτι πίσω, υπερβαίνω: τοσοῦτον δ' ἀπολέλοιπεν ἡ πόλις ἡμῶν περὶ τὸ φρονεῖν καὶ λέγειν τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους... = τόσο πολύ έχει υπερβεί η πόλη μας τους άλλους ανθρώπους ως προς τη σκέψη και τη ρητορεία...
σημασία2: εγκαταλείπω: τὴν πρὶν ξυμμαχίαν ἀπολείπω = εγκαταλείπω τον προηγούμενο σύμμαχό μου.
συνώνυμα: ἀφίημι «αφήνω».
σημασία3: είμαι ελλιπής σε κάτι: οὐδὲν ἀπολείπω προθυμίας = καθόλου δε μου λείπει η προθυμία.
οικογένεια: παράγωγα: ἀπολειπτέον, ἀπόλειψις.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + λείπω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀπόλεμος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἀπόλεμος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀπόλεμος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που δε διαθέτει πολεμική εμπειρία.
σημασία2: αυτός που δεν αγαπά τον πόλεμο.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερ. ἀ- + πολεμέω -ῶ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄπολις-ις-ι-επίθετο::
* McsElla.ἄπολις-ις-ι-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἄπολις-ις-ι@wordaryElla,
σημασία: αυτός που δεν έχει πόλη ή πατρίδα, ο εξόριστος.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερ. ἀ- + πόλις.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀπόλλυμι--ἀπολλύω-ρήμα::
* McsElla.ἀπόλλυμι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ἀπολλύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀπολλύω@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀπόλλυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἀπώλλυν!~παρατατικός:ἀπόλλυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἀπώλλυον!~παρατατικός:ἀπόλλυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἀπολῶ!~μέλλοντας:ἀπόλλυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἀπώλεσα!~αόριστος:ἀπόλλυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἀπολώλεκα!~παρακείμενος:ἀπόλλυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἀπόλλυμαι!~μέσος-ενεστώτας:ἀπόλλυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἀπολοῦμαι!~μέσος-μέλλοντας:ἀπόλλυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἀπωλόμην!~μέσος-αόριστος-β΄:ἀπόλλυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἀπόλωλα-«έχω-καταστραφεί|έχω-χαθεί»!~μέσος-παρακείμενος:ἀπόλλυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἀπωλώλειν-«είχα-καταστραφεί|είχα-χαθεί»!~μέσος-υπερσυντέλικος:ἀπόλλυμι@wordaryElla,
σημασία1: καταστρέφω.
σημασία2: χάνω: ἵππους ἑβδομήκοντα ἀπώλεσαν = έχασαν εβδομήντα άλογα.
σημασία3: μέση φωνή ἀπόλλυμαι καταστρέφομαι, πεθαίνω: ἡ πατρὶς στασιαζόντων ἡμῶν ἀπόλλυται = η πατρίδα καταστρέφεται όταν εμείς φιλονικούμε.
Νέα-Ελληνική: τύποι του παθ. αορίστου απολέσθη σκύλος «χάθηκε» κτλ.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + ὄλλυμι, *ὄλ-νυ-μι < *ολ- (πβ. ὀλο-ὸς «καταστροφέας») + παρ. ένθ. νυ- + παρ. επίθ. -μι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Ἀπόλλων-ωνος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.Ἀπόλλων-ωνος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Ἀπόλλων-ωνος-ὁ@wordaryElla,
σημασία: ο θεός Απόλλωνας (παιδί του Δία και της Λητώς, αδελφός της Άρτεμης).
οικογένεια: παράγωγα: ἀπολλώνειος.
ετυμολογία: προελλ. αρχής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀπολογέομαι-οῦμαι-ρήμα::
* McsElla.ἀπολογέομαι-οῦμαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀπολογέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἀπολογήσομαι!~μέλλοντας:ἀπολογέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἀπελογησάμην!~αόριστος:ἀπολογέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἀπελογήθην!~αόριστος:ἀπολογέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἀπολελόγημαι!~παρακείμενος:ἀπολογέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
σημασία: δικαιολογώ, υπερασπίζω τον εαυτό μου απέναντι σε κατηγορίες: ἀπολογοῦμαι περί τι = υπερασπίζω τον εαυτό μου απέναντι σε κάτι.
οικογένεια: παράγωγα: ἀπολογία.
Νέα-Ελληνική: απολογούμαι.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀπόλογος + -έομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀπολογία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀπολογία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀπολογία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: λόγος για την υπεράσπιση του ατόμου απέναντι σε κατηγορία.
Νέα-Ελληνική: απολογία.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀπολογ-έομαι + παρ. επίθ. -ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀπολύω-ρήμα::
* McsElla.ἀπολύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀπολύω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε λύω.
σημασία1: απαλλάσσω: ἐγὼ ἀπολύω καὶ ὑμᾶς τῆς αἰτίας = εγώ απαλλάσσω και εσάς από την κατηγορία.
σημασία2: για στράτευμα διαλύω: τοὺς Σπαρτιάτας ἀπέλυσεν οἴκαδε = διέλυσε τους Σπαρτιάτες και τους έστειλε στην πατρίδα τους.
οικογένεια: παράγωγα: ἀπόλυτος, ἀπόλυσις.
Νέα-Ελληνική: απολύω (λ.χ. από το στρατό, έμμισθη εργασία κτλ.).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + λύω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀπονέμω-ρήμα::
* McsElla.ἀπονέμω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀπονέμω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε νέμω.
σημασία: μοιράζω, κάνω διανομή.
Νέα-Ελληνική: απονέμω (λ.χ. βραβείο, τιμητική διάκριση κτλ.).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + νέμω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀπόπειρα-πείρας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀπόπειρα-πείρας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀπόπειρα-πείρας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: προσπάθεια.
Νέα-Ελληνική: απόπειρα.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη του ἀπό + πειρῶμαι, βλέπε πεῖρα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀπορέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἀπορέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀπορέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠπόρουν!~παρατατικός:ἀπορέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀπορήσω!~μέλλοντας:ἀπορέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠπόρησα!~αόριστος:ἀπορέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠπόρηκα!~παρακείμενος:ἀπορέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀπορηθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:ἀπορέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠπορήθην!~παθητικός-αόριστος:ἀπορέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠπόρημαι!~παθητικός-παρακείμενος:ἀπορέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: βρίσκομαι σε αμηχανία: ἀπορεῖ Κροῖσος ὅπως διαβήσεται τὸν ποταμὸν ὁ στρατός = βρίσκεται σε αμηχανία ο Κροίσος πώς θα περάσει τον ποταμό ο στρατός.
σημασία2: έχω έλλειψη: συμμάχων ἀποροῦσιν = έχουν έλλειψη από συμμάχους.
αντώνυμα: εὐπορέω.
οικογένεια: ἄπορος, ἀπορία.
Νέα-Ελληνική: απορώ (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἄπορος + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀπορία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀπορία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀπορία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: δυσκολία: ἀπορία τῆς προσορμίσεως = δυσκολία στην προσόρμιση (πλοίων).
σημασία2: έλλειψη κάποιου πράγματος, φτώχεια.
αντώνυμα: εὐπορία.
Νέα-Ελληνική: απορία (λ.χ. σε ένα πρόβλημα).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἄπορος + παρ. επίθ. -ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄπορος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἄπορος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἄπορος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία1: απροσπέλαστος, απλησίαστος: ἄπορον ὄρος = απροσπέλαστο βουνό.
αντώνυμα: βατός.
σημασία2: πάρα πολύ δύσκολος: ἄπορον χρῆμα = πάρα πολύ δύσκολο πράγμα.
σημασία3: ως ουσιαστικό τὸ ἄπορον / τὰ ἄπορα πάρα πολύ μεγάλη δυσκολία: ἐν ἀπόρῳ ἦσαν = ήταν σε πάρα πολύ μεγάλη δυσκολία.
σημασία4: για ανθρώπους φτωχός: οἱ ἀπορώτατοι = οι πάρα πολύ φτωχοί.
αντώνυμα: εὔπορος.
οικογένεια: παράγωγα: ἀπορία, ἀπορέω.
Νέα-Ελληνική: άπορος (με τη σημ. 4).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερ. ἀ- + πόρος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀποτελέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἀποτελέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀποτελέω-ῶ@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε τελέω -ῶ.
σημασία: αποτελειώνω: ἀπετέλεσε τὸ τεῖχος ἀρξάμενος ἀπὸ ἠρινοῦ χρόνου = αποτέλειωσε το τείχος ξεκινώντας από την άνοιξη.
συνώνυμα: περαίνω «τελειώνω».
οικογένεια: παράγωγα: ἀποτελεσματικός, ἀποτέλεσμα, ἀποτελεστέον, ἀποτέλεσις.
Νέα-Ελληνική: αποτελώ «είμαι» (λ.χ. μέλος μιας ομάδας).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + τελέω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀπότομος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἀπότομος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀπότομος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία: αποκομμένος ανώμαλα.
Νέα-Ελληνική: απότομος «ξαφνικός, μη αναμενόμενος» κτλ.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀπότομ- (< ἀποτέμνω) + παρ. επίθ. -ος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀποτρέπω-ρήμα::
* McsElla.ἀποτρέπω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀποτρέπω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε τρέπω.
σημασία: τρέπω μακριά από κάποιον.
οικογένεια: παράγωγα: ἀποτροπή, ἀποτρόπαιος.
Νέα-Ελληνική: αποτρέπω.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + τρέπω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀποφαίνω-ρήμα::
* McsElla.ἀποφαίνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀποφαίνω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε φαίνω.
σημασία1: παρουσιάζω: ἀποφαίνω καλὰ ἔργα = παρουσιάζω ωραία έργα.
σημασία2: αποδεικνύω: ἀποφαίνω τινὰ ἔνοχον ὄντα = αποδεικνύω ότι κάποιος είναι ένοχος.
σημασία3: μέση φωνή ἀποφαίνομαι διατυπώνω μια κρίση, απαντώ: ἀποφαίνομαι γνώμην = διατυπώνω την άποψή μου.
οικογένεια: παράγωγα: ἀπόφανσις.
Νέα-Ελληνική: αποφαίνομαι (με τη σημ. 3).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + φαίνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄπταιστος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἄπταιστος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἄπταιστος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία1: με ενεργ. σημ. αυτός που δε σκοντάφτει: ἀπταιστότερον παρέχει τὸν ἵππον = κάνει ένα άλογο να έχει λιγότερο την τάση να σκοντάφτει.
σημασία2: με παθ. σημ. αυτός που δεν έχει κανένα σφάλμα.
σημασία3: επίρρημα ἀπταίστως χωρίς σφάλμα ή εμπόδιο, χωρίς καμιά δυσκολία.
Νέα-Ελληνική: άπταιστος (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερ. ἀ- + πταίω + παρ. επίθ. -τος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἅπτω-ρήμα::
* McsElla.ἅπτω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἅπτω@wordaryElla,
* McsElla.ἧπτον!~παρατατικός:ἅπτω@wordaryElla,
* McsElla.ἅψω!~μέλλοντας:ἅπτω@wordaryElla,
* McsElla.ἧψα!~αόριστος:ἅπτω@wordaryElla,
* McsElla.ἁφθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:ἅπτω@wordaryElla,
* McsElla.ἅψομαι!~μέσος-μέλλοντας:ἅπτω@wordaryElla,
* McsElla.ἡψάμην!~μέσος-αόριστος:ἅπτω@wordaryElla,
* McsElla.ἧμμαι!~παθητικός-αόριστος-μέση-και-παθητική-σημασία:ἅπτω@wordaryElla,
σημασία1: μέση φωνή ἅπτομαι
σημασίαα: εμπλέκομαι σε κάτι, το αναλαμβάνω: χρὴ τοῦ πολέμου ἅπτεσθαι = πρέπει να εμπλακούμε στον πόλεμο.
σημασίαβ: αγγίζω: ἅπτει μου τοῖς λόγοις τῆς ψυχῆς = αγγίζεις την ψυχή μου με τα λόγια σου.
σημασία2: ανάβω, βάζω φωτιά: ἧψε τοῦ τείχους = έβαλε φωτιά στο τείχος.
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία, καθώς δεν είναι ασφαλής η παραγωγή από *ἅπFω, όπου πF > πτ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄπωθεν-επίρρημα::
* McsElla.ἄπωθεν-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ἄπωθεν@wordaryElla,
σημασία1: από μακριά.
σημασία2: μακριά από κάποιον / κάτι: ἄπωθεν τῶν Μυκηνῶν = μακριά από τις Μυκήνες.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἄπω + παρ. επίθ. -θεν.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀπώλεια-είας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀπώλεια-είας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀπώλεια-είας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: καταστροφή.
σημασία2: χάσιμο.
Νέα-Ελληνική: απώλεια (και με τις δύο σημ.).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀπώλ- (ἀπόλ-λυμι) + παρ. επίθ. -εια.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄρα-σύνδεσμος::
* McsElla.ἄρα-σύνδεσμος@wordaryElla,
* McsElla.σύνδεσμος.ἄρα@wordaryElla,
σημασία1: συμπερασματικός άρα, επομένως: ἄριστον ἄρα ἡ εὐδαιμονία = άρα η ευδαιμονία είναι άριστο πράγμα.
σημασία2: εἰ ἄρα εάν ίσως.
ετυμολογία: συγγεν. των ἀρ-αρ-ίσκω, ἄρ-τι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἆρα-μόριο::
* McsElla.ἆρα-μόριο@wordaryElla,
* McsElla.μόριο.ἆρα@wordaryElla,
σημασία1: χρησιμοποιείται σε ερωτήσεις και υποδηλώνει αγωνία ή ανυπομονησία άραγε.
σημασία2: ἆρα μή...; / ἆρα οὐ...; χρησιμοποιούνται για την εισαγωγή ερωτήσεων, που προδικάζουν απαντήσεις αρνητικές ή θετικές αντιστοίχως: ἆρα μὴ ἄλλο τι ᾖ ὁ θάνατος; = άραγε, μήπως ο θάνατος είναι τίποτε άλλο; (ασφαλώς όχι.) ἆρ' οὐχ οὕτως; = άραγε, δεν είναι έτσι; (ασφαλώς έτσι είναι.)
ετυμολογία: ετυμολογικά ταυτόσημο με το ἄρα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀργός-ὸς|ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.ἀργός-ὸς|ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀργός-ὸς|ή-ὸν@wordaryElla,
* McsElla.ἀργότερος!~συγκριτικός:ἀργός-ὸς|ή-ὸν@wordaryEllα,
* McsElla.ἀργότατος!~υπερθετικός:ἀργός-ὸς|ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία1: οκνηρός: θεὸς τοῖς ἀργοῖς οὐ παρίσταται = ο θεός δε συμπαραστέκεται στους οκνηρούς ανθρώπους.
σημασία2: για τη γη αυτός που παραμένει ακαλλιέργητος.
οικογένεια: παράγωγα: ἀργῶς.
Νέα-Ελληνική: αργός (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερ. ἀ- + *Fεργός (ἔργον).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀργύριον-ίου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀργύριον-ίου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀργύριον-ίου-τὸ@wordaryElla,
σημασία: χρήματα: τοῦτο δρῶσιν τοῦ ἀργυρίου χάριν = το κάνουν αυτό για χάρη των χρημάτων.
Νέα-Ελληνική: παράβαλε τα τριάντα αργύρια του Ιούδα.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἄργυρος + παρ. επίθ. -ιον.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄργυρος-ύρου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἄργυρος-ύρου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἄργυρος-ύρου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: ασήμι.
οικογένεια: παράγωγα: ἀργύριον, σύνθετα: ἀργυρότοξος.
Νέα-Ελληνική: άργυρος.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀργὸς «λαμπερός» + παρ. επίθ. -υρός > ἀργυρός > ἄργυρος με ανέβασμα του τόνου.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄρδην-επίρρημα::
* McsElla.ἄρδην-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ἄρδην@wordaryElla,
σημασία: παντελώς: πᾶσαν πόλιν ἄρδην ἀπόλλυμι = καταστρέφω κάθε πόλη παντελώς.
Νέα-Ελληνική: άρδην.
ετυμολογία: με τη σημ. «στον αέρα, σηκωτά» *ἀρ- (από όπου *ἀρ-jω > αἴρω «σηκώνω») + παρ. επίθ. -ην, παράβαλε βά-δην.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀρέσκω-ρήμα::
* McsElla.ἀρέσκω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀρέσκω@wordaryElla,
* McsElla.ἤρεσκον!~παρατατικός:ἀρέσκω@wordaryElla,
* McsElla.ἀρέσω!~μέλλοντας:ἀρέσκω@wordaryElla,
* McsElla.ἤρεσα!~αόριστος:ἀρέσκω@wordaryElla,
* McsElla.ἀρέσομαι!~μέσος-μέλλοντας:ἀρέσκω@wordaryElla,
* McsElla.ἠρεσάμην!~μέσος-αόριστος:ἀρέσκω@wordaryElla,
* McsElla.ἠρέσθην!~παθητικός-αόριστος:ἀρέσκω@wordaryElla,
σημασία1: συμμορφώνομαι: ἀρέσκω τρόποις τινός = συμμορφώνομαι με τους τρόπους κάποιου.
σημασία2: για πράγματα ευχαριστώ: τοῖς πρέσβεσιν ἤρεσκεν τοῦτο = ευχαριστούσε τους πρέσβεις τούτο.
σημασία3: παθ. φωνή ἀρέσκομαι είμαι ευχαριστημένος: τοῖς λόγοις τοῖς ἀπὸ σοῦ ἀρέσκομαι = είμαι ευχαριστημένος με τα λόγια σου.
σημασία4: μετοχή ενεστώτα ἀρέσκων, -ουσα, -ον αρεστός, ευπρόσδεκτος: μηδέν μὴ ἀρέσκον λέγω = δε λέω τίποτε που δεν είναι αρεστό.
οικογένεια: παράγωγα: ἀρεστός, σύνθετα: εὐάρεστος, δυσάρεστος.
Νέα-Ελληνική: αρέσω (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: *ἀρ-, ἀρε- (ίσως συγγεν. με μτχ. ἄρ-μενος «ευχάριστος» του ρ. ἀραρίσκω) + παρ. επίθ. -σκω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀρετή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀρετή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀρετή-ῆς-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: ικανότητα κάθε είδους, το ιδανικό σε σχέση με κάποιον ή κάτι, επιδεξιότητα, τελειότητα, τελείωση: ῥήτορος ἀρετὴ τἀληθῆ λέγειν = το ιδανικό για το ρήτορα είναι να λέει την αλήθεια.
σημασία2: με ηθική σημ. αρετή, ηθική αξία.
αντώνυμα: κακία.
Νέα-Ελληνική: αρετή (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: *αρ-, παράβαλε ἀρ-είων, ἄρ-ιστος (συγκρ. και υπερθετ. του ἀγαθός).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀριθμέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἀριθμέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀριθμέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠρίθμουν!~παρατατικός:ἀριθμέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀριθμήσω!~μέλλοντας:ἀριθμέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠρίθμησα!~αόριστος:ἀριθμέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠριθμούμην!~μέσος-και-παθητικός-παρατατικός:ἀριθμέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀριθμήσομαι-«θα-αριθμηθώ»!~μέσος-μέλλοντας-παθητική-σημασία:ἀριθμέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀριθμηθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:ἀριθμέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠρίθμημαι!~παθητικός-παρακείμενος:ἀριθμέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: απαριθμώ κάτι, το μετρώ.
σημασία2: πληρώνω: οὐ τοὺς πλεῖστον ἀριθμοῦντας χρυσίον θαυμάζει = δε θαυμάζει όσους τον πληρώνουν με μεγάλα χρηματικά ποσά.
Νέα-Ελληνική: αριθμώ (με σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀριθμ-ός + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀριστάω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἀριστάω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀριστάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠρίστων!~παρατατικός:ἀριστάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀριστήσω!~μέλλοντας:ἀριστάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠρίστησα!~αόριστος:ἀριστάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠρίστηκα!~παρακείμενος:ἀριστάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠρίστημαι!~παθητικός-παρακείμενος:ἀριστάω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: παίρνω το μεσημεριανό γεύμα: μήτ' ἀριστᾶν
πιθυμεῖς = μήτε να πάρεις το μεσημεριανό φαγητό σου επιθυμείς.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη βλέπε ἄριστ-ον + παρ. επίθ. -άω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀριστοκρατία-ίας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀριστοκρατία-ίας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀριστοκρατία-ίας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: το πολίτευμα που δίνει την εξουσία στα υψηλής καταγωγής άτομα, στους ευγενείς.
Νέα-Ελληνική: αριστοκρατία.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἄριστοι + κρατέω + παρ. επίθ. -ία, παράβαλε μεταγεν. ἀριστοκράτης.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄριστον-ου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἄριστον-ου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἄριστον-ου-τὸ@wordaryElla,
σημασία: αρχικά το πρόγευμα (βλέπε ἀριστοποιέω) και κατόπιν το μεσημεριανό φαγητό: εἰργάζοντο μέχρις ἀρίστου = δούλευαν ως την ώρα του μεσημεριανού φαγητού.
ετυμολογία: *αἰερι-δ-τον, όπου *αἰερι = ἦρι επίρρ. «πρωί» (πβ. ποιητ. ἠέρ-ιος «πρωινός», δ- < ἐδ- (ἔδ-ομαι «θα φάγω», μέλλ. του ἐσθίω) + παρ. επίθ. -τον.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀριστοποιέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἀριστοποιέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀριστοποιέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: παρασκευάζω το πρόγευμα.
σημασία2: μέση φωνή ἀριστοποιοῦμαι προγευματίζω.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἄριστον + ποιέομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀρκέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἀρκέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀρκέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἤρκουν!~παρατατικός:ἀρκέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀρκέσω!~μέλλοντας:ἀρκέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἤρκεσα!~αόριστος:ἀρκέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀρκοῦμαι!~παθητικός-ενεστώτας:ἀρκέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀρκεσθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:ἀρκέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠρκέσθην!~παθητικός-αόριστος:ἀρκέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἤρκεσμαι!~παθητικός-παρακείμενος:ἀρκέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: αρκώ, επαρκώ, είμαι αρκετός.
οικογένεια: παράγωγα: ἀρκετός, σύνθετα: αὐτάρκης, ὀλιγαρκής.
Νέα-Ελληνική: αρκώ.
ετυμολογία: *αρκ-, ινδοευρωπαϊκός αρχής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἁρμόττω-ρήμα::
* McsElla.ἁρμόττω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἁρμόττω@wordaryElla,
* McsElla.ἥρμοττον!~παρατατικός:ἁρμόττω@wordaryElla,
* McsElla.ἁρμόσω!~μέλλοντας:ἁρμόττω@wordaryElla,
* McsElla.ἥρμοσα!~αόριστος:ἁρμόττω@wordaryElla,
* McsElla.ἥρμοκα!~παρακείμενος:ἁρμόττω@wordaryElla,
* McsElla.ἁρμόσομαι!~μέσος-μέλλοντας:ἁρμόττω@wordaryElla,
* McsElla.ἡρμοσάμην!~μέσος-αόριστος:ἁρμόττω@wordaryElla,
* McsElla.ἡρμόσθην!~παθητικός-αόριστος:ἁρμόττω@wordaryElla,
* McsElla.ἥρμοσμαι!~παθητικός-παρακείμενος:ἁρμόττω@wordaryElla,
παρατήρηση: ο κοινός τύπος είναι ἁρμόζω
σημασία1: συνενώνω.
σημασία2: τακτοποιώ.
σημασία3: ως απρόσωπο ἁρμόττει αρμόζει.
σημασία4: μετοχή ἁρμόττων, -ουσα, -ον κατάλληλος.
οικογένεια: παράγωγα: ἁρμοστής, ἁρμόδιος, σύνθετα: προσαρμόζω, συναρμόζω.
Νέα-Ελληνική: αρμόζω (με τη σημ. 3).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἁρμός + παρ. επίθ. -ζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀρόω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἀρόω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀρόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀρόσω!~μέλλοντας:ἀρόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἤροσα!~αόριστος:ἀρόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀροῦμαι!~παθητικός-ενεστώτας:ἀρόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠρόθην!~παθητικός-αόριστος:ἀρόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀρήρομαι!~παθητικός-παρακείμενος:ἀρόω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: οργώνω.
οικογένεια: παράγωγα: ἄροσις, ἀρόσιμος, ἄροτος, ἄροτρον «αλέτρι».
Νέα-Ελληνική: αλέτρι (< *ἀρότριον < ἄροτρον).
ετυμολογία: *αρ-, λατινικός ar-are «οργώνω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἁρπάζω-ρήμα::
* McsElla.ἁρπάζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἁρπάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἥρπαζον!~παρατατικός:ἁρπάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἁρπάσω!~μέλλοντας:ἁρπάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἁρπάσομαι!~μέλλοντας:ἁρπάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἥρπασα!~αόριστος:ἁρπάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἥρπακα!~παρακείμενος:ἁρπάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἡρπασάμην!~μέσος-αόριστος:ἁρπάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἁρπαγήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:ἁρπάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἡρπάσθην!~παθητικός-αόριστος:ἁρπάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἡρπάγην!~παθητικός-αόριστος:ἁρπάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἡρπάχθην!~παθητικός-αόριστος:ἁρπάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἥρπασμαι!~παθητικός-παρακείμενος:ἁρπάζω@wordaryElla,
σημασία1: αρπάζω.
σημασία2: λεηλατώ: ἁρπάζω πόλεις.
οικογένεια: παράγωγα: ἁρπαγή, ἅρπαξ, σύνθετα: ἀναρπάζω, διαρπάζω, ἐφαρπάζω, συναρπάζω.
Νέα-Ελληνική: αρπάζω (με τις σημ. 1, 2).
ετυμολογία: *σαρπ- (ἁρπ-αγή, ἅρπ-αξ, ἅρπ-υια) + -άζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀρραγής-ής-ὲς-επίθετο::
* McsElla.ἀρραγής-ής-ὲς-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀρραγής-ής-ὲς@wordaryElla,
σημασία: άθραυστος.
συνώνυμα: ἄρρηκτος.
αντώνυμα: θραυστός.
Νέα-Ελληνική: λ.χ. αρραγές μέτωπο.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερ. ἀ- + *ραγ- (ἐρ-ράγ-ην < ῥήγνυμι) + παρ. επίθ. -ής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄρρην-ην-εν-επίθετο::
* McsElla.ἄρρην-ην-εν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἄρρην-ην-εν@wordaryElla,
σημασία: αρσενικός.
ετυμολογία: *ἀρσεν-, ομόρρ. με αρχ. περσ. aršan– «αρσενικός».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀρτάω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἀρτάω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀρτάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἤρτων!~παρατατικός:ἀρτάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀρτήσω!~μέλλοντας:ἀρτάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἤρτησα!~αόριστος:ἀρτάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἤρτηκα!~παρακείμενος:ἀρτάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠρτήθην!~παθητικός-αόριστος:ἀρτάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἤρτημαι!~παθητικός-παρακείμενος:ἀρτάω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: κρεμώ.
συνώνυμα: κρεμάννυμι.
σημασία2: παθ. φωνή ἀρτῶμαι (ἔκ τινος) εξαρτώμαι (από κάποιον/κάτι).
οικογένεια: παράγωγα: ἄρτησις, σύνθετα: ἀναρτάω, ἐξαρτάω, προσαρτάω.
Νέα-Ελληνική: σύνθ. εξαρτώμαι (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: πιθ. *αρ- (ἀρ-αρ-ίσκω «ενώνω, προσαρμόζω») + παρ. επίθ. -τ-άω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄρτι-επίρρημα::
* McsElla.ἄρτι-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ἄρτι@wordaryElla,
σημασία1: μόλις πριν από λίγο, τώρα δα: τέθνηκεν ἄρτι = πέθανε τώρα δα.
σημασία2: αμέσως.
ετυμολογία: *αρτ-, συγγεν. με αρμ. ard «πρόσφατος» + -ι, πβ πέρυσ-ι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀρχή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀρχή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀρχή-ῆς-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: αρχή: ἀρχήν τινος ποιοῦμαι = κάνω αρχή κάποιου πράγματος.
σημασία2: εξουσία: ἀρχὴ ἄνδρα δείξει = η εξουσία θα δείξει το χαρακτήρα του ανθρώπου. μετέχω κρίσεως καὶ ἀρχῆς = συμμετέχω στη δικαστική και εκτελεστική εξουσία.
σημασία3: κράτος, βασίλειο: Κύρου ἀρχή = το βασίλειο του Κύρου.
σημασία4: αἱ ἀρχαὶ οι αξιωματούχοι.
οικογένεια: παράγωγα: ἀρχαῖος, ἀρχεῖον, ἀρχαϊκός, ἀρχῆθεν, σύνθετα: ἀρχηγέτης, ἀρχηγός.
Νέα-Ελληνική: αρχή (με τις σημ. 1, 2).
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία, *ἀρχ-.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄρχω-ρήμα::
* McsElla.ἄρχω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἄρχω@wordaryElla,
* McsElla.ἦρχον!~παρατατικός:ἄρχω@wordaryElla,
* McsElla.ἄρξω!~μέλλοντας:ἄρχω@wordaryElla,
* McsElla.ἦρξα!~αόριστος:ἄρχω@wordaryElla,
* McsElla.ἦρχα!~παρακείμενος:ἄρχω@wordaryElla,
* McsElla.ἄρξομαι!~μέσος-μέλλοντας:ἄρχω@wordaryElla,
* McsElla.ἠρξάμην!~μέσος-αόριστος:ἄρχω@wordaryElla,
* McsElla.ἤρχθην!~παθητικός-αόριστος:ἄρχω@wordaryElla,
* McsElla.ἦργμαι!~παρακείμενος:ἄρχω@wordaryElla,
σημασία1:
σημασίαα: στην ενεργ. ή μέση φωνή ἄρχω ή ἄρχομαι ξεκινώ: ἄρχομαι τοῦ πολέμου = ξεκινώ τον πόλεμο.
αντώνυμα: λήγω, παύω.
σημασίαβ: ἄρχω με γεν. πράγματος και δοτ. προσώπου, όταν το υποκείμενο είναι πράγμα γίνομαι η απαρχή, σηματοδοτώ την αρχή κάποιου πράγματος για κάποιον: νομίζοντες ἐκείνην τὴν ἡμέραν ἄρχειν ἐλευθερίας τῇ Ἑλλάδι = νομίζοντας ότι εκείνη η ημέρα ήταν η απαρχή της ελευθερίας για την Ελλάδα.
σημασία2: κυβερνώ (κάποιον): οἱ ἀρχόμενοι = οι υπήκοοι.
οικογένεια: παράγωγα: ἀρκτέον, ἄρχων, σύνθετα: ἐξάρχω.
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία, βλέπε ἀρχή.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄρχων-οντος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἄρχων-οντος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἄρχων-οντος-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: κυβερνήτης, διοικητής, αρχηγός.
σημασία2: στην Αθήνα οἱ ἐννέα ἄρχοντες. Έτσι χαρακτηρίζονταν ο Ἄρχων (= ο επώνυμος Άρχων), ο Βασιλεύς, ο Πολέμαρχος και οι έξι Θεσμοθέται.
ετυμολογία: μετοχή του βλέπε ἄρχω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀρωγός-ός-ὸν-επίθετο::
* McsElla.ἀρωγός-ός-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀρωγός-ός-ὸν@wordaryElla,
σημασία: χρήσιμος για κάτι, ωφέλιμος.
Νέα-Ελληνική: αρωγός «που συμπαρίσταται, που βοηθεί».
ετυμολογία: *αρηγ- (πβ. ἀρήγω «βοηθώ», *αρωγ- ινδοευρωπαϊκός αρχής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀσθενής-ής-ὲς-επίθετο::
* McsElla.ἀσθενής-ής-ὲς-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀσθενής-ής-ὲς@wordaryElla,
* McsElla.ἀσθενέστερος!~συγκριτικός:ἀσθενής-ής-ὲς@wordaryEllα,
* McsElla.ἀσθενέστατος!~υπερθετικός:ἀσθενής-ής-ὲς@wordaryElla,
σημασία1: αδύναμος, ασθενικός: ὁ παντάπασιν ἀσθενὴς τῷ σώματι = ο εντελώς ασθενικός στο σώμα.
σημασία2: φτωχός: ὅ τ' ἀσθενὴς ὁ πλούσιός τε = και ο φτωχός και ο πλούσιος.
σημασία3: ασήμαντος: οὐκ ἀσθενέστατος σοφιστὴς Ἑλλήνων ἐστί = δεν είναι ο πιο ασήμαντος Έλληνας σοφιστής.
οικογένεια: παράγωγα: ἀσθένεια, ἀσθενέω, ἀσθενόω, ἀσθενῶς, σύνθετα: ἐξασθενέω.
Νέα-Ελληνική: ασθενής (με τις σημ. 1 και 2, και «άρρωστος», που στα αρχαία δηλωνόταν λ.χ. με το νοσῶν).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερ. ἀ- + *σθεν- (σθένω) + παρ. επίθ. -ής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀσπάζομαι-ρήμα::
* McsElla.ἀσπάζομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀσπάζομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἠσπαζόμην!~παρατατικός:ἀσπάζομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἀσπάσομαι!~μέλλοντας:ἀσπάζομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἠσπασάμην!~αόριστος:ἀσπάζομαι@wordaryElla,
σημασία1: χαιρετώ: πόρρωθεν ἠσπάζοντό με = με χαιρετούσαν από μακριά.
* στις κατακλείδες επιστολών ἀσπάζομαι ὑμᾶςγὼ Τέρτιος ὁ γράψας τὴν ἐπιστολὴν ἐν Κυρίῳ = σας στέλνω τους χαιρετισμούς μου εγώ, ο Τέρτιος, που έγραψα την επιστολή.
οικογένεια: παράγωγα: ἀσπασμός, ἄσπασμα, ἀσπασίως, σύνθετα: ἀντασπάζομαι.
Νέα-Ελληνική: ασπάζομαι «φιλώ, συμφωνώ».
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία, ίσως προθ. ἀ- + σπάω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀστήρ-έρος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀστήρ-έρος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀστήρ-έρος-ὁ@wordaryElla,
σημασία: αστέρι.
Νέα-Ελληνική: αστέρι.
ετυμολογία: προθετ. ἀ- + *στερ-, *στηρ-, παράβαλε λατινικός stella.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄστυ-εως-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἄστυ-εως-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἄστυ-εως-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: πόλη.
συνώνυμα: πόλις.
σημασία2: κάτω πόλη (σε αντιδιαστολή προς την ἀκρόπολιν).
σημασία3: η πόλη των Αθηνών (σε αντιδιαστολή προς τον ἀγρόν, δηλαδή την ύπαιθρο της Αττικής): ἐξ ἄστεως νῦν εἰς ἀγρὸν χωρῶμεν = ας πάμε τώρα από την πόλη (των Αθηνών) στην ύπαιθρο.
οικογένεια: παράγωγα: ἀστικός, σύνθετα: ἀστυνόμος.
Νέα-Ελληνική: άστυ (λόγιο, αντί πόλη, λ.χ. «το κλεινόν άστυ», δηλαδή η Αθήνα).
ετυμολογία: *Fεστ- (ἑστία), *Fαστυ, αρχ. ινδ. vástu.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀσφαλής-ής-ὲς-επίθετο::
* McsElla.ἀσφαλής-ής-ὲς-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀσφαλής-ής-ὲς@wordaryElla,
* McsElla.ἀσφαλέστερος!~συγκριτικός:ἀσφαλής-ής-ὲς@wordaryEllα,
* McsElla.ἀσφαλέστατος!~υπερθετικός:ἀσφαλής-ής-ὲς@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που δεν πέφτει κάτω, ασάλευτος: ἀσφαλῆ θεῶν νόμιμα = οι νόμοι των θεών είναι ασάλευτοι.
σημασία2: πιστός (λ.χ. φίλος).
σημασία3: προφυλαγμένος από κινδύνους, ασφαλής: ἀσφαλὴς ὁδός = ασφαλής δρόμος.
οικογένεια: παράγωγα: ἀσφαλίζω, ἀσφάλεια, ἀσφαλῶς, ἀσφάλισις, σύνθετα: ἀνασφαλής, ἐπισφαλής.
Νέα-Ελληνική: ασφαλής (με τις σημ. 2, 3).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερ. ἀ- + σφάλλω «ρίχνω κάποιον κάτω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἅτε-επίρρημα::
* McsElla.ἅτε-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ἅτε@wordaryElla,
παρατήρηση: αιτιολογική λέξη που συνοδεύει πάντοτε μετοχή.
σημασία: επειδή: ἅτε τῶν ὁδῶν φυλαττομένων = επειδή οι δρόμοι φρουρούνταν.
ετυμολογία: ουδ. πληθ. της αντων. ὅστις, ἥτις, ὅ τι/ὅ,τι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄτοπος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἄτοπος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἄτοπος-ος-ον@wordaryElla,
* McsElla.ἀτοπώτερος!~συγκριτικός:ἄτοπος-ος-ον@wordaryEllα,
* McsElla.ἀτοπώτατος!~υπερθετικός:ἄτοπος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία1: παράδοξος, ασυνήθιστος: δοῦλοι τῶν ἀεὶ ἀτόπων = δέσμιοι σε παραδοξότητες.
σημασία2: απρόσωπο ἄτοπόν ἐστι είναι παράλογο.
Νέα-Ελληνική: άτοπος.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερητ. ἀ- + τόπος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Ἄτροπος-όπου-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.Ἄτροπος-όπου-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Ἄτροπος-όπου-ἡ@wordaryElla,
σημασία: μία από τις τρεις Μοίρες, που ήταν αρμόδια στο να διατηρεί ἄτροπον, δηλ. αμετάτρεπτο, αναλλοίωτο, το χαρακτήρα της μοίρας του κάθε ανθρώπου (βλέπε Λάχεσις & Κλωθώ).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
αὖ-επίρρημα::
* McsElla.αὖ-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.αὖ@wordaryElla,
σημασία1: ξανά, πάλι, ακόμη μια φορά.
σημασία2: συχνά συνοδεύει το δὲ αφετέρου, από την άλλη πλευρά: ὁ μὲν ἥμαρτεν... ὁ δ' αὖ κατειργάσατο = ο ένας αστόχησε... από την άλλη όμως ο άλλος το σκότωσε (το λιοντάρι).
ετυμολογία: *αυ-, παράβαλε λατινικός aut, autem «πάλιν».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
αὖθις-επίρρημα::
* McsElla.αὖθις-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.αὖθις@wordaryElla,
σημασία: πάλι, ξανά: αὖθις πρὸς τοὺς Μεγαρέαςπολέμησαν = πολέμησαν πάλι εναντίον των Μεγαρέων.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη αὖ + παρ. επίθ. -θις.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
αὐλέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.αὐλέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.αὐλέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: παίζω τον αυλό.
οικογένεια: παράγωγα: αὔλησις, αὐλητρίς, αὐλητής, σύνθετα: ἐπαυλέω, συναυλέω.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη αὐλός + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
αὐλητρίς-ίδος-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.αὐλητρίς-ίδος-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.αὐλητρίς-ίδος-ἡ@wordaryElla,
σημασία: αυλήτρια.
Νέα-Ελληνική: αυλήτρια, αυλητρίδα.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη αὐλέω + παρ. επίθ. -τρίς < *-τηρίς.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
αὔξω--αὐξάνω-ρήμα::
* McsElla.αὔξω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.αὐξάνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.αὐξάνω@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.αὔξω@wordaryElla,
* McsElla.ηὖξον!~παρατατικός:αὔξω@wordaryElla,
* McsElla.ηὔξανον!~παρατατικός:αὔξω@wordaryElla,
* McsElla.αὐξήσω!~μέλλοντας:αὔξω@wordaryElla,
* McsElla.ηὔξησα!~αόριστος:αὔξω@wordaryElla,
* McsElla.ηὔξηκα!~παρακείμενος:αὔξω@wordaryElla,
* McsElla.αὔξομαι!~μέσος-και-παθητικός-ενεστώτας:αὔξω@wordaryElla,
* McsElla.αὐξάνομαι!~μέσος-και-παθητικός-ενεστώτας:αὔξω@wordaryElla,
* McsElla.ηὐξόμην!~μέσος-και-παθητικός-παρατατικός:αὔξω@wordaryElla,
* McsElla.ηὐξανόμην!~μέσος-και-παθητικός-παρατατικός:αὔξω@wordaryElla,
* McsElla.αὐξήσομαι!~μέσος-μέλλοντας:αὔξω@wordaryElla,
* McsElla.αὐξηθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:αὔξω@wordaryElla,
* McsElla.ηὐξήθην!~παθητικός-αόριστος:αὔξω@wordaryElla,
* McsElla.ηὔξημαι!~μέσος-και-παθητικός-παρακείμενος:αὔξω@wordaryElla,
* McsElla.ηὐξήμην!~μέσος-και-παθητικός-υπερσυντέλικος:αὔξω@wordaryElla,
σημασία: αυξάνω, μεγαλώνω.
Νέα-Ελληνική: αυξάνω, αυξάνομαι.
ετυμολογία: *αFεκσ-, λατινικός augeō «αυξάνω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
αὔριον-επίρρημα::
* McsElla.αὔριον-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.αὔριον@wordaryElla,
σημασία: αύριο: αὔριον τηνικάδε = αύριο τέτοια ώρα.
οικογένεια: παράγωγα: αὐρίζω, αὐρινός.
Νέα-Ελληνική: αύριο.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *αυσρ- (συγγεν. με ἕως «αυγή» = αιολ. αὔως, δωρ. ἀώς, ἀFώς) + παρ. επίθ. -ιον, παράβαλε λιθουανικός aušrá «αυγή».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
αὐτίκα-επίρρημα::
* McsElla.αὐτίκα-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.αὐτίκα@wordaryElla,
σημασία1: αμέσως: ταῦτα εἶπε καὶ αὐτίκα ἄγγελον ἔπεμπε = τα είπε αυτά και αμέσως έστειλε αγγελιαφόρο.
σημασία2: με ελαφρά χροιά μέλλοντος όπου να ᾿ναι, σε λίγο: αὐτίκα ἐπισκεψόμεθα εἰ... = θα εξετάσουμε σε λίγο εάν...
σημασία3: για παράδειγμα: εἰ γάρ τις αὐτίκα εἴποι... = αν για παράδειγμα έλεγε κάποιος...
ετυμολογία: αὐτ-ός + -ίκα, όπως την-ίκα, ἡν-ίκα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
αὐτόματος-ματος|μάτη-ματον-επίθετο::
* McsElla.αὐτόματος-ματος|μάτη-ματον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.αὐτόματος-ματος|μάτη-ματον@wordaryElla,
σημασία1: για γεγονότα αυτός που γίνεται μόνος του, χωρίς εξωτερική επενέργεια: ἀπό τινος αἰτίας αὐτομάτης = από κάποια αιτία που ενεργεί από μόνη της (και δεν επιβάλλεται από έξω).
σημασία2:
σημασίαα: τὸ αὐτόματον τυχαίο περιστατικό, τύχη: τοὺς θεοὺς χρὴ ἢ τὸ αὐτόματον αἰτιᾶσθαι; = πρέπει τους θεούς ή την τύχη να κατηγορούμε;
σημασίαβ: ἀπὸ τοῦ αὐτομάτου ή ἀπὸ ταὐτομάτου τυχαία, κατά τύχη.
οικογένεια: παράγωγα: αὐτομάτως, αὐτοματίζω.
Νέα-Ελληνική: αυτόματος (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη αὐτός + *μα- (< μέ-μον-α < μιμνήσκω) + -τος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
αὐτός-ή-ὸ-αντωνυμία::
* McsElla.αὐτός-ή-ὸ-αντωνυμία@wordaryElla,
* McsElla.αντωνυμία.αὐτός-ή-ὸ@wordaryElla,
παρατήρηση: οριστική και επαναληπτική αντωνυμία
σημασία1: ως οριστική αντωνυμία ο ίδιος: αὐτὸς ἐγώ = εγώ ο ίδιος. ὁ βασιλεὺς αὐτὸς ἦλθε = ήλθε ο ίδιος ο βασιλιάς.
σημασία2: μόνος: ἐάν τις ἄνευ τοῦ σίτου τὸ ὄψον αὐτὸ ἐσθίῃ... = αν κάποιος τρώει το κρέας μόνο του χωρίς ψωμί...
σημασία3: σε πτώση δοτική με ουσιαστικό μαζί με κάποιον ή κάτι: ναῦς τέτταρας αὐτοῖς ἀνδράσιν εἷλον = έπιασαν τέσσερα καράβια μαζί με τους άντρες τους (μαζί με το πλήρωμά τους).
σημασία4: ως επαναληπτική αντωνυμία χρησιμοποιείται μόνον στις πλάγιες πτώσεις ως αντωνυμία του γ΄ προσώπου, για να επαναλάβει ένα ουσιαστικό που έχει αναφερθεί προηγουμένως στην πρόταση. Γι' αυτό λέγεται επαναληπτική αντωνυμία αυτός: ὁ βασιλεὺς καὶ οἱ μετ' αὐτοῦ (δηλ. τοῦ βασιλέως) = ο βασιλιάς και όσοι είναι μαζί του.
σημασία5: με το άρθρο ὁ αὐτός, ἡ αὐτή, τὸ αὐτὸ & με κράση αὑτός, αὑτή, ταὐτὸ(ν) ο ίδιος, η ίδια, το ίδιο: ἀεὶ τὰ αὐτὰ λέγει = λέει πάντοτε τα ίδια πράγματα.
Νέα-Ελληνική: αυτός (με τη σημ. 4).
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία, πιθ. αὖ, αὖτε + -τός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
αὐτουργός-ός-ὸν-επίθετο::
* McsElla.αὐτουργός-ός-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.αὐτουργός-ός-ὸν@wordaryElla,
σημασία: αυτός που καλλιεργεί τη γη μόνος του, χωρίς τη βοήθεια σκλάβων.
Νέα-Ελληνική: αυτουργός στη φρ. ηθικός αυτουργός.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη *αὐτοFεργός < αὐτός + *Fεργ- (ἐργάζομαι, ἔργον) + παρ. επίθ. -ός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀφαιρέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἀφαιρέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀφαιρέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀφῄρημαι-«έχω-αφαιρέσει»!~μέσος-παρακείμενος-μέση-σημασία:ἀφαιρέω-ῶ@wordaryElla,
χρόνοι: άλλους βλέπε αἱρέω.
σημασία1: αφαιρώ, παίρνω.
σημασία2: μέση φωνή ἀφαιρέομαι -οῦμαι αφαιρώ (παίρνω) κάτι για τον εαυτό μου: ἀφαιροῦμαι τοὺς τούτου παῖδας τὴν δωρεάν = αφαιρώ από τα παιδιά αυτού τη δωρεά (για να τη χρησιμοποιήσω προς όφελός μου).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + αἱρέω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀφανής-ής-ὲς-επίθετο::
* McsElla.ἀφανής-ής-ὲς-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀφανής-ής-ὲς@wordaryElla,
* McsElla.ἀφανέστερος!~συγκριτικός:ἀφανής-ής-ὲς@wordaryEllα,
* McsElla.ἀφανέστατος!~υπερθετικός:ἀφανής-ής-ὲς@wordaryElla,
σημασία1: κρυμμένος και άρα αθέατος.
συνώνυμα: ἀόρατος.
σημασία2: άγνωστος: σὺν ἀφανεῖ λόγῳ = με άγνωστη κατηγορία.
σημασία3: για πρόσωπα άσημος.
συνώνυμα: ἄσημος.
οικογένεια: παράγωγα: ἀφάνεια, ἀφανῶς.
Νέα-Ελληνική: αφανής (με τις σημ. 1, 3).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερ. ἀ- + *φαν- (ἐ-φάν-ην < φαίνομαι) + παρ. επίθ. -ής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀφανίζω-ρήμα::
* McsElla.ἀφανίζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀφανίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἠφάνιζον!~παρατατικός:ἀφανίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἀφανιῶ!~μέλλοντας:ἀφανίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἠφάνικα!~παρακείμενος:ἀφανίζω@wordaryElla,
σημασία1: αποκρύπτω: ἀφανίζω τὸ συμφορώτατον = αποκρύπτω τα πιο μεγάλα συμφέροντα.
σημασία2: καταστρέφω εντελώς: ὅλως ἀφανίζω τὰ ἱερά = καταστρέφω εντελώς τα ιερά.
συνώνυμα: δῃόω «λεηλατώ».
σημασία3: παθ. φωνή ἀφανίζομαι εξαφανίζομαι: ὑποβρύχιος ἠφανίσθη = εξαφανίστηκε κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας.
οικογένεια: παράγωγα: ἀφανισμός, ἀφάνισις, σύνθετα: συναφανίζω.
Νέα-Ελληνική: αφανίζω (με τις σημ. 2, 3).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀφανής (βλέπε ἀφανής) + παρ. επίθ. -ίζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄφατος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἄφατος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἄφατος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία: ανέκφραστος, απερίγραπτος: ἄφατα χρήματα = απερίγραπτα χρηματικά ποσά.
συνώνυμα: ἄρρητος.
οικογένεια: παράγωγα: ἀφάτως.
Νέα-Ελληνική: άφατος «με κλειστό στόμα».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερ. ἀ- + φατός (< φημί + παρ. επίθ. –τός).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄφθονος(Α)-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἄφθονος(Α)-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἄφθονος(Α)-ος-ον@wordaryElla,
* McsElla.ἀφθονώτερος!~συγκριτικός:ἄφθονος(Α)-ος-ον@wordaryEllα,
* McsElla.ἀφθονέστερος!~συγκριτικός:ἄφθονος(Α)-ος-ον@wordaryEllα,
* McsElla.ἀφθονώτατος!~υπερθετικός:ἄφθονος(Α)-ος-ον@wordaryEllα,
* McsElla.ἀφθονέστατος!~υπερθετικός:ἄφθονος(Α)-ος-ον@wordaryElla,
σημασία: αυτός που δε νιώθει φθόνο.
* επίρρημα ἀφθόνως χωρίς φθόνο: τοὺς ἄλλους ἅπαντας ἀφθόνως ἠλευθέρωσεν = ελευθέρωσε όλους τους άλλους χωρίς κανένα φθόνο.
ετυμολογία: στερητ. ἀ- + *φθον- (< φθονέω) + παρ. επίθ. -ος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄφθονος(Β)-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἄφθονος(Β)-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἄφθονος(Β)-ος-ον@wordaryElla,
σημασία1: παθητικό αυτός που προσφέρεται σε αφθονία, άφθονος.
σημασία2: ενεργητικό αυτός που προσφέρει άφθονα.
οικογένεια: παράγωγα: ἀφθονία, ἀφθόνως.
Νέα-Ελληνική: άφθονος (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη αθροιστ. ἀ- + φθον- (συγγεν. του ἀφνειὸς «πλούσιος» και εὐθ-ηνὸς «φτηνός, διότι προσφέρεται σε αφθονία», εὐθ-ενέω «προσφέρομαι σε αφθονία, αφθονώ», ινδοευρωπαϊκός *gwh > φ/θ, *gwhen- < ελλ. (ἀ)φνε(ιός) - (εὐ)θην(ός), παράβαλε αρχ. ινδ. ghaná- «πυκνός, παχύς», λιθουανικός ganà «αρκετός».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀφίημι-ρήμα::
* McsElla.ἀφίημι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀφίημι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἵημι.
σημασία1: ρίχνω με δύναμη.
σημασία2: ελευθερώνω.
συνώνυμα: ἀπολύω.
σημασία3: αθωώνω: ἀφίημί τινα φόνου = αθωώνω κάποιον από την κατηγορία του φόνου.
συνώνυμα: ἀπολύω «αθωώνω».
σημασία4: διαλύω το γάμο μου, άρα χωρίζω.
συνώνυμα: διαζεύγνυμι.
σημασία5: παραμελώ: ἀφίημι τὰ θεῖα = παραμελώ τις θρησκευτικές υποθέσεις.
σημασία6: επιτρέπω σε κάποιον να κάνει κάτι: ἀφίημί τινα ἀποπλεῖν = επιτρέπω σε κάποιον να αποπλεύσει.
οικογένεια: παράγωγα: ἄφεσις, ἀφέτης, ἀφετηρία, σύνθετα: συναφίημι.
Νέα-Ελληνική: αφήνω «εγκαταλείπω, επιτρέπω κτλ.».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + ἵημι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀφικνέομαι-οῦμαι-ρήμα::
* McsElla.ἀφικνέομαι-οῦμαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀφικνέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἱκνέομαι.
σημασία: φθάνω: ἀφίκοντο οἱ πρέσϐεις οἴκαδε = έφθασαν οι πρέσβεις στην πατρίδα τους.
συνώνυμα: ἥκω «έχω φτάσει».
οικογένεια: παράγωγα: ἄφιξις.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + ἱκνέομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀφίστημι-ρήμα::
* McsElla.ἀφίστημι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀφίστημι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἵστημι.
σημασία1: απομακρύνω κάποιον.
σημασία2: στην παθ. φωνή και στους αμετάβ. χρόνους της ενεργ. (ἀπέστην, ἀφέστηκα βλέπε ἵστημι) ἀφίσταμαι
σημασίαα: απέχω από κάποιον/κάτι: ἀφίσταμαι κινδύνου = απέχω από τον κίνδυνο.
σημασίαβ: αποστατώ από κάποιον: ἀπέστησαν ἀπὸ τοῦ Δαρείου = αποστάτησαν από το Δαρείο.
σημασίαγ: αποφεύγω να κάνω κάτι: ἀπέστην τοῦτ'ρωτῆσαι σαφῶς = απέφυγα να ρωτήσω αυτό επακριβώς.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + ἵστημι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄφρων-ων-ον-επίθετο::
* McsElla.ἄφρων-ων-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἄφρων-ων-ον@wordaryElla,
* McsElla.ἀφρονέστερος!~συγκριτικός:ἄφρων-ων-ον@wordaryEllα,
* McsElla.ἀφρονέστατος!~υπερθετικός:ἄφρων-ων-ον@wordaryElla,
σημασία: ανόητος, ηλίθιος.
οικογένεια: παράγωγα: ἀφροσύνη, ἀφρόνως.
Νέα-Ελληνική: παράβαλε η παραβολή του άφρονος πλουσίου.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερ. ἀ- + φρήν.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Ἀχέρων-οντος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.Ἀχέρων-οντος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Ἀχέρων-οντος-ὁ@wordaryElla,
σημασία: ποταμός στον Κάτω Κόσμο.
Νέα-Ελληνική: Αχέροντας.
ετυμολογία: ουδ. *ἄχερος «βάλτος, λίμνη», ομόρρ. με αρχ. σλαβ. jezero «λίμνη», λιθουανικός ēžeras.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄχθομαι-ρήμα::
* McsElla.ἄχθομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἄχθομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἠχθόμην!~παρατατικός:ἄχθομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἀχθέσομαι!~μέσος-μέλλοντας:ἄχθομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἀχθεσθήσομαι-«θα-στενοχωρηθώ»!~παθητικός-μέλλοντας-μέση-σημασία:ἄχθομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἠχθέσθην-«στενοχωρήθηκα»!~παθητικός-αόριστος-μέση-σημασία:ἄχθομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἤχθημαι-«έχω-στενοχωρηθεί»!~παθητικός-παρακείμενος-μέση-σημασία:ἄχθομαι@wordaryElla,
σημασία: στενοχωριέμαι, ενοχλούμαι: Ἀρίσταρχον στρατηγοῦντ' ἄχθομαι = στενοχωριέμαι να είναι ο Αρίσταρχος στρατηγός.
οικογένεια: παράγωγα: ἀχθηδών «ενόχληση», σύνθετα: ἐπάχθομαι, συνάχθομαι.
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία, ίσως συγγεν. του ἄγω, παράβαλε ἄχθ-ος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀχρεῖος-εῖος|εία-εῖον-επίθετο::
* McsElla.ἀχρεῖος-εῖος|εία-εῖον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀχρεῖος-εῖος|εία-εῖον@wordaryElla,
* McsElla.ἀχρειότερος!~συγκριτικός:ἀχρεῖος-εῖος|εία-εῖον@wordaryEllα,
* McsElla.ἀχρειότατος!~υπερθετικός:ἀχρεῖος-εῖος|εία-εῖον@wordaryElla,
σημασία: άχρηστος, ασύμφορος: οὐκ ἀπράγμονα ἀλλ' ἀχρεῖον νομίζομεν = δεν τον θεωρούμε φιλήσυχο αλλά άχρηστο.
Νέα-Ελληνική: αχρείος «άχρηστος, ελεεινός» κτλ.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερ. ἀ- + *χρει- (< χρειόω «είμαι χρήσιμος») + παρ. επίθ. -ος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀχρειόω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἀχρειόω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀχρειόω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: αχρηστεύω κάτι.
Νέα-Ελληνική: σύνθ. εξαχρειώνω «ταπεινώνω ηθικά, κουρελιάζω».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀχρεῖος + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄχρι--ἄχρις-πρόθεση-σύνδεσμος::
* McsElla.ἄχρι-πρόθεση@wordaryElla,
* McsElla.πρόθεση.ἄχρι@wordaryElla,
* McsElla.ἄχρις-πρόθεση@wordaryElla,
* McsElla.πρόθεση.ἄχρις@wordaryElla,
* McsElla.ἄχρι-σύνδεσμος@wordaryElla,
* McsElla.σύνδεσμος.ἄχρι@wordaryElla,
* McsElla.ἄχρις-σύνδεσμος@wordaryElla,
* McsElla.σύνδεσμος.ἄχρις@wordaryElla,
σημασίαΑ: Ως πρόθεση συντάσσεται με γενική και δηλώνει:
σημασία1: χρόνο μέχρι: ἄχρι τῆς σήμερον ἡμέρας = μέχρι σήμερα.
σημασία2: τόπο μέχρι: ἄχρι τοῦ Πειραιῶς = μέχρι τον Πειραιά.
σημασίαΒ: Ως σύνδεσμος συντάσσεται με αναφορική πρόταση, για να δηλώσει χρόνο: μέχρι: ἄχρι οὗ ὅδε ὁ λόγος ἐγράφετο = μέχρι που γράφτηκε αυτό το κείμενο.
ετυμολογία: αντιστοιχεί στο μέχρι, παράβαλε για την ισοδυναμία ἄ-χρι = μέ-χρι αρχ. ἄ-λευρον = μυκην. me-reuro = μέ-λευρον.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄψυχος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἄψυχος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἄψυχος-ος-ον@wordaryElla,
* McsElla.ἀψυχότερος!~συγκριτικός:ἄψυχος-ος-ον@wordaryEllα,
* McsElla.ἀψυχότατος!~υπερθετικός:ἄψυχος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που δεν έχει ψυχή.
σημασία2: δειλός: ἀψυχότεραι αἱ θήλειαι = τα θηλυκά είναι πιο δειλά.
αντώνυμα: ἀνδρεῖος.
οικογένεια: παράγωγα: ἀψυχία, ἀψυχέω, ἀψυχεί, ἀψύχως.
Νέα-Ελληνική: άψυχος (με τη σημ. 1 και άλλες σημ.).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερ. ἀ- + ψυχή + παρ. επίθ. -ος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
letter::
* McsEngl.wordaryElla.vita,
====== langoGreekAncient:
* McsElla.λεξικόΕλλα.Β,
Β-β-βῆτα-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.Β-β-βῆτα-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Β-β-βῆτα-τὸ@wordaryElla,
σημασία: το δεύτερο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Κατά την κλασική περίοδο (5oς-4oς αι. π.Χ.) είχε τη φωνητική αξία ηχηρού κλειστού φθόγγου και οι αρχαίοι Έλληνες το πρόφεραν ως [b].
* ως αριθμητικό σύμβολο: β΄ = 2, αλλά ͵β = 2.000.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βαβαὶ-επιφώνημα::
* McsElla.βαβαὶ-επιφώνημα@wordaryElla,
* McsElla.επιφώνημα.βαβαὶ@wordaryElla,
παρατήρηση: ως έκφραση έκπληξης ή θαυμασμού (βλέπε και παπαῑ): βαβαὶ τοῦ λόγου = μπα, μπα, τι λόγος!
ετυμολογία: ηχομιμ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βάδην-επίρρημα::
* McsElla.βάδην-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.βάδην@wordaryElla,
σημασία: με βήμα πορείας, βαδίζοντας: βάδην ταχύ = με γρήγορο βηματισμό.
αντώνυμα: δρόμῳ «τρέχοντας».
Νέα-Ελληνική: βάδην.
ετυμολογία: *βα-δ- < *βα- (< βαίνω) + παρ. επίθ. -ην, παράβαλε τροχάδ-ην.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βαδίζω-ρήμα::
* McsElla.βαδίζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.βαδίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐβάδιζον!~παρατατικός:βαδίζω@wordaryElla,
* McsElla.βαδιοῦμαι!~μέλλοντας:βαδίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐβάδισα!~αόριστος:βαδίζω@wordaryElla,
* McsElla.βεβάδικα!~παρακείμενος:βαδίζω@wordaryElla,
σημασία1: προχωρώ με βήμα πεζού, βαδίζω.
αντώνυμα: τρέχω.
σημασία2: πηγαίνω κάπου: οὐδεὶς ἤθελε βαδίζειν = κανένας δεν ήταν πρόθυμος να πάει. ἐπ' οἰκίας βαδίζω = πηγαίνω στο σπίτι μου.
σημασία3: μεταφορικά αἱ τιμαὶ ἐπ' ἔλαττον ἐβάδιζον = οι τιμές έπεφταν.
οικογένεια: παράγωγα: βάδισις, βάδισμα, σύνθετα: συμβαδίζω.
Νέα-Ελληνική: βαδίζω.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *βα-δ- (< *βα- < βαίνω) + παρ. επίθ. -ίζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βαθμός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.βαθμός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.βαθμός-οῦ-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: σκαλί, σκαλοπάτι, κατώφλι.
σημασία2: μεταφορικά μέγεθος, βαθμός.
οικογένεια: παράγωγα: βαθμίς, βαθμηδόν.
Νέα-Ελληνική: βαθμός (με τη σημ. 2). Προς τη σημ. 1 συγγενής σημασιολογικά λέξη είναι η βαθμίδα στη φρ. οι βαθμίδες της ιεραρχίας.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *βα- (< βαίνω) + σ (πβ. βασ-μός) + παρ. επίθ. -μός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βάθος-ους-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.βάθος-ους-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.βάθος-ους-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: βάθος ή ύψος, ανάλογα με την κατεύθυνση προς τα πάνω ή προς τα κάτω: αἰθέρος βάθος = το ύψος της ατμόσφαιρας. Ταρτάρου βάθη = τα βάθη του Κάτω Κόσμου.
σημασία2: το βάθος μιας στρατιωτικής παράταξης, σε αντίθεση προς το μέτωπο: τοὺς πρώτους οὐ πλέον ἢ ἐπὶ δώδεκα ἐποίησαν, τὸ βάθος δ' ἐπὶ πολλῶν = έφτιαξαν το μέτωπο της στρατιωτικής παράταξης όχι με περισσότερους από δώδεκα στρατιώτες, ενώ το βάθος με πολλούς.
Νέα-Ελληνική: βάθος (με τις σημ. 1, 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη βαθύς + παρ. επίθ. -ος > βάθος, που υποκατέστησε τη λ. βένθος, -ους, τό = ο βυθός της θάλασσας.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βάθρον-ου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.βάθρον-ου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.βάθρον-ου-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: βάση: ἐπειρῶντο τὰ ἀγάλματα ἐκ τῶν βάθρων ἐξανασπᾶν = προσπαθούσαν να αφαιρέσουν τα αγάλματα από τα βάθρα τους.
σημασία2: θρανίο σε σχολείο, ή κάθισμα σε βουλευτήριο: οἱ διδάσκαλοι παρατιθέασιν αὐτοῖς ἐπὶ τῶν βάθρων ποιήματα = οι δάσκαλοι τους παρουσιάζουν πάνω στα θρανία ποιήματα. οἱ τριάκοντα ἐκάθηντο ἐπὶ τῶν βάθρων = οι Τριάκοντα (τύραννοι) κάθονταν στις έδρες τους.
Νέα-Ελληνική: βάθρο.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *βα- (< βαίνω) + παρ. επίθ. -θρον.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βαθύς-εῖα-ὺ-επίθετο::
* McsElla.βαθύς-εῖα-ὺ-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.βαθύς-εῖα-ὺ@wordaryElla,
* McsElla.βαθύτερος!~συγκριτικός:βαθύς-εῖα-ὺ@wordaryEllα,
* McsElla.βαθύτατος!~υπερθετικός:βαθύς-εῖα-ὺ@wordaryElla,
σημασία1: βαθύς ή ψηλός, ανάλογα με τη θέση του παρατηρητή.
σημασία2: ως προσδιορισμός χρόνου βαθὺ γῆρας = βαθιά γεράματα. ὄρθρος βαθύς = βαθιά ξημερώματα, μόλις αρχίζει να χαράζει.
οικογένεια: παράγωγα: βαθύνω, σύνθετα: βαθύπλουτος.
Νέα-Ελληνική: βαθύς (με τις σημ. 1, 2).
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βαίνω-ρήμα::
* McsElla.βαίνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.βαίνω@wordaryElla,
* McsElla.ἔβαινον!~παρατατικός:βαίνω@wordaryElla,
* McsElla.βήσομαι!~μέλλοντας:βαίνω@wordaryElla,
* McsElla.ἔβην!~αόριστος:βαίνω@wordaryElla,
* McsElla.βέβηκα!~παρακείμενος:βαίνω@wordaryElla,
* McsElla.ἐβεβήκειν!~υπερσυντέλικος:βαίνω@wordaryElla,
* McsElla.-βαθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:βαίνω@wordaryElla,
* McsElla.-εβάθην!~παθητικός-αόριστος:βαίνω@wordaryElla,
* McsElla.-βέβαμαι!~παθητικός-παρακείμενος:βαίνω@wordaryElla,
* McsElla.-βέβασμαι!~παθητικός-παρακείμενος:βαίνω@wordaryElla,
σημασία: περπατώ, βαδίζω.
οικογένεια: παράγωγα: βάσις, βῆμα, βαθμός, βάθρον, βωμός, βάδην, σύνθετα: ἀναβαίνω, ἐπιβαίνω, ἀναβάτης, ἐπιβάτης.
ετυμολογία: *βᾱν-jω, θέματα: βη-, βᾰ-, βᾱ-.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βακτηρία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.βακτηρία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.βακτηρία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: ραβδί, μπαστούνι.
συνώνυμα: ῥάβδος.
σημασία2: μεταφορικά ράβδος, ως σύμβολο εξουσίας: λαβὼν τὴν βακτηρίαν βαδίζει εἰς τὸ δικαστήριον.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *βακ- (αβέβ.) + παρ. επίθ. -τηρ + παρ. επίθ. -ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Βάκχος-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.Βάκχος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Βάκχος-ου-ὁ@wordaryElla,
παρατήρηση: κύριο όνομα ο θεός Διόνυσος.
οικογένεια: παράγωγα: βακχάω -ῶ, βάκχειος/βακχεῖος, Βάκχη.
ετυμολογία: ξένη λ., πιθ. αρχ. θρακική.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βαλανεῖον-είου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.βαλανεῖον-είου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.βαλανεῖον-είου-τὸ@wordaryElla,
σημασία: μπάνιο (το οίκημα): ὑπὸ φειδωλίας οὐδ' εἰς βαλανεῖον ἦλθε λουσόμενος = από την τσιγκουνιά του δεν ήρθε ούτε στα λουτρά για να πλυθεί.
Νέα-Ελληνική: μπάνιο < ιταλ. bagno < λατινικός balnĕum, balnēum < βαλανεῖον.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *βαλανε- (πβ. βαλανεύω = θερμαίνω το λουτρό με βαλανίδια) + παρ. επίθ. -ι-ον.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βάλανος-άνου-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.βάλανος-άνου-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.βάλανος-άνου-ἡ@wordaryElla,
σημασία: βαλανίδι.
οικογένεια: σύνθετα: βαλανηφόρος.
Νέα-Ελληνική: βαλανίδι, βελανίδι.
ετυμολογία: *βαλανο- < ινδοευρωπαϊκός *gwol-eno.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βαλλάντιον-ίου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.βαλλάντιον-ίου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.βαλλάντιον-ίου-τὸ@wordaryElla,
σημασία: σακουλάκι όπου έβαζαν τα χρήματα, πουγκί.
Νέα-Ελληνική: βαλάντιο «πορτοφόλι».
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία, πιθανότατα δάν..
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βάλλω-ρήμα::
* McsElla.βάλλω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.βάλλω@wordaryElla,
* McsElla.ἔβαλλον!~παρατατικός:βάλλω@wordaryElla,
* McsElla.βαλῶ!~μέλλοντας:βάλλω@wordaryElla,
* McsElla.ἔβαλον!~αόριστος-β΄:βάλλω@wordaryElla,
* McsElla.βέβληκα!~παρακείμενος:βάλλω@wordaryElla,
* McsElla.ἐβεβλήκειν!~υπερσυντέλικος:βάλλω@wordaryElla,
* McsElla.βαλοῦμαι!~μέσος-μέλλοντας:βάλλω@wordaryElla,
* McsElla.βληθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:βάλλω@wordaryElla,
* McsElla.ἐβαλόμην!~μέσος-αόριστος-β΄:βάλλω@wordaryElla,
* McsElla.ἐβλήθην!~παθητικός-αόριστος:βάλλω@wordaryElla,
* McsElla.βέβλημαι!~παθητικός-παρακείμενος:βάλλω@wordaryElla,
* McsElla.ἐβεβλήμην!~παθητικός-υπερσυντέλικος:βάλλω@wordaryElla,
σημασία1: ρίχνω κάτι εναντίον κάποιου, για να τον χτυπήσω, τον χτυπώ: βάλλω τινὰ δόρατι / κεραυνῷ = χτυπώ κάποιον με το δόρυ / με κεραυνό.
συνώνυμα: παίω, τύπτω, πλήττω, πατάσσω.
σημασία2: γενικά ρίχνω: βάλλω τινὰ ἐν δαπέδῳ = ρίχνω κάποιον κάτω. βάλλω σπόρον = ρίχνω το σπόρο.
συνώνυμα: ῥίπτω.
οικογένεια: παράγωγα: βλῆ-μα, βέλ-ος, βελ-όνη, διά-βολος, σύνθετα: ἀντι-παρα-βάλ-λω, δια-βάλ-λω,πι-βάλ-λω, ἀν-υπέρ-βλη-τος.
Νέα-Ελληνική: βάζω (ενεστ. από αόρ. έβανα < έβαλα) με σημ. «τοποθετώ». Το σημερινό βάζω οι αρχαίοι το έλεγαν τίθημι.
ετυμολογία: *βαλ-jω, θέματα βαλ-, βλη-.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βάναυσος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.βάναυσος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.βάναυσος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία: αυτός που ασκεί κάποια τέχνη, ο τεχνίτης (σε αντίθεση λ.χ. με το γεωργό): ὁ βάναυσος καὶ ὁ γεωργικὸς δῆμος = οι τεχνίτες και οι γεωργοί. οἱ βάναυσοι ως ουσ. = οι τεχνίτες.
οικογένεια: παράγωγα: βαναυσία, βαναυσικός.
Νέα-Ελληνική: βάναυσος «βίαιος, σκληρός».
ετυμολογία: ίσως (με ανομοιωτική έκπτωση του πρώτου από τα δύο υ) *βαυν-αυσος < βαῡν-ος «φούρνος» + αὔω «καίω», παράβαλε τον ορισμό για τη λ. βαναυσία: πᾶσα τέχνη διὰ πυρός· κυρίως δὲ ἡ περὶ τὰς καμίνους = βαναυσία ονομάζεται κάθε επάγγελμα που χρησιμοποιεί φωτιά και ιδιαίτερα του σιδηρουργού.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βαπτίζω-ρήμα::
* McsElla.βαπτίζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.βαπτίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐβάπτιζον!~παρατατικός:βαπτίζω@wordaryElla,
* McsElla.βαπτιῶ!~μέλλοντας:βαπτίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐβάπτισα!~αόριστος:βαπτίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐβαπτίσθην!~παθητικός-αόριστος:βαπτίζω@wordaryElla,
* McsElla.βεβάπτισμαι!~παθητικός-παρακείμενος:βαπτίζω@wordaryElla,
σημασία1: βυθίζω σε νερό ή σε άλλο υγρό, εμβαπτίζω: βάπτισον σεαυτόν = μπες μέσα στο νερό.
σημασία2: βαφτίζω (βουτώντας αυτόν που βαπτίζεται μέσα στο νερό).
σημασία3: παθητική φωνή βαπτίζομαι βυθίζομαι.
* μεταφορικά ὀφλήμασι βεβαπτισμένος = βυθισμένος στα χρέη.
οικογένεια: παράγωγα: βάπτισμα, βάπτισις.
Νέα-Ελληνική: βαπτίζω, βαφτίζω (με σημ. 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη βάπτω + παρ. επίθ. -ίζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βάπτω-ρήμα::
* McsElla.βάπτω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.βάπτω@wordaryElla,
* McsElla.ἔβαπτον!~παρατατικός:βάπτω@wordaryElla,
* McsElla.βάψω!~μέλλοντας:βάπτω@wordaryElla,
* McsElla.ἔβαψα!~αόριστος:βάπτω@wordaryElla,
* McsElla.βάψομαι!~μέσος-μέλλοντας:βάπτω@wordaryElla,
* McsElla.ἐβαψάμην!~μέσος-αόριστος:βάπτω@wordaryElla,
* McsElla.ἐβάφην!~παθητικός-αόριστος-β΄:βάπτω@wordaryElla,
* McsElla.βέβαμμαι!~παθητικός-παρακείμενος:βάπτω@wordaryElla,
σημασία1: βυθίζω κάτι σε υγρό: βάπτω εἰς ὕδωρ.
σημασία2: βυθίζω σε βαφή, βάφω: ἔρια βεβαμμένα = μαλλιά (ζώων) βαμμένα.
οικογένεια: παράγωγα: βαφή, βαφεύς, βάμμα ( < *βάφ-μα), βαπτός.
Νέα-Ελληνική: βάφω (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: *βάφ-τ-ω, ινδοευρωπαϊκός αρχής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βάρβαρος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.βάρβαρος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.βάρβαρος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που είναι ξένος, ξενικός (σε αντίθεση με το ελληνικός): βάρβαρος φωνή = ξένη, βαρβαρική, γλώσσα.
συνώνυμα: ξένος.
σημασία2: αγενής, απάνθρωπος ή αμόρφωτος: σκαιόςστι καὶ βάρβαρος = είναι απαίσιος και απάνθρωπος.
οικογένεια: παράγωγα: βαρβαρικός, βαρβαρισμός, βαρβαρόομαι -οῦμαι, σύνθετα: βαρβαρόφωνος.
Νέα-Ελληνική: βάρβαρος (με τις σημ. 1, 2).
ετυμολογία: ηχοποίητη λέξη.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βαρύς-εῖα-ὺ-επίθετο::
* McsElla.βαρύς-εῖα-ὺ-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.βαρύς-εῖα-ὺ@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που έχει μεγάλο βάρος, βαρύς.
αντώνυμα: ἐλαφρός.
σημασία2: αυτός που δύσκολα μπορεί κανείς να τον αντέξει, οδυνηρός ή ενοχλητικός: βαρεῖα ξυμφορά.
σημασία3: έντονος, σφοδρός: βαρεῖα ἐπιθυμία.
σημασία4: βαριά οπλισμένος στρατιώτης.
σημασία5: για πρόσωπα αυστηρός, σοβαρός.
σημασία6: στη μουσική βαρύς ἦχος.
αντώνυμα: ὀξύς.
οικογένεια: παράγωγα: βαρέως, βάρος, βαρύνω, βαρύτης, σύνθετα: βαρύθυμος.
Νέα-Ελληνική: βαρύς (με τις σημ. 1, 5, 6).
ετυμολογία: *βαρύ- + -ς, παράβαλε αρχ. ινδ. gurú-, γοτθ. kaurus.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βασανίζω-ρήμα::
* McsElla.βασανίζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.βασανίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐβασάνιζον!~παρατατικός:βασανίζω@wordaryElla,
* McsElla.βασανιῶ!~μέλλοντας:βασανίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐβασάνισα!~αόριστος:βασανίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐβασανίσθην!~παθητικός-αόριστος-α΄:βασανίζω@wordaryElla,
* McsElla.βεβασάνισμαι!~παθητικός-παρακείμενος:βασανίζω@wordaryElla,
σημασία1: δοκιμάζω τη γνησιότητα του χρυσού.
σημασία2: ελέγχω κάτι ή κάποιον πολύ προσεκτικά: βεβασανισμένος εἰς δικαιοσύνην = που έχει δοκιμαστεί η πίστη του στη δικαιοσύνη.
σημασία3: ανακρίνω κυρίως δούλο χρησιμοποιώντας βασανιστήρια.
οικογένεια: παράγωγα: βασανιστής.
Νέα-Ελληνική: βασανίζω (με αλλαγή σημ. «ταλαιπωρώ», που είναι επέκταση της σημ. 3).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη βάσαν-ος + παρ. επίθ. -ίζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βάσανος-άνου-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.βάσανος-άνου-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.βάσανος-άνου-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: η πέτρα (λυδία λίθος) με την οποία δοκίμαζαν τη γνησιότητα του χρυσού, και κατ' επέκταση ο έλεγχος πράγματος ή προσώπου: πλοῦτος βάσανος ἀνθρώπου τρόπων = ο πλούτος δείχνει το χαρακτήρα του ανθρώπου.
σημασία2: βασανιστήριο για να ομολογήσει ένας δούλος: εἰς βάσανον παραδίδωμι τὸν δοῦλον = παραδίδω το δούλο για να βασανιστεί.
Νέα-Ελληνική: βάσανο.
ετυμολογία: δάν. από ανατολ. γλώσσα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βασιλεύς-έως-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.βασιλεύς-έως-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.βασιλεύς-έως-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: βασιλιάς.
σημασία2: στην Αθήνα ένας από τους ἐννέα ἄρχοντας (βλέπε ἄρχων).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βασιλίς-ίδος-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.βασιλίς-ίδος-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.βασιλίς-ίδος-ἡ@wordaryElla,
σημασία: βασίλισσα.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη βασιλ(εύς) + παρ. επίθ. -ίς.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βάσκανος-κάνου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.βάσκανος-κάνου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.βάσκανος-κάνου-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: ως ουσιαστικό
σημασίαα: μάγος.
σημασίαβ: συκοφάντης.
σημασία2: ως επίθ. βάσκανος, -ος, -ον συκοφαντικός, μοχθηρός.
οικογένεια: παράγωγα: βασκανία.
Νέα-Ελληνική: βάσκανος στη φρ. βάσκανος οφθαλμός «μάτι που ματιάζει».
ετυμολογία: παράβαλε Ησύχιο «βάσκειν· λέγειν, κακολογεῖν», παράβαλε βά-ζω «λέγω, ομιλώ».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βδελύττομαι-ρήμα::
* McsElla.βδελύττομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.βδελύττομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐβδελυττόμην!~παρατατικός:βδελύττομαι@wordaryElla,
* McsElla.βδελύξομαι!~μέλλοντας:βδελύττομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐβδελύχθην!~αόριστος:βδελύττομαι@wordaryElla,
παρατήρηση: ο κοινός τύπος είναι βδελύσσομαι
σημασία: αισθάνομαι αηδία για το φαγητό, και κατ' επέκταση αποστρέφομαι κάτι.
οικογένεια: παράγωγα: βδελυγμία.
Νέα-Ελληνική: βδελύσσομαι (με την ίδια σημ.).
ετυμολογία: ηχοποίητη λέξη, παράβαλε το ηχοποίητο βδέω = πέρδομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βέβαιος-αιος|αία-αιον-επίθετο::
* McsElla.βέβαιος-αιος|αία-αιον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.βέβαιος-αιος|αία-αιον@wordaryElla,
σημασία1: στερεός: βέβαιον ὄχημα.
σημασία2: σταθερός, ασφαλής, βέβαιος: ἀρετῆς βέβαιαι αἱ κτήσεις = ασφαλή είναι μόνο όσα αποκτά κανείς με την αρετή.
σημασία3: για πρόσωπα αυτός που είναι σταθερός στις ιδέες και στις αποφάσεις του, αξιόπιστος: βέβαιος φίλος.
οικογένεια: παράγωγα: βεβαίως, βεβαιότης, βεβαιόω, βεβαιωτικός.
Νέα-Ελληνική: βέβαιος.
ετυμολογία: βε-βαι- < βαίνω με εμφατικό διπλασιασμό συλλαβής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βέβηλος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.βέβηλος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.βέβηλος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία1: αυτός τον οποίο επιτρέπεται να πλησιάσει και να χρησιμοποιήσει ο άνθρωπος, σε αντίθεση με αυτόν που είναι ἱερός: βέβηλον ἄλσος = προσιτό δάσος (όχι ἱερὸν ἄλσος).
αντώνυμα: ἄδυτος.
σημασία2: για πρόσωπα αυτός που είναι αμύητος στα θρησκευτικά μυστήρια: ἑκὰς οἱ βέβηλοι = να απομακρυνθούν οι αμύητοι (από τις τελετές των Ελευσινίων μυστηρίων).
οικογένεια: παράγωγα: βεβηλόω.
Νέα-Ελληνική: βέβηλος «που προσβάλλει τα θεία».
ετυμολογία: *βέ-βη-λος (< βαίνω) = αυτός όπου μπορεί να μπει άνθρωπος, βέ-βη-(κα) (παρακ. του βαίνω) + παρ. επίθ. -λος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βέλτιστος-ίστη-ιστον-επίθετο::
* McsElla.βέλτιστος-ίστη-ιστον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.βέλτιστος-ίστη-ιστον@wordaryElla,
παρατήρηση: υπερθετικός βαθμός του επιθέτου βλέπε ἀγαθὸς
σημασία1: πάρα πολύ καλός, άριστος: βέλτιστος ἀνήρ. τὰ βέλτιστα τῶν πραγμάτωνπιθυμοῦσιν = επιθυμούν ό,τι καλύτερο.
* γνωμικό δυοῖν κακοῖν προκειμένοιν, τὸ μὴ χεῖρον βέλτιστον = ανάμεσα σε δύο κακά, θεωρείται καλό το λιγότερο κακό.
* ως φιλική προσφώνηση ὦ βέλτιστε = φίλε μου.
σημασία2: οἱ βέλτιστοι η αριστοκρατία ως πολιτική παράταξη (βλέπε ἀγαθός, κράτιστος).
ετυμολογία: *βελτ-.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βελτίων-ίων-βέλτιον-επίθετο::
* McsElla.βελτίων-ίων-βέλτιον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.βελτίων-ίων-βέλτιον@wordaryElla,
παρατήρηση: συγκριτικός βαθμός του επιθέτου βλέπε ἀγαθὸς
σημασία: καλύτερος: τὰ βελτίονα προσδοκῶ = ελπίζω στο καλύτερο.
* γνωμικό βέλτιον (ἐστί) ὑφ' ἑτέρου ἢ ὑφ'
ἑαυτοῦ ἐπαινεῖσθαι = είναι καλύτερα να σε επαινούν οι άλλοι παρά να επαινείς εσύ τον εαυτό σου.
οικογένεια: παράγωγα: βελτίωσις.
Νέα-Ελληνική: βελτίωση.
ετυμολογία: *βελτ-, ινδοευρωπαϊκός αρχής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βῆμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.βῆμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.βῆμα-ατος-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: η κίνηση των ποδιών στο βάδισμα, το βήμα: σπουδῇ βημάτων πορεύεται = προχωρεί με γρήγορα βήματα.
σημασία2: υπερυψωμένη θέση για τον ομιλητή μιας δημόσιας συνέλευσης: προσελθὼν Περικλῆςπὶ βῆμα ὑψηλὸν πεποιημένον, ὅπως ἀκούοιτο ὡς ἐπὶ πλεῖστον τοῦ ὁμίλου, ἔλεγε τοιάδε = και αφού ανέβηκε ο Περικλής σε ένα ψηλό βήμα, για να ακούγεται σε όσο γίνεται περισσότερο πλήθος, έλεγε τα εξής.
οικογένεια: παράγωγα: βηματίζω.
Νέα-Ελληνική: βήμα (και με τις δύο σημ.).
ετυμολογία: *βη- (πβ. βέ-βη-κα < βαίνω) + παρ. επίθ. -μα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.βία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.βία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: εξαναγκασμός: βίᾳ = διά της βίας.
οικογένεια: παράγωγα: βιάζω, βίαιος, βιαιότης.
Νέα-Ελληνική: βία στη φρ. διά της βίας.
ετυμολογία: αντιστοιχεί ακριβώς στο αρχ. ινδ. jiyd- «κυριαρχία», *gwiye-.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βιάζω-ρήμα::
* McsElla.βιάζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.βιάζω@wordaryElla,
* McsElla.βιασθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:βιάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐβιασάμην!~μέσος-αόριστος:βιάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐβιάσθην!~παθητικός-αόριστος:βιάζω@wordaryElla,
* McsElla.βεβίασμαι!~παθητικός-και-μέσος-παρακείμενος:βιάζω@wordaryElla,
σημασία1: μεταχειρίζομαι βία.
σημασία2: παθητική φωνή βιάζομαι αναγκάζομαι να κάτι: βιαζόμενοι ὑπὸ τῆς προσβολῆς ἱππέων, ἠπείγοντο πρὸς τὸν ποταμόν = επειδή πιέζονταν από την επίθεση του ιππικού, έσπευδαν προς το ποτάμι.
συνώνυμα: ἀναγκάζομαι.
σημασία3: μέση φωνή βιάζομαι πετυχαίνω κάτι με βία ή με δυναμικό τρόπο: βιάζομαι τὸν ἔκπλουν = κατορθώνω να αποπλεύσω διά της βίας.
οικογένεια: παράγωγα: βιασμός, βιαστικός.
Νέα-Ελληνική: παθ. βιάζομαι «υφίσταμαι βία» και μέσο βιάζομαι «με κατέχει βιασύνη».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη βία + παρ. επίθ. -άζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βιβάζω-ρήμα::
* McsElla.βιβάζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.βιβάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐβίβαζον!~παρατατικός:βιβάζω@wordaryElla,
* McsElla.βιβῶ-(-ᾷς-ᾷ-κτλ.)!~μέλλοντας:βιβάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐβίβασα!~αόριστος:βιβάζω@wordaryElla,
* McsElla.βιβῶμαι-(-ᾷ-ᾶται-κτλ.)!~μέσος-μέλλοντας:βιβάζω@wordaryElla,
* McsElla.βιβασθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:βιβάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐβιβασάμην!~μέσος-αόριστος:βιβάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐβιβάσθην!~παθητικός-αόριστος:βιβάζω@wordaryElla,
* McsElla.βεβίβασμαι!~παθητικός-παρακείμενος:βιβάζω@wordaryElla,
παρατήρηση: μεταβατικό του βαίνω, που χρησιμοποιείται κυρίως ως β΄ συνθετικό, λ.χ. ἀναβιβάζω
σημασία: διαβιβάζω, μεταβιβάζω, στέλνω.
ετυμολογία: *βι-βάδ-jω > βιβάζω, < *βαδ- (πβ. βάδ-ην, βαδ-ίζω < *gwnod).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βίβλος--βύβλος-ου-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.βίβλος-ου-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.βίβλος-ου-ἡ@wordaryElla,
* McsElla.βύβλος-ου-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.βύβλος-ου-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: ο πάπυρος (το φυτό).
σημασία2: ο παπυρικός κύλινδρος που ήταν η συνηθισμένη μορφή του βιβλίου στην αρχαιότητα, βιβλίο.
σημασία3: υποδιαίρεση ενός βιβλίου, κεφάλαιο (λχ. η ιστορία του Ηροδότου περιλάμβανε 9 βίβλους)
οικογένεια: παράγωγα: βίβλινος.
Νέα-Ελληνική: Βίβλος «η Αγία Γραφή».
ετυμολογία: Βύβλος, ἡ (αρχαία φοινικική πόλη).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βίος-ίου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.βίος-ίου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.βίος-ίου-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: η ζωή, ο τρόπος ζωής του ανθρώπου: ὁ καθ' ἡμέραν βίος = η καθημερινή ζωή. ἐν εἰρήνῃ διάγω τὸν βίον = ζω μια ζωή ειρηνική. βίος οὐ βιωτός = ζωή ανυπόφορη.
* γνωμικό βίος ἀνεόρταστος, μακρὰ ὁδὸς ἀπανδόκευτος = ζωή χωρίς γιορτή μοιάζει με μεγάλη οδοιπορία χωρίς πανδοχείο στη διαδρομή.
σημασία2: τα υλικά μέσα τα απαραίτητα για τη ζωή, και ειδικότερα η περιουσία, το βιος: τὸ πλεῖστον τοῦ βίου ἐντεῦθεν ἐποιοῦντο = από εδώ (από την πειρατεία) απεκόμιζαν τα περισσότερα εισοδήματά τους.
οικογένεια: παράγωγα: βιόω -ῶ, σύνθετα: βιοδότης.
Νέα-Ελληνική: ο βίος (με σημ. 1), το βιος (με σημ. 2).
ετυμολογία: *βιFος, παράβαλε λατινικός vivus, IE *gwey- από όπου και ὑγιής, παράβαλε αρχ. ινδ. gàya- «ζωή».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βιόω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.βιόω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.βιόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐβίουν!~παρατατικός:βιόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.βιώσομαι!~μέλλοντας:βιόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.βιώσω-μεταγενέστερος!~μέλλοντας:βιόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐβίωσα!~αόριστος-α΄:βιόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐβίων!~αόριστος-β΄:βιόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.βεβίωκα!~παρακείμενος:βιόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.βεβίωμαι!~παθητικός-παρακείμενος:βιόω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: ζω, περνώ τη ζωή μου: βιῶ κοσμίως / παρανόμως. τὰ σοὶ κἀμοὶ βεβιωμένα = οι πράξεις της δικής σου και της δικής μου ζωής.
συνώνυμα: ζήω – ζῶ.
αντώνυμα: ἀποθνῄσκω.
* γνωμικό βιοῦν ἀλύπως θνητὸν ὄντα οὐ ῥᾴδιον = δεν είναι εύκολο να ζήσεις χωρίς λύπες, αφού είσαι θνητός.
οικογένεια: παράγωγα: βιοτή, βιώσιμος, βιωτός, ἀβίωτος, σύνθετα: ἀναβιόω -ῶ.
Νέα-Ελληνική: βιώνω (με αντικ., λ.χ. μια κατάσταση).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη βίος + παρ. επίθ. -όω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βιωτός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.βιωτός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.βιωτός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία: αυτός που μπορεί, που αξίζει να τον ζήσει κανείς: βίος οὐ βιωτός = ανυπόφορη ζωή.
αντώνυμα: ἀβίωτος.
οικογένεια: παράγωγα: ἀβίωτος.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη βιόω -ῶ + παρ. επίθ. -τός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βλάξ-βλακός-ὁ-ἡ-επίθετο::
* McsElla.βλακίστερος-α-ον!~συγκριτικός:βλάξ@wordaryEllα,
* McsElla.βλακίστατος-η-ον!~υπερθετικός:βλάξ@wordaryElla,
σημασία: ανόητος, ηλίθιος: βλὰξ ἄνθρωπος. βλὰξ ἵππος.
οικογένεια: παράγωγα: βλακικός, βλακώδης.
Νέα-Ελληνική: βλάκας.
ετυμολογία: *βλᾱ- < *μλᾱ-, παράβαλε μαλ-ακός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βλαστάνω-ρήμα::
* McsElla.βλαστάνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.βλαστάνω@wordaryElla,
* McsElla.ἐβλάστανον!~παρατατικός:βλαστάνω@wordaryElla,
* McsElla.βλαστήσω!~μέλλοντας:βλαστάνω@wordaryElla,
* McsElla.ἐβλάστησα!~αόριστος-α΄:βλαστάνω@wordaryElla,
* McsElla.ἔβλαστον!~αόριστος-β΄:βλαστάνω@wordaryElla,
* McsElla.βεβλάστηκα!~παρακείμενος:βλαστάνω@wordaryElla,
* McsElla.ἐβεβλαστήκειν!~υπερσυντέλικος:βλαστάνω@wordaryElla,
παρατήρηση: για φυτά φυτρώνω, αυξάνω, αναπτύσσομαι.
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία]
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βλασφημέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.βλασφημέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.βλασφημέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐβλασφήμουν!~παρατατικός:βλασφημέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.βλασφημήσω!~μέλλοντας:βλασφημέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐβλασφήμησα!~αόριστος:βλασφημέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.βεβλασφήμηκα!~παρακείμενος:βλασφημέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: μιλώ με ασέβεια για τα ιερά και τα θεία: βλασφημῶ εἰς θεούς (αντώνυμα:βλέπε εὐφημῶ).
σημασία2: κακολογώ κάποιον ή συκοφαντώ: βλασφημῶ κατά τινος = κατηγορώ κάποιον.
οικογένεια: παράγωγα: βλασφημία, βλάσφημος.
Νέα-Ελληνική: βλασφημώ (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη *βλάσ- + φημ-έω (παράγ. φήμη + παρ. επίθ. -έω)· το σ- του *βλασ- μένει ανερμήνευτο.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βλέπω-ρήμα::
* McsElla.βλέπω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.βλέπω@wordaryElla,
* McsElla.ἔβλεπον!~παρατατικός:βλέπω@wordaryElla,
* McsElla.βλέψομαι!~μέλλοντας:βλέπω@wordaryElla,
* McsElla.βλέψω-μεταγενέστερος!~μέλλοντας:βλέπω@wordaryElla,
* McsElla.ἔβλεψα!~αόριστος:βλέπω@wordaryElla,
* McsElla.βέβλεφα!~παρακείμενος:βλέπω@wordaryElla,
* McsElla.ἐβλέφθην!~παθητικός-αόριστος:βλέπω@wordaryElla,
* McsElla.βέβλεμμαι!~παθητικός-παρακείμενος:βλέπω@wordaryElla,
σημασία: κοιτάζω, στρέφω το βλέμμα μου σε κάτι.
οικογένεια: παράγωγα: βλέμμα, βλέψις, σύνθετα: διαβλέπω, παραβλέπω.
Νέα-Ελληνική: το σημερινό βλέπω αντιστοιχεί όχι στο αρχαίο βλέπω αλλά στο ὁράω -ῶ.
ετυμολογία: *γλεπ-, *βλεπ-, συγγεν. με αρχ. σλαβ. glipati «βλέπω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βλοσυρός-ὰ|ός-ὸν-επίθετο::
* McsElla.βλοσυρός-ὰ|ός-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.βλοσυρός-ὰ|ός-ὸν@wordaryElla,
σημασία: ανδροπρεπής, θαρραλέος, γενναίος: ἔχει βλοσυρὰν ψυχήν.
Νέα-Ελληνική: βλοσυρός «πολύ σοβαρός, άγριος».
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βλώσκω-ρήμα::
* McsElla.βλώσκω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.βλώσκω@wordaryElla,
* McsElla.ἔβλωσκον!~παρατατικός:βλώσκω@wordaryElla,
* McsElla.μολοῦμαι!~μέλλοντας:βλώσκω@wordaryElla,
* McsElla.ἔμολον!~αόριστος-β΄:βλώσκω@wordaryElla,
* McsElla.μέμβλωκα!~παρακείμενος:βλώσκω@wordaryElla,
παρατήρηση: ρήμα αυστηρά ποιητικό
παρατήρηση: εύχρηστο στον αόρ. β΄ ἔμολον = ήλθα: μολὼν λαβέ = έλα να τα πάρεις!
οικογένεια: σύνθετα: αὐτόμολος «που εγκατέλειψε το στρατό», ἡ αὐτομολία «εγκατάλειψη της στρατιωτικής τάξης».
ετυμολογία: *μολ-, *βλω-, συγγεν. με σλαβ. iz-moliti «προκαλώ την εμφάνιση, αναγγέλλω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βοάω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.βοάω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.βοάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐβόων!~παρατατικός:βοάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.βοήσομαι!~μέλλοντας:βοάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.βοήσω-μεταγενέστερος!~μέλλοντας:βοάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐβόησα!~αόριστος:βοάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.βεβόηκα!~παρακείμενος:βοάω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: φωνάζω δυνατά, κραυγάζω.
οικογένεια: παράγωγα: βοητής.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη βοά / βοή (ίσως ηχοποίητη) + παρ. επίθ. -άω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Βοηδρομιών-ῶνος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.Βοηδρομιών-ῶνος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Βοηδρομιών-ῶνος-ὁ@wordaryElla,
σημασία: ο τρίτος μήνας του αττικού έτους, που αντιστοιχεί στο διάστημα από 15 Αυγούστου μέχρι 15 Σεπτεμβρίου. Το μήνα αυτόν τελούσαν τα Ελευσίνια Μυστήρια.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη βοηδρόμι-ος «που τρέχει σε ανταπόκριση μιας βοής (κραυγής), για να παράσχει βοήθεια» + παρ. επίθ. -ών.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βορά-ᾶς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.βορά-ᾶς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.βορά-ᾶς-ἡ@wordaryElla,
σημασία: η τροφή των σαρκοφάγων κυρίως ζώων: ὁ λέων χαίρει ὅτι βορὰν ἕξει = το λιοντάρι χαίρεται, γιατί θα έχει τροφή.
ετυμολογία: *βορ-, βι-βρώ-σκω «τρώω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Βορέας-ου-ὁ--Βορρᾶς-ᾶ-ὁ-αττ.-διάλ.-ουσιαστικό::
* McsElla.Βορέας-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Βορέας-ου-ὁ@wordaryElla,
* McsElla.Βορρᾶς-ᾶ-ὁ-αττ.-διάλ.-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Βορρᾶς-ᾶ-ὁ-αττ.-διάλ.@wordaryElla,
παρατήρηση: κύριο όνομα.
σημασία: βόρειος άνεμος, ο Bορράς, το βόρειο σημείο του ορίζοντα: πρὸς βορρᾶν τινος = προς τo Bορρά ενός τόπου.
συνώνυμα: ἡ ἄρκτος «ο Bορράς».
αντώνυμα: νότος.
οικογένεια: παράγωγα: βόρειος.
Νέα-Ελληνική: Βορράς.
ετυμολογία: *βορη-, παράβαλε σλαβ. gora = βουνό (για τον άνεμο που φυσά από τα βουνά), παράβαλε αρχ. ινδ. giri = αρχ. περσ. gairi «βουνό».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βουκόλος-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.βουκόλος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.βουκόλος-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: βοσκός βοδιών (βλέπε αἰπόλος).
οικογένεια: παράγωγα: βουκολέω «βόσκω βόδια», μεταφορ. «κοιμίζω κάποιον, τον εξαπατώ», βουκολικός (λ.χ. βουκολική ποίησις).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη βλέπε βοῦς + *kwol-os (βλέπε αἰπόλος).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βούλευμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.βούλευμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.βούλευμα-ατος-τὸ@wordaryElla,
σημασία: απόφαση έπειτα από σκέψη ή σύσκεψη.
ετυμολογία: παράγ. βουλεύ-ω + παρ. επίθ. -μα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βουλευτήριον-ίου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.βουλευτήριον-ίου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.βουλευτήριον-ίου-τὸ@wordaryElla,
σημασία: αίθουσα συνεδριάσεων.
Νέα-Ελληνική: βουλευτήριο.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη βουλεύ-ω + παρ. επίθ. -τήριον, παράβαλε βουλευ-τήρ = βουλευ-τής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βουλευτής-οῦ-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.βουλευτής-οῦ-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.βουλευτής-οῦ-ὁ@wordaryElla,
παρατήρηση: στην Αθήνα μέλος της Βουλής των πεντακοσίων.
Νέα-Ελληνική: βουλευτής.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη βουλεύ-ω + παρ. επίθ. -τής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βουλεύω-ρήμα::
* McsElla.βουλεύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.βουλεύω@wordaryElla,
* McsElla.ἐβούλευον!~παρατατικός:βουλεύω@wordaryElla,
* McsElla.βουλεύσω!~μέλλοντας:βουλεύω@wordaryElla,
* McsElla.ἐβούλευσα!~αόριστος:βουλεύω@wordaryElla,
* McsElla.βεβούλευκα!~παρακείμενος:βουλεύω@wordaryElla,
* McsElla.βουλεύσομαι!~μέσος-μέλλοντας:βουλεύω@wordaryElla,
* McsElla.ἐβουλευσάμην!~μέσος-αόριστος:βουλεύω@wordaryElla,
* McsElla.ἐβουλεύθην!~παθητικός-αόριστος:βουλεύω@wordaryElla,
* McsElla.βεβούλευμαι!~παθητικός-παρακείμενος:βουλεύω@wordaryElla,
σημασία1: αποφασίζω έπειτα από σκέψη ή σύσκεψη: ἐξῆν Ἀθηναίοις βουλεῦσαι περὶ Μυτιληναίων = οι Αθηναίοι είχαν δικαίωμα να αποφασίσουν για την τύχη των Μυτιληναίων.
σημασία2: είμαι μέλος της Βουλής: πέρυσιν ἔλαχον βουλεύειν = πέρσι κληρώθηκα βουλευτής.
σημασία3: μέση φωνή βουλεύομαι κρίνω, αποφασίζω (όπως στη σημ. 1): ἄριστα περὶ τῶν οἰκείων βουλεύονται = αποφασίζουν για τις υποθέσεις τους με τον καλύτερο τρόπο.
οικογένεια: παράγωγα: βουλευτήριος, βουλευτικός, βουλευτής, βούλευμα, βούλευσις, σύνθετα: ἐπιβουλεύω, συμβουλεύω.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη βουλ-ή + παρ. επίθ. -εύω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βουλή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.βουλή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.βουλή-ῆς-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: θέληση: Διὸς βουλή. ἄλλαι μὲν βουλαὶ ἀνθρώπων, ἄλλα δὲ Θεὸς κελεύει = άλλα αποφασίζουν οι άνθρωποι και άλλα διατάζει ο Θεός.
σημασία2: γνώμη, συμβουλή: οὐ κοινὴ βουλὴ ἡμῖν = δεν έχουμε την ίδια γνώμη.
σημασία3: σύσκεψη.
σημασία4: συμβούλιο.
σημασία5: στην Αθήνα ἡ βουλή η Βουλή των πεντακοσίων.
οικογένεια: σύνθ. βουληφόρος.
ετυμολογία: δωρ. βωλά, αιολ. βολλά < *βολνά, παράβαλε βούλομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βούλησις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.βούλησις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.βούλησις-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία: θέληση: κατὰ τὴν βούλησιν αὐτοῦ = σύμφωνα με τη θέλησή του.
Νέα-Ελληνική: βούληση.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *βουλη- (πβ. βουλη-τός < βούλομαι) + παρ. επίθ. -σις.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βούλομαι-ρήμα::
* McsElla.βούλομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.βούλομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐβουλόμην!~παρατατικός:βούλομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἠβουλόμην!~παρατατικός:βούλομαι@wordaryElla,
* McsElla.βουλήσομαι!~μέλλοντας:βούλομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐβουλήθην!~αόριστος:βούλομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἠβουλήθην!~αόριστος:βούλομαι@wordaryElla,
* McsElla.βεβούλημαι!~παρακείμενος:βούλομαι@wordaryElla,
σημασία: θέλω: οὐ τοῦτο βούλονται. εἰ βούλει = αν θέλεις.
συνώνυμα: ἐπιθυμέω -ῶ τινος, βλέπε ἐθέλω.
οικογένεια: παράγωγα: βούλησις, βουλητός, σύνθετα: βουληφόρος.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *βουλ- (βουλή) + παρ. επίθ. -ομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βοῦς-βοός-ὁ-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.βοῦς-βοός-ὁ-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.βοῦς-βοός-ὁ-ἡ@wordaryElla,
σημασία: ταύρος ή αγελάδα.
οικογένεια: παράγωγα: βόειος, σύνθετα: βουκόλος «που βόσκει αγελάδες», βούκεντρον, βουστροφηδόν.
Νέα-Ελληνική: βόδι και βόιδι (< βοΐδιον).
ετυμολογία: βοῦ-ς < *βωῦ-ς < *gwōu-s, ομόρρ. με αρχ. ινδ. gaúh, λατινικός bōs, bōvis.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βουστροφηδὸν--βουστρηδὸν
* McsElla.βουστρηδὸν.επίρρημ-@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.βουστρηδὸν@wordaryElla,
* McsElla.βουστροφηδὸν-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.βουστροφηδὸν@wordaryElla,
σημασία: τρόπος γραφής που ξεκινούσε από αριστερά προς τα δεξιά και συνέχιζε αντίστροφα από τα δεξιά προς τα αριστερά, όπως κινούνται τα βόδια όταν οργώνουν.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *βουστροφ- (βοῦς + στροφ- < στρέφω) + παρ. επίθ. -ηδόν, παράβαλε πρην-ηδόν.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βραβευτής-οῦ-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.βραβευτής-οῦ-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.βραβευτής-οῦ-ὁ@wordaryElla,
σημασία: κριτής, διαιτητής σε ένα διαγωνισμό.
συνώνυμα: βραβεύς.
οικογένεια: παράγωγα: ἡ βραβεία, τὸ βραβεῖον, βραβεύω «κρίνω κάτι».
Νέα-Ελληνική: βραβευτής «αυτός που βραβεύει».
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία, παράβαλε περσ. *mrava- «αυτός που κρίνει το δίκαιο» < αρχ. περσ. mrav(i) «μι- λώ» = αρχ. ινδ. bravīti.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βραδύς-εῖα-ὺ-επίθετο::
* McsElla.βραδύς-εῖα-ὺ-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.βραδύς-εῖα-ὺ@wordaryElla,
* McsElla.βραδύτερος!~συγκριτικός:βραδύς-εῖα-ὺ@wordaryEllα,
* McsElla.βραδίων!~συγκριτικός:βραδύς-εῖα-ὺ@wordaryEllα,
* McsElla.βραδύτατος!~υπερθετικός:βραδύς-εῖα-ὺ@wordaryEllα,
* McsElla.βράδιστος!~υπερθετικός:βραδύς-εῖα-ὺ@wordaryEllα,
* McsElla.βραδίστατος!~υπερθετικός:βραδύς-εῖα-ὺ@wordaryElla,
σημασία1: αργός: βραδεῖς ἵπποι.
αντώνυμα: ταχύς.
σημασία2: αργός στη σκέψη, βραδύνους: ἐπιλήσμων καὶ βραδύς = ξεχασιάρης και αργόστροφος.
αντώνυμα: ἀγχίνους.
σημασία3: αυτός που αργεί, καθυστερεί: σκόπει, ὅπως μὴ βραδεῖς γένωνται = πρόσεχε να μην καθυστερήσουν (στην εκτέλεση της αποστολής τους).
οικογένεια: παράγωγα: βραδύτης, σύνθετα: βραδύπους.
Νέα-Ελληνική: βραδύς (με τις σημ. 1, 2).
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βραχύς-εῖα-ὺ-επίθετο::
* McsElla.βραχύς-εῖα-ὺ-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.βραχύς-εῖα-ὺ@wordaryElla,
* McsElla.βραχύτερος!~συγκριτικός:βραχύς-εῖα-ὺ@wordaryEllα,
* McsElla.βραχύτατος!~υπερθετικός:βραχύς-εῖα-ὺ@wordaryElla,
σημασία: μικρός, λίγος: ἐν βραχεῖ χρόνῳ = σε μικρό χρονικό διάστημα.
* σε εκφράσεις διὰ βραχέων = με λίγες λέξεις. παρὰ βραχύ = παρά λίγο.
οικογένεια: παράγωγα: βραχύνω, βραχύτης, σύνθετα: βραχύβιος, βραχυχρόνιος.
Νέα-Ελληνική: στη φρ. διά βραχέων «με λίγα λόγια, σύντομα».
ετυμολογία: *βραχύ-ς, παράβαλε αρχ. περσ. merezu «βραχύς».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βροτός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.βροτός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.βροτός-οῦ-ὁ@wordaryElla,
παρατήρηση: λέξη ποιητική, κυρίως στον ενικό.
σημασία: ο θνητός άνθρωπος, σε αντίθεση με τον αθάνατο θεό.
συνώνυμα: θνητός, ἄνθρωπος.
αντώνυμα: ἀθάνατος, θεός.
* γνωμικό βροτοῖς πέφυκε τὸν πεσόντα λακτίσαι = είναι στη φύση των ανθρώπων να δίνουν μια κλοτσιά σε όποιον ατυχήσει.
ετυμολογία: βροτός, αιολ. τύπος αντί *βρατός· η βασική ινδοευρωπαϊκός ρίζα είναι *mer- (λατινικός morior «πεθαίνω», παράβαλε μόρ-σιμος «που έχει σχέση με το θάνατο»).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βρῶμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.βρῶμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.βρῶμα-ατος-τὸ@wordaryElla,
σημασία: τροφή, φαγητό, κρέας: σῖτος ἀληλεσμένος καὶ τυρὸς καὶ εἴ τι ἄλλο βρῶμα = αλεσμένο σιτάρι και τυρί και όποια άλλη τροφή.
ετυμολογία: *βρω- (βι-βρώ-σκω «τρώω») + παρ. επίθ. -μα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βρῶσις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.βρῶσις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.βρῶσις-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: το φαγητό: ἡ βρῶσις καὶ ἡ πόσις = το φαγητό και το ποτό.
σημασία2: η σκουριά (που τρώει το σίδερο): μὴ θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυροὺς ἐπὶ τῆς γῆς, ὅπου σὴς καὶ βρῶσις ἀφανίζει = μη μαζεύετε θησαυρούς πάνω στη γη που τους αφανίζει ο σκόρος και η σκουριά (είπε ο Χριστός).
οικογένεια: παράγωγα: βρώσιμος.
ετυμολογία: *βρω- (βι-βρώ-σκω) + παρ. επίθ. -σις.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βύρσα-ης-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.βύρσα-ης-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.βύρσα-ης-ἡ@wordaryElla,
σημασία: τομάρι, δορά, πετσί.
οικογένεια: παράγωγα: βυρσίνη, σύνθετα: βυρσοδέψης, βυρσοπώλης.
ετυμολογία: άγν. ετυμ., δάν., μη αττικό, καθώς στα αττικά δε γίνεται *βύρρα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βωμολόχος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.βωμολόχος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.βωμολόχος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που περιμένει κοντά στους βωμούς για να του δώσουν ή για να κλέψει ένα κομμάτι κρέας μετά τη θυσία.
σημασία2: χυδαίος άνθρωπος, και ειδικότερα αυτός που λέει χυδαία αστεία.
οικογένεια: παράγωγα: βωμολοχέω.
Νέα-Ελληνική: βωμολόχος (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετα: *βωμο- (βωμός) + *λοχ- < *λοχάω -ῶ «ενεδρεύω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
letter::
* McsEngl.wordaryElla.yama,
====== langoGreekAncient:
* McsElla.λεξικόΕλλα.Γ,
Γ-γ-γάμμα-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.Γ-γ-γάμμα-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Γ-γ-γάμμα-τὸ@wordaryElla,
σημασία: το τρίτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Κατά την κλασική περίοδο (5ος-4ος αι. π.Χ.) είχε τη φωνητική αξία ηχηρού κλειστού φθόγγου και οι αρχαίοι Έλληνες το πρόφεραν ως [g].
* ως αριθμητικό σύμβολο: γ΄ = 3, αλλά ͵γ = 3.000.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γαῖα-γαίης-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.γαῖα-γαίης-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.γαῖα-γαίης-ἡ@wordaryElla,
παρατήρηση: ποιητικός τύπος της λέξης γῆ.
σημασία: χώμα: γαῖαν ἔχοις ἐλαφράν = ας είναι ελαφρό το χώμα σου (ευχή την ώρα που ενταφιάζεται ο νεκρός).
* έκφραση γαῖα πυρὶ μειχθήτω = ας ανακατωθεί το χώμα με τη φωτιά (δηλαδή ας γίνει ό,τι θέλει).
ετυμολογία: *γαFjα, γῆ, αβέβαιη-ετυμολογία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Γαῖα-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.Γαῖα-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Γαῖα-ἡ@wordaryElla,
παρατήρηση: κύριο όνομα.
σημασία: η μητέρα και σύζυγος του Ουρανού, μητέρα των Τιτάνων.
ετυμολογία: *γαFjα, γῆ, αβέβαιη-ετυμολογία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γαλῆ-ῆς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.γαλῆ-ῆς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.γαλῆ-ῆς-ἡ@wordaryElla,
σημασία: γάτα.
ετυμολογία: *γαλέjᾱ > γαλῆ, ίσως συγγεν. με αρχ. ινδ. girikā «ποντίκι», αρχικά όνομα της νυφίτσας που ως οικόσιτο ζώο χρησίμευε για το κυνήγι των ποντικιών.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γαμέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.γαμέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.γαμέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐγάμουν!~παρατατικός:γαμέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.γαμῶ-(-εῖς-εῖ-κτλ.)!~μέλλοντας:γαμέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἔγημα!~αόριστος:γαμέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.γεγάμηκα!~παρακείμενος:γαμέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐγεγαμήκειν!~υπερσυντέλικος:γαμέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.γαμοῦμαι!~μέσος-μέλλοντας:γαμέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐγημάμην!~μέσος-αόριστος:γαμέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐγαμήθην!~παθητικός-αόριστος:γαμέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.γεγάμημαι!~παθητικός-παρακείμενος:γαμέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: για τον άντρα παίρνω γυναίκα, νυμφεύομαι: οὗτος γήμας Λυσιδίκην ἐποίησεν παῖδας ἐξ αὐτῆς δύο = αυτός, αφού παντρεύτηκε τη Λυσιδίκη, έκανε από αυτήν δύο παιδιά.
συνώνυμα: ἄγομαι γυναῖκα.
σημασία2: για τη γυναίκα παθ. φωνή γαμοῦμαι παντρεύομαι: γαμοῦμαι, ἡ τάλαινα, βίᾳ = παντρεύομαι, η δυστυχισμένη, παρά τη θέλησή μου.
οικογένεια: παράγωγα: γαμήλιος, γαμβρός, σύνθετα: νεόγαμος.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *γάμ- (πβ. γάμ-ος) + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Γαμηλιών-ῶνος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.Γαμηλιών-ῶνος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Γαμηλιών-ῶνος-ὁ@wordaryElla,
σημασία: ο έβδομος μήνας του αττικού έτους (15 Δεκεμβρίου-15 Ιανουαρίου), εποχή κατά την οποία τελούνταν συνήθως οι γάμοι.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *γαμήλ(ι)- (πβ. γαμήλ-ιος, γαμήλευμα «γάμος») + παρ. επίθ. -ών.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γὰρ-σύνδεσμος::
* McsElla.γὰρ-σύνδεσμος@wordaryElla,
* McsElla.σύνδεσμος.γὰρ@wordaryElla,
σημασία1: αιτιολογικός διότι, επειδή, γιατί: μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον = μην κατηγορήσεις κανένα για τις συμφορές του, γιατί η τύχη είναι ίδια για όλους μας και το μέλλον άγνωστο.
σημασία2: επεξηγηματικός δηλαδή: ὅμως δὲ λεκτέα ἃ γιγνώσκω, ἔχει γὰρ ἡ χώρα πεδία κάλλιστα = αλλά όμως πρέπει να πω όσα γνωρίζω, έχει δηλαδή η χώρα πολύ ωραίες πεδιάδες.
ετυμολογία: σύνθετα: γε + ἄρα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γαστήρ-γαστρός-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.γαστήρ-γαστρός-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.γαστήρ-γαστρός-ἡ@wordaryElla,
σημασία: η κοιλιά και ειδικότερα το στομάχι: γαστρὶ δουλεύων = κοιλιόδουλος, λαίμαργος.
οικογένεια: παράγωγα: γάστρων «κοιλαράς», σύνθετα: γαστρί-μαργος.
Νέα-Ελληνική: γαστέρα «κοιλιά».
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία, ίσως από το *γρα-στήρ < γράω «χωνεύω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γε-μόριο-εγκλιτικό::
* McsElla.γε-μόριο-εγκλιτικό@wordaryElla,
* McsElla.μόριο.γε-εγκλιτικό@wordaryElla,
σημασία1: συχνά με αντωνυμίες τουλάχιστον, πάντως, εν πάση περιπτώσει: ἔγωγε = εγώ τουλάχιστον.
σημασία2: με βεβαιωτική σημασία πάντως: ὅτι ἤκουσά γε ταῦτα, εὖ οἶδα = ότι πάντως τα άκουσα αυτά, είμαι βέβαιος.
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία, ινδοευρωπαϊκός αρχής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γέγηθα-ρήμα::
* McsElla.γέγηθα!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.γέγηθα@wordaryElla,
παρατήρηση: παρακ. του ρήματος γηθέω με σημασία ενεστώτα.
σημασία: χαίρομαι: φαιδρὸς καὶ γεγηθώς = εύθυμος και χαρούμενος.
συνώνυμα: χαίρω.
αντώνυμα: λυπέομαι, ἄχθομαι.
οικογένεια: παράγωγα: γηθοσύνη «χαρά», γηθόσυνος «χαρούμενος».
ετυμολογία: *γᾱθ-, παράβαλε λατινικός gaudeo.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γελάω-ρήμα::
* McsElla.γελάω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.γελάω@wordaryElla,
* McsElla.ἐγέλων!~παρατατικός:γελάω@wordaryElla,
* McsElla.γελάσομαι!~μέλλοντας:γελάω@wordaryElla,
* McsElla.γελάσω-μεταγενέστερος!~μέλλοντας:γελάω@wordaryElla,
* McsElla.γελασθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:γελάω@wordaryElla,
* McsElla.ἐγέλασα!~αόριστος:γελάω@wordaryElla,
* McsElla.ἐγελάσθην!~παθητικός-αόριστος:γελάω@wordaryElla,
* McsElla.γεγέλασμαι!~παθητικός-παρακείμενος:γελάω@wordaryElla,
σημασία: γελώ: γελῶ ἐπί τινι = κοροϊδεύω κάποιον.
Νέα-Ελληνική: γελώ.
ετυμολογία: *γελ-, συγγεν. με γαλ-ήνη (διαφορετικό φωνήεν, α-ε).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γέλως-ωτος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.γέλως-ωτος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.γέλως-ωτος-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: γέλιο: κινῶ τὸν γέλωτα = προκαλώ το γέλιο. γέλωτα ὀφλισκάνω = προκαλώ σε βάρος μου τα γέλια.
* έκφραση σαρδάνιον γέλωτα γελῶ = γελώ πικρά ή ειρωνικά.
σημασία2: η αιτία που προκαλεί γέλιο, ο περίγελος: γέλως γίγνομαί τινι = γίνομαι περίγελος σε κάποιον.
οικογένεια: σύνθ. γελωτοποιός, κλαυσίγελως «κλάμα και γέλιο μαζί».
Νέα-Ελληνική: γέλιο (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: *γελω- (πβ. γελάω -ῶ) + -ς.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γένειον-είου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.γένειον-είου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.γένειον-είου-τὸ@wordaryElla,
σημασία: το γένι: παροιμία οὐδὲν ἄλλο πλὴν γένειόν τε καὶ κέρατα = μόνο γένια και κέρατα, δηλαδή πετσί και κόκαλο (για αδύνατο ζώο).
οικογένεια: παράγωγα: γενειάς.
Νέα-Ελληνική: γένι.
ετυμολογία: *γενεF- (< γένυς, -υος, ἡ «σαγόνι») + παρ. επίθ. -ιον.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γένεσις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.γένεσις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.γένεσις-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: αρχή, προέλευση: ἡ γένεσις τοῦ Οὐρανοῦ.
σημασία2: δημιουργία, κατασκευή: γένεσις πύου. γένεσις ἱματίων.
Νέα-Ελληνική: γένεση (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: *γενε- (< γίγνομαι) + παρ. επίθ. -σις.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γενναῖος-αία-αῖον-επίθετο::
* McsElla.γενναῖος-αία-αῖον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.γενναῖος-αία-αῖον@wordaryElla,
* McsElla.γενναιότερος!~συγκριτικός:γενναῖος-αία-αῖον@wordaryEllα,
* McsElla.γενναιότατος!~υπερθετικός:γενναῖος-αία-αῖον@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που έχει υψηλή, αριστοκρατική, καταγωγή.
σημασία2: για πράγματα καλός στο είδος του: γενναῖα σῦκα.
οικογένεια: παράγωγα: γενναίως, γενναιότης, σύνθετα: γενναιοπρεπής.
Νέα-Ελληνική: γενναίος (που αντιστοιχεί σημασιολογικά όχι στο αρχαίο γενναῖος αλλά στο ἀνδρεῖος).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη γέννα «γέννηση» (< γίγνομαι) + παρ. επίθ. -αῖος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γένος-ους-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.γένος-ους-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.γένος-ους-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: συγγένεια εξ αίματος: γένει υἱός = γιος εξ αίματος (και όχι από υιοθεσία).
σημασία2: απόγονος ή απόγονοι: ἐκεῖνοι καὶ τὸ γένος τὸ ἀπ' ἐκείνων = εκείνοι και οι απόγονοί τους.
σημασία3: φυλή, φύλο: τὸ δωρικὸν γένος.
σημασία4: σύνολο ανθρώπων με την ίδια περίπου ηλικία, γενιά: τὸ χρυσοῦν γένος = η (μυθική) γενιά των εκλεκτών ανθρώπων.
οικογένεια: παράγωγα: γενικός.
Νέα-Ελληνική: γένος (με τις σημ. 2, 3).
ετυμολογία: *γενε-σ- (< γίγνομαι) και με τροπή του ε σε ο > γένο-ς.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γεραιός-ά-ὸν-επίθετο::
* McsElla.γεραιός-ά-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.γεραιός-ά-ὸν@wordaryElla,
* McsElla.γεραίτερος!~συγκριτικός:γεραιός-ά-ὸν@wordaryEllα,
* McsElla.γεραίτατος!~υπερθετικός:γεραιός-ά-ὸν@wordaryElla,
σημασία1: μόνο στην ποίηση χρησιμοποιείται με τη σημ. γέρος, σεβάσμιος.
σημασία2: στον πεζό λόγο χρησιμοποιείται στον πληθ. με πολιτική σημασία οἱ γεραιοί η γερουσία, οι προύχοντες.
ετυμολογία: *γερα- (πβ. γῆρα-ς, γέρ-ων) + παρ. επίθ. -ιος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γεραίρω-ρήμα::
* McsElla.γεραίρω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.γεραίρω@wordaryElla,
* McsElla.γεραρῶ!~μέλλοντας:γεραίρω@wordaryElla,
σημασία: τιμώ κάποιον με δώρα και γενικότερα τιμώ: γεραίρω δώροις καὶ πάσαις τιμαῖς = τιμώ με δώρα και με όλες τις τιμές.
οικογένεια: παράγωγα: γεραρός.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *γεραρ- (πβ. γεραρός) + παρ. επίθ. -jω > *γεράρ-jω > γεραίρω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γέρας-γέρως-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.γέρας-γέρως-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.γέρας-γέρως-τὸ@wordaryElla,
σημασία: προνόμιο, τιμητικό δικαίωμα.
οικογένεια: παράγωγα: γεράσμιος, σύνθετα: γερασφόρος.
ετυμολογία: γέρα-ς, γῆρα-ς, παράβαλε αρχ. ινδ. jarás- «ηλικία».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γερουσία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.γερουσία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.γερουσία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: η βουλή των γερόντων.
Νέα-Ελληνική: γερουσία.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *γεροντ- (πβ. γέρων, -οντος) + παρ. επίθ. -ία > *γερονσία > γερουσία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γέρων-οντος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.γέρων-οντος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.γέρων-οντος-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: γέροντας: οὕτως ἀνόητος ἐγεγενήμην καὶ γέρων; = τόσο ανόητος έγινα και τόσο γέρασα;
αντώνυμα: νέος, ἔφηβος.
σημασία2: οἱ γέροντες οι προύχοντες.
οικογένεια: παράγωγα: γερόντειος, γερουσία.
Νέα-Ελληνική: γέρος (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: αρχικά τύπος μετοχής *γεροντ-, παράβαλε αρχ. ινδ. járant- = γέρος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γεύω-ρήμα::
* McsElla.γεύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.γεύω@wordaryElla,
* McsElla.ἔγευον!~παρατατικός:γεύω@wordaryElla,
* McsElla.γεύσω!~μέλλοντας:γεύω@wordaryElla,
* McsElla.ἔγευσα!~αόριστος:γεύω@wordaryElla,
* McsElla.γεύσομαι!~μέσος-μέλλοντας:γεύω@wordaryElla,
* McsElla.ἐγευσάμην!~μέσος-αόριστος:γεύω@wordaryElla,
* McsElla.γέγευσμαι!~παθητικός-παρακείμενος-μέση-σημασία:γεύω@wordaryElla,
σημασία1: κάνω κάποιον να γευτεί κάτι.
σημασία2: μέση φωνή γεύομαι δοκιμάζω κάποια τροφή, γεύομαι: γεύομαι μέλιτος.
* γενικότερα δοκιμάζω: γεύομαι πόνων = αποκτώ την εμπειρία του μόχθου.
οικογένεια: παράγωγα: γεῦσις, γεῦμα, σύνθετα: ἄγευστος.
Νέα-Ελληνική: γεύομαι (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: *γεύσ-, λατινικός gust-are.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γεωργέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.γεωργέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.γεωργέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: ασχολούμαι με τη γεωργία, είμαι γεωργός: ἐγεώργουν ἐν τῇ Νάξῳ.
σημασία2: καλλιεργώ: γεωργῶ γῆν/ἀγρόν.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη γεωργ-ός + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γῆ-γῆς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.γῆ-γῆς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.γῆ-γῆς-ἡ@wordaryElla,
παρατήρηση: αττικός τύπος του γαῖα
σημασία1: η γη, σε αντιδιαστολή προς τον ουρανό ή τη θάλασσα, η στεριά: κατὰ γῆν = από την ξηρά. κατὰ γῆς = κάτω από τη γη. ποῦ γῆς; = σε ποιο μέρος της γης; τῆς γῆς ἐκράτουν οἱ Μυτιληναῖοι = τη στεριά είχαν υπό την κατοχή τους οι Μυτιληναίοι (σε αντίθεση με τη χρήση της θάλασσας).
σημασία2: χώρα: ἐκ τῆς ἐμαυτοῦ γῆς = από τη χώρα μου.
σημασία3: χώμα.
* έκφραση γῆν καὶ ὕδωρ δίδωμι = δίνω χώμα και νερό ως σημείο πλήρους υποταγής.
οικογένεια: παράγωγα: γήινος, σύνθετα: γηγενής, γήπεδον.
Νέα-Ελληνική: γη (με τις σημ. 1, 2).
ετυμολογία: *γᾱFjα βλέπε και γαῖα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γηραιός-ὰ|ός-ὸν-επίθετο::
* McsElla.γηραιός-ὰ|ός-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.γηραιός-ὰ|ός-ὸν@wordaryElla,
σημασία: γέρος.
ετυμολογία: *γερα- (πβ. γῆρα-ς, γέρ-ων) + παρ. επίθ. -ιος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γῆρας-γήρως-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.γῆρας-γήρως-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.γῆρας-γήρως-τὸ@wordaryElla,
σημασία: η γεροντική ηλικία, τα γεράματα: γῆρας πολιόν = τα λευκά γεράματα.
αντώνυμα: νεότης.
οικογένεια: παράγωγα: γηραιός.
Νέα-Ελληνική: γηρατιά.
ετυμολογία: αρχικά γέρας = η γεροντική ηλικία (που εξελίχθηκε σημασιολογικά σε βραβείο των γηρατιών, παράβαλε γέρων) και έπειτα γῆρας με τροπή του ε σε η κατά τα αντίθετα ἥβη, ἡβάω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γηράσκω--γηράω-ρήμα::
* McsElla.γηράσκω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.γηράω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.γηράω@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.γηράσκω@wordaryElla,
* McsElla.ἐγήρασκον!~παρατατικός:γηράσκω@wordaryElla,
* McsElla.γηράσομαι!~μέλλοντας:γηράσκω@wordaryElla,
* McsElla.γηράσω!~μέλλοντας:γηράσκω@wordaryElla,
* McsElla.ἐγήρασα!~αόριστος:γηράσκω@wordaryElla,
* McsElla.γεγήρακα!~παρακείμενος:γηράσκω@wordaryElla,
σημασία: γερνώ, αρχίζω να γίνομαι γέρος.
αντώνυμα: νεάζω, ἡβάσκω.
* γνωμικό γηράσκω ἀεὶ πολλὰ διδασκόμενος = γερνώ μαθαίνοντας ασταμάτητα πολλά πράγματα.
οικογένεια: σύνθετα: ὑπεργηράσκω.
Νέα-Ελληνική: γερνώ.
ετυμολογία: γῆρα-ς + παρ. επίθ. -σκω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γίγνομαι-ρήμα::
* McsElla.γίγνομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.γίγνομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐγιγνόμην!~παρατατικός:γίγνομαι@wordaryElla,
* McsElla.γενήσομαι!~μέλλοντας:γίγνομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐγενόμην!~αόριστος-β΄:γίγνομαι@wordaryElla,
* McsElla.γέγονα!~παρακείμενος:γίγνομαι@wordaryElla,
* McsElla.γεγένημαι!~παρακείμενος:γίγνομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐγεγόνειν!~υπερσυντέλικος:γίγνομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐγεγενήμην!~υπερσυντέλικος:γίγνομαι@wordaryElla,
παρατήρηση: αποθετικό ρήμα
σημασία1: για πρόσωπα γεννιέμαι: Δαρείου καὶ Παρυσάτιδος γίγνονται παῖδες δύο = από το Δαρείο και την Παρυσάτιδα γεννιούνται δύο παιδιά.
* κατάγομαι: οὕτως καλῶς καὶ γνησίως γεγόναμεν = από τόσο καλή και ευγενή γενιά καταγόμαστε.
σημασία2: φτάνω: ἐγένετο εἰς Ἀθήνας.
σημασία3: γίνομαι, αποδεικνύομαι: ἀνὴρ ἀγαθὸς γενοῦ = να φανείς ενάρετος άνθρωπος.
σημασία4: για πράγματα παράγομαι: ὁ ἐκ τῆς χώρας γιγνόμενος σῖτος = το σιτάρι που παράγεται στη χώρα μας.
σημασία5: συμβαίνω: ἐγένετο μάχη = έγινε μάχη. τὸ γενόμενον = το γεγονός.
* στην ευκτική εκφράζει ευχή γένοιτο = μακάρι. εὖ σοι γένοιτο = να είσαι καλά.
σημασία6: με γενική της αξίας αξίζω: ὀβολοῦ γίγνεται = έχει την αξία ενός οβολού.
σημασία7: το ρήμα γίγνομαι χρησιμοποιείται, όπως και στα νέα ελληνικά, σε πολλές εκφράσεις: γίγνομαι διὰ λόγων = λέγω. δι' ὀργῆς γίγνομαι = οργίζομαι.
οικογένεια: παράγωγα: γενεά, γένος, γένεσις σύνθετα: συγγίγνομαι, παραγίγνομαι, περιγίγνομαι.
Νέα-Ελληνική: γίνομαι (με τις σημ. 4, 5).
ετυμολογία: *γι-γ(ε)ν-ομαι, ομόρρ. με λατινικός gignō, παράβαλε αρχ. ινδ. jajána = γέγονα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γιγνώσκω-ρήμα::
* McsElla.γιγνώσκω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.γιγνώσκω@wordaryElla,
* McsElla.ἐγίγνωσκον!~παρατατικός:γιγνώσκω@wordaryElla,
* McsElla.γνώσομαι-«θα-γνωρίσω»!~μέλλοντας:γιγνώσκω@wordaryElla,
* McsElla.ἔγνων!~αόριστος-β΄:γιγνώσκω@wordaryElla,
* McsElla.ἔγνωκα!~παρακείμενος:γιγνώσκω@wordaryElla,
* McsElla.ἐγνώκειν!~υπερσυντέλικος:γιγνώσκω@wordaryElla,
* McsElla.γνωσθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:γιγνώσκω@wordaryElla,
* McsElla.ἐγνώσθην!~παθητικός-αόριστος:γιγνώσκω@wordaryElla,
* McsElla.ἔγνωσμαι!~παθητικός-παρακείμενος:γιγνώσκω@wordaryElla,
* McsElla.ἐγνώσμην!~παθητικός-υπερσυντέλικος:γιγνώσκω@wordaryElla,
σημασία1: για αισθητηριακή αντίληψη γνωρίζω, αντιλαμβάνομαι: ἐγὼ δὲ οἶδα ὅτι γιγνώσκετε αὐτὸν ἅπαντες = εγώ ξέρω ότι τον γνωρίζετε όλοι. γνῶθι σαυτόν = γνώρισε τον εαυτό σου (επίγραμμα στο ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς). γνόντες οὐδεμίαν σφίσι τιμωρίαν οὖσαν = όταν αντιλήφθηκαν ότι δεν έχουν καμία βοήθεια.
σημασία2: νομίζω, έχω μια γνώμη: τἀναντία τούτοις γιγνώσκω = έχω την αντίθετη προς αυτά άποψη.
σημασία3: στο διάλογο κυρίως ἔγνων = κατάλαβα!
οικογένεια: παράγωγα: γνώμη, γνῶσις, γνωστός, ἄγνοια, σύνθετα: ἀναγιγνώσκω, καταγιγνώσκω.
ετυμολογία: *γι-γνώ-σκω, *γνω-, θέματα γνω-, γνο-, ομόρρ. με λατινικός nōscō.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γλαὺξ--γλαῦξ-γλαυκός-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.γλαὺξ-γλαυκός-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.γλαὺξ-γλαυκός-ἡ@wordaryElla,
* McsElla.γλαῦξ-γλαυκός-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.γλαῦξ-γλαυκός-ἡ@wordaryElla,
σημασία: η κουκουβάγια (πουλί με σπινθηροβόλα αστραφτερά μάτια, που ήταν και το σύμβολο της Αθηνάς, της θεάς της σοφίας).
* παροιμία ἄγω γλαῦκ' Ἀθήναζε / εἰς Ἀθήνας = λέω πολύ γνωστά και επομένως περιττά πράγματα.
οικογένεια: σύνθετα: γλαυκώδης.
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία, αν και οι αρχ. γραμματικοί το συνδέουν με το επίθετο γλαυκός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γλαφυρός-ά-ὸν-επίθετο::
* McsElla.γλαφυρός-ά-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.γλαφυρός-ά-ὸν@wordaryElla,
παρατήρηση: για πρόσωπα ακριβολόγος, λεπτολόγος: γλαφυρὸς νομοθέτης. γλαφυρὰ διάνοια = κριτικό μυαλό.
οικογένεια: παράγωγα: γλαφυρῶς.
Νέα-Ελληνική: γλαφυρός «σαφής, ολοκάθαρος».
ετυμολογία: γλαφυ-ρός < *γλυφυ-ρός < γλύφω με ανομοίωση υ – υ > α – υ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γλίσχρος-α-ον-επίθετο::
* McsElla.γλίσχρος-α-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.γλίσχρος-α-ον@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που κολλάει σε κάτι και μεταφορικά αυτός που επιμένει ενοχλητικά ζητώντας κάτι: γίγνεται γλίσχρος προσαιτῶν λιπαρῶν τε = σου κολλάει ζητώντας και παρακαλώντας.
σημασία2: φειδωλός, σφιχτοχέρης.
αντώνυμα: ἀφειδής.
σημασία3: για πράγματα μικρός σε μέγεθος, ποσότητα ή ποιότητα: γλίσχρον οἰκοδόμημα/δεῖπνον.
αντώνυμα: πλούσιος.
οικογένεια: παράγωγα: γλίσχρων, γλίσχρως.
Νέα-Ελληνική: γλίσχρος (με τις σημ. 2, 3).
ετυμολογία: *γλι-, παράβαλε γλίνη «οποιαδήποτε κολλητική ουσία», παράβαλε ρωσ. glina «άργιλος».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γλίχομαι-ρήμα::
* McsElla.γλίχομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.γλίχομαι@wordaryElla,
παρατήρηση: χρησιμοποιείται στον ενεστώτα, τον παρατατικό και τον αόριστο ἐγλιξάμην επιδιώκω κάτι, επιθυμώ πολύ: γλίχομαι περὶ ἐλευθερίας = προσπαθώ να κερδίσω την ελευθερία. γλίχομαι τοῦ ζῆν = επιθυμώ να ζήσω.
συνώνυμα: βούλομαι, ἐπιθυμῶ, ἐφίεμαι.
ετυμολογία: *γλι- (< γλίνη) και *γλιχ- (πβ. γλιχὸς «φειδωλός») + -ομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γλυκύς-εῖα-ὺ-επίθετο::
* McsElla.γλυκύς-εῖα-ὺ-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.γλυκύς-εῖα-ὺ@wordaryElla,
* McsElla.γλυκίων!~συγκριτικός:γλυκύς-εῖα-ὺ@wordaryEllα,
* McsElla.γλυκύτερος!~συγκριτικός:γλυκύς-εῖα-ὺ@wordaryEllα,
* McsElla.γλύκιστος!~υπερθετικός:γλυκύς-εῖα-ὺ@wordaryEllα,
* McsElla.γλυκύτατος!~υπερθετικός:γλυκύς-εῖα-ὺ@wordaryElla,
σημασία1: γλυκός στη γεύση: γλυκὺ ὕδωρ = το πόσιμο νερό.
συνώνυμα: ἡδύς.
αντώνυμα: πικρός.
σημασία2: ευχάριστος: γλυκὺς ὕπνος.
σημασία3: για πρόσωπα αγαπητός: ὦ γλυκύτατε!
οικογένεια: παράγωγα: γλυκέως, γλυκύτης.
Νέα-Ελληνική: γλυκός και γλυκύς (με όλες τις σημ.).
ετυμολογία: πιθ. από *δλυκ-ύς, παράβαλε λατινικός dulc-is.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γλύφω-ρήμα::
* McsElla.γλύφω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.γλύφω@wordaryElla,
* McsElla.ἔγλυφον!~παρατατικός:γλύφω@wordaryElla,
* McsElla.γλύψω!~μέλλοντας:γλύφω@wordaryElla,
* McsElla.ἔγλυψα!~αόριστος:γλύφω@wordaryElla,
* McsElla.ἐγλυψάμην!~μέσος-αόριστος:γλύφω@wordaryElla,
* McsElla.γέγλυμμαι!~παθητικός-παρακείμενος:γλύφω@wordaryElla,
* McsElla.-ξέγλυμμαι!~παθητικός-παρακείμενος:γλύφω@wordaryElla,
σημασία: σκαλίζω με ειδικό όργανο ξύλο, μάρμαρο ή μέταλλο: παιδάριον ὂν ναῦς ἔγλυφεν = όταν ήταν παιδάκι σκάλιζε (στο ξύλο) πλοία.
οικογένεια: παράγωγα: γλύπτης, γλυπτός, γλυφίς, γλύφανος / γλύφανον και γλυφεῖον, γλαφυρός, σύνθετα: τοκογλύφος.
Νέα-Ελληνική: γλύφω.
ετυμολογία: *γλευφ-, παράβαλε αρχ. γερμ. klioban «γλύφω», *gleubh-.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γλῶττα-ης-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.γλῶττα-ης-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.γλῶττα-ης-ἡ@wordaryElla,
παρατήρηση: ο κοινός τύπος είναι γλῶσσα
σημασία1: η γλώσσα ως ανατομικό όργανο ανθρώπου ή ζώου.
σημασία2: η γλώσσα που μιλιέται σε έναν τόπο: βάρβαρον γλῶτταν ἱᾶσιν = μιλούν βαρβαρική γλώσσα. δωρίδα γλῶτταν ἱᾶσιν = μιλούν δωρική διάλεκτο.
Νέα-Ελληνική: γλώσσα (και με τις δύο σημ.).
ετυμολογία: *γλώχ-jα, γλωχὶς «μύτη, αιχμή».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γνώμη-ης-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.γνώμη-ης-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.γνώμη-ης-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: σκέψη, κρίση: γνώμην ἱκανός = δυνατός στη σκέψη, μυαλωμένος.
σημασία2: θέληση, διάθεση, ζήλος: τῇ ἀφ' ἑαυτοῦ γνώμῃ = με τη θέλησή του. παρεσκευάζοντο πάσῃ τῇ γνώμῃ = προετοιμάζονταν με πολύ ζήλο.
σημασία3: γνώμη, άποψη: Περικλῆς τὴν αὐτὴν γνώμην εἶχεν ὥσπερ καὶ πρότερον = ο Περικλής είχε την ίδια γνώμη όπως και πριν.
σημασία4: γνῶμαι γνωμικά, αποφθέγματα.
σημασία5: σκοπός: ἀπὸ τοιᾶσδε γνώμης = με τέτοιο σκοπό.
οικογένεια: παράγωγα: γνωμικός σύνθετα: γνωμολογῶ «διατυπώνω γνωμικό».
Νέα-Ελληνική: γνώμη (με τη σημ. 3).
ετυμολογία: *γνω- (γι-γνώ-σκω) + παρ. επίθ. -μη.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γνωρίζω-ρήμα::
* McsElla.γνωρίζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.γνωρίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐγνώριζον!~παρατατικός:γνωρίζω@wordaryElla,
* McsElla.γνωριῶ!~μέλλοντας:γνωρίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐγνώρικα!~παρακείμενος:γνωρίζω@wordaryElla,
σημασία1: κάνω κάτι γνωστό, το γνωστοποιώ: γνώρισόν μοι, Κύριε, ὁδὸν ἐν ᾗ πορεύσομαι = δείξε μου, Κύριε, το δρόμο που πρέπει να βαδίσω.
* παθ. φωνή γνωρίζομαι γίνομαι γνωστός.
σημασία2: ανακαλύπτω κάτι, το γνωρίζω.
σημασία3: γίνομαι γνώριμος με κάποιον, τον γνωρίζω: οὐκ ἐγνώριζον τοὺς ἀνθρώπους τούτους.
οικογένεια: παράγωγα: γνώρισις «γνωστοποίηση», γνώρισμα «αναγνωριστικό σημάδι», γνωρισμός.
Νέα-Ελληνική: γνωρίζω (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: *γνω- (γι-γνώ-σκω) + παρ. επίθ. -ρ-ίζω ή ουσ. *γνῶρον (πβ. λατινικός ignorō) + παρ. επίθ. -ίζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γνῶσις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.γνῶσις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.γνῶσις-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: διερεύνηση, ιδιαίτερα η δικαστική: αἱ τῶν δικαστηρίων γνώσεις = οι έρευνες των δικαστηρίων.
σημασία2: γνώση.
αντώνυμα: ἄγνοια.
οικογένεια: σύνθ. διάγνωσις, ἀγνωσία, ἀνάγνωσις.
Νέα-Ελληνική: γνώση (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: *γνω- (< γι-γνώ-σκω) + παρ. επίθ. -σις.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γόης-ητος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.γόης-ητος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.γόης-ητος-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: μάγος (που έψαλλε τις μαγικές επωδές με γοερές φωνές).
σημασία2: απατεώνας: πονηρὸς γόης.
οικογένεια: παράγωγα: γοητικός.
Νέα-Ελληνική: γόης (με επέκτ. της σημ. 1 «αυτός που μαγεύει με την ομορφιά του»).
ετυμολογία: *γό- (γοάω «βγάζω κραυγή πόνου, κόπτομαι» + παρ. επίθ. -ης, παράβαλε πέν-ης, κέλ-ης.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γοητεία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.γοητεία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.γοητεία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: μαγεία και με επέκταση απάτη.
Νέα-Ελληνική: γοητεία (πβ. το ΝΕ γόης στο προηγούμενο λήμμα).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη γοητε-ύω + παρ. επίθ. -ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γόνυ-γόνατος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.γόνυ-γόνατος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.γόνυ-γόνατος-τὸ@wordaryElla,
σημασία: γόνατο: πρὸς τὰ γόνατά τινος πίπτω = πέφτω στα γόνατα κάποιου. γόνυ κάμπτω = κλίνω τα γόνατα, γονατίζω.
οικογένεια: σύνθ. γονυπετής.
Νέα-Ελληνική: γόνατο.
ετυμολογία: *γονF-, ομόρρ. με λατινικός genū, αρχ. ινδ. jānu.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γοῦν-μόριο::
* McsElla.γοῦν-μόριο@wordaryElla,
* McsElla.μόριο.γοῦν@wordaryElla,
σημασία1: με περιοριστική και συμπερασματική χροιά τουλάχιστον λοιπόν: ἔοικα γοῦν τούτου γε σοφώτερος εἶναι = τουλάχιστον λοιπόν φαίνεται ότι είμαι πιο σοφός από αυτόν.
σημασία2: εισάγει παράδειγμα με το οποίο τεκμηριώνεται μια θέση που εκφράστηκε στα αμέσως προηγούμενα. τὸν γοῦν ἄλλον χρόνον... = κατά το παρελθόν πράγματι...
ετυμολογία: σύνθετα: γέ + οὖν.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γράμμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.γράμμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.γράμμα-ατος-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: ζωγραφιά.
σημασία2: στοιχείο του αλφαβήτου, γράμμα: γράμματα μανθάνω = μαθαίνω να διαβάζω.
σημασία3: στον πληθυντικό γράμματα
σημασίαα: τα έγγραφα: τὰ γράμματα τῆς δίκης.
σημασίαβ: το σύγγραμμα, το βιβλίο: τὰ τοῦ Ζήνωνος γράμματα.
σημασίαγ: νόμοι, κανονισμοί: ἡ κατὰ γράμματα πολιτεία = το πολίτευμα που στηρίζεται σε νόμους.
σημασίαδ: μόρφωση: ἄπειρος γραμμάτων = αμόρφωτος.
οικογένεια: παράγωγα: γραμματεύς, γραμματεύω «είμαι γραμματέας», γραμματεῖον «πινακίδα πάνω στην οποία έγραφαν», γραμματική, γραμματικός «φιλόλογος», σύνθετα: γραμματοδιδάσκαλος, γραμματοφύλαξ.
Νέα-Ελληνική: γράμμα (με τη σημ. 2, και γράμματα με τη σημ. 3δ).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη γράφ-ω + παρ. επίθημ. -μα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γραμματικός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.γραμματικός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.γραμματικός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που ξέρει πολλά γράμματα, λόγιος, μελετημένος.
αντώνυμα: ἀγράμματος.
σημασία2: ως ουσιαστικό, από την ελληνιστική περίοδο και μετά γραμματικός φιλόλογος, μελετητής της γλώσσας και της γραμματείας.
σημασία3: ως ουσιαστικό γραμματική (ενν. τέχνη) ο επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με τη μελέτη μιας γλώσσας και ειδικά με τη γραμματική της.
Νέα-Ελληνική: γραμματική (με τη σημ. 3).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη γράμμα, -ατος (< γράφ-ω) + παρ. επίθ. -ικός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γραμματιστής-οῦ-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.γραμματιστής-οῦ-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.γραμματιστής-οῦ-ὁ@wordaryElla,
σημασία: δάσκαλος που μαθαίνει στο παιδί τα πρώτα γράμματα.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη γραμματίζω + παρ. επίθ. -τής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γραῦς-γραός-ἡ--γραῖα-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.γραῦς-γραός-ἡουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.γραῦς-γραός-ἡ@wordaryElla,
* McsElla.γραῖα-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.γραῖα-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: γριά γυναίκα.
οικογένεια: παράγωγα: γραώδης.
αντώνυμα: νεᾶνις.
Νέα-Ελληνική: γραία, γριά.
ετυμολογία: *γρᾱF-, παράβαλε διαλ. γραιFία = γραῑα· αρχικά τα γραῡς και γραῑα σήμαιναν «τσίπα του γάλακτος», κατόπιν «ρυτίδα του δέρματος».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γραφή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.γραφή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.γραφή-ῆς-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: ζωγραφική.
σημασία2: ζωγραφιά.
σημασία3: η χρήση γραμμάτων, και κατ' επέκταση η συγγραφή.
σημασία4: ως δικανικός όρος καταγγελία, δίωξη ή δίκη που αφορά αδίκημα που στρέφεται κατά της πόλεως: ἀστρατείας γραφή = δίωξη για ανυποταξία. Κηφισοφῶντα γραφὴν ἱερῶν χρημάτων ἐδίωκες = δίωκες τον Κηφισοφώντα για ιεροσυλία.
αντώνυμα: δίκη «καταγγελία ή δίκη για αδίκημα στρεφόμενο ενάντια σε ιδιώτη».
Νέα-Ελληνική: γραφή (με τη σημ.3).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη γράφ-ω + παρ. επίθ. -ή.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γράφω-ρήμα::
* McsElla.γράφω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.γράφω@wordaryElla,
* McsElla.ἔγραφον!~παρατατικός:γράφω@wordaryElla,
* McsElla.γράψω!~μέλλοντας:γράφω@wordaryElla,
* McsElla.ἔγραψα!~αόριστος:γράφω@wordaryElla,
* McsElla.γέγραφα!~παρακείμενος:γράφω@wordaryElla,
* McsElla.γράψομαι!~μέσος-μέλλοντας:γράφω@wordaryElla,
* McsElla.γραφήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:γράφω@wordaryElla,
* McsElla.ἐγραψάμην!~μέσος-αόριστος:γράφω@wordaryElla,
* McsElla.ἐγράφην!~παθητικός-αόριστος:γράφω@wordaryElla,
* McsElla.γέγραμμαι!~παθητικός-παρακείμενος:γράφω@wordaryElla,
* McsElla.ἐγεγράμμην!~παθητικός-υπερσυντέλικος:γράφω@wordaryElla,
σημασία1: χαράζω γράμματα, και κατ' επέκταση διατυπώνω γραπτώς, γράφω: γράφω ἐπιστολήν.
* γράφω νόμον / ψήφισμα = προτείνω νόμο / ψήφισμα.
σημασία2: ζωγραφίζω: ἀνδριάντα γράφω = ζωγραφίζω ένα άγαλμα. εἰκὼν γεγραμμένη.
συνώνυμα: ζωγραφέω -ῶ.
σημασία3: μέση φωνή γράφομαι καταγγέλλω: οἱ γραψάμενοι = αυτοί που έχουν καταγγείλει, οι μηνυτές. τοὺς ἀρχαίους θεοὺς οὐ νομίζονταγράψατό με = με κατάγγειλε, επειδή δήθεν δεν πιστεύω στους παλιούς θεούς.
οικογένεια: παράγωγα: γραφή, γραφεύς, γραφικός, γραφίς, γράμμα, γραπτός, σύνθετα: ἀναγράφω,πιγράφω, καταγράφω, συγγράφω.
Νέα-Ελληνική: γράφω (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: *γραφ-, ινδοευρωπαϊκός αρχής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γυμνασίαρχος-άρχου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.γυμνασίαρχος-άρχου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.γυμνασίαρχος-άρχου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: Αθηναίος πολίτης που ήταν υπεύθυνος για τη γυμναστική εκπαίδευση ή διηύθυνε ένα γυμνάσιον, δηλαδή γυμναστήριο.
Νέα-Ελληνική: γυμνασιάρχης «διευθυντής σχολικής μονάδας».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη γυμνάσιον + ἄρχω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γυμνάσιον-ίου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.γυμνάσιον-ίου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.γυμνάσιον-ίου-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: στον πληθυντικό τὰ γυμνάσια οι γυμναστικές ασκήσεις.
σημασία2: γυμναστήριο, χώρος αθλητικής εκπαίδευσης.
οικογένεια: σύνθετα: γυμνασίαρχος.
Νέα-Ελληνική: γυμνάσια «ασκήσεις», γυμνάσιο (με επέκτ. της σημ. 2 «χώρος για κάθε είδος εκπαίδευσης, όχι μόνο αθλητικής»).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη γυμνασ- (< γύμνασ-ις < γυμνάζω) + παρ. επίθ. -ιον.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γυμνικός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.γυμνικός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.γυμνικός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία: αυτός που έχει σχέση με τη γυμναστική, αθλητικός: γυμνικὸς ἀγών = διαγωνισμός στη γυμναστική, αθλητικός διαγωνισμός.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη γυμνός (*μυγ-νός < *νυγνός, παράβαλε λατινικός nudus) + παρ. επίθ. -ικός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γυμνόω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.γυμνόω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.γυμνόω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: γυμνώνω, αφαιρώ τα ρούχα ή το κάλυμμα.
αντώνυμα: ἐνδύω.
οικογένεια: παράγωγα: γυμνικός, γυμνῆτες «ελαφρά οπλισμένοι στρατιώτες του πεζικού», σύνθετα: γυμνοπαιδίαι, γυμνοσοφισταί.
Νέα-Ελληνική: γυμνώνω.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη γυμνός + -όω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γυνή-γυναικός-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.γυνή-γυναικός-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.γυνή-γυναικός-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: γυναίκα.
αντώνυμα: ἀνήρ.
* γνωμικό γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας η καλή σύζυγος είναι το τιμόνι του σπιτιού.
σημασία2: γυναίκα παντρεμένη, σύζυγος.
αντώνυμα: παρθένος.
σημασία3: θνητή γυναίκα.
αντώνυμα: θεά.
οικογένεια: παράγωγα: γυναικεῖος, γύναιος, γυναικὼν ἡ, γυναικωνῖτις, σύνθετα: γυναικοκρατοῦμαι.
Νέα-Ελληνική: γυναίκα (με τις σημ. 1, 2).
ετυμολογία: *γυνᾱ, αρχ. ινδ. gnā- «γυναίκα, θεά».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γύψ-γυπός-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.γύψ-γυπός-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.γύψ-γυπός-ὁ@wordaryElla,
σημασία: το αρπακτικό πουλί γύπας.
οικογένεια: σύνθ. γυπώδης.
Νέα-Ελληνική: γύπας.
ετυμολογία: *γυ- (γύαλον «κοιλότητα») + παρ. επίθ. -π-ς > γύψ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
letter::
* McsEngl.wordaryElla.dhelta,
====== langoGreekAncient:
* McsElla.λεξικόΕλλα.Δ,
Δ-δ-δέλτα-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.Δ-δ-δέλτα-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Δ-δ-δέλτα-τὸ@wordaryElla,
σημασία: το τέταρτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Κατά την κλασική περίοδο (5oς-4oς αι. π.Χ.) είχε τη φωνητική αξία ηχηρού κλειστού φθόγγου και οι αρχαίοι Έλληνες το πρόφεραν ως [d].
* ως αριθμητικό σύμβολο δ΄ = 4, αλλά ͵δ = 4.000.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δᾳδοῦχος-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.δᾳδοῦχος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.δᾳδοῦχος-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: αυτός που κρατούσε δάδα, συνήθως ως αξιωματούχος, όταν τελούνταν τα Ελευσίνια μυστήρια προς τιμήν της θεάς Δήμητρας: Καλλίας ὁ δᾳδοῦχος.
συνώνυμα: δᾳδοφόρος.
οικογένεια: παράγωγα: δᾳδουχέω -ῶ, δᾳδουχία, σύνθετα: δᾳδοφόρος.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη δᾴς, δᾳδό-ς + ἔχω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δαιμόνιον-ίου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.δαιμόνιον-ίου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.δαιμόνιον-ίου-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: η θεία δύναμη: πάντῃ ἀψευδὲς τὸ δαιμόνιον καὶ τὸ θεῖον = η θεία δύναμη και ο θεός είναι εντελώς ξένα προς το ψέμα.
σημασία2: κατώτερος θεός, κάτι ανάμεσα στους θεούς και στους θνητούς: καινὰ δαιμόνια = καινούριες θεότητες (στις οποίες κατηγορούσαν το Σωκράτη ότι πίστευε).
* το θεϊκό πνεύμα που εμπόδιζε το Σωκράτη να κάνει κάτι κακό: τὸ δαιμόνιον κωλύει = με εμποδίζει το δαιμόνιο.
σημασία3: στην Καινή Διαθήκη το πονηρό πνεύμα: ἐκβάλλω δαιμόνια = διώχνω τα κακά πνεύματα.
Νέα-Ελληνική: δαιμόνιο (με τη σημ. 3, αλλά και με τη σημ. «τζίνι των παραμυθιών»).
ετυμολογία: ουσιαστικοπ. ουδ. του δαιμόνιος, -ία, -ιον.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δαιμόνιος-ία-ιον-επίθετο::
* McsElla.δαιμόνιος-ία-ιον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.δαιμόνιος-ία-ιον@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που έχει σχέση με το δαίμονα (δηλ. το θεό), που προέρχεται από αυτόν, και επομένως ο θαυμαστός: εἰ μή τι δαιμόνιον εἴη = αν δεν είναι κάποια θεϊκή παρέμβαση.
σημασία2: για πρόσωπα θαυμάσιος, θεϊκός: δαιμόνιος τὴν σοφίαν = έχει θαυμαστή σοφία.
* συχνά στην κλητική και ειρωνικά ὦ δαιμόνιε Γλαύκων = ευλογημένε μου, Γλαύκωνα!
Νέα-Ελληνική: δαιμόνιος (με τη σημ. 2)
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη δαίμων, -ονος + παρ. επίθ. -ιος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δαίμων-ονος-ὁ-ἡ-ουσιαστικό::
σημασία1: η ακαθόριστη ανώτερη δύναμη που καθορίζει την πορεία του ανθρώπου.
σημασία2: η τύχη ενός ανθρώπου, καλή ή κακή, οι περιστάσεις και συνθήκες της ζωής του.
οικογένεια: παράγωγα: δαιμόνιον, δαιμονίως, δαιμονιώδης, σύνθετα: κακοδαιμονέω -ῶ, δεισιδαίμων.
Νέα-Ελληνική: δαίμονας (με τη σημ. 3).
ετυμολογία: *δαί- (δαί-ω «τεμαχίζω, μερίζω» < *δαF-jω) + παρ. επίθ. -μων.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δάκνω-ρήμα::
* McsElla.δάκνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.δάκνω@wordaryElla,
* McsElla.ἔδακνον!~παρατατικός:δάκνω@wordaryElla,
* McsElla.δήξομαι!~μέλλοντας:δάκνω@wordaryElla,
* McsElla.ἔδακον!~αόριστος-β΄:δάκνω@wordaryElla,
* McsElla.δέδηχα!~παρακείμενος:δάκνω@wordaryElla,
* McsElla.δηχθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:δάκνω@wordaryElla,
* McsElla.ἐδήχθην!~παθητικός-αόριστος:δάκνω@wordaryElla,
* McsElla.δέδηγμαι!~παθητικός-παρακείμενος:δάκνω@wordaryElla,
σημασία1: δαγκώνω.
σημασία2: μεταφορικά, συχνά στην παθ. φωνή ερεθίζω, πληγώνω την ψυχή κάποιου: δηχθεῖσα κέντροις ἠράσθη… = αφού πληγώθηκε από το κεντρί (του έρωτα), ερωτεύτηκε τον…
οικογένεια: παράγωγα: δῆγμα «δάγκωμα».
Νέα-Ελληνική: δαγκώνω (από τον αόρ. ἔδακον).
ετυμολογία: *δακ- (από *δενκ- «δαγκώνω») + επίθ. -ν-ω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δανείζω-ρήμα::
* McsElla.δανείζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.δανείζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐδάνειζον!~παρατατικός:δανείζω@wordaryElla,
* McsElla.δανείσω!~μέλλοντας:δανείζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐδάνεισα!~αόριστος:δανείζω@wordaryElla,
* McsElla.δεδάνεικα!~παρακείμενος:δανείζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐδανείσθην!~παθητικός-αόριστος:δανείζω@wordaryElla,
* McsElla.δεδάνεισμαι-«έχω-δανείσει»!~μέσος-παρακείμενος:δανείζω@wordaryElla,
* McsElla.δεδάνεισμαι-«έχω-δανειστεί»!~παθητικός-παρακείμενος:δανείζω@wordaryElla,
σημασία1: δανείζω σε κάποιον χρήματα: ἐδάνεισεν αὐτῷ δισχιλίας δραχμάς = του δάνεισε δύο χιλιάδες δραχμές.
σημασία2: μέση φωνή δανείζομαι παίρνω χρήματα με δάνειο: ἀποδώσουσιν οἱ δανεισάμενοι τοῖς δανείσασι τὸ ἀργύριον = θα επιστρέψουν τα χρήματα στους δανειστές αυτοί που τα δανείστηκαν.
οικογένεια: παράγωγα: δανεισμός, δανειστής.
Νέα-Ελληνική: δανείζω και δανείζομαι.
ετυμολογία: δάνος, -ους «δώρο, οφειλή» (*δα- < δί-δωμι), *δανεσ-ίζω > δανείζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δαπανάω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.δαπανάω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.δαπανάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐδαπάνων!~παρατατικός:δαπανάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.δαπανήσω!~μέλλοντας:δαπανάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐδαπάνησα!~αόριστος:δαπανάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.δαπανηθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:δαπανάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐδαπανησάμην!~μέσος-αόριστος:δαπανάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐδαπανήθην!~παθητικός-αόριστος:δαπανάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.δεδαπάνημαι!~παθητικός-παρακείμενος:δαπανάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐδεδαπανήμην!~παθητικός-υπερσυντέλικος:δαπανάω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: ξοδεύω, δαπανώ: πάντα ἐκ τῶν ἰδίωνδαπανῶμεν = εμείς πληρώναμε όλα τα έξοδα με δικά μας χρήματα.
σημασία2: μέση φωνή δαπανῶμαι ξοδεύω από τα δικά μου χρήματα.
Νέα-Ελληνική: δαπανώ (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη δαπάνη (*δα-π- «ξοδεύω, τρώγω», παράβαλε δα-τέομαι «τεμαχίζω κρέας κτλ.») + παρ. επίθ. -άω, ομόρρ. με αρχ. ινδ. dāpayati «μοιράζω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δᾴς-δᾳδός-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.δᾴς-δᾳδός-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.δᾴς-δᾳδός-ἡ@wordaryElla,
σημασία: δαυλός από ξύλο πεύκου.
συνώνυμα: πυρσός.
οικογένεια: παράγωγα: δᾴδινος, δᾳδίον, σύνθετα: δᾳδοῦχος, δᾳδουχέω.
Νέα-Ελληνική: δάδα.
ετυμολογία: *δαι-Fις < *δαF-jω > δαίω «καίω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δασύς-εῖα-ὺ-επίθετο::
* McsElla.δασύς-εῖα-ὺ-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.δασύς-εῖα-ὺ@wordaryElla,
* McsElla.δασύτερος!~συγκριτικός:δασύς-εῖα-ὺ@wordaryEllα,
* McsElla.δασύτατος!~υπερθετικός:δασύς-εῖα-ὺ@wordaryElla,
σημασία1: τριχωτός, δασύτριχος: δέρμα αἰγὸς δασύ = δασύτριχο δέρμα κατσίκας.
σημασία2: αυτός που έχει πυκνό φύλλωμα ή που είναι καλυμμένος με πυκνόφυλλα φυτά: διὰ τῶν δασέων = μέσα από πυκνά δάση.
σημασία3: για φθόγγους αυτός που προφέρεται με μια άχνα, με μια εκβολή αέρος. Στην αρχαία δασέα σύμφωνα ήταν τα θ, φ, χ, που προφέρονταν αντίστοιχα ως τ με άχνα, π με άχνα και κ με άχνα.
αντώνυμα: ψιλός «που προφέρεται λιτά και απέριττα, δηλαδή χωρίς άχνα», λ.χ. τα σύμφωνα τ, π, κ).
οικογένεια: παράγωγα: δασύνω, δασύτης, σύνθετα: δασύθριξ (γεν. δασύτριχος), δασύμαλλος, δασυπώγων «με δασύ γένι».
Νέα-Ελληνική: λόγ. δασύς (και δασύτριχος «με πολλές τρίχες»).
ετυμολογία: *δασύς, ομόρρ. με λατινικός densus.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δαψιλής-ής-ὲς-επίθετο::
* McsElla.δαψιλής-ής-ὲς-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.δαψιλής-ής-ὲς@wordaryElla,
* McsElla.δαψιλέστερος!~συγκριτικός:δαψιλής-ής-ὲς@wordaryEllα,
* McsElla.δαψιλέστατος!~υπερθετικός:δαψιλής-ής-ὲς@wordaryElla,
σημασία1: άφθονος: δαψιλεῖς ἔπαινοι.
συνώνυμα: ἄφθονος.
σημασία2: για πρόσωπα γενναιόδωρος ή σπάταλος: δαψιλὴς χορηγός.
οικογένεια: παράγωγα: δαψίλεια, ἡ «αφθονία», δαψιλῶς, δαψιλεύομαι.
ετυμολογία: *δαψ- (ἔ-δαψ-α, αόρ. του δάπ-τω «καταβροχθίζω») + παρ. επίθ. -ιλής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δὲ-μόριο-αντιθετικό-συνδετικό::
* McsElla.δὲ-μόριο-αντιθετικό-συνδετικό@wordaryElla,
* McsElla.μόριο.δὲ-αντιθετικό-συνδετικό@wordaryElla,
σημασία1: συχνά προηγείται το μέν εξάλλου, από το άλλο μέρος: πρῶτος μέν… δεύτερος δέ.
σημασία2: όταν δεν προηγείται το μέν, το δὲ λειτουργεί
σημασίαα: ως αντιθετικό αλλά: …ἐπ' ἐλευθερώσει δὲ τῶν Ἑλλήνων παρελήλυθα = …αλλά ήρθα για να απελευθερώσω τους Έλληνες.
σημασίαβ: ως συνδετικό σε επεξηγηματικές προτάσεις δηλαδή: τὴν νῦν Βοιωτίαν, πρότερον δὲ Καδμηίδα γῆν καλουμένην = τη σημερινή Βοιωτία, αυτή δηλαδή που την ονόμαζαν παλαιότερα Καδμεία γη.
σημασία3: όταν, έπειτα από διακοπή, συνεχίζει κάποιος την ομιλία του λέω λοιπόν, που λέτε: χρόνου δὲ ἐπιγενομένου καὶ κατεστραμμένων πάντων… = αφού πέρασε ο καιρός, που λέτε, και υποδουλώθηκαν όλοι…
Νέα-Ελληνική: δε (λόγιο).
ετυμολογία: μεταπτωτ. τύπος του δή (*δή-, βλέπε δή).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
-δε-μόριο-εγκλιτικό::
* McsElla.δε-μόριο-εγκλιτικό@wordaryElla,
* McsElla.μόριο.δε-εγκλιτικό@wordaryElla,
σημασία1: με ονόματα τόπων δηλώνει κίνηση προς έναν τόπο: οἴκαδε = προς την πατρίδα. Ἀθήναζε (< Ἀθήνασδε) = προς την Αθήνα.
σημασία2: με δεικτικές αντωνυμίες επιτείνει τη σημασία τους ὅδε = αυτός εδώ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δέδοικα--δέδια-ρήμα::
* McsElla.δέδοικα!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.δέδια!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.δέδια@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.δέδοικα@wordaryElla,
* McsElla.δείσομαι!~μέλλοντας:δέδοικα@wordaryElla,
* McsElla.ἔδεισα!~αόριστος:δέδοικα@wordaryElla,
* McsElla.δέδοικα!~παρακείμενος-ενεστώτα-σημασία:δέδοικα@wordaryElla,
* McsElla.δέδια-«φοβάμαι»!~παρακείμενος-ενεστώτα-σημασία:δέδοικα@wordaryElla,
* McsElla.ἐδεδοίκειν-«φοβόμουν»!~υπερσυντέλικος-παρατατικού-σημασία:δέδοικα@wordaryElla,
παρατήρηση: παρακείμενος του ρήματος δείδω με ενεστωτική σημασία.
σημασία1: φοβάμαι: δέδοικα μή… = φοβάμαι μήπως… δεδιότες μὴ καταλυθείη ὁ δῆμος = φοβούμενοι μήπως καταλυθεί η δημοκρατία. ἐδείσατε ὑπὲρ ὑμῶν αὐτῶν = φοβηθήκατε για τον εαυτό σας.
αντώνυμα: θαρρέω.
σημασία2: με αιτιατική φοβάμαι κάποιον: μήτε αἰσχύνεσθαι δεῖ αὐτὸν μήτε δεδιέναι τοὺς γονεῖς = δεν πρέπει ούτε να ντρέπεται ούτε να φοβάται τους γονείς του.
οικογένεια: παράγωγα: δειλός, σύνθετα: δεισιδαίμων.
ετυμολογία: *δFει-, δειλός, με αναδιπλ. δέ-δοι-κα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δέησις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.δέησις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.δέησις-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: ικεσία.
σημασία2: ανάγκη, έλλειψη: κατὰ τὰς δεήσεις = ανάλογα με τις ανάγκες τους.
Νέα-Ελληνική: δέηση (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη δε-η- (πβ. δεητικός, δέω, δέομαι «στερούμαι» < *δευσ-) + παρ. επίθ. -σις.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δεῖ-ρήμα::
* McsElla.δεῖ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.δεῖ@wordaryElla,
* McsElla.ἔδει!~παρατατικός:δεῖ@wordaryElla,
* McsElla.δεήσει!~μέλλοντας:δεῖ@wordaryElla,
* McsElla.ἐδέησε!~αόριστος:δεῖ@wordaryElla,
* McsElla.δεδέηκε!~παρακείμενος:δεῖ@wordaryElla,
* McsElla.ἐδεδεήκει!~υπερσυντέλικος:δεῖ@wordaryElla,
παρατήρηση: απρόσωπο ρ. του προσωπικού δέω
σημασία1: με απαρέμφατο ως υποκείμενο πρέπει: δεῖ μελθεῖν = πρέπει να έρθω. δεῖ ἡμᾶς ἀνδρείους εἶναι = πρέπει να είμαστε γενναίοι. οἴομαι δεῖν... = νομίζω ότι πρέπει…
συνώνυμα: χρή, προσήκει.
σημασία2: με γενική πράγματος υπάρχει ανάγκη για κάτι: εὐβουλίας δεῖ = χρειάζεται σύνεση. δεῖ δὴ χρημάτων καὶ ἄνευ τούτων οὐδὲν ἔστι γενέσθαι τῶν δεόντων = χρειάζονται χρήματα και χωρίς αυτά δεν μπορεί να γίνει τίποτε από τα αναγκαία.
* εκφράσεις
σημασίαα: πολλοῦ δεῖ (οὕτως ἔχειν) = πολύ απέχει από την πραγματικότητα.
σημασίαβ: ὀλίγου δεῖ = παρά λίγο, σχεδόν. ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι τὸ πῦρ τοὺς Πλαταιεῖς = η πυρκαγιά λίγο έλειψε να κάψει τους Πλαταιείς.
σημασία3: με δοτική προσώπου δεῖ μοί τινος = χρειάζομαι κάποιον ή κάτι.
οικογένεια: παράγωγα: το δέον, τα δέοντα, δεόντως.
ετυμολογία: *δευσ- «υπολείπομαι, έχω ανάγκη», παράβαλε δέησις, δεύ-τερος «που στερείται τη θέση του πρώτου», παράβαλε αρχ. ινδ. dosa «έχω έλλειψη από κάτι».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δείκνυμι--δεικνύω-ρήμα::
* McsElla.δείκνυμι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.δεικνύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.δεικνύω@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.δείκνυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἐδείκνυν!~παρατατικός:δείκνυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἐδείκνυον!~παρατατικός:δείκνυμι@wordaryElla,
* McsElla.δείξω!~μέλλοντας:δείκνυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἔδειξα!~αόριστος:δείκνυμι@wordaryElla,
* McsElla.δέδειχα!~παρακείμενος:δείκνυμι@wordaryElla,
* McsElla.δειχθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:δείκνυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἐδείχθην!~παθητικός-αόριστος:δείκνυμι@wordaryElla,
* McsElla.δέδειγμαι!~παθητικός-παρακείμενος:δείκνυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἐδεδείγμην!~παθητικός-υπερσυντέλικος:δείκνυμι@wordaryElla,
σημασία1: δείχνω κάποιον ή κάτι: δείκνυμι εἴς τινα = δείχνω προς το μέρος κάποιου.
συνώνυμα: δηλόω -ῶ.
σημασία2: αποδεικνύω: ἔδειξαν ἕτοιμοι ὄντες = απέδειξαν πως ήταν έτοιμοι.
οικογένεια: παράγωγα: δεῖγμα, δεικτέος, δεικτικός, δεῖξις, σύνθετα: ἀναδείκνυμι, ἀποδείκνυμι, ἔνδειξις, παράδειγμα.
Νέα-Ελληνική: δείχνω (και με τις δύο σημ.).
ετυμολογία: *δεικ- + παρ. επίθ. -νυ + -μι, παράβαλε λατινικός dicō, αρχ. ινδ. disáti «δείχνω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δείλη-ης-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.δείλη-ης-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.δείλη-ης-ἡ@wordaryElla,
σημασία: οι πρώτες ώρες του απογεύματος μετά το μεσημέρι: ἡνίκα δὲ δείλη ἐγένετο = κατά το απόγευμα.
οικογένεια: παράγωγα: δειλινός, -ή, -όν.
Νέα-Ελληνική: δείλι (ποιητ.), δειλινό.
ετυμολογία: ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθέτου δείελος· ὀψὲ δύων «που δύει αργά», χωρίς σαφή ετυμολογία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δεῖνα-ος-ὁ-ἡ-τὸ-αντωνυμία::
* McsElla.δεῖνα-ος-ὁ-ἡ-τὸ-αντωνυμία@wordaryElla,
* McsElla.αντωνυμία.δεῖνα-ος-ὁ-ἡ-τὸ@wordaryElla,
παρατήρηση: αόριστη αντωνυμία.
παρατήρηση: πάντα με άρθρο κάποιος: ἐμὸς ἢ τοῦ δεῖνος; = δικός μου ή κάποιου άλλου;
* μειωτικά τί δὲ ἔδρασε ὁ δεῖνα; = γιατί τα έκανε αυτά ο λεγάμενος;
Νέα-Ελληνική: ο δείνα.
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία, κατά τους αρχ. γραμματικούς από *ταδεἶνα < *τάδε ἔνα, παράβαλε για το -εν-κεῖν-ος < *ἐ-κεν-jος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δεινός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.δεινός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.δεινός-ή-ὸν@wordaryElla,
* McsElla.δεινότερος!~συγκριτικός:δεινός-ή-ὸν@wordaryEllα,
* McsElla.δεινότατος!~υπερθετικός:δεινός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που προκαλεί φόβο, φοβερός: δεινὸς ἰδεῖν = φοβερός στο να τον βλέπεις. εἰ δεινὰ ἔδρασας, δεινὰ καὶ παθεῖν σε δεῖ = αν έκανες φοβερά πράγματα, φοβερά πρέπει και να πάθεις.
* με απαρέμφατο δεινόν ἐστι = είναι επικίνδυνο να…
σημασία2: θαυμαστός, παράξενος: πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει = πολλά είναι τα θαυμαστά, αλλά από τον άνθρωπο δεν υπάρχει τίποτε πιο θαυμαστό.
σημασία3: έξυπνος, ικανός: Πρωταγόρας ἦν σοφὸς καὶ δεινὸς ἀνήρ = ο Πρωταγόρας ήταν σοφός και ικανός άντρας.
* με απαρέμφατο δεινὸς λέγειν = πολύ ικανός ρήτορας.
οικογένεια: παράγωγα: δεινότης, δεινόω, δείνωσις, δεινῶς, σύνθετα: δεινοπαθέω.
Νέα-Ελληνική: λόγ. δεινός «ικανός» (σημ. 3).
ετυμολογία: *δFεινός, *δFει- < δείδω «φοβάμαι», παράβαλε δειλός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δειπνέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.δειπνέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.δειπνέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐδείπνουν!~παρατατικός:δειπνέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.δειπνήσω!~μέλλοντας:δειπνέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.δειπνήσομαι!~μέλλοντας:δειπνέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐδείπνησα!~αόριστος:δειπνέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.δεδείπνηκα!~παρακείμενος:δειπνέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐδεδειπνήκειν!~υπερσυντέλικος:δειπνέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: τρώω, (και ειδικότερα στους αττικούς) τρώω το κύριο φαγητό της ημέρας: δειπνῶ παρά τινι = δειπνώ στο σπίτι κάποιου.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη δεῖπνον + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δεῖπνον-ου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.δεῖπνον-ου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.δεῖπνον-ου-τὸ@wordaryElla,
σημασία: το φαγητό και η ώρα του φαγητού, (και ειδικότερα στους αττικούς) το κύριο γεύμα της ημέρας: καλῶ ἐπὶ δεῖπνον = προσκαλώ σε δείπνο. πρὸ δείπνου = πριν από το φαγητό. ἀπὸ δείπνου = μετά το φαγητό.
οικογένεια: παράγωγα: δειπνόω -ῶ, δειπνίζω, σύνθετα: δειπνοσοφιστής.
Νέα-Ελληνική: δείπνο.
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία, ίσως μεσογειακή λ..
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δεισιδαίμων-ων-ον-επίθετο::
* McsElla.δεισιδαίμων-ων-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.δεισιδαίμων-ων-ον@wordaryElla,
* McsElla.δεισιδαιμονέστερος!~συγκριτικός:δεισιδαίμων-ων-ον@wordaryEllα,
* McsElla.δεισιδαιμονέστατος!~υπερθετικός:δεισιδαίμων-ων-ον@wordaryElla,
σημασία1: με θετική σημ. αυτός που φοβάται τους θεούς και συνεπώς ο ευσεβής, ο θρήσκος: οἱ δεισιδαίμονες ἧττον τοὺς ἀνθρώπους φοβοῦνται = όσοι φοβούνται (σέβονται) τους θεούς, δε φοβούνται τους ανθρώπους.
σημασία2: με αρνητ. σημ. αυτός που διακατέχεται από δεισιδαιμονίες.
οικογένεια: παράγωγα: δεισιδαιμονία.
Νέα-Ελληνική: δεισιδαίμων και δεισιδαίμονας (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη *δFεισιδαίμων < *δFεισι- (< δείδω «φοβάμαι») + δαίμων.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δεκάτη-ης-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.δεκάτη-ης-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.δεκάτη-ης-ἡ@wordaryElla,
σημασία: το ένα δέκατο των εισοδημάτων, που δίνεται ως φόρος ή ως προσφορά στους θεούς.
ετυμολογία: ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθέτου δέκατος, -η, -ον.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δελεάζω-ρήμα::
* McsElla.δελεάζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.δελεάζω@wordaryElla,
σημασία1: πιάνω με δόλωμα.
σημασία2: εξαπατώ με δόλιο τρόπο, με τέχνασμα.
οικογένεια: παράγωγα: δελεασμός, δελέασμα.
Νέα-Ελληνική: λόγ. δελεάζω (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: δέλε-αρ + -άζω, βλέπε δέλεαρ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δέλεαρ-ατος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.δέλεαρ-ατος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.δέλεαρ-ατος-τὸ@wordaryElla,
παρατήρηση: μεταπλαστό ουσιαστικό
σημασία1: το δόλωμα.
σημασία2: μέσο εξαπάτησης: ἡδονὴ κακοῦ δέλεαρ = η ηδονή παρακινεί στο κακό.
συνώνυμα: δόλος.
οικογένεια: παράγωγα: δελεάζω, δελεασμός.
Νέα-Ελληνική: λόγ. δέλεαρ (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: *δέλεFαρ, παράβαλε αιολ. βλῆρ < *βελ(η)- «καταπίνω», ομόρρ. με *βερη- «βορά».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Δελφοί-ῶν-οἱ-ουσιαστικό::
* McsElla.Δελφοί-ῶν-οἱ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Δελφοί-ῶν-οἱ@wordaryElla,
σημασία: το μαντείο του Απόλλωνα στους πρόποδες του Παρνασσού (οι Δελφοί θεωρούνταν το κέντρο, ο ομφαλός της γης).
ετυμολογία: *ΔελφFοί < *δελφ- «μήτρα» + παρ. επίθ. -οί, σε πληθ. κατά τους περισσότερους συνοικισμούς.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δεξιά-ᾶς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.δεξιά-ᾶς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.δεξιά-ᾶς-ἡ@wordaryElla,
σημασία: το δεξί χέρι: δεξιὰν δόντες καὶ λαβόντες συνωμολόγησαν = έδωσαν τα χέρια και έκλεισαν μια συμφωνία.
ετυμολογία: ουσιαστικοπ. θηλ. δεξιά (χείρ) του επιθέτου δεξιός, -ιά, -ιόν.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δεξιόομαι-οῦμαι-ρήμα::
* McsElla.δεξιόομαι-οῦμαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.δεξιόομαι-οῦμαι@wordaryElla,
σημασία: χαιρετώ δίνοντας το δεξί μου χέρι.
Νέα-Ελληνική: δεξιώνομαι κάποιον «υποδέχομαι τιμητικά κτλ.».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη δεξιός + παρ. επίθ. -ό-ομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δεξιός-ά-ὸν-επίθετο::
* McsElla.δεξιός-ά-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.δεξιός-ά-ὸν@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που βρίσκεται από την πλευρά του δεξιού χεριού.
αντώνυμα: ἀριστερός, εὐώνυμος.
σημασία2: αυτός που προμηνύει κάτι καλό, ο αίσιος: δεξιὸς ὄρνις = αίσιος οιωνός.
σημασία3: επιδέξιος, έξυπνος: πολλοὶ κακοῦργοι ὄντες δεξιοὶ κέκληνται = πολλοί, ενώ είναι παλιάνθρωποι, θεωρούνται έξυπνοι.
οικογένεια: παράγωγα: δεξιά, δεξιόομαι -οῦμαι, δεξιότης, σύνθετα: ἐπιδέξιος, ἀδέξιος.
Νέα-Ελληνική: δεξιός (με τις σημ. 1, 2).
ετυμολογία: *δεξιFός, *δεκ-, δέχομαι, παράβαλε δεξι-τερός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δέομαι-ρήμα::
* McsElla.δέομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.δέομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐδεόμην!~παρατατικός:δέομαι@wordaryElla,
* McsElla.δεήσομαι!~μέλλοντας:δέομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐδεήθην!~αόριστος:δέομαι@wordaryElla,
* McsElla.δεδέημαι!~παρακείμενος:δέομαι@wordaryElla,
παρατήρηση: αποθετικό ρήμα
σημασία1: χρειάζομαι κάποιον ή κάτι: οὐδὲν δέομαι Σωκράτους = δε χρειάζομαι τίποτε από το Σωκράτη. τοῦτο ἔτι δέομαι μαθεῖν = αυτό χρειάζομαι ακόμα να καταλάβω.
σημασία2: παρακαλώ για κάτι, ζητώ κάτι: τοῦτο δέομαι ὑμῶν = αυτό ζητώ από σας (για τούτο σας παρακαλώ).
οικογένεια: παράγωγα: δέησις.
Νέα-Ελληνική: δέομαι (με επέκταση της σημ. 2 «προσεύχομαι»).
ετυμολογία: *δευσ- < δέω «χρειάζομαι», παράβαλε δεύ-τερος «που υπολείπεται του πρώτου», βλέπε επίσης δεῖ & δέω (Α)]
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δέον-οντος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.δέον-οντος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.δέον-οντος-τὸ@wordaryElla,
παρατήρηση: μετοχή του απροσώπου δεῖ αυτό που είναι αναγκαίο ή σωστό, το ορθό: πράττω τὸ δέον = κάνω το σωστό. μᾶλλον τοῦ δέοντος = περισσότερο από όσο χρειάζεται.
Νέα-Ελληνική: το δέον.
ετυμολογία: *δευσ- < δέω «χρειάζομαι», παράβαλε δεύ-τερος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δέος-ους-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.δέος-ους-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.δέος-ους-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: φόβος: τρέμω τῷ δέει τί πείσομαι = τρέμω από το φόβο τι θα πάθω. τὸ ἀντίπαλον δέος = ο φόβος που προξενεί ο αντίπαλος.
σημασία2: σεβασμός.
Νέα-Ελληνική: λόγ. δέος (και με τις δύο σημ.).
ετυμολογία: *δFέιος > δέος, δείδω «φοβάμαι».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δέρω-ρήμα::
* McsElla.δέρω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.δέρω@wordaryElla,
* McsElla.ἔδερον!~παρατατικός:δέρω@wordaryElla,
* McsElla.δερῶ!~μέλλοντας:δέρω@wordaryElla,
* McsElla.ἔδειρα!~αόριστος:δέρω@wordaryElla,
* McsElla.δαρήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:δέρω@wordaryElla,
* McsElla.ἐδάρην!~παθητικός-αόριστος:δέρω@wordaryElla,
* McsElla.δέδαρμαι!~παθητικός-παρακείμενος:δέρω@wordaryElla,
σημασία1: γδέρνω (ζώο).
σημασία2: δέρνω κάποιον.
* παροιμία ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται = όποιος δε φάει ξύλο δε γίνεται άνθρωπος.
οικογένεια: παράγωγα: δέρας, δέρμα, δορά.
Νέα-Ελληνική: γδέρνω (< ἐκ-δέρω, με τη σημ. 1) και δέρνω (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: *δέρ-ω «γδέρνω», παράβαλε λιθουανικός derù «γδέρνω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δεσμός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.δεσμός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.δεσμός-οῦ-ὁ@wordaryElla,
παρατήρηση: πληθ. οἱ δεσμοὶ και τὰ δεσμὰ
σημασία1: κάτι που χρησιμοποιείται για σύνδεση ή για στερέωση.
σημασία2: πληθυντικός οἱ δεσμοί = οι αλυσίδες των φυλακισμένων.
Νέα-Ελληνική: δεσμός (και με τις δύο σημ.).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *δε- (< δέω «δένω» < *δεjω) + παρ. επίθ. -σ-μός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δεσμωτήριον-ίου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.δεσμωτήριον-ίου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.δεσμωτήριον-ίου-τὸ@wordaryElla,
σημασία: φυλακή: πολλοὶ ἐν τῷ δεσμωτηρίῳ ἦσαν = πολλοί ήταν οι φυλακισμένοι.
Νέα-Ελληνική: λόγ. δεσμωτήριο.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *δεσμωτήρ (πβ. δεσμώτης < δεσμόω + παρ. επίθ. -της) + παρ. επίθ. -ιον.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δεσπότης-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.δεσπότης-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.δεσπότης-ου-ὁ@wordaryElla,
* McsElla.δέσποτα!~κλητική-ενικού:δεσπότης@wordaryElla,
σημασία1: ο αφέντης (σε αντιδιαστολή προς τον δοῦλον).
σημασία2: απόλυτος άρχοντας.
οικογένεια: παράγωγα: δέσποινα, δεσπόζω «είμαι κυρίαρχος», δεσποτικός.
Νέα-Ελληνική: λόγ. δεσπότης (με την αρχ. σημ.) και δημοτ. δεσπότης «επίσκοπος της Εκκλησίας».
ετυμολογία: *δεμσ- (δέμω «κτίζω») + *πότις > πόσις «ο κύριος του σπιτιού», παράβαλε αρχ. ινδ. dámpati «κύριος του σπιτιού».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δεῦρο-επίρρημα-επιφώνημα::
* McsElla.δεῦρο-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.δεῦρο@wordaryElla,
* McsElla.δεῦρο-επιφώνημα@wordaryElla,
* McsElla.επιφώνημα.δεῦρο@wordaryElla,
σημασία1: τοπικά εδώ, προς τα εδώ: δεῦρο παρὰ Σωκράτη καθέζου = κάθισε εδώ, κοντά στο Σωκράτη.
σημασία2: χρονικά έως τώρα: δεῡρο ἀεί = συνεχώς έως τώρα.
σημασία3: ως επιφώνημα εμπρός! έλα! καί μοι δεῦρο, ὦ Μέλητε, εἰπέ = εμπρός, Μέλητε, πες μου. Στη μεταγενέστερη γραμματεία ως πληθ. του δεῦρο χρησιμοποιήθηκε ο τύπος δεῦτε: δεῦτε λάβετε φῶς = εμπρός (εσείς οι πολλοί) πάρτε φως.
Νέα-Ελληνική: στη φρ. δεύρο έξω «έλα έξω».
ετυμολογία: *δε-υρο ή *δε-αυρο, παράβαλε λιθουανικός aurè = δεῦρο.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δέχομαι-ρήμα::
* McsElla.δέχομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.δέχομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐδεχόμην!~παρατατικός:δέχομαι@wordaryElla,
* McsElla.δέξομαι!~μέλλοντας:δέχομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐδεξάμην!~αόριστος:δέχομαι@wordaryElla,
* McsElla.δεχθήσομαι-«θα-δεχθώ-κάτι»!~παθητικός-μέλλοντας-ενεργητική-σημασία:δέχομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐδέχθην-«δέχθηκα-κάτι»!~παθητικός-αόριστος-ενεργητική-σημασία:δέχομαι@wordaryElla,
* McsElla.δέδεγμαι!~παρακείμενος:δέχομαι@wordaryElla,
σημασία1: δέχομαι, καλωσωρίζω, εγκρίνω, συμφωνώ.
σημασία2: περιμένω την επίθεση κάποιου.
οικογένεια: παράγωγα: δέκτης, δεξαμενή ( < μτχ. *δεξαμένη), σύνθετα: καταδέχομαι, παραδέχομαι.
Νέα-Ελληνική: δέχομαι (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: *δεχ-, δεκ-, ινδοευρωπαϊκός αρχής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δέω(Α)-ρήμα::
* McsElla.δέω(Α)!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.δέω(Α)@wordaryElla,
* McsElla.ἔδεον!~παρατατικός:δέω(Α)@wordaryElla,
* McsElla.δεήσω!~μέλλοντας:δέω(Α)@wordaryElla,
* McsElla.ἐδέησα!~αόριστος:δέω(Α)@wordaryElla,
* McsElla.δεδέηκα!~παρακείμενος:δέω(Α)@wordaryElla,
σημασία1: έχω ανάγκη από κάτι: παραδείγματος τοῦτο δεδέηκε = αυτό έχει ανάγκη από παράδειγμα. ὀλίγου δέω δακρῦσαι = λίγο θέλω να δακρύσω. πολλοῦ δέω ἀπολογεῖσθαι = πολύ απέχω από το να υπερασπίσω τον εαυτό μου. παρὰ μικρὸνδέησα ἀποθανεῖν = παρά λίγο να πεθάνω.
σημασία2: δέων, -ουσα, -ον ο πρέπων, ο αρμόζων.
οικογένεια: παράγωγα: δέησις, σύνθετα: ἐνδεής, ἔνδεια.
ετυμολογία: *δευσ-, δέησις, βλέπε δεῖ & δέομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δέω(Β)-ρήμα::
* McsElla.δέω(Β)!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.δέω(Β)@wordaryElla,
* McsElla.ἔδουν-(-εις-ει-κτλ.)!~παρατατικός:δέω(Β)@wordaryElla,
* McsElla.δήσω!~μέλλοντας:δέω(Β)@wordaryElla,
* McsElla.ἔδησα!~αόριστος:δέω(Β)@wordaryElla,
* McsElla.δέδεκα!~παρακείμενος:δέω(Β)@wordaryElla,
* McsElla.ἐδεδέκειν!~υπερσυντέλικος:δέω(Β)@wordaryElla,
* McsElla.δεθήσομαι!~μέλλοντας:δέω(Β)@wordaryElla,
* McsElla.ἐδέθην!~παθητικός-αόριστος:δέω(Β)@wordaryElla,
* McsElla.δέδεμαι!~παθητικός-παρακείμενος:δέω(Β)@wordaryElla,
* McsElla.ἐδεδέμην!~παθητικός-υπερσυντέλικος:δέω(Β)@wordaryElla,
σημασία1: δένω: δέω κύνα κλοιῷ = δένω το σκυλί με περιλαίμιο.
συνώνυμα: δεσμεύω.
αντώνυμα: λύω.
σημασία2: επιβάλλω δεσμά σε κάποιον ως μορφή φυλάκισης, τον δένω με αλυσίδες ή χειροπέδες: ἦσαν δεδεμένοι πρὸς ἀλλήλους = ήταν αλυσοδεμένοι ο ένας με τον άλλο.
οικογένεια: παράγωγα: δέσις, δέσμη, δεσμός, δέσμιος, δεσμώτης, σύνθετα: ὑπόδημα, διάδημα.
Νέα-Ελληνική: δένω (με σημ. 1).
ετυμολογία: *δη-, *δε-, *δέ-jω, παράβαλε αρχ. ινδ. dıtá- = δετός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δὴ-μόριο::
* McsElla.δὴ-μόριο@wordaryElla,
* McsElla.μόριο.δὴ@wordaryElla,
σημασία1: συνοδεύει επιρρήματα χρόνου: νῦν δή.
σημασία2: προσδίδει έμφαση ασφαλώς, βεβαίως, πράγματι: καὶ ἴστε δὴ οἷος... = και γνωρίζετε ασφαλώς ποιος...
σημασία3: δηλώνει μετάβαση στα επόμενα, με ή χωρίς συμπερασματική χροιά: γίγνονται δὴ οὗτοι χίλιοι = αυτοί λοιπόν φτάνουν τους χίλιους.
ετυμολογία: *δη-, δέ-, βλέπε δέ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δηλαδὴ-επίρρημα::
* McsElla.δηλαδὴ-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.δηλαδὴ@wordaryElla,
σημασία: φανερά, ολοφάνερα, ξεκάθαρα, βεβαιότατα.
Νέα-Ελληνική: δηλαδή.
ετυμολογία: δῆλα + δή, βλέπε δῆλος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δηλονότι-επίρρημα::
* McsElla.δηλονότι-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.δηλονότι@wordaryElla,
σημασία: είναι φανερό ότι…, δηλαδή.
ετυμολογία: δῆλον + ὅτι, βλέπε δῆλος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δῆλος-η|ος-ον-επίθετο::
* McsElla.δῆλος-η|ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.δῆλος-η|ος-ον@wordaryElla,
σημασία: σαφής, φανερός: δῆλοί εἰσι μὴ ἐπιτρέψοντες = είναι φανερό ότι δε θα επιτρέψουν.
* ως απρόσωπο δῆλον (ἐστί) ὅτι τὰ Κύρου οὕτως ἔχει = είναι φανερό ότι έτσι έχουν τα πράγματα τα σχετικά με τον Κύρο.
οικογένεια: παράγωγα: δηλονότι, δηλαδή, δηλόω, σύνθετα: ἄδηλος, ἔκδηλος.
ετυμολογία: *δεελος (πβ. αιολ. εὔδειλος = εὔδηλος) > δῆλος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Δῆλος-ου-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.Δῆλος-ου-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Δῆλος-ου-ἡ@wordaryElla,
παρατήρηση: τοπωνύμιο το νησί όπου, σύμφωνα με τη μυθολογία, η Λητώ γέννησε το θεό Απόλλωνα και την αδελφή του, Άρτεμη.
ετυμολογία: προελλ..
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δηλόω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.δηλόω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.δηλόω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: δείχνω κάτι.
συνώνυμα: δείκνυμι.
σημασία2: αποδεικνύω κάτι: δηλώσω οὐ παραγενόμενος = θα αποδείξω πως δεν ήμουν παρών.
σημασία3: ως αμετάβατο είναι ξεκάθαρο (φανερό) ότι...: δηλοῖ δὲ ταῦτα ὅτι οὕτως ἔχει = είναι ξεκάθαρο ότι έτσι έχουν τα πράγματα.
Νέα-Ελληνική: δηλώνω «λέω με έμφαση».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη δῆλος + παρ. επίθ. -όω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δημαγωγός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.δημαγωγός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.δημαγωγός-οῦ-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: με θετική σημ. ο αρχηγός του λαού, αυτός που επηρεάζει, κατευθύνει το λαό (όπως λ.χ. ο Περικλής): δημαγωγοὶ ἀγαθοί.
σημασία2: συνήθως με κακή σημ. δημαγωγός: ἔστιν γὰρ δημαγωγὸς ὁ τοῦ δήμου κόλαξ = γιατί ο δημαγωγός είναι αυτός που κολακεύει το λαό.
οικογένεια: παράγωγα: δημαγωγία.
Νέα-Ελληνική: δημαγωγός (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη δῆμον + ἄγω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δημηγορέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.δημηγορέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.δημηγορέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: μιλώ, αγορεύω στην εκκλησία του δήμου.
ετυμολογία: παράγ. δημηγόρος + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δημηγορία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.δημηγορία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.δημηγορία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: ομιλία, αγόρευση στην εκκλησία του δήμου.
Νέα-Ελληνική: λόγ. δημηγορία.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη δημηγόρος + παρ. επίθ. -ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Δημήτηρ-τερος|τρος-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.Δημήτηρ-τερος|τρος-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Δημήτηρ-τερος|τρος-ἡ@wordaryElla,
παρατήρηση: κύριο όνομα η θεά της γεωργίας Δήμητρα, μητέρα της Περσεφόνης, που λατρευόταν στην Ελευσίνα.
οικογένεια: παράγωγα: Δημήτριος, Δημήτρια (τά).
Νέα-Ελληνική: Δήμητρα.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη πιθ. Δᾱ (= Γᾱ = Γῆ) + μήτηρ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δήμιος-ίου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.δήμιος-ίου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.δήμιος-ίου-ὁ@wordaryElla,
παρατήρηση: επίθετο δήμιος (ενν. δοῦλος) δούλος του δήμου, δηλ. δούλος που όριζε το κράτος για την εκτέλεση των θανατικών ποινών, δήμιος.
Νέα-Ελληνική: δήμιος (συνήθως με μεταφορ. σημ. «σκληρός κτλ.»).
ετυμολογία: ουσιαστικοπ. αρσ. του επιθ. δήμιος, -ιος, -ιον που αρχικώς σήμαινε «δημόσιος».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δημιουργός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.δημιουργός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.δημιουργός-οῦ-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που ασκεί έργο ωφέλιμο για το δήμο, και κατ' επέκταση ο τεχνίτης.
σημασία2: δημιουργός.
οικογένεια: παράγωγα: δημιουργέω -ῶ.
Νέα-Ελληνική: δημιουργός (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη δήμιος + *Fεργ- (πβ. Fέργον = ἔργον) + παρ. επίθ. -ός, *δημιοFεργός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δημοκρατέομαι-οῦμαι-ρήμα::
* McsElla.δημοκρατέομαι-οῦμαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.δημοκρατέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐδημοκρατούμην!~παρατατικός:δημοκρατέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.δημοκρατήσομαι!~μέσος-μέλλοντας-παθητική-σημασία:δημοκρατέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
σημασία: έχω δημοκρατικό πολίτευμα: πόλις δημοκρατουμένη.
αντώνυμα: τυραννέομαι -οῦμαι.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη δημοκρατ- (< δῆμος + κρατέω) + παρ. επίθ. -έομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δῆμος-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.δῆμος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.δῆμος-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: ο απλός λαός (σε αντιδιαστολή προς τους ἄρχοντες).
αντώνυμα: δυνατοί.
σημασία2: με πολιτική σημ. τα μέλη εκείνα του πληθυσμού μιας κοινότητας που διέθεταν πολιτικά δικαιώματα, το σύνολο των πολιτών.
σημασία3: το δημοκρατικό πολίτευμα (σε αντιδιαστολή προς τους ὀλίγους)
σημασία4: το πολιτειακό όργανο της εκκλησίας του Δήμου.
σημασία5: οἱ δῆμοι στην Αττική, οι περιφέρειες που αποτελούσαν κοινότητες, καθώς και οι υποδιαιρέσεις των φυλών: δήμου Δεκελῆθεν = από το δήμο της Δεκέλειας.
οικογένεια: παράγωγα: δημεύω, δήμιος, δημοσίᾳ, δημηγορέω -ῶ, σύνθετα: δημαγωγός, δημηγορία, δήμαρχος.
Νέα-Ελληνική: δήμος (με τη σημ. 5, «διοικητική αρχή σε κάθε πόλη ή κοινότητα»).
ετυμολογία: *δα-, *δη- (< δαίομαι «διανέμω») + παρ. επίθ. -μος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δημοσίᾳ-επίρρημα::
* McsElla.δημοσίᾳ-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.δημοσίᾳ@wordaryElla,
σημασία1: στη δημόσια ζωή, στο δημόσιο.
αντώνυμα: ἰδίᾳ.
σημασία2: με δημόσια έξοδα: Τέλλον Ἀθηναῖοι δημοσίᾳ ἔθαψαν.
Νέα-Ελληνική: δημόσια, (λογ.) δημοσία (π.χ. δημοσία δαπάνη).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη δημόσιος + παρ. επίθ. -ᾳ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δημόσιος-ία-ιον-επίθετο::
* McsElla.δημόσιος-ία-ιον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.δημόσιος-ία-ιον@wordaryElla,
σημασία: αυτός που ανήκει στο λαό ή στην πολιτεία, δημόσιος.
αντώνυμα: ἴδιος «ιδιωτικός».
οικογένεια: παράγωγα: δημοσίᾳ, δημοσιεύω «δημεύω κτλ.».
ετυμολογία: *δημότ-ιος (πβ. δημότης < δῆμος).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δήπου--δή-που-επίρρημα::
* McsElla.δή-που-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.δή-που@wordaryElla,
* McsElla.δήπου-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.δήπου@wordaryElla,
σημασία1: βεβαιωτικό βέβαια, εννοείται: οὐδεὶς δή που ἀγνοεῖ... = κανένας βέβαια δεν αγνοεί...
σημασία2: ερωτηματικό οὐ δή που; = έτσι δεν είναι;
ετυμολογία: δή + που.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δῆτα-επίρρημα::
* McsElla.δῆτα-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.δῆτα@wordaryElla,
σημασία1: ασφαλώς, βέβαια: οὐ δῆτα = όχι βέβαια.
σημασία2: σε ερώτηση έχει συμπερασματική χροιά λοιπόν: τί δῆτα; = τι λοιπόν;
ετυμολογία: προεκτετ. τύπος του βλέπε δὴ με το -τα, παράβαλε ἔπει-τα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διὰ-πρόθεση::
* McsElla.διὰ-πρόθεση@wordaryElla,
* McsElla.πρόθεση.διὰ@wordaryElla,
σημασίαΑ:
σημασία1: με γενική δηλώνει
σημασίαα: διαμέσου, μέσα από: διὰ τῆς ἀγορᾶς.
σημασίαβ: κατά τη διάρκεια: διὰ βίου = κατά (σε όλη) τη διάρκεια της ζωής.
σημασίαγ: το μέσο ή τον τρόπο: ἔλεγε δι' ἑρμηνέως = μιλούσε μέσω διερμηνέα. διὰ βραχέων = με συντομία.
σημασία2: με αιτιατική δηλώνει
σημασίαα: την αιτία: ἐπετιμήθη ὑπὸ Κύρου δι' εὔνοιαν = κατηγορήθηκε από τον Κύρο για μεροληπτική συμπεριφορά.
σημασίαβ: τον αίτιο, τον υπεύθυνο: οὐ δι' ἐμέ = όχι εξαιτίας μου.
σημασίαγ: το σκοπό: διὰ τοῦτο, ἵνα τὰ λοιπὰ βελτίω γένηται = με αυτόν το σκοπό, για να βελτιωθούν δηλαδή τα υπόλοιπα.
σημασίαΒ: ως α΄ συνθετικό δηλώνει
σημασίαα: διαμέσου, π.χ. διαβαίνω.
σημασίαβ: μεταξύ, ενδιάμεσα, π.χ. διαλείπω.
σημασίαγ: χωρισμό ή διανομή, π.χ. διακρίνω, διαδίδωμι.
σημασίαδ: διάρκεια, π.χ. διαβιῶ.
σημασίαε: επίταση, ενίσχυση, π.χ. διαφθείρω.
σημασίαστ: συναγωνισμό, άμιλλα, π.χ. διαγωνίζομαι.
Νέα-Ελληνική: διά (με τις σημ. Α1α, Α1γ).
ετυμολογία: *δισα-, δίς, δύο, παράβαλε λατινικός dis.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διαβαίνω-ρήμα::
* McsElla.διαβαίνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.διαβαίνω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε βαίνω.
σημασία1: περνώ από το ένα μέρος στο άλλο, διαβαίνω: διαβαίνω ποταμόν/διὰ ποταμοῦ = περνώ το ποτάμι/από το ποτάμι. διέβη εἰς Μακεδονίαν = ήρθε (πέρασε από τη Μ. Ασία) στη Μακεδονία.
σημασία2: δρασκελώ.
οικογένεια: παράγωγα: διάβασις, διαβατήριος.
Νέα-Ελληνική: διαβαίνω (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη διά + βαίνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διαβάλλω-ρήμα::
* McsElla.διαβάλλω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.διαβάλλω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε βάλλω.
σημασία1: περνώ μέσα από κάτι ή περνώ απέναντι: τὸ Ἰόνιον διαβάλλω = διασχίζω το Ιόνιο πέλαγος.
σημασία2: προκαλώ αντιπαράθεση μεταξύ δύο ανθρώπων, τους διαβάλλω: διαβάλλω τινὰς ἀλλήλοις = διαβάλλω τον έναν στον άλλο (και τους κάνω να μαλώσουν).
* γενικά κατηγορώ: διέβαλον τοὺς Λακεδαιμονίους ἐς τοὺς Ἕλληνας.
οικογένεια: παράγωγα: διαβολή, διάβολος.
Νέα-Ελληνική: διαβάλλω (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη διά + βάλλω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διαβολή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.διαβολή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.διαβολή-ῆς-ἡ@wordaryElla,
σημασία: συκοφαντία, ψευδής κατηγορία.
Νέα-Ελληνική: διαβολή.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *διαβολ- (< διαβάλλω) + παρ. επίθ. -ή.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διάβολος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.διάβολος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.διάβολος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία1: συκοφαντικός.
σημασία2: ως ουσ. ο σατανάς.
Νέα-Ελληνική: διάβολος (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *διαβολ- (< διαβάλλω) + παρ. επίθ. -ος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διαγγέλλω-ρήμα::
* McsElla.διαγγέλλω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.διαγγέλλω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἀγγέλλω.
σημασία1: μεταφέρω μήνυμα με αγγελιαφόρο: οἱ ἀκούσαντες διήγγειλαν τοῖς στρατηγοῖς = αυτοί που άκουσαν μετέφεραν το μήνυμα στους στρατηγούς.
σημασία2: μέση φωνή διαγγέλλομαι διαβιβάζω μια διαταγή: ἐβούλοντο ἀπιέναι καὶ διηγγέλλοντο = ήθελαν να αποχωρήσουν και διαβίβαζαν τη διαταγή από τον ένα στον άλλο.
οικογένεια: παράγωγα: διάγγελος, διαγγελία, διάγγελμα.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη διά + ἀγγέλλω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διαγίγνομαι-ρήμα::
* McsElla.διαγίγνομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.διαγίγνομαι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε γίγνομαι.
σημασία1: περνώ το χρόνο μου, ζω με ένα συγκεκριμένο τρόπο τη ζωή μου: οὐδὲν ἄλλο ποιῶν διαγεγένηται ἤ… = ζει τη ζωή του μη κάνοντας τίποτε άλλο παρά…
συνώνυμα: διάγω, ζήω -ῶ.
σημασία2: για χρονικό διάστημα περνώ: χρόνου μεταξὺ διαγενομένου = όταν μεσολάβησε κάποιο χρονικό διάστημα.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη διά + γίγνομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διαγιγνώσκω-ρήμα::
* McsElla.διαγιγνώσκω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.διαγιγνώσκω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε γιγνώσκω.
σημασία1: διακρίνω, ξεχωρίζω το ένα από το άλλο: διαγιγνώσκω εἰ ὅμοιοί εἰσι = διακρίνω αν είναι ίσοι ή όχι.
σημασία2: αποφασίζω έπειτα από ψηφοφορία: διέγνωσαν σφίσι βοηθεῖν = αποφάσισαν να τους βοηθήσουν.
σημασία3: βγάζω δικαστική απόφαση.
οικογένεια: παράγωγα: διάγνωσις.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη διά + γιγνώσκω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διάγνωσις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.διάγνωσις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.διάγνωσις-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: το να διακρίνω τη διαφορά ανάμεσα σε δύο πράγματα ή καταστάσεις: τὴν διάγνωσινποιοῦντο, τίς ἐκράτει = προσπαθούσαν να καταλάβουν ποιος νικούσε.
σημασία2: σχηματισμός γνώμης, λήψη απόφασης: τὴν διάγνωσιν ποιοῦμαι = παίρνω την απόφαση.
Νέα-Ελληνική: διάγνωση (ιδίως ιατρική, με τη σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη διά- + -γνω (γι-γνώ-σκω) + παρ. επίθ. -σις ως παράγωγα: ουσ. του σύνθ. διαγιγνώσκω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διάγω-ρήμα::
* McsElla.διάγω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.διάγω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἄγω.
σημασία1: μεταφέρω, περνώ απέναντι: διάγω τὴν στρατιάν.
σημασία2: περνώ το χρόνο, τον καιρό μου: διῆγε τὸν βίον μαχόμενος = περνούσε τη ζωή του πολεμώντας.
συνώνυμα: διαγίγνομαι.
* ως αμετάβατο διάγω ἐν φιλοσοφίᾳ = ζω φιλοσοφώντας. διάγω μανθάνων = περνώ τη ζωή μου με τη μελέτη.
οικογένεια: παράγωγα: διαγωγή.
Νέα-Ελληνική: λόγ. διάγω (σημ. 2, λ.χ. διάγει έντιμο βίο).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη διά + ἄγω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διαγωγή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.διαγωγή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.διαγωγή-ῆς-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: μεταφορά, πέρασμα.
σημασία2: ο τρόπος ζωής και ειδικότερα η διασκέδαση: ἐλευθέριος διαγωγή = διασκέδαση που ταιριάζει σε ελεύθερο άνθρωπο (και όχι σε δούλο).
Νέα-Ελληνική: διαγωγή «κοινωνική συμπεριφορά».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη διά + ἀγωγὴ ως ουσ. του διάγω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διαδίδωμι-ρήμα::
* McsElla.διαδίδωμι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.διαδίδωμι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε δίδωμι.
σημασία1: παραδίδω κάτι, το περνώ από χέρι σε χέρι: λαμπάδας ἔχοντες διαδιδόασιν ἀλλήλοις = κρατώντας λαμπάδες, τις δίνει ο ένας στον άλλο.
σημασία2: παθ. φωνή διαδίδομαι εξαπλώνομαι ως φήμη, διαδίδομαι: λόγος διεδόθη.
σημασία3: διανέμω: τὸ διαδιδόμενον εἰς τὰς φλέβας = (για φάρμακο) που διανέμεται σε όλες τις φλέβες του σώματος.
συνώνυμα: διανέμω.
οικογένεια: παράγωγα: διάδοσις.
Νέα-Ελληνική: διαδίδομαι (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη διά + δίδωμι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διάθεσις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.διάθεσις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.διάθεσις-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: οργάνωση, ρύθμιση: ἡ διάθεσις τῆς πολιτείας = η ρύθμιση του πολιτεύματος.
σημασία2: διαθήκη.
σημασία3: ό,τι διαθέτει κανείς για πώληση, η πώληση: διάθεσις ἄφθονος = άφθονα πράγματα για πούλημα.
σημασία4: η σωματική ή ψυχική κατάσταση του ανθρώπου, η διάθεση.
Νέα-Ελληνική: διάθεση (σημ. 3, 4).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη διαθε- (διαθέτω) + παρ. επίθ. -σις ως ουσ. του διαθέτω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διαθήκη-ης-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.διαθήκη-ης-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.διαθήκη-ης-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: διαθήκη (έγγραφη κατάθεση ενός ατόμου για την περιουσία του κτλ.)
σημασία2: συμφωνία, συμβόλαιο, σύμβαση: ἡ Καινὴ Διαθήκη = η καινούρια συμφωνία μεταξύ Θεού και ανθρώπων.
Νέα-Ελληνική: διαθήκη (με τις σημ. 1, 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη διά + θήκη ως παράγωγα: ουσ. του διατίθημι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δίαιτα-αίτης-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.δίαιτα-αίτης-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.δίαιτα-αίτης-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: τρόπος ζωής: εὐτελὴς δίαιτα = πολύ απλός τρόπος ζωής.
σημασία2: κατοικία ή τόπος κατοικίας.
σημασία3: διαιτησία, διάλυση διαφοράς: ἐπιτρέπω τὴν δίαιτάν τινι = αναθέτω τη διαιτησία σε κάποιον.
οικογένεια: παράγωγα: διαιτάομαι -ῶμαι.
Νέα-Ελληνική: δίαιτα «πρόγραμμα λήψης τροφής».
ετυμολογία: διά + *αἰτάω (πβ. αἴτιος), ομόρρ. με αἶσα. «μερίδα», *αι- «μερίζω, δίνω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διαιτάω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.διαιτάω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.διαιτάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.διῄτησα!~αόριστος:διαιτάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.δεδιῄτηκα!~παρακείμενος:διαιτάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.διαιτήσομαι!~μέσος-μέλλοντας:διαιτάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.διῃτήθην!~παθητικός-αόριστος:διαιτάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.δεδιῄτημαι!~παθητικός-παρακείμενος:διαιτάω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: μέση & παθ. φωνή διαιτῶμαι ζω με έναν ορισμένο τρόπο: διαιτῶμαι ἐπ' ἀγρῷ = ζω στην εξοχή.
σημασία2: γίνομαι κριτής ή διαιτητής, διαιτητεύω: διαιτῶ δίαιταν = είμαι κριτής σε διαιτησία.
οικογένεια: παράγωγα: διαιτητής.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη δίαιτα + παρ. επίθ. -άω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διάκειμαι-ρήμα::
* McsElla.διάκειμαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.διάκειμαι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε κεῖμαι.
παρατήρηση: χρησιμοποιείται ως παθ. φωνή του διατίθημι, συχνά με επίρρημα ή μετοχή βρίσκομαι σε μια ορισμένη σωματική ή ψυχική διάθεση: κακῶς διάκειμαι = έχω κακή διάθεση. εὖ διάκειμαί τινι/πρός τινα = είμαι ευνοϊκά διατεθειμένος απέναντι σε κάποιον. ὁρᾶτε ὡς διάκειμαι ὑπὸ τῆς νόσου = βλέπετε σε τι κατάσταση βρίσκομαι από την αρρώστια.
Νέα-Ελληνική: διάκειμαι (σε λόγιες εκφράσεις, όπως διάκειμαι εχθρικά απέναντι σε κάποιον).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη διά + κεῖμαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διακελεύομαι-ρήμα::
* McsElla.διακελεύομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.διακελεύομαι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε κελεύω.
σημασία1: δίνω εντολή, διατάσσω,
σημασία2: συμβουλεύω.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη διά + κελεύομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διακομίζω-ρήμα::
* McsElla.διακομίζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.διακομίζω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε κομίζω.
σημασία1: μεταφέρω, μεταβιβάζω, από έναν τόπο σε άλλον: διεκομίσαμεν τὴν εὐδαιμονίαν ἐκ τῆς Ἀσίας εἰς τὴν Εὐρώπην = μεταφέραμε τον πλούτο από την Ασία στην Ευρώπη.
σημασία2: μέση φωνή διακομίζομαι αναλαμβάνω να μεταφέρω δικούς μου ανθρώπους ή κάτι άλλο που μου ανήκει: διεκομίζοντο παῖδας καὶ γυναῖκας = μετέφεραν (πίσω στην πόλη) τα παιδιά και τις γυναίκες.
οικογένεια: παράγωγα: διακομιδή «μεταφορά από έναν τόπο σε άλλον».
Νέα-Ελληνική: διακομίζω (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: *διακομίδ-jω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διακονέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.διακονέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.διακονέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐδιακόνουν!~παρατατικός:διακονέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.διηκόνουν!~παρατατικός:διακονέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.διηκόνησα!~αόριστος:διακονέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.δεδιηκόνηκα!~παρακείμενος:διακονέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.διακονήσομαι!~μέσος-μέλλοντας:διακονέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.διηκονησάμην!~μέσος-αόριστος:διακονέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐδιακονήθην!~παθητικός-αόριστος:διακονέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.δεδιακόνημαι!~παθητικός-παρακείμενος:διακονέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: συχνά με δοτ. προσώπου υπηρετώ, προσφέρω υπηρεσίες: δεσπότῃ διακονῶ.
σημασία2: μέση φωνή διακονοῦμαι εξυπηρετώ (τον εαυτό μου): διακονοῦντες καὶ διακονούμενοι ἑαυτοῖς = υπηρετώντας τους άλλους και τους εαυτούς τους.
οικογένεια: παράγωγα: διακονία, διακόνημα.
Νέα-Ελληνική: διακονώ (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη διάκονος + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διακονία-ίας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.διακονία-ίας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.διακονία-ίας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: προσφορά υπηρεσίας: τάττω ἐμαυτὸν εἰς τὴν διακονίαν ταύτην = αναλαμβάνω να προσφέρω αυτή την υπηρεσία.
Νέα-Ελληνική: διακονία.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη διακονέω + παρ. επίθ. -ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διάκονος-όνου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.διάκονος-όνου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.διάκονος-όνου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: υπηρέτης και γενικά αυτός που προσφέρει κάποια ειδική υπηρεσία: ὁ διάκονος τοῦ τυράννου = ο υπηρέτης του άρχοντα.
οικογένεια: παράγωγα: διακονέω -ῶ, διακονία.
Νέα-Ελληνική: διάκονος και διάκος «κληρικός πρώτου βαθμού ιεροσύνης».
ετυμολογία: διά + *κεν- (πβ. δια-κον-έω) + παρ. επίθ. -ος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διακούω-ρήμα::
* McsElla.διακούω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.διακούω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἀκούω.
σημασία1: ακούω κάτι (μια διήγηση) μέχρι τέλους: διακήκοα τὰ λεγόμενα ὑπὸ σοῦ = άκουσα μέχρι τέλους όσα είπες.
σημασία2: μαθαίνω κάτι από κάποιον άλλο: διήκουσα τὰ δόξαντα τοῖς ἄρχουσιν = έμαθα τις αποφάσεις των αρχόντων.
* με γεν. προσώπου είμαι μαθητής ή ακροατής κάποιου: διακήκοα Πλάτωνος.
* με γεν. πράγματος διακούω τῶν λόγων = ακούω τους λόγους.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη διά + ἀκούω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διακρίνω-ρήμα::
* McsElla.διακρίνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.διακρίνω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε κρίνω.
σημασία1: χωρίζω το ένα από το άλλο, διαχωρίζω: στήμονας συγκεχυμένους διακρίνω = ξεχωρίζω τα μπερδεμένα στημόνια.
* παθ. φωνή διακρίνομαι χωρίζομαι, διασκορπίζομαι: διεκρίθησαν ἀπ' ἀλλήλων = χωρίστηκαν ο ένας από τον άλλο.
σημασία2: καταλαβαίνω τη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα σε πρόσωπα ή πράγματα, τα διακρίνω: διακρίνω τὰς καθαρὰς ἡδονὰς καὶ τὰς ἀκαθάρτους = διακρίνω τις αγνές από τις βρόμικες ηδονές.
σημασία3: αποφασίζω για κάτι, το κανονίζω: τοῦτο δὲ ᾍδης διακρινεῖ = γι' αυτό θα αποφασίσει ο Άδης (ως δικαστής).
οικογένεια: παράγωγα: διακριτός, διάκρισις.
Νέα-Ελληνική: διακρίνω (με τις σημ. 1, 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη διά + κρίνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διακυβεύω-ρήμα::
* McsElla.διακυβεύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.διακυβεύω@wordaryElla,
σημασία1: παίζω ζάρια με κάποιον άλλον.
σημασία2: μεταφορικά διακινδυνεύω, διακυβεύω κάτι, το παίζω στα ζάρια: διακυβεύω περὶ βασιλείας καὶ τοῦ σώματος = διακινδυνεύω το βασίλειό μου και τη ζωή μου.
Νέα-Ελληνική: διακυβεύω (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη διά + κυβεύω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διακωλύω-ρήμα::
* McsElla.διακωλύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.διακωλύω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε κωλύω.
σημασία: εμποδίζω: διακωλύω τινὰ ποιεῖν τι = εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι. διακωλύω τὸν φόνον = εμποδίζω, αποτρέπω το φόνο.
συνώνυμα: ἐμποδίζω.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη διά + κωλύω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διαλαμβάνω-ρήμα::
* McsElla.διαλαμβάνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.διαλαμβάνω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε λαμβάνω.
σημασία1: παίρνω το μερίδιό μου, όταν έρθει η σειρά μου: διαλαμβάνουσιν ἕκαστοι τὰ ἄξια = παίρνουν όλοι τους το μερίδιο που τους αξίζει.
σημασία2: χωρίζω, διαιρώ: διαλαμβάνω εἰς δύο πάντας = τους χωρίζω όλους σε δύο μερίδες.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη διά + λαμβάνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διαλέγω-ρήμα::
* McsElla.διαλέγω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.διαλέγω@wordaryElla,
* McsElla.διελεγόμην!~παρατατικός:διαλέγω@wordaryElla,
* McsElla.διαλέξομαι!~μέλλοντας:διαλέγω@wordaryElla,
* McsElla.διαλεχθήσομαι!~μέλλοντας:διαλέγω@wordaryElla,
* McsElla.διελέχθην!~αόριστος:διαλέγω@wordaryElla,
* McsElla.διελέγην!~αόριστος:διαλέγω@wordaryElla,
* McsElla.διείλεγμαι!~παρακείμενος:διαλέγω@wordaryElla,
* McsElla.διειλέγμην!~υπερσυντέλικος:διαλέγω@wordaryElla,
σημασία1: ξεχωρίζω κάτι, το ξεδιαλέγω: τὸ πτύον διαλέγει τοὺς ἀθέρας = το φτυάρι ξεδιαλέγει τα στάχυα.
συνώνυμα: διακρίνω.
σημασία2: μέση φωνή διαλέγομαι
σημασία: συνομιλώ: διαλέγομαί τινι/πρός τινα = συζητώ με κάποιον.
οικογένεια: παράγωγα: του διαλέγομαι: διάλεξις, διάλεκτος, διάλογος.
Νέα-Ελληνική: διαλέγω (με τη σημ. 1) και διαλέγομαι (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη διά + λέγ-ω, συγγεν. του λατινικός legō «διαλέγω» και κατόπιν «διαβάζω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διαλείπω-ρήμα::
* McsElla.διαλείπω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.διαλείπω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε λείπω.
σημασία1: αφήνω ένα ενδιάμεσο κενό: διαλείπω τὸ ὀλίγιστον = αφήνω ένα ελάχιστο κενό.
σημασία2: αφήνω να περάσει ένα χρονικό διάστημα: ἐνιαυτὸν διαλείπω = αφήνω διάλειμμα ενός χρόνου.
σημασία3: ως αμετάβατο απέχω τοπικά από κάτι: αἱ ὁλκάδες διέλειπον δύο πλέθρα ἀπ' ἀλλήλων = τα εμπορικά πλοία απείχαν μεταξύ τους δύο πλέθρα.
σημασία4: μετοχή διαλείπων που συμβαίνει με διαλείμματα, όχι συνεχώς: διαλείποντες πνέουσιν οἱ ἄνεμοι = οι άνεμοι φυσούν κατά χρονικά διαστήματα.
οικογένεια: παράγωγα: διάλειμμα.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη διά + λείπω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διάλεκτος-ου-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.διάλεκτος-ου-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.διάλεκτος-ου-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: συζήτηση, συνομιλία: ἡ διάλεκτος θεοῖς πρὸς ἀνθρώπους = η συνομιλία θεών με ανθρώπους.
σημασία2: η γλώσσα, ο έναρθρος λόγος, και ειδικότερα η γλώσσα ενός τόπου: ἀττική διάλεκτος.
οικογένεια: παράγωγα: διαλεκτικός.
Νέα-Ελληνική: διάλεκτος «η γλώσσα ενός τόπου».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη διαλέγ-ομαι + παρ. επίθ. -τος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διαλλάττω-ρήμα::
* McsElla.διαλλάττω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.διαλλάττω@wordaryElla,
παρατήρηση: ο κοινός τύπος είναι διαλλάσσω
χρόνοι: βλέπε ἀλλάττω.
σημασία1: ανταλλάσσω.
σημασία2: συμφιλιώνω (δηλ. ανταλλάσσω την έχθρα με τη φιλία).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη διά + ἀλλάσσω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διαλύω-ρήμα::
* McsElla.διαλύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.διαλύω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε λύω.
σημασία1: αποχωρίζω τα μέρη ενός συνόλου, απομακρύνω το ένα από το άλλο: διαλύω τὴν πανήγυριν = διαλύω τη συγκέντρωση.
σημασία2: διαλύοντας κάτι, το καταστρέφω: διαλύω τὴν πολιτείαν = ανατρέπω το πολίτευμα.
σημασία3: δίνω τέλος σε κάτι: διαλύω τὴν ἔχθραν/τὴν φιλίαν/τὸν πόλεμον. διαλύω τὰς διαβολάς = αποδεικνύω ότι οι συκοφαντίες είναι ψεύτικες.
οικογένεια: παράγωγα: διάλυσις.
Νέα-Ελληνική: διαλύω (με τις σημ. 1, 2, 3).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη διά + λύω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διαμαρτάνω-ρήμα::
* McsElla.διαμαρτάνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.διαμαρτάνω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἁμαρτάνω.
σημασία1: παραπλανώμαι, πέφτω έξω: διήμαρτε τῆς ὁδοῦ = μπερδεύτηκε και έχασε το δρόμο.
σημασία2: αποτυγχάνω εντελώς, ολοκληρωτικά: διαμαρτάνω τῆς εἰρήνης = δεν πετυχαίνω να συνάψω ειρήνη. καὶ τούτου διήμαρτον = απέτυχαν και σε αυτό.
οικογένεια: παράγωγα: διαμαρτία.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη διά + ἁμαρτάνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διαμαρτύρομαι-ρήμα::
* McsElla.διαμαρτύρομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.διαμαρτύρομαι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε μαρτύρομαι.
σημασία1: επικαλούμαι ως μάρτυρες θεούς ή ανθρώπους ότι είμαι αθώος.
* γενικά διαβεβαιώνω επίσημα: διαμαρτύρομαι ὅτι σὺ οὐδὲν ἄλλο λέγεις = διαβεβαιώνω ότι εσύ δε λες τίποτε άλλο.
Νέα-Ελληνική: διαμαρτύρομαι «εκφράζω τη δυσαρέσκειά μου».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη διά + μαρτύρομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διαμένω-ρήμα::
* McsElla.διαμένω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.διαμένω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε μένω.
σημασία: επιμένω, μένω σταθερός σε κάτι: χαλεπὸν διαμένειν ἐν ταύτῃ τῇ ἕξει = είναι δύσκολο να κρατηθεί κανείς σ' αυτή τη συνήθεια (να παραμείνει δηλαδή ενάρετος).
οικογένεια: παράγωγα: διαμονή.
Νέα-Ελληνική: διαμένω «κατοικώ».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη διά + μένω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διαμερίζω-ρήμα::
* McsElla.διαμερίζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.διαμερίζω@wordaryElla,
σημασία: διαμοιράζω.
* μέση φωνή διαμερίζομαι μοιράζομαι κάτι με άλλους: διεμερίσαντο τὰ ἱμάτια αὐτοῦ = διαμοίρασαν (οι στρατιώτες) τα ενδύματά του (του Χριστού).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη διά + μερίζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διανοέομαι-οῦμαι-ρήμα::
* McsElla.διανοέομαι-οῦμαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.διανοέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.διανοήσομαι!~μέσος-μέλλοντας:διανοέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.διενοήθην!~μέσος-αόριστος:διανοέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.διανενόημαι!~μέσος-παρακείμενος:διανοέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
παρατήρηση: σπάνιος ο ενεργ. ενεστ. διανοέω -ῶ
σημασία: έχω στο νου να..., σκέπτομαι κάτι: τί διανοούμενος εἶπε; = τι σκεπτόμενος το είπε αυτό;
Νέα-Ελληνική: διανοούμαι.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη διά + νοέομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διαρρήδην-επίρρημα::
* McsElla.διαρρήδην-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.διαρρήδην@wordaryElla,
σημασία: ρητά, κατηγορηματικά.
Νέα-Ελληνική: διαρρήδην (λόγ.).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη διά + ῥη-θῆναι (πβ. ῥῆ-σις) + παρ. επίθ. -δην (πβ. τροχά-δην).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διατάττω-ρήμα::
* McsElla.διατάττω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.διατάττω@wordaryElla,
παρατήρηση: ο κοινός τύπος είναι διατάσσω
χρόνοι: βλέπε τάττω.
σημασία: τακτοποιώ κάτι.
Νέα-Ελληνική: διατάσσω (λόγ. με την ίδια σημ., αλλά και δημοτ. «δίνω διαταγή, εντολή»).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη διά + τάττω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διατίθημι-ρήμα::
* McsElla.διατίθημι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.διατίθημι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε τίθημι.
σημασία1: τακτοποιώ, ρυθμίζω: κράτιστα διέθεσαν τὰ τοῦ πολέμου = τα πολεμικά πράγματα τα ρύθμισαν με άριστο τρόπο.
σημασία2: παθ. φωνή διατίθεμαι βρίσκομαι σε μια ορισμένη διάθεση: οὕτως πρός με διατίθεται = τέτοια είναι η διάθεσή του απέναντί μου (βλέπε διάκειμαι).
Νέα-Ελληνική: διαθέτω (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη διά + τίθημι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διατριβή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.διατριβή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.διατριβή-ῆς-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: διασκέδαση: γέλωτα καὶ διατριβὴν παρέχω τινός = δίνω αφορμή (στον κόσμο) να γελά και να διασκεδάζει για κάτι.
σημασία2: σοβαρή απασχόληση: διατριβὴν ποιοῦμαι περί τι = ασχολούμαι με κάτι.
σημασία3: αργοπορία: διατριβὴν παρέχω = προκαλώ αργοπορία.
Νέα-Ελληνική: διατριβή (με επέκτ. της σημ. 2 «πρωτότυπη επιστημονική εργασία»).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη διατρίβω + παρ. επίθ. -ή.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διατρίβω-ρήμα::
* McsElla.διατρίβω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.διατρίβω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε τρίβω.
σημασία1: περνώ τον καιρό μου ασχολούμενος με κάτι: διατρίβω ἐν γυμνασίοις = περνώ το χρόνο μου στα γυμναστήρια.
συνώνυμα: διαγίγνομαι.
σημασία2: καθυστερώ, σπαταλώ το χρόνο μου: λέγε καὶ μὴ διάτριβε = μίλα και μη χάνεις τον καιρό σου.
οικογένεια: παράγωγα: διατριβή.
Νέα-Ελληνική: (σύνθετα:) ενδιατρίβω (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη διά + τρίβω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διαφέρω-ρήμα::
* McsElla.διαφέρω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.διαφέρω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε φέρω.
σημασία1: διαβιβάζω κάτι, το περνώ απέναντι: διαφέρω ναῦς τὸν Ἰσθμόν = περνώ τα πλοία μέσα από τον Ισθμό.
σημασία2: περνώ (το χρόνο), ζω: διαφέρω τὸν βίον = περνώ τη ζωή μου.
σημασία3: αντέχω μέχρι τέλους: διαφέρω τὸν πόλεμον.
σημασία4: εξαπλώνω, διαδίδω: διαφέρω φήμην = διαδίδω τη φήμη.
σημασία5: ως αμετάβατο είμαι διαφορετικός, διαφέρω: οὐδὲν διαφέρεις Χαιρεφῶντος = δε διαφέρεις καθόλου από το Χαιρεφώντα.
* ως απρόσωπο διαφέρει: σμικρὸν οἴει διαφέρειν; = νομίζεις ότι η διαφορά είναι μικρή;
σημασία6: μέση φωνή διαφέρομαι έχω διαφορές με κάποιον: διαφέρομαί τινι περί τινος = έχω διαφορές με κάποιον για κάποιο ζήτημα.
οικογένεια: παράγωγα: διαφέρον, διαφορά, διάφορος, διαφόρως.
Νέα-Ελληνική: διαφέρω (με τη σημ. 5).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη διά + φέρω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διαφθείρω-ρήμα::
* McsElla.διαφθείρω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.διαφθείρω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε φθείρω.
σημασία1: καταστρέφω εντελώς: διαφθείρω τὴν πόλιν.
* καταστρέφω ηθικά, διαφθείρω: διαφθείρω τοὺς νέους.
σημασία2: παθ. φωνή διαφθείρομαι καταστρέφομαι, (και ειδικότερα), φονεύομαι: διαφθείρομαιπὶ τοῖς ἱματίοις = με σκοτώνουν για να μου πάρουν τα ρούχα.
σημασία3: μετοχή διεφθαρμένος αυτός που καταστράφηκε υλικά ή ηθικά.
οικογένεια: παράγωγα: διαφθορά, διεφθαρμένος.
Νέα-Ελληνική: διαφθείρω (με τη σημ. 1β και 3).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη διά + φθείρω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διαφθορά-ᾶς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.διαφθορά-ᾶς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.διαφθορά-ᾶς-ἡ@wordaryElla,
σημασία: το να διαφθείρω κάποιον ή κάτι, η υλική ή ηθική καταστροφή: ἡ διαφθορὰ τῆς πόλεως = η καταστροφή της πόλης. ἡ διαφθορὰ τῶν νέων = η ηθική καταστροφή των νέων, η διαφθορά. ἐπολέμουν μέχρι διαφθορᾶς (τῶν πολεμίων) = πολεμούσαν (όχι μόνο για τη νίκη) αλλά για την εξόντωση των εχθρών.
Νέα-Ελληνική: διαφθορά (με την ηθική σημ.).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη διά + *φθορ- (πβ. *φθέρ-jω > φθείρω) + παρ. επίθ. -ὰ ως παράγωγα: ουσ. του διαφθείρω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διάφορος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.διάφορος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.διάφορος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία1: διαφορετικός.
σημασία2: εξαιρετικός: διάφορος γλυκύτητι = εξαιρετικός ως προς τη γλύκα. πάντων διάφορος = ο καλύτερος απ' όλους.
σημασία3: ως ουσιαστικό τὸ διάφορον
σημασίαα: η διαφορά.
σημασίαβ: το συμφέρον.
σημασία4: εχθρικός: ἦν διάφορος Κλεομένει = ήταν εχθρικός προς τον Κλεομένη (εχθρός του Κλεομένη).
Νέα-Ελληνική: διάφορος (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη διαφέρω (με ετεροίωση *φερ- > *φορ-) + παρ. επίθ. -ος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διαφορά-ᾶς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.διαφορά-ᾶς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.διαφορά-ᾶς-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: διαφορετικότητα, διαφορά.
αντώνυμα: ὁμοιότης.
σημασία2: διαφορές, διαφωνίες: διαφοραὶ πρός τινα = διαφωνίες με κάποιον.
σημασία3: υπεροχή.
Νέα-Ελληνική: διαφορά (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη διάφορος + παρ. επίθ. -ά (πβ. φορά, ἡ).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διδασκαλία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.διδασκαλία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.διδασκαλία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: διδασκαλία.
σημασία2: η εκπαίδευση ομάδας χορευτών, για να λάβουν μέρος στην παράσταση αρχαίου δράματος ή στην εκτέλεση διθυράμβου.
Νέα-Ελληνική: διδασκαλία.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη διδάσκαλος + παρ. επίθ. -ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διδάσκω-ρήμα::
* McsElla.διδάσκω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.διδάσκω@wordaryElla,
* McsElla.ἐδίδασκον!~παρατατικός:διδάσκω@wordaryElla,
* McsElla.διδάξω!~μέλλοντας:διδάσκω@wordaryElla,
* McsElla.ἐδίδαξα!~αόριστος:διδάσκω@wordaryElla,
* McsElla.δεδίδαχα!~παρακείμενος:διδάσκω@wordaryElla,
* McsElla.διδάξομαι!~μέσος-μέλλοντας:διδάσκω@wordaryElla,
* McsElla.διδαχθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:διδάσκω@wordaryElla,
* McsElla.ἐδιδαξάμην!~μέσος-αόριστος:διδάσκω@wordaryElla,
* McsElla.ἐδιδάχθην!~παθητικός-αόριστος:διδάσκω@wordaryElla,
* McsElla.δεδίδαγμαι!~παθητικός-παρακείμενος:διδάσκω@wordaryElla,
σημασία1: διδάσκω: πολλὰ διδάσκει με ὁ πολὺς βίος = τα πολλά χρόνια της ζωής μου μου μαθαίνουν πολλά.
* ειδικότερα για δραματικό ή διθυραμβικό ποιητή που δίδασκε στα μέλη του χορού το χορό τους και στους ηθοποιούς τους ρόλους τους.
σημασία2:
σημασίαα: μέση φωνή διδάσκομαι φροντίζω να διδαχθεί κάποιος: διδάσκομαι τὸν υἱόν = στέλνω το γιο μου στο δάσκαλο.
σημασίαβ: παθ. φωνή διδάσκομαι μαθαίνω.
σημασία3: εξηγώ: πῶς δή; δίδαξον = πώς ακριβώς; εξήγησέ μου.
οικογένεια: παράγωγα: δίδαγμα, διδάσκαλος, διδασκαλεῖον, δίδακτρα, σύνθετα: ἀναδιδάσκω.
Νέα-Ελληνική: διδάσκω (με τη σημ. 1) και διδάσκομαι (με τη σημ. 2β).
ετυμολογία: *δι-δάσ-κω, *dnos-.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δίδωμι-ρήμα::
* McsElla.δίδωμι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.δίδωμι@wordaryElla,
* McsElla.ἐδίδουν!~παρατατικός:δίδωμι@wordaryElla,
* McsElla.δώσω!~μέλλοντας:δίδωμι@wordaryElla,
* McsElla.ἔδωκα!~αόριστος:δίδωμι@wordaryElla,
* McsElla.δέδωκα!~παρακείμενος:δίδωμι@wordaryElla,
* McsElla.ἐδεδώκειν!~υπερσυντέλικος:δίδωμι@wordaryElla,
* McsElla.δίδομαι!~μέσος-και-παθητικός-ενεστώτας:δίδωμι@wordaryElla,
* McsElla.ἐδιδόμην!~μέσος-και-παθητικός-παρατατικός:δίδωμι@wordaryElla,
* McsElla.δώσομαι!~μέσος-μέλλοντας:δίδωμι@wordaryElla,
* McsElla.δοθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:δίδωμι@wordaryElla,
* McsElla.ἐδόμην-«έδωσα»!~μέσος-αόριστος-β΄:δίδωμι@wordaryElla,
* McsElla.ἐδόθην-«δόθηκα»!~παθητικός-αόριστος-β΄:δίδωμι@wordaryElla,
* McsElla.δέδομαι!~παθητικός-παρακείμενος:δίδωμι@wordaryElla,
* McsElla.ἐδεδόμην!~παθητικός-υπερσυντέλικος:δίδωμι@wordaryElla,
σημασία1: δίνω: δίδωμι τινί τι = δίνω σε κάποιον κάτι.
συνώνυμα: παρέχω.
σημασία2: σε εκφράσεις δίδωμι λόγον τινί = δίνω σε κάποιον το δικαίωμα να μιλήσει. δίκην δίδωμί τινι = τιμωρούμαι από κάποιον. δίδωμι θυγατέρα ἀνδρί = παντρεύω την κόρη μου.
οικογένεια: παράγωγα: δόσις, δῶρον, δότης, σύνθετα: ἀναδίδωμι, διαδίδωμι, ἀποδίδομαι.
Νέα-Ελληνική: δίνω (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: *δω-, *δο-, δί-δω-μι, δό-σις.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διερωτάω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.διερωτάω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.διερωτάω-ῶ@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἐρωτάω -ῶ.
σημασία: ρωτώ επίμονα: διηρώτων ἂν αὐτούς, ἵνα μανθάνοιμι παρ' αὐτῶν... = θα τους έκανα πολλές ερωτήσεις για να μάθω απ' αυτούς…
οικογένεια: παράγωγα: διερωτητέον.
Νέα-Ελληνική: διερωτώμαι «ερωτώ τον εαυτό μου».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη διά + ἐρωτάω-ῶ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διήκω-ρήμα::
* McsElla.διήκω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.διήκω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἥκω.
σημασία: φτάνω από το ένα μέρος στο άλλο.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη διά + ἥκω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διίστημι-ρήμα::
* McsElla.διίστημι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.διίστημι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἵστημι.
σημασία1: διαχωρίζω: διέστησεν αὐτοὺς εἰς πολλὰ μέρη.
σημασία2: η μέση φωνή έχει πάντοτε μεταβατική σημασία διίσταμαι διαχωρίζω: διίσταμαι τόν τε δικαιότατον καὶ τὸν ἀδικώτατον = είμαι σε θέση να ξεχωρίσω αντιπαραθετικά τον πολύ δίκαιο από τον πολύ άδικο.
σημασία3: παθητ. μένω ξεχωριστά, φιλονικώ: κατὰ πόλεις διέσταμεν = φιλονικούμε οι πόλεις μεταξύ μας.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη διά + ἵστημι, βλέπε ἵστημι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δικάζω-ρήμα::
* McsElla.δικάζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.δικάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐδίκαζον!~παρατατικός:δικάζω@wordaryElla,
* McsElla.δικάσω!~μέλλοντας:δικάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐδίκασα!~αόριστος:δικάζω@wordaryElla,
* McsElla.δεδίκακα!~παρακείμενος:δικάζω@wordaryElla,
* McsElla.δικάσομαι!~μέσος-μέλλοντας:δικάζω@wordaryElla,
* McsElla.δικασθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:δικάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐδικασάμην!~μέσος-αόριστος:δικάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐδικάσθην!~παθητικός-αόριστος:δικάζω@wordaryElla,
* McsElla.δεδίκασμαι!~παθητικός-παρακείμενος:δικάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐδεδικάσμην!~παθητικός-υπερσυντέλικος:δικάζω@wordaryElla,
σημασία1: ενεργώ ως δικαστής, εκδίδω δικαστική απόφαση για κάτι: δικάζω ἐμπορικὰς δίκας = βγάζω απόφαση για καταγγελίες σχετικές με εμπορικά αδικήματα.
* φυγὴν δικάζω τινί = επιδικάζω εξορία σε κάποιον, ορίζω ως ποινή την εξορία.
σημασία2: μέση φωνή δικάζομαι καταφεύγω στο δικαστήριο ως αντίδικος: ἐδικάζετο τούτῳ τῶν πληγῶν, ὧν ἔλαβε = τον πήγε στο δικαστήριο για τα χτυπήματα που δέχτηκε.
σημασία3: παθ. φωνή δικάζομαι δικάζομαι ως κατηγορούμενος.
οικογένεια: παράγωγα: δικαστήριον, δικαστής, δικαστικός, δίκαιος, σύνθετα: καταδικάζω, προδικάζω,κδίκασις, διαδικασία.
Νέα-Ελληνική: δικάζω (με τη σημ. 1) και δικάζομαι (με τη σημ. 3).
ετυμολογία: *δικάδ-jω > δικάζω (πβ. δίκ-η, δείκνυμι < *δεικ-).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δίκαιος-αία-αιον-επίθετο::
* McsElla.δίκαιος-αία-αιον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.δίκαιος-αία-αιον@wordaryElla,
* McsElla.δικαιότερος!~συγκριτικός:δίκαιος-αία-αιον@wordaryEllα,
* McsElla.δικαιότατος!~υπερθετικός:δίκαιος-αία-αιον@wordaryElla,
σημασία1: νόμιμος, δίκαιος.
αντώνυμα: ἄδικος.
* ως ουσιαστικό τό δίκαιον: τὸ ἐμὸν δίκαιον = το δίκιο μου.
αντώνυμα: ἄδικον.
σημασία2: αυτός που αρμόζει σε κάποια περίπτωση, ο σωστός: δικαίαν χάριν παρέχω = δείχνω την πρέπουσα ευγνωμοσύνη.
σημασία3: δίκαιός εἰμι έχω δικαίωμα ή δίκιο, είναι δίκαιο εγώ να...: δίκαιός εἰμι κολάζειν = έχω δικαίωμα να τιμωρώ. δίκαιός εἰμι ἀπιστεῖν = έχω δίκιο να δυσπιστώ.
οικογένεια: παράγωγα: δικαίως, δικαιόω -ῶ, σύνθετα: ἄδικος, ἀδικέω -ῶ.
Νέα-Ελληνική: δίκαιος (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη δίκη (βλέπε δικάζω) + παρ. επίθ. -αιος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δικαιόω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.δικαιόω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.δικαιόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐδικαίουν!~παρατατικός:δικαιόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.δικαιώσω!~μέλλοντας:δικαιόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.δικαιώσομαι!~μέλλοντας:δικαιόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐδικαίωσα!~αόριστος:δικαιόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.δικαιωθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:δικαιόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐδικαιώθην!~παθητικός-αόριστος:δικαιόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.δεδικαίωμαι!~παθητικός-παρακείμενος:δικαιόω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: θεωρώ δίκαιο, αξιώνω κάτι, το απαιτώ ( επειδή το θεωρώ δίκαιο): δικαιῶ μὴ ἀφαιρεθῆναι τοιαύτην πόλιν = θεωρώ δίκαιο να μη χάσω μια τέτοια πόλη.
σημασία2: μέση φωνή δικαιοῦμαι καταδικάζω, τιμωρώ: κατ' ἀξίαν ἑκάστου ἀδικήματος δικαιοῦμαι = τιμωρώ ανάλογα με τη βαρύτητα κάθε αδικήματος (για δικαστή).
σημασία3: παθ. φωνή δικαιοῦμαι
σημασίαα: τιμωρούμαι: εἶδον αὐτὸν δικαιούμενον = τον είδα να τιμωρείται.
σημασίαβ: κρίνομαι δίκαιος: οὐκ οἱ ἀκροαταί, ἀλλ' οἱ ποιηταὶ τοῦ νόμου δικαιωθήσονται = θα αναγνωριστούν ως δίκαιοι όχι όσοι απλώς ακούουν το θείο νόμο, αλλά και όσοι τον εφαρμόζουν.
οικογένεια: παράγωγα: δικαίωσις, δικαίωμα, σύνθετα: δικαιοδοτῶ, δικαιοδοσία, δικαιολογέομαι.
Νέα-Ελληνική: δικαιώνομαι (με τη σημ. 3β).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη δίκαιος + παρ. επίθ. -όω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δικανικός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.δικανικός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.δικανικός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία1: για πρόσωπα έμπειρος στις δίκες.
σημασία2: για πράγματα αυτός που έχει σχέση με τα δικαστήρια και τις δίκες: οἱ δικανικοὶ λόγοι τοῦ Ἰσοκράτους.
οικογένεια: παράγωγα: δικανική (τέχνη).
Νέα-Ελληνική: λόγ. δικανικός (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: *δικ-αν (< δίκη, πιθ. κατά το νεαν-ικός) + παρ. επίθ. -ικός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δίκη-ης-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.δίκη-ης-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.δίκη-ης-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: το δίκαιο, το ορθό.
σημασία2:
σημασίαα: η δίκη στο δικαστήριο.
συνώνυμα: κρίσις.
σημασίαβ: ειδικότερα ιδιωτική καταγγελία ή δίκη, δηλ. καταγγελία ή δίκη που αφορά αδίκημα που στρέφεται ενάντια σε ιδιώτη.
αντώνυμα: γραφή «καταγγελία ή δίκη που αφορά αδίκημα που στρέφεται κατά της πόλης».
σημασία3: το αποτέλεσμα μιας δίκης, η ποινή που επιβάλλει το δικαστήριο: δίκην δίδωμί τινι = τιμωρούμαι από κάποιον. δίκην λαμβάνω παρά τινος = τιμωρώ κάποιον: δεῖ ὑμᾶς παρὰ τῶν ἀδικούντων δίκην λαμβάνειν = πρέπει να τιμωρείτε όσους διαπράττουν αδικήματα. δίκην ὀφλισκάνω ὑπό τινος = καταδικάζομαι σε ποινή από κάποιον.
σημασία4: θεία Δίκη προσωποποίηση της δικαιοσύνης που τιμωρεί: ἔστι δίκης ὀφθαλμός, ὃς τὰ πανθ' ὁρᾷ = υπάρχει η θεία δικαιοσύνη που βλέπει τα πάντα (και τιμωρεί).
οικογένεια: παράγωγα: δίκαιος, σύνθετα: ἄδικος.
Νέα-Ελληνική: δίκη (με τη σημ. 2α).
ετυμολογία: *δικ- «κατεύθυνση» < *δεικ-, δείκνυμι, ομόρρ. με αρχ. ινδ. dis- «κατεύθυνση».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διομολογέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.διομολογέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.διομολογέω-ῶ@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ὁμολογέω -ῶ.
σημασία1: κάνω συμφωνία.
σημασία2: παθ. φωνή διομολογοῦμαι συμφωνούμαι: τοῦτό ἐστι διωμολογημένον ἐμοί τε καὶ σοί = αυτό έχει συμφωνηθεί ανάμεσα σε μένα και σε σένα.
σημασία3: μέση φωνή διομολογοῦμαι συμφωνώ αμοιβαία, δίνω και παίρνω υπόσχεση: διομολογησάμενος πρὸς τὸν πατέρα... = αφού συμφώνησε με τον πατέρα του…
οικογένεια: παράγωγα: διομολόγησις.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη διά + ὁμολογέω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Διονύσια-ίων-τὰ-ουσιαστικό::
* McsElla.Διονύσια-ίων-τὰ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Διονύσια-ίων-τὰ@wordaryElla,
παρατήρηση: κύριο όνομα γιορτή προς τιμήν του θεού Διονύσου (Βάκχου) στην Αθήνα: τὰ κατ' ἀγροὺς Διονύσια ή τὰ Μικρὰ Διονύσια (τα γιόρταζαν στην εξοχή). τὰ κατ' ἄστυ ή ἐν ἄστει Διονύσια (τα γιόρταζαν στην πόλη).
ετυμολογία: επίθετο Διονύσιος με ουσιαστικοποίηση του ουδ. πληθ. (ενν. ἑορτάσματα) < θρακ. Διόνυσος + παρ. επίθ. -ιος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διορίζω-ρήμα::
* McsElla.διορίζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.διορίζω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ὁρίζω.
σημασία1: χωρίζω, διαιρώ: διορίζω δίχα = χωρίζω στα δύο.
σημασία2: καθορίζω, ορίζω: διορίζω περί τινος τίστιν = καθορίζω τι είναι κάτι.
σημασία3: μεταφέρω κάποιον έξω από τα σύνορα της χώρας, τον εξορίζω: διορίζω τι ἔξω τῶν ὅρων = μεταφέρω κάτι έξω από τα σύνορα.
Νέα-Ελληνική: διορίζω (με επέκτ. της σημ. 2 «τοποθετώ κάποιον σε δημόσια επαγγελματική θέση»).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη διά + ὁρίζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Διόσκουροι-κούρων-οἱ-ουσιαστικό::
* McsElla.Διόσκουροι-κούρων-οἱ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Διόσκουροι-κούρων-οἱ@wordaryElla,
παρατήρηση: κύριο όνομα τα δίδυμα αδέλφια Κάστωρ και Πολυδεύκης, γιοι του Δία και της Λήδας και αδέλφια της Κλυταιμήστρας και Ελένης.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη Διός + κοῦρος < *κόρFος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δὶς-επίρρημα::
* McsElla.δὶς-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.δὶς@wordaryElla,
σημασία: δύο φορές.
αντώνυμα: ἅπαξ «μια φορά».
* παροιμία δὶς παῖδες οἱ γέροντες = οι γέροι είναι δύο φορές παιδιά. δειπνῶ δὶς τῆς ἡμέρας = τρώγω δύο φορές την ημέρα.
Νέα-Ελληνική: δις.
ετυμολογία: *δFις, παράβαλε αρχ. ινδ. dvih, λατινικός bis.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δίφρος-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.δίφρος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.δίφρος-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: πολεμικό άρμα ή άμαξα που μπορούσε να χωρέσει μόνο δύο άτομα, τον ἡνίοχον και τον παραιβάτην, δηλαδή τον πολεμιστή.
σημασία2: σκαμνί: καθῆστο ἐπὶ προσκεφαλαίου τε καὶ δίφρου = καθόταν σ' ένα σκαμνί με μαξιλάρι.
οικογένεια: παράγωγα: διφρεύω, σύνθετα: διφρηλάτης.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη *δι-, *δίς + *φρ- από το *φερ- «φέρω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δίχα--διχῇ-επίρρημα::
* McsElla.διχῇ.επίρρημ-@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.διχῇ@wordaryElla,
* McsElla.δίχα-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.δίχα@wordaryElla,
σημασία1: στα δυο, σε δύο μέρη, κομμάτια κτλ.: δίχα τὸ στράτευμα ποιῶ = χωρίζω το στράτευμα στα δυο.
σημασία2: διχῇ με δύο τρόπους: διχῇ βοηθητέον = πρέπει να βοηθήσουμε με δύο τρόπους.
οικογένεια: παράγωγα: διχάζω, διχῶς, σύνθετα: διχογνωμέω.
Νέα-Ελληνική: παράβαλε δίχως «χωρίς» (< σύμφυρση των δίχα και διχῶς).
ετυμολογία: ομόρρ. με δίς, *διχ-, από όπου *διχ-jός > δισσός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διψῶ-ρήμα::
* McsElla.διψῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.διψῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐδίψων!~παρατατικός:διψῶ@wordaryElla,
* McsElla.διψήσω!~μέλλοντας:διψῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐδίψησα!~αόριστος:διψῶ@wordaryElla,
* McsElla.δεδίψηκα!~παρακείμενος:διψῶ@wordaryElla,
παρατήρηση: ομηρικό και μεταγεν. διψά-ω, αττικό διψή-ω
σημασία: έχω δίψα, υποφέρω από δίψα.
Νέα-Ελληνική: διψώ.
ετυμολογία: άγν. ετυμ. μαζί με τα ἡ δίψα, τὸ δίψος «δίψα», διψαλέος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διώκω-ρήμα::
* McsElla.διώκω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.διώκω@wordaryElla,
* McsElla.ἐδίωκον!~παρατατικός:διώκω@wordaryElla,
* McsElla.διώξω!~μέλλοντας:διώκω@wordaryElla,
* McsElla.ἐδίωξα!~αόριστος:διώκω@wordaryElla,
* McsElla.δεδίωχα!~παρακείμενος:διώκω@wordaryElla,
* McsElla.διωχθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:διώκω@wordaryElla,
* McsElla.ἐδιώχθην!~παθητικός-αόριστος:διώκω@wordaryElla,
* McsElla.δεδίωγμαι!~παθητικός-παρακείμενος:διώκω@wordaryElla,
σημασία1: καταδιώκω κάποιον για να τον συλλάβω, τον κυνηγώ.
σημασία2: προσπαθώ να πετύχω κάτι, επιδιώκω: διώκω τιμάς.
σημασία3: ως δικανικός όρος, συχνά με γεν. που δηλώνει την ποινή ή την αιτία (το αδίκημα) καταγγέλλω κάποιον ενώπιον του δικαστηρίου: διώκω τινὰ θανάτου = για κατηγορία που τιμωρείται με θάνατο. διώκω φόνου = με την κατηγορία για φόνο.
σημασία4: ὁ διώκων ο κατήγορος: κοινοὶ τῷ τε διώκοντι καὶ τῷ φεύγοντι = αμερόληπτοι απέναντι στον κατήγορο και τον κατηγορούμενο.
αντώνυμα: ὁ φεύγων «ο κατηγορούμενος».
οικογένεια: παράγωγα: δίωξις, διώκτης, σύνθετα: καταδιώκω,πιδιώκω, καταδίωξις, ἐκδίωξις.
Νέα-Ελληνική: διώχνω «εκδιώκω, απομακρύνω» και διώκω (λόγ., με τη σημ. 3).
ετυμολογία: δίω «εξαναγκάζω σε φυγή» + ρηματ. ένθ. -κ- που ενισχύει τη δράση (*δι-, *δjᾱ-).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Διώνη-ης-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.Διώνη-ης-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Διώνη-ης-ἡ@wordaryElla,
παρατήρηση: κύριο όνομα η μητέρα της Αφροδίτης.
ετυμολογία: Δι-ώνη, παράβαλε Ζεύς, Διός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δόγμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.δόγμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.δόγμα-ατος-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: γνώμη, πεποίθηση: ἔστι ἡμῖν δόγματα ἐκ παίδων περὶ δικαίων = έχουμε από την παιδική μας ηλικία κάποιες πεποιθήσεις για τη δικαιοσύνη.
σημασία2: ψήφισμα, απόφαση: τὰ τῶν Ἀμφικτυόνων δόγματα = οι αποφάσεις των Αμφικτυόνων.
οικογένεια: παράγωγα: δογματικός, δογματίζω, σύνθετα: δογματοποιέω, δογματολογία.
Νέα-Ελληνική: δόγμα στη φράση τα δόγματα της Εκκλησίας (με σημ. παραπλήσια προς την 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *δογ- (πβ. δοκέω -ῶ) + παρ. επίθ. -μα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δοκέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.δοκέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.δοκέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐδόκουν!~παρατατικός:δοκέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.δόξω!~μέλλοντας:δοκέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἔδοξα!~αόριστος:δοκέω-ῶ@wordaryElla,
ως απρόσωπο
* McsElla.δοκεῖ!~ενεστώτας:δοκέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐδόκει!~παρατατικός:δοκέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.δόξει!~μέλλοντας:δοκέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἔδοξε!~αόριστος:δοκέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.δέδοκται!~παρακείμενος:δοκέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.δεδογμένον-ἐστί!~παρακείμενος:δοκέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐδέδοκτο!~υπερσυντέλικος:δοκέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: νομίζω, υποθέτω, φαντάζομαι: ἔδοξα ἀκοῦσαι ὄνομα αὐτῷ εἶναι Ἀγάθωνα = νομίζω πως άκουσα ότι το όνομά του ήταν Αγάθων.
σημασία2: δοκῶ μοι
σημασίαα: νομίζω.
σημασίαβ: είμαι αποφασισμένος να...
σημασία3: φαίνομαι, θεωρούμαι, δίνω την εντύπωση: δοκεῖ ἐπαίνου ἄξιος εἶναι = θεωρείται ότι είναι άξιος επαίνου.
σημασία4: ως απρόσωπο δοκεῖ φαίνεται καλό, αποφασίζεται: ἔδοξε τῇ βουλῇ καὶ τῷ δήμῳ... = αποφασίστηκε από τη βουλή και την εκκλησία του δήμου. ἐδόκει αὐτοῖς ὑπουργεῖν τοῖς Συρακουσίοις = αποφάσισαν να βοηθούν τους Συρακουσίους.
οικογένεια: παράγωγα: δόγμα, δόκησις, δόκιμος, δόξα, σύνθετα: ἔνδοξος, παράδοξος, προσδοκία, εὐδόκιμος.
ετυμολογία: δοκ-έω < *δεκ-, δέχομαι, δέκομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δόκησις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.δόκησις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.δόκησις-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: γνώμη, εντύπωση: ἡ δόκησις τῆς ἀληθείας μόλις βεβαιοῦται = η εντύπωση ότι ο ομιλητής λέει την αλήθεια με δυσκολία εμπεδώνεται.
σημασία2: η καλή φήμη: καταλείπω δόκησιν ἰσχύος καὶ συνέσεως = αφήνω την καλή φήμη του ισχυρού και του συνετού.
οικογένεια: σύνθ. δοκησίσοφος «που έχει την εντύπωση, την ψευδαίσθηση, ότι είναι σοφός», δοκησισοφία.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη δοκέω -ῶ + παρ. επίθ. -σις.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δοκιμάζω-ρήμα::
* McsElla.δοκιμάζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.δοκιμάζω@wordaryElla,
σημασία1: υποβάλλω κάτι σε δοκιμασία, για να το ελέγξω: δοκιμάζω τὸν χρυσόν (για να δω τη γνησιότητά του). δοκιμάζω τοὺς μηνυτάς (ως προς την αξιοπιστία τους).
σημασία2: επιδοκιμάζω, εγκρίνω: νόμοι δοκιμασθέντες = νόμοι που εγκρίθηκαν.
σημασία3: ως πολιτικός όρος εξετάζω την καταλληλότητα ενός πολίτη να αναλάβει ένα αξίωμα: δοκιμασθεὶς ἀρχέτω = αφού κριθεί κατάλληλος, ας αναλάβει την εξουσία.
οικογένεια: παράγωγα: δοκιμασία.
Νέα-Ελληνική: δοκιμάζω (σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη δόκιμος + παρ. επίθ. -άζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δοκιμασία-ίας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.δοκιμασία-ίας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.δοκιμασία-ίας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: εξέταση, δοκιμασία για να διαπιστωθεί η καταλληλότητα κάποιου προσώπου ή πράγματος: ἡ δοκιμασία τῶν στρατηγῶν.
Νέα-Ελληνική: δοκιμασία.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη δοκιμάζω + παρ. επίθ. -ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δόκιμος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.δόκιμος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.δόκιμος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία: πρόσωπο ή πράγμα που δοκιμάστηκε και κρίθηκε εξαιρετικό, διακεκριμένος: δοκιμώτατος ἐν Ἑλλάδι = πολύ τιμημένος στην Ελλάδα.
Νέα-Ελληνική: δόκιμος (λχ. δόκιμο ύφος).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη δοκέω + παρ. επίθ. -ιμος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δολιχοδρόμος-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.δολιχοδρόμος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.δολιχοδρόμος-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: αθλητής του βλέπε δολίχου.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη δόλιχος + *δρομ- (< δραμεῖν, παράβαλε δρόμος) + παρ. επίθ. -ος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δόλιχος-ίχου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.δόλιχος-ίχου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.δόλιχος-ίχου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: η μεγάλη διαδρομή σε αγώνα δρόμου: δόλιχον θέω = τρέχω το δόλιχο.
οικογένεια: σύνθ. δολιχοδρόμος.
ετυμολογία: από το επίθ. δολιχός «μακρύς» με ανέβασμα του τόνου δολιχός < *δελεχός (πβ. ἐνδελεχής), παράβαλε λατινικός longus.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δόλος-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.δόλος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.δόλος-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: δόλωμα για τα ψάρια.
σημασία2: τέχνασμα, πανουργία: οὐ κατ' ἰσχύν... δόλῳ δὲ ἐκράτει = δεν υπερίσχυσε με τη δύναμή του, αλλά με τέχνασμα.
συνώνυμα: ἀπάτη.
οικογένεια: παράγωγα: δόλιος, δολιεύομαι, σύνθετα: δολοπλόκος, δολοφόνος.
Νέα-Ελληνική: δόλος (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: *δόλ-ος, συγγεν. του δέλ-εαρ, λατινικός dolus.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δόξα-ης-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.δόξα-ης-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.δόξα-ης-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: δοξασία, γνώμη, ιδέα σε αντιδιαστολή, συνήθως, προς τη γνῶσιν και την ἐπιστήμην: κατά γε τὴν ἐμὴν δόξαν = σύμφωνα με τη δική μου γνώμη. δόξαι ἀληθεῖς καὶ ψευδεῖς.
σημασία2: εικασία, υπόθεση: δόξῃ χρῶμαι = μιλώ υποθετικά.
σημασία3: η γνώμη που έχουν οι άλλοι για κάποιον: ἀνθρώπων δόξαν ἔχει καλήν = έχουν καλή γνώμη γι' αυτόν. δόξαν κακὴν ἔλαβον = σχημάτισαν γι' αυτούς κακή γνώμη.
* η καλή γνώμη, η υπόληψη: δόξαν εἶχον ἄμαχοι εἶναι = είχαν τη φήμη των ακαταμάχητων.
οικογένεια: παράγωγα: δοξάζω, δοξασία, σύνθετα: ἄδοξος, ἀδοξία, παράδοξος, φιλόδοξος, ἐπίδοξος «πιθανός».
Νέα-Ελληνική: δόξα (με τη σημ 3β).
ετυμολογία: *δοκ- (δοκ-έω) + -σ-α.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δοξάζω-ρήμα::
* McsElla.δοξάζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.δοξάζω@wordaryElla,
σημασία1: νομίζω, υποθέτω, πιστεύω: πῶς ταῦτα ἀληθῆ δοξάσω; = πώς να υποθέσω ότι αυτά είναι αληθινά;
* δοξάζω δόξαν = έχω γνώμη.
σημασία2: εγκωμιάζω κάποιον, τον δοξάζω: δεδοξασμένος ἐπ' ἀρετῇ = δοξασμένος για τη γενναιότητά του.
Νέα-Ελληνική: δοξάζω (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: *δοξάδ-jω < δόξα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δόρυ-ατος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.δόρυ-ατος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.δόρυ-ατος-τὸ@wordaryElla,
σημασία: πολεμικό όργανο, το δόρυ.
* ἐπὶ δόρυ = προς τα δεξιά (γιατί με το δεξί χέρι κρατούσαν το ακόντιο).
αντώνυμα: ἐπ' ἀσπίδα «προς τα αριστερά».
οικογένεια: σύνθ. δορυφόρος, δοριάλωτος.
Νέα-Ελληνική: δόρυ.
ετυμολογία: *δορF-, συγγεν. του δένδρον, ομόρρ. με αρχ. ινδ. dáru, χετιτ. taru- «ξύλο».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δορυφόρος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.δορυφόρος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.δορυφόρος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που κρατά το δόρυ.
σημασία2: ως ουσιαστικό ακοντιστής, κυρίως ως σωματοφύλακας βασιλέων ή τυράννων.
Νέα-Ελληνική: δορυφόρος «για κράτος που εξαρτάται από άλλο ισχυρότερο».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη δόρυ + φέρω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δουλεία-είας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.δουλεία-είας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.δουλεία-είας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: η κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο δούλος: δουλείας ζυγά = ο ζυγός της δουλείας.
σημασία2: περιληπτικά οι δούλοι: ἢν ἡ δουλείαπανιστῆται = αν επαναστατήσουν οι δούλοι.
Νέα-Ελληνική: δουλεία (με τη σημ. 1) και δουλειά «εργασία», επειδή η εργασία ήταν το κυριότερο πράγμα που έκανε ο δούλος.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη δουλεύω + παρ. επίθ. -εία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δουλεύω-ρήμα::
* McsElla.δουλεύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.δουλεύω@wordaryElla,
σημασία: είμαι δούλος.
Νέα-Ελληνική: δουλεύω «εργάζομαι», βλέπε δουλεία.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη δοῦλος + παρ. επίθ. -εύω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δοῦλος-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.δοῦλος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.δοῦλος-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που γεννήθηκε από γονείς σκλάβους (σε αντιδιαστολή προς το ἀνδράποδον, που έγινε δούλος κατόπιν αιχμαλωσίας).
σημασία2: ως επίθ. δοῦλος, -η, -ον δουλικός.
οικογένεια: παράγωγα: δουλικός, δούλειος «δουλικός», δουλεύω, δουλόω -ῶ, σύνθετα: δουλοπρεπής, δουλοκρατέομαι -οῦμαι.
Νέα-Ελληνική: δούλος (με σημ. 1).
ετυμολογία: πιθ. ξένη λέξη, μυκην. δόελος (ασυναίρ.).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δουλόω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.δουλόω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.δουλόω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: υποδουλώνω: δουλοῖς καὶ σὲ καὶ πᾶσαν πόλιν = υποδουλώνεις και εσένα και όλη την πόλη.
αντώνυμα: ἐλευθερόω -ῶ.
σημασία2: μέση φωνή δουλοῦμαι κάνω κάποιον δούλο μου: οἵ γε ἐπὶ τὴν ἡμετέραν ἧκον δουλωσόμενοι = αυτοί ήρθαν στη χώρα μας για να μας υποδουλώσουν.
Νέα-Ελληνική: δουλώνω, λ.χ. το φρόνημα ενός λαού (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη δοῦλ-ος + παρ. επίθ. -όω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δρᾶμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.δρᾶμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.δρᾶμα-ατος-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: έργο, υπηρεσία, καθήκον: τὸ δρᾶμα τῶν μαιῶν = τα καθήκοντα των μαιών.
σημασία2: έργο που παριστάνεται στη σκηνή, θεατρικό έργο, δράμα (τραγωδία, κωμωδία, σατυρικό δράμα): τὰ δράματα μιμοῦνται δρῶντας = τα δράματα παριστάνουν πρόσωπα δρώντα. διδάσκω δρᾶμα = προετοιμάζω και παριστάνω δραματικό έργο.
Νέα-Ελληνική: δράμα (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη δράω + παρ. επίθ. -μα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δράττομαι-ρήμα::
* McsElla.δράττομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.δράττομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐδραττόμην!~παρατατικός:δράττομαι@wordaryElla,
* McsElla.δράξομαι!~μέλλοντας:δράττομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐδραξάμην!~αόριστος:δράττομαι@wordaryElla,
* McsElla.δέδραγμαι!~παρακείμενος:δράττομαι@wordaryElla,
παρατήρηση: ο κοινός τύπος είναι δράσσομαι
παρατήρηση: με γεν. πράγματος αρπάζω με το χέρι, παίρνω μια χούφτα από κάτι: δράττομαι τῶν ἁλῶν = παίρνω μια χούφτα αλάτι.
* μεταφορικά δράττομαι τῆς ἐλπίδος = αρπάζω την ελπίδα.
οικογένεια: παράγωγα: δράξ «ό,τι μπορεί να χωρέσει η χούφτα, η δράκα», δραχμή.
Νέα-Ελληνική: (μόνο στη λόγια φράση) δράττομαι της ευκαιρίας «αρπάζω» (από τη σημ. 1).
ετυμολογία: *δερχ-, *δραχ- + παρ. επίθ. -j-ομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δραχμή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.δραχμή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.δραχμή-ῆς-ἡ@wordaryElla,
σημασία: αττικό νόμισμα που ισοδυναμούσε με έξι οβολούς (1 δραχμή = 6 ὀβολοί. 100 δραχμαί = 1 μνᾶ. 60 μναῖ = 1 τάλαντον).
Νέα-Ελληνική: δραχμή.
ετυμολογία: *δερχ-, *δραχ- (δράττομαι ) + παρ. επίθ. -μή.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δράω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.δράω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.δράω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἔδρων!~παρατατικός:δράω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.δράσω!~μέλλοντας:δράω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἔδρασα!~αόριστος:δράω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.δέδρακα!~παρακείμενος:δράω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐδράσθην!~παθητικός-αόριστος:δράω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.δέδραμαι!~παθητικός-παρακείμενος:δράω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: κάνω κάτι: καλῶς τι δρῶ = κάνω κάτι καλά.
συνώνυμα: ποιέω -ῶ, ἐργάζομαι, ἐνεργέω -ῶ, πράττω.
* γνωμικό δίκαια δράσας συμμάχους ἕξεις θεούς = αν οι πράξεις σου είναι δίκαιες, θα έχεις συμμάχους τους θεούς.
οικογένεια: παράγωγα: δρᾶμα, δρᾶσις, δράστης.
Νέα-Ελληνική: δρω (με παρόμοια σημ. «αναπτύσσω δράση»).
ετυμολογία: *δρᾱ-, παράβαλε λιθουανικός daraū «κάνω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δρέπω-ρήμα::
* McsElla.δρέπω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.δρέπω@wordaryElla,
σημασία1: κόβω (καρπούς, άνθη κτλ.).
σημασία2: μέση φωνή δρέπομαι κόβω για τον εαυτό μου, δρέπω, συλλέγω: ἀπὸ κρηνῶν μελιρρύτων δρέπομαι μέλη = δρέπω τραγούδια από μελίρρυτους κρουνούς.
οικογένεια: παράγωγα: δρεπάνη, δρέπανον, σύνθετα: δρεπανοειδής, δρεπανηφόρος.
Νέα-Ελληνική: δρέπω (με σημ. 2).
ετυμολογία: *δρε-π-, δρεπάνη, πιθ. συγγεν. με δέρω «γδέρνω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δριμύς-εῖα-ὺ-επίθετο::
* McsElla.δριμύς-εῖα-ὺ-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.δριμύς-εῖα-ὺ@wordaryElla,
* McsElla.δριμύτερος!~συγκριτικός:δριμύς-εῖα-ὺ@wordaryEllα,
* McsElla.δριμύτατος!~υπερθετικός:δριμύς-εῖα-ὺ@wordaryElla,
σημασία1: καυστικός, ερεθιστικός (ιδίως για τα μάτια, λ.χ. ο καπνός, και τη γεύση).
σημασία2: μεταφορικά για άνθρωπο οξύς, έξυπνος, πανούργος: δριμὺς ἐν τῷ ἀποκρίνεσθαι = έξυπνος στις απαντήσεις.
οικογένεια: παράγωγα: δριμύτης «καυστικότητα, εξυπνάδα», δριμύλος.
Νέα-Ελληνική: δριμύς «οξύς» (από τη σημ. 2, λ.χ. δριμεία επίθεση).
ετυμολογία: *δρι-, αβέβαιη-ετυμολογία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δρόμος-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.δρόμος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.δρόμος-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: τρέξιμο: ως επίρρημα δρόμῳ = τρέχοντας. ως προσδιορισμός τόπου ἡμέρας δρόμος = η απόσταση που διανύει κάποιος τρέχοντας σε μία ημέρα, περίπου 1.300 στάδια.
σημασία2: αγώνας δρόμου (δηλ. διαγωνισμός στο τρέξιμο): σε παροιμιακές εκφράσεις όπως περὶ τοῦ παντὸς δρόμον θέοντες = αγωνιζόμενοι για να κερδίσουν ή να χάσουν τα πάντα. περὶ ψυχῆς ὁ δρόμος = ο αγώνας είναι για τη σωτηρία της ζωής.
σημασία3: τόπος όπου έτρεχαν οι νέοι και, γενικότερα, δημόσιος περίπατος: ἐν εὐσκίοις δρόμοις = στους περιπάτους κάτω από τη σκιά.
σημασία4: έκφραση ἔξω/ἐκτὸς δρόμου φέρομαι = ξεφεύγω από το θέμα της συζήτησης.
οικογένεια: παράγωγα: δρομικός, δρομαῖος «που κινείται τρέχοντας», δρόμῳ, ὁ/ἡ δρομὰς «που τρέχει».
Νέα-Ελληνική: δρόμος «οδός» (και με τη σημ. 1 στη φρ. αγώνας δρόμου). Στα αρχαία το δρόμο τον έλεγαν ἡ ὁδός.
ετυμολογία: *δρομ-, *δρεμ-, ἔ-δραμ-ον.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Δρυάς-άδος-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.Δρυάς-άδος-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Δρυάς-άδος-ἡ@wordaryElla,
παρατήρηση: κύριο όνομα δευτερεύουσα θεότητα που κατοικούσε σε δάση (με δρυς), νύμφη των δασών.
Νέα-Ελληνική: Δρυάδα.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη δρῦς (*δρυ- από *δερεF-) + -άς.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δρυμός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.δρυμός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.δρυμός-οῦ-ὁ@wordaryElla,
σημασία: δάσος με δρυς, και γενικότερα δάσος.
Νέα-Ελληνική: εθνικός δρυμός «δασώδης έκταση υπό την προστασία νομοθεσίας».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη δρῦς (*δρυ- από *δερεF-) + παρ. επίθ. -μός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δρῦς-δρυός-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.δρῦς-δρυός-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.δρῦς-δρυός-ἡ@wordaryElla,
σημασία: βελανιδιά.
* παροιμία δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται = από μια πεσμένη βελανιδιά κόβει ξύλα όποιος θέλει (δηλαδή, όταν κάποιος χάσει τη δύναμή του, τότε όλοι τον εκμεταλλεύονται).
οικογένεια: παράγωγα: δρυάς, δρύϊνος, δρυμός, σύνθετα: δρυοκολάπτης.
Νέα-Ελληνική: δρυς.
ετυμολογία: *δρυ- από *δερεF-, παράβαλε δόρυ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δύναμαι-ρήμα::
* McsElla.δύναμαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.δύναμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐδυνάμην!~παρατατικός:δύναμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἠδυνάμην!~παρατατικός:δύναμαι@wordaryElla,
* McsElla.δυνήσομαι!~μέλλοντας:δύναμαι@wordaryElla,
* McsElla.δυνηθήσομαι!~μέλλοντας:δύναμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐδυνήθην!~αόριστος:δύναμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἠδυνήθην!~αόριστος:δύναμαι@wordaryElla,
* McsElla.δεδύνημαι!~παρακείμενος:δύναμαι@wordaryElla,
παρατήρηση: αποθετικό ρήμα
σημασία1: είμαι ικανός να κάνω κάτι, μπορώ: οὐ δύναμαι μὴ γελᾶν = δεν μπορώ να μη γελάσω. οἱ δυνάμενοι = όσοι έχουν δύναμη, εξουσία.
σημασία2: συνήθως με άρνηση ανέχομαι να κάνω κάτι: οὐκέτι ἐδύνατο ἐν τῷ καθεστῶτι τρόπῳ βιοτεύειν = δεν ανεχόταν πια να ζει με αυτό τον τρόπο.
σημασία3: ισοδυναμώ: ὁ σίγλος δύναται δύο ὀβολούς = ο σίγλος ισοδυναμεί με δύο οβολούς. τοὺς λόγους ὡς ἔργα δυναμένους κρίνω = κρίνω τα λόγια σαν να έχουν την ίδια αξία με τις πράξεις.
οικογένεια: παράγωγα: δύναμις, δυνάστης, δυνατός, σύνθετα: ἀδύναμος, ἀδυναμέω -ῶ, ἀδυναμία.
Νέα-Ελληνική: λόγ. δύναμαι.
ετυμολογία: δύν-α-μαι, αβέβαιη-ετυμολογία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δύναμις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.δύναμις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.δύναμις-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: σωματική δύναμη και με επέκταση, η ικανότητα να πράξει κάποιος κάτι: εἴ μοι δύναμις παρείη = αν είχα τη δύναμη.
* σε εκφράσεις κατὰ δύναμιν = όσο μου επιτρέπουν οι δυνάμεις μου. παρὰ/ὑπὲρ δύναμιν = πέρα/πάνω από τις δυνάμεις μου.
σημασία2: πολιτική δύναμη, εξουσία, επιρροή.
σημασία3: πολεμικές δυνάμεις, στράτευμα: πεζὴ καὶ ναυτικὴ δύναμις = δυνάμεις πεζικού και ναυτικού.
σημασία4: ποσοτική ή ποιοτική αξία, ικανότητα: τετρακοσίων ταλάντων ἀργυρίου δύναμις = χρηματική αξία τετρακοσίων ταλάντων. ἡ δύναμις τῆς ὄψεως = η ικανότητα (οξύτητα) της όρασης. ἡ δύναμις τῆς λέξεως = η σημασία της λέξης.
Νέα-Ελληνική: δύναμη (με όλες τις σημ.).
ετυμολογία: δύν-α-μις, βλέπε δύναμαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δυναστεία-είας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.δυναστεία-είας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.δυναστεία-είας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: κυριαρχία, εξουσία: δυναστεία ὀλίγων ἀνδρῶν.
σημασία2: κλειστή ολιγαρχία: δυναστείᾳ μᾶλλον ἢ ἰσονομίᾳ ἐχρῶντο οἱ Θεσσαλοί = οι Θεσσαλοί διοικούσαν μάλλον με ολιγαρχία παρά με ισονομία.
Νέα-Ελληνική: δυναστεία (με παρόμoια σημ. προς τη σημ. 2 «διαδοχική σειρά κληρονομικών αρχόντων»).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη δυναστεύω (παράγ. δυνάστης + παρ. επίθ. –εύω) + παρ. επίθ. -(ε)ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δυνάστης-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.δυνάστης-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.δυνάστης-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: άρχοντας, κυβερνήτης.
Νέα-Ελληνική: δυνάστης (με εξειδίκευση της σημ. «απόλυτος και τυραννικός άρχοντας»).
ετυμολογία: *δυνά- + -σ- (πβ. δυνασ-θῆναι) + παρ. επίθ. -της.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δυνατός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.δυνατός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.δυνατός-ή-ὸν@wordaryElla,
* McsElla.δυνατώτερος!~συγκριτικός:δυνατός-ή-ὸν@wordaryEllα,
* McsElla.δυνατώτατος!~υπερθετικός:δυνατός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που έχει σωματική ή ψυχική δύναμη, δυνατός: δυνατοὶ καὶ τοῖς σώμασι καὶ ταῖς ψυχαῖς.
συνώνυμα: ἰσχυρός.
σημασία2: ικανός: δυνατὸς λέγειν = ο ικανός στο λόγο, ο εύγλωττος.
σημασία3: αυτός που έχει δύναμη εξουσίας ή επιρροής.
* ως ουσιαστικό οἱ δυνατοὶ οι ισχυροί, αυτοί που έχουν εξουσία.
σημασία4: για πράγματα κατορθωτός.
* έκφραση κατὰ τὸ δυνατόν = όσο είναι δυνατό (να γίνει).
οικογένεια: παράγωγα: δυνατῶς, δυνατέω -ῶ.
Νέα-Ελληνική: δυνατός (με τις σημ. 1, 4).
ετυμολογία: δυνα- (< δύνα-μαι) + παρ. επίθ. -τός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δυσ--μόριο::
* McsElla.δυσ--μόριο@wordaryElla,
* McsElla.μόριο.δυσ-@wordaryElla,
παρατήρηση: αχώριστο μόριο που χρησιμοποιείται ως α΄ συνθετικό λέξεων που σημαίνουν κάτι δύσκολο ή δυσάρεστο, π.χ. δυσεύρευτος = αυτός που βρίσκεται δύσκολα. δυστυχής = αυτός που έχει κακή τύχη.
Νέα-Ελληνική: δυσ-.
ετυμολογία: δυσ-, ομόρρ. με αρχ. περσ. duš-, π.χ. duš-manah- «δυσμενής».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δυσειδής-ής-ὲς-επίθετο::
* McsElla.δυσειδής-ής-ὲς-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.δυσειδής-ής-ὲς@wordaryElla,
σημασία: άσχημος.
Νέα-Ελληνική: λόγ. δυσειδής.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη δυσ- + εἶδος «μορφή, εμφάνιση».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δυσκολαίνω-ρήμα::
* McsElla.δυσκολαίνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.δυσκολαίνω@wordaryElla,
* McsElla.ἐδυσκόλαινον!~παρατατικός:δυσκολαίνω@wordaryElla,
* McsElla.δυσκολανῶ!~μέλλοντας:δυσκολαίνω@wordaryElla,
σημασία: είμαι δύστροπος ή δυσαρεστημένος.
ετυμολογία: *δύσκολ-ος, *δυσκολ-αν-jω > δυσκολαίνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δύσκολος-η-ον-επίθετο::
* McsElla.δύσκολος-η-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.δύσκολος-η-ον@wordaryElla,
* McsElla.δυσκολώτερος!~συγκριτικός:δύσκολος-η-ον@wordaryEllα,
* McsElla.δυσκολώτατος!~υπερθετικός:δύσκολος-η-ον@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που είναι δύστροπος ή κακότροπος: οὐ παύσει δύσκολος ὤν; = δε θα σταματήσεις με τις ιδιοτροπίες σου;
αντώνυμα: εὔκολος «καλότροπος».
σημασία2: για πράγματα κοπιαστικός ή ενοχλητικός: δύσκολος ἡ ἡνιόχησις = η οδήγηση των αλόγων του άρματος είναι κοπιαστική.
οικογένεια: παράγωγα: δυσκόλως.
Νέα-Ελληνική: δύσκολος «κοπιαστικός». Στα αρχαία το σημερινό δύσκολος το έλεγαν χαλεπός.
ετυμολογία: δυσ- + *κόλος (μυκην. kwolos), πιθ. *πελ- του πέλω - πέλομαι «υπάρχω, γίνομαι».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δυσμαθής-ής-ὲς-επίθετο::
* McsElla.δυσμαθής-ής-ὲς-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.δυσμαθής-ής-ὲς@wordaryElla,
* McsElla.δυσμαθέστερος!~συγκριτικός:δυσμαθής-ής-ὲς@wordaryEllα,
* McsElla.δυσμαθέστατος!~υπερθετικός:δυσμαθής-ής-ὲς@wordaryElla,
σημασία: αυτός που δύσκολα μαθαίνει.
αντώνυμα: εὐμαθής.
οικογένεια: παράγωγα: δυσμάθεια.
Νέα-Ελληνική: δυσμαθής.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη δυσ- + μαθ- (πβ. ἔ-μαθ-ον < μανθάνω) + παρ. επίθ. -ής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δυσχεραίνω-ρήμα::
* McsElla.δυσχεραίνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.δυσχεραίνω@wordaryElla,
* McsElla.ἐδυσχέραινον!~παρατατικός:δυσχεραίνω@wordaryElla,
* McsElla.δυσχερανῶ!~μέλλοντας:δυσχεραίνω@wordaryElla,
* McsElla.ἐδυσχέρανα!~αόριστος:δυσχεραίνω@wordaryElla,
σημασία1: μεταβ. φέρω κάτι βαρέως: δυσχεραίνω τὸ ἀδικεῖν = φέρω την αδικία βαρέως, δύσκολα μπορώ να την αντέξω.
σημασία2: αμετάβ. δυσαρεστούμαι με κάτι, δυσανασχετώ: δυσχεραίνω ἐπί τινι.
οικογένεια: παράγωγα: δυσχερῶς.
Νέα-Ελληνική: δυσχεραίνω «δυσκολεύω».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη δυσχερής (< χερ-, χειρ- «χέρι») + παρ. επίθ. -αίνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δυσχερής-ής-ὲς-επίθετο::
* McsElla.δυσχερής-ής-ὲς-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.δυσχερής-ής-ὲς@wordaryElla,
* McsElla.δυσχερέστερος!~συγκριτικός:δυσχερής-ής-ὲς@wordaryEllα,
* McsElla.δυσχερέστατος!~υπερθετικός:δυσχερής-ής-ὲς@wordaryElla,
σημασία1: για πράγματα
σημασίαα: δυσάρεστος.
σημασίαβ: δύσκολος: δυσχερὴς βίος.
σημασία2: για πρόσωπα ιδιότροπος.
Νέα-Ελληνική: δυσχερής (με τη σημ. 1β).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη δυσ- + χερ- (< χείρ) + -ής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δυσώδης-ης-δυσῶδες-επίθετο::
* McsElla.δυσώδης-ης-δυσῶδες-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.δυσώδης-ης-δυσῶδες@wordaryElla,
* McsElla.δυσωδέστερος!~συγκριτικός:δυσώδης-ης-δυσῶδες@wordaryEllα,
* McsElla.δυσωδέστατος!~υπερθετικός:δυσώδης-ης-δυσῶδες@wordaryElla,
σημασία: που αναδίδει δυσάρεστη μυρωδιά.
αντώνυμα: εὐώδης.
Νέα-Ελληνική: δυσώδης.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη δυσ- + παρ. επίθ. -ώδης < ὄζω «μυρίζω» < ὀδ- + jω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δύω-ρήμα::
* McsElla.δύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.δύω@wordaryElla,
* McsElla.ἐδυόμην!~μέσος-παρατατικός:δύω@wordaryElla,
* McsElla.δύσομαι!~μέσος-μέλλοντας:δύω@wordaryElla,
* McsElla.ἔδυν-«έδυσα»!~αόριστος-β΄-μέση-σημασία:δύω@wordaryElla,
* McsElla.δέδυκα-«έχω-δύσει»!~παρακείμενος-μέση-σημασία:δύω@wordaryElla,
παρατήρηση: στη μέση φωνή και στους χρόνους με μέση σημ. για τον ήλιο δύω, βασιλεύω: πρὸ ἡλίου δύντος = πριν από τη δύση του ήλιου.
οικογένεια: παράγωγα: δύσις, δύτης, σύνθετα: λωποδύτης, τρωγλοδύτης.
Νέα-Ελληνική: δύει ο ήλιος (πβ. και εν-δύ-ομαι και υποδύομαι).
ετυμολογία: *δύσ- + παρ. επίθ. -jω > δύω, παράβαλε δύσγω· ἀποδύω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Δωδώνη-ης-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.Δωδώνη-ης-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Δωδώνη-ης-ἡ@wordaryElla,
παρατήρηση: τοπωνύμιο πόλη της Ηπείρου, όπου βρισκόταν το μαντείο του Διός.
ετυμολογία: Δωδώνα < ποταμός Δώδων + παρ. επίθ. -α, ιλλυρ. λ..
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δωρέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.δωρέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.δωρέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐδώρουν!~παρατατικός:δωρέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.δωρήσω!~μέλλοντας:δωρέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐδώρησα!~αόριστος:δωρέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐδωρησάμην!~μέσος-αόριστος:δωρέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: δωρίζω.
σημασία2: πιο συχνά στη μέση φωνή δωροῦμαι δωρίζω: δωροῦμαί τινί τι = δωρίζω σε κάποιον κάτι.
Νέα-Ελληνική: δωρίζω.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη δῶρον (< *δω-, παράβαλε δί-δω-μι + παρ. επίθ. -ρον) + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δωροδοκέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.δωροδοκέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.δωροδοκέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: δωροδοκούμαι: δωροδοκοῦσιν καὶ διαφθείρονται = δωροδοκούνται και διαφθείρονται.
σημασία2: δωροδοκώ κάποιον.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη δῶρον + δοκέω που έχει δύο σημ., α) παθ. δέχομαι (δοκ-: δέχ-ομαι), β) ενεργ. δίνω, προσφέρω (πβ. το ομώνυμο λατινικός doceo «προσφέρω, διδάσκω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
letter::
* McsEngl.wordaryElla.epsilon,
====== langoGreekAncient:
* McsElla.λεξικόΕλλα.Ε,
Ε-ε-ἒ-ψιλόν-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.Ε-ε-ἒ-ψιλόν-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Ε-ε-ἒ-ψιλόν-τὸ@wordaryElla,
σημασία: Tο πέμπτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Οι αρχαίοι ονόμαζαν το γράμμα αυτό εἶ. Οι Βυζαντινοί ήταν εκείνοι που πρώτοι το αποκάλεσαν ἒ ψιλόν, ονομασία που σήμαινε το «ε το ψιλόν», δηλ. το λιτό, το ε που γράφεται με ένα γράμμα. Και το ονόμασαν έτσι, για να το διαχωρίσουν από το αι, που προφερόταν και αυτό στα βυζαντινά χρόνια ως [e], αλλά γραφόταν με δύο γράμματα.
* ως αριθμητικό σύμβολο: ε΄ = 5, αλλά ͵ε = 5.000.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἔαρ-ἔαρος--ἦρος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἔαρ-ἔαρος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἔαρ-ἔαρος-τὸ@wordaryElla,
* McsElla.ἦρος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἦρος-τὸ@wordaryElla,
σημασία: άνοιξη.
οικογένεια: παράγωγα: ἐαρινός «ανοιξιάτικος».
Νέα-Ελληνική: λόγ. εαρινός (λ.χ. εαρινή ισημερία, εαρινό εξάμηνο).
ετυμολογία: *Fέσαρ, ομόρρ. με λιθουανικός vasarà «έτος».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἑαυτοῦ-ἑαυτῆς-ἑαυτοῦ--αὑτοῦ-αὑτῆς-αὑτοῦ-αντωνυμία::
* McsElla.ἑαυτοῦ-ἑαυτῆς-ἑαυτοῦ-αντωνυμία@wordaryElla,
* McsElla.αντωνυμία.ἑαυτοῦ-ἑαυτῆς-ἑαυτοῦ@wordaryElla,
* McsElla.αὑτοῦ-αὑτῆς-αὑτοῦ-αντωνυμία@wordaryElla,
* McsElla.αντωνυμία.αὑτοῦ-αὑτῆς-αὑτοῦ@wordaryElla,
παρατήρηση: αυτοπαθής γ´ προσώπου του εαυτού του: ἐπιμελεῖται ἑαυτοῦ = φροντίζει για τον εαυτό του. αὐτὸ καθ' αὑτό = αυτό καθαυτό.
ετυμολογία: προσωπ. αντων. ἓ κτλ. + αὐτοῦ κτλ..
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐάω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἐάω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.εἴων!~παρατατικός:ἐάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐάσω!~μέλλοντας:ἐάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.εἴασα!~αόριστος:ἐάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.εἴακα!~παρακείμενος:ἐάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐάσομαι-«θα-αφεθώ»!~μέσος-μέλλοντας-παθητική-σημασία:ἐάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.εἰάθην!~παθητικός-αόριστος:ἐάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.εἴαμαι!~παθητικός-παρακείμενος:ἐάω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: αφήνω, επιτρέπω: οὐκ ἐᾷ με καθεύδειν τὸ τοῦ Μιλτιάδου τρόπαιον = δε με αφήνει να κοιμηθώ ο θρίαμβος του Μιλτιάδη.
συνώνυμα: ἀφίημι.
σημασία2: αφήνω κάτι ήσυχο, κατά μέρος, δε σκοτίζομαι: ἐὰν ἐπὶ τὰ μείζω ἔλθῃς ἐάσας ἤδη φιλοσοφίαν = αν καταπιαστείς με σοβαρότερα θέματα αφήνοντας πια κατά μέρος τη φιλοσοφία.
οικογένεια: παράγωγα: ἐατέος.
ετυμολογία: *σεF- + παρ. επίθ. -άω, αβέβαιη-ετυμολογία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐβίων-ρήμα::
* McsElla.ἐβίων!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐβίων@wordaryElla,
βλέπε αόρ. β΄ του ρ. ζήω-ῶ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐγγίγνομαι-ρήμα::
* McsElla.ἐγγίγνομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐγγίγνομαι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε γίγνομαι.
σημασία1: γεννιέμαι, δημιουργούμαι, μέσα σε κάτι.
σημασία2: απρόσωπο ἐγγίγνεται είναι επιτρεπτό ή δυνατό.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐν + γίγνομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐγγράφω-ρήμα::
* McsElla.ἐγγράφω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐγγράφω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε γράφω.
σημασία1: εγχαράσσω (λ.χ. στην πέτρα επιγραφή).
σημασία2: εγγράφω, καταχωρίζω: καθ᾿ ἑκάστην δὲ ἡμέραν ἀργύριον λαμβάνων τοὺς μὲννέγραφε, τοὺς δὲ ἐξήλειφεν = και παίρνοντας καθημερινά χρήματα άλλους νόμους έγραφε και άλλους αφαιρούσε.
σημασία3: κατηγορώ για παράνομη ενέργεια ή ηθική παράβαση: ἐγγράφω τινὰ λιποταξίας = κατηγορώ κάποιον για λιποταξία.
οικογένεια: παράγωγα: ἐγγραφή.
Νέα-Ελληνική: εγγράφω (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐν + γράφω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐγγυάω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἐγγυάω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐγγυάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠγγύων!~παρατατικός:ἐγγυάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠγγύησα!~αόριστος:ἐγγυάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠγγύηκα!~παρακείμενος:ἐγγυάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠγγυήκειν!~υπερσυντέλικος:ἐγγυάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐγγυήσομαι!~μέσος-μέλλοντας:ἐγγυάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠγγυησάμην!~μέσος-αόριστος:ἐγγυάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠγγυήθην!~παθητικός-αόριστος:ἐγγυάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠγγύημαι!~παθητικός-παρακείμενος:ἐγγυάω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: δίνω ή εγχειρίζω κάτι ως ενέχυρο.
σημασία2: κυρίως για τον πατέρα αρραβωνιάζω: ἢν μή περ ὁ πατὴρ αὐτὴν ἐγγυήσῃ = αν ο πατέρας μιας κόρης δεν την αρραβωνιάσει.
σημασία3: μέση φωνή ἐγγυῶμαι
σημασίαα: αρραβωνιάζομαι ή δέχομαι γυναίκα ως σύζυγο: καὶ ἐγγυᾶται ὁ πατὴρ τὴν μητέρα τὴνμὴν παρὰ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτῆς Τιμοκράτους = και αρραβωνιάζεται ο πατέρας τη δική μου μητέρα από τον αδελφό της Τιμοκράτη.
σημασίαβ: εγγυώμαι, δίνω εγγύηση.
σημασίαγ: υπόσχομαι, διαβεβαιώνω: καὶ ἠγγυᾶτο μηδὲν αὐτοὺς κακὸν πείσεσθαι πειθομένους Σεύθῃ = και τους υποσχέθηκε ότι δε θα πάθουν κανένα κακό, εάν υπακούσουν στο Σεύθη.
οικογένεια: παράγωγα: ἐγγυητής, ἐγγύησις «ασφάλεια, αρραβώνας».
Νέα-Ελληνική: εγγυώμαι (με τις σημ. 3β, 3γ).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη βλέπε ἐγγύη + παρ. επίθ. -άω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐγγύη-ης-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἐγγύη-ης-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἐγγύη-ης-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: ενέχυρο που τοποθετείται στο χέρι κάποιου, και γενικά ασφάλεια, βεβαίωση, εγγύηση που παίρνει ή δίνει κανείς: μεγάλας ἐγγύας ἀποτίνω = πληρώνω μεγάλες εγγυήσεις.
σημασία2: αρραβώνας: ποιοῦμαι τὴν ἐγγύην γυναικός τινος = αρραβωνιάζομαι κάποια γυναίκα.
οικογένεια: παράγωγα: ἐγγυάω.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐν + *γύα, *γύη «καμπυλότητα, χέρι».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐγγύθεν-επίρρημα::
* McsElla.ἐγγύθεν-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ἐγγύθεν@wordaryElla,
σημασία: από κοντά: ὁρῶ τι ἐγγύθεν καὶ πόρρωθεν = βλέπω κάτι από κοντά και από μακριά.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἐγγύ-ς + παρ. επίθ. -θεν.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἔγγυος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἔγγυος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἔγγυος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία: εγγυημένος.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *ἐγγυ- (ἐγγυάω) + παρ. επίθ. -ος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐγγὺς-επίρρημα::
* McsElla.ἐγγὺς-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ἐγγὺς@wordaryElla,
* McsElla.ἐγγυτέρω!~συγκριτικός:ἐγγὺς@wordaryElla,
* McsElla.ἐγγύτερον!~συγκριτικός:ἐγγὺς@wordaryElla,
* McsElla.ἐγγυτάτω!~υπερθετικός:ἐγγὺς@wordaryElla,
* McsElla.ἐγγύτατα!~υπερθετικός:ἐγγὺς@wordaryElla,
σημασία1: με γενική του τόπου δίπλα, κοντά (με ρήματα στάσεως σημαντικά): ὑμεῖς δὲ θρηνεῖτ᾿ ἐγγὺς ἑστῶτες τάφου = εσείς λοιπόν κοντά στον τάφο κάθεστε και θρηνείτε.
σημασία2: για δήλωση χρόνου προσεχώς, στο άμεσο μέλλον: ἄντρες φίλοι, ὁ μὲν ἀγὼν ἐγγὺς ἡμῖν = άντρες, η διαμάχη είναι κοντά μας.
σημασία3: με αριθμούς περίπου, σχεδόν, κοντά: ἐγγὺς εἴκοσι ἔτη = σχεδόν είκοσι χρόνια.
οικογένεια: παράγωγα: ἐγγύθεν, ἐγγύτης «εγγύτητα»,γγίζω.
Νέα-Ελληνική: στη φρ. στο εγγύς μέλλον (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: *ἐγγύ- + -ς των επιρρημάτων (συγγεν. με ἐγγυάω) στη σημασία «κοντά στο χέρι, κοντά».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐγείρω-ρήμα::
* McsElla.ἐγείρω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐγείρω@wordaryElla,
* McsElla.ἤγειρον!~παρατατικός:ἐγείρω@wordaryElla,
* McsElla.ἐγερῶ!~μέλλοντας:ἐγείρω@wordaryElla,
* McsElla.ἤγειρα!~αόριστος:ἐγείρω@wordaryElla,
* McsElla.ἐγρήγορα-«είμαι-ξύπνιος»!~παρακείμενος-αμετάβατο-ως-ενεστώτας:ἐγείρω@wordaryElla,
* McsElla.ἐγρηγόρειν-«ήμουν-ξύπνιος»!~υπερσυντέλικος-αμετάβατο-ως-παρατατικός:ἐγείρω@wordaryElla,
* McsElla.ἐγερθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:ἐγείρω@wordaryElla,
* McsElla.ἠγέρθην!~παθητικός-αόριστος:ἐγείρω@wordaryElla,
* McsElla.ἐγήγερμαι!~παθητικός-παρακείμενος:ἐγείρω@wordaryElla,
* McsElla.ἐγηγέρμην!~παθητικός-υπερσυντέλικος:ἐγείρω@wordaryElla,
σημασία1: αφυπνίζω, ξυπνώ κάποιον: ἐγείρω τινὰ ἐξ ὕπνου = σηκώνω κάποιον από τον ύπνο.
σημασία2: ξεσηκώνω κάποιον, τον διεγείρω.
σημασία3: σηκώνω από τους νεκρούς, ανασταίνω: ἀσθενοῦντας θεραπεύετε, λεπροὺς καθαρίζετε, νεκροὺς ἐγείρετε = να θεραπεύετε τους αρρώστους, να γιατρεύετε τους λεπρούς, να ανασταίνετε τους νεκρούς.
σημασία4: στην παθ. φωνή μαζί με τον αμετάβ. παρακ. και υπερσ. ἐγείρομαι είμαι ξύπνιος: Σώκρατες, ἔφη, ἐγρήγορας ἢ καθεύδεις; = Σωκράτη, είπε, ξύπνιος είσαι ή κοιμάσαι;
οικογένεια: παράγωγα: ἔγερσις «αφύπνιση, ξεσήκωμα»,γερτήριον.
Νέα-Ελληνική: εγείρεται ένα ζήτημα (τίθεται, προκύπτει).
ετυμολογία: ο τύπος ἐγρήγορα αντιστοιχεί στο αρχ. ινδ. jāgāra, αρχ. περσ. jagára «είμαι ξύπνιος»· τη βάση αποτελεί το ἐ-γέρ-jω > ἐγείρω, όπου το ἐ- είναι αυτό του αορίστου β΄ ἔ-γρετο, ο οποίος δημιούργησε τον ενεστώτα ἐγείρω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐγκαθίστημι-ρήμα::
* McsElla.ἐγκαθίστημι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐγκαθίστημι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἵστημι.
σημασία: τοποθετώ, εγκαθιστώ: τοὺς ἑαυτοῦ παῖδας ἡγεμόνας ἐγκατέστησε = τοποθέτησε τα παιδιά του ως ηγεμόνες.
οικογένεια: παράγωγα: ἐγκατάστασις.
Νέα-Ελληνική: εγκαθιστώ (με την ίδια σημ.).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐν + καθίστημι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐγκαλέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἐγκαλέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐγκαλέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐνεκάλουν!~παρατατικός:ἐγκαλέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐγκαλέσω!~μέλλοντας:ἐγκαλέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐγκέκληκα!~παρακείμενος:ἐγκαλέω-ῶ@wordaryElla,
χρόνοι: άλλους βλέπε καλέω.
σημασία1: απαιτώ κάτι που μου χρωστούν: ἐγκαλῶ τὰς τριακοσίας δραχμὰς = απαιτώ να πάρω πίσω τις τριακόσιες δραχμές.
σημασία2: κατηγορώ κάποιον: οἱ μὲν δὴ στρατιῶται Ξενοφῶντι ἐνεκάλουν ὅτι οὐκ εἶχον τὸν μισθόν = οι στρατιώτες λοιπόν κατηγορούσαν τον Ξενοφώντα ότι δεν είχαν πάρει το μισθό τους.
συνώνυμα: αἰτιάομαι.
οικογένεια: παράγωγα: ἔγκλημα «κατηγορία».
Νέα-Ελληνική: λόγ. εγκαλώ (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐν + καλέω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἔγκειμαι-ρήμα::
* McsElla.ἔγκειμαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἔγκειμαι@wordaryElla,
παρατήρηση: παθητ. του ἐντίθημι.
χρόνοι: βλέπε κεῖμαι.
σημασία1: βρίσκομαι, είμαι καλυμμένος, μέσα σε κάτι.
σημασία2: πιέζω ασφυκτικά, απειλώ (ιδίως ένα στράτευμα που έχει ηττηθεί ή υποχωρεί).
σημασία3: σε πολιτικές αντιπαραθέσεις αντίκειμαι, εναντιώνομαι: ἐνέκειντο τῷ Περικλεῖ = εναντιώνονταν στον Περικλή.
Νέα-Ελληνική: έγκειμαι (με τη σημ. 1, λ.χ. έγκειται στην καλή του θέληση το αν θα επιστρέψει τα λεφτά).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐν + κεῖμαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἔγκλημα-ατος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἔγκλημα-ατος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἔγκλημα-ατος-τὸ@wordaryElla,
σημασία: κατηγορία, παράπονο: τὰ ἐγκλήματα τὰ ἐς τοὺς Ἀθηναίους = οι κατηγορίες εναντίον των Αθηναίων.
Νέα-Ελληνική: έγκλημα «εγκληματική ενέργεια κτλ.».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐν + *κλη- (καλῶ) + παρ. επίθ. -μα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐγκλίνω-ρήμα::
* McsElla.ἐγκλίνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐγκλίνω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε κλίνω.
σημασία1: κάνω κάτι να κλίνει, το γέρνω, το λυγίζω: ἐγκλίνω τὰ σκέλη. ἐγκλίνω τι εἰς δεξιά = γέρνω κάτι προς τα δεξιά.
σημασία2: στη γραμματική προφέρω μια λέξη με έγκλιση τόνου (λ.χ. ἄνθρωπός τις).
Νέα-Ελληνική: εγκλίνω (με τη σημ. 2).
οικογένεια: παράγωγα: ἔγκλισις.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐν + κλίνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐγκράτεια-είας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἐγκράτεια-είας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἐγκράτεια-είας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: κυριαρχία, έλεγχος πάνω σε κάτι: ἡ σωφροσύνη ἐστὶν καὶ ἡδονῶν τινων καὶπιθυμιῶν ἐγκράτεια = η σωφροσύνη είναι ο έλεγχος κάποιων ηδονών και επιθυμιών.
σημασία2: εγκράτεια, αυτοκυριαρχία: ἐγκράτεια καλόν τε κἀγαθὸν ἀνδρὶ κτῆμά ἐστιν = η εγκράτεια είναι καλό και ωφέλιμο απόκτημα στον άνθρωπο.
συνώνυμα: σωφροσύνη «εγκράτεια».
Νέα-Ελληνική: εγκράτεια (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἐγκρατής + παρ. επίθ. -εια.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐγκρατής-ής-ὲς-επίθετο::
* McsElla.ἐγκρατής-ής-ὲς-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἐγκρατής-ής-ὲς@wordaryElla,
* McsElla.ἐγκρατέστερος!~συγκριτικός:ἐγκρατής-ής-ὲς@wordaryEllα,
* McsElla.ἐγκρατέστατος!~υπερθετικός:ἐγκρατής-ής-ὲς@wordaryElla,
σημασία1: που έχει εξουσία πάνω σε κάτι: ἐγκρατὴς γαστρός = που ελέγχει την κοιλιά του, ο μη κοιλιόδουλος.
σημασία2: που έχει αυτοκυριαρχία, εγκρατής.
συνώνυμα: σώφρων «εγκρατής».
Νέα-Ελληνική: εγκρατής (με τη σημ. 2).
οικογένεια: παράγωγα: ἐγκράτεια, ἐγκρατῶς.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐν + κράτ-ος + -ής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐγκρίνω-ρήμα::
* McsElla.ἐγκρίνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐγκρίνω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε κρίνω.
σημασία: επιλέγω, αποδέχομαι κάποιον, εισδέχομαι κάποιον, δηλ. του επιτρέπω την είσοδο σε ένα σωματείο κτλ.: ἐγκρίνω τινὰ εἰς τὴν γερουσίαν = δέχομαι κάποιον στη γερουσία.
αντώνυμα: ἀποκρίνω «απορρίπτω κάποιον».
οικογένεια: παράγωγα: ἔγκρισις, ἔγκριτος, ἐγκριτέος.
Νέα-Ελληνική: εγκρίνω «αποδέχομαι».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐν + κρίνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐγκύκλιος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἐγκύκλιος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἐγκύκλιος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία1: κυκλικός: ἐγκύκλιος κίνησις.
σημασία2: τακτικός, καθημερινός: ἐγκύκλιοι διακονίαι = καθημερινές υποχρεώσεις.
Νέα-Ελληνική: η εγκύκλιος (ως ουσιαστ. «έγγραφη κρατική εντολή που κυκλοφορεί στις υπηρεσίες»).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐν + κύκλ-ος + παρ. επίθ. -ιος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐγκύμων-ἐγκύμων-ἔγκυμον-επίθετο::
* McsElla.ἐγκύμων-ἐγκύμων-ἔγκυμον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἐγκύμων-ἐγκύμων-ἔγκυμον@wordaryElla,
σημασία: έγκυος.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐν + *κυ- (κυέω) + παρ. επίθ. -μων.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐγκωμιάζω-ρήμα::
* McsElla.ἐγκωμιάζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐγκωμιάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐνεκωμίαζον!~παρατατικός:ἐγκωμιάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐγκωμιάσω!~μέλλοντας:ἐγκωμιάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐγκωμιάσομαι!~μέλλοντας:ἐγκωμιάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐνεκωμίασα!~αόριστος:ἐγκωμιάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐγκεκωμίακα!~παρακείμενος:ἐγκωμιάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐγκεκωμίασμαι!~παθητικός-παρακείμενος:ἐγκωμιάζω@wordaryElla,
σημασία: επαινώ, εκθειάζω: ταῦτα δὴ καὶ ἄλλα τοιαῦταγκωμιάζουσι δικαιοσύνην = αυτά και άλλα παρόμοια εγκώμια έχουν για τη δικαιοσύνη.
συνώνυμα: ἐπαινέω.
οικογένεια: παράγωγα: ἐγκωμιαστής, ἐγκωμιαστικός.
Νέα-Ελληνική: εγκωμιάζω.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἐγκώμιον + παρ. επίθ. -άζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐγκώμιον-ίου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἐγκώμιον-ίου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἐγκώμιον-ίου-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: επαινετική ωδή: καὶ Σιμωνίδης, ὁ μελοποιός, ἐποίησεν ἐγκώμιον ἄξιον ἀρετῆς αὐτῶν = και ο Σιμωνίδης, ο λυρικός ποιητής, έπλεξε επαινετική ωδή για την ανδρεία τους.
σημασία2: γενικά εγκώμιο, πανηγυρικός λόγος: ἔπαινοι καὶ ἐγκώμια παλαιῶν ἀνδρῶν.
Νέα-Ελληνική: εγκώμιο (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: ουσιαστικοπ. του ουδ. του ἐγκώμιος, -ιον (ενν. ᾆσμα) < ἐν + κῶμος «γλέντι» + παρ. επίθ. -ιος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐγρήγορσις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἐγρήγορσις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἐγρήγορσις-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία: το να είναι κανείς άγρυπνος, η κατάσταση της αγρυπνίας, η αγρύπνια: ὁ ὕπνος καὶ ἡγρήγορσις τῶν ζῴων = ο ύπνος και η αγρύπνια των ζώων.
Νέα-Ελληνική: εγρήγορση «ετοιμότητα».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἐγρήγορ-α (ἐγείρομαι) + παρ. επίθ. -σις.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐγχειρέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἐγχειρέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐγχειρέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: παίρνω κάτι στο χέρι, επιχειρώ, αναλαμβάνω.
* με δοτ. του πράγματος και αργότερα με αιτ.: ἄξιόν ἐστιν ὡς τάχιστα τούτοις ἐγχειρεῖν = αξίζει να επιχειρήσουμε αυτές τις μεταρρυθμίσεις όσο το δυνατόν πιο γρήγορα.
* με απαρέμφατο: ἐνεχείρησα εὐθὺς παρά σε ἰέναι = προσπάθησα αμέσως να έρθω σε σένα.
συνώνυμα: ἐπιχειρέω, ἅπτομαί τινος.
σημασία2: απλώνω τα χέρια, επιτίθεμαι: καὶ ὁ μὲν ἔμελλεν ἐγχειρήσειν ταῖς πόλεσι ταύταις = και εκείνος επρόκειτο να επιτεθεί κατά των πόλεων αυτών.
οικογένεια: παράγωγα: ἐγχείρημα, ἐγχείρησις «επιχείρηση, απόπειρα», ἐγχειρητέον, ἐγχειρητής,γχειρητικός.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐν + χείρ + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐγχειρίζω-ρήμα::
* McsElla.ἐγχειρίζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐγχειρίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐνεχείριζον!~παρατατικός:ἐγχειρίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐγχειριῶ!~μέλλοντας:ἐγχειρίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐγκεχείρικα!~παρακείμενος:ἐγχειρίζω@wordaryElla,
παρατήρηση: με δοτ. του προσώπου και αιτ. του πράγματος βάζω κάτι στα χέρια κάποιου, εμπιστεύομαι: ἐγχειρίζω τοὺς ἄνδρας τοῖς στρατηγοῖς = εμπιστεύομαι τους άνδρες στους στρατηγούς.
οικογένεια: παράγωγα: ἐγχείρισις, ἐγχειρισμός.
Νέα-Ελληνική: εγχειρίζω (λόγ., «βάζω στο χέρι»).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐν + χείρ + παρ. επίθ. -ίζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἔγχελυς-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἔγχελυς-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἔγχελυς-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία: χέλι.
οικογένεια: παράγωγα: ἐγχελύδιον.
Νέα-Ελληνική: χέλι.
ετυμολογία: συγγεν. με ἔχις, -εως, ὁ/ἡ «οχιά», ομόρρ. με λατινικός anguis «χέλι».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐγχωρέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἐγχωρέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐγχωρέω-ῶ@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε χωρέω -ῶ.
σημασία1: παρέχω χώρο για να κάνει κανείς κάτι, επιτρέπω: ὁ χρόνος οὐκ ἐγχωρεῖ = ο χρόνος δεν επιτρέπει.
σημασία2: απρόσ. ἐγχωρεῖ υπάρχει ακόμη χρόνος: ἀλλὰ μηδὲν ἐπείγου, ἔτι γὰρ ἐγχωρεῖ = αλλά μη βιάζεσαι καθόλου [ενν. να πιεις το κώνειο, Σωκράτη], διότι υπάρχει ακόμη χρόνος.
οικογένεια: παράγωγα: ἐγχώριος.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐν + χωρέω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐγχώριος-ιος|ία-ιον-επίθετο::
* McsElla.ἐγχώριος-ιος|ία-ιον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἐγχώριος-ιος|ία-ιον@wordaryElla,
σημασία: που ανήκει στην ίδια χώρα, στον ίδιο τόπο, εντόπιος: θεοὶ καὶ ἥρωες ἐγχώριοι = οι ντόπιοι θεοί και ήρωες.
συνώνυμα: ἐπιχώριος.
οικογένεια: παράγωγα: ἐγχωρίως.
Νέα-Ελληνική: εγχώριος.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἔγχωρος + παρ. επίθ. -ιος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐγὼ-αντωνυμία::
* McsElla.ἐγὼ-αντωνυμία@wordaryElla,
* McsElla.αντωνυμία.ἐγὼ@wordaryElla,
παρατήρηση: προσ. αντων. α´ προσώπου
* με επίταση ἔγωγε = εγώ τουλάχιστον, όσο για μένα, βεβαίως. Συχνά στις απαντήσεις ως βεβαιωτική έκφραση:Ἦ καὶ τοῦτο ἀκήκοας; – Ἔγωγε = Έχεις ακούσει και αυτό; – Ναι, βεβαίως.
* δυϊκός αριθμός ονομ. και αιτ. αττ. νώ = εμείς οι δύο, γεν. και δοτ. νῷν.
Νέα-Ελληνική: εγώ.
ετυμολογία: *εγωμ-, αντίστοιχο του αρχ. ινδ. ahám, λατινικός egō.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐγᾦδα--ἐγᾦμαι::
* McsElla.ἐγᾦδα@wordaryElla,
* McsElla.ἐγᾦμαι@wordaryElla,
παρατήρηση: αττ. κράση αντί ἐγὼ οἶδα «εγώ ξέρω», ἐγὼ οἶμαι «εγώ θεωρώ».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἔδεσμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἔδεσμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἔδεσμα-ατος-τὸ@wordaryElla,
σημασία: κρέας, φαγητό. Στον πληθ. ἐδέσματα = φαγώσιμα, τρόφιμα.
Νέα-Ελληνική: έδεσμα (λόγ.)
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἔδω + παρ. επίθ. -μα > *ἔδμα, που διαμορφώθηκε σε ἔδεσ-μα κατά το ἐδέσθην.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἕδρα-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἕδρα-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἕδρα-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: κάθισμα, και ειδικότερα τιμητική θέση: τούτους καὶ δώροις καὶ ἕδραις καὶ πάσαις τιμαῖς ἐγέραιρεν = αυτούς συνήθιζε να τους τιμά με δώρα και τιμητικές θέσεις και όλες τις τιμές.
σημασία2: τόπος όπου βρίσκεται κάτι, η θέση του: ἡ ἕδρα τοῦ ἥπατος = η θέση του συκωτιού.
οικογένεια: παράγωγα: ἑδράζω, ἑδραῖον, ἕδρανον.
Νέα-Ελληνική: έδρα (με τη σημ. 2, λ.χ. η έδρα του ΟΗΕ).
ετυμολογία: *σεδ- (ἕζομαι «κάθομαι») + παρ. επίθ. -ρα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐδώδιμος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἐδώδιμος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἐδώδιμος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία1: φαγώσιμος.
σημασία2: ως ουσιαστικό τὰ ἐδώδιμα τα φαγώσιμα, οι προμήθειες.
Νέα-Ελληνική: εδώδιμος, τα εδώδιμα.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἐδωδή (< παράγωγα: ἔδω + παρ. επίθ. -ή) + παρ. επίθ. -ιμος· το ἐδ-ωδ-ὴ προκύπτει με αναδιπλασιασμό της ρίζας *εδ- (ἔδ-ομαι): *εδ- εδ- και έκταση του δεύτερου ε σε ω, παράβαλε *αγ- αγ- (ἄγω) > ἀγ-ωγ-ή.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐθέλω--θέλω-ρήμα::
* McsElla.ἐθέλω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.θέλω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.θέλω@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐθέλω@wordaryElla,
* McsElla.ἤθελον!~παρατατικός:ἐθέλω@wordaryElla,
* McsElla.(ἐ)θελήσω!~μέλλοντας:ἐθέλω@wordaryElla,
* McsElla.ἠθέλησα!~αόριστος:ἐθέλω@wordaryElla,
* McsElla.ἠθέληκα!~παρακείμενος:ἐθέλω@wordaryElla,
* McsElla.ἠθελήκειν!~υπερσυντέλικος:ἐθέλω@wordaryElla,
σημασία1: είμαι πρόθυμος, εκφράζει κυρίως συγκατάθεση παρά προτίμηση και επιθυμία, σε αντίθεση προς το βούλομαι: εἰ βούλει, ἐγὼ ἐθέλω = αν θελεις, εγώ είμαι πρόθυμος.
σημασία2: με άρνηση οὐκ ἐθέλω σχεδόν σημαίνει δεν μπορώ: τὰ μὲν χωρία καὶ τὰ δένδρα οὐδὲν μ'θέλει διδάσκειν = οι τόποι της υπαίθρου και τα δέντρα δεν μπορούν να με διδάσκουν τίποτε.
οικογένεια: παράγωγα: ἐθελοντής, ἐθελούσιος, θέλησις, θέλημα.
Νέα-Ελληνική: θέλω (που σημαίνει ό,τι το αρχαίο βούλομαι).
ετυμολογία: *θελ-, *φελ-, *φαλ-, παράβαλε φαλίζει· θέλει· η εναλλαγή φ και θ οδηγεί σε υπερωικοχειλικό gwh > φ ή θ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐθίζω-ρήμα::
* McsElla.ἐθίζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐθίζω@wordaryElla,
* McsElla.εἴθιζον!~παρατατικός:ἐθίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐθιῶ-(-εῖς-κτλ.)!~μέλλοντας:ἐθίζω@wordaryElla,
* McsElla.εἴθισα!~αόριστος:ἐθίζω@wordaryElla,
* McsElla.εἴθικα!~παρακείμενος:ἐθίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐθισθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:ἐθίζω@wordaryElla,
* McsElla.εἰθίσθην!~παθητικός-αόριστος:ἐθίζω@wordaryElla,
* McsElla.εἴθισμαι!~παθητικός-παρακείμενος:ἐθίζω@wordaryElla,
* McsElla.εἰθίσμην!~παθητικός-υπερσυντέλικος:ἐθίζω@wordaryElla,
σημασία1: ενεργ. συνηθίζω κάποιον σε κάτι ή να κάνει κάτι: ἐθίζω ἐμαυτὸν τοῖς αὐτοῖς τῷ δεσπότῃ χαίρειν = συνηθίζω τον εαυτό μου να χαίρεται με τα ίδια πράγματα με τον τύραννο.
σημασία2: παθ., με απαρέμφ. ἐθίζομαι είμαι συνηθισμένος, συνηθίζω: ἄνθρωποι εἰθισμένοι ἀναισχυντεῖν = άνθρωποι συνηθισμένοι να μην ντρέπονται.
οικογένεια: παράγωγα: ἐθισμός «συνήθεια», ἐθιστέον,θιστός.
Νέα-Ελληνική: εθίζω (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἔθος + παρ. επίθ. -ίζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐθνικός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.ἐθνικός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἐθνικός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που ανήκει σε ένα έθνος.
σημασία2: στη χριστιανική περίοδο μη Εβραίος, αυτός που δεν ανήκει στην ιουδαϊκή θρησκεία (λ.χ. οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι).
αντώνυμα: ἰουδαῖος.
Νέα-Ελληνική: εθνικός (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἔθνος + παρ. επίθ. -ικός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἔθος-ους-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἔθος-ους-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἔθος-ους-τὸ@wordaryElla,
σημασία: έθιμο, συνήθεια: τὰ πάτρια ἔθη = τα πατροπαράδοτα έθιμα.
* ἔθει από συνήθεια, συνήθως.
οικογένεια: παράγωγα: ἐθίζω.
Νέα-Ελληνική: λόγ. έθος.
ετυμολογία: *σFεθ- (ἔθω), ινδοευρωπαϊκός *swedhos, παράβαλε αρχ. ινδ. svadhá «συνήθεια».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἔθω-ρήμα::
* McsElla.ἔθω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἔθω@wordaryElla,
* McsElla.εἴωθα!~παρακείμενος-σημασία-ενεστώτα:ἔθω@wordaryElla,
* McsElla.εἰώθειν!~υπερσυντέλικος-σημασία-παρατατικού:ἔθω@wordaryElla,
σημασία: είμαι συνηθισμένος, έχω μια συνήθεια, συνηθίζω: οἱ Ἀθηναῖοι εἰώθασι τὰ πολεμικὰ ἀσκεῖν = οι Αθηναίοι συνηθίζουν να ασκούνται στην πολεμική τέχνη.
συνώνυμα: ἐθίζομαι.
* απρόσ. ὡς εἴωθε όπως είναι το έθιμο: ἀλλὰ σπεύσασθ' ὡς εἴωθ' ἐκεῖ = αλλά βιαστείτε (να πάτε) εκεί, όπως είναι το έθιμο.
* συχνά στο ουδέτερο γένος παρὰ τὸ εἰωθὸς παρά τη συνήθεια, αντίθετα προς τη συνήθειά μας.
οικογένεια: παράγωγα: εἰωθότως.
ετυμολογία: *σFεθ- (ἔθος), βλέπε ἔθος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εἰ-μόριο-σύνδεσμος::
* McsElla.εἰ-μόριο@wordaryElla,
* McsElla.μόριο.εἰ-μόριο@wordaryElla,
* McsElla.εἰ-σύνδεσμος@wordaryElla,
* McsElla.σύνδεσμος.εἰ-μόριο@wordaryElla,
σημασίαΑ: Επιφωνηματικά:
σημασίαα: η φράση εἰ γὰρ μαζί με ευκτική δηλώνει ευχή μακάρι: εἰ γὰρ γενοίμην ἀντὶ σοῦ νεκρός = μακάρι να ήμουν νεκρός στη θέση σου.
σημασίαβ: το εἴθε με ιστορικούς χρόνους της οριστικής δηλώνει ανεκπλήρωτη ευχή μακάρι: εἴθε σοι, ὦ Περίκλεις, τότε συνεγενόμην = μακάρι, Περικλή, να σε συναναστρεφόμουν τότε.
σημασίαΒ: Χρησιμοποιείται σε υποθετικούς λόγους και τότε σημαίνει εάν, αν (η άρνηση είναι μή):
σημασίαα: εἰ + οριστική οποιουδήποτε χρόνου, για να εκφράσει απλώς μια υπόθεση χωρίς να εξυπονοεί κατά πόσο και σε ποιο βαθμό αληθεύει η υπόθεση αυτή: εἰ θεοί τι δρῶσιν αἰσχρόν, οὔκ εἰσιν θεοί = αν οι θεοί κάνουν κάτι αισχρό, δεν είναι θεοί.
σημασίαβ: εἰ + οριστική ιστορικού χρόνου, για να εκφράσει μια υπόθεση που είναι βέβαιο ότι δεν αληθεύει: εἰ εἶχον χρήματα, ἐδίδουν ἄν σοι = αν είχα χρήματα, θα σου έδινα (αλλά δεν έχω).
σημασίαγ: ἐάν (= εἰ + ἄν) + υποτακτική, για να εκφράσει μια υπόθεση που ενδέχεται να επαληθευτεί στο μέλλον: ἐὰν κλέψῃς, δίκην δώσεις = αν κλέψεις θα τιμωρηθείς.
σημασίαδ: εἰ + ευκτική, για να εκφράσει μια υπόθεση που ενδέχεται να επαληθευτεί στο μέλλον αλλά οι πιθανότητες επαλήθευσης είναι περιορισμένες: εἰ ἔλθοις αὔριον τηνικάδε, εἴποιμι ἂν ὅσα χθὲςγένετο = εάν έρθεις (ή ερχόσουν) αύριο τέτοια ώρα, θα σου πω (ή θα σου έλεγα) όσα έγιναν χθες (δε θεωρώ όμως και πολύ πιθανό ότι θα έρθεις όντως).
σημασίαΓ: Σε πλάγιες ερωτήσεις εάν, αν (η άρνηση είναι οὐ): ἐρωτᾷ εἰ πάρεστι ὁ στρατηγός = ρωτά αν είναι ο στρατηγός παρών.
ετυμολογία: τοπική πτώση των αντωνυμικών μορίων *ε/η, *ο/ω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εἶδον-ρήμα::
* McsElla.εἶδον!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.εἶδον@wordaryElla,
παρατήρηση: αόρ. β´ του ρήματος βλέπε ὁράω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εἶδος-ους-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.εἶδος-ους-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.εἶδος-ους-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: ό,τι φαίνεται, η εμφάνιση.
σημασία2: μορφή, σχήμα.
σημασία3: είδος, η ιδιαίτερη φύση: τὸ εἶδος τῆς νόσου.
σημασία4: κατηγορία: ἑνὶ εἴδει τὰ πάντα περιέλαβεν = τα ενέταξε όλα σε μια κατηγορία.
οικογένεια: παράγωγα: εἴδωλον, εἰδικός, εἰδικῶς.
Νέα-Ελληνική: είδος (με τις σημ. 3, 4).
ετυμολογία: *Fειδ- (οἶδα, ἰδέα).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εἴδωλον-εἰδώλου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.εἴδωλον-εἰδώλου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.εἴδωλον-εἰδώλου-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: άυλο ομοίωμα κάποιου πράγματος (λ.χ. η σκιά του ή η αντανάκλασή του μέσα στο νερό).
σημασία2: νοητική παράσταση, ιδέα.
Νέα-Ελληνική: είδωλο (με τη σημ. 1).
οικογένεια: παράγωγα: εἰδωλολάτρης, εἰδωλολατρία.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη εἶδος «μορφή» + παρ. επίθ. -ωλο-ν, παράβαλε φειδ-ωλό-ς.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εἰδώς-εἰδυῖα-εἰδὸς-επίθετο::
* McsElla.εἰδώς-εἰδυῖα-εἰδὸς-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.εἰδώς-εἰδυῖα-εἰδὸς@wordaryElla,
σημασία: μετοχή του βλέπε οἶδα.
σημασία: αυτός που γνωρίζει κάτι, ο γνώστης.
ετυμολογία: εἰδ- + -ώς > εἰδώς· *εἰδ-, *οἰδ-, *weid-, ομόρρ. με αρχ. ινδ. védas- «κατοχή, γνώση».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εἰκάζω-ρήμα::
* McsElla.εἰκάζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.εἰκάζω@wordaryElla,
* McsElla.ᾔκαζον!~παρατατικός:εἰκάζω@wordaryElla,
* McsElla.εἰκάσω!~μέλλοντας:εἰκάζω@wordaryElla,
* McsElla.ᾔκασα!~αόριστος:εἰκάζω@wordaryElla,
* McsElla.εἰκασθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:εἰκάζω@wordaryElla,
* McsElla.εἰκάσθην!~παθητικός-αόριστος:εἰκάζω@wordaryElla,
* McsElla.ᾔκασμαι!~παθητικός-παρακείμενος:εἰκάζω@wordaryElla,
σημασία1: παριστάνω κάτι, το απεικονίζω: γυναῖκα γραφῇ ᾔκασεν = απεικόνισε μια γυναίκα με τη ζωγραφική του.
σημασία2: παρομοιάζω κάτι με κάτι άλλο.
σημασία3: εικάζω, υποθέτω.
οικογένεια: παράγωγα: εἰκασία, εἰκασμός, εἰκαστικός.
Νέα-Ελληνική: εικάζω (με τη σημ. 3).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *Fεικ- (εἰκών) + παρ. επίθ. -άζω]
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εἰκασία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.εἰκασία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.εἰκασία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: απεικόνιση.
σημασία2: παρομοίωση.
σημασία3: εικασία, υπόθεση.
Νέα-Ελληνική: εικασία (με τη σημ. 3).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη εἰκάζω + παρ. επίθ. -ία, παράβαλε εἰκα-στός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εἰκῇ-επίρρημα::
* McsElla.εἰκῇ-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.εἰκῇ@wordaryElla,
σημασία: στην τύχη, όπως τύχει, απερίσκεπτα: εἰκῇ πράττουσιν = ενεργούν απερίσκεπτα.
οικογένεια: παράγωγα: εἰκαῖος.
ετυμολογία: *ἐFεκῇ- (< *Fἑκών) «αυτοβούλως, τυχαία».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εἰκός-τὸ-μετοχή-επίθετο::
* McsElla.εἰκός-τὸ-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.εἰκός-τὸ@wordaryElla,
* McsElla.εἰκότερον!~συγκριτικός:εἰκός-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: πιθανό, εύλογο, λογικό: απρόσωπη έκφραση εἰκός (ἐστι) = είναι εύλογο, είναι λογικό, είναι πιθανό.
* ως ουσιαστικό τὸ εἰκὸς η πιθανότητα: μιᾷ νίκῃ ναυμαχίας κατὰ τὸ εἰκὸς ἁλίσκονται = με μια νίκη μας σε ναυμαχία κατά πάσαν πιθανότητα χάνονται.
σημασία2: δίκαιο, δικαιολογημένο, εύλογο, λογικό: τούτους εἰκὸς τοιαῦτα παθεῖν οἷά περ αὐτοὶ ποιοῦσιν = είναι δίκαιο αυτοί να πάθουν πράγματα παρόμοια με αυτά που κάνουν οι ίδιοι.
ετυμολογία: *εἰκ- (ἔοικα) + -ός, ουδ. μτχ. παρακ..
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εἰκότως-επίρρημα::
* McsElla.εἰκότως-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.εἰκότως@wordaryElla,
σημασία: εύλογα, δίκαια, δικαιολογημένα: ὑμῖν εἰκότως συγγνώμην ἔχουσιν = δικαιολογημένα σας συγχωρούν εσάς.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη εἰκός, -ότος (μτχ. του ἔοικα) + παρ. επίθ. -ως.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εἴκω-ρήμα::
* McsElla.εἴκω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.εἴκω@wordaryElla,
* McsElla.εἶκον!~παρατατικός:εἴκω@wordaryElla,
* McsElla.εἴξω!~μέλλοντας:εἴκω@wordaryElla,
* McsElla.εἶξα!~αόριστος:εἴκω@wordaryElla,
σημασία: υποχωρώ: εἴκω τινί = υποχωρώ, υποκύπτω, σε κάποιον.
οικογένεια: παράγωγα: εἰκτέον, σύνθετα: ὑπείκω.
ετυμολογία: *F(ε)ικ- «υποχωρώ».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εἰκών-όνος-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.εἰκών-όνος-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.εἰκών-όνος-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: ομοίωμα αντικειμένου ή προσώπου, άγαλμα, ανδριάντας.
σημασία2: παρομοίωση.
οικογένεια: παράγωγα: εἰκονίζω, εἰκονικός.
Νέα-Ελληνική: εικόνα (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: *Fεικ- + παρ. επίθ. -ών, ἔοικα «μοιάζω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εἴληφα-ρήμα::
* McsElla.εἴληφα!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.εἴληφα@wordaryElla,
βλέπε παρακ. του ρ. λαμβάνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εἰλικρινής-ής-ὲς-επίθετο::
* McsElla.εἰλικρινής-ής-ὲς-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.εἰλικρινής-ής-ὲς@wordaryElla,
* McsElla.εἰλικρινέστερος!~συγκριτικός:εἰλικρινής-ής-ὲς@wordaryEllα,
* McsElla.εἰλικρινέστατος!~υπερθετικός:εἰλικρινής-ής-ὲς@wordaryElla,
σημασία1: αμιγής, καθαρός, όχι ανάμεικτος: εἰλικρινῆ ἕκαστα ἦσαν τὰ φῦλα = καθένα από τα έθνη των πολεμιστών ήταν αμιγές.
σημασία2: καθαρός, απόλυτος: τῇ διανοίᾳ εἰλικρινεῖ χρῶμαι = χρησιμοποιώ καθαρά τη διάνοια (και τίποτε άλλο).
Νέα-Ελληνική: ειλικρινής «άδολος, αληθινός».
ετυμολογία: εἰλι-κρινής, όπου το β΄ συνθετ. από το ρ. κρίνω· το α΄ συνθετ. ανερμήνευτο, καθώς η σύνδεση με εἵλη, ἡ «το κάψιμο του ηλίου» δεν είναι ασφαλής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εἰμὶ-ρήμα::
* McsElla.εἰμὶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.εἰμὶ@wordaryElla,
* McsElla.ἦν!~παρατατικός:εἰμὶ@wordaryElla,
* McsElla.ἦ!~παρατατικός:εἰμὶ@wordaryElla,
* McsElla.ἔσομαι!~μέλλοντας:εἰμὶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐγενόμην!~αόριστος-β΄:εἰμὶ@wordaryElla,
* McsElla.γέγονα!~παρακείμενος:εἰμὶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐγεγόνειν!~υπερσυντέλικος:εἰμὶ@wordaryElla,
σημασία1: υπάρχω: ἂν ᾖ τὸ στράτευμα = αν το στράτευμα υπάρχει.
σημασία2: ως απρόσ. ρήμα που συντάσσεται με απαρέμφατο ἔστι είναι δυνατό: τούτων ἔστι τεκμήρια ὁρᾶν τὰ τρόπαια = είναι δυνατό να βλέπει κανείς ως αποδείξεις τούτων τα τρόπαια.
σημασία3: είμαι: σοφός ἐστιν = είναι σοφός.
σημασία4: με δοτική κτητική έχω: ἔστι μοι καλὴ θυγάτηρ = έχω όμορφη κόρη.
οικογένεια: παράγωγα: οὐσία, ὄν (ὄντος), ὀντότης.
Νέα-Ελληνική: είμαι (με τη σημ. 3).
ετυμολογία: *ἐσ- + -μί, παράβαλε αρχ. ινδ. ásmi = εἰμί, ási = εἶ, ásti = ἐστί.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εἶμι-ρήμα::
* McsElla.εἶμι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.εἶμι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἔρχομαι.
παρατήρηση: στην αττική διάλεκτο το εἶμι χρησιμοποιείται όχι με σημασία ενεστώτα αλλά ως μέλλοντας του ἔρχομαι
σημασία1: πηγαίνω ή έρχομαι.
σημασία2: στην προστακτ. ἴθι (δή) εμπρός λοιπόν, εμπρός: ἴθι πέραινε = εμπρός, τέλειωνε!
συνώνυμα: ἄγε δή, ἴθι δή.
οικογένεια: παράγωγα: ἰταμός, ἰσθμός.
ετυμολογία: *εἶ-μι, ομόρρ. με αρχ. ινδ. é-mi, προστ. ἴ-θι = αρχ. ινδ. i-hi.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εἴπερ-σύνδεσμος::
* McsElla.εἴπερ-σύνδεσμος@wordaryElla,
* McsElla.σύνδεσμος.εἴπερ@wordaryElla,
παρατήρηση: υποδηλώνει ότι η υπόθεση συμφωνεί με την πραγματικότητα εάν πράγματι.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη εἰ + περ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εἵργω--εἴργω-ρήμα::
* McsElla.εἵργω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.εἴργω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.εἴργω@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.εἵργω@wordaryElla,
* McsElla.εἶργον!~παρατατικός:εἵργω@wordaryElla,
* McsElla.εἴρξω!~μέλλοντας:εἵργω@wordaryElla,
* McsElla.εἷρξα-συνήθως-δασεία!~αόριστος:εἵργω@wordaryElla,
* McsElla.εἴρξομαι-«θα-αποκλειστώ»!~μέσος-μέλλοντας-παθητική-σημασία:εἵργω@wordaryElla,
* McsElla.εἴρχθην!~παθητικός-αόριστος:εἵργω@wordaryElla,
* McsElla.εἶργμαι!~παθητικός-παρακείμενος:εἵργω@wordaryElla,
σημασία: κλείνω κάτι μέσα σε κάτι άλλο, αποκλείω κάποιον από κάπου, εμποδίζω: ἀπὸ τῆς ἀγορᾶς εἴργομαι = με αποκλείουν από την αγορά.
οικογένεια: παράγωγα: εἱρκτή, εἷρξις, εἱργμός.
ετυμολογία: *ἐFεργ- + -jω > εἴργω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εἱρκτή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.εἱρκτή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.εἱρκτή-ῆς-ἡ@wordaryElla,
σημασία: φυλακή.
ετυμολογία: επίθετο *εἱρκτός, -ή < εἵργ- (εἵργω) + παρ. επίθ. -τός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εἰς--ἐς-πρόθεση::
* McsElla.εἰς-πρόθεση@wordaryElla,
* McsElla.πρόθεση.εἰς@wordaryElla,
* McsElla.ἐς-πρόθεση@wordaryElla,
* McsElla.πρόθεση.ἐς@wordaryElla,
σημασίαΑ: ως πρόθεση συντάσσεται πάντοτε με αιτιατική
σημασία1: για κίνηση σε τόπο σε, στον, στην, στο, στους, στις, στα, προς τον/την/το, προς τους/τις/τα: εἰσέβαλον εἰς τὴν Ἀττικήν. Κατέβην χθὲς εἰς Πειραιᾶ.
σημασία2: για χρόνο μέχρι, ως: εἰς τὴν ὑστεραίαν οὐχ ἧκε = ως την επόμενη ημέρα δεν είχε έρθει.
σημασία3: δηλώνει το μέτρο ή το όριο: ἐς ὃ ἐμέμνηντο = όσο μπορούσαν να θυμηθούν. ναῦς ἐς τὰς διακοσίας = πλοία μέχρι διακόσια.
σημασία4: δηλώνει αναφορά σχετικά με: τὰ εἰς τὸν πόλεμον = τα σχετικά με τον πόλεμο.
σημασία5: δηλώνει σκοπό: εἰς συμβουλὴν παρεκάλεσέ με = με κάλεσε για να τον συμβουλεύσω.
σημασίαΒ: εἰσ-/ ἐσ- ως α΄ συνθετικό δηλώνει
σημασία1: μέσα, π.χ. εἰσέρχομαι.
σημασία2: επίταση, π.χ. εἰσορῶ.
ετυμολογία: αργολ. και κρητ. ἐνς > εἰς, ἐς.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εἷς-μία-ἕν-αριθμητικό::
* McsElla.εἷς-μία-ἕν-αριθμητικό@wordaryElla,
* McsElla.αριθμητικό.εἷς-μία-ἕν@wordaryElla,
παρατήρηση: απόλυτο ένας, μία, ένα.
Νέα-Ελληνική: ένας, μία, ένα.
ετυμολογία: *σεμς- > εἷς, *σεμ- > ἕν.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εἰσαγγελία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.εἰσαγγελία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.εἰσαγγελία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: δημόσια καταγγελία.
Νέα-Ελληνική: εισαγγελία (όρος της δικαιοσύνης).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη εἰσαγγέλ-λω + παρ. επίθ. -ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εἰσαγγέλλω-ρήμα::
* McsElla.εἰσαγγέλλω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.εἰσαγγέλλω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἀγγέλλω.
σημασία: καταγγέλλω κάποιον για κάτι: εἰσαγγέλλω τινὰ εἰς τὸν δῆμον ἐπὶ τυραννίδος αἰτίᾳ = καταγγέλλω κάποιον στην εκκλησία του δήμου με την κατηγορία απολυταρχικής διακυβέρνησης.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη εἰς + ἀγγέλλω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εἰσάγω-ρήμα::
* McsElla.εἰσάγω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.εἰσάγω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἄγω.
σημασία1: οδηγώ κάποιον μέσα σε ένα χώρο.
σημασία2: για εμπορεύματα κάνω εισαγωγή.
σημασία3: εἰσάγω δίκην / γραφήν καταθέτω αγωγή στο δικαστήριο.
Νέα-Ελληνική: εισάγω.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη εἰς + ἄγω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εἴσειμι-ρήμα::
* McsElla.εἴσειμι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.εἴσειμι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε εἰσέρχομαι.
σημασία: εισέρχομαι, μπαίνω μέσα.
οικογένεια: παράγωγα: εἰσιτήριον (< αττ. επιγρ. εἰσιτητήριον).
Νέα-Ελληνική: εισιτήριο.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη εἰς + εἶμι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εἰσέρχομαι-ρήμα::
* McsElla.εἰσέρχομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.εἰσέρχομαι@wordaryElla,
* McsElla.εἰσῄειν!~παρατατικός:εἰσέρχομαι@wordaryElla,
* McsElla.εἴσειμι!~μέλλοντας:εἰσέρχομαι@wordaryElla,
* McsElla.εἰσελεύσομαι!~μέλλοντας:εἰσέρχομαι@wordaryElla,
* McsElla.εἰσῆλθον!~αόριστος-β΄:εἰσέρχομαι@wordaryElla,
χρόνοι: άλλους βλέπε ἔρχομαι.
σημασία1: μπαίνω μέσα, εισέρχομαι: εἰσέρχομαι εἰς οἴκημα. εἰσέρχομαι εἰς τὸν πόλεμον = μπαίνω στον πόλεμο.
σημασία2: παρουσιάζομαι στο δικαστήριο ως κατήγορος ή ως κατηγορούμενος.
Νέα-Ελληνική: εισέρχομαι (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη εἰς + ἔρχομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εἰσηγέομαι-οῦμαι-ρήμα::
* McsElla.εἰσηγέομαι-οῦμαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.εἰσηγέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἡγέομαι -οῦμαι.
σημασία1: προτείνω κάτι: εἰσηγεῖται γῆς ἀναδασμόν. τίς ἂν εἰσηγήσαιτο τοῖς πολεμίοις ἃ χρὴ ποιεῖν; = ποιος θα συμβούλευε τους εχθρούς αυτό που πρέπει να κάνουν;
σημασία2: συμβουλεύω: τοῖς νεωτέροις εἰσηγοῦμαι.
οικογένεια: παράγωγα: εἰσήγησις, εἰσηγητής.
Νέα-Ελληνική: εισηγούμαι (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη εἰς + ἡγέομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εἰσφέρω-ρήμα::
* McsElla.εἰσφέρω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.εἰσφέρω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε φέρω.
σημασία1: συνεισφέρω, πληρώνω την εἰσφοράν (το φόρο δηλαδή ακίνητης ιδιοκτησίας, που οι Αθηναίοι πολίτες κατέβαλλαν για σκοπούς πολεμικής προετοιμασίας).
σημασία2: εισάγω, προτείνω: εἰσφέρω καινὰ δαιμόνια = εισάγω καινούριους θεούς.
οικογένεια: παράγωγα: εἰσφορά.
Νέα-Ελληνική: εισφέρω (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη εἰς + φέρω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εἴσω--ἔσω-επίρρημα::
* McsElla.ἔσω.επίρρημ-@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ἔσω@wordaryElla,
* McsElla.εἴσω-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.εἴσω@wordaryElla,
* McsElla.ἐσώτερον!~συγκριτικός:εἴσω@wordaryElla,
* McsElla.ἐσώτατα!~υπερθετικός:εἴσω@wordaryElla,
σημασία: προς τα μέσα, μέσα: σῶμα εἴσω νοσοῦν = σώμα που νοσεί από μέσα.
συνώνυμα: ἔνδον.
Νέα-Ελληνική: έσω ( λόγ., ο έσω άνθρωπος, εκ των έσω).
ετυμολογία: πρόθ. εἰς + -ω αναλογικά προς τα ἄν-ω, κάτ-ω κτλ..
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εἶτα-επίρρημα::
* McsElla.εἶτα-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.εἶτα@wordaryElla,
σημασία: έπειτα, κατόπιν.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη εἰ + τα, παράβαλε ἔπει-τα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εἰωθώς-υῖα-ὸς-επίθετο::
* McsElla.εἰωθώς-υῖα-ὸς-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.εἰωθώς-υῖα-ὸς@wordaryElla,
σημασία: συνηθισμένος, συνήθης.
Νέα-Ελληνική: στη λόγ. φράση κατά τα ειωθότα.
ετυμολογία: μτχ. παρακ. του βλέπε ἔθω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐκ--ἐξ-πρόθεση::
* McsElla.ἐκπρόθεση@wordaryElla,
* McsElla.πρόθεση.ἐκ@wordaryElla,
* McsElla.ἐξ-πρόθεση@wordaryElla,
* McsElla.πρόθεση.ἐξ@wordaryElla,
σημασία: από
σημασίαΑ: συντάσσεται με γενική και δηλώνει
σημασία1: κίνηση από έναν τόπο ή πράγμα: ἐξ ἀγορᾶς ἔρχεται = έρχεται από την αγορά. πίνεικ φιάλης = πίνει από μια κούπα.
σημασία2: χρονική διάρκεια: ἐκ παιδὸς ἦν αὐτῷ ἑταῖρος = ήταν φίλος του από την παιδική ηλικία. ἐκ πολλοῦ χρόνου = πριν από πολύ χρόνο.
σημασία3: καταγωγή: οἱ ἐξ Ἡρακλέους = οι απόγονοι του Ηρακλή.
σημασία4: αιτία: ἐτελεύτησεν ἐκ τοῦ τραύματος = πέθανε από το τραύμα.
σημασία5: τρόπο: πάτριον ἡμῖν ἐκ τῶν πόνων τὰς ἀρετὰς κτᾶσθαι = είναι πατροπαράδοτο σε μας με κόπους να αποκτούμε τις αρετές.
σημασία6: ύλη: πλοῖα ἐκ ξύλων.
σημασίαΒ: ἐκ-/ ἐξ- ως α΄ συνθετικό δηλώνει
σημασία1: έξω, π.χ. ἐξάγω,
σημασία2: επίταση, π.χ. ἐκμανθάνω,
σημασία3: καταγωγή, π.χ. ἔκγονος.
Νέα-Ελληνική: λόγ. εκ, εξ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἑκὰς--ἕκας-επίρρημα::
* McsElla.ἕκας-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ἕκας@wordaryElla,
* McsElla.ἑκὰς-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ἑκὰς@wordaryElla,
σημασία: μακριά: περιορᾶτε (τοὺς πολεμίους) οὐχ ἑκὰς ἀλλὰ ἐγγὺς ὄντας = αδιαφορείτε για τους εχθρούς, που δεν είναι μακριά αλλά κοντά σας.
ετυμολογία: αντων. γ΄ προσ. ἕ + -κάς, λ.χ. ἀνδρα-κὰς «κατά άνδρα».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἕκαστος-ἑκὰστη-ἕκαστον-αντωνυμία::
* McsElla.ἕκαστος-ἑκὰστη-ἕκαστον-αντωνυμία@wordaryElla,
* McsElla.αντωνυμία.ἕκαστος-ἑκὰστη-ἕκαστον@wordaryElla,
παρατήρηση: αόριστη επιμεριστική αντωνυμία
σημασία: ο καθένας, καθένας: ὅσα εἶπον ἕκαστοι, χαλεπὸν διαμνημονεῦσαι = είναι δύσκολο να θυμάται κανείς όσα είπε ο καθένας τους.
Νέα-Ελληνική: έκαστος (λόγ., αντί καθένας).
οικογένεια: παράγωγα: ἑκάστοτε, ἑκάστοθι, ἑκασταχόσε, ἑκασταχοῦ.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη *ἑκάς + τις, γεν. *ἑκάς τεο > ἑκάστου, από όπου η νέα ονομαστ. ἕκαστος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἑκάτερος-τέρα-τερον-επίθετο::
* McsElla.ἑκάτερος-τέρα-τερον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἑκάτερος-τέρα-τερον@wordaryElla,
σημασία: ο καθένας από τους δύο χωριστά: ἑκάτερος ὑμῶν = ο καθένας σας.
οικογένεια: παράγωγα: ἑκατέρωθεν, ἑκατέρωθι, ἑκατέρωσε, ἑκατεράκις.
Νέα-Ελληνική: στη λόγ. φρ. έτερον εκάτερον.
ετυμολογία: από την ανάλυση του ἕκασ-τος ως ἕκα-στος προέκυψε το ἑκά-τερος, όπου το -τερος είναι το επίθημα για τη σύγκριση.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Ἑκατομβαιών-ῶνος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.Ἑκατομβαιών-ῶνος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Ἑκατομβαιών-ῶνος-ὁ@wordaryElla,
σημασία: ο πρώτος μήνας του αττικού έτους (15 Ιουνίου έως 15 Ιουλίου), κατά τον οποίο τελούνταν τα Παναθήναια, η πιο μεγάλη γιορτή των Αθηναίων.
ετυμολογία: ἑκατόμβαι-ος «αυτός στον οποίο προσφέρονται εκατόμβες» + παρ. επίθ. -ών.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἑκατόμβη-ης-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἑκατόμβη-ης-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἑκατόμβη-ης-ἡ@wordaryElla,
σημασία: θυσία εκατό βοδιών, και γενικότερα οποιαδήποτε θυσία ζώων.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἑκατόν + βοῡς, *ἑκατόμβFᾱ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐκβαίνω-ρήμα::
* McsElla.ἐκβαίνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐκβαίνω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε βαίνω.
σημασία: βγαίνω έξω από κάτι: ἐκ τῆς νεώς = από το πλοίο. τῆς εἰωθυίας διαίτης = από το συνηθισμένο τρόπο ζωής.
οικογένεια: παράγωγα: ἔκβασις.
αντώνυμα: εἰσβαίνω, ἐμβαίνω.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐκ + βαίνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐκβάλλω-ρήμα::
* McsElla.ἐκβάλλω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐκβάλλω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε βάλλω.
σημασία: πετάω κάποιον έξω από ένα μέρος, εξορίζω: ἐκβάλλω τινὰ ἔξω τῆς πόλεως. ἐκβάλλω γυναῖκα ἐκ τῆς οἰκίας = διώχνω τη γυναίκα από το σπίτι, τη χωρίζω.
Νέα-Ελληνική: εκβάλλω (λόγ.).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐκ + βάλλω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐκβολή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἐκβολή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἐκβολή-ῆς-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: εκδίωξη, εξορία: ἡ τῶν τυράννων ἐκβολή.
σημασία2: εκβολή ποταμού.
Νέα-Ελληνική: εκβολή (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἐκβάλλω + παρ. επίθ. -ή, παράβαλε βολή < βάλλω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἔκγονος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἔκγονος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἔκγονος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που κατάγεται από κάποιον: ἀδικία ὕβρεως ἔκγονος = η αδικία γεννιέται από τη θρασύτητα.
σημασία2: ως ουσιαστ. ο απόγονος.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐκ + *γον- (γέ-γον-α < γίγνομαι, γόνος).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐκδίδωμι-ρήμα::
* McsElla.ἐκδίδωμι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐκδίδωμι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε δίδωμι.
σημασία1: παραδίδω: ἐκδίδωμι τινὰ τοῖς ἐχθροῖς.
σημασία2: ἐκδίδωμί τινι θυγατέρα δίνω την κόρη μου σε κάποιον, για να την παντρευτεί.
σημασία3: νοικιάζω κάτι σε κάποιον.
σημασία4: για σύγγραμμα δημοσιεύω, εκδίδω.
οικογένεια: παράγωγα: ἔκδοσις, ἐκδότης, ἔκδοτος.
Νέα-Ελληνική: εκδίδω (με τη σημ. 4).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐκ + δίδωμι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐκδύω-ρήμα::
* McsElla.ἐκδύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐκδύω@wordaryElla,
* McsElla.ἐξέδυον!~παρατατικός:ἐκδύω@wordaryElla,
* McsElla.ἐκδύσω!~μέλλοντας:ἐκδύω@wordaryElla,
* McsElla.ἐξέδυσα!~αόριστος-α΄:ἐκδύω@wordaryElla,
* McsElla.ἐκδύσομαι!~μέσος-μέλλοντας:ἐκδύω@wordaryElla,
* McsElla.ἐξεδυσάμην!~μέσος-αόριστος:ἐκδύω@wordaryElla,
* McsElla.ἐξεδύθην!~παθητικός-αόριστος:ἐκδύω@wordaryElla,
* McsElla.ἐκδέδυμαι!~παθητικός-παρακείμενος:ἐκδύω@wordaryElla,
σημασία: ξεντύνω κάποιον: ἐξέδυσαν αὐτὸν τὸν χιτῶνα = του έβγαλαν το χιτώνα.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐκ + δύω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐκεῖ-επίρρημα::
* McsElla.ἐκεῖ-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ἐκεῖ@wordaryElla,
σημασία: εκεί, σε εκείνο το μέρος.
αντώνυμα: ἐνδάθε «εδώ».
οικογένεια: παράγωγα: ἐκεῖθεν «από εκείνο το μέρος»,κεῖσε «προς εκείνο το μέρος».
Νέα-Ελληνική: εκεί.
ετυμολογία: βλέπε ἐκεῖ-νος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐκεῖνος-η-ο-αντωνυμία::
* McsElla.ἐκεῖνος-η-ο-αντωνυμία@wordaryElla,
* McsElla.αντωνυμία.ἐκεῖνος-η-ο@wordaryElla,
παρατήρηση: δεικτική
σημασία1: για πρόσωπα και πράγματα που βρίσκονται μακριά εκείνος, ο άνθρωπος ή το πράγμα εκεί.
σημασία2: όταν το οὗτος και το ἐκεῖνος αφορούν σε δύο πράγματα που έχουν αναφερθεί προηγουμένως, τότε το οὗτος αφορά στο πλησιέστερο, ενώ το ἐκεῖνος στο πιο απομακρυσμένο.
σημασία3: η δοτ. ενικού του θηλ. ως επίρρημα ἐκείνῃ
σημασίαα: σε εκείνο το μέρος.
σημασίαβ: με εκείνο τον τρόπο.
Νέα-Ελληνική: εκείνος (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: *ε-κε-εν-ος, όπου το *ε- είναι δεικτικό επίρρ. (πβ. ἐ-κεῖ, ρωσ. e-to «ιδού»), το -κε- επίσης δεικτικό (πβ. λατινικός ec-ce «ιδού») και για το -εν- παράβαλε χετιτ. en-is «ο αναφερθείς».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐκκλησία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἐκκλησία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἐκκλησία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: συνέλευση, συγκέντρωση: ἐκκλησία τοῦ δήμου = συνέλευση των δημοτών.
οικογένεια: παράγωγα: ἐκκλησιάζω, ἐκκλησιαστικός.
Νέα-Ελληνική: εκκλησία (με τη θρησκευτική σημ.).
ετυμολογία: ουσ. του ἐκκλητὸς «καλεσμένος»: *ἐκκλητ-ία> ἐκκλησία, παράβαλε ἔκκλησις.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐκκλησιάζω-ρήμα::
* McsElla.ἐκκλησιάζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐκκλησιάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἠκκλησίαζον!~παρατατικός:ἐκκλησιάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐξεκλησίαζον!~παρατατικός:ἐκκλησιάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐκκλησιάσω!~μέλλοντας:ἐκκλησιάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐξεκλησίασα!~αόριστος:ἐκκλησιάζω@wordaryElla,
σημασία: συγκαλώ συνέλευση, συζητώ κάποιο θέμα στη συνέλευση: ἔμελλον ἐκκλησιάσειν περὶ ἀπαλλαγῆς τοῦ πολέμου = επρόκειτο να συζητήσουν στη συνέλευση σχετικά με τη διακοπή του πολέμου.
Νέα-Ελληνική: εκκλησιάζομαι «παρίσταμαι στην εκκλησία κτλ.».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἐκκλησία + παρ. επίθ. -άζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐκκομίζω-ρήμα::
* McsElla.ἐκκομίζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐκκομίζω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε κομίζω.
σημασία: μεταφέρω σε ασφαλές μέρος.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐκ + κομίζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐκκρούω-ρήμα::
* McsElla.ἐκκρούω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐκκρούω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε κρούω.
σημασία1: βγάζω κάτι χτυπώντας το (π.χ. πάσσαλον).
σημασία2: αποκρούω: μάχῃ ἐξέκρουσαν τοὺς ἐπιόντας = απέκρουσαν τους επιτιθέμενους στη μάχη.
Νέα-Ελληνική: εκκρούω (λόγ.).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐκ + κρούω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐκλαμβάνω-ρήμα::
* McsElla.ἐκλαμβάνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐκλαμβάνω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε λαμβάνω.
σημασία1: αρπάζω: ἐκλαμβάνω βίᾳ τοὺς παῖδας.
σημασία2: αντιλαμβάνομαι κάτι με έναν ορισμένο τρόπο, εκλαμβάνω: οὕτως ἐκλαμβάνω τοὺς νόμους = έτσι αντιλαμβάνομαι τη σημασία των νόμων.
Νέα-Ελληνική: εκλαμβάνω (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐκ + λαμβάνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐκλέγω-ρήμα::
* McsElla.ἐκλέγω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐκλέγω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε συλλέγω.
σημασία1: εκλέγω.
σημασία2: συλλέγω (φόρους) κτλ.
οικογένεια: παράγωγα: ἐκλογή.
Νέα-Ελληνική: εκλέγω (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐκ + λέγω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐκλείπω-ρήμα::
* McsElla.ἐκλείπω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐκλείπω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε λείπω.
σημασία1: παραλείπω: εἴ τι ἐξέλιπον, σὸν ἔργον ἀναπληρῶσαι = αν τυχόν παρέλειψα κάτι, είναι δικό σου έργο να το συμπληρώσεις.
σημασία2: εγκαταλείπω: ἐκλείπω τὴν τάξιν = εγκαταλείπω τη θέση μου στην παράταξη της μάχης.
σημασία3: ως αμετάβατο πεθαίνω: οἱ ἐκλιπόντες = οι πεθαμένοι.
οικογένεια: παράγωγα: ἔκλειψις (ἡλίου).
Νέα-Ελληνική: εκλείπω «εξαφανίζομαι».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐκ + λείπω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐκλύω-ρήμα::
* McsElla.ἐκλύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐκλύω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε λύω.
σημασία1: μέσο ἐκλύομαι απελευθερώνω, λυτρώνω: ἐξελύσαντο τοὺς Ἀργείους.
σημασία2: τερματίζω: ἐκλύω ἔριν = θέτω τέρμα στον καβγά.
σημασία3: παθ. φωνή ἐκλύομαι χαλαρώνω: ἐξελύθησαν πρὸς τὸν πόλεμον = χαλάρωσαν τις πολεμικές τους προσπάθειες.
Νέα-Ελληνική: εκλύω (λόγ., λ.χ. εκλύει μεγάλες ποσότητες ραδιενέργειας).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐκ + λύω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἑκούσιος-ία-ιον-επίθετο::
* McsElla.ἑκούσιος-ία-ιον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἑκούσιος-ία-ιον@wordaryElla,
σημασία: που ενεργεί με τη θέλησή του, εθελούσιος, θεληματικός.
συνώνυμα: ἑκών.
αντώνυμα: ἄκων, ἀκούσιος.
Νέα-Ελληνική: εκούσιος.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἑκών, -όντος + παρ. επίθ. -ιος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐκπίπτω-ρήμα::
* McsElla.ἐκπίπτω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐκπίπτω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε πίπτω.
σημασία1: ναυαγώ.
σημασία2: χάνω την περιουσία ή τη δύναμή μου, ξεπέφτω: ἐκ τῶν πατρῴων ἐκπεπτωκότες = έχοντας χάσει την πατρική περιουσία.
* μεταφορικά ἡ ἀγάπη οὐδέποτε ἐκπίπτει = η αγάπη δε χάνει ποτέ τη δύναμή της, την αξία της.
σημασία3: εξορίζομαι: τῆς πόλεως ἐκπίπτω.
οικογένεια: παράγωγα: ἔκπτωσις.
Νέα-Ελληνική: εκπίπτω (λ.χ. από ένα αξίωμα αλλά και «ξεπέφτω» με τη σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐκ + πίπτω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐκπληρόω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἐκπληρόω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐκπληρόω-ῶ@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε πληρόω -ῶ.
σημασία1: συμπληρώνω (αριθμητικά): ἱππέαςξεπλήρωσαν εἰς δισχιλίους = συμπλήρωσαν τον αριθμό των ιππέων σε δύο χιλιάδες.
σημασία2: πληρώνω ολόκληρο ένα χρηματικό ποσό.
σημασία3: με τη σημερινή σημ. εκπληρώνω.
οικογένεια: παράγωγα: ἐκπλήρωσις.
Νέα-Ελληνική: εκπληρώνω (με τη σημ. 3).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐκ + πληρόω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐκπλήττω-ρήμα::
* McsElla.ἐκπλήττω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐκπλήττω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε πλήττω.
σημασία1: απομακρύνω, διώχνω: φόβος μνήμηνκπλήττει.
σημασία2: καταπλήσσω κάποιον, του προκαλώ κατάπληξη, τον ξαφνιάζω, τον σαστίζω, τον τρομάζω: ἐκπλαγεὶς τῷ μεγέθει τῶν κακῶν = επειδή εξεπλάγη από το μέγεθος της συμφοράς.
οικογένεια: παράγωγα: ἔκπαγλος, ἔκπληξις, ἔκπληκτος,κπληκτικός.
Νέα-Ελληνική: εκπλήσσω (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐκ + πλήττω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐκποδὼν-επίρρημα::
* McsElla.ἐκποδὼν-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ἐκποδὼν@wordaryElla,
σημασία: έξω απ' τα πόδια κάποιου, έξω από το δρόμο του, μακριά: ἄπαγε σεαυτὸν ἐκποδών = φύγε απ' τα πόδια μου. ἐκποδὼν ποιοῦμαί τινα = βγάζω κάποιον από το δρόμο μου.
αντώνυμα: ἐμποδών «μέσα στα πόδια κάποιου».
Νέα-Ελληνική: στη λόγ. φρ. θέτω εκποδών κάποιον.
ετυμολογία: σύνθετα: ἐκ + ποδ- (πούς, ποδ-ός) + παρ. επίθ. -ών.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐκπορίζω-ρήμα::
* McsElla.ἐκπορίζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐκπορίζω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε πορίζω.
σημασία: προμηθεύω: ἐκπορίζω τινὶ ὅπλα / χρήματα.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐκ + πορίζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐκτρέπω-ρήμα::
* McsElla.ἐκτρέπω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐκτρέπω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε τρέπω.
σημασία: βγάζω από την τροχιά, βγάζω από το δρόμο, κάνω εκτροπή: ἐκτρέπω τὸ ῥεῖθρον τοῦ ποταμοῦ = αλλάζω την κοίτη του ποταμού.
οικογένεια: παράγωγα: ἐκτροπή.
Νέα-Ελληνική: εκτρέπω (λ.χ. το όχημα εξετράπη της πορείας του).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐκ + τρέπω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐκτρέφω-ρήμα::
* McsElla.ἐκτρέφω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐκτρέφω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε τρέφω.
σημασία1: ανατρέφω: ἐκτρέφω παῖδα.
σημασία2: για φυτά τρέφω: ἐκτρέφει ἡ γῆ τὸ σπέρμα = η γη εκτρέφει το σπόρο.
οικογένεια: παράγωγα: ἐκτροφή.
Νέα-Ελληνική: εκτρέφω (με τη σημ. 2 για τα ζώα ή αφηρημένες έννοιες, λ.χ. εκτρέφω ζώα, τη βία).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐκ + τρέφω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐκφαίνω-ρήμα::
* McsElla.ἐκφαίνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐκφαίνω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε φαίνω.
σημασία1: παθ. φωνή ἐκφαίνομαι φανερώνομαι, γίνομαι φανερός.
σημασία2: ἐκφαίνω πόλεμον πρός τινα = κηρύσσω πόλεμο εναντίον κάποιου.
οικογένεια: παράγωγα: ἔκφανσις.
Νέα-Ελληνική: έκφανση.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐκ + φαίνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐκφέρω-ρήμα::
* McsElla.ἐκφέρω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐκφέρω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε φέρω.
σημασία1: βγάζω κάτι έξω από κάπου: ἐκφέρω ὅπλακ μεγάρου = βγάζω τα όπλα από το ναό.
σημασία2: φανερώνω: ἐκφέρω τὴν ἀπάτην.
σημασία3: ἐκφέρω πόλεμον = αρχίζω πόλεμο.
σημασία4: παθ. φωνή ἐκφέρομαι παραφέρομαι: ὀργῇκφέρονται = παραφέρονται από οργή.
οικογένεια: παράγωγα: ἐκφορά.
Νέα-Ελληνική: εκφέρω (λ.χ. εκφέρω άποψη).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐκ + φέρω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐκφεύγω-ρήμα::
* McsElla.ἐκφεύγω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐκφεύγω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε φεύγω.
σημασία: διαφεύγω, δραπετεύω, ξεφεύγω.
Νέα-Ελληνική: εκφεύγω.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐκ + φεύγω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἑκών-οῦσα-ὸν-επίθετο::
* McsElla.ἑκών-οῦσα-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἑκών-οῦσα-ὸν@wordaryElla,
σημασία: που ενεργεί με τη θέλησή του, εκούσιος, πρόθυμος.
συνώνυμα: ἑκούσιος.
αντώνυμα: ἄκων, ἀκούσιος.
ετυμολογία: *Fεκ- «θέλω» (ἕνεκα, ἕκατι «εξαιτίας») + παρ. επίθ. -ών.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἔλαιον-αίου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἔλαιον-αίου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἔλαιον-αίου-τὸ@wordaryElla,
σημασία: λάδι ελιάς.
Νέα-Ελληνική: έλαιο (λόγ.), λάδι.
ετυμολογία: παράβαλε κυπρ. ἔλαιFον = ἔλαιον, μεσογ. λ..
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐλάττων-ονος-ἔλαττον-επίθετο::
* McsElla.ἐλάττων-ονος-ἔλαττον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἐλάττων-ονος-ἔλαττον@wordaryElla,
παρατήρηση: συγκρ. του μικρός· ο κοινός τύπος είναι ἐλάσσων.
σημασία1: μικρότερος, λιγότερος.
αντώνυμα: μείζων.
σημασία2: κατώτερος σε σχέση με κάτι, που υποκύπτει σε αυτό: ἐλάττων σιτίων = που υποκύπτει στο πολύ φαγητό.
οικογένεια: παράγωγα: ἐλαττόω.
Νέα-Ελληνική: ελάσσων (λόγ.).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἐλαχὺς «ελαφρός» + παρ. επίθ. -j + παρ. επίθ. -ων, *ἐλάχ-jων > ἐλάττων.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐλαύνω-ρήμα::
* McsElla.ἐλαύνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐλαύνω@wordaryElla,
* McsElla.ἤλαυνον!~παρατατικός:ἐλαύνω@wordaryElla,
* McsElla.ἐλῶ-(-ᾷς-ᾷ)!~μέλλοντας:ἐλαύνω@wordaryElla,
* McsElla.ἤλασα!~αόριστος:ἐλαύνω@wordaryElla,
* McsElla.ἐλήλακα!~παρακείμενος:ἐλαύνω@wordaryElla,
* McsElla.ἐληλάκειν!~υπερσυντέλικος:ἐλαύνω@wordaryElla,
* McsElla.ἐλασθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:ἐλαύνω@wordaryElla,
* McsElla.ἠλασάμην!~μέσος-αόριστος:ἐλαύνω@wordaryElla,
* McsElla.ἠλάθην!~παθητικός-αόριστος:ἐλαύνω@wordaryElla,
* McsElla.ἐλήλαμαι!~παθητικός-παρακείμενος:ἐλαύνω@wordaryElla,
σημασία1: προχωρώ επάνω σε άμαξα: ἐπὶ ζευγῶνλαύνω = προχωρώ με άμαξα που τη σέρνουν δύο άλογα.
σημασία2: ως αμετάβατο ἐλαύνω προχωρώ: πόρρω σοφίας ἐλαύνω = προχωρώ μακριά σε σοφία (προοδεύω, προκόβω σε σοφία).
σημασία3: παθ. φωνή ἐλαύνομαι καταδιώκομαι: ὑπὸ οἴστρου ἐλαύνομαι = με καταδιώκει ο οίστρος, η βοϊδόμυγα.
οικογένεια: παράγωγα: ἔλασις, σύνθετα: προέλασις, παρέλασις.
Νέα-Ελληνική: ελαύνομαι «οδηγούμαι ασυνείδητα».
ετυμολογία: *ἐλα-υν-, αβέβαιη-ετυμολογία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Ἐλαφηβολιών-ῶνος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.Ἐλαφηβολιών-ῶνος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Ἐλαφηβολιών-ῶνος-ὁ@wordaryElla,
σημασία: ο ένατος μήνας του αττικού έτους (15 Φεβρουαρίου-15 Μαρτίου), κατά τον οποίο τελούνταν τα Μεγάλα Διονύσια με τις παραστάσεις δράματος.
ετυμολογία: ἐλαφηβόλι-ος «που βάλλει κατά των ελάφων», + παρ. επίθ. -ών.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐλαφρός-ά-ὸν-επίθετο::
* McsElla.ἐλαφρός-ά-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἐλαφρός-ά-ὸν@wordaryElla,
* McsElla.ἐλαφρότερος!~συγκριτικός:ἐλαφρός-ά-ὸν@wordaryEllα,
* McsElla.ἐλαφρότατος!~υπερθετικός:ἐλαφρός-ά-ὸν@wordaryElla,
σημασία1: ελαφρύς, ελαφρός.
αντώνυμα: βαρύς.
σημασία2: εύκολος, πιο υποφερτός.
σημασία3: ευπροσάρμοστος: ἐμαυτὸν ἐλαφρὸν τοῖς συνοῦσι παρέχω = παρουσιάζομαι προσαρμοστικός με όσους με συναναστρέφονται.
Νέα-Ελληνική: ελαφρός (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: *ἐλαφ- (= *ἐλαχ-, ἐλαχ-ύς, βλέπε ἐλάχιστος) + αρ. επίθ. -ός > *ἐλαφ-ός > ἐλαφ-ρὸς κατά τα επίθετα σε -ρός, λ.χ. ἀνια-ρός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐλάχιστος-ίστη-ιστον-επίθετο::
* McsElla.ἐλάχιστος-ίστη-ιστον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἐλάχιστος-ίστη-ιστον@wordaryElla,
παρατήρηση: υπερθετικός βαθμός του βλέπε μικρὸς
σημασία: πάρα πολύ μικρός ή πάρα πολύ λίγος: δι᾽λαχίστου χρόνου = σε πολύ λίγο χρόνο. ἐλάχιστος τὸν ἀριθμόν = πολύ λίγος αριθμητικά.
* έκφραση περὶ ἐλαχίστου ποιοῦμαί τι υπολογίζω κάτι πάρα πολύ λίγο.
Νέα-Ελληνική: ελάχιστος.
ετυμολογία: *ἐλαχύ- + -ς, ομόρρ. του αρχ. ινδ. Laghú- «γρήγορος, ελαφρύς».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐλέγχω-ρήμα::
* McsElla.ἐλέγχω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐλέγχω@wordaryElla,
* McsElla.ἤλεγχον!~παρατατικός:ἐλέγχω@wordaryElla,
* McsElla.ἐλέγξω!~μέλλοντας:ἐλέγχω@wordaryElla,
* McsElla.ἤλεγξα!~αόριστος:ἐλέγχω@wordaryElla,
* McsElla.ἐλεγχθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:ἐλέγχω@wordaryElla,
* McsElla.ἠλέγχθην!~παθητικός-αόριστος:ἐλέγχω@wordaryElla,
* McsElla.ἐλήλεγμαι!~παθητικός-παρακείμενος:ἐλέγχω@wordaryElla,
* McsElla.ἐληλέγμην!~παθητικός-υπερσυντέλικος:ἐλέγχω@wordaryElla,
σημασία1: ανακρίνω, εξετάζω.
σημασία2: κατηγορώ κάποιον: ἐλεγχθήσεται γελοῖος ὤν = θα κατηγορηθεί ότι είναι γελοίος.
σημασία3: αποδεικνύω.
σημασία4: ανασκευάζω, αναιρώ (επιχείρημα).
οικογένεια: παράγωγα: ἔλεγχος, σύνθετα: ἀνεξέλεγκτος.
Νέα-Ελληνική: ελέγχω (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: *ελεγ-, *ελεχ-, συγγεν. με ἐλαχ-, βλέπε ἐλάχιστος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐλεεινός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.ἐλεεινός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἐλεεινός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία: αυτός που αξίζει να τον συμπονέσει κανείς, αξιολύπητος.
οικογένεια: παράγωγα: ἐλεεινῶς.
Νέα-Ελληνική: ελεεινός (με την ίδια σημ., λ.χ. ελεεινές συνθήκες).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη μάλλον ἔλεος, ὁ + παρ. επίθ. -εινὸς κατά το ἀλγ-εινὸς παρά ἔλεος, τὸ (< *ελεσε + -ς) + παρ. επίθ. -ινός, εφόσον το ἔλεος, τὸ είναι μεταγεν..
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐλεέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἐλεέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐλεέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠλέουν!~παρατατικός:ἐλεέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐλεήσω!~μέλλοντας:ἐλεέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠλέησα!~αόριστος:ἐλεέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: αισθάνομαι συμπόνια για κάποιον, τον συμπονώ, τον λυπούμαι: ἐπὶ τοῖς ἀκουσίοις παθήμασιν ἐλεῶ τινα = συμπονώ κάποιον για τις συμφορές που δεν προκάλεσε ο ίδιος.
οικογένεια: παράγωγα: ἐλεήμων.
αντώνυμα: οἰκτίρω.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἔλεος + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐλεήμων-ων-ἐλεῆμον-επίθετο::
* McsElla.ἐλεήμων-ων-ἐλεῆμον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἐλεήμων-ων-ἐλεῆμον@wordaryElla,
σημασία: ευσπλαχνικός, που συμπονεί.
οικογένεια: παράγωγα: ἐλεημοσύνη «συμπόνια».
Νέα-Ελληνική: ελεήμων ή ελεήμονας.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἐλεέω + παρ. επίθ. -μων.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἔλεος-έου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἔλεος-έου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἔλεος-έου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: οίκτος, συμπόνια: ἄξιος ἐλέου τυχεῖν παρ' ὑμῶν = αξίζει να τον συμπονέσετε.
οικογένεια: παράγωγα: ἐλεεινός, ἐλεέω.
Νέα-Ελληνική: το έλεος (όχι ὁ ἔλεος, όπως στα αρχαία).
ετυμολογία: πιθ. ηχομιμ., παράβαλε ἐλελεῦ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐλευθέριος-ιος|ία-ιον-επίθετο::
* McsElla.ἐλευθέριος-ιος|ία-ιον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἐλευθέριος-ιος|ία-ιον@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που συμπεριφέρεται ως ελεύθερος άνθρωπος και όχι ως δούλος.
σημασία2: γενναιόδωρος: ἐλευθέριος εἰς χρήματα.
σημασία3: αυτός που ταιριάζει σε ελεύθερο άνθρωπο: ἐλευθέριος βίος.
Νέα-Ελληνική: ελευθέριος (λ.χ. ελευθέριο επάγγελμα).
ετυμολογία: παράγωγα: ἐλεύθερος + παρ. επίθ. -ιος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐλευθερόω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἐλευθερόω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐλευθερόω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: ελευθερώνω.
αντώνυμα: δουλόω.
σημασία2: αθωώνω.
οικογένεια: παράγωγα: ἐλευθέρωσις, ἐλευθερωτής.
Νέα-Ελληνική: ελευθερώνω.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἐλεύθερος + παρ. επίθ. -όω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἑλίττω-ρήμα::
* McsElla.ἑλίττω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἑλίττω@wordaryElla,
* McsElla.εἵλιττον!~παρατατικός:ἑλίττω@wordaryElla,
* McsElla.ἑλίξω!~μέλλοντας:ἑλίττω@wordaryElla,
* McsElla.εἵλιξα!~αόριστος:ἑλίττω@wordaryElla,
* McsElla.εἱλίχθην!~παθητικός-αόριστος:ἑλίττω@wordaryElla,
* McsElla.εἵλιγμαι!~παθητικός-παρακείμενος:ἑλίττω@wordaryElla,
* McsElla.ἑλήλιγμαι!~παθητικός-παρακείμενος:ἑλίττω@wordaryElla,
παρατήρηση: ο κοινός τύπος είναι ἑλίσσω.
σημασία: περιστρέφω κάτι, τυλίγω.
Νέα-Ελληνική: ελίσσομαι, περιελίσσομαι.
ετυμολογία: *Fελ-, *Fελικ- (από όπου ἕλιξ, -ικος, ὁ) + παρ. επίθ. -jω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἕλκω-ρήμα::
* McsElla.ἕλκω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἕλκω@wordaryElla,
* McsElla.εἷλκον!~παρατατικός:ἕλκω@wordaryElla,
* McsElla.ἕλξω!~μέλλοντας:ἕλκω@wordaryElla,
* McsElla.εἵλκυσα!~αόριστος:ἕλκω@wordaryElla,
* McsElla.εἵλκυκα!~παρακείμενος:ἕλκω@wordaryElla,
* McsElla.ἑλκύσομαι!~μέσος-μέλλοντας:ἕλκω@wordaryElla,
* McsElla.ἑλκυσθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:ἕλκω@wordaryElla,
* McsElla.εἱλκυσάμην!~μέσος-αόριστος:ἕλκω@wordaryElla,
* McsElla.εἱλκύσθην!~παθητικός-αόριστος:ἕλκω@wordaryElla,
* McsElla.εἵλκυσμαι!~παθητικός-παρακείμενος:ἕλκω@wordaryElla,
* McsElla.εἱλκύσμην!~παθητικός-υπερσυντέλικος:ἕλκω@wordaryElla,
παρατήρηση: μεταγενέστερο ἑλκύω.
σημασία1: έλκω, σύρω, τραβώ: εἷλκον τὰς νευράς = τραβούσαν τις νευρές των τόξων (ώστε να τα τεντώσουν).
σημασία2: ρυμουλκώ (πλοίο).
οικογένεια: παράγωγα: ἕλξις, ἑλκτός, σύνθετα: ἀμφέλκω, διέλκω.
Νέα-Ελληνική: έλκω, εκλκύω.
ετυμολογία: *ἑλκ- «σύρω», παράβαλε λιθουανικός velkù.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Ἑλλανοδίκαι-ῶν-οἱ-ουσιαστικό::
* McsElla.Ἑλλανοδίκαι-ῶν-οἱ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Ἑλλανοδίκαι-ῶν-οἱ@wordaryElla,
παρατήρηση: κύριο όνομα οι κριτές των Ολυμπιακών Αγώνων.
ετυμολογία: Ἑλλανο- = Ἑλληνο- + -*δίκας = *δίκης < δικάζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐλλείπω-ρήμα::
* McsElla.ἐλλείπω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐλλείπω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε λείπω.
σημασία1: παραλείπω να κάνω κάτι: λέγε μηδὲνλλείπων = λέγε χωρίς να παραλείψεις τίποτε.
σημασία2: έχω έλλειψη από κάτι: ἐλλείπω χρημάτων.
σημασία3: ως απρόσωπο: ἐλλείπει σίτων καὶ ποτῶν = υπάρχει έλλειψη τροφίμων και ποτών.
σημασία4: υστερώ σε κάτι, είμαι κατώτερος: ἐμπειρίᾳ οὐκ ἐλλείπω ἐκείνων = δεν υστερώ σε εμπειρία σε σχέση με εκείνους.
οικογένεια: παράγωγα: ἐλλιπής, ἔλλειψις, ἔλλειμμα.
Νέα-Ελληνική: ελλιπής, έλλειψη, έλλειμμα.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐν + λείπω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἑλληνίζω-ρήμα::
* McsElla.ἑλληνίζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἑλληνίζω@wordaryElla,
σημασία1: μιλώ ελληνικά.
σημασία2: μιλώ και γράφω σωστά ελληνικά.
σημασία3: εξελληνίζω.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη Ἕλλην + παρ. επίθ. -ίζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐλπίζω-ρήμα::
* McsElla.ἐλπίζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐλπίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἤλπιζον!~παρατατικός:ἐλπίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐλπίσω!~μέλλοντας:ἐλπίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐλπιῶ!~μέλλοντας:ἐλπίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἤλπισα!~αόριστος:ἐλπίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἤλπικα!~παρακείμενος:ἐλπίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἠλπίσθην!~παθητικός-αόριστος:ἐλπίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἤλπισμαι!~παθητικός-παρακείμενος:ἐλπίζω@wordaryElla,
σημασία1: ελπίζω.
σημασία2: περιμένω, προσδοκώ, προβλέπω: τοῦτο τὸ κακὸν οὐδέποτε ἤλπισα = ποτέ δεν περίμενα αυτό το κακό.
Νέα-Ελληνική: ελπίζω.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἐλπίς + παρ. επίθ. -ίζω > ἐλπίζω < *ἐλπίδ-jω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐλπίς-ίδος-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἐλπίς-ίδος-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἐλπίς-ίδος-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: ελπίδα.
σημασία2: προσδοκία (είτε καλή είτε κακή), αυτό που περιμένει κανείς: πρᾶγμα μόνον ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον = το μοναδικό πράγμα που έχει ξεπεράσει αυτό που περιμέναμε.
Νέα-Ελληνική: ελπίδα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐμαυτοῦ-ἐμαυτῆς-αντωνυμία::
* McsElla.ἐμαυτοῦ-ἐμαυτῆς-αντωνυμία@wordaryElla,
* McsElla.αντωνυμία.ἐμαυτοῦ-ἐμαυτῆς@wordaryElla,
παρατήρηση: αυτοπαθής α´ προσώπου του εαυτού μου.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐμοῦ + αὐτοῦ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐμβαίνω-ρήμα::
* McsElla.ἐμβαίνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐμβαίνω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε βαίνω.
σημασία: μπαίνω, και ειδικότερα επιβιβάζομαι: ἐμβαίνω ἐς πλοῖον = επιβιβάζομαι σε πλοίο.
* μεταφορικά ἐμβαίνω εἰς κίνδυνον = μπαίνω σε κίνδυνο.
Νέα-Ελληνική: μπαίνω.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐν + βαίνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐμβάλλω-ρήμα::
* McsElla.ἐμβάλλω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐμβάλλω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε βάλλω.
σημασία1: ρίχνω κάποιον ή κάτι μέσα σε κάτι: ἐμβάλλω τινὰ εἰς συμφοράς = ρίχνω κάποιον σε συμφορές.
σημασία2: ρίχνω κάτι εναντίον κάποιου: ἐμβάλλω λίθον τινὶ εἰς κεφαλήν = ρίχνω πέτρα στο κεφάλι κάποιου.
σημασία3: εισβάλλω: ἐμβάλλω εἰς τὸν ᾿Ισθμόν.
Νέα-Ελληνική: εμβάλλω (εμβάλλω κάποιον σε υποψίες).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐν + βάλλω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐμβιβάζω-ρήμα::
* McsElla.ἐμβιβάζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐμβιβάζω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε βιβάζω.
σημασία1: βάζω μέσα, επιβιβάζω (σε πλοίο).
σημασία2: καθοδηγώ προς ένα πράγμα: εἰς τὴν δικαιοσύνην τοὺς οἰκέτας = καθοδηγώ τους δούλους στη δικαιοσύνη.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐν + βιβάζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐμμένω-ρήμα::
* McsElla.ἐμμένω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐμμένω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε μένω.
σημασία1: μένω κάπου: ἐμμένω ἐν τῇ Ἀττικῇ.
σημασία2: μένω σταθερός: ἐμμένω ταῖς συνθήκαις.
οικογένεια: παράγωγα: ἐμμενής, ἐμμονή, ἔμμονος.
Νέα-Ελληνική: εμμένω (με σημ. 2, λ.χ. στις απόψεις μου).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐν + μένω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐμός-ή-ὸν-αντωνυμία::
* McsElla.ἐμός-ή-ὸν-αντωνυμία@wordaryElla,
* McsElla.αντωνυμία.ἐμός-ή-ὸν@wordaryElla,
παρατήρηση: κτητική α΄προσώπου
σημασία: δικός μου, δική μου, δικό μου: οἱ ἐμοὶ ἑταῖροι = οι σύντροφοί μου.
ετυμολογία: ἐγώ, γεν. ἐμ-οῦ + -ός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἔμπαλιν-επίρρημα::
* McsElla.ἔμπαλιν-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ἔμπαλιν@wordaryElla,
παρατήρηση: συνήθως με το άρθρο: τὸ ἔμπαλιν ή τοὔμπαλιν
σημασία1: προς τα πίσω: εἰς τοὔμπαλιν ἄπιμεν = γυρίζουμε πίσω.
σημασία2: αντίστροφα, αντίθετα: τοὔμπαλιν οὗ βούλονται = το αντίθετο από αυτό που θέλουν.
ετυμολογία: τὸ ἔμπαλιν < ἐν + πάλιν.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐμπίμπλημι-ρήμα::
* McsElla.ἐμπίμπλημι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐμπίμπλημι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε πίμπλημι.
σημασία: γεμίζω: ἐμπίμπλημί τινα ἐλπίδων κενῶν = γεμίζω κάποιον με κενές ελπίδες.
αντώνυμα: ἐκκενόω.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐν + πίμπλημι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐμπίμπρημι-ρήμα::
* McsElla.ἐμπίμπρημι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐμπίμπρημι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε πίμπρημι.
σημασία: καίω, πυρπολώ: ἐμπίμπρημι οἰκίαν = καίω το σπίτι.
συνώνυμα: ἐμφλέγω, ἐγκαίω.
οικογένεια: παράγωγα: ἐμπρησμός, ἐμπρηστής.
Νέα-Ελληνική: (χρησιμοποιούνται τα παραπάνω παράγωγα).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐν + πίμπρημι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐμπίπτω-ρήμα::
* McsElla.ἐμπίπτω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐμπίπτω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε πίπτω.
σημασία1: επιτίθεμαι: ἐνέπεσον τοῖς πολεμίοις = επιτέθηκαν στους εχθρούς.
σημασία2: για κακό, συμφορά προσβάλλω, πέφτω: λύττα ἐμπέπτωκε τοῖς κυσί = έπεσε λύσσα στα σκυλιά.
Νέα-Ελληνική: εμπίπτω (με άλλη σημ., λ.χ. εμπίπτει στην αρμοδιότητα κάποιου).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐν + πίπτω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἔμπλεως-ως-ων-επίθετο::
* McsElla.ἔμπλεως-ως-ων-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἔμπλεως-ως-ων@wordaryElla,
σημασία: εντελώς γεμάτος: ἔμπλεως πονηρίας = γεμάτος κακία.
Νέα-Ελληνική: έμπλεος (λόγ.).
ετυμολογία: ἔμπλεως, συνηρημ. από ἔμπλεος < ἐν + *πλε- (πίμ-πλη-μι) + -ος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐμποδὼν-επίρρημα::
* McsElla.ἐμποδὼν-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ἐμποδὼν@wordaryElla,
σημασία: μέσα στα πόδια κάποιου, μέσα στο δρόμο του (ως εμπόδιο): τί ἐμποδὼν τούτῳ μὴ οὐ... = τι τον εμποδίζει αυτόν, ώστε να μη...;
ετυμολογία: παράγ./σύνθ. ἐν + *ποδ- (πούς, ποδ-ός) + παρ. επίθ. -ών.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐμπορία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἐμπορία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἐμπορία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: εμπόριο, και ειδικότερα το εμπόριο που γίνεται με πλοία: ἐμπορίας οὐκ οὔσης = επειδή δεν υπήρχε θαλάσσιο εμπόριο.
Νέα-Ελληνική: εμπορία.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἔμπορ-ος + παρ. επίθ. -ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἔμπορος-όρου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἔμπορος-όρου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἔμπορος-όρου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: έμπορος που ταξιδεύει και εισάγει ο ίδιος τα εμπορεύματα και τα πουλάει χοντρικά (σε αντιδιαστολή προς τον κάπηλον, το λιανέμπορα).
Νέα-Ελληνική: έμπορος.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐν + *πορ- (πορίζομαι) + -ος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἔμπροσθεν-επίρρημα-πρόθεση::
* McsElla.ἔμπροσθεν-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ἔμπροσθεν@wordaryElla,
* McsElla.ἔμπροσθεν-πρόθεση@wordaryElla,
* McsElla.πρόθεση.ἔμπροσθεν@wordaryElla,
σημασίαΑ: ως επίρρημα
σημασία1: τοπικά μπροστά από κάτι: τὸ ἔμπροσθεν & τὰ ἔμπροσθεν = το μπροστινό μέτωπο. εἰς τὸ ἔμπροσθεν = προς τα εμπρός. ἐκ τοῦ ἔμπροσθεν ἔστη = στάθηκε μπροστά.
σημασία2: χρονικά προηγουμένως, πριν: τὰ λεχθέντα ὀλίγον ἔμπροσθεν = όσα ειπώθηκαν λίγο πριν.
σημασίαΒ: ως πρόθεση, με γενική
σημασία1: τοπικά μπροστά από κάτι: ἔμπροσθεν τῆς νεώς = μπροστά στο πλοίο.
σημασία2: χρονικά πριν από κάτι: ἔμπροσθεν τῶν πραγμάτων = πριν από τα γεγονότα.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐν + πρόσθεν.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐμφαίνω-ρήμα::
* McsElla.ἐμφαίνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐμφαίνω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε φαίνω.
σημασία: δείχνω, φανερώνω.
* παθ. φωνή ἐμφαίνομαι φαίνομαι.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐν + φαίνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἔμφρων-ων-ον-επίθετο::
* McsElla.ἔμφρων-ων-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἔμφρων-ων-ον@wordaryElla,
* McsElla.ἐμφρονέστερος!~συγκριτικός:ἔμφρων-ων-ον@wordaryElla,
* McsElla.ἐμφρονέστατος!~υπερθετικός:ἔμφρων-ων-ον@wordaryElla,
σημασία1: έλλογος: ζῷα ἔμφρονα.
σημασία2: συνετός.
ετυμολογία: σύνθ./παράγ. ἐν + *φρ(εν)- (φρήν, -ενός) + παρ. επίθ. -ων.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐν-πρόθεση::
* McsElla.ἐν-πρόθεση@wordaryElla,
* McsElla.πρόθεση.ἐν@wordaryElla,
σημασίαΑ: συντάσσεται με δοτική
σημασία1: δηλώνει τον τόπο όπου γίνεται κάτι: ἡ ἐν Σαλαμῖνι ναυμαχία.
σημασία2: μπροστά σε: ἐν τῷ δήμῳ λέγω = μιλάω μπροστά στο λαό.
σημασία3: στην εξουσία κάποιου: ἐν ἐμοί ἐστι γενέσθαι τοῦτο = από μένα εξαρτάται να γίνει αυτό.
σημασία4: δηλώνει το χρόνο ή τις συνθήκες μέσα στις οποίες γίνεται κάτι: ἐν νυκτί. ἐν πολέμῳ.
σημασία5: δηλώνει το μέσο, το όργανο ή τον τρόπο: ἐν λόγοις πείθει = πείθει με λόγια. τὰ πραχθέντα ἐν ἐπιστολαῖς ἴστε = γνωρίζετε τα συμβάντα μέσω των επιστολών.
σημασίαΒ: ἐν- ως α΄ συνθετικό δηλώνει μέσα, π.χ. ἐμπίπτω.
σημασίαΓ: η ἐν- γίνεται
σημασία1: ἐμ- πριν από χειλικά σύμφωνα (β, μ, π, φ, ψ), π.χ. ἐμβάλλω.
σημασία2: ἐγ- πριν από τα γ, κ, ξ, χ, π.χ. ἐγκαλῶ.
σημασία3: ἐλ- πριν από το λ, π.χ. ἐλλείπω.
σημασία4: ἐρ- πριν από το ῥ, π.χ. ἔρρινον.
Νέα-Ελληνική: εν (αρχαιοπρεπές).
ετυμολογία: *en, λατινικός en και in, γοτθ. in κτλ..
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐναντίος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἐναντίος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἐναντίος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία1: τοπικά ο απέναντι.
σημασία2: με εχθρική σημ. ο αντίπαλος.
σημασία3: ως ουσ. οἱ ἐναντίοι οι εχθροί.
σημασία4: αντίθετος: δύο τὰ ἐναντιώτατα εὐβουλίᾳ, τάχος καὶ ὀργή = δύο πράγματα είναι αντίθετα προς τη σωστή σκέψη, η βιασύνη και ο θυμός.
οικογένεια: παράγωγα: ἐναντίως, ἐναντιόω.
Νέα-Ελληνική: εναντίον, ενάντιος.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐν + ἀντίος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐναργής-ής-ὲς-επίθετο::
* McsElla.ἐναργής-ής-ὲς-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἐναργής-ής-ὲς@wordaryElla,
* McsElla.ἐναργέστερος!~συγκριτικός:ἐναργής-ής-ὲς@wordaryEllα,
* McsElla.ἐναργέστατος!~υπερθετικός:ἐναργής-ής-ὲς@wordaryElla,
σημασία: φανερός, σαφής: ἐναργὲς τεκμήριον = φανερή απόδειξη.
Νέα-Ελληνική: εναργής.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐν + *ἄργ-ος (-εσος > -ους < ἀργός «λαμπρός») + -ής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐναυλίζομαι-ρήμα::
* McsElla.ἐναυλίζομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐναυλίζομαι@wordaryElla,
παρατήρηση: για στρατιώτες διανυκτερεύω κάπου στο ύπαιθρο.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐν + αὐλίζομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐνδεής-ής-ὲς-επίθετο::
* McsElla.ἐνδεής-ής-ὲς-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἐνδεής-ής-ὲς@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που στερείται κάτι: πολλῶν ἐνδεής εἰμι = μου λείπουν πολλά.
σημασία2: κατώτερος, χειρότερος: τῆς δυνάμεως ἐνδεᾶ πράττω = ενεργώ με τρόπο κατώτερο των δυνατοτήτων μου.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐν + δέ-ομαι «στερούμαι» + -ής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἔνδεια-είας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἔνδεια-είας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἔνδεια-είας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: έλλειψη: δυνάμεως ἐνδείᾳ ἐπάθομεν τοῦτο = αυτό το πάθαμε από έλλειψη δύναμης.
σημασία2: φτώχεια.
Νέα-Ελληνική: ένδεια (και με τις δύο σημ.).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἐνδε-ής + παρ. επίθ. -εια.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐνδείκνυμι--ἐνδεικνύω-ρήμα::
* McsElla.ἐνδείκνυμι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ἐνδεικνύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐνδεικνύω@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐνδείκνυμι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε δείκνυμι.
σημασία1: δείχνω, υποδεικνύω.
σημασία2: καταγγέλλω: ἐνδείκνυμί τινα.
σημασία3: μέση φωνή ἐνδείκνυμαι
σημασίαα: επιδεικνύω: ἐνδείκνυμαι εὔνοιάν τινα.
σημασίαβ: προσπαθώ να γίνω αρεστός σε κάποιον (τινί).
Νέα-Ελληνική: ενδείκνυται «συνιστάται, πρέπει».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐν + δείκνυμι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐνδέχομαι-ρήμα::
* McsElla.ἐνδέχομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐνδέχομαι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε δέχομαι.
σημασία1: αποδέχομαι κάτι, το εγκρίνω: ἐνδέχομαι τὰ λεγόμενα.
σημασία2: για πράγματα επιτρέπω, επιδέχομαι: καθ᾿ ὅσον φύσις ἐνδέχεται = όσο το επιτρέπει η φύση.
σημασία3: απρόσωπο ἐνδέχεται είναι ενδεχόμενο, είναι πιθανόν.
Νέα-Ελληνική: ενδέχεται (με τη σημ. 3, «είναι ενδεχόμενο»).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐν + δέχομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐνδημέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἐνδημέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐνδημέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐνεδήμουν!~παρατατικός:ἐνδημέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐνδημήσω!~μέλλοντας:ἐνδημέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐνεδήμησα!~αόριστος:ἐνδημέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐνδεδήμηκα!~παρακείμενος:ἐνδημέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: μένω σε έναν τόπο: μέχρις ἂν ἐνδημῶσιν οἱ πρέσβεις = μέχρις ότου οι απεσταλμένοι μένουν (βρίσκονται) στην πόλη.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἔνδημ-ος + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐνδίδωμι-ρήμα::
* McsElla.ἐνδίδωμι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐνδίδωμι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε δίδωμι.
σημασία1: παραδίδω κάτι ή κάποιον: ἐνδίδωμί τινα τοῖς πολεμίοις = παραδίδω κάποιον στους εχθρούς.
σημασία2: προσφέρω: ἐνδίδωμι πρόφασίν τινι.
σημασία3: υποχωρώ, υποκύπτω.
αντώνυμα: εἴκω.
οικογένεια: παράγωγα: ἐνδόσιμος.
Νέα-Ελληνική: ενδίδω (λόγ., με τη σημ. 3).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐν + δίδωμι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἔνδοθεν-επίρρημα::
* McsElla.ἔνδοθεν-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ἔνδοθεν@wordaryElla,
σημασία: από μέσα, μέσα: ὁ ἔνθοδεν θόρυβος.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἔνδον + παρ. επίθ. -θεν κατά το οἴ-κο-θεν.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἔνδον-επίρρημα::
* McsElla.ἔνδον-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ἔνδον@wordaryElla,
* McsElla.ἐνδοτέρω!~συγκριτικός:ἔνδον@wordaryElla,
* McsElla.ἐνδοτάτω!~υπερθετικός:ἔνδον@wordaryElla,
σημασία1: μέσα.
σημασία2: μέσα στο σπίτι.
οικογένεια: παράγωγα: ἔνδοθεν.
Νέα-Ελληνική: στη λόγ. φρ. εκ των ένδον.
ετυμολογία: δεν υπάρχει σχέση με δόμ-ος κτλ., παράβαλε χετιτ. andan, λατινικός indu-.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐνδύω-ρήμα::
* McsElla.ἐνδύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐνδύω@wordaryElla,
* McsElla.ἐνδέδυκα!~παρακείμενος:ἐνδύω@wordaryElla,
χρόνοι: άλλους βλέπε ἐκδύω.
σημασία1: στον ενεστ., μέλλ. και αόρ. ντύνω κάποιον: ἐνδύω τινά τι = ντύνω κάποιον με κάτι.
σημασία2: ο παρακ. με αμετάβ. σημ. ἐνδέδυκα φορώ.
οικογένεια: παράγωγα: ἔνδυμα, ἔνδυσις.
Νέα-Ελληνική: ντύνω (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐν + δύω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἔνειμι-ρήμα::
* McsElla.ἔνειμι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἔνειμι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε εἰμὶ.
σημασία1: ενυπάρχω, βρίσκομαι μέσα: σίτου οὐκνόντος = καθώς μέσα εκεί δεν υπήρχε σιτάρι.
σημασία2: απρόσωπο ἔνεστιν ή ἔνι είναι δυνατό.
σημασία3: τὰ ἐνόντα όλα τα διαθέσιμα πράγματα, μέσα.
Νέα-Ελληνική: στη λόγ. φρ. εκ των ενόντων «από τα μέσα / υλικά / πόρους που διαθέτουμε».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐν + εἰμί.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἕνεκα--ἕνεκεν-πρόθεση::
* McsElla.ἕνεκα-πρόθεση@wordaryElla,
* McsElla.πρόθεση.ἕνεκα@wordaryElla,
* McsElla.ἕνεκεν-πρόθεση@wordaryElla,
* McsElla.πρόθεση.ἕνεκεν@wordaryElla,
παρατήρηση: με γενική
σημασία1: εξαιτίας κάποιου προσώπου ή πράγματος ή χάριν αυτού: τοῦ κοινοῦ συμφέροντος ἕνεκα βούλομαι τοῦτο εἰπεῖν = θέλω να το πω αυτό χάριν του κοινού συμφέροντος.
σημασία2: όσον αφορά: ἕνεκέν γε χρημάτων = όσον αφορά τα χρήματα.
Νέα-Ελληνική: ένεκα ή ένεκεν (λόγ., με τη σημ. 1).
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία, πιθ. Fεκών = ἑκών.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐνεός-ά-ὸν-επίθετο::
* McsElla.ἐνεός-ά-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἐνεός-ά-ὸν@wordaryElla,
σημασία: αυτός που δεν μπορεί να μιλήσει, ο άλαλος.
Νέα-Ελληνική: ενεός (λόγ., έμεινα ενεός «αμίλητος»).
ετυμολογία: άγν. ετυμ..
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἔνθα-επίρρημα::
* McsElla.ἔνθα-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ἔνθα@wordaryElla,
σημασίαΑ: δεικτικό επίρρημα
σημασία1: τοπικό εκεί: ἔνθα μέν... ἔνθα δέ... = εδώ... και εκεί...
σημασία2: χρονικό τότε: ἔνθα δή = τότε λοιπόν.
σημασίαΒ: αναφορικό επίρρημα
σημασία1: τοπικό όπου.
σημασία2: χρονικό όταν, οπότε.
οικογένεια: παράγωγα: ἐνθάδε, ιων. ἐνθαῦτα = ἐνταῦθα.
ετυμολογία: επίρρ. *ἔν (πβ. επίρρ. ἔνην «μεθαύριο») + θα- (στο ἰ-θα-γενής).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐνθάδε-επίρρημα::
* McsElla.ἐνθάδε-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ἐνθάδε@wordaryElla,
σημασία: εδώ, εκεί.
Νέα-Ελληνική: στη λόγ. φρ. ενθάδε κείται «εδώ βρίσκεται θαμμένος».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἔνθα + παρ. επίθ. -δε.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἔνθεν-επίρρημα::
* McsElla.ἔνθεν-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ἔνθεν@wordaryElla,
σημασία: από εκεί: ἔνθεν καὶ ἔνθεν = από δω και από κει.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *ἔνθ- (ἔνθα) + παρ. επίθ. -εν.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐνθένδε-επίρρημα::
* McsElla.ἐνθένδε-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ἐνθένδε@wordaryElla,
σημασία1: τοπικό από εδώ: ἐνθένδε ἐκεῖσε φέρομαι = μεταφέρομαι από εδώ προς τα εκεί.
σημασία2: αναφορικό απ' όπου: ἐπάνειμι ἔνθεν ἐξέβην = επανέρχομαι εκεί απ' όπου έκανα την παρέκβαση.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἔνθεν + παρ. επίθ. -δε.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἔνθεος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἔνθεος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἔνθεος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία: θεόπνευστος.
Νέα-Ελληνική: ένθεος.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐν + *θε- (θεός) + -ος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐνθουσιάζω--ἐνθουσιάω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἐνθουσιάζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ἐνθουσιάω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐνθουσιάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐνθουσιάζω@wordaryElla,
σημασία: βρίσκομαι σε έκσταση: ἡ ψυχὴ ἐνθουσιάζει.
Νέα-Ελληνική: ενθουσιάζω κάποιον ως (1) μεταβ.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἐνθεάζω (ἔνθεος + παρ. επίθ. -άζω) «είμαι θεόπνευστος» > ἐνθουσιάζω με επίδραση του θυσιάζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐνθυμέομαι-οῦμαι-ρήμα::
* McsElla.ἐνθυμέομαι-οῦμαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐνθυμέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐνεθυμούμην!~παρατατικός:ἐνθυμέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐνθυμήσομαι!~μέλλοντας:ἐνθυμέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐνθυμηθήσομαι-μεταγενέστερος!~μέλλοντας:ἐνθυμέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐνεθυμήθην!~αόριστος:ἐνθυμέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐντεθύμημαι!~παρακείμενος:ἐνθυμέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐνετεθυμήμην!~υπερσυντέλικος:ἐνθυμέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
σημασία: βάζω κάτι στο νου μου, συλλογίζομαι: ἐνεθυμοῦντο ὅσον πλοῦν ἀπεστέλλοντο = συλλογίζονταν σε τι μακρινό ταξίδι τους έστελναν. ὧννθυμηθέντες = σκεπτόμενοι τα πράγματα αυτά.
Νέα-Ελληνική: ενθυμούμαι ή θυμούμαι ή θυμάμαι. Ακριβέστερα το νεοελληνικό θυμάμαι αντιστοιχεί στο αρχαίο μέμνημαι.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐν + *θυμ- (θυμός) + -έομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐνιαύσιος-ιος|ία-ιον-επίθετο::
* McsElla.ἐνιαύσιος-ιος|ία-ιον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἐνιαύσιος-ιος|ία-ιον@wordaryElla,
σημασία: αυτός που γίνεται κάθε χρόνο ή που διαρκεί ένα χρόνο, ετήσιος: ἐνιαύσιος ἑορτή. ἐνιαύσιος ἐκεχειρία = ετήσια κατάπαυση της μάχης.
Νέα-Ελληνική: ενιαύσιος (λόγ.).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἐνιαυτός + παρ. επίθ. -ιος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐνιαυτός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἐνιαυτός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἐνιαυτός-οῦ-ὁ@wordaryElla,
σημασία: χρονιά, έτος: δὶς τοῦ ἐνιαυτοῦ = δύο φορές το χρόνο. κατ᾿ ἐνιαυτόν = κάθε χρόνο.
ετυμολογία: ἐνι-αυτός, όπου ἐνι- = έτος, παράβαλε δί-ενος «δύο ετών», αὐ-τός < αὖ «πάλι» + -τός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐνίημι-ρήμα::
* McsElla.ἐνίημι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐνίημι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἵημι.
σημασία: ρίχνω, χύνω μέσα (σε κάτι): πάντα ἔφλεγοννιέντες πῦρ εἰς τὰς πόλεις καὶ εἰς τὰ ἱερά = κατέκαιγαν τα πάντα ρίχνοντας φωτιά στις πόλεις και στους ναούς.
οικογένεια: παράγωγα: ἔνεσις «ένεση, εισροή υγρού».
Νέα-Ελληνική: τα παράγωγα ένεση και ενέσιμος (λόγ). (λ.χ. ενέσιμο φάρμακο).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐν + ἵημι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἔνιοι-ιαι-ια-αντωνυμία::
* McsElla.ἔνιοι-ιαι-ια-αντωνυμία@wordaryElla,
* McsElla.αντωνυμία.ἔνιοι-ιαι-ια@wordaryElla,
παρατήρηση: αόριστη μερικοί.
ετυμολογία: πιθ. *ἕνιοι < ἕν- από εἷς με ιωνική ψίλωση.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐνίοτε-επίρρημα::
* McsElla.ἐνίοτε-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ἐνίοτε@wordaryElla,
σημασία: μερικές φορές.
συνώνυμα: ἔστιν ὅτε «κάποτε».
Νέα-Ελληνική: ενίοτε (λόγ.).
ετυμολογία: πιθ. *ἐνι (πβ. ἔνιοι) + ὅτε.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐνίστημι-ρήμα::
* McsElla.ἐνίστημι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐνίστημι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἵστημι.
σημασία1: τοποθετώ, στήνω κάτι σε έναν τόπο: στήλας ἐνίστη εἰς τὰς χώρας = έστηνε στήλες στις χώρες (από όπου περνούσε).
σημασία2: μέσ. αόρ. ἐνεστησάμην άρχισα: ὁ ἐνεστὼς πόλεμος = ο πόλεμος που άρχισε.
σημασία3: παθ. φωνή, με αόρ. β΄, παρακ. και υπερσ. ενεργ. φωνής (ἐνέστην, ἐνέστηκα, ἐνεστήκειν), ἐνίσταμαι
σημασίαα: στη μετοχή ενεργ. παρακ. τοῦ ἐνεστῶτος μηνός = του τρέχοντος μηνός. ὁ ἐνεστὼς χρόνος = ο ενεστώτας.
σημασίαβ: αντιστέκομαι.
σημασίαγ: αντιλέγω.
Νέα-Ελληνική: ενίσταμαι (με τη σημ. 3γ).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐν + ἵστημι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐννοέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἐννοέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐννοέω-ῶ@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε νοέω.
σημασία: ἐννοῶ ή ἐννοοῦμαι σκέπτομαι: ἐννοήσωμεν καὶ τῇδε ὡς πολλὴ ἐλπίς ἐστιν αὐτὸ ἀγαθὸν εἶναι = ας σκεφθούμε και με αυτόν τον τρόπο, ότι δηλαδή είναι πολύ πιθανόν (ο θάνατος) να είναι καλό πράγμα.
Νέα-Ελληνική: εννοώ «δηλώνω, υποδηλώνω».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐν + νοέω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἔννοια-οίας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἔννοια-οίας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἔννοια-οίας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: σκέψη: τοῦτο ἄξιον ἐννοίας = αυτό αξίζει να το σκεφτούμε.
σημασία2: έννοια: χρόνου ἔννοια.
Νέα-Ελληνική: έννοια (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἐννο-έω + παρ. επίθ. -ια.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἔννομος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἔννομος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἔννομος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία: νόμιμος, δίκαιος.
Νέα-Ελληνική: έννομος.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐν + *νομ- (νέμω) + -ος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐνταῦθα-επίρρημα::
* McsElla.ἐνταῦθα-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ἐνταῦθα@wordaryElla,
σημασία1: τοπικό
σημασίαα: εδώ, εκεί.
σημασίαβ: σε αυτό το σημείο: ἐνταῦθα που ἦμεν τοῦ λόγου, ἐν ᾧ... = βρισκόμασταν κάπου σε αυτό το σημείο της επιχειρηματολογίας, στο οποίο...
σημασία2: χρονικό σ᾿ αυτό το χρονικό σημείο, τότε: ἐνταῦθα εἶ τῆς ἡλικίας... = βρίσκεσαι σε αυτό το σημείο της ηλικίας...
Νέα-Ελληνική: ενταύθα (λόγ., με τη σημ. 1α).
ετυμολογία: ἔνθα > ἐνθαῦθα > ἐνταῦθα με ανομοίωση θ – θ > τ – θ, βλέπε ἔνθα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐντέλλομαι-ρήμα::
* McsElla.ἐντέλλομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐντέλλομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐνετελλόμην!~παρατατικός:ἐντέλλομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐνετειλάμην!~αόριστος:ἐντέλλομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐντέταλμαι!~παρακείμενος:ἐντέλλομαι@wordaryElla,
σημασία: δίνω εντολή, παραγγέλλω.
οικογένεια: παράγωγα: ἐντολή, ἔνταλμα.
Νέα-Ελληνική: εντέλλομαι (λόγ.).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐν + τέλλομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐντεῦθεν-επίρρημα::
* McsElla.ἐντεῦθεν-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ἐντεῦθεν@wordaryElla,
σημασία1: τοπικό από εδώ ή από εκεί.
σημασία2: χρονικό από τότε και έπειτα.
σημασία3: από αυτήν την πηγή: τὸν βίον ἐντεῦθενποιοῦντο = έπαιρναν το εισόδημά τους από αυτήν την πηγή.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἐνταῦθα κατά το ἔνθ-εν < ἔνθα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐντίθημι-ρήμα::
* McsElla.ἐντίθημι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐντίθημι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε τίθημι.
σημασία: ἐντίθημι ή μέσο ἐντίθεμαι βάζω μέσα: ἐντίθεμαι εἰς τὴν ναῦν φορτία.
οικογένεια: παράγωγα: ἔνθεσις, ἔνθετος.
Νέα-Ελληνική: το παράγωγο ένθετο (σε εφημερίδες).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐν + τίθημι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἔντιμος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἔντιμος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἔντιμος-ος-ον@wordaryElla,
* McsElla.ἐντιμότερος!~συγκριτικός:ἔντιμος-ος-ον@wordaryEllα,
* McsElla.ἐντιμότατος!~υπερθετικός:ἔντιμος-ος-ον@wordaryElla,
παρατήρηση: για πρόσωπα αυτός που τον εκτιμούν και τον τιμούν.
αντώνυμα: ἄτιμος «αυτός που δεν τον εκτιμούν».
Νέα-Ελληνική: έντιμος.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐν + τιμ- (τιμάω) + -ός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐντυγχάνω-ρήμα::
* McsElla.ἐντυγχάνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐντυγχάνω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε τυγχάνω.
παρατήρηση: με δοτική του προσώπου
σημασία1: συναντώ κάποιον: ἐνέτυχον αὐτῷ ἐν τῇ ὁδῷ = τον συνάντησα στο δρόμο.
σημασία2: για πράγματα ἐνέτυχον βιβλίῳ σοφοῦ ἀνδρός = έτυχε να δω το βιβλίο κάποιου σοφού.
σημασία3: συνομιλώ με κάποιον.
οικογένεια: παράγωγα: ἔντευξις.
Νέα-Ελληνική: το σύνθ. συνέντευξη από το παράγ. ἔντευξις.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐν + τυγχάνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐνύπνιον-ίου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἐνύπνιον-ίου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἐνύπνιον-ίου-τὸ@wordaryElla,
σημασία: όνειρο.
ετυμολογία: ουσιαστικοπ. ουδ. επιθέτου ἐνύπνιος, -ιον.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐξ-πρόθεση::
* McsElla.ἐξ-πρόθεση@wordaryElla,
* McsElla.πρόθεση.ἐξ@wordaryElla,
παρατήρηση: η μορφή που παίρνει η πρόθεση ἐκ όταν ακολουθείται από φωνήεν: ἐξ ἀρχῆς.
ετυμολογία: παράβαλε λατινικός ex, ινδοευρωπαϊκός *eghs ή *eks.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐξάγω-ρήμα::
* McsElla.ἐξάγω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐξάγω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἄγω.
σημασία1: βγάζω έξω.
σημασία2: εξάγω προϊόντα.
σημασία3: παρασύρω κάποιον: ἃ ἄν τις ἐξαχθῇ πρᾶξαι = οσαδήποτε παρασυρθεί κανείς να πράξει.
οικογένεια: παράγωγα: ἐξακτέον, ἐξαγωγή.
Νέα-Ελληνική: εξάγω (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐξ + ἄγω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐξαιρέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἐξαιρέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐξαιρέω-ῶ@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε αἱρέω -ῶ.
σημασία1: ἐξαιρῶ ή μέσο ἐξαιροῦμαι αφαιρώ, απομακρύνω: ἐπιχειρητέον ὑμῶν ἐξελέσθαι τὴν διαβολήν = πρέπει να προσπαθήσω να αφαιρέσω από το μυαλό σας τη συκοφαντία (εις βάρος μου).
αντώνυμα: προστίθημι.
σημασία2: μέση φωνή ἐξαιροῦμαι ελευθερώνω, απαλλάσσω: ἐξαιροῦμαί τινα ἐκ τῶν κινδύνων.
σημασία3: καταστρέφω: Ἀμπρακίαν ἐξεῖλον.
οικογένεια: παράγωγα: ἐξαίρεσις, ἐξαιρετέος ἐξαιρετός,ξαίρετος.
Νέα-Ελληνική: εξαιρώ.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐξ + αἱρέω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐξαίρω-ρήμα::
* McsElla.ἐξαίρω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐξαίρω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε αἴρω.
σημασία1: σηκώνω: ἐξάρας αὐτὸν παίει εἰς τὴν γῆν = αφού τον σήκωσε, τον χτυπάει στο έδαφος.
σημασία2: παθητική φωνή ἐξαίρομαι
σημασίαα: υψώνομαι: τὸ τεῖχος ἐξῄρετο διπλάσιον τοῦ ἀρχαίου = το τείχος υψωνόταν διπλάσιο από το παλιό.
σημασίαβ: καυχιέμαι, επαίρομαι.
Νέα-Ελληνική: εξαίρω «υπερτονίζω, ανυψώνω».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐξ + αἴρω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐξαιτέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἐξαιτέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐξαιτέω-ῶ@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε αἰτέω -ῶ.
σημασία1: απαιτώ: οὐκ ἐξεδίδου τοὺς Σκύθαςξαιτοῦντι Κυαξάρῃ = δεν παρέδιδε τους Σκύθες στον Κυαξάρη που τους απαιτούσε.
σημασία2: μέση φωνή ἐξαιτοῦμαι ζητώ για τον εαυτό μου: ἐξαιτοῦμαι χάριν παρά τινος.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐξ + αἰτέω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐξαμαρτάνω-ρήμα::
* McsElla.ἐξαμαρτάνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐξαμαρτάνω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἁμαρτάνω.
σημασία1: αποτυγχάνω: βούλομαι καλῶς δρῶνξαμαρτεῖν μᾶλλον ἢ νικᾶν κακῶς = προτιμώ να αποτύχω ενεργώντας σωστά παρά να νικήσω με άδικο τρόπο.
σημασία2: κάνω λάθος, σφάλλω.
ετυμολογία: σύνθετα: ἐξ + ἁμαρτάνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐξανδραποδίζομαι-ρήμα::
* McsElla.ἐξανδραποδίζομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐξανδραποδίζομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐξηνδραποδιζόμην!~παρατατικός:ἐξανδραποδίζομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐξανδραποδιοῦμαι-«θα-υποδουλώσω»!~μέλλοντας-συνήθως-μεταβατικό:ἐξανδραποδίζομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐξηνδραποδίσθην!~παθητικός-αόριστος:ἐξανδραποδίζομαι@wordaryElla,
παρατήρηση: χρησιμοποιείται συνήθως ο μέσος τύπος
σημασία: υποδουλώνω κάποιον.
οικογένεια: παράγωγα: ἐξανδραποδισμός.
Νέα-Ελληνική: εξανδραποδίζω (λόγ.).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐξ + ἀνδραποδίζομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐξανίστημι-ρήμα::
* McsElla.ἐξανίστημι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐξανίστημι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἵστημι.
σημασία1: σηκώνω κάποιον.
σημασία2: εκδιώκω: ἐξανέστησαν τοὺς Κᾶρας ἐκ τῶν νήσων = εξεδίωξαν [ενν. οι Ίωνες] τους Κάρες από τα νησιά.
σημασία3: ως αμετάβ. στην παθ. φωνή και στον αόρ. β΄, παρακ. και υπερσ. της ενεργητικής (ἐξανέστην,ξανέστηκα, ἐξανεστήκειν) ἐξανίσταμαι σηκώνομαι: ἐξαναστησόμεθα μετὰ δεῖπνον = θα σηκωθούμε μετά το δείπνο (από το τραπέζι).
Νέα-Ελληνική: εξανίσταμαι «ξεσηκώνομαι».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐξ + ἀνίστημι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐξάπτω-ρήμα::
* McsElla.ἐξάπτω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐξάπτω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἅπτω.
σημασία1: δένω κάτι από κάπου: ἐξῆψε σχοινίον ἐκ τοῦ ναοῦ = έδεσε ένα σχοινί από το ναό.
σημασία2: ανάβω φωτιά.
σημασία3: μεταφορικά διεγείρω, εξάπτω.
οικογένεια: παράγωγα: ἔξαψις.
Νέα-Ελληνική: εξάπτω (με τη σημ. 3).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐξ + ἅπτω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐξαρκέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἐξαρκέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐξαρκέω-ῶ@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἀρκέω -ῶ.
σημασία1: για αντικείμενα είμαι αρκετός, επαρκώ: ἐξαρκῶ εἴς τι = επαρκώ για κάτι.
σημασία2: ως απρόσωπο ἐξαρκεῖ είναι αρκετό, φτάνει: ἐξαρκέσει σοι τύραννον γενέσθαι = θα σου είναι αρκετό να γίνεις τύραννος.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐξ + ἀρκέω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐξαρτάω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἐξαρτάω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐξαρτάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐξαρτήσομαι-«θα-εξαρτηθώ»!~μέσος-μέλλοντας-παθητική-σημασία:ἐξαρτάω-ῶ@wordaryElla,
χρόνοι: άλλοι βλέπε ἀρτάω.
παρατήρηση: παθ. φωνή ἐξαρτῶμαι
σημασίαα: κρέμομαι από κάτι.
σημασίαβ: εξαρτώμαι από κάτι.
οικογένεια: παράγωγα: εξάρτησις.
Νέα-Ελληνική: εξαρτώμαι (με τη σημ. β).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐξ + ἀρτάω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐξαρτύω-ρήμα::
* McsElla.ἐξαρτύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐξαρτύω@wordaryElla,
σημασία1: προετοιμάζω, εφοδιάζω: ἐξήρτυον τὸνπίπλουν τῶν νεῶν = προετοίμαζαν τα πλοία για να πλεύσουν εναντίον του εχθρού.
σημασία2: μέσ. φωνή ἐξαρτύομαι εφοδιάζω τον εαυτό μου.
οικογένεια: παράγωγα: ἐξάρτυσις «εφοδιασμός».
Νέα-Ελληνική: το παράγ. εξάρτυση «τα ατομικά είδη του στρατιώτη».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐξ + ἀρτύω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἔξειμι-ρήμα::
* McsElla.ἔξειμι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἔξειμι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε εἶμι.
σημασία: εκστρατεύω: ὅταν ἐξῇσαν = όταν εκστράτευαν.
Νέα-Ελληνική: (παράγωγο) εξιτήριο.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐξ + εἶμι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐξελαύνω-ρήμα::
* McsElla.ἐξελαύνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐξελαύνω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἐλαύνω.
σημασία: εκδιώκω κάποιον (από ένα μέρος).
οικογένεια: παράγωγα: ἐξέλασις.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐξ + ἐλαύνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐξεργάζομαι-ρήμα::
* McsElla.ἐξεργάζομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐξεργάζομαι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἐργάζομαι.
σημασία1: τελειώνω εντελώς: ἠπείγοντο τὰπιχώματα ἐξεργάσασθαι = βιάζονταν να τελειώσουν τα οχυρώματα.
σημασία2: πραγματοποιώ κάτι.
οικογένεια: παράγωγα: ἐξεργασία.
Νέα-Ελληνική: το σύνθ. επεξεργάζομαι (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐξ + ἐργάζομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἔξεστι-ρήμα::
* McsElla.ἔξεστι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἔξεστι@wordaryElla,
* McsElla.ἐξῆν!~παρατατικός:ἔξεστι@wordaryElla,
* McsElla.ἐξέσται!~μέλλοντας:ἔξεστι@wordaryElla,
παρατήρηση: απρόσωπο επιτρέπεται, είναι δυνατόν: ἔξεστί μοι = μου επιτρέπεται ή μου είναι δυνατό να...
οικογένεια: παράγωγα: ἐξουσία.
Νέα-Ελληνική: (παράγ.) εξουσία.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐξ + ἐστί.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐξετάζω-ρήμα::
* McsElla.ἐξετάζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐξετάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐξήταζον!~παρατατικός:ἐξετάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐξετάσω!~μέλλοντας:ἐξετάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐξετῶ-(-ᾷς-ᾷ)!~μέλλοντας:ἐξετάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐξήτασα!~αόριστος:ἐξετάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐξήτακα!~παρακείμενος:ἐξετάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐξετασθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:ἐξετάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐξητάσθην!~παθητικός-αόριστος:ἐξετάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐξήτασμαι!~παθητικός-παρακείμενος:ἐξετάζω@wordaryElla,
σημασία1: ερευνώ, εξετάζω: τὸν βίον αὐτοῦ πάνταξετάσω = θα ερευνήσω όλη τη ζωή του.
σημασία2: ανακρίνω: ἐξετάζω τινά τι.
σημασία3: για στρατεύματα επιθεωρώ.
σημασία4: δοκιμάζω, ελέγχω, εξετάζω την ποιότητα ή το χαρακτήρα κάποιου προσώπου ή πράγματος: ἐξετάζω τὸν χρυσόν.
οικογένεια: παράγωγα: ἐξέτασις, ἐξεταστής.
Νέα-Ελληνική: εξετάζω (με τις ίδιες σημ.).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐξ + ἐτάζω (< ἐτὸς «αληθινός»).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐξευρίσκω-ρήμα::
* McsElla.ἐξευρίσκω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐξευρίσκω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε εὑρίσκω.
σημασία1: βρίσκω, ανακαλύπτω: τοὺς συνωμόταςξευρεῖν οὐκ εἶχον = δεν μπορούσαν να εξακριβώσουν ποιοι ήταν οι συνωμότες.
σημασία2: εφευρίσκω.
οικογένεια: παράγωγα: ἐξεύρεσις, ἐξεύρημα.
Νέα-Ελληνική: εξευρίσκω (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐξ + εὑρίσκω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐξηγέομαι-οῦμαι-ρήμα::
* McsElla.ἐξηγέομαι-οῦμαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐξηγέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἡγέομαι -οῦμαι.
σημασία1: διοικώ, είμαι ηγεμόνας: Λακεδαιμόνιοιξηγοῦντο τῶν ἐν τῇ Πελοποννήσῳ πόλεων = οι Λακεδαιμόνιοι ήταν ηγεμόνες των πελοποννησιακών πόλεων.
* οδηγώ ως αρχηγός: ἐξηγήσομαι ἡμᾶς εἰς τὴν Ἑλλάδα = θα σας οδηγήσω στην Ελλάδα.
σημασία2:
σημασίαα: προηγούμαι και δείχνω το δρόμο: ἕπονται ᾗ οὗτοι ἐξηγοῦνται = ακολουθούν το δρόμο που δείχνουν αυτοί.
σημασίαβ: μεταφορικά δείχνω σε κάποιον τι πρέπει να κάνει: ὅ,τι χρὴ ποιεῖν αὐτοῖς ἐξηγοῦ σύ = να τους δείξεις τι πρέπει να κάνουν.
σημασία3: ερμηνεύω κάτι.
σημασία4: διηγούμαι.
Νέα-Ελληνική: εξηγώ (με σημ. 3).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐξ + ἡγέομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἑξῆς-επίρρημα::
* McsElla.ἑξῆς-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ἑξῆς@wordaryElla,
σημασία1: με τη σειρά: γέγραπται δὲ ἑξῆς, ὡς ἕκασταγένετο = έχει γραφτεί ο πόλεμος με τη σειρά, όπως συνέβησαν τα γεγονότα ένα ένα.
σημασία2: τὰ τούτων ἑξῆς αυτά που ακολουθούν.
Νέα-Ελληνική: εξής (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: *σεχ- (ἔχομαι).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐξικνέομαι-οῦμαι-ρήμα::
* McsElla.ἐξικνέομαι-οῦμαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐξικνέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἱκνέομαι -οῦμαι.
σημασία: φθάνω: τὸ σὸν ὄμμα ἐπὶ πολλὰ στάδιαξικνεῖται = η όρασή σου φτάνει σε μεγάλη απόσταση.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐξ + ἱκνέομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἕξις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἕξις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἕξις-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: το να κατέχει κάποιος κάτι: ἐπιστήμης ἕξις.
σημασία2: η κατάσταση του σώματος ή της ψυχής.
σημασία3: συνήθεια, έξη.
Νέα-Ελληνική: έξη (με τη σημ. 3).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *ἕξ- (ἕξω < ἔχω) + παρ. επίθ. -ις.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐξίστημι-ρήμα::
* McsElla.ἐξίστημι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐξίστημι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἵστημι.
σημασία1: βγάζω κάτι / κάποιον από τη θέση του: ἐξίστημί τινα τοῦ φρονεῖν = τον κάνω να χάσει τα λογικά του.
σημασία2: ως αμετάβατο στη μέση φωνή και στον αόρ. β´, παρακ. και υπερσ. ενεργητικής φωνής (ἐξέστην,ξέστηκα, ἐξεστήκειν) ἐξίσταμαι
σημασίαα: απομακρύνομαι από κάπου: ἐκ τοῦ μέσου ἐξίσταμαι = απομακρύνομαι από τη μέση.
σημασίαβ: μεταφορικά απομακρύνομαι, εγκαταλείπω κάποιον ή κάτι: ἐξίσταμαι τῆς φιλίας τῶν μαθητῶν = εγκαταλείπω ( διακόπτω) τη φιλία με τους μαθητές μου.
οικογένεια: παράγωγα: ἔκστασις, ἐκστατικός.
Νέα-Ελληνική: εξίσταμαι (λόγ. φρ. απορώ και εξίσταμαι).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐξ + ἵστημι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἔξοδος-όδου-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἔξοδος-όδου-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἔξοδος-όδου-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: εκστρατεία: ἔξοδον ἐποιήσαντο ἐπὶ τὸ στρατόπεδον = έκαναν εκστρατεία εναντίον του στρατοπέδου.
σημασία2: τέλος: ἐπ᾽ ἐξόδῳ τοῦ ζῆν = στο τέλος της ζωής.
σημασία3: το τελευταίο μέρος της τραγωδίας.
οικογένεια: παράγωγα: ἐξοδεύω.
Νέα-Ελληνική: έξοδος.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐξ + ὁδός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐξόλλυμι--ἐξολλύω-ρήμα::
* McsElla.ἐξόλλυμι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ἐξολλύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐξολλύω@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐξόλλυμι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἀπόλλυμι.
σημασία: εξολοθρεύω: ἀνθρώπους ἐξόλλυμι.
οικογένεια: παράγωγα: ἐξώλης.
Νέα-Ελληνική: στη φρ. εξώλης καὶ προώλης «τελείως κατεστραμμένος, αφανισμένος» (σε κατάρες).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐξ + ὄλλυμι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐξόμνυμι--ἐξομνύω-ρήμα::
* McsElla.ἐξόμνυμι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ἐξομνύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐξομνύω@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐξόμνυμι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ὄμνυμι.
ἐξόμνυμι & κυρίως στη μέση φωνή ἐξόμνυμαι αρνούμαι με όρκο: ἃ οἶδεν ἐξόμνυται = αρνείται ενόρκως ότι γνωρίζει αυτά που όντως γνωρίζει.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐξ + ὄμνυμι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐξορμάω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἐξορμάω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐξορμάω-ῶ@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ὁρμάω -ῶ.
σημασία1: στέλνω προς τα έξω: ἐξορμῶ ναῦν = βγάζω το πλοίο στο πέλαγος.
σημασία2: παρακινώ: ἐξορμῶ τινα ἐπὶ τὴν ἀρετήν.
σημασία3: με τη σημερινή σημασία εξορμώ.
οικογένεια: παράγωγα: ἐξόρμησις.
Νέα-Ελληνική: εξορμώ (με τη σημ. 3).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐξ + ὁρμάω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐξορμίζω-ρήμα::
* McsElla.ἐξορμίζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐξορμίζω@wordaryElla,
σημασία: βγάζω το πλοίο από τον όρμο, το λιμάνι.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐξ + ὁρμίζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐξοστρακίζω-ρήμα::
* McsElla.ἐξοστρακίζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐξοστρακίζω@wordaryElla,
σημασία: εξορίζω με οστρακισμό (γράφοντας επάνω σε όστρακο το όνομα αυτού που θα εξοριζόταν).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐξ + ὀστρακίζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐξυβρίζω-ρήμα::
* McsElla.ἐξυβρίζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐξυβρίζω@wordaryElla,
σημασία: γίνομαι θρασύς: εὐπραγίαις οὐκ ἐξυβρίζομεν = όταν ευτυχούμε, δε γινόμαστε θρασείς.
Νέα-Ελληνική: εξυβρίζω.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐξ + ὑβρίζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἔξωθεν-επίρρημα::
* McsElla.ἔξωθεν-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ἔξωθεν@wordaryElla,
σημασία1: απ᾿ έξω.
σημασία2: έξω.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἔξω + παρ. επίθ. -θεν.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐξωθέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἐξωθέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐξωθέω-ῶ@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ὠθέω -ῶ.
σημασία: εκδιώκω, απομακρύνω, εξορίζω.
Νέα-Ελληνική: εξωθώ «σπρώχνω, παρασύρω».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐξ + ὠθέω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐξώλης-ης-ες-επίθετο::
* McsElla.ἐξώλης-ης-ες-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἐξώλης-ης-ες@wordaryElla,
* McsElla.ἐξωλέστερος!~συγκριτικός:ἐξώλης-ης-ες@wordaryEllα,
* McsElla.ἐξωλέστατος!~υπερθετικός:ἐξώλης-ης-ες@wordaryElla,
σημασία: αυτός που είναι εντελώς κατεστραμμένος, συχνά σε κατάρες και όρκους: ἐξώλης ἀπολοίμην καὶ προώλης, εἰ... = να χαθώ, αν...
Νέα-Ελληνική: στη λόγ. φρ. εξώλης και προώλης «άνθρωπος εντελώς διεφθαρμένος».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐξ + *ὄλ- (ὄλλυμι) > *ἐξώλ- + -ης.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἔοικα-ρήμα::
* McsElla.ἔοικα!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἔοικα@wordaryElla,
* McsElla.ἔοικα!~παρακείμενος-σημασία-ενεστώτα:ἔοικα@wordaryElla,
* McsElla.εἴξασι!~παρακείμενος-σημασία-ενεστώτα-γ΄πληθυντικός:ἔοικα@wordaryElla,
* McsElla.εἴξω!~μέλλοντας:ἔοικα@wordaryElla,
* McsElla.ἐῴκειν!~υπερσυντέλικος-σημασία-παρατατικού:ἔοικα@wordaryElla,
σημασία1: μοιάζω με κάποιον / κάτι: δαιμονίᾳ ἔοικεν εὐεργεσίᾳ = μοιάζει (αυτό που συνέβηκε) με θεία ευεργεσία.
σημασία2: με απαρέμφατο φαίνομαι να...
* ως απρόσωπο ἔοικεν φαίνεται: ὡς ἔοικεν = όπως φαίνεται.
σημασία3: μετοχή ἐοικὼς ή εἰκώς, ἐοικυῖα, ἐοικὸς ή εἰκός
σημασίαα: που μοιάζει: φόβος οὐδενὶ ἐοικώς = που δε μοιάζει με κανέναν προηγούμενο.
σημασίαβ: πιθανός, εύλογος.
οικογένεια: παράγωγα: εἰκότως «λογικά».
ετυμολογία: *Fεικ -, *Fοικ- (εἴκω, εἰκών).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπαγγελία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἐπαγγελία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἐπαγγελία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: ως νομικός όρος καταγγελία: ἐπαγγελία πρὸς τοὺς θεσμοθέτας = καταγγελία (κάποιου) ενώπιον των θεσμοθετών.
σημασία2: υπόσχεση, διαβεβαίωση.
Νέα-Ελληνική: επαγγελία (με τη σημ. 2 και στη λόγ. φρ. Γη της Επαγγελίας).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἐπαγγέλ-λομαι + παρ. επίθ. -ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπαγγέλλω-ρήμα::
* McsElla.ἐπαγγέλλω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐπαγγέλλω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἀγγέλλω.
σημασία1: προκηρύσσω, αναγγέλλω: ἐκεχειρίαν, πόλεμον ἐπαγγέλλω.
σημασία2: διατάζω.
σημασία3: ως νομικός όρος καταγγέλλω.
σημασία4: στη μέση φωνή ἐπαγγέλλομαι
σημασίαα: υπόσχομαι: ἐπηγγείλαντο ξυμπολεμεῖν = υποσχέθηκαν να πολεμήσουν στο πλευρό τους.
σημασίαβ: ασκώ ή ασκώ ως επάγγελμα: ἀρετὴν ἐπαγγέλλομαι = ασκώ την αρετή. τοῦτό ἐστι τὸ ἐπάγγελμα ὃπαγγέλλομαι = αυτό είναι το επάγγελμα που ασκώ.
οικογένεια: παράγωγα: ἐπαγγελία, ἐπάγγελμα.
Νέα-Ελληνική: επαγγέλλομαι (με τις σημ. 4α, β).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐπί + ἀγγέλλω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπάγω-ρήμα::
* McsElla.ἐπάγω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐπάγω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἄγω.
σημασία1: επιφέρω: κινδύνους ἐπάγω τινί = προκαλώ σε κάποιον κινδύνους.
σημασία2: οδηγώ κάποιον (εναντίον κάποιου): ἐπάγω τινὰ ἐπί τινα = οδηγώ κάποιον εναντίον κάποιου.
σημασία3: ἐπάγω δίκην / γραφὴν τινί = καταθέτω καταγγελία εναντίον κάποιου στο δικαστήριο.
σημασία4: μέση φωνή ἐπάγομαι
σημασίαα: προμηθεύομαι: ἐκ θαλάσσης ὧν δέονται ἐπάξονται = όσα χρειάζονται θα τα προμηθευτούν διά θαλάσσης.
σημασίαβ: προσκομίζω (μαρτυρίες κτλ.): ἐπάγομαι τὸν Ἡσίοδον μάρτυρα = προσκομίζω ως μάρτυρά μου τον Ησίοδο.
Νέα-Ελληνική: επάγεται «προκύπτει ως αποτέλεσμα, συνεπάγεται».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐπί + ἄγω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπαινέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἐπαινέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐπαινέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐπῄνουν!~παρατατικός:ἐπαινέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐπαινέσω!~μέλλοντας:ἐπαινέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐπαινέσομαι-πιο-συχνά!~μέλλοντας:ἐπαινέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐπῄνεσα!~αόριστος:ἐπαινέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐπῄνεκα!~παρακείμενος:ἐπαινέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐπαινεθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:ἐπαινέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐπῃνέθην!~παθητικός-αόριστος:ἐπαινέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐπῄνημαι!~παθητικός-παρακείμενος:ἐπαινέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: εγκρίνω, επιδοκιμάζω: ἐπαινεσάντων δ' αὐτῶν = όταν αυτοί έδωσαν την έγκρισή τους.
σημασία2: επαινώ.
Νέα-Ελληνική: επαινώ (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐπί + αἰνέω < αἶνος, ὁ «εγκώμιο, έπαινος», ίσως συγγεν. με αρχ. γερμ. eid «όρκος».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπαίρω-ρήμα::
* McsElla.ἐπαίρω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐπαίρω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε αἴρω.
σημασία1: σηκώνω, υψώνω: ἐπαίρω τὴν φωνήν = υψώνω τη φωνή μου.
σημασία2: παθ. φωνή ἐπαίρομαι υπερηφανεύομαι: ὑμᾶς χρὴ μὴ πρὸς τὰς τύχας τῶν ἐναντίωνπαίρεσθαι = δεν πρέπει να υπερηφανεύεστε για τις δυστυχίες των εχθρών σας.
οικογένεια: παράγωγα: ἔπαρσις.
Νέα-Ελληνική: επαίρομαι (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐπί + αἴρω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπαιτιάομαι-ῶμαι-ρήμα::
* McsElla.ἐπαιτιάομαι-ῶμαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐπαιτιάομαι-ῶμαι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε αἰτιάομαι -ῶμαι.
σημασία: κατηγορώ: ἐπαιτιῶμαί τινά τινος = κατηγορώ κάποιον για κάτι.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐπί + αἰτιάομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπαΐω-ρήμα::
* McsElla.ἐπαΐω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐπαΐω@wordaryElla,
παρατήρηση: εύχρηστο στον ενεστώτα
σημασία: γνωρίζω καλά κάτι: οὐκ ἐπαΐει τι τούτων = δε γνωρίζει καλά κάτι από αυτά.
* μετοχή ἐπαΐων ο γνώστης: οἱ τῆς αὐλήσεωςπαΐοντες = οι γνώστες της τέχνης του αυλού.
Νέα-Ελληνική: επαΐων «γνώστης, ειδικός».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐπί + ἀΐω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπακτός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.ἐπακτός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἐπακτός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία: αυτός που τον φέρνουν από ξένη χώρα: ἐπακτὸς σῖτος = εισαγόμενο σιτάρι. ἐπακτὴ δύναμις = δύναμη ξένων μισθοφόρων στρατιωτών.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἐπάγ-ω + παρ. επίθ. -τός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπάνειμι-ρήμα::
* McsElla.ἐπάνειμι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐπάνειμι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε εἶμι.
παρατήρηση: χρησιμοποιείται ως μέλλ. του βλέπε ἐπανέρχομαι.
σημασία: θα επανέλθω: ἐγὼ δὲ ἔνθεν ἐξέβην ἐπάνειμι = και εγώ θα επανέλθω στο σημείο της διήγησης από όπου είχα κάνει την παρέκβαση.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐπαν- (σύνθετα: ἐπί + ἀνά) + εἶμι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπανέρχομαι-ρήμα::
* McsElla.ἐπανέρχομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐπανέρχομαι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἔρχομαι.
σημασία1: επανέρχομαι, επιστρέφω: ἐπανέρχομαι ἐκ Πειραιῶς.
σημασία2: ανακεφαλαιώνω: ἐξ ἀρχῆς ἐπάνελθε αὐτά = ανακεφαλαίωσέ τα από την αρχή.
Νέα-Ελληνική: επανέρχομαι (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐπαν- (σύνθετα: ἐπί + ἀνά) + ἔρχομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπανίστημι-ρήμα::
* McsElla.ἐπανίστημι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐπανίστημι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἵστημι.
σημασία1: υψώνω, χτίζω πάλι κάτι: τὰ τείχηπανέστησαν = ξανάχτισαν τα τείχη.
σημασία2: στην παθ. φωνή, στο μέσο μέλλ., στον αόρ. β´ και στον παρακ. ενεργ. φωνής (ἐπαναστήσομαι,πανέστην, ἐπανέστηκα) ἐπανίσταμαι
σημασίαα: σηκώνομαι (από τη θέση μου).
σημασίαβ: επαναστατώ: ἢν ἡ δουλεία ἐπανιστῆται = αν επαναστήσουν οι δούλοι.
οικογένεια: παράγωγα: ἐπανάστασις.
Νέα-Ελληνική: το ομόρριζο επανάσταση.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐπαν- (σύνθετα: ἐπί + ἀνά) + ἵστημι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπανορθόω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἐπανορθόω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐπανορθόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐπηνώρθουν!~παρατατικός-διπλή-αύξηση:ἐπανορθόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐπηνώρθωσα!~αόριστος-διπλή-αύξηση:ἐπανορθόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐπηνώρθωκα!~παρακείμενος-διπλή-αύξηση:ἐπανορθόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐπηνωρθούμην!~μέσος-παρατατικός-διπλή-αύξηση:ἐπανορθόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐπανορθώσομαι!~μέσος-μέλλοντας:ἐπανορθόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐπανορθωθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:ἐπανορθόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐπηνωρθωσάμην!~μέσος-αόριστος:ἐπανορθόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐπηνωρθώθην!~παθητικός-αόριστος-διπλή-αύξηση:ἐπανορθόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐπηνώρθωμαι!~παθητικός-παρακείμενος-διπλή-αύξηση:ἐπανορθόω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: επανορθώνω, ξαναφέρνω κάτι στην προηγούμενη καλή κατάστασή του: ἐπανορθῶ τὴν δύναμιν.
σημασία2: διορθώνω: ἐπανορθῶ τὸ ἁμάρτημα, τοὺς νόμους = διορθώνω το σφάλμα, τους νόμους.
Νέα-Ελληνική: επανορθώνω (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐπαν- (σύνθετα: ἐπί + ἀνά) + ὀρθόω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπαρκέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἐπαρκέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐπαρκέω-ῶ@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἀρκέω -ῶ.
σημασία: χορηγώ, εφοδιάζω: ἐπαρκῶ τινί τι = χορηγώ σε κάποιον κάτι.
οικογένεια: παράγωγα: ἐπαρκής, ἐπαρκούντως.
Νέα-Ελληνική: επαρκώ «είμαι αρκετός, φτάνω».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐπί + ἀρκέω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπεὶ-σύνδεσμος::
* McsElla.ἐπεὶ-σύνδεσμος@wordaryElla,
* McsElla.σύνδεσμος.ἐπεὶ@wordaryElla,
σημασία1: χρονικός αφού, όταν: ἐπεὶ ἡμέρα ἐγένετο = όταν ξημέρωσε...
σημασία2: αιτιολογικός επειδή: ἐπεὶ ταῦθ' οὕτως ἔχει = επειδή έτσι έχουν τα πράγματα αυτά.
οικογένεια:σύνθετα: ἐπάν.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐπί + εἰ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπείγω-ρήμα::
* McsElla.ἐπείγω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐπείγω@wordaryElla,
* McsElla.ἤπειγον!~παρατατικός:ἐπείγω@wordaryElla,
* McsElla.ἤπειξα!~αόριστος:ἐπείγω@wordaryElla,
* McsElla.ἐπείξομαι!~μέσος-μέλλοντας-παθητική-σημασία:ἐπείγω@wordaryElla,
* McsElla.ἠπείχθην!~παθητικός-αόριστος:ἐπείγω@wordaryElla,
* McsElla.ἤπειγμαι!~παθητικός-παρακείμενος:ἐπείγω@wordaryElla,
σημασία1: μέση φωνή ἐπείγομαι επισπεύδω κάτι: ἐπείγεται τὸν πλοῦν.
σημασία2: παθ. φωνή ἐπείγομαι βιάζομαι, επείγομαι: ἐπείγετο οἴκαδε = βιαζόταν να γυρίσει στο σπίτι του.
Νέα-Ελληνική: επείγει «είναι επείγον» & επείγομαι (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπειδὰν-σύνδεσμος::
* McsElla.ἐπειδὰν-σύνδεσμος@wordaryElla,
* McsElla.σύνδεσμος.ἐπειδὰν@wordaryElla,
παρατήρηση: είναι χρονικός σύνδεσμος και ακολουθείται από υποτακτική οποτεδήποτε, κάθε φορά που: ἐπειδὰν ὅσιόν τι ποιῇς = κάθε φορά που κάνεις κάτι όσιο.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐπειδή + ἄν.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπειδὴ-σύνδεσμος::
* McsElla.ἐπειδὴ-σύνδεσμος@wordaryElla,
* McsElla.σύνδεσμος.ἐπειδὴ@wordaryElla,
σημασία1: χρονικός αφού, όταν: ἐπειδὴ ἐγγὺς τῆς πόλεως ἦν = όταν έφθασε κοντά στην πόλη. διενείμαντο τὴν ἀρχὴν Ζεὺς καὶ ὁ Ποσειδῶν καὶ ὁ Πλούτων, ἐπειδὴ παρὰ τοῦ πατρὸς παρέλαβον = μοιράστηκαν την εξουσία ο Δίας, ο Ποσειδώνας και ο Πλούτωνας, όταν την παρέλαβαν από τον πατέρα τους.
σημασία2: αιτιολογικός επειδή.
Νέα-Ελληνική: επειδή (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐπεί + δή.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἔπειμι(Α)-ρήμα::
* McsElla.ἔπειμι(Α)!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἔπειμι(Α)@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε εἰμὶ.
σημασία1: είμαι ή υπάρχω επάνω σε κάτι: ἐπὶ τῷ ποταμῷ πύλαι ἔπεισι = στο ποτάμι υπάρχουν περάσματα.
σημασία2: για ποινές ή αμοιβές είμαι καθορισμένος: ἔσχαται τιμωρίαι ἐπὶ ταῖς ἐπαγγελίαις ἔπεισιν = έχουν καθοριστεί έσχατες τιμωρίες για τις καταγγελίες.
σημασία3: επίκειμαι: ἐπόντος τοῦ φόβου τούτου = καθώς ήταν επικείμενος αυτός ο κίνδυνος...
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐπί + εἰμί.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἔπειμι(Β)-ρήμα::
* McsElla.ἔπειμι(Β)!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἔπειμι(Β)@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε εἶμι.
παρατήρηση: ως μέλλοντας του βλέπε ἐπέρχομαι
σημασία1: επιτίθεμαι: ἐπίωμεν ἐπὶ τοὺς ἀδικοῦντας = ας επιτεθούμε σε αυτούς που μας αδικούν.
* μετοχή ως ουσιαστικό οἱ ἐπιόντες οι επιτιθέμενοι.
σημασία2: παρουσιάζομαι (για να μιλήσω).
σημασία3: κατεβαίνω στο κεφάλι: ὅ,τι ἂν ἐπίῃ μοι = ό,τι μου κατέβει στο κεφάλι.
σημασία4: με χρονική σημ., συνήθως στη μτχ. ἐπιών, -οῦσα, -ὸν αυτός που ακολουθεί: ἡ ἐπιοῦσα ἡμέρα = η επόμενη μέρα. ἐν τῷ ἐπιόντι χρόνῳ = στο μέλλον.
Νέα-Ελληνική: η επιούσα (λόγ.) «η επόμενη μέρα», ο επιούσιος (άρτος «το ψωμί της αυριανής μέρας»).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐπί + εἶμι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπείπερ-σύνδεσμος::
* McsElla.ἐπείπερ-σύνδεσμος@wordaryElla,
* McsElla.σύνδεσμος.ἐπείπερ@wordaryElla,
παρατήρηση: χρονικός και αιτιολογικός
σημασία: όταν, επειδή.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐπεί + περ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπέκεινα-επίρρημα::
* McsElla.ἐπέκεινα-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ἐπέκεινα@wordaryElla,
παρατήρηση: τοπικό πέρα από: οἱ ἐπέκεινα Εὐφράτου = όσοι κατοικούν πέρα από τον Ευφράτη. οἱπέκεινα χρόνοι = τα παλαιότερα χρόνια.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐπί + ἐκεῖνα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπελαύνω-ρήμα::
* McsElla.ἐπελαύνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐπελαύνω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἐλαύνω.
σημασία: βαδίζω, εκστρατεύω εναντίον κάποιου.
οικογένεια: παράγωγα: ἐπέλασις.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐπί + ἐλαύνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπέξειμι-ρήμα::
* McsElla.ἐπέξειμι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐπέξειμι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε εἶμι.
παρατήρηση: ως μέλλοντας του βλέπε ἐπεξέρχομαι
σημασία1: βγαίνω εναντίον κάποιου: ἐπέξειμί τινι ἐς μάχην = βγαίνω εναντίον κάποιου σε μάχη.
σημασία2: ασκώ δίωξη εναντίον κάποιου: ἐπέξειμί τινι φόνου = μηνύω κάποιον για φόνο.
σημασία3: εξετάζω κάτι λεπτομερώς.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐπί + ἔξειμι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπεξέρχομαι-ρήμα::
* McsElla.ἐπεξέρχομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐπεξέρχομαι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἔρχομαι.
σημασία1: βγαίνω εναντίον κάποιου: ἐπεξῆλθον διώκοντες ἐπὶ πολύ = βγήκαν εναντίον τους καταδιώκοντάς τους για μεγάλο διάστημα.
σημασία2: ασκώ δίωξη εναντίον κάποιου.
σημασία3: συζητώ, εξετάζω κάτι λεπτομερώς: ὅσον δυνατὸν ἀκριβείᾳ περὶ ἑκάστου ἐπεξῆλθον = εξέτασα με όλη τη δυνατή ακρίβεια καθένα από τα γεγονότα (που συνέβησαν κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο, λέγει ο Θουκυδίδης).
Νέα-Ελληνική: το σύνθ. αντεπεξέρχομαι.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐπί + ἐξέρχομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπέρχομαι-ρήμα::
* McsElla.ἐπέρχομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐπέρχομαι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἔρχομαι.
σημασία1: επιτίθεμαι: ἐπέρχονται ἡμῖν ὡς οὐκ ἀμυνουμένοις = μας επιτίθενται νομίζοντας ότι δε θα αμυνθούμε.
σημασία2: κατεβαίνω στο κεφάλι: ὅ,τι ἂν ἐπέλθῃ = ό,τι μου κατέβει στο κεφάλι.
Νέα-Ελληνική: επέρχομαι (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐπί + ἔρχομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπερωτάω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἐπερωτάω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐπερωτάω-ῶ@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἐρωτάω -ῶ.
σημασία: ρωτώ, συμβουλεύομαι: τὸ χρηστήριονπερωτῶ = ρωτώ το μαντείο.
οικογένεια: παράγωγα: ἐπερώτησις.
Νέα-Ελληνική: επερώτηση.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐπί + ἐρωτάω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπέχω-ρήμα::
* McsElla.ἐπέχω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐπέχω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἔχω.
σημασία: σταματώ, αναστέλλω: ἐπέσχον τὸ τοῖς Ἀθηναίοις ἐπιχειρεῖν = σταμάτησαν την εναντίον των Αθηναίων προσβολή.
Νέα-Ελληνική: επέχω «μεσολαβώ ως».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐπί + ἔχω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπήκοος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἐπήκοος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἐπήκοος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία: αυτός που ακούει με προσοχή: ἐπήκοοι καὶ θεαταὶ τῶν δικῶν.
* εἰς ἐπήκοον σε απόσταση που να ακούγεται κάποιος.
Νέα-Ελληνική: στη λόγ. φρ. εις επήκοον πάντων.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐπί + *ἄκου-ος (ἀκούω), παράβαλε ἀκο-ή.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἔπηλυς-υς-υ-επίθετο::
* McsElla.ἔπηλυς-υς-υ-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἔπηλυς-υς-υ@wordaryElla,
σημασία: αυτός που έχει έρθει από ξένη χώρα, ο ξένος.
Νέα-Ελληνική: έπηλυς (λόγ.).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐπί + *ἠλ- (ἐλ- < ἐλ-αύνω, παράβαλε ἱππ-ηλ-άτης) + -υς, παράβαλε και ἐλ-ήλυ-θα < ἔρχομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπὴν-σύνδεσμος::
* McsElla.ἐπὴν-σύνδεσμος@wordaryElla,
* McsElla.σύνδεσμος.ἐπὴν@wordaryElla,
παρατήρηση: χρονικός, που συντάσσεται με υποτακτική
σημασία: κάθε φορά που, οσάκις.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐπεί + ἤν.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπηρεάζω-ρήμα::
* McsElla.ἐπηρεάζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐπηρεάζω@wordaryElla,
σημασία1: παρενοχλώ κάποιον.
σημασία2: παθ. φωνή ἐπηρεάζομαι προσβάλλομαι: πῶς ἂν μᾶλλον ἐπηρεάζετο = πώς θα υπήρχε τρόπος να προσβληθεί περισσότερο.
Νέα-Ελληνική: επηρεάζω «ασκώ επήρεια, επίδραση».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *ἐπ-ηρής (< ἀρειὴ «απειλή») + παρ. επίθ. -άζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπὶ-πρόθεση::
* McsElla.ἐπὶ-πρόθεση@wordaryElla,
* McsElla.πρόθεση.ἐπὶ@wordaryElla,
σημασίαΑ: με γενική δηλώνει
σημασία1: τόπο
σημασίαα: επάνω: ἐπὶ γῆς.
σημασίαβ: προς: ἔπλεον ἐπὶ Λέσβου = έπλεαν προς τη Λέσβο.
σημασία2: χρόνο κατά, επί: ἐπὶ τοῦ προτέρου πολέμου = κατά τον προηγούμενο πόλεμο.
σημασία3: με γενική προσώπου ενώπιον, μπροστά σε: ἐπὶ μαρτύρων, ἐπὶ δικαστοῦ.
σημασία4: επικεφαλής: ὁ ἐπὶ τῶν ἵππων = ο αρχηγός του ιππικού.
σημασίαΒ: με δοτική δηλώνει
σημασία1: επάνω: ἐπὶ ταῖς κεφαλαῖς.
σημασία2: κοντά, πλησίον: πόλις ἐπὶ τῇ θαλάσσῃ.
σημασία3: αιτία εξαιτίας, για: ᾐσχύνοντο ἐπὶ τοῖς κοινοῖς ἁμαρτήμασιν = ντρέπονταν για τις κοινές αποτυχίες.
σημασία4: σκοπό για να: ἐπὶ τῷ κερδαίνειν πᾶν ἂν οὗτος ποιήσειε = αυτός θα έκανε τα πάντα για το κέρδος.
σημασία5: επίβλεψη, αρχηγία: κατέλιπεν ἐπὶ ταῖς ναυσὶν Ἀντίοχον = άφησε τον Αντίοχο ως αρχηγό των πλοίων.
σημασία6: όρο, προϋπόθεση: ἠρώτα ἐπὶ τίσιν ἂν σύμμαχος γένοιτο = ρωτούσε με ποιους όρους θα γινόταν σύμμαχος.
* τὸ ἐπ᾿ ἐμοὶ όσο εξαρτάται από μένα.
σημασίαΓ: με αιτιατική δηλώνει
σημασία1: επάνω: θέμενος κρέα ἐπὶ τὰ γόναταδείπνει = αφού έβαλε το κρέας πάνω στα γόνατά του, έτρωγε.
σημασία2: εναντίον: ἐστράτευσαν ἐπὶ τοὺς πολεμίους = εκστράτευσαν εναντίον των εχθρών.
σημασία3: χρονική διάρκεια: ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας.
σημασία4: σκοπό: ἐπὶ τοῦτο ἦλθον = ήρθαν με αυτόν το σκοπό.
σημασίαΔ: ως α΄ συνθετικό δηλώνει
σημασία1: επάνω, π.χ. ἐπιβαίνω.
σημασία2: εναντίον, π.χ. ἐπιχειρῶ.
σημασία3: κατόπιν, ύστερα, π.χ. ἐπιγίγνομαι.
σημασία4: προσθήκη, π.χ. ἐπαυξάνω.
σημασία5: επίταση, π.χ. ἐπιποθῶ.
Νέα-Ελληνική: επί (λόγ.).
ετυμολογία: ομόρρ. με αρχ. ινδ. ápi, αρχ. περσ. apiy κτλ..
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπιβαίνω-ρήμα::
* McsElla.ἐπιβαίνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐπιβαίνω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε βαίνω.
σημασία1: πατώ επάνω σε κάτι: ἐπιβαίνω τῶν ὅρων τῆς χώρας = πατώ τα σύνορα της χώρας.
σημασία2: ανεβαίνω: ἐπιβαίνω ἐπὶ τὸν ἵππον = ανεβαίνω στο άλογο. με δοτ. ἐπειρῶντο ταῖς ναυσὶν ἐπιβαίνειν = προσπαθούσαν να ανεβούν στα πλοία.
Νέα-Ελληνική: επιβαίνω (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐπί + βαίνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπιβάλλω-ρήμα::
* McsElla.ἐπιβάλλω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐπιβάλλω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε βάλλω.
σημασία1: βάζω ή ρίχνω κάτι επάνω σε κάτι: ἐπέβαλον τοὺς νεκροὺς ἐπὶ τὰς ἁμάξας.
σημασία2: πέφτω, αναλογώ σε κάποιον: ὅσονπέβαλεν αὐτοῖς = όσο τους αναλογούσε. τὸπιβάλλον (μέρος) = το μερίδιο κάποιου.
σημασία3: μέση φωνή ἐπιβάλλομαι βάζω επάνω μου: δουλείαν ἐπιβαλεῖται ἡ πόλις = η πόλη θα επιβάλει στον εαυτό της τη δουλεία.
Νέα-Ελληνική: επιβάλλω «ορίζω, καθορίζω» (λ.χ. τιμωρία).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐπί + βάλλω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπιβολή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἐπιβολή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἐπιβολή-ῆς-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: το να βάζει κανείς κάτι επάνω σε κάτι άλλο: ἡ τοῦ ἱματίου ἐπιβολή = η κάλυψη (του σώματος) με το ιμάτιο.
σημασία2: πρόστιμο: ἐπιβολὰς ἐπιβάλλω = επιβάλλω πρόστιμα.
Νέα-Ελληνική: επιβολή «καθορισμός» (λ.χ. φόρου κτλ.).
ετυμολογία: παράγ./σύνθ. ἐπί + *βολ- (βάλλω) + παρ. επίθ. -ὴ ως παράγ. ουσ. του ἐπιβάλλω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπιβουλεύω-ρήμα::
* McsElla.ἐπιβουλεύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐπιβουλεύω@wordaryElla,
* McsElla.ἐπιβουλεύσομαι-«θα-γίνω-αντικείμενο-επιβουλών»!~μέσος-μέλλοντας-παθητική-σημασία:ἐπιβουλεύω@wordaryElla,
* McsElla.ἐπιβουλευθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:ἐπιβουλεύω@wordaryElla,
* McsElla.ἐπεβουλεύθην!~παθητικός-αόριστος:ἐπιβουλεύω@wordaryElla,
χρόνοι: άλλοι βλέπε βουλεύω.
σημασία1: σκέπτομαι ή σχεδιάζω κάτι κακό: κακὸνπιβουλεύω τῇ πόλει = σχεδιάζω κάτι κακό για την πόλη.
σημασία2: με απαρέμφατο σχεδιάζω να..., σκοπεύω να...
σημασία3: παθ. φωνή ἐπιβουλεύομαι γίνομαι αντικείμενο επιβουλών.
οικογένεια: παράγωγα: ἐπιβούλευμα, ἐπιβούλευσις,πιβουλευτής, ἐπιβουλευτικός, ἐπιβουλή.
Νέα-Ελληνική: επιβουλεύομαι (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐπί + βουλεύω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπιβουλή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἐπιβουλή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἐπιβουλή-ῆς-ἡ@wordaryElla,
σημασία: σχέδιο εναντίον κάποιου, επιβουλή: ἐξπιβουλῆς θανών = νεκρός από επιβουλή.
Νέα-Ελληνική: επιβουλή (λόγ.).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἐπιβουλ-εύομαι + παρ. επίθ. -ή.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπιγίγνομαι-ρήμα::
* McsElla.ἐπιγίγνομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐπιγίγνομαι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε γίγνομαι.
σημασία1:
σημασίαα: γίνομαι ή έρχομαι, χρονικά, έπειτα από κάποιον ή κάτι: ἀντὶ τῶν θανόντων ἕτεροιπιγενήσονται = στη θέση αυτών που πέθαναν θα έρθουν άλλοι. τῇ ἐπιγενομένῃ ἡμέρᾳ = την επόμενη ημέρα.
σημασίαβ: ως ουσιαστικό οἱπιγενόμενοι οι μεταγενέστεροι (άνθρωποι).
σημασία2: συμβαίνω έπειτα από κάτι, επακολουθώ: ἄνεμος ἐπεγένετο τῇ φλογί = μετά την πυρκαγιά ακολούθησε ο άνεμος.
Νέα-Ελληνική: επιγενόμενοι (με τη σημ. 1β).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐπί + γίγνομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπιγιγνώσκω-ρήμα::
* McsElla.ἐπιγιγνώσκω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐπιγιγνώσκω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε γιγνώσκω.
σημασία1: ανακαλύπτω, συνειδητοποιώ κάτι.
σημασία2: κρίνω, αποφασίζω.
οικογένεια: παράγωγα: ἐπίγνωσις.
Νέα-Ελληνική: το παράγ. επίγνωση.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐπί + γιγνώσκω]
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπιγράφω-ρήμα::
* McsElla.ἐπιγράφω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐπιγράφω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε γράφω.
σημασία1: γράφω πάνω σε μια επιφάνεια, εγχαράσσω.
σημασία2: καταχωρίζω το όνομα ενός πολίτη στον κατάλογο για σκοπούς φορολόγησης, επιβάλλω δημόσιο βάρος σε κάποιον.
σημασία3: γενικά καταχωρίζω το όνομα του πολίτη σε δημόσιο κατάλογο.
οικογένεια: παράγωγα: ἐπίγραμμα, ἐπιγραφή.
Νέα-Ελληνική: επιγράφω (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐπί + γράφω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπιδείκνυμι--ἐπιδεικνύω-ρήμα::
* McsElla.ἐπιδείκνυμι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ἐπιδεικνύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐπιδεικνύω@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐπιδείκνυμι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε δείκνυμι.
σημασία1: ἐπιδείκνυμι ή συχνότερα στη μέση φωνή ἐπιδείκνυμαι επιδεικνύω: τὴν ἐμαυτοῦ σοφίανπιδείκνυμαι.
σημασία2: αποδεικνύω: ἐπιδείκνυμί τινα δωροδοκήσαντα = αποδεικνύω ότι κάποιος δωροδοκήθηκε.
Νέα-Ελληνική: επιδεικνύω (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐπί + δείκνυμι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπιδέξιος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἐπιδέξιος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἐπιδέξιος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία1: δεξιός: τὰ ἐπιδέξια = η δεξιά πλευρά.
σημασία2: επιδέξιος, έξυπνος, ικανός.
Νέα-Ελληνική: επιδέξιος (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐπί + δεξιός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπιδέω-ρήμα::
* McsElla.ἐπιδέω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐπιδέω@wordaryElla,
παρατήρηση: μέση φωνή ἐπιδέομαί τινος μου λείπει κάτι.
χρόνοι: βλέπε δέομαι.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐπί + δέω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπιδημέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἐπιδημέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐπιδημέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: ζω στην πατρίδα μου.
αντώνυμα: ἀποδημέω.
σημασία2: επιστρέφω στην πατρίδα μου.
σημασία3: για μετανάστες παρεπιδημώ, μένω σε μια (ξένη) χώρα.
οικογένεια: παράγωγα: ἐπιδήμησις, ἐπιδημία «διαμονή σε έναν τόπο».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἐπίδημος (σύνθετα: ἐπί + δῆμος) + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπιδημία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἐπιδημία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἐπιδημία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: διαμονή σε έναν τόπο.
Νέα-Ελληνική: επιδημία.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἐπίδημ-ος + παρ. επίθ. -ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπιδίδωμι-ρήμα::
* McsElla.ἐπιδίδωμι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐπιδίδωμι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε δίδωμι.
σημασία1: χαρίζω, και ειδικότερα προσφέρω στην πόλη: τριήρη ἐπέδωκε.
σημασία2: δίνω σε κάποιον κάτι στο χέρι, το επιδίδω: ἐπιδίδωμι ἐπιστολήν.
σημασία3: ως αμετάβατο αυξάνομαι σε κάτι, δηλαδή χειροτερεύω ή βελτιώνομαι: καθ᾿ ἡμέρανπεδίδοσαν ἐς τὸ ἀγριώτερον = κάθε μέρα γίνονταν και πιο σκληροί. ἑκάστης ἡμέρας ἀεὶπὶ τὸ βέλτιον ἐπιδιδόναι = κάθε μέρα να προοδεύεις συνεχώς προς το καλύτερο.
Νέα-Ελληνική: επιδίδω (με τις σημ. 2, 3).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐπί + δίδωμι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπίδοξος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἐπίδοξος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἐπίδοξος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία: αυτός που περιμένουν ότι θα κάνει ή θα γίνει κάτι: ἐπίδοξοι ἐπιεικεῖς γενέσθαι = αυτοί που περιμένουμε να γίνουν ικανοί.
Νέα-Ελληνική: επίδοξος.
ετυμολογία: παράγ./σύνθ. λ. ἐπί + *δοξ- (ἔ-δοξ-α < δοκέ-ω) + -ος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπίδοσις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἐπίδοσις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἐπίδοσις-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: προσφορά, ευεργέτημα: οἱ τὰς μεγάλαςπιδόσεις ἐπιδόντες = αυτοί που έκαναν μεγάλες προσφορές.
σημασία2: αύξηση, πρόοδος.
Νέα-Ελληνική: επίδοση (με τη σημ. 2.)
ετυμολογία: παράγ./σύνθ. ἐπί + *δο- (δί-δω-μι) + παρ. επίθ. -σις.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπιείκεια-είας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἐπιείκεια-είας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἐπιείκεια-είας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: συγκατάβαση, ανεκτικότητα που δεν είναι αντίθετη προς το δίκαιο, επιείκεια.
σημασία2: για ανθρώπους
σημασίαα: τιμιότητα, δικαιοσύνη.
σημασίαβ: αρετή, καλοσύνη.
Νέα-Ελληνική: επιείκεια (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἐπιεικής + παρ. επίθ. -εια.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπιεικής-ής-ὲς-επίθετο::
* McsElla.ἐπιεικής-ής-ὲς-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἐπιεικής-ής-ὲς@wordaryElla,
* McsElla.ἐπιεικέστερος!~συγκριτικός:ἐπιεικής-ής-ὲς@wordaryEllα,
* McsElla.ἐπιεικέστατος!~υπερθετικός:ἐπιεικής-ής-ὲς@wordaryElla,
σημασία1: λογικός: ἐπιεικὴς πρόφασις = λογική δικαιολογία.
σημασία2: για πρόσωπα
σημασίαα: ικανός (σε δεξιότητες): οἱπιεικέστατοι τῶν τριηράρχων = οι πιο ικανοί από τους κυβερνήτες πλοίων.
σημασίαβ: καλός, ενάρετος: ἐπιεικεῖς τὴν ψυχήν = άνθρωποι με καλή ψυχή.
Νέα-Ελληνική: επιεικής «υποχωρητικός, καλοσυνάτος».
ετυμολογία: παράγ./σύνθ. λ. ἐπί + εἰκ- (< ἔοικα) + -ής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπικαλέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἐπικαλέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐπικαλέω-ῶ@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε καλέω -ῶ.
σημασία1: μέση φωνή ἐπικαλοῦμαι καλώ κάποιον ως βοηθό, ως σύμμαχο, ως μάρτυρα: μάρτυραςπεκαλοῦντό τινας = καλούσαν κάποιους ως μάρτυρες.
σημασία2: καταλογίζω: ἐπικαλῶ τινί τι = καταλογίζω σε κάποιον κάτι (μια κατηγορία).
Νέα-Ελληνική: επικαλούμαι (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐπί + καλέω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπικαρπία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἐπικαρπία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἐπικαρπία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: το κέρδος.
αντώνυμα: τὰ ἀρχαῖα «το αρχικό κεφάλαιο».
Νέα-Ελληνική: επικαρπία «κέρδος από μη ιδιόκτητη περιουσία».
ετυμολογία: παράγ./σύνθ. λ. ἐπί + *καρπ- (καρποῦμαι) + παρ. επίθ. -ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπίκειμαι-ρήμα::
* McsElla.ἐπίκειμαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐπίκειμαι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε κεῖμαι.
σημασία1: επιτίθεμαι εναντίον κάποιου.
σημασία2: επαπειλούμαι: κακὰ ἐπικείμενα.
Νέα-Ελληνική: επίκειμαι (κυρίως στο γ΄ ενικό με τη σημ. 2, λ.χ. επίκειται σεισμός).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐπί + κεῖμαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπικηρυκεύομαι-ρήμα::
* McsElla.ἐπικηρυκεύομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐπικηρυκεύομαι@wordaryElla,
παρατήρηση: εύχρηστο μόνο στον ενεστώτα
σημασία1: αναγγέλλω κάτι με κήρυκα.
σημασία2: υποβάλλω πρόταση σε κάποιον με κήρυκα για σύναψη ειρήνης: ἐπικηρυκεύομαι πρὸς Λακεδαιμονίους.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐπί + κηρυκεύομαι < κῆρυξ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπίκλησις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἐπίκλησις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἐπίκλησις-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: επωνυμία, όνομα: τῇ πόλει τὴν αἰσχίστηνπίκλησιν προσέθεσαν = έδωσαν στην πόλη το χειρότερο όνομα (φήμη).
σημασία2: κατηγορία: ἐπίκλησιν ἔχει κακὸς εἶναι = κατηγορείται ότι είναι δειλός.
σημασία3: το να ζητάει κάποιος τη βοήθεια ή τη μαρτυρία κάποιου.
Νέα-Ελληνική: επίκληση (με τη σημ. 3).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐπί + κλῆσις.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπικουρέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἐπικουρέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐπικουρέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: βοηθώ ως σύμμαχος ή μισθοφόρος.
σημασία2: γενικά βοηθώ.
Νέα-Ελληνική: επικουρώ (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἐπίκουρ-ος + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπικουρία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἐπικουρία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἐπικουρία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: πολεμική βοήθεια.
σημασία2: γενικά βοήθεια.
Νέα-Ελληνική: επικουρία (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἐπίκουρ-ος + παρ. επίθ. -ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπίκουρος-ούρου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἐπίκουρος-ούρου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἐπίκουρος-ούρου-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: στον πληθ. οἱ ἐπίκουροι (στην Αθήνα) σώμα μισθοφόρων στρατιωτών.
σημασία2: ως επίθετο βοηθός: τοῖς ἀδικουμένοιςπίκουρος.
Νέα-Ελληνική: στη φρ. επίκουρος καθηγητής.
ετυμολογία: *ἐπί-κορσος < ινδοευρωπαϊκός *kros-ō «τρέχω, βοηθώ», από όπου και λατινικός currō.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπικράτεια-είας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἐπικράτεια-είας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἐπικράτεια-είας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: κυριαρχία, κατοχή: ἐπικράτεια τῶνπιθυμιῶν = κυριαρχία επί των επιθυμιών.
σημασία2: περιοχή που είναι υπό την εξουσία κάποιου: ἡ τῶν Καρχηδονίων ἐπικράτεια.
Νέα-Ελληνική: επικράτεια (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἐπικρατέω + παρ. επίθ. -εια.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπικρατέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἐπικρατέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐπικρατέω-ῶ@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε κρατέω -ῶ.
σημασία1: νικώ στη μάχη.
σημασία2: είμαι κύριος κάποιου πράγματος: οἱ Μιλήσιοι ἐπεκράτουν τῆς θαλάσσης = οι Μιλήσιοι κυριαρχούσαν στη θάλασσα.
σημασία3: γενικά υπερισχύω, επικρατώ: τῷ πεζῷπεκράτουν = επικρατούσαν ως προς το πεζικό τους.
Νέα-Ελληνική: επικρατώ (με τη σημ. 3).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐπί + κρατέω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπικτάομαι-ῶμαι-ρήμα::
* McsElla.ἐπικτάομαι-ῶμαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐπικτάομαι-ῶμαι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε κτάομαι -ῶμαι.
σημασία: προσθέτω κάτι σε αυτά που έχω: ἐπικτῶνται τριήρεις = προσθέτουν πλοία σε αυτά που έχουν, αποκτούν επιπλέον πλοία.
οικογένεια: παράγωγα: ἐπίκτητος.
Νέα-Ελληνική: το ομόρριζο επίκτητος «πρόσθετος».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐπί + κτάομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπιλαγχάνω-ρήμα::
* McsElla.ἐπιλαγχάνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐπιλαγχάνω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε λαγχάνω.
σημασία: διαδέχομαι κάποιον σε ένα αξίωμα: ἐπιλαγχάνω τινί βουλῆς = διαδέχομαι κάποιον στο αξίωμα του βουλευτή.
Νέα-Ελληνική: η μετοχή επιλαχών.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐπί + λαγχάνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπιλαμβάνω-ρήμα::
* McsElla.ἐπιλαμβάνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐπιλαμβάνω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε λαμβάνω.
σημασία1: παίρνω κάτι επιπλέον, πέρα από αυτό που έχω ήδη.
σημασία2: για συμβάντα καταλαμβάνω κάποιον, τον πιάνω: χειμὼν ἐπέλαβε τὴν φυλακήν = τη φρουρά την έπιασε ο χειμώνας.
σημασία3: για αρρώστιες προσβάλλω: λοιμὸς ἐπέλαβε τὸν στρατόν = ο λοιμός προσέβαλε το στρατό.
σημασία4: σταματώ κάτι (πιέζοντάς το): ἐπιλαμβάνω τὸ ὕδωρ = σταματώ την κλεψύδρα (π.χ. στο δικαστήριο).
σημασία5: μέση φωνή ἐπιλαμβάνομαι
σημασίαα: πιάνομαι από κάτι: ἐπιλαμβάνεται τῆς χειρός = πιάνεται από το χέρι.
σημασίαβ: επιτίθεμαι σε κάποιον: ἐπιλαμβάνομαί τινος.
Νέα-Ελληνική: επιλαμβάνομαι «καταπιάνομαι».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐπί + λαμβάνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπιλανθάνομαι-ρήμα::
* McsElla.ἐπιλανθάνομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐπιλανθάνομαι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε λανθάνω.
σημασία: ξεχνώ: ἐπιλήσμων εἰμὶ καὶ ἐπιλανθάνομαι περὶ οὗ ἦν ὁ λόγος = είμαι ξεχασιάρης και ξεχνώ για τι συζητούσαμε. ἐπιλανθάνομαί τινος = ξεχνώ κάτι.
οικογένεια: παράγωγα: ἐπιλήσμων.
Νέα-Ελληνική: το παράγ. επιλήσμων.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐπί + λανθάνομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπιλέγω-ρήμα::
* McsElla.ἐπιλέγω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐπιλέγω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε λέγω(Β).
σημασία1: λέω κάτι επιπλέον ή κατόπιν.
σημασία2: μέση φωνή ἐπιλέγομαι διαλέγω.
* παθ. μετοχή ἐπιλελεγμένοι & ἐπειλεγμένοι επίλεκτοι, εκλεκτοί.
Νέα-Ελληνική: επιλέγω (με σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐπί + λέγω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπιλείπω-ρήμα::
* McsElla.ἐπιλείπω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐπιλείπω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε λείπω.
σημασία1: παραλείπω: ἄλλα δὲ μύρια ἐπιλείπω λέγειν = και άλλα πάρα πολλά παραλείπω να πω.
σημασία2: για πράγματα λείπω, δεν είμαι αρκετός: ἐπιλείψει με λέγοντα ἡ ἡμέρα τὰ τῶν προδοτῶν ὀνόματα = δε θα μου φτάσει η ημέρα, αν θελήσω να πω τα ονόματα των προδοτών.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐπί + λείπω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπιλήσμων-ων-ἐπιλῆσμον-επίθετο::
* McsElla.ἐπιλήσμων-ων-ἐπιλῆσμον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἐπιλήσμων-ων-ἐπιλῆσμον@wordaryElla,
* McsElla.ἐπιλησμονέστερος!~συγκριτικός:ἐπιλήσμων-ων-ἐπιλῆσμον@wordaryEllα,
* McsElla.ἐπιλησμονέστατος!~υπερθετικός:ἐπιλήσμων-ων-ἐπιλῆσμον@wordaryElla,
σημασία: αυτός που ξεχνάει εύκολα, ξεχασιάρης.
Νέα-Ελληνική: επιλήσμων.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐπί + λήσμων.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπιμαρτύρομαι-ρήμα::
* McsElla.ἐπιμαρτύρομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐπιμαρτύρομαι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε μαρτύρομαι.
σημασία1: επικαλούμαι κάποιον ως μάρτυρα: ἐπιμαρτύρομαι τοὺς θεούς.
σημασία2: παρακαλώ θερμά.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐπί + μαρτύρομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπιμέλεια-είας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἐπιμέλεια-είας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἐπιμέλεια-είας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: φροντίδα, προσοχή.
Νέα-Ελληνική: επιμέλεια.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἐπιμελής + παρ. επίθ. -εια.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπιμελέομαι-οῦμαι--ἐπιμέλομαι-ρήμα::
* McsElla.ἐπιμελέομαι-οῦμαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ἐπιμέλομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐπιμέλομαι@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐπιμελέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐπεμελούμην!~παρατατικός:ἐπιμελέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐπεμελόμην!~παρατατικός:ἐπιμελέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐπιμελήσομαι!~μέλλοντας:ἐπιμελέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐπιμεληθήσομαι!~μέλλοντας:ἐπιμελέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐπεμελήθην!~αόριστος:ἐπιμελέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐπιμεμέλημαι!~παρακείμενος:ἐπιμελέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐπεμεμελήμην!~υπερσυντέλικος:ἐπιμελέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
σημασία: φροντίζω, ενδιαφέρομαι: οὐδενὸς ἐπιμελεῖται = δε φροντίζει για τίποτε.
συνώνυμα: κήδομαι, μεριμνάω.
αντώνυμα: ἀμελέω, ὀλιγωρέω.
οικογένεια: παράγωγα: ἐπιμέλημα, ἐπιμελητέον,πιμελητής, ἐπιμελητικός.
Νέα-Ελληνική: επιμελούμαι.
ετυμολογία: παραγ. λ. ἐπιμελής (< σύνθετα: ἐπί + μέλομαι) + παρ. επίθ. -έ-ομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπιμελής-ής-ὲς-επίθετο::
* McsElla.ἐπιμελής-ής-ὲς-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἐπιμελής-ής-ὲς@wordaryElla,
* McsElla.ἐπιμελέστερος!~συγκριτικός:ἐπιμελής-ής-ὲς@wordaryEllα,
* McsElla.ἐπιμελέστατος!~υπερθετικός:ἐπιμελής-ής-ὲς@wordaryElla,
σημασία: αυτός που φροντίζει για κάποιον ή για κάτι: ἐπιμελὴς ἀγαθῶν, ἀμελὴς κακῶν = αυτός που φροντίζει για τα καλά πράγματα και αδιαφορεί για τα κακά.
Νέα-Ελληνική: επιμελής.
ετυμολογία: παράγ./σύνθ. λ. ἐπί + μέλομαι «φροντίζω» + παρ. επίθ. -ής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπιμένω-ρήμα::
* McsElla.ἐπιμένω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐπιμένω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε μένω.
σημασία1: εξακολουθώ να μένω κάπου: ἐπιμένω ἐν τῇ πόλει.
σημασία2: εξακολουθώ να ζητώ κάτι, επιμένω.
σημασία3: περιμένω: τειχῶν τὴν οἰκοδόμησιν ἐπέμενον τελεσθῆναι = περίμεναν να γίνει η οικοδόμηση των τειχών τους.
Νέα-Ελληνική: επιμένω (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐπί + μένω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Ἐπιμηθεύς-έως-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.Ἐπιμηθεύς-έως-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Ἐπιμηθεύς-έως-ὁ@wordaryElla,
παρατήρηση: κύριο όνομα μυθικό πρόσωπο το οποίο διακρινόταν για την απρονοησία του, σε αντίθεση με τον αδελφό του, Προμηθέα.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐπιμηθεύς < ἐπί + *μηθεὺς κατά το προ-μηθεύς < *μῆθος, τό < μανθάνω, μαθεῑν.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπινοέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἐπινοέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐπινοέω-ῶ@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε νοέω.
σημασία1: επινοώ κάτι.
σημασία2: καταστρώνω σχέδια.
σημασία3: προτίθεμαι, σκοπεύω.
οικογένεια: παράγωγα: ἐπίνοια, ἐπινόημα.
Νέα-Ελληνική: επινοώ (με σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐπί + νοέω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπίνοια-οίας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἐπίνοια-οίας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἐπίνοια-οίας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: σκέψη για ένα θέμα, για κάτι: οὐδ᾽ εἰςπίνοιαν ἦλθον τούτου = ούτε σκέψη δεν έκανα για κάτι τέτοιο.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη (σύνθετα: ἐπί + *νοε-, νοέ-ω) + παρ. επίθ. -ια.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπιορκέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἐπιορκέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐπιορκέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐπιώρκουν!~παρατατικός:ἐπιορκέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐπιορκήσω!~μέλλοντας:ἐπιορκέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐπιορκήσομαι!~μέλλοντας:ἐπιορκέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐπιώρκησα!~αόριστος:ἐπιορκέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐπιώρκηκα!~παρακείμενος:ἐπιορκέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: παίρνω ψεύτικο όρκο, παραβαίνω τον όρκο.
Νέα-Ελληνική: επιορκώ.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἐπίορκος (< σύνθετα: ἐπί + ὅρκος) + παρ. επίθ. -έω (ανερμήνευτο το π- πριν από τη δασεία).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπιοῦσα-ης-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἐπιοῦσα-ης-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἐπιοῦσα-ης-ἡ@wordaryElla,
σημασία: η επόμενη (ημέρα).
Νέα-Ελληνική: η επιούσα.
ετυμολογία: θηλ. της μτχ. του ἐπίειμι < ἐπί + εἶμι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπιπλέω-ρήμα::
* McsElla.ἐπιπλέω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐπιπλέω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε πλέω.
σημασία1: πλέω εναντίον κάποιου: ἐπέπλεον τῇ Κερκύρᾳ.
σημασία2: ταξιδεύω με πλοίο.
Νέα-Ελληνική: επιπλέω «δε βυθίζομαι σε υγρό».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐπί + πλέω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπίπονος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἐπίπονος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἐπίπονος-ος-ον@wordaryElla,
* McsElla.ἐπιπονώτερος!~συγκριτικός:ἐπίπονος-ος-ον@wordaryEllα,
* McsElla.ἐπιπονώτατος!~υπερθετικός:ἐπίπονος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία1: κοπιαστικός: ἐπίπονος βίος. ἐπίπονον ἔργον.
σημασία2: για πρόσωπα εργατικός.
Νέα-Ελληνική: επίπονος (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐπί + *πον- (πονέω) + -ος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπιρρώννυμι--ἐπιρρωννύω-ρήμα::
* McsElla.ἐπιρρώννυμι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ἐπιρρωννύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐπιρρωννύω@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐπιρρώννυμι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ῥώννυμι.
σημασία1: ενισχύω, ενθαρρύνω: εἰς τὸ ἐπιρρῶσαι αὐτούς.
σημασία2: στην παθ. φωνή ἐπιρρώννυμαι ανακτώ τη δύναμή μου, παίρνω θάρρος: ἐπερρώσθη ἄν τις ἰδών = θα έπαιρνε κανείς θάρρος αν έβλεπε...
οικογένεια: παράγωγα: ἐπίρρωσις.
Νέα-Ελληνική: το παράγ. επίρρωσις στη λόγ. φρ. εις επίρρωσιν «σε ενίσχυση».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐπί + ῥώννυμι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπίσημος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἐπίσημος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἐπίσημος-ος-ον@wordaryElla,
* McsElla.ἐπισημότερος!~συγκριτικός:ἐπίσημος-ος-ον@wordaryEllα,
* McsElla.ἐπισημότατος!~υπερθετικός:ἐπίσημος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία1: για μέταλλα που μετατρέπονται σε νομίσματα αυτός που έχει πάρει το επίσημα, τη σφραγίδα του νομίσματος.
σημασία2: διακεκριμένος, αξιοσημείωτος: τάφοςπισημότατος = ο πιο διακεκριμένος τάφος.
αντώνυμα: ἄσημος.
Νέα-Ελληνική: επίσημος «ξεχωριστός κτλ.».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐπί + *σημ- (σημαίνω) + -ος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπισιτίζομαι-ρήμα::
* McsElla.ἐπισιτίζομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐπισιτίζομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐπεσιτιζόμην!~παρατατικός:ἐπισιτίζομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐπισιτιοῦμαι!~μέλλοντας:ἐπισιτίζομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐπεσιτισάμην!~αόριστος:ἐπισιτίζομαι@wordaryElla,
σημασία: εφοδιάζομαι με τρόφιμα: ἐκ τῆς πόλεωςπισιτίζομαι.
Νέα-Ελληνική: επισιτίζω.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐπί + σιτίζομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπισκοπέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἐπισκοπέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐπισκοπέω-ῶ@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε σκοπέω.
παρατήρηση: στην ενεργ. ή τη μέση φωνή ἐπισκοπῶ ή ἐπισκοποῦμαι
σημασία1: επιθεωρώ.
σημασία2: εξετάζω καλά κάτι, το σκέπτομαι: ὅ τι ἂν μέλλῃς εἰπεῖν πρότερονπισκόπει τῇ γνώμῃ.
Νέα-Ελληνική: επισκοπώ (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἐπίσκοπος (< σύνθετα: ἐπί + σκοπέω) + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπίσταμαι-ρήμα::
* McsElla.ἐπίσταμαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐπίσταμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἠπιστάμην!~παρατατικός:ἐπίσταμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐπιστήσομαι!~μέλλοντας:ἐπίσταμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἠπιστήθην!~παθητικός-αόριστος:ἐπίσταμαι@wordaryElla,
παρατήρηση: χρησιμοποιείται συνήθως στον ενεστ. και τον παρατ.
σημασία: γνωρίζω καλά: ἐπίσταται ποιεῖν τι = ξέρει να κάνει κάτι.
συνώνυμα: γιγνώσκω, οἶδα.
αντώνυμα: ἀγνοέω.
οικογένεια: παράγωγα: ἐπιστήμη, ἐπιστήμων, ἐπιστητός.
Νέα-Ελληνική: η μετοχή επιστάμενος, το επίρρ. επισταμένως.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐπί + ἵσταμαι, που στην ιων. διάλεκτο έπαιρνε ψιλή.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπιστατέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἐπιστατέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐπιστατέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: εποπτεύω, ασκώ την εποπτεία: ἡ ψυχὴ τῷ σώματι ἐπιστατεῖ.
σημασία2: στην Αθήνα είμαι ἐπιστάτης, δηλ. πρόεδρος στην ἐκκλησία ή στη βουλή.
Νέα-Ελληνική: επιστατώ (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἐπιστάτης (< σύνθετα: ἐπί + *στατ- < ἵσταμαι) + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπιστέλλω-ρήμα::
* McsElla.ἐπιστέλλω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐπιστέλλω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε στέλλω.
σημασία1: στέλνω μήνυμα ή απλώς στέλνω.
σημασία2: διατάζω: ἐπιστέλλω τινί τι.
οικογένεια: παράγωγα: ἐπιστολή.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐπί + στέλλω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπιστήμη-ης-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἐπιστήμη-ης-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἐπιστήμη-ης-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: γνώση, εμπειρία, ικανότητα: ἐπιστήμη πρὸς τὸν πόλεμον.
σημασία2: επιστημονική γνώση: ἰατρική ἐπιστήμη.
αντώνυμα: δόξα «υποκειμενική γνώμη».
Νέα-Ελληνική: επιστήμη (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἐπι-στη- (ἐπί-στα-μαι) + παρ. επίθ. -μη, ως παράγ. ουσ. του ἐπίσταμαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπιστήμων-ων-ἐπιστῆμον-επίθετο::
* McsElla.ἐπιστήμων-ων-ἐπιστῆμον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἐπιστήμων-ων-ἐπιστῆμον@wordaryElla,
* McsElla.ἐπιστημονέστερος!~συγκριτικός:ἐπιστήμων-ων-ἐπιστῆμον@wordaryEllα,
* McsElla.ἐπιστημονέστατος!~υπερθετικός:ἐπιστήμων-ων-ἐπιστῆμον@wordaryElla,
σημασία1: έμπειρος, γνώστης, πεπειραμένος: ἐπιστήμων τῆς θαλάττης.
σημασία2: αυτός που έχει επιστημονικές γνώσεις.
Νέα-Ελληνική: επιστήμων ή επιστήμονας (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἐπι-στη- (ἐπί-στα-μαι) + παρ. επίθ. -μων.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπιτάττω-ρήμα::
* McsElla.ἐπιτάττω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐπιτάττω@wordaryElla,
παρατήρηση: ο κοινός τύπος είναι ἐπιτάσσω
χρόνοι: βλέπε τάττω.
σημασία1: διατάζω.
σημασία2: ἐπιτάττω ή στη μέση φωνή ἐπιτάττομαι τοποθετώ κάποιον δίπλα ή πίσω από κάποιον άλλο.
οικογένεια: παράγωγα: ἐπίταξις.
Νέα-Ελληνική: επιτάσσω «τοποθετώ πίσω, προστάζω».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐπί + τάττω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπιτείνω-ρήμα::
* McsElla.ἐπιτείνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐπιτείνω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε τείνω.
σημασία1: τεντώνω: ἐπιτείνω τὰς χορδάς.
αντώνυμα: ἀνίημι «χαλαρώνω».
σημασία2: αυξάνω κάτι σε ένταση, σε μέγεθος κτλ., το επιτείνω.
Νέα-Ελληνική: επιτείνω (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐπί + τείνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπιτειχίζω-ρήμα::
* McsElla.ἐπιτειχίζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐπιτειχίζω@wordaryElla,
σημασία: χτίζω φρούριο στα σύνορα εχθρικής χώρας, ως ορμητήριο: ἐπετείχισαν Δεκέλειαν τῇ πατρίδι = έκτισαν φρούριο στη Δεκέλεια για την προστασία της πατρίδας.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐπί + τειχίζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπιτελέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἐπιτελέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐπιτελέω-ῶ@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε τελέω -ῶ.
σημασία1: εκτελώ: ἐπιτελῶ τὰς ἐντολάς.
σημασία2: πληρώνω: πεντακόσια τάλαντα τὸνπέτειον φόρον ἐπιτελοῦσι = πληρώνουν πεντακόσια τάλαντα ως ετήσιο φόρο.
Νέα-Ελληνική: επιτελώ (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐπί + τελέω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπιτερπής-ής-ὲς-επίθετο::
* McsElla.ἐπιτερπής-ής-ὲς-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἐπιτερπής-ής-ὲς@wordaryElla,
* McsElla.ἐπιτερπέστερος!~συγκριτικός:ἐπιτερπής-ής-ὲς@wordaryEllα,
* McsElla.ἐπιτερπέστατος!~υπερθετικός:ἐπιτερπής-ής-ὲς@wordaryElla,
σημασία: ευχάριστος.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐπί + τέρπ-ομαι + παρ. επίθ. -ής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπιτήδεια-είων-τὰ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἐπιτήδεια-είων-τὰ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἐπιτήδεια-είων-τὰ@wordaryElla,
σημασία: τα απαραίτητα για τη ζωή (τρόφιμα, ένδυση κτλ.).
ετυμολογία: ουσιαστικοπ. του ουδ. του ἐπιτήδειος, -α, -ον (ενν. ἀγαθά).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπιτήδειος-εία-ειον-επίθετο::
* McsElla.ἐπιτήδειος-εία-ειον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἐπιτήδειος-εία-ειον@wordaryElla,
* McsElla.ἐπιτηδειότερος!~συγκριτικός:ἐπιτήδειος-εία-ειον@wordaryEllα,
* McsElla.ἐπιτηδειότατος!~υπερθετικός:ἐπιτήδειος-εία-ειον@wordaryElla,
σημασία1: κατάλληλος, πρόσφορος: ἐπιτήδειος πρός τι.
σημασία2: για πρόσωπα φιλικός, ευνοϊκά διατεθειμένος: ἐπιτήδειον ποιῶ τινα.
* ως ουσ. ὁ ἐπιτήδειος στενός φίλος: Νικονίδας Περδίκκᾳ ἐπιτήδειός ἐστιν = ο Νικονίδας είναι φίλος του Περδίκκα.
οικογένεια: παράγωγα: ἐπιτηδειότης.
Νέα-Ελληνική: επιτήδειος «καταφερτζής».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἐπιτηδές (< σύνθετα: ἐπὶ *τᾱδε < ἐπὶ τάδε) + παρ. επίθ. -ιος με ανέβασμα του τόνου.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπιτήδευμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἐπιτήδευμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἐπιτήδευμα-ατος-τὸ@wordaryElla,
σημασία: ασχολία στην οποία εμπλέκεται κάποιος συστηματικά, μόνιμη επιδίωξη, λ.χ. επάγγελμα ή συνήθεια: ἀρετὴ κάλλιστον τῶνπιτηδευμάτων.
Νέα-Ελληνική: στις λόγ. φρ. άδεια/φόρος επιτηδεύματος.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἐπιτηδεύω + παρ. επίθ. -μα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπιτηδεύω-ρήμα::
* McsElla.ἐπιτηδεύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐπιτηδεύω@wordaryElla,
* McsElla.ἐπετήδευον!~παρατατικός:ἐπιτηδεύω@wordaryElla,
* McsElla.ἐπετήδευσα!~αόριστος:ἐπιτηδεύω@wordaryElla,
* McsElla.ἐπιτετήδευκα!~παρακείμενος:ἐπιτηδεύω@wordaryElla,
σημασία: ασχολούμαι με κάτι, κάνω κάτι ως κύριο έργο μου ή επάγγελμά μου, ασκώ κάτι συστηματικά: ἐπιτηδεύω τὴν μουσικήν = έχω ως επάγγελμά μου τη μουσική.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἐπιτηδές + παρ. επίθ. -εύω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπιτίθημι-ρήμα::
* McsElla.ἐπιτίθημι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐπιτίθημι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε τίθημι.
σημασία1: βάζω κάτι πάνω σε κάτι: λιβανωτὸν τῷ βωμῷ ἐπιτίθημι = βάζω λιβάνι στο βωμό.
σημασία2: βάζω κάτι ως τέρμα: πέρας ἐπιτίθημί τινι = θέτω τέρμα σε κάτι.
σημασία3: επιβάλλω (ποινή): ἐπιτίθημί τινι θάνατον δίκην = επιβάλλω σε κάποιον ως τιμωρία το θάνατο.
σημασία4: μέση φωνή ἐπιτίθεμαι
σημασίαα: επιδίδομαι σε κάτι: ἐπιτίθεμαι τοῖς πολιτικοῖς.
σημασίαβ: επιτίθεμαι: ἐπιτίθεμαι τῷ δήμῳ = επιτίθεμαι κατά του δημοκρατικού πολιτεύματος.
οικογένεια: παράγωγα: ἐπίθεσις, ἐπιθετικός, ἐπίθετος,πίθημα.
Νέα-Ελληνική: επιθέτω (με τη σημ. 1) και επιτίθεμαι (με τη σημ. 4β).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐπί + τίθημι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπιτιμάω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἐπιτιμάω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐπιτιμάω-ῶ@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε τιμάω -ῶ.
παρατήρηση: για πρόσωπα και πράγματα επιπλήττω, κατακρίνω: ἐπιτιμῶ τοῖς ψηφισθεῖσι.
οικογένεια: παράγωγα: ἐπιτίμησις, ἐπιτιμητής.
Νέα-Ελληνική: επιτιμώ.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἐπίτιμον (< σύνθετα: ἐπί + τιμή) + παρ. επίθ. -άω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπιτίμιον-ίου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἐπιτίμιον-ίου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἐπιτίμιον-ίου-τὸ@wordaryElla,
σημασία: τιμωρία, ποινή.
Νέα-Ελληνική: επιτίμιο «συνέπεια, τιμωρία».
ετυμολογία: ουσιαστικοπ. του ουδ. του ἐπιτίμιος < ἐπί + τιμή + παρ. επίθ. -ιος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπίτιμος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἐπίτιμος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἐπίτιμος-ος-ον@wordaryElla,
παρατήρηση: για πολίτη που απολαύμβάνει όλα τα δικαιωμάτά του.
αντώνυμα: ἄτιμος «που του αφαιρέθηκαν τα πολιτικά δικαιώματα».
Νέα-Ελληνική: επίτιμος «που έχει έναν τιμητικό τίτλο».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐπί + τιμή + -ος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπιτρέπω-ρήμα::
* McsElla.ἐπιτρέπω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐπιτρέπω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε τρέπω.
σημασία1: εμπιστεύομαι: ἐπιτρέπω τινὶ τὰ πάντα = εμπιστεύομαι σε κάποιον τα πάντα.
σημασία2: αναθέτω σε κάποιον ένα νομικό ζήτημα: τὴν δίαιταν ἐπιτρέπω τινί = αναθέτω σε κάποιον τη διαιτησία.
σημασία3: επιτρέπω: ἐπιτρέπω Θηβαίοις αὐτονόμους εἶναι = επιτρέπω στους Θηβαίους να είναι αυτόνομοι.
οικογένεια: παράγωγα: ἐπιτροπή, ἐπίτροπος.
Νέα-Ελληνική: επιτρέπω (με τη σημ. 3).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐπί + τρέπω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπίτροπος-όπου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἐπίτροπος-όπου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἐπίτροπος-όπου-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: άνθρωπος στον οποίο έχουν εμπιστευτεί τη φροντίδα κάποιου πράγματος: ἐπίτροπος τῶν πατρῴων = αυτός που φροντίζει για την πατρική περιουσία.
σημασία2: προστάτης, κηδεμόνας.
Νέα-Ελληνική: επίτροπος (με τη σημ. 2 και άλλες σημ.).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐπί + *τροπ- (τρέπω) + -ος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπιτυγχάνω-ρήμα::
* McsElla.ἐπιτυγχάνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐπιτυγχάνω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε τυγχάνω.
σημασία1: πετυχαίνω.
σημασία2: συναντώ: ἐπιτυγχάνω τινί.
οικογένεια: παράγωγα: ἐπίτευξις, ἐπιτυχής.
Νέα-Ελληνική: επιτυγχάνω, πετυχαίνω (από τον αόρ. ἐπέτυχον, με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐπί + τυγχάνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπιφανής-ής-ὲς-επίθετο::
* McsElla.ἐπιφανής-ής-ὲς-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἐπιφανής-ής-ὲς@wordaryElla,
* McsElla.ἐπιφανέστερος!~συγκριτικός:ἐπιφανής-ής-ὲς@wordaryEllα,
* McsElla.ἐπιφανέστατος!~υπερθετικός:ἐπιφανής-ής-ὲς@wordaryElla,
σημασία: λαμπρός, ένδοξος: ἀνδρῶν ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος.
οικογένεια: παράγωγα: ἐπιφανῶς.
Νέα-Ελληνική: επιφανής.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐπί + *φαν- (φαίνομαι) + -ής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπιφέρω-ρήμα::
* McsElla.ἐπιφέρω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐπιφέρω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε φέρω.
σημασία1: επιβάλλω, προξενώ: ἐπιφέρω τιμωρίαν, πόλεμόν τινι, τὸ διάφορον τισί = επιβάλλω τιμωρία σε κάποιον, κινώ πόλεμο εναντίον κάποιου, προκαλώ έριδες ανάμεσα σε κάποιους.
σημασία2: αποδίδω σε κάποιον μια κατηγορία: τίνα μέμψιν ἐποίσει ἀνδρί; = ποια κατηγορία θα αποδώσει στον άνθρωπο;
σημασία3: παθ. φωνή ἐπιφέρομαι
σημασίαα: ορμώ εναντίον κάποιου: ἐπιφερόμενος ἔπαισεν αὐτόν = όρμησε και τον χτύπησε.
σημασίαβ: για απειλή πλησιάζω: ἐπιφέρεται κίνδυνος.
Νέα-Ελληνική: επιφέρω (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐπί + φέρω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπιχειρέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἐπιχειρέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐπιχειρέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐπεχείρουν!~παρατατικός:ἐπιχειρέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐπιχειρήσω!~μέλλοντας:ἐπιχειρέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐπεχείρησα!~αόριστος:ἐπιχειρέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐπιχειρηθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:ἐπιχειρέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐπεχειρήθην!~παθητικός-αόριστος:ἐπιχειρέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: προσπαθώ να κάνω κάτι, επιχειρώ: ἐπιχειρῶ ἔργῳ = επιχειρώ ένα έργο.
σημασία2: επιτίθεμαι, προσβάλλω κάποιον.
Νέα-Ελληνική: επιχειρώ (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐπί + *χειρ- (χείρ, χειρός) + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπιχείρημα-ατος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἐπιχείρημα-ατος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἐπιχείρημα-ατος-τὸ@wordaryElla,
σημασία: επιχείρηση, κυρίως στρατιωτική.
Νέα-Ελληνική: επιχείρημα «ισχυρή απόδειξη».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἐπιχειρέω + παρ. επίθ. -μα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπιχωριάζω-ρήμα::
* McsElla.ἐπιχωριάζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐπιχωριάζω@wordaryElla,
παρατήρηση: εύχρηστο στον ενεστώτα
σημασία1: συχνάζω κάπου: ἐπιχωριάζω Ἀθήναζε.
σημασία2: για πράγματα συνηθίζομαι κάπου: περὶ
Ἀθήνας ἐπεχωρίασεν ἡ αὐλητική = στην Αθήνα συνηθιζόταν η χρήση του αυλού.
Νέα-Ελληνική: επιχωριάζω (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἐπιχώρι-ος + παρ. επίθ. -άζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπιχώριος-ία|ιος-ιον-επίθετο::
* McsElla.ἐπιχώριος-ία|ιος-ιον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἐπιχώριος-ία|ιος-ιον@wordaryElla,
σημασία: ντόπιος.
* ως ουσιαστικό τὸ ἐπιχώριον η συνήθεια μιας χώρας: οὐκ ἐπιχώριον ἡμῖν τοῦτο = δεν είναι συνήθεια του τόπου μας αυτό.
Νέα-Ελληνική: επιχώριος.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐπί + *χωρ- (χώρα) + παρ. επίθ. -ιος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐποικέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἐποικέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐποικέω-ῶ@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε οἰκέω -ῶ.
σημασία: πηγαίνω ως έποικος ή ως άποικος σε έναν τόπο, εγκαθίσταμαι σε μια χώρα.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἔποικος + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἔποικος-ἐποίκου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἔποικος-ἐποίκου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἔποικος-ἐποίκου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: αυτός που εγκαθίσταται σε μια ξένη χώρα, ως μετανάστης (βλέπε και ἄποικος).
Νέα-Ελληνική: έποικος.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐπί + οἰκέω + -ος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἕπομαι-ρήμα::
* McsElla.ἕπομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἕπομαι@wordaryElla,
* McsElla.εἱπόμην!~παρατατικός:ἕπομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἕψομαι!~μέλλοντας:ἕπομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἑσπόμην!~αόριστος-β´:ἕπομαι@wordaryElla,
σημασία1: ακολουθώ: ἕπου μετ᾿ ἐμοῦ = ακολούθησέ με.
σημασία2: υπακούω: ἕπομαι τῷ νόμῳ.
σημασία3: παρακολουθώ: ἕπομαι τοῖς λεγομένοις = παρακολουθώ όσα λέγονται.
Νέα-Ελληνική: έπομαι (λόγ., με τη σημ. 1).
ετυμολογία: ομόρρ. με λατινικός sequor, αρχ. ινδ. sácate, *σεπ-.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπόμνυμι--ἐπομνύω-ρήμα::
* McsElla.ἐπόμνυμι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ἐπομνύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐπομνύω@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐπόμνυμι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ὄμνυμι.
σημασία1: ορκίζομαι: ἐπομνύω σοι τὴν ἐμὴν καὶ σὴν φιλίαν = ορκίζομαι στη φιλία μας.
σημασία2: μέσ. ἐπόμνυμαι παίρνω όρκο: ἐπόμνυμαι εἰδέναι Αἰσχίνην = ορκίζομαι ότι γνωρίζω τον Αισχίνη.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐπί + ὄμνυμι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπονείδιστος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἐπονείδιστος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἐπονείδιστος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία: που προκαλεί ντροπή, αξιοκατάκριτος.
οικογένεια: παράγωγα: ἐπονειδίστως.
Νέα-Ελληνική: επονείδιστος (λόγ.).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἐπονειδίζω (< σύνθετα: ἐπί + ὀνειδίζω) + παρ. επίθ. -τος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἔπος-ἔπους-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἔπος-ἔπους-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἔπος-ἔπους-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: λέξη, λόγος: ἔργῳ καὶ ἔπει = με έργα και λόγια.
σημασία2: έκφραση οὐδὲν πρὸς ἔπος άσχετα προς ό,τι ειπώθηκε: ἐὰν μηδὲν πρὸς ἔπος ἀποκρίνωμαι...= αν δώσω απάντηση άσχετη με αυτό που θα ρωτήσεις...
σημασία3: έκφραση ὡς ἔπος εἰπεῖν όπως λέμε.
σημασία4: στον πληθ. ἔπη
σημασίαα: επική ποίηση.
σημασίαβ: στίχοι, αράδες.
Νέα-Ελληνική: έπος (με τη σημ. 4α).
ετυμολογία: *ἔπ-, ομόρρ. με εἶπ-ον, ινδοευρωπαϊκός *wekw-.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπῳδή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἐπῳδή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἐπῳδή-ῆς-ἡ@wordaryElla,
σημασία: τραγούδι με μαγικό περιεχόμενο, ξόρκι.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐπί + ᾠδή (συνηρημ. από ἀοιδή.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐπώνυμος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἐπώνυμος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἐπώνυμος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία1: (παθ.) αυτός που παίρνει το όνομά του από κάποιον.
σημασία2: (ενεργ.) αυτός που δίνει το όνομά του σε κάποιον ή κάτι.
* ἐπώνυμος ἄρχων (στην Αθήνα) ο ένας από τους εννέα άρχοντες, που έδινε το όνομά του στο έτος εκείνο κατά το οποίο αυτός ήταν στην εξουσία.
* ἐπώνυμοι ἥρωες (στην Αθήνα) οι ήρωες που έδωσαν το όνομά τους στις φυλές της Αττικής (λ.χ. Ἀντιοχίδα φυλή, Αἰαντίδα, Λεοντίδα, Ἱπποθοωντίδα κτλ.).
Νέα-Ελληνική: επώνυμος «ευρύτερα γνωστός» και επώνυμο ως ουσ.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐπί + ὄνυμα = ὄνομα + -ος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐράω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἐράω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐράω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἤρων!~παρατατικός:ἐράω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: αγαπώ, ερωτεύομαι: οὗ ἐπιθυμεῖ τε καὶ ἐρᾷ = αυτό που επιθυμεί και αγαπά. φρονήσεως ἤρων = ποθούσαν τη φρόνηση.
συνώνυμα: ἀγαπάω, φιλέω.
αντώνυμα: μισέω.
οικογένεια: παράγωγα: ἐραστός, ἐρατός, ἐραστής, ἔρως, σύνθετα: ἐρασιχρήματος «που αγαπά το χρήμα».
Νέα-Ελληνική: οι μετοχές ερωμένη, ερωμένος.
ετυμολογία: πιθ. *ερα(σ)-, άγν. ετυμ..
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐργάζομαι-ρήμα::
* McsElla.ἐργάζομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐργάζομαι@wordaryElla,
* McsElla.εἰργαζόμην!~παρατατικός:ἐργάζομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἠργαζόμην!~παρατατικός:ἐργάζομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐργάσομαι!~μέλλοντας:ἐργάζομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐργασθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:ἐργάζομαι@wordaryElla,
* McsElla.εἰργασάμην!~μέσος-αόριστος:ἐργάζομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἠργασάμην!~μέσος-αόριστος:ἐργάζομαι@wordaryElla,
* McsElla.εἰργάσθην!~παθητικός-αόριστος:ἐργάζομαι@wordaryElla,
* McsElla.εἴργασμαι!~παρακείμενος-μέση-και-παθητική-σημασία:ἐργάζομαι@wordaryElla,
σημασία1: κατασκευάζω ή κατεργάζομαι: εἰργάσαντο οἰκοδόμημα = κατασκεύασαν ένα κτίριο. ἐργάζομαι λίθους = κατεργάζομαι πέτρες.
σημασία2: κάνω, προξενώ: πολλὰ κακὰ ἡμᾶς εἰργασμένοι εἰσίν = μας έχουν κάνει πολλά κακά.
σημασία3: κερδίζω από την εργασία μου: ἐργάζεται τὰ ἐπιτήδεια = κερδίζει τα προς το ζην με την εργασία του.
σημασία4: ασκώ τέχνη ή επάγγελμα: τέχνηνργάζομαι.
Νέα-Ελληνική: εργάζομαι.
ετυμολογία: *ἔργον + *-άδ-jομαι > ἐργάζομαι, ινδοευρωπαϊκός *werg-.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἔργον-ου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἔργον-ου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἔργον-ου-τὸ@wordaryElla,
παρατήρηση: με τις σημερινές σημ. έργο.
* εκφράσεις
σημασία1: ἔργον ἐστί
σημασίαα: χρειάζεται δουλειά: πολλῆς φυλακῆς ἔργον = χρειάζεται πολλή προσοχή.
σημασίαβ: είναι δύσκολο: πολὺ ἔργον ἂν εἴη διεξελθεῖν πάντα = θα ήταν πολύ δύσκολο να τα εξετάσουμε όλα.
σημασία2: ἔργῳ στην πράξη.
σημασία3: ἔργα παρέχω τινί = προκαλώ σε κάποιον προβλήματα, δυσκολίες.
οικογένεια: σύνθετα: ἐργώδης.
Νέα-Ελληνική: έργο (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: *Fεργ- + -ον, παράβαλε αγγλ. work.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐρείδω-ρήμα::
* McsElla.ἐρείδω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐρείδω@wordaryElla,
* McsElla.ἤρειδον!~παρατατικός:ἐρείδω@wordaryElla,
* McsElla.ἐρείσω!~μέλλοντας:ἐρείδω@wordaryElla,
* McsElla.ἤρεισα!~αόριστος:ἐρείδω@wordaryElla,
* McsElla.ἤρεικα!~παρακείμενος:ἐρείδω@wordaryElla,
* McsElla.ἐρείσομαι!~μέσος-μέλλοντας:ἐρείδω@wordaryElla,
* McsElla.ἠρεισάμην!~μέσος-αόριστος:ἐρείδω@wordaryElla,
σημασία: στηρίζω: ἐρείδω τὴν κεφαλὴν ἐπὶ γῆς.
οικογένεια: παράγωγα: ἔρεισμα «στήριγμα», ἔρεισις.
Νέα-Ελληνική: ερείδομαι (λόγ.) «στηρίζομαι».
ετυμολογία: *ἐρειδ- (ἀντ-ηρίς, -ίδος), άγν. ετυμ..
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐρέτης-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἐρέτης-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἐρέτης-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: κωπηλάτης.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *ἐρέ- + παρ. επίθ. -της, ακριβές αντίστοιχο του αρχ. ινδ. ari-tár- «κωπηλάτης».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐρημία-ίας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἐρημία-ίας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἐρημία-ίας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: ερημιά, έρημος τόπος.
σημασία2: έλλειψη, απουσία: ἐρημία φίλων.
Νέα-Ελληνική: ερημιά (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἔρημ-ος + παρ. επίθ. -ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐρίζω-ρήμα::
* McsElla.ἐρίζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐρίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἤριζον!~παρατατικός:ἐρίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐρίσω!~μέλλοντας:ἐρίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἤρισα!~αόριστος:ἐρίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἤρικα!~παρακείμενος:ἐρίζω@wordaryElla,
σημασία: φιλονικώ, μαλώνω.
οικογένεια: παράγωγα: ἐριστός.
Νέα-Ελληνική: ερίζω (λόγ.).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἔρις + παρ. επίθ. -ίζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Ἐρινύς-Ἐρινύος-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.Ἐρινύς-Ἐρινύος-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Ἐρινύς-Ἐρινύος-ἡ@wordaryElla,
παρατήρηση: κύριο όνομα, κυρίως στον πληθ. αἱ Ἐρινύες
σημασία: θεότητες που τιμωρούσαν κυρίως τα παιδιά που δολοφονούσαν τους γονείς τους αλλά και άλλα είδη παραπτωμάτων.
οικογένεια: παράγωγα: ἐρινυώδης.
ετυμολογία: άγν. ετυμ..
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἔριον-ίου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἔριον-ίου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἔριον-ίου-τὸ@wordaryElla,
σημασία: μαλλί.
οικογένεια: σύνθ. ἐριοπώλης.
Νέα-Ελληνική: έριο (λόγ.).
ετυμολογία: *FερF- (εἶρος, τὸ «μαλλί»), ομόρρ. με ἀρήν, ἀρνὸς «αρνί».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἔρις-ιδος-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἔρις-ιδος-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἔρις-ιδος-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: τσακωμός, καβγάς, διαμάχη.
σημασία2: ανταγωνισμός.
Νέα-Ελληνική: έριδα (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: *ἐριδ-, άγν. ετυμ..
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἔρομαι-ρήμα::
* McsElla.ἔρομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἔρομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐρήσομαι!~μέλλοντας:ἔρομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἠρόμην!~αόριστος:ἔρομαι@wordaryElla,
παρατήρηση: εύχρηστοι χρόνοι είναι μόνον ο μέλλ. και ο αόρ. οι υπόλοιποι συμπληρώνονται από το βλέπε ἐρωτάω -ῶ
σημασία: ρωτώ: ὁ δὲ ἤρετο· πολέμιοί εἰσιν οὗτοι; = και αυτός ρώτησε «εχθροί είναι αυτοί;»
ετυμολογία: *ἐρ-, παράβαλε ἐρ-ωτάω, άγν. ετυμ..
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐρρωμένος-η-ον-μετοχή::
* McsElla.ἐρρωμένος-η-ον-μετοχή@wordaryElla,
* McsElla.μετοχή.ἐρρωμένος-η-ον@wordaryElla,
* McsElla.ἐρρωμενέστερος!~συγκριτικός:μετοχή@wordaryElla,
* McsElla.ἐρρωμενέστατος!~υπερθετικός:μετοχή@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που απολαμβάνει καλή υγεία, δυνατός.
αντώνυμα: ἀσθενής.
σημασία2: ισχυρός (που έχει εξουσία).
οικογένεια: παράγωγα: ἐρρωμένως «δυνατά».
Νέα-Ελληνική: το παράγ. ερρωμένως.
ετυμολογία: μτχ. παθ. παρακ. του ῥώννυμι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἔρυμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἔρυμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἔρυμα-ατος-τὸ@wordaryElla,
σημασία: προστατευτικό τείχος, οχυρό, περίβολος, φράκτης.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *ἐρυ- (< ἐρύ-ομαι «αποκρούω, προστατεύω») + παρ. επίθ. -μα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἔρχομαι-ρήμα::
* McsElla.ἔρχομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἔρχομαι@wordaryElla,
* McsElla.ᾖα-από-εἶμι!~παρατατικός:ἔρχομαι@wordaryElla,
* McsElla.ᾔειν!~παρατατικός:ἔρχομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἠρχόμην-σπάνια!~παρατατικός:ἔρχομαι@wordaryElla,
* McsElla.εἶμι!~μέλλοντας:ἔρχομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐλεύσομαι-σπάνια!~μέλλοντας:ἔρχομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἦλθον!~αόριστος:ἔρχομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐλήλυθα!~παρακείμενος:ἔρχομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐληλύθειν!~υπερσυντέλικος:ἔρχομαι@wordaryElla,
παρατήρηση: με τη σημερινή σημ. έρχομαι, (αλλά και) πηγαίνω.
* εκφράσεις
σημασία1: εἰς πᾶν ἦλθον = χρησιμοποίησα όλα τα μέσα.
σημασία2: παρὰ μικρὸν ἦλθον = κόντεψα, λίγο έλειψε να...
Νέα-Ελληνική: έρχομαι.
ετυμολογία: *ἐρχ-, χωρίς ασφαλή ετυμ..
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐρωτάω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἐρωτάω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐρωτάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠρώτων!~παρατατικός:ἐρωτάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐρωτήσω!~μέλλοντας:ἐρωτάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐρήσομαι!~μέλλοντας:ἐρωτάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠρώτησα!~αόριστος:ἐρωτάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠρόμην!~αόριστος-β΄:ἐρωτάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠρώτηκα!~παρακείμενος:ἐρωτάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠρωτήθην!~παθητικός-αόριστος:ἐρωτάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠρώτημαι!~παθητικός-παρακείμενος:ἐρωτάω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: ρωτώ: ἐρωτῶ τι περί τινος = ρωτώ κάτι για κάποιον. ἤρετο πόθεν εἴη = ρώτησε από πού ήταν.
Νέα-Ελληνική: ερωτώ, ρωτώ.
ετυμολογία: *ἐρϜ, ομόρρ. με ἠρ-όμην (ἐρωτάω), ἐρῶ «θα πω» κτλ., με ασαφή ετυμ..
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐσθής-ῆτος-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἐσθής-ῆτος-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἐσθής-ῆτος-ἡ@wordaryElla,
σημασία: ένδυμα, ενδυμασία: μετρίᾳ ἐσθῆτι χρῶμαι = χρησιμοποιώ απλή ενδυμασία.
ετυμολογία: ἔσθος, τὸ «ρούχο» (< *Fέσ-νυμι > ἕννυμι) > ἐσ-θής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐσθίω-ρήμα::
* McsElla.ἐσθίω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐσθίω@wordaryElla,
* McsElla.ἤσθιον!~παρατατικός:ἐσθίω@wordaryElla,
* McsElla.ἔδομαι!~μέλλοντας:ἐσθίω@wordaryElla,
* McsElla.ἔφαγον!~αόριστος-β´:ἐσθίω@wordaryElla,
* McsElla.ἐδήδοκα!~παρακείμενος:ἐσθίω@wordaryElla,
* McsElla.ἐδηδόκειν!~υπερσυντέλικος:ἐσθίω@wordaryElla,
* McsElla.ἠδέσθην!~παθητικός-αόριστος:ἐσθίω@wordaryElla,
* McsElla.ἐδήδεσμαι!~παθητικός-παρακείμενος:ἐσθίω@wordaryElla,
σημασία: τρώω: ἐσθίω τινός = τρώω από κάτι.
ετυμολογία: ἐσθίω και ἔσθω από την προστακτική ἔσθι του ἔδω «τρώγω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἑσπέρα-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἑσπέρα-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἑσπέρα-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: εννοείται το ὥρα απόγευμα, βράδυ.
σημασία2: εννοείται το χώρα δύση: τὰ πρὸς ἑσπέραν = τα δυτικά μέρη.
αντώνυμα: τὰ πρὸς ἕω «τα ανατολικά μέρη».
οικογένεια: παράγωγα: ἑσπερινός, ἑσπέριος.
Νέα-Ελληνική: λόγ. εσπέρα (με τη σημ. 1, παράβαλε καλησπέρα < καλή εσπέρα).
ετυμολογία: *Fεσπερ-, παράβαλε λατινικός vesper, vesperā.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἔστε-σύνδεσμος::
* McsElla.ἔστε-σύνδεσμος@wordaryElla,
* McsElla.σύνδεσμος.ἔστε@wordaryElla,
σημασία1: μέχρι, έως ότου, μέχρι να.
σημασίαα: με οριστική αορ. δηλώνει πραγματικό συμβάν στο παρελθόν παίουσιν αὐτὸν ἔστε ἠνάγκασαν πορεύεσθαι = τον κτυπούσαν έως ότου τον ανάγκασαν να προχωρήσει.
σημασίαβ: μαζί με το ἂν και υποτακτική αναφέρεται στο μέλλον, έπειτα από αρκτικό χρόνο στην κύρια πρόταση περιμένετε ἔστ' ἂν ἐγὼ ἔλθω = περιμένετε μέχρι να έρθω εγώ.
σημασίαγ: μαζί με ευκτική (χωρίς το ἄν) χρησιμοποιείται έπειτα από ιστορικό χρόνο στην κύρια πρόταση ἐπιμεῖναι ἐκέλευσαν ἔστε βουλεύσαιντο = τους διέταξαν να περιμένουν μέχρι να συσκεφθούν.
σημασία2: ενόσω (ισχύουν οι υποδιαιρέσεις της προηγούμενης ενότητας)
σημασίαα: ἔστε αἱ σπονδαὶ ἦσαν οὔποτε ἐπαυόμην τὸν βασιλέα μακαρίζων = ενόσω ίσχυε η συνθήκη, ποτέ δε σταματούσα να καλοτυχίζω το βασιλιά.
σημασίαβ: ἔστ' ἄν περ ἐπιδεικνύηται τὴν λαμπρότητα, οὐδεὶς ἀπαγορεύει αὐτὸν θεώμενος = ενόσω κάνει επίδειξη της λαμπρότητάς του, κανείς δεν κουράζεται να τον κοιτάζει.
σημασίαγ: ηὔχετο τοσοῦτον χρόνον ζῆν ἔστε νικῴη = ευχόταν να ζει μόνον ενόσω θα ήταν νικητής
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐς + ὅτε.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἑστίασις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἑστίασις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἑστίασις-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία: παράθεση πλούσιου γεύματος, συμπόσιο.
οικογένεια: σύνθετα: συνεστίασις.
Νέα-Ελληνική: το σύνθ. συνεστίαση.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἑστιάω + παρ. επίθ. -σις.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἑστιάω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἑστιάω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἑστιάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.εἱστίων!~παρατατικός:ἑστιάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἑστιάσω!~μέλλοντας:ἑστιάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.εἱστίασα!~αόριστος:ἑστιάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.εἱστίακα!~παρακείμενος:ἑστιάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.εἱστιώμην!~παθητικός-παρατατικός:ἑστιάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἑστιάσομαι-«θα-φιλοξενηθώ»!~μέσος-μέλλοντας-παθητική-σημασία:ἑστιάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἑστιαθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:ἑστιάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.εἱστιάθην!~παθητικός-αόριστος:ἑστιάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.εἱστίαμαι!~παθητικός-παρακείμενος:ἑστιάω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: δέχομαι κάποιον στο σπίτι μου, τον φιλοξενώ: ξένους ἑστιῶ.
οικογένεια: παράγωγα: ἑστίασις, ἑστιάτωρ, ἑστιατόριον.
Νέα-Ελληνική: τα παράγ. εστιάτορας και εστιατόριο.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἑστία + παρ. επίθ. -άω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἔσχατος-άτη|ατος-ατον-επίθετο::
* McsElla.ἔσχατος-άτη|ατος-ατον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἔσχατος-άτη|ατος-ατον@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που είναι τοπικά τελευταίος, ο πιο απομακρυσμένος: τὸ ἔσχατον τῆς ἀγορᾶς.
σημασία2: αυτός που είναι χρονικά τελευταίος: ἔσχατοι ῾Ρωμαίων = οι τελευταίοι Ρωμαίοι.
σημασία3: αυτός που βρίσκεται στον ανώτατο βαθμό, ο έσχατος: ὁ ἔσχατος κίνδυνος = ο πάρα πολύ μεγάλος κίνδυνος.
* ως ουσιαστικό τὸ ἔσχατον & τὰ ἔσχατα ο ανώτατος βαθμός: τὸ ἔσχατον τοῦ κακοῦ = η πολύ μεγάλη δυστυχία.
Νέα-Ελληνική: έσχατος (με όλες τις παραπάνω σημ.).
ετυμολογία: αβέβ., ίσως *ἔξ-κατος, και πάλι με πολλά εμπόδια.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἑταῖρος-ου-ὁ-ουσιαστικό-επίθετο::
* McsElla.ἑταῖρος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἑταῖρος-ου-ὁ@wordaryElla,
* McsElla.ἑταῖρος-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἑταῖρος@wordaryElla,
σημασία1: μαθητής κάποιου.
σημασία2: ομοϊδεάτης (πολιτικά).
σημασία3: ως επίθετο κοινωνός, συνέταιρος: ἐπιθυμητικὸν ἡδονῶν τινῶν ἑταῖρον = το επιθυμητικό είναι κοινωνό κάποιων απολαύσεων.
οικογένεια: παράγωγα: ἑταιρ(ε)ία, ἑταιρεῖος, ἑταιρίζω, ἑταιρικός.
Νέα-Ελληνική: εταίρος «μέλος εταιρείας κτλ.».
ετυμολογία: *ἑταρ- (+ -jος), ομόρρ. του ἔτης «σύντροφος».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἕτερος-τέρα-τερον-αντωνυμία::
* McsElla.ἕτερος-τέρα-τερον-αντωνυμία@wordaryElla,
* McsElla.αντωνυμία.ἕτερος-τέρα-τερον@wordaryElla,
σημασία1: ο ένας ή ο άλλος από δύο: ὁ ἕτερος τῶν ὀφθαλμῶν = το ένα από τα δύο μάτια. ὁ ἕτερος τῶν στρατηγῶν.
σημασία2: άλλος, δεύτερος: προσαγορεύεις αὐτὰ ἑτέρῳ ὀνόματι;
σημασία3: άλλος (από πολλούς, όχι από δύο).
σημασία4: άλλος, αλλιώτικος, διαφορετικός.
οικογένεια: παράγωγα: ἑτεροῖος, ἑτεροιότης, ἑτεροιόω, ἑτεροίωσις.
Νέα-Ελληνική: έτερος (λόγ., με τη σημ. 1 και λόγ. φρ. το έτερον ήμισυ, έτερον εκάτερον κτλ.).
ετυμολογία: < ἅτερος (με αφομοίωση) < *smo-teros = αρχ. ινδ. eka–tara «ο ένας από τους δύο».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἔτι-επίρρημα::
* McsElla.ἔτι-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ἔτι@wordaryElla,
σημασία1: για χρόνο ακόμη: ἔτι καὶ νῦν = ακόμη και τώρα. ἔτι πρότερον = ακόμη παλαιότερα.
σημασία2: για βαθμό ακόμη, επιπλέον, εκτός τούτου: ἔτι μᾶλλον = ακόμη περισσότερο.
οικογένεια: παράγωγα: προσέτι.
Νέα-Ελληνική: στη λόγ. φρ. έτι περαιτέρω.
ετυμολογία: ομόρρ. με αρχ. ινδ. áti, λατινικός et.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἑτοῖμος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἑτοῖμος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἑτοῖμος-ος-ον@wordaryElla,
* McsElla.ἕτοιμος-ἑτοίμη|ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἕτοιμος-ἑτοίμη|ος-ον@wordaryElla,
σημασία1: έτοιμος: ἑτοῖμα ποιοῦμαι = ετοιμάζω.
σημασία2: για πρόσωπα πρόθυμος να κάνει κάτι: ἕτοιμοι ὑπακοῦσαι = πρόθυμοι να υποταχθούν.
οικογένεια: σύνθετα: ἀνέτοιμος, ἑτοιμοθάνατος.
Νέα-Ελληνική: έτοιμος (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία].
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εὖ-επίρρημα::
* McsElla.εὖ-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.εὖ@wordaryElla,
* McsElla.ἄμεινον!~συγκριτικός:εὖ@wordaryElla,
* McsElla.ἄριστα!~υπερθετικός:εὖ@wordaryElla,
σημασία1: καλά, με καλό τρόπο: εὖ οἶδά τι = γνωρίζω κάτι καλά.
σημασία2: όταν συνδυάζεται με άλλα επιρρήματα πολύ, πάρα πολύ: εὖ μάλα πρεσβύτης = πάρα πολύ γέρος.
σημασία3: ως ουσιαστικό τὸ εὖ το καλό: οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ.
σημασία4: εὖ ποιῶ τινα ευεργετώ κάποιον.
σημασία5: ως α΄ συνθετικό σημαίνει
σημασίαα: αφθονία: εὐανδρία.
σημασίαβ: ευημερία: εὐδαίμων.
σημασίαγ: ευκολία: εὐάλωτος.
οικογένεια: σύνθετα: εὐδαίμων, εὔδοξος, εὔληπτος, εὔπορος κτλ.
αντώνυμα: κακῶς, δυσ-.
Νέα-Ελληνική: σε λόγ. φρ., λ.χ. ευ ζειν, και ως α΄ συνθ., λ.χ. εύπορος, εύρωστος κτλ.
ετυμολογία: ουδ. του ἐὺς «καλός», ομόρρ. με αρχ. ινδ. vásu και αρχ. περσ. vohu- «αγαθός».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εὐαγγέλιον-ίου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.εὐαγγέλιον-ίου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.εὐαγγέλιον-ίου-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: πάντοτε στον πληθ. τὰ εὐαγγέλια τα καλά νέα: εὐαγγέλια θύω = προσφέρω ευχαριστήρια θυσία για τα καλά νέα που άκουσα.
σημασία2: η καλή αγγελία της απολύτρωσης του ανθρώπου από την αμαρτία, το Ευαγγέλιο: τὸ Εὐαγγέλιον Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Νέα-Ελληνική: ευαγγέλιο (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: ουσιαστικοπ. του εὐαγγέλιος, -ιον (ενν. ἄγγελμα).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εὐάλωτος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.εὐάλωτος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.εὐάλωτος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που μπορείς εύκολα να τον συλλάβεις.
σημασία2: μεταφορικά αυτός που παρασύρεται εύκολα: ὑφ᾿ ἡδονῆς εὐάλωτος = που παρασύρεται από τις απολαύσεις.
Νέα-Ελληνική: ευάλωτος (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη εὖ + ἁλωτός < ἁλίσκομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εὖγε--εὖ-γε-επίρρημα::
* McsElla.εὖ-γε-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.εὖ-γε@wordaryElla,
* McsElla.εὖγε-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.εὖγε@wordaryElla,
σημασία1: σε απαντήσεις πολύ ωραία, πολύ σωστά.
σημασία2: χωρίς ρήμα εύγε! μπράβο!
Νέα-Ελληνική: εύγε (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη εὖ + γε.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εὐδαιμονέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.εὐδαιμονέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.εὐδαιμονέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: ευημερώ (σε κάτι).
σημασία2: είμαι πραγματικά ευτυχισμένος.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη εὐδαίμων, -ονος + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εὐδαίμων-ων-εὔδαιμον-επίθετο::
* McsElla.εὐδαίμων-ων-εὔδαιμον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.εὐδαίμων-ων-εὔδαιμον@wordaryElla,
* McsElla.εὐδαιμονέστερος!~συγκριτικός:εὐδαίμων-ων-εὔδαιμον@wordaryEllα,
* McsElla.εὐδαιμονέστατος!~υπερθετικός:εὐδαίμων-ων-εὔδαιμον@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που έχει το δαίμονα, δηλ. το θεό, διακείμενο ευνοϊκά απέναντί του, επομένως καλότυχος.
* τὸ εὔδαιμον ἡ εὐδαιμονία: καὶ τὸ εὔδαιμον τὸ ἐλεύθερον, τὸ δ' ἐλεύθερον τὸ εὔψυχον κρίναντες μὴ περιορᾶσθε τοὺς πολεμικοὺς κινδύνους = και αφού σκεφθείτε ότι ευτυχία σημαίνει ελευθερία και ελευθερία ανδρεία, να μη δειλιάζετε μπροστά στους κινδύνους του πολέμου (δηλ. αφού σκεφθείτε ότι η ευτυχία συνίσταται στο να ζει κανείς ελεύθερος και ότι η ελευθερία εξασφαλίζεται με γενναιότητα στη μάχη...).
σημασία2: πλούσιος: εὐδαίμων χώρα = πλούσια χώρα.
σημασία3: ο ευτυχής, και μάλιστα ο αληθινά ευτυχής.
οικογένεια: παράγωγα: εὐδαιμονικός, εὐδαιμονία.
Νέα-Ελληνική: λόγ. ευδαίμων (με τη σημ. 3).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη εὖ + δαίμων.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εὐδία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.εὐδία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.εὐδία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: καλοκαιρία: ὅταν εὐδία γένηται = όταν γίνει ο καιρός καλός.
συνώνυμα: αἰθρία.
ετυμολογία: ουσιαστικοπ. του εὔδιος, -ιον «ασυννέφιαστος» θηλ. *εὐδία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εὐδοκιμέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.εὐδοκιμέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.εὐδοκιμέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ηὐδοκίμουν!~παρατατικός:εὐδοκιμέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.εὐδοκιμήσω!~μέλλοντας:εὐδοκιμέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ηὐδοκίμησα!~αόριστος:εὐδοκιμέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ηὐδοκίμηκα!~παρακείμενος:εὐδοκιμέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: χαίρω υπόληψεως, με εκτιμούν: ἐπὶ σοφίᾳ εὐδοκιμῶ = με εκτιμούν για τη σοφία μου.
οικογένεια: παράγωγα: εὐδοκιμία.
Νέα-Ελληνική: ευδοκιμώ (ως καλλιτέχνης, δικηγόρος κτλ.).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη εὐδόκιμ-ος + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εὐδόκιμος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.εὐδόκιμος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.εὐδόκιμος-ος-ον@wordaryElla,
* McsElla.εὐδοκιμώτερος!~συγκριτικός:εὐδόκιμος-ος-ον@wordaryEllα,
* McsElla.εὐδοκιμώτατος!~υπερθετικός:εὐδόκιμος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία: αυτός που έχει καλή φήμη και υπόληψη.
Νέα-Ελληνική: ευδόκιμος (χρόνος, προϋπηρεσία κτλ.).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη εὖ + δόκιμος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εὐδοξέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.εὐδοξέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.εὐδοξέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: έχω καλή φήμη, εκτιμώμαι.
οικογένεια: παράγωγα: εὐδοξία.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη εὔδοξ-ος (< σύνθετα: εὖ + δόξα) + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εὕδω-ρήμα::
* McsElla.εὕδω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.εὕδω@wordaryElla,
* McsElla.ηὗδον!~παρατατικός:εὕδω@wordaryElla,
* McsElla.εὗδον!~παρατατικός:εὕδω@wordaryElla,
* McsElla.εὑδήσω!~μέλλοντας:εὕδω@wordaryElla,
* McsElla.εὕδησα!~αόριστος:εὕδω@wordaryElla,
σημασία1: κοιμάμαι.
σημασία2: αναπαύομαι: Γοργίαν ἐάσωμεν εὕδειν = ας αφήσουμε το Γοργία να ξεκουραστεί.
οικογένεια: σύνθετα: καθεύδω.
ετυμολογία: *σεύδ-, ομόρρ. του αρχ. ινδ. svapiti «κοιμάται».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εὔελπις-ις-ι-επίθετο::
* McsElla.εὔελπις-ις-ι-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.εὔελπις-ις-ι@wordaryElla,
σημασία: αυτός που είναι γεμάτος ελπίδες, αισιόδοξος: ἐν τοῖς δεινοῖς εὐέλπιδες = αισιόδοξοι στους κινδύνους.
Νέα-Ελληνική: Εύελπις, Σχολή Ευελπίδων.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη εὖ + ἐλπίς.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εὐεξία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.εὐεξία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.εὐεξία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: καλή κατάσταση του σώματος, υγεία.
Νέα-Ελληνική: ευεξία.
ετυμολογία: παράγ. εὐέκ-της «με καλή κατάσταση του σώματος» (< σύνθετα: εὖ + ἔχω) + παρ. επίθ. -ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εὐήθεια-είας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.εὐήθεια-είας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.εὐήθεια-είας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: καλό ήθος, καλοσύνη, έλλειψη υστεροβουλίας και πονηριάς.
σημασία2: με αρνητική σημ. απλοϊκότητα, αφέλεια, ανοησία: πολλῆς εὐηθείας ὅστις οἴεται... = δείγμα μεγάλης ανοησίας όποιος νομίζει...
Νέα-Ελληνική: ευήθεια (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη εὐήθης + παρ. επίθ. -εια.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εὐηκοέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.εὐηκοέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.εὐηκοέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: υπακούω: εὐηκοήσω τῶν ἀεὶ κραινόντων = θα υπακούω στους εκάστοτε αξιωματούχους.
Νέα-Ελληνική: το παράγ. ευήκοος στη λόγ. φρ. τείνω ευήκοον ους.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη εὐήκο-ος (< σύνθετα: εὖ + ἀκούω) + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εὔθυνα-εὐθύνης-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.εὔθυνα-εὐθύνης-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.εὔθυνα-εὐθύνης-ἡ@wordaryElla,
παρατήρηση: συχνά απαντά στον πληθ. αἱ εὔθυναι
σημασία: δημόσια λογοδοσία στην οποία υποβαλλόταν ένας Αθηναίος αξιωματούχος μετά το πέρας της θητείας του στο κρατικό αξίωμα: τοῖς πολίταις οὐδεμίαν ὦφλεν εὔθυναν = σε καμία λογοδοσία του δεν καταδικάστηκε από τους συμπολίτες του.
Νέα-Ελληνική: ευθύνη «ηθική ή επαγγελματική υποχρέωση».
ετυμολογία: παράγ. *ευθυν- (εὐθύνομαι < εὐθύς) + -α.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εὐθύνω-ρήμα::
* McsElla.εὐθύνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.εὐθύνω@wordaryElla,
* McsElla.ηὔθυνον!~παρατατικός:εὐθύνω@wordaryElla,
* McsElla.εὐθυνῶ!~μέλλοντας:εὐθύνω@wordaryElla,
* McsElla.ηὔθυνα!~αόριστος:εὐθύνω@wordaryElla,
σημασία1: κατευθύνω κάτι, το καθοδηγώ σε μια πορεία: εὐθύνω ἅρματα.
σημασία2: κάνω κάτι ευθύ, ίσιο.
σημασία3: εξετάζω τη διαγωγή ενός αξιωματούχου.
Νέα-Ελληνική: ευθύνομαι «είμαι υπεύθυνος».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη εὐθύ-ς + παρ. επίθ. -νω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εὐλαβέομαι-οῦμαι-ρήμα::
* McsElla.εὐλαβέομαι-οῦμαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.εὐλαβέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.ηὐλαβούμην!~παρατατικός:εὐλαβέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.εὐλαβούμην!~παρατατικός:εὐλαβέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.εὐλαβήσομαι!~μέλλοντας:εὐλαβέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.εὐλαβηθήσομαι!~μέλλοντας:εὐλαβέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.ηὐλαβήθην!~αόριστος:εὐλαβέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.εὐλαβήθην!~αόριστος:εὐλαβέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
παρατήρηση: αποθετικό ρήμα.
σημασία1: προσέχω, προφυλάττομαι: εὐλαβοῦ τὰς διαβολάς = πρόσεχε τις συκοφαντίες.
σημασία2: σέβομαι, τιμώ: εὐλαβοῦμαι τὸν θεόν.
οικογένεια: παράγωγα: εὐλαβῶς, εὐλάβεια.
Νέα-Ελληνική: ευλαβούμαι (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη εὐλαβής (< σύνθετα: εὖ + λαμβάνω) + παρ. επίθ. -έομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εὐλογέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.εὐλογέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.εὐλογέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ηὐλόγουν!~παρατατικός:εὐλογέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.εὐλόγουν!~παρατατικός:εὐλογέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.εὐλογήσω!~μέλλοντας:εὐλογέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ηὐλόγησα!~αόριστος:εὐλογέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.εὐλόγησα!~αόριστος:εὐλογέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.εὐλογήσομαι-«θα-επαινεθώ»!~μέσος-μέλλοντας-παθητική-σημασία:εὐλογέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.εὐλογηθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:εὐλογέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.εὐλογήθην!~παθητικός-αόριστος:εὐλογέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.εὐλόγημαι!~παθητικός-παρακείμενος:εὐλογέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: λέγω καλά λόγια για κάποιον, τον επαινώ.
συνώνυμα: ἐπαινέω.
αντώνυμα: κατηγορέω, κακῶς λέγω τινά.
Νέα-Ελληνική: ευλογώ (με θρησκευτική σημ.).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη εὔλογ-ος + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εὐλογία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.εὐλογία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.εὐλογία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: έπαινος, εγκώμιο: ἄξιος εὐλογίας.
Νέα-Ελληνική: ευλογία (με θρησκευτική σημ.).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη εὔλογ-ος + παρ. επίθ. -ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εὐμεγέθης-ης-εὐμέγεθες-επίθετο::
* McsElla.εὐμεγέθης-ης-εὐμέγεθες-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.εὐμεγέθης-ης-εὐμέγεθες@wordaryElla,
σημασία: αυτός που έχει μεγάλο μέγεθος.
Νέα-Ελληνική: ευμεγέθης.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη εὖ + μέγεθ- (μέγεθος) + -ης.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εὐμένεια-είας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.εὐμένεια-είας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.εὐμένεια-είας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: καλή διάθεση, εύνοια.
Νέα-Ελληνική: ευμένεια.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη εὐμενής + παρ. επίθ. -εια]
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εὐμενής-ής-ές-επίθετο::
* McsElla.εὐμενής-ής-ές-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.εὐμενής-ής-ές@wordaryElla,
* McsElla.εὐμενέστερος-α-ον!~συγκριτικός:εὐμενής-ής-ές@wordaryElla,
* McsElla.εὐμενέστατος-η-ον!~υπερθετικός:εὐμενής-ής-ές@wordaryElla,
σημασία: αυτός που έχει καλή διάθεση απέναντι σε κάποιον, ευνοϊκός, φιλικός.
οικογένεια: παράγωγα: εὐμένεια, εὐμενῶς.
Νέα-Ελληνική: ευμενής.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη εὖ + μένος + -ής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Εὐμενίδες-ων-αἱ-ουσιαστικό::
* McsElla.Εὐμενίδες-ων-αἱ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Εὐμενίδες-ων-αἱ@wordaryElla,
παρατήρηση: κύριο όνομα.
σημασία: θεότητες ευνοϊκές για τους ανθρώπους, ευφημιστική ονομασία των Ερινύων.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη εὐμενής + παρ. επίθ. -ίδες.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εὔνοια-νοίας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.εὔνοια-νοίας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.εὔνοια-νοίας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: ευνοϊκή διάθεση, συμπάθεια.
οικογένεια: παράγωγα: εὐνοϊκός.
Νέα-Ελληνική: εύνοια.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη εὔνο-ος ( > εὔνους) + παρ. επίθ. -ια.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εὔνους-ους-ουν-επίθετο::
* McsElla.εὔνους-ους-ουν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.εὔνους-ους-ουν@wordaryElla,
* McsElla.εὐνούστερος!~συγκριτικός:εὔνους-ους-ουν@wordaryEllα,
* McsElla.εὐνούστατος!~υπερθετικός:εὔνους-ους-ουν@wordaryElla,
σημασία: ευνοϊκός, ευνοϊκά διατεθειμένος απέναντι σε κάποιον.
συνώνυμα: εὐμενής.
αντώνυμα: δυσμενής.
οικογένεια: παράγωγα: εὔνοια, εὐνοέω, εὐνόως.
Νέα-Ελληνική: ευνοϊκός.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη εὖ + *νο- (νο-έω) + -ος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εὔορκος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.εὔορκος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.εὔορκος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που μένει πιστός στον όρκο του.
σημασία2: αυτός που είναι σύμφωνος με τον όρκο που έδωσε.
ετυμολογία: σύνθετα: εὖ + ὅρκος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εὐπάθεια-είας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.εὐπάθεια-είας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.εὐπάθεια-είας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: απόλαυση, άνεση, καλοπέραση.
Νέα-Ελληνική: ευπάθεια «ευαισθησία κτλ.».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη εὐπαθής + παρ. επίθ. -εια.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εὐπετής-ής-ὲς-επίθετο::
* McsElla.εὐπετής-ής-ὲς-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.εὐπετής-ής-ὲς@wordaryElla,
* McsElla.εὐπετέστερος!~συγκριτικός:εὐπετής-ής-ὲς@wordaryEllα,
* McsElla.εὐπετέστατος!~υπερθετικός:εὐπετής-ής-ὲς@wordaryElla,
σημασία1: εύκολος: οὐδὲν εὐπετὲς τῶν μεγάλων = κανένα από τα σημαντικά πράγματα δεν είναι εύκολο.
σημασία2: επίρρημα εὐπετῶς εύκολα.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη εὖ + *πετ- (πίπτω) + -ής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εὔπλοια-εὐπλοίας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.εὔπλοια-εὐπλοίας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.εὔπλοια-εὐπλοίας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: καλό, εύκολο, θαλασσινό ταξίδι.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη εὔπλους < εὔπλο-ος + παρ. επίθ. -ια.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εὐπορέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.εὐπορέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.εὐπορέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ηὐπόρουν!~παρατατικός:εὐπορέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.εὐπορήσω!~μέλλοντας:εὐπορέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.εὐπόρησα!~αόριστος:εὐπορέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.εὐπόρηκα!~παρακείμενος:εὐπορέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ηὐπόρηκα!~παρακείμενος:εὐπορέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: είμαι πλούσιος.
σημασία2: έχω αφθονία από κάτι: χρημάτων εὐπορῶ.
σημασία3: παρέχω, προμηθεύω: δέκα μνᾶς εὐπορῶ τινι.
αντώνυμα: ἀπορῶ.
οικογένεια: παράγωγα: εὐπορία.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη εὔπορος + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εὐπορία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.εὐπορία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.εὐπορία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: αφθονία, ευκολία, ικανότητα.
Νέα-Ελληνική: ευπορία «αφθονία».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη εὔπορ-ος + παρ. επίθ. -ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εὔπορος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.εὔπορος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.εὔπορος-ος-ον@wordaryElla,
* McsElla.εὐπορώτερος!~συγκριτικός:εὔπορος-ος-ον@wordaryEllα,
* McsElla.εὐπορώτατος!~υπερθετικός:εὔπορος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία1: ευκολοδιάβατος (πόρος, ὁ = διάβαση, πέρασμα ποταμού κτλ.), λ.χ. ποταμός.
σημασία2: πλούσιος (πόροι, οἱ = οικονομικά μέσα, χρήματα).
οικογένεια: παράγωγα: εὐπόρως.
Νέα-Ελληνική: εύπορος (με σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη εὖ + πόρος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εὐπραξία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.εὐπραξία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.εὐπραξία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: ευτυχία.
σημασία2: καλή διαγωγή.
ετυμολογία: παράγ. / σύνθ. εὖ + πράττω (< *πράγ-jω) + παρ. επίθ. -σία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εὐπρέπεια-είας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.εὐπρέπεια-είας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.εὐπρέπεια-είας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: ωραία εμφάνιση.
σημασία2: το ευλογοφανές, το φαινομενικά μόνον ευπρεπές.
Νέα-Ελληνική: ευπρέπεια (με σημ. 1, σωματική και ψυχική).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη εὐπρεπής + παρ. επίθ. -εια.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εὐπρεπής-ής-ὲς-επίθετο::
* McsElla.εὐπρεπής-ής-ὲς-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.εὐπρεπής-ής-ὲς@wordaryElla,
* McsElla.εὐπρεπέστερος!~συγκριτικός:εὐπρεπής-ής-ὲς@wordaryEllα,
* McsElla.εὐπρεπέστατος!~υπερθετικός:εὐπρεπής-ής-ὲς@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που έχει καλή εξωτερική εμφάνιση.
σημασία2: αυτός που είναι φαινομενικά μόνο καλός: εὐπρεπεῖ αἰτίᾳ = με μια φαινομενικά σωστή κατηγορία.
Νέα-Ελληνική: ευπρεπής.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη εὖ + πρέπ- (πρέπω) + -ής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εὑρίσκω-ρήμα::
* McsElla.εὑρίσκω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.εὑρίσκω@wordaryElla,
* McsElla.ηὕρισκον!~παρατατικός:εὑρίσκω@wordaryElla,
* McsElla.εὕρισκον!~παρατατικός:εὑρίσκω@wordaryElla,
* McsElla.εὑρήσω!~μέλλοντας:εὑρίσκω@wordaryElla,
* McsElla.ηὗρον!~αόριστος-β´:εὑρίσκω@wordaryElla,
* McsElla.εὗρον!~αόριστος-β´:εὑρίσκω@wordaryElla,
* McsElla.εὕρηκα!~παρακείμενος:εὑρίσκω@wordaryElla,
* McsElla.εὑρήσομαι!~μέσος-μέλλοντας:εὑρίσκω@wordaryElla,
* McsElla.εὑρεθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:εὑρίσκω@wordaryElla,
* McsElla.ηὑρόμην!~μέσος-αόριστος-β΄:εὑρίσκω@wordaryElla,
* McsElla.εὑρόμην!~μέσος-αόριστος-β΄:εὑρίσκω@wordaryElla,
* McsElla.ηὑρέθην!~παθητικός-αόριστος:εὑρίσκω@wordaryElla,
* McsElla.εὑρέθην!~παθητικός-αόριστος:εὑρίσκω@wordaryElla,
* McsElla.ηὕρημαι!~παθητικός-παρακείμενος:εὑρίσκω@wordaryElla,
* McsElla.εὕρημαι!~παθητικός-παρακείμενος:εὑρίσκω@wordaryElla,
* McsElla.ηὑρήμην!~παθητικός-υπερσυντέλικος:εὑρίσκω@wordaryElla,
* McsElla.εὑρήμην!~παθητικός-υπερσυντέλικος:εὑρίσκω@wordaryElla,
σημασία1: βρίσκω: εὑρίσκω εὕρημα = βρίσκω κάτι ανέλπιστο.
* μέση φωνή εὑρίσκομαι εξευρίσκω, βρίσκω: ἐπειρῶντο ὠφελίαν τινὰ ἀπ᾽ αὐτῶν εὑρίσκεσθαι = προσπαθούσαν να βρουν κάποιο όφελος από αυτούς.
σημασία2: για εμπορεύματα βρίσκω, πιάνω μια τιμή: πόσον ἂν οἴει εὑρεῖν τὰ σὰ κτήματα πωλούμενα; = πόσα φαντάζεσαι ότι μπορούν να πιάσουν τα κτήματά σου, αν πουληθούν;
Νέα-Ελληνική: ευρίσκω (λόγ.) και βρίσκω (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: *ἐFρε-ίσκω, παράβαλε αρχ. σλαβ. ob-rĕtŭ = εὗρον.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εὖρος-ους-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.εὖρος-ους-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.εὖρος-ους-τὸ@wordaryElla,
σημασία: πλάτος.
Νέα-Ελληνική: εύρος.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη εὐρύς + -ος, ομόρρ. με αρχ. ινδ. urú = εὐρύς, αρχ. περσ. vouru-.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εὔρωστος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.εὔρωστος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.εὔρωστος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία: ρωμαλέος, δυνατός.
οικογένεια: παράγωγα: εὐρωστία, εὐρώστως.
Νέα-Ελληνική: εύρωστος.
ετυμολογία: παράγ. / σύνθ. εὖ + ῥώννυμι + παρ. επίθ. -τος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εὐσχήμων-εὐσχήμων-εὔσχημον-επίθετο::
* McsElla.εὐσχήμων-εὐσχήμων-εὔσχημον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.εὐσχήμων-εὐσχήμων-εὔσχημον@wordaryElla,
* McsElla.εὐσχημονέστερος!~συγκριτικός:εὐσχήμων-εὐσχήμων-εὔσχημον@wordaryEllα,
* McsElla.εὐσχημονέστατος!~υπερθετικός:εὐσχήμων-εὐσχήμων-εὔσχημον@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που έχει καλή, ευπρεπή, εξωτερική εμφάνιση.
σημασία2: για πράγματα αυτός που αρμόζει σε μια συγκεκριμένη περίπτωση: λέγει πρᾶγμα οὐδαμῶς εὔσχημον = λέει κάτι που δεν αρμόζει.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη εὖ + σχῆμα + παρ. επίθ. -ων.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εὐτέλεια-είας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.εὐτέλεια-είας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.εὐτέλεια-είας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: η φτηνή τιμή ενός εμπορεύματος.
σημασία2: λιτότητα, αποφυγή της σπατάλης: φιλοκαλοῦμεν μετ᾿ εὐτελείας = αγαπάμε το ωραίο, χωρίς να είμαστε σπάταλοι.
Νέα-Ελληνική: ευτέλεια (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη εὐτελής + παρ. επίθ. -εια.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εὐτελής-ής-ὲς-επίθετο::
* McsElla.εὐτελής-ής-ὲς-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.εὐτελής-ής-ὲς@wordaryElla,
* McsElla.εὐτελέστερος!~συγκριτικός:εὐτελής-ής-ὲς@wordaryEllα,
* McsElla.εὐτελέστατος!~υπερθετικός:εὐτελής-ής-ὲς@wordaryElla,
σημασία1: φτηνός.
σημασία2: τιποτένιος: εὐτελὴς βίος = άθλια ζωή.
σημασία3: λιτός: εὐτελὴς δίαιτα = λιτός τρόπος ζωής.
Νέα-Ελληνική: ευτελής (με τις σημ. 1, 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη εὖ + τέλος + -ής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εὐτυχέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.εὐτυχέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.εὐτυχέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ηὐτύχουν!~παρατατικός:εὐτυχέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.εὐτύχουν!~παρατατικός:εὐτυχέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ηὐτύχησα!~αόριστος:εὐτυχέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.εὐτύχησα!~αόριστος:εὐτυχέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ηὐτύχηκα!~παρακείμενος:εὐτυχέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.εὐτύχηκα!~παρακείμενος:εὐτυχέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: ευτυχώ.
* στο τέλος επιστολών ή σε επιτύμβιες πλάκες εὐτύχει / εὐτυχεῖτε.
σημασία2: για πράγματα έχω καλή κατάληξη, πάω καλά: συνέβαινεν εὐτυχεῖν (τὰ πράγματα) αὐτῷ = συνέβαινε να πηγαίνουν καλά οι δουλειές του.
Νέα-Ελληνική: ευτυχώ (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη εὐτυχής + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εὐφημέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.εὐφημέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.εὐφημέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: τηρώ θρησκευτική σιγή (ώστε να είναι βέβαιο ότι δε θα πω κάτι που θα προκαλέσει δυσοίωνες εξελίξεις στην τελετή): εὐφήμει/εὐφημεῖτε = σιωπή!
σημασία2: επαινώ, λέω καλά λόγια για κάποιον.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη εὔφημ-ος + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εὔφορος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.εὔφορος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.εὔφορος-ος-ον@wordaryElla,
* McsElla.εὐφορώτερος!~συγκριτικός:εὔφορος-ος-ον@wordaryEllα,
* McsElla.εὐφορώτατος!~υπερθετικός:εὔφορος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που μεταφέρεται / σηκώνεται εύκολα, ελαφρός: εὔφορα ὅπλα.
σημασία2: δυνατός, γερός: εὔφορον σῶμα.
σημασία3: εύφορος.
Νέα-Ελληνική: εύφορος (με τη σημ. 3).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη εὖ + *φορ- (φέρω) + -ος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εὐφραίνω-ρήμα::
* McsElla.εὐφραίνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.εὐφραίνω@wordaryElla,
* McsElla.εὐφρανῶ!~μέλλοντας:εὐφραίνω@wordaryElla,
* McsElla.εὔφρανα!~αόριστος:εὐφραίνω@wordaryElla,
* McsElla.ηὔφρανα!~αόριστος:εὐφραίνω@wordaryElla,
* McsElla.εὐφρανοῦμαι!~μέσος-μέλλοντας-παθητική-σημασία:εὐφραίνω@wordaryElla,
* McsElla.εὐφρανθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:εὐφραίνω@wordaryElla,
* McsElla.εὐφράνθην!~παθητικός-αόριστος:εὐφραίνω@wordaryElla,
* McsElla.ηὐφράνθην!~παθητικός-αόριστος:εὐφραίνω@wordaryElla,
σημασία: ευχαριστώ κάποιον, τον χαροποιώ.
συνώνυμα: τέρπω.
αντώνυμα: ἀνιάω, λυπέω.
οικογένεια: παράγωγα: εὐφραντικός.
Νέα-Ελληνική: ευφραίνω (λόγ., π.χ. οίνος ευφραίνει καρδίαν).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη εὔφρων (< σύνθετα: εὖ + φρήν) + παρ. επίθ. -αίνω < *αν-jω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εὐφυής-ής-ὲς-επίθετο::
* McsElla.εὐφυής-ής-ὲς-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.εὐφυής-ής-ὲς@wordaryElla,
* McsElla.εὐφυέστερος!~συγκριτικός:εὐφυής-ής-ὲς@wordaryEllα,
* McsElla.εὐφυέστατος!~υπερθετικός:εὐφυής-ής-ὲς@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που έχει φυσική κλίση προς κάτι: εὐφυὴς πρὸς τὰς τέχνας.
σημασία2: αυτός που έχει φυσική εξυπνάδα, ευφυής.
Νέα-Ελληνική: ευφυής (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη εὖ + φυ- (φύ-ομαι) + -ής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εὔχομαι-ρήμα::
* McsElla.εὔχομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.εὔχομαι@wordaryElla,
* McsElla.ηὐχόμην!~παρατατικός:εὔχομαι@wordaryElla,
* McsElla.εὔξομαι!~μέλλοντας:εὔχομαι@wordaryElla,
* McsElla.ηὐξάμην!~αόριστος:εὔχομαι@wordaryElla,
* McsElla.ηὖγμαι!~παρακείμενος:εὔχομαι@wordaryElla,
* McsElla.ηὔγμην!~υπερσυντέλικος:εὔχομαι@wordaryElla,
σημασία1: προσεύχομαι.
σημασία2: προσεύχομαι ζητώντας κάτι: εὔχομαι τοῖς θεοῖς πολλὰ ἀγαθὰ ὑπέρ τινος = προσεύχομαι στους θεούς ζητώντας πολλά αγαθά για κάποιον.
οικογένεια: παράγωγα: εὐχή, εὐκτός, εὐκταῖος.
Νέα-Ελληνική: εύχομαι.
ετυμολογία: *ευχ-, ινδοευρωπαϊκός *eughw-, παράβαλε αρχ. ινδ. vâghát- «που κάνει μια ευχή».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εὔψυχος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.εὔψυχος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.εὔψυχος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία: θαρραλέος, γενναίος.
* ως ουσιαστικό τὸ εὔψυχον η γενναιότητα.
οικογένεια: παράγωγα: εὐψυχία.
Νέα-Ελληνική: εύψυχος.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη εὖ + ψυχή + -ος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εὐώδης-ης-εὐῶδες-επίθετο::
* McsElla.εὐώδης-ης-εὐῶδες-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.εὐώδης-ης-εὐῶδες@wordaryElla,
* McsElla.εὐωδέστερος!~συγκριτικός:εὐώδης-ης-εὐῶδες@wordaryEllα,
* McsElla.εὐωδέστατος!~υπερθετικός:εὐώδης-ης-εὐῶδες@wordaryElla,
σημασία: αυτός που αναδίδει ευωδία, ευχάριστη μυρωδιά.
αντώνυμα: δυσώδης.
Νέα-Ελληνική: ευώδης.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη εὖ + παραγ. επίθ. -ώδης < ὄζω «μυρίζω» < *ὀδ-jω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εὐώνυμος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.εὐώνυμος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.εὐώνυμος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία1: που έχει καλό όνομα, έντιμος.
σημασία2: ως ευφημιστικός όρος αριστερός: τὸ εὐώνυμον κέρας = η αριστερή πτέρυγα του στρατεύματος.
Νέα-Ελληνική: στη λόγ. φρ. εξ ευωνύμων «από τα αριστερά».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη εὖ + ὄνυμα = ὄνομα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εὐωχέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.εὐωχέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.εὐωχέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.εὐωχήσω!~μέλλοντας:εὐωχέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.εὐωχήθην!~παθητικός-αόριστος:εὐωχέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.εὐώχημαι!~παθητικός-παρακείμενος:εὐωχέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: κάνω σε κάποιον τραπέζι με πλούσια φαγητά.
* μέση και παθ. φωνή εὐωχοῦμαι τρώω ένα πλούσιο γεύμα.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη εὖ ἔχω «αισθάνομαι ευεξία» + -έω > εὐωχέω με έκταση ε > ο > ω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐφήμερος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἐφήμερος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἐφήμερος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία: αυτός που διαρκεί μόνο μία ημέρα, πρόσκαιρος.
Νέα-Ελληνική: εφήμερος.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐπί + *ἡμερ- (ἡμέρα) + -ος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐφίημι-ρήμα::
* McsElla.ἐφίημι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐφίημι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἵημι.
σημασία1: χαλαρώνω (κυρίως το χαλινάρι).
σημασία2: παραδίδω: ἐφίημί τινι τὴν ἡγεμονίαν = παραδίδω σε κάποιον την αρχηγία.
σημασία3: μέση φωνή ἐφίεμαι
σημασίαα: αποβλέπω σε κάτι: τοῦ ἀγαθοῦ ἐφιέμεθα πάντες = όλοι αποβλέπουμε στο αγαθό.
σημασίαβ: επιθυμώ κάτι.
οικογένεια: παράγωγα: έφεσις.
Νέα-Ελληνική: το παράγ. έφεση.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐπί + ἵημι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐφικνέομαι-οῦμαι-ρήμα::
* McsElla.ἐφικνέομαι-οῦμαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐφικνέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἱκνέομαι -οῦμαι.
σημασία1: πλησιάζω κάποιον: τίνος γὰρ οὐκφίκοντο; = μέχρι ποιον δεν έφτασαν;
σημασία2: εκτείνομαι, φθάνω: ἐφ' ὅσον ἀνθρώπων μνήμη ἐφικνεῖται = μέχρις εκεί που φθάνει η μνήμη των ανθρώπων.
σημασία3: φθάνω στο σκοπό μου, πετυχαίνω το στόχο μου: ἠδυνήθησαν τῆς ἀρετῆς ἐφικέσθαι = μπόρεσαν να πετύχουν (να κατακτήσουν) την αρετή.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐπί + ἱκνέομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐφίστημι-ρήμα::
* McsElla.ἐφίστημι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐφίστημι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἵστημι.
σημασία1: τοποθετώ κάποιον επικεφαλής: ἐπέστησε στρατηγὸν τῷ στρατοπέδῳ = τοποθέτησε στρατηγό επικεφαλής του στρατού.
σημασία2: στην παθ. φωνή και στους αμετάβ. χρόνους της ενεργ. ἐφίσταμαι
σημασίαα: τοποθετούμαι επικεφαλής: ὁ ἐφεστηκώς = ο επικεφαλής.
σημασίαβ: στέκομαι κοντά σε κάτι: ἐπέστη ἐπὶ τὰς θύρας = στάθηκε κοντά στην είσοδο του σπιτιού.
σημασίαγ: σταματώ την πορεία μου: ἐπιστὰς περιέμεινα = σταμάτησα και τον περίμενα.
Νέα-Ελληνική: εφιστώ (λ.χ. την προσοχή κτλ.).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐπί + ἵστημι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐφοράω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἐφοράω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐφοράω-ῶ@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ὁράω.
σημασία1: επιβλέπω: Ζεὺς ὃς ἐφορᾷ τὰ πάντα = ο Δίας που επιβλέπει τα πάντα.
σημασία2: βλέπω, παρακολουθώ: ἐφεώρα τοὺς φίλους εὐδαίμονας γενομένους = έβλεπε τους φίλους που ευτυχούσαν.
οικογένεια: παράγωγα: ἐπόπτης.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐπί + ὁράω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐφορμέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἐφορμέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐφορμέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: μένω αγκυροβολημένος σε έναν τόπο με εχθρικές διαθέσεις εναντίον κάποιου, ενεργώ αποκλεισμό εναντίον κάποιου.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐπί + ὁρμέω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐχθρός-ά-ὸν-επίθετο::
* McsElla.ἐχθρός-ά-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἐχθρός-ά-ὸν@wordaryElla,
* McsElla.ἐχθίων!~συγκριτικός:ἐχθρός-ά-ὸν@wordaryEllα,
* McsElla.ἐχθρότερος!~συγκριτικός:ἐχθρός-ά-ὸν@wordaryEllα,
* McsElla.ἔχθιστος!~υπερθετικός:ἐχθρός-ά-ὸν@wordaryEllα,
* McsElla.ἐχθρότατος!~υπερθετικός:ἐχθρός-ά-ὸν@wordaryElla,
σημασία1: μισητός.
σημασία2:
σημασίαα: αυτός που μισεί κάποιον, εχθρικός.
σημασίαβ: ως ουσ. ὁ ἐχθρὸς ο εχθρὸς.
Νέα-Ελληνική: εχθρός.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἔχθ-ος «η ιδιότητα του ξένου» + παρ. επίθ. -ρός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἔχω-ρήμα::
* McsElla.ἔχω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἔχω@wordaryElla,
* McsElla.εἶχον!~παρατατικός:ἔχω@wordaryElla,
* McsElla.ἕξω!~μέλλοντας:ἔχω@wordaryElla,
* McsElla.σχήσω!~μέλλοντας:ἔχω@wordaryElla,
* McsElla.ἔσχον!~αόριστος:ἔχω@wordaryElla,
* McsElla.ἔσχηκα!~παρακείμενος:ἔχω@wordaryElla,
* McsElla.ἔχομαι!~μέσος-και-παθητικός-ενεστώτας:ἔχω@wordaryElla,
* McsElla.εἰχόμην!~μέσος-και-παθητικός-παρατατικός:ἔχω@wordaryElla,
* McsElla.ἕξομαι!~μέσος-και-παθητικός-μέλλοντας:ἔχω@wordaryElla,
* McsElla.σχήσομαι!~μέσος-και-παθητικός-μέλλοντας:ἔχω@wordaryElla,
* McsElla.ἐσχόμην!~μέσος-και-παθητικός-αόριστος-β´:ἔχω@wordaryElla,
* McsElla.ἔσχημαι!~μέσος-και-παθητικός-παρακείμενος:ἔχω@wordaryElla,
σημασία: έχω.
παρατήρηση: ειδικότερες σημασίες:
σημασία1: έχω τη φροντίδα: εἶχε τὰς ἑπομένας ἀγέλας = είχε την επίβλεψη, τη φροντίδα για τις αγέλες που ακολουθούσαν.
σημασία2: σε περιφράσεις ἐν ὀργῇ ἔχω τινά = οργίζομαι εναντίον κάποιου. ἐν ὀρρωδίᾳ ἔχω (= ὀρρωδῶ) φοβάμαι κάτι.
σημασία3: κατευθύνομαι (για πλοία σε λιμάνι): ἔσχον πρὸς τὴν Σαλαμῖνα = προσορμίστηκαν στη Σαλαμίνα.
σημασία4: εμποδίζω: ἔσχον τοῦ μὴ καταδῦναι = τους εμπόδιζαν να βυθιστούν.
σημασία5: σε εκφράσεις
σημασίαα: οὐκ ἔχω δεν ξέρω: οὐκ ἔχει ὅ,τι χρὴ λέγειν = δεν ξέρει τι πρέπει να πει.
σημασίαβ: καλῶς ἔχει / κακῶς ἔχει τα πράγματα πηγαίνουν καλά / κακά.
σημασίαγ: ἔχω + απαρέμφατο μπορώ να + ρήμα: ἔχω εἰπεῖν τι = μπορώ να πω κάτι.
σημασία6: μέση φωνή ἔχομαι
σημασίαα: κρατιέμαι από κάτι, και μεταφορικά μένω προσηλωμένος σε κάτι, επιμένω σ᾿ αυτό: τῆς αὐτῆς γνώμης ἔχομαι = δεν αλλάζω γνώμη.
σημασίαβ: έρχομαι αμέσως μετά: ὑμᾶς χρὴ ἕπεσθαιχομένους τῶν ἁρμάτων = εσείς πρέπει να ακολουθείτε, πηγαίνοντας αμέσως μετά τα άρματα.
οικογένεια: παράγωγα: ἑκτέος, ἐχέτης, ἐχυρός.
Νέα-Ελληνική: έχω.
ετυμολογία: *σεχ- (σχέσις, ἐχέτλη, ἴσχω, σχεδόν), *segh- από όπου και αρχ. ινδ. sáhas- «βία, νίκη», γοτθ. sigis «νίκη».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἕψω-ρήμα::
* McsElla.ἕψω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἕψω@wordaryElla,
* McsElla.ἧψον!~παρατατικός:ἕψω@wordaryElla,
* McsElla.ἑψήσομαι!~μέλλοντας:ἕψω@wordaryElla,
* McsElla.ἥψησα!~αόριστος:ἕψω@wordaryElla,
* McsElla.ἕψομαι!~παθητικός-ενεστώτας:ἕψω@wordaryElla,
σημασία: βράζω κάτι.
οικογένεια: παράγωγα: ἕψησις, ἕψημα (ἀφέψημα), ἑψητὸς «ψητός».
Νέα-Ελληνική: ψήνω.
ετυμολογία: *ἑπ-σ, ινδοευρωπαϊκός αρχής]
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἕωθεν-επίρρημα::
* McsElla.ἕωθεν-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ἕωθεν@wordaryElla,
σημασία: από την αυγή, από νωρίς.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἕως + παρ. επίθ. -θεν.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἑωθινός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.ἑωθινός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἑωθινός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία: πρωινός: ἐξ ἑωθινοῦ μέχρι δείλης = από το πρωί έως το απόγευμα.
Νέα-Ελληνική: λόγ., λ.χ. στη φρ. εωθινό ευαγγέλιο.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἕωθεν + παρ. επίθ. -ινός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἑῷος-α-ον-επίθετο::
* McsElla.ἑῷος-α-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἑῷος-α-ον@wordaryElla,
σημασία1: πρωινός.
σημασία2: ανατολικός: τὸ ἑῷον τεῖχος.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἕω-ς + παρ. επίθ. -ιος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἕως-ἕω-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἕως-ἕω-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἕως-ἕω-ἡ@wordaryElla,
παρατήρηση: ο κοινός τύπος είναι ἠώς, ἠοῦς.
σημασία1: η αυγή, το χάραμα της μέρας: ἅμα ἕῳ = με την αυγή.
αντώνυμα: δείλη.
σημασία2: ανατολή: πρὸς ἕω τῆς πόλεως = προς τα ανατολικά της πόλης.
σημασία3: κύριο όνομα ἡ Ἠώς η θεά της αυγής: ἡ ροδοδάκτυλος Ἠώς = η ροδοδάκτυλη αυγή (δηλαδή με τις ρόδινες ακτίνες).
οικογένεια: παράγωγα: ἑῷος, ἕωθεν, ἑωθινός.
ετυμολογία: ινδοευρωπαϊκός *ausos (πβ. λατινικός aurōra «αυγή») > *ᾱFως > ἕως.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
letter::
* McsEngl.wordaryElla.zita,
====== langoGreekAncient:
* McsElla.λεξικόΕλλα.Ζ,
Ζ-ζ-ζῆτα-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.Ζ-ζ-ζῆτα-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Ζ-ζ-ζῆτα-τὸ@wordaryElla,
σημασία: το έκτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Κατά την κλασική περίοδο (5ος-4ος αι. π.Χ.) οι Έλληνες το πρόφεραν ως [zd].
* ως αριθμητικό σύμβολο: ζ΄ = 7, αλλά ͵ζ = 7.000.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
-ζε-μόριο-εγκλιτικό::
* McsElla.ζε-μόριο-εγκλιτικό@wordaryElla,
* McsElla.μόριο.ζε-εγκλιτικό@wordaryElla,
παρατήρηση: δηλώνει κίνηση προς τόπο προς: Ἀθήναζε = προς την Αθήνα. Θήβαζε = προς τη Θήβα.
ετυμολογία: -ζε < -σδε, θύραζε < θύρασδε «προς τα έξω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ζέσις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ζέσις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ζέσις-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία: βράσιμο: ἡ ζέσις τοῦ ὕδατος.
* μεταφορικά ἡ ζέσις τῆς ψυχῆς = η φλόγα της ψυχής.
Νέα-Ελληνική: ζέση.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *ζέσ- (ζεσ-τός) + παρ. επίθ. -ις, *jes-, παράβαλε αρχ. ινδ. yas-ati «κοχλάζω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ζευγίτης-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ζευγίτης-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ζευγίτης-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: ζώο που το έχουν ζέψει με ένα άλλο: ἡμίονοι ζευγῖται = ένα ζευγάρι μουλάρια.
σημασία2: στον πληθυντικό ζευγῖται οι πολίτες που ανήκαν στην τρίτη από τις τέσσερις εισοδηματικές τάξεις (τιμήματα ή τέλη), στις οποίες ήταν χωρισμένοι οι Αθηναίοι. Λέγονταν επίσης διακοσιομέδιμνοι. (H ανώτατη εισοδηματική τάξη ήταν οι πεντακοσιομέδιμνοι, η δεύτερη οι ἱππεῖς και η τέταρτη και χαμηλότερη οι θῆτες).
ετυμολογία: ζεῦγ-ος + παρ. επίθ. -ίτης.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ζεύγνυμι-ρήμα::
* McsElla.ζεύγνυμι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ζεύγνυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἐζεύγνυν!~παρατατικός:ζεύγνυμι@wordaryElla,
* McsElla.ζεύξω!~μέλλοντας:ζεύγνυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἔζευξα!~αόριστος:ζεύγνυμι@wordaryElla,
* McsElla.ζεύξομαι!~μέσος-μέλλοντας:ζεύγνυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἐζευξάμην!~μέσος-αόριστος:ζεύγνυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἐξεύχθην!~παθητικός-αόριστος-α΄:ζεύγνυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἐζύγην!~παθητικός-αόριστος-β΄:ζεύγνυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἔζευγμαι!~παθητικός-παρακείμενος:ζεύγνυμι@wordaryElla,
σημασία1: βάζω ένα ζώο κάτω από το ζυγό, ζεύω.
σημασία2: συνδέω, συνενώνω: διῶρυξ ἐζευγμένη πλοίοις = διώρυγα της οποίας τα δύο άκρα ήταν συνδεδεμένα με γέφυρα που σχηματιζόταν από συνεχόμενα πλοία.
οικογένεια: παράγωγα: ζευγίτης, ζεῦγος, ζεῦξις, ζυγός / ζυγόν, σύνθετα: ζυγομαχέω.
Νέα-Ελληνική: ζεύω (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: *ζευγ- (πβ. ζεύγ-λη, ζεῡγ-ος) + παρ. επίθ. -νυ-, ομόρρ. με λατινικός jungō, λιθουανικός jungiù.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ζεῦγος-ους-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ζεῦγος-ους-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ζεῦγος-ους-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: ζευγάρι βοδιών ή αλόγων.
σημασία2: άρμα: Διοκλείδην ἐπὶ ζεύγους ἦγον εἰς τὸ Πρυτανεῖον = οδήγησαν το Διοκλείδη πάνω σε άρμα στο Πρυτανείο.
σημασία3: άρμα που χρησιμοποιείται σε αρματοδρομίες και σύρεται από τέσσερα άλογα: συνωρίδι ἢ ζεύγει νενίκηκεν = νίκησε με άρμα δύο αλόγων ή με άρμα τεσσάρων αλόγων.
συνώνυμα: τέθριππον.
σημασία4: γενικά ζευγάρι.
Νέα-Ελληνική: ζεύγος και ζευγάρι (με τη σημ. 4).
ετυμολογία: *ζευγ- (πβ. ζεύγ-νυμι) + παρ. επίθ. -ος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Ζεύς-Διός-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.Ζεύς-Διός-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Ζεύς-Διός-ὁ@wordaryElla,
σημασία: ο Δίας (κύριο όνομα): Ζεὺς Κρονίδης = ο Δίας, ο γιος του Κρόνου.
* σε όρκους ή σε προσφωνήσεις νὴ (τὸν) Δία = μα το Δία. ὦ Ζεῦ καὶ ἄλλοι θεοί.
Νέα-Ελληνική: Δίας.
ετυμολογία: *Δjεύς, αρχ. ινδ. diváh = ΔιFός, Διός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Ζέφυρος-ύρου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.Ζέφυρος-ύρου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Ζέφυρος-ύρου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: δυτικός ή βορειοδυτικός άνεμος.
ετυμολογία: πιθ. *ζέφος, συγγεν. του ζόφος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ζέω-ρήμα::
* McsElla.ζέω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ζέω@wordaryElla,
* McsElla.ζεῖ!~ενεστώτας-γ΄εν:πιπράσκω@wordaryElla,
* McsElla.ζέσω!~μέλλοντας:πιπράσκω@wordaryElla,
* McsElla.ἔζεσα!~αόριστος:πιπράσκω@wordaryElla,
σημασία: βράζω, είμαι πολύ ζεστός: ζεῖ χύτρα, ζῇ φιλία (παροιμία) = όσο καιρό βράζει η χύτρα, ζει η φιλία (δηλ. όσο καιρό έχει συμφέρον κάποιος από σένα, τόσο μόνο σε έχει φίλο του).
οικογένεια: παράγωγα: ζέσις, ζεστός.
Νέα-Ελληνική: το ζέον «στην εκκλησία, μικρό σκεύος όπου ζεσταίνεται νερό για την προετοιμασία της θείας κοινωνίας».
ετυμολογία: *jεσ-ω, ακριβές αντίστοιχο του αρχ. ινδ. yasati «βράζω, κοχλάζω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ζῆθι-ρήμα::
* McsElla.ζῆθι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ζῆθι@wordaryElla,
παρατήρηση: β΄ πρόσωπο προστακτικής ενεστώτα του ζήω-ῶ ως επιφώνημα να ζήσεις!
ετυμολογία: βλέπε ζήω -ῶ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ζῆλος-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ζῆλος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ζῆλος-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: ζήλια.
σημασία2: άμιλλα: πρῶτον μὲν ζῆλος, ἀπὸ ζήλου δὲ φθόνος = (οι άνθρωποι αυτούς που ευτυχούν) στην αρχή θέλουν να τους μιμηθούν και έπειτα η άμιλλα γίνεται φθόνος.
οικογένεια: παράγωγα: ζηλόω -ῶ, ζηλωτής, ζηλωτός, σύνθετα: ζηλότυπος, κακόζηλος.
Νέα-Ελληνική: ζήλος «μεγάλη διάθεση για κάτι».
ετυμολογία: μάλλον *δjā-λος «ζητώ, επιδιώκω», συγγεν. του δί-ζημαι «ζητώ».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ζηλόω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ζηλόω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ζηλόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐζήλουν!~παρατατικός:ζηλόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ζηλώσω!~μέλλοντας:ζηλόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐζήλωσα!~αόριστος:ζηλόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐζήλωκα!~παρακείμενος:ζηλόω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: έχω άμιλλα με κάποιον και προσπαθώ να τον μιμηθώ: ἡ ἡμετέρα πολιτεία οὐ ζηλοῖ τοὺς τῶν πέλας νόμους = η πολιτεία μας δεν προσπαθεί να μιμηθεί τους νόμους των γειτόνων μας.
σημασία2: με αρνητική σημ. ζηλεύω κάποιον.
σημασία3: μακαρίζω, θαυμάζω, επαινώ: μακαρίσαντες ὑμῶν τὸ ἀπειρόκακον οὐ ζηλοῦμεν τὸ ἄφρον = αν και σας μακαρίζουμε για την αγαθότητά σας, δε σας θαυμάζουμε για την τρέλα σας.
οικογένεια: παράγωγα: ζηλωτός, ζηλωτής, σύνθετα: κακόζηλος.
Νέα-Ελληνική: ζηλεύω (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ζῆλος + παρ. επίθ. -όω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ζηλωτής-οῦ-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ζηλωτής-οῦ-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ζηλωτής-οῦ-ὁ@wordaryElla,
σημασία: αυτός που προσπαθεί με ζήλο να μιμηθεί κάτι: ζηλωταὶ τῆς ἀρετῆς/τῆς παιδείας.
Νέα-Ελληνική: ζηλωτής.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *ζηλω- (πβ. ζηλόω) + παρ. επίθ. -τής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ζημία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ζημία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ζημία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: βλάβη, ζημιά: ζημίαν ποιῶ τινι = προκαλώ βλάβη σε κάποιον.
σημασία2: πρόστιμο, χρηματική ποινή: καταβάλλω ζημίαν = πληρώνω πρόστιμο.
σημασία3: γενικά τιμωρία, ποινή: ζημία θανάτου = ποινή θανάτου (το είδος της ποινής). ζημία ἀδικήματος = ποινή για αδίκημα (η αιτία της ποινής).
οικογένεια: παράγωγα: ζημιόω -ῶ.
Νέα-Ελληνική: ζημιά (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία, ίσως *δjā- «ζῆλος», βλέπε ζῆλος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ζημιόω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ζημιόω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ζημιόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐζημίουν!~παρατατικός:ζημιόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ζημιώσω!~μέλλοντας:ζημιόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐζημίωσα!~αόριστος:ζημιόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐζημίωκα!~παρακείμενος:ζημιόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ζημιώσομαι-«θα-πάθω-ζημιά»!~μέσος-μέλλοντας-παθητική-σημασία:ζημιόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ζημιωθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:ζημιόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐζημιώθην!~παθητικός-αόριστος:ζημιόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐζημίωμαι!~παθητικός-παρακείμενος:ζημιόω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: προκαλώ ζημιά, βλάβη σε κάποιον, τον ζημιώνω.
συνώνυμα: κακῶς ποιέω -ῶ, βλάπτω.
αντώνυμα: ὠφελέω -ῶ, εὖ ποιῶ.
* παθ. φωνή ζημιοῦμαι: ἡ πόλις μεγάλα ζημιώσεται = η πόλη θα πάθει μεγάλη ζημιά.
σημασία2: επιβάλλω πρόστιμο: ζημιῶ τινα χιλίαις δραχμαῖς = επιβάλλω σε κάποιον πρόστιμο χιλίων δραχμών.
σημασία3: γενικά τιμωρώ: ζημιῶ τινα θανάτῳ/φυγῇ = τιμωρώ κάποιον με θάνατο/με εξορία.
οικογένεια: παράγωγα: ζημιώδης «που προκαλεί ζημιά», ζημίωσις.
Νέα-Ελληνική: ζημιώνω (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ζημία + παρ. επίθ. -όω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ζητέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ζητέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ζητέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐζήτουν!~παρατατικός:ζητέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ζητήσω!~μέλλοντας:ζητέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐζήτησα!~αόριστος:ζητέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐζήτηκα!~παρακείμενος:ζητέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ζητηθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:ζητέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: ψάχνω, προσπαθώ να βρω κάποιον ή κάτι: ἐζήτουν τοὺς δράσαντας = έψαχναν να βρουν τους δράστες. ζητεῖτε καὶ εὑρήσετε = να ψάχνετε και θα βρίσκετε (βλέπε αἰτέω).
σημασία2: ερευνώ: οἱ ζητοῦντες τὰ θεῖα = αυτοί που ερευνούν την αλήθεια για τη θεότητα.
* τὸ ζητούμενον = το ζήτημα που ερευνάται.
οικογένεια: παράγωγα: ζήτημα, ζήτησις, ζητητής.
συνώνυμα: ἐρευνάω -ῶ, ἐξετάζω.
Νέα-Ελληνική: ζητώ (κυρίως με τη σημ. που είχε το αρχαίο αἰτέω).
ετυμολογία: *δjā- «επιδιώκω», συγγεν. του δί-ζημαι, ζημία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ζήτησις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ζήτησις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ζήτησις-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία: ζήτηση, αναζήτηση, ψάξιμο: ἡ ζήτησις τῶν δρασάντων = η αναζήτηση των δραστών. τροφῆς ζήτησις.
Νέα-Ελληνική: ζήτηση.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *ζήτη- (πβ. ζητέω -ῶ) + παρ. επίθ. -σις.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ζήτω-ρήμα::
* McsElla.ζήτω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ζήτω@wordaryElla,
παρατήρηση: γ΄ πρόσωπο προστακτικής ενεστώτα του βλέπε ζήω-ῶ
παρατήρηση: ως επιφώνημα να ζήσει!
Νέα-Ελληνική: ζήτω = να ζήσει, μπράβο (π.χ. Ζήτω η 25η Μαρτίου).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ζήω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ζήω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ζήω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἔζων!~παρατατικός:ζήω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ζήσω!~μέλλοντας:ζήω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ζήσομαι!~μέλλοντας:ζήω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.βιώσομαι!~μέλλοντας:ζήω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐβίων!~αόριστος-β΄:ζήω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.βεβίωκα!~παρακείμενος:ζήω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: υπάρχω στη ζωή, ζω: μεγίστη χρεία ἡ τῆς τροφῆς παρασκευὴ τοῦ ζῆν ἕνεκα = πολύ μεγάλη ανάγκη είναι η προετοιμασία της τροφής, για να μπορούμε να ζούμε.
σημασία2: περνώ τη ζωή μου: ζῶ βίον μοχθηρόν = ζω δύσκολη ζωή. ζῶ τὸν βίον ἀσφαλῶς = ζω με ασφάλεια.
συνώνυμα: βιόω -ῶ.
αντώνυμα: ἀποθνῄσκω.
Νέα-Ελληνική: ζω (και με τις δύο σημ.).
ετυμολογία: ινδοευρωπαϊκός *gwiē-, gwiō-, από όπου ακόμη βίος και ὑγιής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ζυγόν-οῦ-τὸ--ζυγός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ζυγόν-οῦ-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ζυγόν-οῦ-τὸ@wordaryElla,
* McsElla.ζυγός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ζυγός-οῦ-ὁ@wordaryElla,
* McsElla.ζυγὰ-τὰ!~πληθυντικός:ζυγόν@wordaryElla,
σημασία1: κατασκευή που προσαρμόζουν στον τράχηλο του ζώου για να το ζέψουν: ὑπὸ ζυγὸν ἤγαγεν ἵππους = έζεψε τα άλογα.
* παροιμία τὸν αὐτὸν ἕλκειν ζυγόν = λέγεται για ανθρώπους που τραβούν τις ίδιες δυσκολίες.
* μεταφορικά ζυγός, κάθε είδος εξαναγκασμού, καταπίεσης.
σημασία2: ζυγαριά: ἵστημί τι ἐν τῷ ζυγῷ = βάζω κάτι στη ζυγαριά (για να υπολογίσω το βάρος του).
σημασία3: γραμμή στρατιωτικής παράταξης: ἐν τῷ πρώτῳ ζυγῷ ἐμάχοντο = πολεμούσαν στην πρώτη γραμμή.
οικογένεια: παράγωγα: ζύγιος, ζυγόω -ῶ.
Νέα-Ελληνική: ζυγός (με όλες τις σημ.).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *ζυγ- (πβ. ζεύγ-νυμι) + παρ. επίθ. -όν / -ός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ζωγραφέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ζωγραφέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ζωγραφέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: ζωγραφίζω: ζωγραφῶ σκυτοτόμους, τέκτονας = ζωγραφίζω τσαγκάρηδες, μαραγκούς.
συνώνυμα: γράφω «ζωγραφίζω».
οικογένεια: παράγωγα: ζωγραφία.
Νέα-Ελληνική: ζωγραφίζω.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ζωγράφος (ζω-ὸς «ζωντανός» + γράφω) + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ζωγραφία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ζωγραφία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ζωγραφία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: η τέχνη της ζωγραφικής, η ζωγραφική: τεθαύμακα ἐπὶ ζωγραφίᾳ Ζεῦξιν = έχω θαυμάσει το Ζεύξη για τη ζωφραφική του.
σημασία2: ζωγραφιά.
Νέα-Ελληνική: ζωγραφιά (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη του συνθ. ζωγραφ-έω + παρ. επίθ. -ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ζωγρέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ζωγρέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ζωγρέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐζώγρουν!~παρατατικός:ζωγρέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ζωγρήσω!~μέλλοντας:ζωγρέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐζώγρησα!~αόριστος:ζωγρέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: συλλαμβάνω κάποιον ζωντανό, τον αιχμαλωτίζω: τοὺς μὲν ἀπέκτειναν, τινὰς δὲ καὶζώγρησαν = άλλους μεν τους σκότωσαν και μερικούς τους συνέλαβαν ζωντανούς.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη *ζω- (< ζω-ὸς «ζωντανός») + ἀγρέω «συλλαμβάνω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ζώννυμι--ζωννύω-ρήμα::
* McsElla.ζώννυμι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ζωννύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ζωννύω@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ζώννυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἐζώννυν!~παρατατικός:ζώννυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἐζώννυον!~παρατατικός:ζώννυμι@wordaryElla,
* McsElla.ζώσω!~μέλλοντας:ζώννυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἔζωσα!~αόριστος:ζώννυμι@wordaryElla,
* McsElla.ζώσομαι!~μέσος-μέλλοντας:ζώννυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἐζωσάμην!~μέσος-αόριστος:ζώννυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἐζώσθην!~παθητικός-αόριστος-α΄:ζώννυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἔζωσμαι!~παθητικός-παρακείμενος:ζώννυμι@wordaryElla,
σημασία1: ζώνω, περιβάλλω.
σημασία2: μέση φωνή ζώννυμαι ζώνομαι.
οικογένεια: παράγωγα: ζωστήρ, ζῶσις, ζωστός, σύνθετα: ἀναζώννυμι, περιζώννυμι.
Νέα-Ελληνική: ζώνω (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: ινδοευρωπαϊκός *yōs- «ζώνω», αβέβαιη-ετυμολογία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ζῷον-ου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ζῷον-ου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ζῷον-ου-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: ζωντανό πλάσμα, ζώο: πᾶν ὅ,τι περ ἂν μετάσχῃ τοῦ ζῆν, ζῷον ἂν λέγοιτο = καθετί που μετέχει ζωής, μπορεί να λεχθεί ζωντανό πλάσμα.
σημασία2: ομοίωμα, εικόνα, ζωγραφιά, σχέδιο (όχι μόνο ζώου): ζῷα γράφω = ζωγραφίζω.
οικογένεια: παράγωγα: ζῳώδης, σύνθετα: ζῳογονέω -ῶ, ζῳοφόρος.
Νέα-Ελληνική: ζώο «ζώο» (από τη σημ. 1).
ετυμολογία: *ζω- (πβ. ζωὸς «ζωντανός») + παρ. επίθ. -ιον.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ζωός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.ζωός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ζωός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία: ζωντανός: ζωόν τινα λαμβάνω = πιάνω κάποιον ζωντανό.
ετυμολογία: *ζω- (πβ. ζήω-ῶ, ζω-ή) + -ός, ινδοευρωπαϊκός *gwyō- > ζω-.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ζωτικός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.ζωτικός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ζωτικός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που δίνει ή που διατηρεί τη ζωή: ζωτικαὶ δυνάμεις.
σημασία2: ζωηρός, γεμάτος ζωή: ζωτικὸν παρέχω τινά = δίνω ζωντάνια σε κάποιον.
Νέα-Ελληνική: ζωτικός (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *ζω- (πβ. ζωός «ζωντανός») + παρ. επίθ. -τ -ικός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
letter::
* McsEngl.wordaryElla.ita,
====== langoGreekAncient:
* McsElla.λεξικόΕλλα.Η,
Η-η-ἦτα-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.Η-η-ἦτα-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Η-η-ἦτα-τὸ@wordaryElla,
σημασία: το έβδομο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Κατά την κλασική περίοδο (5ος-4ος αι. π.Χ.) οι αρχαίοι Έλληνες το πρόφεραν ως μακρό ανοικτό [ē], δηλ. ως «εε».
* ως αριθμητικό σύμβολο: η΄ = 8, αλλά ͵η = 8.000.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἢ-σύνδεσμος::
* McsElla.ἢ-σύνδεσμος@wordaryElla,
* McsElla.σύνδεσμος.ἢ@wordaryElla,
σημασία1: διαζευκτικός, που χρησιμοποιείται όπως και στη νέα ελληνική ἤκουσας ἢ οὐκ ἤκουσας; = άκουσες ή δεν άκουσες;
σημασία2: συγκριτικός σύνδεσμος που χρησιμοποιείται έπειτα από επίθετο συγκριτικού βαθμού ή θετικού το οποίο όμως εμπεριέχει την ιδέα της σύγκρισης. Εμφανίζεται επίσης έπειτα από επιρρήματα ή επιρρηματικές εκφράσεις παρά: θάττων ἢ σοφώτερος = πιο γρήγορος παρά πιο σοφός. πάντα τὰ ἐναντία πράττομεν ἢ ἃ δεῖ = όλα τα κάνουμε αντίθετα από αυτό που πρέπει. ἐλπίζω μηδαμοῦ ἄλλοθι φρονήσει ἐντεύξεσθαι ἢ ἐν ᾍδου = ελπίζω ότι πουθενά αλλού δε θα συναντήσω τη φρόνηση παρά μόνο στον Άδη.
ετυμολογία: *ἠFε < βεβαιωτ. ἦ + Fε.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἦ-επίρρημα::
* McsElla.ἦ-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ἦ@wordaryElla,
σημασία1: βεβαιωτικό, συνήθως συνδυάζεται και με άλλα μόρια ἦ ἄρα, ἦ δή, ἦ μήν = ασφαλώς, πράγματι: ἐγγυᾶται ἦ μὴν παραμενεῖν = δίνει την εγγύηση ότι ασφαλώς δε θα φύγει.
σημασία2: ερωτηματικό
σημασίαα: μήπως: τίς σοι διηγεῖτο; ἦ αὐτὸς Σωκράτης; = ποιος σου έκανε τη διήγηση; μήπως ο ίδιος ο Σωκράτης;
σημασίαβ: ἦ γάρ; έτσι δεν είναι; ἦ γάρ, ὦ Σώκρατες; = έτσι δεν είναι, Σωκράτη;
ετυμολογία: ίσως *ἦ-Fε.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ᾗ-επίρρημα::
* McsElla.ᾗ-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ᾗ@wordaryElla,
σημασία1: τοπικό όπου: τῇδε… ᾗ… = εκεί… όπου…
σημασία2: τροπικό όπως: ᾗ θέμις ἐστί = όπως είναι το σωστό και το δίκαιο.
σημασία3: με επίρρημα υπερθετικού βαθμού όσο το δυνατόν: ᾗ τάχιστα = όσο το δυνατόν γρηγορότερα.
ετυμολογία: *σᾱι, παράβαλε ἥ < *sā.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἦ-ρήμα::
* McsElla.ἦ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἦ@wordaryElla,
παρατήρηση: γ΄ εν. παρατ. του ἠμὶ είπε (βλέπε ἠμί).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἡβάω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἡβάω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἡβάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἡβήσω!~μέλλοντας:ἡβάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἥβησα!~αόριστος:ἡβάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἥβηκα!~παρακείμενος:ἡβάω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: μπαίνω στην αντρική ηλικία, ενηλικιώνομαι: ἐπειδὰν ἡβήσωσιν = όταν ενηλικιωθούν.
οικογένεια: παράγωγα: ἡβάσκω «αρχίζω να ενηλικιώνομαι, μπαίνω στην περίοδο της εφηβείας».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἥβᾱ (δωρ.) + παρ. επίθ. -άω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἥβη-ης-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἥβη-ης-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἥβη-ης-ἡ@wordaryElla,
σημασία: η νεότητα, η αντρική ηλικία, η ενηλικίωση: μέχρι ἥβης τρέφω τινά = ανατρέφω κάποιον ώσπου να γίνει ενήλικας.
οικογένεια: παράγωγα: ἡβηδόν, ἡβητήρ, ἡβητικός.
Νέα-Ελληνική: ήβη (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: *jηβ-, παράβαλε λιθουανικός jegà «βία».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἡγεμονεύω-ρήμα::
* McsElla.ἡγεμονεύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἡγεμονεύω@wordaryElla,
σημασία1: οδηγώ τους στρατιώτες στον πόλεμο, είμαι αρχηγός: Ἀρτεμισία ἡγεμόνευεν Ἁλικαρνασσέων = η Αρτεμισία ήταν αρχηγός των Αλικαρνασσέων.
συνώνυμα: ἡγοῦμαι.
σημασία2: γενικά κυβερνώ.
συνώνυμα: ἄρχω.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἡγεμον- (ἡγεμών) + παρ. επίθ. -εύω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἡγεμονία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἡγεμονία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἡγεμονία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: το να πηγαίνει κάποιος μπροστά ως οδηγός.
σημασία2: διοίκηση: τὰς ἡγεμονίας τῶν στρατοπέδωνπίστανται = ξέρουν τον τρόπο διοίκησης των στρατιωτικών δυνάμεων.
σημασία3: η ανώτατη πολιτική εξουσία, η πολιτική αρχηγία: ἡ ἡγεμονία τῆς Ἑλλάδος = η πολιτική αρχηγία στην Ελλάδα.
συνώνυμα: ἀρχή.
Νέα-Ελληνική: ηγεμονία.
ετυμολογία: ἡγεμον- (ἡγεμών) + παρ. επίθ. -ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἡγεμών-όνος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἡγεμών-όνος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἡγεμών-όνος-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: οδηγός: γίγνομαί τινι ἡγεμὼν τῆς ὁδοῦ = δείχνω σε κάποιον το δρόμο.
σημασία2: αρχηγός, ηγήτορας: ἔχοντες ἡγεμόνας τῶν πάνυ τῶν ἐν τῇ ὀλιγαρχίᾳ = έχοντας ως αρχηγούς τους μερικούς από τους πιο σημαντικούς ολιγαρχικούς.
οικογένεια: παράγωγα: ἡγεμονία, ἡγεμονικός.
Νέα-Ελληνική: ηγεμόνας (με τη σημ. 1 και άλλες σημ.).
ετυμολογία: ἡγέ-(ομαι -οῦμαι) + παρ. επίθ. -μών, παράβαλε νοήμων, ἐλεή-μων.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἡγέομαι-οῦμαι-ρήμα::
* McsElla.ἡγέομαι-οῦμαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἡγέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἡγούμην!~παρατατικός:ἡγέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἡγήσομαι!~μέλλοντας:ἡγέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἡγησάμην!~αόριστος:ἡγέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἥγημαι!~παρακείμενος:ἡγέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
σημασία1: προπορεύομαι.
σημασία2: διοικώ, κυβερνώ: ἡγεῖτο τῆς συμμαχίας.
συνώνυμα: ἄρχω.
* μεταφορικά ἡγοῦμαι τῶν ἡδονῶν, ἀλλ' οὐκ ἄγομαι ὑπ' αὐτῶν = κυβερνώ τις ηδονές, αλλά δεν οδηγούμαι από αυτές.
σημασία3: νομίζω, θεωρώ: περὶ πολλοῦ ἡγοῦμαί τι = θεωρώ κάτι πολύ σημαντικό. ἡγοῦμαι θεούς (ενν. εἶναι) = πιστεύω στους θεούς (έκφραση συνώνυμη της νομίζω θεούς).
συνώνυμα: δοκῶ, δοξάζω, νομίζω, οἴομαι.
οικογένεια: παράγωγα: ἡγεμών, ἡγέτης, ἡγεμονεύω, σύνθετα: κυνηγέτης, ἐξηγέομαι, περιηγέομαι.
Νέα-Ελληνική: ηγούμαι (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: (δωρ.) *σᾱγ- > *ἁγ- + παρ. επίθ. -έ-ομαι, παράβαλε λατινικός sāgiō.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἤδη-επίρρημα::
* McsElla.ἤδη-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ἤδη@wordaryElla,
παρατήρηση: χρονικό πλέον, τώρα πλέον: χειμῶνος ἤδη = ενώ ήταν πλέον χειμώνας.
Νέα-Ελληνική: ήδη.
ετυμολογία: ἦ + δή.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἥδομαι-ρήμα::
* McsElla.ἥδομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἥδομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἡδόμην!~παρατατικός:ἥδομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἡσθήσομαι!~μέλλοντας-μέση-σημασία:ἥδομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἥσθην!~αόριστος-μέση-σημασία:ἥδομαι@wordaryElla,
σημασία: ευχαριστούμαι, χαίρομαι: ἥσθη ἀκούσας = χάρηκε που το άκουσε. ἡ πόλις βραχέα ἡσθεῖσα, μεγάλα ζημιώσεται = η πόλη, αν και για λίγο θα χαρεί, θα πάθει μεγάλη ζημιά.
συνώνυμα: εὐφραίνομαι, χαίρω.
οικογένεια: παράγωγα: ἡδονή.
ετυμολογία: *ἥδ- (< ἡδ-ύς) + -ομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἡδονή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἡδονή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἡδονή-ῆς-ἡ@wordaryElla,
σημασία: ευχαρίστηση, απόλαυση: αἱ τοῦ σώματος ἡδοναί = οι σαρκικές απολαύσεις. πρὸς ἡδονήν τι λέγω = λέω κάτι, για να ευχαριστήσω τους ακροατές μου (σε αντιδιαστολή προς το ἀληθῆ λέγω).
Νέα-Ελληνική: ηδονή.
ετυμολογία: ἥδο-(μαι) + παρ. επίθ. -νή, παράβαλε ἀγχο-νή < ἄγχω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἡδύνω-ρήμα::
* McsElla.ἡδύνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἡδύνω@wordaryElla,
* McsElla.ἥδυνα!~αόριστος:ἡδύνω@wordaryElla,
* McsElla.ἡδύνθην!~παθητικός-αόριστος:ἡδύνω@wordaryElla,
* McsElla.ἥδυσμαι!~παθητικός-παρακείμενος:ἡδύνω@wordaryElla,
σημασία1: κάνω κάτι γλυκό ή νόστιμο: τὸ κρόμμυον οὐ μόνον σῖτον, ἀλλὰ καὶ πότον ἡδύνει = το κρεμμύδι δε νοστιμίζει μόνο το φαγητό αλλά και το ποτό.
σημασία2: μεταφορικά ἡδύνω τὸν λόγον = χρησιμοποιώ διάφορα μέσα για να ακούγεται ο λόγος ευχάριστα. ἡδυσμένῳ λόγῳ = (η τραγωδία μιμείται, αναπαριστά, τα γεγονότα της ζωής) με ηδυσμένο λόγο» (δηλαδή με φραστικά στολίδια, όπως μουσική κτλ.).
οικογένεια: παράγωγα: ἥδυσμα.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἡδύ-ς + παρ. επίθ. -νω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἡδύς-εῖα-ὺ-επίθετο::
* McsElla.ἡδύς-εῖα-ὺ-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἡδύς-εῖα-ὺ@wordaryElla,
* McsElla.ἡδίων!~συγκριτικός:ἡδύς-εῖα-ὺ@wordaryEllα,
* McsElla.ἥδιστος!~υπερθετικός:ἡδύς-εῖα-ὺ@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που έχει γλυκιά γεύση, και γενικά αυτός που είναι ευχάριστος στις αισθήσεις: ἡδεῖα ὀσμή = γλυκιά μυρωδιά.
συνώνυμα: γλυκύς.
αντώνυμα: πικρός.
* μεταφορικά αυτός που προκαλεί ευχαρίστηση: ἡδὺς ὕπνος = γλυκός ύπνος. ἡδὺς ἀκοῦσαι λόγος = λόγια που σε ευχαριστεί να τα ακούς.
σημασία2: στην προσφώνηση προσώπων αυτός που είναι συμπαθητικός και ευχάριστος: ὦ ἥδιστε = αγαπητέ μου. ἡδὺς γὰρ εἶ, ἔφη = γιατί γλύκα είσαι, είπε (συχνά ειρωνικά, αντί χαζός που είσαι!).
σημασία3: επίρρημα ἡδέως ευχαρίστως: ἡδέως ἂνροίμην = ευχαρίστως θα ρωτούσα.
ετυμολογία: *Fἡδ- (ἥδομαι), *ἡδέ- + παρ. επίθ. -ως.
οικογένεια: παράγωγα: ἡδύνω, σύνθετα: ἀηδής, ἀηδία, ἡδυπαθής.
ετυμολογία: Fᾱδύς < *σFᾱδ-, παράβαλε λατινικός suāvis «γλυκύς», αρχ. ινδ. svādate «γεύομαι γλυκιά γεύση».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἦθος-ους-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἦθος-ους-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἦθος-ους-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: πληθυντικός τὰ ἤθη = οι συνήθειες, τα έθιμα, οι τρόποι συμπεριφοράς των ανθρώπων.
σημασία2: ο χαρακτήρας, το ήθος: πρᾶος τὸ ἦθος = με πράο χαρακτήρα.
οικογένεια: παράγωγα: ἠθικός, σύνθετα: ἠθοποιός.
Νέα-Ελληνική: τα ήθη και το ήθος (με τις ίδιες σημ.).
ετυμολογία: ινδοευρωπαϊκός *swedh- > ἦθ-ος (και με βραχύ θέμα ἔθ-ος).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἥκιστος-ίστη-ιστον-επίθετο::
* McsElla.ἥκιστος-ίστη-ιστον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἥκιστος-ίστη-ιστον@wordaryElla,
σημασία1: υπερθετικός βαθμός των ὀλίγος, μικρός, κακός. ελάχιστος.
συνώνυμα: ἐλάχιστος.
αντώνυμα: μέγιστος.
σημασία2: κυρίως ως επίρρημα ἥκιστα
σημασίαα: ελάχιστα.
σημασίαβ: σε απαντήσεις καθόλου, με κανέναν τρόπο.
σημασίαγ: οὐχ ἥκιστα προ πάντων, προ παντός: οἵ τε ἄλλοι ἄνθρωποι καὶ οὐχ ἥκιστα Ἀθηναῖοι = και οι άλλοι άνθρωποι και προ πάντων οι Αθηναίοι.
ετυμολογία: επίρρ. ἧκα «γλυκά, ελαφρά, λίγο», παράβαλε λατινικός sēg-nis (*sēc-nis) «ήπιος».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἥκω-ρήμα::
* McsElla.ἥκω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἥκω@wordaryElla,
* McsElla.ἥκω-«έχω-έρθει»!~ενεστώτας-σημασία-παρακειμένου:πιπράσκω@wordaryElla,
* McsElla.ἧκον-«είχα-έρθει»!~παρατατικός-σημασία-υπερσυντέλικου:πιπράσκω@wordaryElla,
* McsElla.ἥξω-«θα-έχω-έρθει»!~μέλλοντας-συντελεσμένου-μέλλοντα-σημασία:πιπράσκω@wordaryElla,
σημασία: έχω έρθει: ἥκω πρός σε = έχω έρθει σε σένα, σπίτι σου. ἥξεις ἀφήξεις οὐ… = «θα πας, θα γυρίσεις, δεν...» ή «θα πας, δε θα γυρίσεις...» ανάλογα με το αν το κόμμα τοποθετηθεί πριν ή μετά το οὐ (χρησμός του Μαντείου των Δελφών).
συνώνυμα: ἀφικνέομαι -οῦμαι.
* έχω φτάσει στο σημείο…: ἐγὼ δὲ εἰς τοσοῦτον ἀμαθείας ἥκω, ὥστε καὶ τοῦτ' ἀγνοῶ = και εγώ έχω φτάσει σε αυτό το σημείο της άγνοιας, ώστε να μη γνωρίζω ούτε αυτό.
ετυμολογία: *σηκ- < ινδοευρωπαϊκός sēq-, παράβαλε λατινικός sequor.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἠλακάτη-ης-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἠλακάτη-ης-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἠλακάτη-ης-ἡ@wordaryElla,
σημασία: η ρόκα: ἡ ἠλακάτη τοῦ ἀτράκτου = η ρόκα του αδραχτιού.
ετυμολογία: δάν., ξένη λέξη.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἡλικία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἡλικία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἡλικία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: τα χρόνια της ζωής, η ηλικία: ἡλικίᾳ ἔτι τότε ἦν νέος = ήταν τότε νέος ακόμα στην ηλικία.
σημασία2: νεανική ηλικία.
* οἱ ἐν ἡλικίᾳ ὄντες = άντρες σε στρατεύσιμη ηλικία.
σημασία3: χρονική περίοδος μιας γενιάς: ἐπὶ τῆς νῦν ἡλικίας = στη σημερινή γενιά.
σημασία4: ανάστημα, ύψος: οὐ πολύ τι τὴν ἡλικίαν διαφέρει Κριτοβούλου = δε διαφέρει πολύ στο ύψος από τον Κριτόβουλο.
οικογένεια: παράγωγα: ἡλικιώτης «συνομήλικος», ἡλικιῶτις.
Νέα-Ελληνική: ηλικία (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: *ἡλικ- (ἧλιξ, -ικος) + παρ. επίθ. -ία, δωρ. *F-αλικ-, παράβαλε «βαλικιώτης συνέφηβος».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἡλίκος-η-ον-αντωνυμία::
* McsElla.ἡλίκος-η-ον-αντωνυμία@wordaryElla,
* McsElla.αντωνυμία.ἡλίκος-η-ον@wordaryElla,
σημασία1: αναφορική αντωνυμία, συσχετική με την ερωτηματική πηλίκος «πόσο μεγάλος;» και τις δεικτικές τηλικόσδε και τηλικοῦτος που σημαίνουν «τόσο μεγάλος» όσος στην ηλικία ή στο μέγεθος, όσο μεγάλος: τηλικοῦτοι, ἡλίκοι ἡμεῖς ἐσμεν = τόσο μεγάλοι, όσο είμαστε εμείς.
σημασία2: όταν εισάγει πλάγια ερώτηση πόσο μεγάλος στο μέγεθος, στη δύναμη κτλ.: ὁρᾷς ἡλίκοςστὶν ὁ Φίλιππος; = βλέπεις πόσο μεγάλος είναι ο Φίλιππος;
ετυμολογία: *ᾱλι- (πβ. λατινικός talis, qualis) + παρ. επίθ. -κος < πιθ. -ικός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἥλιος-ίου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἥλιος-ίου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἥλιος-ίου-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: ήλιος.
σημασία2: στον πληθυντικό οἱ ἥλιοι ζεστές, με καυτό ήλιο, μέρες: οἵ τε ἥλιοι καὶ τὸ πνῖγος ἔτιπνίγει αὐτούς = οι μέρες με ήλιο και η αποπνικτική ζέστη τούς βασάνιζαν.
οικογένεια: παράγωγα: ἡλιόομαι, σύνθετα: ἡλιοτρόπιον.
Νέα-Ελληνική: ήλιος (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: *σαFέλιος, ινδοευρωπαϊκός *sāwelios, βλέπε και σέλας.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἧλος-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἧλος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἧλος-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: καρφί: ἧλοι σιδηροῖ καὶ ξύλινοι = σιδερένια και ξύλινα καρφιά. ἐὰν μὴ βάλω τὸν δάκτυλόν μου ἐπὶ τὸν τύπον τῶν ἥλων… = αν δε βάλω το δάχτυλό μου στα σημάδια από τα καρφιά (δε θα πιστέψω, είπε ο Θωμάς).
ετυμολογία: *Fᾱλ, δωρ. ἇλος, αιολ. Fάλλος, λατινικός vallus, ινδοευρωπαϊκός *wal-nos.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἡμαρτημένως-επίρρημα::
* McsElla.ἡμαρτημένως-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ἡμαρτημένως@wordaryElla,
σημασία: λανθασμένα, λάθος: ἡμαρτημένως ἔχει τι = κάτι είναι λάθος.
ετυμολογία: ἡμάρτημ-(αι) (παρακ. του ἁμαρτάνω) + παρ. επίθ. -ως, βλέπε ἁμαρτάνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἡμεδαπός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.ἡμεδαπός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἡμεδαπός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία: αυτός που προέρχεται από τη χώρα μας, ο ντόπιος: ἡμεδαπὸν νόμισμα = δική μας συνήθεια.
συνώνυμα: ἐγχώριος.
αντώνυμα: ἀλλοδαπός.
Νέα-Ελληνική: ημεδαπός.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη *ἡμεδ- + -απός, αρχ. ινδ. asmad «δικός μας», παράβαλε ἀλλοδ-απός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἡμεῖς-αντωνυμία::
* McsElla.ἡμεῖς-αντωνυμία@wordaryElla,
* McsElla.αντωνυμία.ἡμεῖς@wordaryElla,
παρατήρηση: προσωπική, πληθυντικός του ἐγὼ.
σημασία: εμείς.
ετυμολογία: *ἁσμε + παρ. επίθ. πληθ. -ες > ἡμέ-ες > ἡμεῖς.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἡμέρα-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἡμέρα-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἡμέρα-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: ημέρα: ἡ σήμερον ἡμέρα = η σημερινή μέρα, σήμερα. τῆς ἡμέρας ὀψέ = αργά, προς το τέλος της ημέρας. καθ' ἡμέραν = καθημερινά.
αντώνυμα: νὺξ «νύκτα».
οικογένεια: παράγωγα: ἡμερεύω, ἡμερίς, ἡμερινός, ἡμερήσιος, σύνθετα: μεσημβρία, αὐθημερόν, ἐφημερίς.
Νέα-Ελληνική: ημέρα και μέρα.
ετυμολογία: ἦμαρ > ἡμέρα (πβ. λοκρ. ἀμάρα) με δασεία κατά το ἕως «αυγή».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἡμερεύω-ρήμα::
* McsElla.ἡμερεύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἡμερεύω@wordaryElla,
σημασία: περνώ τη μέρα μου κάπου: ἐν ἀγορᾷ ἡμερεύω = περνώ τη μέρα μου στην αγορά.
Νέα-Ελληνική: τα σύνθ. διημερεύω και εφημερεύω.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἡμέρα + παρ. επίθ. -εύω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἡμερήσιος-ία-ιον-επίθετο::
* McsElla.ἡμερήσιος-ία-ιον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἡμερήσιος-ία-ιον@wordaryElla,
σημασία: αυτός που διαρκεί μία ημέρα, της μιας μέρας: ἡμερησία ὁδός = πορεία μιας ημέρας.
Νέα-Ελληνική: ημερήσιος.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἡμέρα + παρ. επίθ. -ήσιος, παράβαλε ἐτ-ή-σιος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἥμερος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἥμερος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἥμερος-ος-ον@wordaryElla,
* McsElla.ἡμερώτερος!~συγκριτικός:ἥμερος-ος-ον@wordaryEllα,
* McsElla.ἡμερώτατος!~υπερθετικός:ἥμερος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία1: για ζώο εξημερωμένος.
αντώνυμα: ἄγριος.
σημασία2: για φυτό καλλιεργημένος.
αντώνυμα: χέρσος, ἀκαλλιέργητος.
σημασία3: για άνθρωπο πράος, ήρεμος: ἄνδρες ἥμεροι καὶ φιλάνθρωποι = άνδρες πράοι και ευγενικοί.
οικογένεια: παράγωγα: ἡμερόω, ἡμερότης.
Νέα-Ελληνική: ήμερος (με όλες τις σημ.).
ετυμολογία: πιθ. ἡμέρα + -ος > ἥμερος με μετάθεση τόνου, όπου η ημέρα (ηρεμία) αντιτίθεται με τη νύχτα (αγριότητα).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἡμερόω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἡμερόω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἡμερόω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: εξημερώνω άγρια ζώα. = δαμάζω.
σημασία2: ημερεύω, καταπραΰνω, έναν άνθρωπο: ἁρμονίᾳ τε καὶ ῥυθμῷ ἡμεροῦται ἡ ψυχή = η ψυχή ημερεύει (καλλιεργείται) με την αρμονία και το ρυθμό.
οικογένεια: παράγωγα: ἡμέρωμα, ἡμερωτής, ἡμέρωσις.
Νέα-Ελληνική: ημερώνω (και με τις δύο σημ.).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἥμερος + παρ. επίθ. -όω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἡμέτερος-έρα-ον-αντωνυμία::
* McsElla.ἡμέτερος-έρα-ον-αντωνυμία@wordaryElla,
* McsElla.αντωνυμία.ἡμέτερος-έρα-ον@wordaryElla,
παρατήρηση: κτητική δικός μας: ἡ ἡμετέρα χώρα = η χώρα μας. οἱ ἡμέτεροι καὶ οἱ ὑμέτεροι = οι δικοί μας και οι δικοί σας.
Νέα-Ελληνική: οι ημέτεροι.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἡμε- (πβ. ἡμέ-ες > ἡμεῖς) + παρ. επίθ. -τερος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἠμὶ-ρήμα::
* McsElla.ἠμὶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἠμὶ@wordaryElla,
* McsElla.ἦν!~παρατατικός-α΄-εν:ἠμὶ@wordaryElla,
* McsElla.ἦ!~παρατατικός-γ΄εν:ἠμὶ@wordaryElla,
παρατήρηση: χρησιμοποιείται μόνο στο α΄ και γ΄ εν. παρατ.
σημασία: λέγω: ἦν δ' ἐγώ = είπα εγώ. ἦ δ' ὅς = είπε αυτός. ἦ δ' ἥ = είπε αυτή.
συνώνυμα: λέγω, φημί.
ετυμολογία: το γ΄ εν. παρατ. ἦ ίσως από *ἦκ-τ < *eg-t, παράβαλε λατινικός aio «μιλώ», για την κλίση παράβαλε *φᾱμι- < *φᾱ- «λέγω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἡμι--μόριο::
* McsElla.ἡμι--μόριο@wordaryElla,
* McsElla.μόριο.ἡμι-@wordaryElla,
παρατήρηση: αχώριστο, που χρησιμοποιείται ως α΄ συνθετικό
σημασία: μισο-: ἡμιθανής = μισοπεθαμένος. ἡμίθεος = μισός θεός (μισός άνθρωπος). ἡμίονος = μισό γαϊδούρι (μισό άλογο). ἡμιτελής = μισοτελειωμένος.
οικογένεια: παράγωγα: ἥμισυς, σύνθετα: ἡμιτελής, ἡμίγυμνος, ἡμιθανής.
ετυμολογία: *σεμ-, παράβαλε λατινικός sēmi.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἥμισυ-εος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἥμισυ-εος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἥμισυ-εος-τὸ@wordaryElla,
σημασία: το μισό: τὸ ἥμισυ τοῦ στρατοῦ.
* γνωμικό ἀρχὴ ἥμισυ τοῦ παντός = όταν κάτι αρχίσει (καλά), είναι σαν να έγινε ήδη το μισό.
Νέα-Ελληνική: μισό.
ετυμολογία: ουδ. του βλέπε ἥμισυς.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἥμισυς-ἡμίσεια-ἥμισυ-επίθετο::
* McsElla.ἥμισυς-ἡμίσεια-ἥμισυ-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἥμισυς-ἡμίσεια-ἥμισυ@wordaryElla,
σημασία: μισός: ὁ ἥμισυς λόγος = η μισή διήγηση. αἱ ἡμίσειαι τῶν νεῶν = τα μισά πλοία. τὸ ἥμισυ τοῦ τείχους ἐτελέσθη = χτίστηκε το μισό τείχος.
αντώνυμα: ὅλος «ολόκληρος».
Νέα-Ελληνική: μισός.
ετυμολογία: ἡμι- (*σεμ-, παράβαλε λατινικός sēmi) + παρ. επίθ. -συς < *-τυς.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἢν-σύνδεσμος::
* McsElla.ἢν-σύνδεσμος@wordaryElla,
* McsElla.σύνδεσμος.ἢν@wordaryElla,
παρατήρηση: υποθ. σύνδεσμος, συνηρ. τύπος του ἐὰν
σημασία: αν, εάν: ἢν ἐγγὺς ἔλθῃ θάνατος, οὐδεὶς βούλεται θνῄσκειν = αν πλησιάσει ο θάνατος, κανείς δε θέλει να πεθάνει.
ετυμολογία: ἐὰν με κράση.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἡνία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἡνία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἡνία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: χαλινάρι, ηνίο: εἰς τὸ ὀπίσω σύρω τὰς ἡνίας = τραβώ προς τα πίσω τα ηνία.
* μεταφορικά χαλάω τὰς ἡνίας τοῖς λόγοις = χαλαρώνω τα χαλινάρια στα λόγια μου (αναπτύσσω κάτι με περισσότερα λόγια απ' όσο συνηθίζεται).
οικογένεια: σύνθετα: ἡνίοχος, ἡνιοχέω.
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία, ίσως *ανσιᾱ, λατινικός ansa.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἡνίκα-επίρρημα::
* McsElla.ἡνίκα-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ἡνίκα@wordaryElla,
παρατήρηση: χρονικό επίρρημα
σημασία1: όταν: πέμπει τινὰς τῶν ἑαυτοῦ ἑταίρων… ἡνίκα συνεσκόταζε = όταν σκοτείνιασε… στέλνει μερικούς από τους συντρόφους του.
σημασία2: ἡνίκ' ἂν + υποτακτική, για να δηλώσει μελλοντικό χρόνο ή αόριστη επανάληψη στο παρόν. Στην πρώτη περίπτωση μεταφράζεται «όταν», στη δεύτερη «κάθε φορά που».
σημασία3: ἡνίκα + ευκτική: έτσι χρησιμοποιείται στον πλάγιο λόγο ή για να δηλώσει αόριστη επανάληψη στο παρελθόν.
ετυμολογία: άγν. ετυμ., ίσως *jα-νι-κα, παράβαλε αὐτί-κα, αρκ. ὁ-νί = ὅδε.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἡνίοχος-όχου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἡνίοχος-όχου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἡνίοχος-όχου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: αυτός που κρατάει τα ηνία και οδηγεί το ιππήλατο άρμα.
οικογένεια: παράγωγα: ἡνιοχέω -ῶ, σύνθετα: ἡνιοστροφέω -ῶ, ἡνιοστρόφος.
Νέα-Ελληνική: ηνίοχος.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἡνία + ἔχω + παρ. επίθ. -ος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἧπαρ-ἥπατος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἧπαρ-ἥπατος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἧπαρ-ἥπατος-τὸ@wordaryElla,
παρατήρηση: μεταπλαστό
σημασία: συκώτι.
* ἧπαρ συκωτόν = το συκώτι ζώου που έχει τραφεί με σύκα και έχει παχύνει πολύ.
Νέα-Ελληνική: ήπαρ (λόγ.).
ετυμολογία: *jεπρ-, λατινικός jecur, αρχ. ινδ. yákrot, ινδοευρωπαϊκός *yēkwro.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἤπειρος-είρου-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἤπειρος-είρου-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἤπειρος-είρου-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: η ηπειρωτική χώρα (σε αντίθεση με τα νησιά): τῶν βαρβάρων οἱ ἐν τῇ ἠπείρῳ παραθαλάσσιοι = από τους βαρβάρους όσοι κατοικούσαν στο παράλιο τμήμα της ηπειρωτικής χώρας.
σημασία2: ήπειρος.
Νέα-Ελληνική: ήπειρος (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: *ἄπερ-jος, παράβαλε γερμ. Ufer «όχθη, ακτή».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ᾗπερ-επίρρημα::
* McsElla.ᾗπερ-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ᾗπερ@wordaryElla,
παρατήρηση: τροπικό ακριβώς όπως (βλέπε ᾗ): ᾗπερ ὑμῖν δοκεῖ = ακριβώς όπως σας φαίνεται καλό.
ετυμολογία: ᾗ + περ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Ἡραῖον-ου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.Ἡραῖον-ου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Ἡραῖον-ου-τὸ@wordaryElla,
σημασία: ναός της Ήρας.
ετυμολογία: Ἥρα + παρ. επίθ. -ιον, * Ἡρά-ὶον > Ἡραῑον, παράβαλε ἥρ-ως.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Ἡρακλέης--Ἡρακλῆς-έους-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.Ἡρακλέης-έους-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Ἡρακλέης-έους-ὁ@wordaryElla,
* McsElla.Ἡρακλῆς-έους-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Ἡρακλῆς-έους-ὁ@wordaryElla,
σημασία: ημίθεος, γιος του Δία και της Αλκμήνης.
* Ἡρακλέους στῆλαι = το στενό του Γιβραλτάρ.
οικογένεια: παράγωγα: Ἡράκλειος.
ετυμολογία: Ἥρα + παρ. επίθ. -κλέης < κλέος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἠρέμα-επίρρημα::
* McsElla.ἠρέμα-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ἠρέμα@wordaryElla,
σημασία1: ήσυχα: ἔχε ἠρέμα = στάσου ήσυχα.
σημασία2: λίγο, ελαφρά: ἠρέμα θερμός = λίγο ζεστός.
σημασία3: αργά: ἠρέμα περιφέρομαι = περιστρέφομαι με αργό ρυθμό.
οικογένεια: παράγωγα: ἠρεμαῖος «ήσυχος».
ετυμολογία: *ἠρεμ- ινδοευρωπαϊκός αρχής, παράβαλε αρχ. ινδ. rámate «ησυχάζω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἠρεμέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἠρεμέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἠρεμέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: μένω ακίνητος, σταθερός: διαμένω ἠρεμῶν ἐν τοῖς νόμοις = παραμένω ακίνητος στην τήρηση των νόμων.
αντώνυμα: κινέομαι.
οικογένεια: παράγωγα: ἠρέμησις, ἠρεμίζω, σύνθετα: ἀνηρέμητος.
Νέα-Ελληνική: ηρεμώ, με άλλη σημ.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἠρέμα + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἡσυχάζω-ρήμα::
* McsElla.ἡσυχάζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἡσυχάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἡσύχαζον!~παρατατικός:ἡσυχάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἡσυχάσω!~μέλλοντας:ἡσυχάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἡσύχασα!~αόριστος:ἡσυχάζω@wordaryElla,
σημασία: σταματώ κάθε κίνηση και δραστηριότητα, μένω αδρανής: οἱ πολέμιοι ἡσύχαζον = οι εχθροί αναπαύονταν. ἡσυχαζουσῶν τῶν νεῶν = ενώ τα πλοία παρέμεναν ακίνητα.
οικογένεια: σύνθετα: ἐφησυχάζω.
Νέα-Ελληνική: ησυχάζω.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἥσυχ-ος + παρ. επίθ. -άζω < -*άδjω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἡσυχῇ-επίρρημα::
* McsElla.ἡσυχῇ-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ἡσυχῇ@wordaryElla,
σημασία1: ήσυχα, ήρεμα.
σημασία2: κρυφά: οἱ ξυνωμότες ἡσυχῇ περιέμενον = οι συνωμότες περίμεναν κρυμμένοι.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἥσυχος + παρ. επίθ. -ῃ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἡσυχία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἡσυχία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἡσυχία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: ησυχία, ανάπαυση: ἡ ἀπὸ τῆς εἰρήνης ἡσυχία = οι ήσυχες συνθήκες που φέρνει η ειρήνη. ἡσυχία τῆς ἡδονῆς = το καταλάγιασμα της ηδονής.
σημασία2: με προθέσεις ἐν τῇ ἡσυχίᾳ σε καιρό ειρήνης. καθ' ἡσυχίαν με την ησυχία μου, με ηρεμία, όχι βιαστικά: καθ' ἡσυχίαν καθῖσαν τὸ στράτευμας χωρίον ἐπιτήδειον = με την ησυχία τους τοποθέτησαν το στράτευμα σε κατάλληλη θέση.
σημασία3: με ρήματα ἡσυχίαν ἄγω = ησυχάζω ή ζω ειρηνικά.
οικογένεια: σύνθετα: ἀνησυχία.
Νέα-Ελληνική: ησυχία.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἥσυχ-ος + παρ. επίθ. -ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἥσυχος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἥσυχος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἥσυχος-ος-ον@wordaryElla,
* McsElla.ἡσυχαίτερος!~συγκριτικός:ἥσυχος-ος-ον@wordaryEllα,
* McsElla.ἡσυχώτερος!~συγκριτικός:ἥσυχος-ος-ον@wordaryEllα,
* McsElla.ἡσυχαίτατος!~υπερθετικός:ἥσυχος-ος-ον@wordaryEllα,
* McsElla.ἡσυχώτατος!~υπερθετικός:ἥσυχος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία: ήσυχος.
οικογένεια: παράγωγα: ἡσυχία, ἡσυχαῖος, ἡσύχιος, ἡσυχάζω, ἡσυχῇ.
Νέα-Ελληνική: ήσυχος.
ετυμολογία: ἥσυ-χος όπου επίθ. -χος, αβέβ. βάση και ετυμ..
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἧττα-ης-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἧττα-ης-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἧττα-ης-ἡ@wordaryElla,
σημασία: αποτυχία σε έναν αγώνα, ήττα: ἧττα πολέμου καὶ δικῶν = ήττα στον πόλεμο και στα δικαστήρια.
αντώνυμα: νίκη.
* μεταφορικά υποχώρηση, παράδοση: ἧτταπιθυμιῶν = το να νικιέσαι από τις επιθυμίες σου, παράδοση στις επιθυμίες σου.
Νέα-Ελληνική: ήττα.
ετυμολογία: πιθ. επίρρ. ἧκα «με υποχώρηση, λίγο», ἥκ-ι-στος, ιων. ἑσσόομαι, συγγεν. του ἥττων/ἥσσων «κατώτερος».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἡττάομαι-ῶμαι-ρήμα::
* McsElla.ἡττάομαι-ῶμαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἡττάομαι-ῶμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἡττώμην!~παρατατικός:ἡττάομαι-ῶμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἡττήσομαι!~μέσος-μέλλοντας-παθητική-σημασία:ἡττάομαι-ῶμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἡττηθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:ἡττάομαι-ῶμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἡττήθην!~παθητικός-αόριστος:ἡττάομαι-ῶμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἥττημαι!~παθητικός-παρακείμενος:ἡττάομαι-ῶμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἡττήμην!~παθητικός-υπερσυντέλικος:ἡττάομαι-ῶμαι@wordaryElla,
σημασία1: νικιέμαι, ηττώμαι: πολλάκις ἥττηνται ὑπὸ Λακεδαιμονίων = πολλές φορές έχουν νικηθεί από τους Λακεδαιμονίους.
αντώνυμα: νικάω.
* ἡττῶμαι ἐν τῷ δικαστηρίῳ = χάνω τη δίκη.
σημασία2: είμαι κατώτερος, υποδεέστερος, από κάποιον άλλο: ἡττᾶτο τῇ γνώμῃ Περικλέους = ήταν υποδεέστερος του Περικλή ως προς τη σύνεση.
οικογένεια: παράγωγα: ἡττητέος.
Νέα-Ελληνική: ηττώμαι (με σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἧττα + παρ. επίθ. -ά-ομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἥττων-ἥττων-ἧττον-επίθετο::
* McsElla.ἥττων-ἥττων-ἧττον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἥττων-ἥττων-ἧττον@wordaryElla,
παρατήρηση: ο κοινός τύπος είναι ἥσσων: συγκριτικός βαθμός των ὀλίγος, μικρός, κακὸς
σημασία1: κατώτερος, υποδεέστερος, ιδίως στη δύναμη, ασθενέστερος: Μῆδοι δὲ ἦσαν πλῆθος μὲν οὐκ ἐλάσσονες τῶν Περσῶν, ρώμῃ δὲ ἥσσονες = οι Μήδοι δεν ήταν λιγότεροι στον αριθμό από τους Πέρσες, όμως ως προς τη δύναμη ήταν ασθενέστεροι. τὸν ἥττω λόγον κρείττω ποιῶ = κάνω το (αντικειμενικά) ασθενέστερο επιχείρημα να είναι ισχυρότερο, δηλ. παρουσιάζω το άδικο σαν δίκαιο, το ψεύδος σαν αλήθεια.
σημασία2: με γενική πράγματος αυτός που δεν μπορεί να αντισταθεί στον πειρασμό ενός πράγματος, που υποκύπτει στο πράγμα αυτό: τῶν ἡδονῶν ἥττων = αυτός που παραδίδεται στις ηδονές.
σημασία3: το ουδ. ως επίρρημα ἧττον & ἧσσον λιγότερο: ταῖς ξυμφοραῖς ἧσσον ἑτέρων εἴκομεν = μπροστά στις συμφορές υποχωρούμε λιγότερο από τους άλλους.
αντώνυμα: μᾶλλον.
* σε σχήμα λιτότητας οὐχ ἧττον / oὐχ ἧσσον λιγότερο δεν.., εξίσου: οὐχ ἧσσον λῃσταὶ ἦσαν οἱ νησιῶται = λιγότερο πειρατές δεν ήταν οι νησιώτες.
Νέα-Ελληνική: στις λόγ. φρ. κατά το μάλλον ή ήττον και η αρχή της ήσσονος προσπαθείας.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἧκ-α + επίθ. συγκρ. -jων, βλέπε ἧττα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
letter::
* McsEngl.wordaryElla.thita,
====== langoGreekAncient:
* McsElla.λεξικόΕλλα.Θ,
Θ-θ-θῆτα-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.Θ-θ-θῆτα-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Θ-θ-θῆτα-τὸ@wordaryElla,
σημασία: το όγδοο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Κατά την κλασική περίοδο (5ος-4ος αι. π.Χ.) προφερόταν ως [t] με δασύτητα, δηλ. ως [th], κατά την προφορά του οποίου εκβαλλόταν από το στόμα ελαφρό ρεύμα αέρα, όπως περίπου προφέρεται το t στο αγγλικό ten.
* ως αριθμητικό σύμβολο: θ΄= 9, αλλά ͵θ = 9.000.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
θάλαττα-άττης-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.θάλαττα-άττης-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.θάλαττα-άττης-ἡ@wordaryElla,
παρατήρηση: ο κοινός τύπος είναι θάλασσα.
σημασία: θάλασσα, και ειδικότερα η Μεσόγειος: ἡ παρ' ἡμῖν θάλαττα = η θάλασσά μας. πολλὰ ἐπιόντα ὑπομένω κατά τε γῆν καὶ κατὰ θάλατταν = υπομένω πολλές επιθέσεις και από την ξηρά και από τη θάλασσα..
οικογένεια: παράγωγα: θαλάσσιος, σύνθετα: θαλασσοκρατέω.
Νέα-Ελληνική: θάλασσα.
ετυμολογία: παράβαλε Ησύχιο «δαλάγχαν· θάλασσαν», ίσως μακεδ. γλώσσα, συγγεν. του δολιχὸς «επιμήκης, εκτεταμένος».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
θαλασσοκράτωρ-ορος-ὁ-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.θαλασσοκράτωρ-ορος-ὁ-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.θαλασσοκράτωρ-ορος-ὁ-ἡ@wordaryElla,
σημασία: αυτός που κυριαρχεί στη θάλασσα, που έχει μεγάλη ναυτική δύναμη.
Νέα-Ελληνική: θαλασσοκράτορας.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη του συνθ. θαλασσοκρατέω (θάλασσα + κρατέω) + παρ. επίθ. -ωρ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
θαλλός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.θαλλός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.θαλλός-οῦ-ὁ@wordaryElla,
σημασία: κλαδί, και ειδικότερα θαλλὸς ἐλαίας κλαδί ελιάς: στεφανῶ τὸν νικῶντα θαλλοῦ στεφάνῳ = στεφανώνω το νικητή με στεφάνι από κλαδί ελιάς.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη θάλλω + -ος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
θάλλω-ρήμα::
* McsElla.θάλλω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.θάλλω@wordaryElla,
* McsElla.ἔθαλλον!~παρατατικός:θάλλω@wordaryElla,
* McsElla.θαλῶ!~μέλλοντας:θάλλω@wordaryElla,
* McsElla.ἔθηλα!~αόριστος-α΄:θάλλω@wordaryElla,
* McsElla.ἔθαλον!~αόριστος-β΄:θάλλω@wordaryElla,
* McsElla.τέθηλα!~παρακείμενος:θάλλω@wordaryElla,
σημασία1: για φυτά είμαι γεμάτος φύλλα, λουλούδια ή καρπούς.
συνώνυμα: ἀνθέω, ἀκμάζω.
σημασία2: ευτυχώ: ζῇ καὶ θάλλει.
συνώνυμα: εὐδαιμονέω.
οικογένεια: παράγωγα: θαλερός, θαλλός, σύνθετα: εὐθαλής, ἀειθαλής, ἀναθάλλω, ἀμφιθάλλω.
Νέα-Ελληνική: θάλλω (με σημ. 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *θαλ- + -jω, παράβαλε αρμ. dalar «πράσινος, φρέσκος» = θαλερός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
θάλπος-ους-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.θάλπος-ους-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.θάλπος-ους-τὸ@wordaryElla,
σημασία: ζέστη: θάλπος καὶ ψῦχος.
αντώνυμα: ψῦχος.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη θάλπ-ω + παρ. επίθ. -ος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
θάλπω-ρήμα::
* McsElla.θάλπω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.θάλπω@wordaryElla,
* McsElla.θάλψω!~μέλλοντας:θάλπω@wordaryElla,
παρατήρηση: παθ. φωνή θάλπομαι ζεσταίνομαι: θάλπομαι τοῦ θέρους = ζεσταίνομαι το καλοκαίρι.
οικογένεια: παράγωγα: θαλπωρή, τὸ θάλπος.
αντώνυμα: ψύχω.
Νέα-Ελληνική: στο σύνθ. περιθάλπω.
ετυμολογία: *θαλ- (πβ. θάλ-λω) + π + -ω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
θάμβος-ους-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.θάμβος-ους-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.θάμβος-ους-τὸ@wordaryElla,
σημασία: έκπληξη και θαυμασμός: ὁ στόλος τόλμης θάμβει περιβόητος ἐγένετο = ο στόλος έγινε ξακουστός, χάρη στο θαυμασμό για την τόλμη του.
Νέα-Ελληνική: θάμβος «αίγλη»,
ετυμολογία: *θαφ- < *θέμβος με αβέβαιη-ετυμολογία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
θανάσιμος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.θανάσιμος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.θανάσιμος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία1: θανατηφόρος: θανάσιμα φάρμακα = θανατηφόρα δηλητήρια.
σημασία2: ετοιμοθάνατος: ἄνδρα θανάσιμον ἤδη ὄντα ἰάσατο = θεράπευσε έναν άντρα που ήταν πλέον ετοιμοθάνατος.
οικογένεια: παράγωγα: θανασίμως.
Νέα-Ελληνική: θανάσιμος (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *θανατ- (θάνατος) + παρ. επίθ. -ιμος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
θανατόω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.θανατόω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.θανατόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐθανάτουν!~παρατατικός:θανατόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.θανατώσω!~μέλλοντας:θανατόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.θανατώσομαι!~μέσος-μέλλοντας-παθητική-σημασία:θανατόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐθανατώθην!~παθητικός-αόριστος:θανατόω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: σκοτώνω, θανατώνω, εκτελώ κάποιον.
συνώνυμα: ἀποκτείνω.
σημασία2: καταδικάζω κάποιον σε θάνατο.
οικογένεια: παράγωγα: θανάτωσις, θανατώδης.
Νέα-Ελληνική: θανατώνω (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη θάνατ-ος + παρ. επίθ. -όω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Θαργηλιών-ῶνος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.Θαργηλιών-ῶνος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Θαργηλιών-ῶνος-ὁ@wordaryElla,
σημασία: ο ενδέκατος μήνας του αττικού ημερολογίου, από 15 Απριλίου έως 15 Μαΐου, εποχή στην οποία γιορτάζονταν τα Θαργήλια προς τιμήν του Απόλλωνα.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη θάργηλος «ονομασία ψωμιού» (ίσως μεσογ. λ.) + παρ. επίθ. -ιὼν αντί του κανονικού -ών, σύμφωνα με τους μήνες που λήγουν δικαιολογημένα σε -ιών (λ.χ. βλέπε Βοηδρομ-ιών, βλέπε Γαμηλ-ιών).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
θαρραλέος-α-ον-επίθετο::
* McsElla.θαρραλέος-α-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.θαρραλέος-α-ον@wordaryElla,
* McsElla.θαρραλεώτερος!~συγκριτικός:θαρραλέος-α-ον@wordaryElla,
παρατήρηση: ο κοινός τύπος είναι θαρσαλέος
σημασία1: τολμηρός, θαρραλέος.
* θαρραλέως ἔχω πρός τι = αντιμετωπίζω κάτι θαρραλέα.
σημασία2: θρασύς, αυθάδης.
σημασία3: αυτός τον οποίο επιχειρεί κανείς με αυθάδεια χωρίς να υπολογίσει τον κίνδυνο: οἱ δειλοὶ ἐπὶ τὰ θαρραλέα ἔρχονται = οι δειλοί πηγαίνουν σε πράγματα που τους φαίνονται ακίνδυνα.
οικογένεια: παράγωγα: θαρσαλεότης.
Νέα-Ελληνική: θαρραλέος (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη θάρρος / θάρσος + παρ. επίθ. -αλέος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
θαρρέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.θαρρέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.θαρρέω-ῶ@wordaryElla,
παρατήρηση: ο κοινός τύπος είναι θαρσέω -ῶ
σημασία1: έχω θάρρος ή θράσος: λέγε θαρρῶν = μίλα με θάρρος.
συνώνυμα: τολμάω.
σημασία2: είμαι θρασύς, παράτολμος, υπερβολικά τολμηρός: ὕβρει θαρσῶ = γίνομαι υπερβολικά τολμηρός από υπεροψία.
σημασία3: δε φοβάμαι κάποιον ή κάτι: θάνατον θαρρῶ = δε φοβάμαι το θάνατο.
αντώνυμα: δέδοικα «φοβάμαι».
οικογένεια: παράγωγα: θάρσησις, σύνθετα: ἀναθαρρέω.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *θαρρ- (πβ. θάρρ-ος) + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
θάρρος-ους-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.θάρρος-ους-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.θάρρος-ους-τὸ@wordaryElla,
παρατήρηση: ο κοινός τύπος είναι θάρσος
σημασία: θάρρος, τόλμη: θάρρος πρὸς τοὺς πολεμίους = θάρρος απέναντι στους εχθρούς. τοὺς Ἀθηναίους θάρσος ἔλαβε = οι Αθηναίοι πήραν θάρρος.
Νέα-Ελληνική: θάρρος.
ετυμολογία: *θαρσ-, παράβαλε αρχ. ινδ. dhrosú- «θρασύς».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
θαρρύνω-ρήμα::
* McsElla.θαρρύνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.θαρρύνω@wordaryElla,
παρατήρηση: ο κοινός τύπος είναι θαρσύνω
σημασία: δίνω θάρρος: (Περικλῆς) ἐβούλετο θαρσῦναι τοὺς Ἀθηναίους = ο Περικλής ήθελε να δώσει θάρρος στους Αθηναίους.
Νέα-Ελληνική: το σύνθ. ενθαρρύνω.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *θαρσυ- (πβ. αρχ. ινδ. dhrosú- «θρασύς») + παρ. επίθ. -νω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
θάττων-θάττων-θᾶττον-επίθετο::
* McsElla.θάττων-θάττων-θᾶττον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.θάττων-θάττων-θᾶττον@wordaryElla,
παρατήρηση: συγκριτικός βαθμός του επιθέτου βλέπε ταχὺς
ετυμολογία: *ταχ- (ταχύς) + -jων > θάσσων με αντιμετάθεση δασύτητας, *θάγ-jων.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
θαῦμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.θαῦμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.θαῦμα-ατος-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: κάτι που προκαλεί θαυμασμό ή απορία, κάτι που σε παραξενεύει: θαῦμα οὐδὲν τὸ μὴ πείθεσθαι τοὺς πολλοὺς τοῖς λεγομένοις = καθόλου δεν είναι παράξενο που οι πολλοί δεν πείθονται στα λόγια αυτά.
σημασία2: στον πληθ. θαύματα τεχνάσματα ταχυδακτυλουργών.
σημασία3: έκπληξη: ἐν θαύματί εἰμι = είμαι έκπληκτος.
οικογένεια: παράγωγα: θαυμάζω, σύνθετα: θαυματοποιός, θαυματουργός.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *θαυ- (< θέα < θεάομαι· το αττ. θέα βασίζεται στο *θάFᾱ < διαλ. θᾱα) + παρ. επίθ. -μα, ινδοευρωπαϊκός *dhem-.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
θαυμάζω-ρήμα::
* McsElla.θαυμάζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.θαυμάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐθαύμαζον!~παρατατικός:θαυμάζω@wordaryElla,
* McsElla.θαυμάσομαι!~μέσος-μέλλοντας-ενεργητική-σημασία:θαυμάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐθαύμασα!~αόριστος:θαυμάζω@wordaryElla,
* McsElla.τεθαύμακα!~παρακείμενος:θαυμάζω@wordaryElla,
* McsElla.θαυμασθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:θαυμάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐθαυμάσθην!~παθητικός-αόριστος:θαυμάζω@wordaryElla,
* McsElla.τεθαύμασμαι!~παθητικός-παρακείμενος:θαυμάζω@wordaryElla,
σημασία1: θαυμάζω, βλέπω ή αντιμετωπίζω κάτι με θαυμασμό: θαυμάζω τινὰ ἐπὶ σοφίᾳ = θαυμάζω κάποιον για τη σοφία του.
σημασία2: εκπλήσσομαι, απορώ, παραξενεύομαι: θαυμάζω τούτου τῆς διανοίας = απορώ με τον τρόπο σκέψης αυτού του ανθρώπου.
οικογένεια: παράγωγα: θαυμασμός, θαυμάσιος, θαυμαστός, σύνθετα: ἀποθαυμάζω.
Νέα-Ελληνική: θαυμάζω (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη θαῦμα + παρ. επίθ. -άζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
θαυμάσιος-ία-ιον-επίθετο::
* McsElla.θαυμάσιος-ία-ιον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.θαυμάσιος-ία-ιον@wordaryElla,
* McsElla.θαυμασιώτερος!~συγκριτικός:θαυμάσιος-ία-ιον@wordaryEllα,
* McsElla.θαυμασιώτατος!~υπερθετικός:θαυμάσιος-ία-ιον@wordaryElla,
σημασία1: εκπληκτικός, δηλ. που σου προκαλεί έκπληξη, απορία και σε κάνει να παραξενεύεσαι: Σωκράτης πρὸς τὰς τοῦ χειμῶνος καρτερήσεις θαυμάσια ἠργάζετο = ο Σωκράτης όσον αφορά την αντοχή του στο ψύχος έκανε πράγματα εκπληκτικά.
σημασία2: αυτός που αξίζει να τον θαυμάζει κανείς: σε προσφώνηση, συχνά ειρωνικά ὦ θαυμάσιε! = τι άνθρωπος είσαι εσύ!
οικογένεια: παράγωγα: θαυμασιότης.
Νέα-Ελληνική: θαυμάσιος (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη θαυμάσ- (πβ. θαυμασ-μός) + παρ. επίθ. -ιος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
θαυμαστός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.θαυμαστός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.θαυμαστός-ή-ὸν@wordaryElla,
* McsElla.θαυμαστότερος!~συγκριτικός:θαυμαστός-ή-ὸν@wordaryEllα,
* McsElla.θαυμαστότατος!~υπερθετικός:θαυμαστός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία1: ασυνήθιστος, που προκαλεί έκπληξη, παράξενος: καὶ ὃ πάντων θαυμαστότατον, Σωκράτη μεθύοντα οὐδεὶς πώποτε ἑόρακε = και το πιο απίστευτο από όλα, μεθυσμένο το Σωκράτη δεν τον έχει δει κανένας ως τώρα.
σημασία2: αξιοθαύμαστος: ἔργα μεγάλα καὶ θαυμαστά.
οικογένεια: παράγωγα: θαυμαστικός, σύνθετα: ἀξιοθαύμαστος.
Νέα-Ελληνική: θαυμαστός (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη θαυμάζω + παρ. επίθ. -τός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
θέα-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.θέα-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.θέα-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: το να κοιτάζει κάποιος κάτι, η θέα: ἔρχομαι ἐπὶ θέαν τινός = πηγαίνω να δω κάποιον.
σημασία2: το αποτέλεσμα της θέας, το θέαμα: θέαι ἀμήχανοι τὸ κάλλος = θεάματα ακαταμάχητα στην ομορφιά.
σημασία3: η θέση από όπου μπορεί να βλέπει κανείς καλά κάτι: θέαν καταλαμβάνω = πιάνω θέση, για να βλέπω.
Νέα-Ελληνική: θέα (με τις σημ. 1 & 3).
ετυμολογία: *θᾱFᾱ, παράβαλε θεά-ομαι, βλέπε θαῦμα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
θέαινα-αίνης-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.θέαινα-αίνης-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.θέαινα-αίνης-ἡ@wordaryElla,
σημασία: η θεά.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη θεά + παρ. επίθ. -ινα με μετάθεση τόνου.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
θεάομαι-ῶμαι-ρήμα::
* McsElla.θεάομαι-ῶμαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.θεάομαι-ῶμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐθεώμην!~παρατατικός:θεάομαι-ῶμαι@wordaryElla,
* McsElla.θεάσομαι!~μέλλοντας:θεάομαι-ῶμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐθεασάμην!~αόριστος:θεάομαι-ῶμαι@wordaryElla,
* McsElla.τεθέαμαι!~παρακείμενος:θεάομαι-ῶμαι@wordaryElla,
παρατήρηση: αποθετικό ρήμα
σημασία1: κοιτάζω, παρατηρώ: ἐθεᾶτο τὴν θέσιν τῆς πόλεως.
* επιθεωρώ: θεῶμαι τὸ στράτευμα.
σημασία2: παρακολουθώ ως θεατής: οἱ θεώμενοι = οι θεατές.
οικογένεια: παράγωγα: θέαμα, θεατής, θέατρον, θεάμων, θεατός.
Νέα-Ελληνική: θεώμαι «με βλέπουν» παθ. σημ. σχετική με τη σημ. 1.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη θέα + παρ. επίθ. -ομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
θεῖος-α-ον-επίθετο::
* McsElla.θεῖος-α-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.θεῖος-α-ον@wordaryElla,
* McsElla.θειότερος!~συγκριτικός:θεῖος-α-ον@wordaryEllα,
* McsElla.θειότατος!~υπερθετικός:θεῖος-α-ον@wordaryElla,
σημασία1: θεϊκός, θείος.
σημασία2: ως ουσιαστικό τὸ θεῖον η θεία δύναμη, το θείο.
οικογένεια: παράγωγα: θειότης, σύνθετα: ἐκθειάζω.
Νέα-Ελληνική: θείος, και με τις δύο σημ. (στη ΝΕ η λέξη σημαίνει και «αδελφός του πατέρα»· η σημ. αυτή προέκυψε στο βασίλειο των Πτολεμαίων, όπου θεὸς ήταν ο βασιλιάς και θεῖος «θεϊκός» ο αδελφός του).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη θε-ός (άγν. ετυμ.) + παρ. επίθ. -ιος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
θέλω-ρήμα::
* McsElla.θέλω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.θέλω@wordaryElla,
παρατήρηση: βλέπε ἐθέλω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
θέμις-ιδος-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.θέμις-ιδος-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.θέμις-ιδος-ἡ@wordaryElla,
σημασία: κανόνας δικαίου που έχει καθιερωθεί από την παράδοση και τo έθιμο: θέμις ἐστί = είναι δίκαιο, σωστό.
οικογένεια: παράγωγα: θεμιτός, σύνθετα: ἀθέμιτος, Θεμιστοκλῆς.
Νέα-Ελληνική: Θέμις (λόγ.).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη *θεμ- (< τίθημι, παράβαλε θέμ-α) + παρ. επίθ. -ις, παράβαλε αρχ. περσ. dā-mi «δημιουργία».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
θεμιτός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.θεμιτός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.θεμιτός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία: νόμιμος, δίκαιος.
οικογένεια: παράγωγα: θεμιτῶς.
Νέα-Ελληνική: θεμιτός (με την ίδια σημ.).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη θέμις + παρ. επίθ. -τός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
-θεν-μόριο::
* McsElla.-θεν-μόριο@wordaryElla,
* McsElla.μόριο.-θεν@wordaryElla,
παρατήρηση: αχώριστο μόριο. Ως β΄ συνθετικό δηλώνει την κίνηση από έναν τόπο: οἴκοθεν = από το σπίτι. ἄλλοθεν = από αλλού.
* με όνομα προσώπου θεόθεν = από τούς θεούς.
αντώνυμα: -δε, που ως β΄ συνθετικό δηλώνει κίνηση προς έναν τόπο, λ.χ. οἴκα-δε «προς το σπίτι».
ετυμολογία: παλιά κατάληξη της γενικής: ἐμέ-θεν = ἐμοῡ, Διό-θεν = Διός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
θεοειδής-ής-ὲς-επίθετο::
* McsElla.θεοειδής-ής-ὲς-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.θεοειδής-ής-ὲς@wordaryElla,
* McsElla.θεοειδέστερος!~συγκριτικός:θεοειδής-ής-ὲς@wordaryEllα,
* McsElla.θεοειδέστατος!~υπερθετικός:θεοειδής-ής-ὲς@wordaryElla,
σημασία: θεόμορφος, δηλαδή πολύ ωραίος: ὁ θεοειδὴς Πάρις = ο πανέμορφος Πάρης. ἡ ψυχὴ θεοειδές τί ἐστι = η ψυχή είναι κάτι θεόμορφο.
Νέα-Ελληνική: θεοειδής (λόγ.).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη θεός + εἶδος + παρ. επίθ. -ής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
θεοφιλής-ής-ὲς-επίθετο::
* McsElla.θεοφιλής-ής-ὲς-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.θεοφιλής-ής-ὲς@wordaryElla,
* McsElla.θεοφιλέστερος!~συγκριτικός:θεοφιλής-ής-ὲς@wordaryEllα,
* McsElla.θεοφιλέστατος!~υπερθετικός:θεοφιλής-ής-ὲς@wordaryElla,
σημασία: αυτός που είναι αγαπητός στους θεούς.
Νέα-Ελληνική: θεοφιλής.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη θεός + *φιλ- (< φιλέω) + παρ. επίθ. -ής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
θεράπαινα-αίνης-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.θεράπαινα-αίνης-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.θεράπαινα-αίνης-ἡ@wordaryElla,
σημασία: υπηρέτρια.
συνώνυμα: θεραπαινίς.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη θεράπων + παρ. επίθ. -αινα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
θεραπεία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.θεραπεία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.θεραπεία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: η προσφορά υπηρεσίας, η φροντίδα, η περιποίηση: θεραπεία σώματος = φροντίδα του σώματος.
συνώνυμα: φροντίς, ἐπιμέλεια.
σημασία2: λατρεία: θεραπεία θεῶν = η λατρεία των θεών.
σημασία3: περιποίηση κάποιου που αποσκοπεί στην εξασφάλιση της εύνοιάς του: θεραπεία τῶν ἀεὶ προεστώτων = περιποίηση προς τους εκάστοτε άρχοντες. ἐν πολλῇ θεραπείᾳ ἔχω τινά = περιποιούμαι κάποιον πολύ (με την ελπίδα να αποκτήσω ένα όφελος).
σημασία4: η περίθαλψη αρρώστου, θεραπεία: αἱ ὑπὸ τῶν ἰατρῶν θεραπεῖαι διὰ καύσεων γιγνόμεναι = οι θεραπείες που γίνονται από τους γιατρούς με καυτηριασμό.
Νέα-Ελληνική: θεραπεία (με τη σημ. 4).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη θεραπε-ύω + παρ. επίθ. -ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
θεραπευτής-οῦ-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.θεραπευτής-οῦ-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.θεραπευτής-οῦ-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που υπηρετεί τους θεούς: θεραπευτὴς θεοῦ = ιερέας.
σημασία2: αυτός που υπηρετεί ένα υψηλό πρόσωπο.
σημασία3: αυτός που φροντίζει, περιποιείται κάτι: ὁ θεραπευτὴς τοῦ σώματος.
σημασία4: αυτός που περιθάλπει ασθενείς, ο γιατρός.
οικογένεια: παράγωγα: θεραπευτικός.
Νέα-Ελληνική: θεραπευτής (με τη σημ. 4).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη θεραπεύ-ω + παρ. επίθ. -τής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
θεραπεύω-ρήμα::
* McsElla.θεραπεύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.θεραπεύω@wordaryElla,
* McsElla.ἐθεράπευον!~παρατατικός:θεραπεύω@wordaryElla,
* McsElla.θεραπεύσω!~μέλλοντας:θεραπεύω@wordaryElla,
* McsElla.θεραπεύσομαι!~μέσος-μέλλοντας-παθητική-σημασία:θεραπεύω@wordaryElla,
* McsElla.θεραπευθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:θεραπεύω@wordaryElla,
* McsElla.ἐθεραπευσάμην!~μέσος-αόριστος:θεραπεύω@wordaryElla,
* McsElla.ἐθεραπεύθην!~παθητικός-αόριστος:θεραπεύω@wordaryElla,
σημασία1: υπηρετώ κάποιον, του προσφέρω τις υπηρεσίες μου.
* ειδικότερα λατρεύω ένα θεό: θεραπεύω τοὺς θεούς/τὸν Διόνυσον.
σημασία2: κολακεύω: θεραπεύω τὸ πλῆθος = κολακεύω το λαό.
σημασία3: φροντίζω για κάτι: θεραπεύω τὸ σῶμα = ικανοποιώ τις ανάγκες του σώματος. θεραπεύω τὴν διάνοιαν = αναπτύσσω το μυαλό μου. θεραπεύω τὸ ξυμφέρον = φροντίζω για το συμφέρον μου.
σημασία4: θεραπεύω κάποιον ή κάτι ως γιατρός: θεραπεύω τὸ σῶμα/τοὺς ὀφθαλμούς. = ἰάομαι.
σημασία5: καλλιεργώ: θεραπεύω τὴν γῆν.
οικογένεια: παράγωγα: θεραπεία, θεραπευτής, θεραπευτήριον, σύνθετα: ἀθεράπευτος, ἀποθεραπεύω.
Νέα-Ελληνική: θεραπεύω (με τη σημ. 4).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη θεράπ-ων + παρ. επίθ. -εύω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
θεράπων-οντος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.θεράπων-οντος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.θεράπων-οντος-ὁ@wordaryElla,
σημασία: υπηρέτης.
* μουσῶν θεράποντες = οι ποιητές και οι αοιδοί. Ἄρεως θεράποντες = οι πολεμιστές.
οικογένεια: παράγωγα: θεράπαινα.
Νέα-Ελληνική: θεράπων «που θεραπεύει» (λ.χ. θεράπων ιατρός).
ετυμολογία: *θεραπ-, σκοτεινής αρχής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
θέρος-ους-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.θέρος-ους-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.θέρος-ους-τὸ@wordaryElla,
σημασία: καλοκαίρι: θέρους ἀρχομένου = στην αρχή του καλοκαιριού. θέρους μεσοῦντος = στη μέση του καλοκαιριού.
οικογένεια: παράγωγα: θερινός, θέρετρον, θερίζω, θερμός, θέρμη, θερμαίνω, σύνθετα: ἄθερμος, ἔνθερμος.
Νέα-Ελληνική: θέρος (λόγ.).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *θερ- (< ινδοευρωπαϊκός *ghwer-, παράβαλε αρχ. ινδ. háras «θερμότητα») + παρ. επίθ. -ος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
θέσις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.θέσις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.θέσις-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: τοποθέτηση: πλίνθων καὶ λίθων θέσις = η τοποθέτηση τούβλων και της πέτρας.
σημασία2: καθιέρωση, θέσπιση: θέσις νόμων = νομοθεσία. θέσις ὀνομάτων = ονοματοδοσία.
σημασία3: θέσει όταν κάποιος ή κάτι αποκτά μια νέα ιδιότητα που δεν την είχε από τη φύση του: Ἀθηναῖος θέσει = ξένος που έγινε Αθηναίος πολίτης (αλλά δεν είχε γεννηθεί στην Αθήνα).
αντώνυμα: φύσει.
σημασία4: ο τόπος ή η κατάσταση όπου βρίσκεται κάποιος, η θέση: ἡ θέσις τῆς χώρας πρὸς τὰ πνεύματα = η θέση της χώρας ως προς τους ανέμους.
οικογένεια: σύνθετα: διάθεσις, ἀνάθεσις, πρόθεσις, ὑπέρθεσις.
Νέα-Ελληνική: θέση (με τις σημ. 3 και 4).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *θέ-τις (< τίθημι + παρ. επίθ. -σις < -*τις) = αρχ. ινδ. hi-ti «θέσις».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
θεσμοθέτης-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.θεσμοθέτης-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.θεσμοθέτης-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που θέτει, καθιερώνει, θεσμούς, δηλαδή νόμους, ο νομοθέτης.
σημασία2: στην Αθήνα, στον πληθ. οἱ θεσμοθέται οι έξι από τους ἐννέα ἄρχοντας (βλέπε ἄρχων). Συγκροτούσαν συλλογική αρχή.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη θεσμός + *θετ- (< τίθημι) + παρ. επίθ. -της.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
θεσμός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.θεσμός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.θεσμός-οῦ-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: θείος νόμος: θεσμὸς Ἀδραστείας = νόμος της Αδράστειας.
σημασία2: ανθρώπινος νόμος: οἱ θεσμοὶ τοῦ Δράκοντος.
οικογένεια: παράγωγα: θέσμιος, σύνθετα: θεσμοθέτης, θεσμοφόρος, θεσμοφύλαξ, ἐμπρόθεσμος, ἀπρόθεσμος.
Νέα-Ελληνική: θεσμός.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη τεθ-μός (*τεθ- < τίθημι + παρ. επίθ. -μός) > διαλ. θε-θμός > θεσ-μός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
θεσπέσιος-ία-ιον-επίθετο::
* McsElla.θεσπέσιος-ία-ιον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.θεσπέσιος-ία-ιον@wordaryElla,
σημασία: κάτι που πλησιάζει το θεό, θεόπνευστος, θεϊκός, αυτός που προκαλεί θαυμασμό ή κατάπληξη: σοφοὶ καὶ θεσπέσιοι ἄνδρες.
οικογένεια: παράγωγα: θεσπεσίως.
Νέα-Ελληνική: θεσπέσιος.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη *θέσ-σπετος «θεόπνευστος» < θεός + *σπετὸς «που μπορεί να περιγραφεί με λόγια» (πβ. ἄσπετος).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
θέω-ρήμα::
* McsElla.θέω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.θέω@wordaryElla,
* McsElla.ἔθεον!~παρατατικός:θέω@wordaryElla,
* McsElla.θεύσομαι!~μέλλοντας:θέω@wordaryElla,
* McsElla.θεύσω!~μέλλοντας:θέω@wordaryElla,
χρόνοι: άλλοι βλέπε τρέχω.
σημασία: τρέχω: δρομεὺς βραδέως θέων = δρομέας που τρέχει αργά.
συνώνυμα: τρέχω.
οικογένεια: παράγωγα: θοός (ποιητικό) «γρήγορος», σύνθετα: βοηθέω, μεταθέω.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *θεF- + παρ. επίθ. -jω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
θεωρέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.θεωρέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.θεωρέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐθεώρουν!~παρατατικός:θεωρέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.θεωρήσω!~μέλλοντας:θεωρέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.τεθεώρηκα!~παρακείμενος:θεωρέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.θεωρηθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:θεωρέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: πηγαίνω εγώ ως θεωρός, δηλαδή ως αντιπρόσωπος της πόλης μου, ή στέλλω άλλους θεωρούς, σε μαντείο, σε αγώνες ή σε εορτές: ἐγὼ τεθεώρηκα οὐδαμοῦ πλὴν εἰς Πάρον = εγώ δεν έχω πάει ως επίσημος απεσταλμένος πουθενά εκτός από την Πάρο. τὰ Ἴσθμιαγίγνετο καὶ Ἀθηναῖοι ἐθεώρουν ἐς αὐτά = τελούνταν τα Ίσθμια και οι Αθηναίοι έστειλαν αντιπροσώπους τους σε αυτά.
σημασία2: παρακολουθώ ως θεατής: θεωρῶ τὰ Ὀλύμπια = παρακολουθώ τους Ολυμπιακούς Αγώνες.
σημασία3: βλέπω, παρατηρώ: θεωρῶ τὰ περὶ τὸν πόλεμον = παρατηρώ πώς διεξάγεται ένας πόλεμος.
συνώνυμα: θεάομαι.
σημασία4: επιθεωρώ (στρατιώτες).
σημασία5: για διανοητική ενέργεια εξετάζω, κρίνω, σκέπτομαι, θεωρώ: τοῦτο θεώρει, εἰ τἀληθῆ λέγω = τούτο εξέταζε, αν λέω την αλήθεια.
συνώνυμα: σκοπέω.
οικογένεια: παράγωγα: θεώρημα, θεωρητικός, θεωρία, θεώρησις, σύνθετα: ἀναθεωρέω, ἀρχιθεωρός.
Νέα-Ελληνική: θεωρώ (με τη σημ. 5).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη θεωρός + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
θεώρημα-ήματος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.θεώρημα-ήματος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.θεώρημα-ήματος-τὸ@wordaryElla,
σημασία: θέαμα: λόγοι και θεωρήματα.
Νέα-Ελληνική: θεώρημα «βασική αρχή» (λ.χ. μαθηματικό).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη θεωρέω + παρ. επίθ. -μα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
θεωρία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.θεωρία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.θεωρία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: αποστολή θεωρῶν, δηλ. αντιπροσώπων μιας πόλης, σε μαντείο ή σε πανελλήνιους αγώνες ή οι ίδιοι οι αντιπρόσωποι: ἑκάστου ἔτους θεωρίαν ἀπάγω εἰς Δῆλον = στέλνω κάθε χρόνο αντιπροσώπους στη Δήλο.
σημασία2: το αξίωμα του θεωροῦ, του αντιπροσώπου μιας πόλης.
σημασία3: το να παρακολουθεί κανείς ένα θέαμα αγώνων ή θεατρικής παράστασης ως θεατής: οὔτ' ἐπὶ θεωρίαν πώποτ' ἐκ τῆς πόλεωςξῆλθες, ὦ Σώκρατες = και ποτέ, Σωκράτη, δε βγήκες από την πόλη ούτε για να παρακολουθήσεις πανελλήνιους αγώνες.
σημασία4: το να βλέπει, να παρατηρεί κανείς κάτι: θεωρίας ἕνεκεν = (ταξιδεύει) για να δει και να γνωρίσει άγνωστα μέρη.
σημασία5: για διανοητική ενέργεια εξέταση, έρευνα: θεωρίαν ποιοῦμαι περί τινος = εξετάζω ένα θέμα.
Νέα-Ελληνική: θεωρία «θεωρητική πλευρά, ανάλυση κτλ.».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη θεωρ-έω + παρ. επίθ. -ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
θεωρός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.θεωρός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.θεωρός-οῦ-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: αντιπρόσωπος που στέλνει μια πόλη σε μαντείο, σε αγώνες ή σε εορτές: ἔπεμψαν αὐτὸν θεωρὸν εἰς τὰ Πύθια = τον έστειλαν να τους αντιπροσωπεύσει στους Πυθικούς αγώνες (στους Δελφούς).
σημασία2: θεατής.
σημασία3: περιηγητής.
οικογένεια: παράγωγα: τὸ θεωρικὸν «τα χρήματα που έπαιρναν από το δημόσιο ταμείο οι πολίτες της Αθήνας για να αγοράσουν εισιτήριο για το θέατρο».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη *θεFα- + *Fορός (ὁράω) > *θεFη-F- ορός > θε(ε)ωρός, όπου *θεFα = θέα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
θήκη-ης-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.θήκη-ης-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.θήκη-ης-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: κιβώτιο.
σημασία2: τάφος, μέθοδος ταφής: ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε, ἐλευθεροῦτε... θήκας τε προγόνων = ορμάτε εμπρός παιδιά των Ελλήνων, ελευθερώστε… και τους τάφους των προγόνων. εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο = κατέφυγαν σε αδιάντροπες μεθόδους ταφής.
οικογένεια: παράγωγα: θηκαῖος, θηκίον, σύνθετα: ὀστεοθήκη, ᾠοθήκη.
Νέα-Ελληνική: θήκη (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *θήκ- (ἔ-θηκ-α < τίθημι) + παρ. επίθ. -η.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
θῆλυς-θήλεια-θῆλυ-επίθετο::
* McsElla.θῆλυς-θήλεια-θῆλυ-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.θῆλυς-θήλεια-θῆλυ@wordaryElla,
σημασία: θηλυκός: θήλεια ἔλαφος = θηλυκό ελάφι, ελαφίνα.
αντώνυμα: ἄρρην «αρσενικός».
οικογένεια: παράγωγα: θηλυκός, θηλύνω.
Νέα-Ελληνική: θήλυς (λόγ.).
ετυμολογία: *θηλ-υς < θηλ-ή (του γυναικείου μαστού), ομόρρ. με αρχ. ινδ. dhārú- «που βυζαίνει».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
θήρ-ός-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.θήρ-ός-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.θήρ-ός-ὁ@wordaryElla,
σημασία: μυθολογικό τέρας.
συνώνυμα: θηρίον.
οικογένεια: παράγωγα: θηρίον, θηράω, θήρα.
ετυμολογία: *φηρ-, παράβαλε λατινικός ferus «άγριος».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
θήρα-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.θήρα-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.θήρα-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: κυνήγι άγριων ζώων.
σημασία2: μεταφορικά επιδίωξη, συνεχής προσπάθεια για να πετύχει κανείς κάτι: ἡ θήρα τοῦ ἡδέος = το κυνήγι της ηδονής.
Νέα-Ελληνική: θήρα (και με τις δύο σημ.).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη θήρ + παρ. επίθ. -α.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
θηράω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.θηράω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.θηράω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐθήρων!~παρατατικός:θηράω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.θηράσω!~μέλλοντας:θηράω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐθήρασα!~αόριστος:θηράω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.τεθήρακα!~παρακείμενος:θηράω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐτεθηράκειν!~υπερσυντέλικος:θηράω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: κυνηγώ: λαγῶς ᾤχετο θηράσων = είχε φύγει, για να κυνηγήσει λαγούς.
συνώνυμα: θηρεύω, ἀγρεύω.
σημασία2: στη μέση φωνή με ενεργ. σημ. κυριολεκτικά και μεταφορικά θηρῶμαι κυνηγώ: οἱ θηρώμενοι = οι κυνηγοί. θηρῶμαι τὴν τῆς σωφροσύνης δόξαν.
οικογένεια: παράγωγα: θήραμα.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη θήρα + παρ. επίθ. -άω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
θηρεύω-ρήμα::
* McsElla.θηρεύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.θηρεύω@wordaryElla,
* McsElla.ἐθήρευον!~παρατατικός:θηρεύω@wordaryElla,
* McsElla.θηρεύσω!~μέλλοντας:θηρεύω@wordaryElla,
* McsElla.ἐθήρευσα!~αόριστος:θηρεύω@wordaryElla,
* McsElla.τεθήρευκα!~παρακείμενος:θηρεύω@wordaryElla,
* McsElla.θηρεύσομαι!~μέσος-μέλλοντας:θηρεύω@wordaryElla,
* McsElla.ἐθηρευσάμην!~μέσος-αόριστος:θηρεύω@wordaryElla,
* McsElla.ἐθηρεύθην!~παθητικός-αόριστος:θηρεύω@wordaryElla,
* McsElla.τεθήρευμαι!~παθητικός-παρακείμενος:θηρεύω@wordaryElla,
σημασία1: κυνηγώ: θηρεύω ὄρνιθας ἀγρίας = κυνηγώ άγρια πουλιά. θηρεύω ἰχθῦς = ψαρεύω.
συνώνυμα: ἀγρεύω, θηράω.
σημασία2: μεταφορικά προσπαθώ να πετύχω κάτι: θηρεύω εὐδαιμονίαν.
οικογένεια: παράγωγα: θηρευτής «κυνηγός», θήρευσις, θήρευμα.
Νέα-Ελληνική: θηρεύω (και με τις δύο σημ.)
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη θήρ + παρ. επίθ. -εύω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
θηρίον-ίου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.θηρίον-ίου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.θηρίον-ίου-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: άγριο ζώο (από αυτά που κυνηγούν οι άνθρωποι).
σημασία2: γενικά ζώο.
σημασία3: θηρίο.
σημασία4: τέρας.
συνώνυμα: θήρ.
οικογένεια: παράγωγα: θηριακός, σύνθετα: θηριώδης «άγριος σαν θηρίο», θηριομαχέω.
Νέα-Ελληνική: θηρίο (με τις σημ. 3, 4).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη θήρ + παρ. επίθ. -ίον.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
θής-θητός-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.θής-θητός-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.θής-θητός-ὁ@wordaryElla,
σημασία: πολίτης που εκμίσθωνε την εργατική δύναμή του, έμμισθος εργάτης (σε αντίθεση με το δούλο, που πρόσφερε την εργατική του δύναμη χωρίς καμία πληρωμή).
* πληθυντικός οἱ θῆτες οι Αθηναίοι πολίτες που συγκροτούσαν την τέταρτη και χαμηλότερη εισοδηματική τάξη (τις ανώτερες τάξεις συγκροτούσαν από επάνω προς τα κάτω, κατά σειρά, οι πεντακοσιομέδιμνοι, οι ἱππεῖς και οι ζευγῖται).
οικογένεια: παράγωγα: θητεύω, θητικός.
ετυμολογία: προελλ..
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
θητεύω-ρήμα::
* McsElla.θητεύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.θητεύω@wordaryElla,
σημασία: δουλεύω με μισθό, είμαι έμμισθος εργάτης: θητεύω παρά τινι = δουλεύω σε κάποιον.
Νέα-Ελληνική: θητεύω «υπηρετώ σε μια θέση».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *θητ- (< θής, θητός) + παρ. επίθ. -εύω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
θίασος-άσου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.θίασος-άσου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.θίασος-άσου-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: ομάδα πανηγυριστών που τραγουδούσε και χόρευε στους δρόμους προς τιμήν του Βάκχου (Διονύσου).
σημασία2: συντροφιά: τοῦ σοῦ θιάσου ἐστίν = είναι της παρέας σου, μέλος της συντροφιάς σου.
οικογένεια: παράγωγα: θιασώδης, θιασώτης «οπαδός», σύνθετα: θιασαρχέω, θιασάρχης.
Νέα-Ελληνική: θίασος «σύνολο ηθοποιών κτλ.».
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
θλίβω-ρήμα::
* McsElla.θλίβω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.θλίβω@wordaryElla,
* McsElla.ἔθλιβον!~παρατατικός:θλίβω@wordaryElla,
* McsElla.θλίψω!~μέλλοντας:θλίβω@wordaryElla,
* McsElla.ἔθλιψα!~αόριστος:θλίβω@wordaryElla,
* McsElla.τέθλιφα!~παρακείμενος:θλίβω@wordaryElla,
* McsElla.θλίψομαι!~μέσος-μέλλοντας:θλίβω@wordaryElla,
* McsElla.θλιβήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:θλίβω@wordaryElla,
* McsElla.ἐθλίφθην!~παθητικός-αόριστος-α΄:θλίβω@wordaryElla,
* McsElla.ἐθλίβην!~παθητικός-αόριστος-β΄:θλίβω@wordaryElla,
* McsElla.τέθλιμμαι!~παθητικός-παρακείμενος:θλίβω@wordaryElla,
σημασία: πιέζω, συμπιέζω: θλίβει με ὁ θώραξ = με πιέζει ο θώρακας. ὡς θλίβομαι! = πόσο πιέζομαι (από το βάρος).
οικογένεια: παράγωγα: θλῖψις «πίεση, συμπίεση», θλιβερός, σύνθετα: συνθλίβω, ἐκθλίβω, καταθλίβω.
Νέα-Ελληνική: θλίβω «πιέζω/προξενώ λύπη».
ετυμολογία: *φλιβ- (βλέπε θλάω), παράβαλε λατινικός fligo.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
θνῄσκω-ρήμα::
* McsElla.θνῄσκω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.θνῄσκω@wordaryElla,
* McsElla.θανοῦμαι!~μέλλοντας:θνῄσκω@wordaryElla,
* McsElla.ἔθανον!~αόριστος-β΄:θνῄσκω@wordaryElla,
* McsElla.τέθνηκα!~παρακείμενος:θνῄσκω@wordaryElla,
* McsElla.ἐτεθνήκειν!~υπερσυντέλικος:θνῄσκω@wordaryElla,
σημασία1: πεθαίνω: οἱ τεθνηκότες = οἱ τεθνεῶτες = οἱ θανόντες = οι νεκροί (βλέπε ἀποθνῄσκω).
σημασία2: χρησιμοποιείται σαν παθ. φωνή σκοτώνομαι: ὁ τεθνεὼς ὑπὸ τοῦ σοῦ πατρός = αυτός που σκοτώθηκε από τον πατέρα σου, αυτός που σκότωσε ο πατέρας σου.
αντώνυμα: κτείνω «σκοτώνω».
οικογένεια: παράγωγα: θάνατος, θνητός, σύνθετα: ἀποθνῄσκω.
ετυμολογία: *θᾰν-, *θᾱν- > *θνη- + παρ. επίθ. -ίσκω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
θνητός-ὴ|ός-ὸν-επίθετο::
* McsElla.θνητός-ὴ|ός-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.θνητός-ὴ|ός-ὸν@wordaryElla,
σημασία: που πεθαίνει, που δε ζει αιώνια: θνητοὶ ἄνδρες. θνητὰ ζῷα καὶ φυτά.
αντώνυμα: ἀθάνατος.
* ως ουσιαστικό οἱ θνητοὶ οι άνθρωποι.
Νέα-Ελληνική: θνητός.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *θνη- (θνῄ-σκω) + παρ. επίθ. -τός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
θόλος-ου-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.θόλος-ου-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.θόλος-ου-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: κυκλικό οικοδόμημα με κωνική στέγη.
σημασία2: στην Αθήνα το κυκλικό κτίριο που αποτελούσε την έδρα των Πρυτάνεων (βλέπε πρύτανις).
οικογένεια: παράγωγα: θολωτός, θολία, σύνθετα: θολοειδής.
Νέα-Ελληνική: ο θόλος «κυκλική στέγη».
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία, πιθ. μεσογ. λ..
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
θορυβέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.θορυβέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.θορυβέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: κάνω θόρυβο.
σημασία2: φωνάζω επιδοκιμάζοντας όσα λέγονται, επιδοκιμάζω: λόγος τεθορυβημένος = λόγος που επιδοκιμάστηκε.
σημασία3: φωνάζω αποδοκιμάζοντας όσα λέγονται: δέομαι ὑμῶν μὴ θορυβεῖν ἐφ' οἷς ἂν λέγω ἀλλ' ἀκούειν = σας παρακαλώ να μη δείχνετε την αποδοκιμασία σας για όσα λέγω, αλλά να με ακούτε.
σημασία4: καταθορυβώ κάποιον, του προκαλώ σύγχυση.
οικογένεια: παράγωγα: θορυβητικός, σύνθετα: καταθορυβέω,πιθορυβέω, ἀναθορυβέω.
Νέα-Ελληνική: θορυβώ (με τις σημ. 1, 4).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη θόρυβ-ος + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
θόρυβος-ύβου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.θόρυβος-ύβου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.θόρυβος-ύβου-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: ο θόρυβος, η φασαρία που προκαλεί συγκεντρωμένο πλήθος.
αντώνυμα: ἠρεμία, ἡσυχία.
σημασία2: ζωηρές εκδηλώσεις επιδοκιμασίας.
σημασία3: ζωηρές εκδηλώσεις αποδοκιμασίας.
σημασία4: σύγχυση, ταραχή: ἐγένετο ὁ θόρυβος μέγας = η ταραχή που δημιουργήθηκε ήταν μεγάλη (την ώρα της μάχης).
οικογένεια: παράγωγα: θορυβέω, θορυβωδῶς, θορυβώδης, σύνθετα: θορυβοποιός.
Νέα-Ελληνική: θόρυβος.
ετυμολογία: *θορυ- (πβ. τον-θορύ-ζω < θρέομαι «φωνάζω δυνατά, κραυγάζω») + παρ. επίθ. -βος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
θράσος-ους-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.θράσος-ους-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.θράσος-ους-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: θάρρος, τόλμη.
σημασία2: με αρνητ. σημ. αλόγιστο θάρρος, θράσος, θρασύτητα: τοῦ θράσους ἐπέσχομεν τοῦτον = τον σταματήσαμε από τη θρασύτητά του.
Νέα-Ελληνική: θράσος (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *θρασ- (πβ. θρασ-ύς) + παρ. επίθ. -ος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
θρασύνω-ρήμα::
* McsElla.θρασύνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.θρασύνω@wordaryElla,
* McsElla.ἐθρασυνάμην!~μέσος-αόριστος:θρασύνω@wordaryElla,
σημασία1: δίνω θάρρος: ὁρῶν δὲ Νικίας τὸ στράτευμα ἀθυμοῦν ἐθάρσυνέ τε καὶ παρεμυθεῖτο = βλέποντας ο Νικίας ότι οι στρατιώτες είχαν χάσει το ηθικό τους τους έδινε θάρρος και τους παρηγορούσε.
σημασία2: παθ. και μέση φωνή θρασύνομαι παίρνω θάρρος, ενθαρρύνομαι: οὐκ ἀλόγως θρασυνόμεθα = δεν παίρνουμε θάρρος απερίσκεπτα.
αντώνυμα: φοβέομαι.
σημασία3: παθ. φωνή θρασύνομαι δείχνω αλόγιστο θάρρος, αποθρασύνομαι: τούτῳ δὲ θρασυνομένῳ οὐχ ὑπεχώρησα = μπροστά σ' αυτόν που είχε αποθρασυνθεί, εγώ δεν έκανα πίσω.
οικογένεια: σύνθετα: ἀποθρασύνομαι.
Νέα-Ελληνική: το σύνθετα: αποθρασύνομαι (με τη σημ. 3).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη θρασύ-ς + παρ. επίθ. -νω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
θρασύς-εῖα-ὺ-επίθετο::
* McsElla.θρασύς-εῖα-ὺ-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.θρασύς-εῖα-ὺ@wordaryElla,
* McsElla.θρασύτερος!~συγκριτικός:θρασύς-εῖα-ὺ@wordaryEllα,
* McsElla.θρασύτατος!~υπερθετικός:θρασύς-εῖα-ὺ@wordaryElla,
σημασία1: τολμηρός, γενναίος: θρασὺς τὸ ἦθος. ἡ ἐλπὶς θρασεῖα τοῦ μέλλοντος = η ελπίδα μου για το μέλλον είναι ακλόνητη.
σημασία2: υπερβολικά τολμηρός, ώστε να γίνεται αλαζονικός, θρασύς.
οικογένεια: παράγωγα: θρασέως, θρασύτης.
Νέα-Ελληνική: θρασύς (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: *θρασυ-, παράβαλε αρχ. ινδ. dhrosú «τολμηρός» + -ς.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
θραύω-ρήμα::
* McsElla.θραύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.θραύω@wordaryElla,
* McsElla.ἔθραυσα!~αόριστος:θραύω@wordaryElla,
* McsElla.ἐθραύσθην!~παθητικός-αόριστος:θραύω@wordaryElla,
* McsElla.τέθραυσμαι!~παθητικός-παρακείμενος:θραύω@wordaryElla,
σημασία: σπάζω: θραύω τοὺς λίθους = σπάω τις πέτρες.
οικογένεια: παράγωγα: θραῦσμα, θραῦσις, σύνθετα: ἄθραυστος.
ετυμολογία: *θραFσ-, παράβαλε θρύ-π-τω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
θρέμμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.θρέμμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.θρέμμα-ατος-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: κυρίως για ημερωμένα ζώα, πρόβατα και κατσίκες ζώο, ήμερο συνήθως, που έχει τραφεί και έχει μεγαλώσει.
σημασία2: για ανθρώπους πλάσμα, δημιούργημα: δύσκολον θρέμμα ὁ ἄνθρωπος = ο άνθρωπος είναι δύσκολο πλάσμα.
Νέα-Ελληνική: θρέμμα (με τη σημ. 2, συνήθως στη φρ. γέννημα θρέμμα).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *θρεπ- (πβ. θρεπ-τός < τρέφω) + παρ. επίθ. -μα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
θρίξ-τριχός-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.θρίξ-τριχός-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.θρίξ-τριχός-ἡ@wordaryElla,
σημασία: τρίχα.
* παροιμίες ἄξιον τριχός = που αξίζει όσο μια τρίχα (για κάτι που δεν έχει καμιά αξία). ἐκ τριχός κρέμαται = κρέμεται από μια τρίχα (δηλαδή βρίσκεται σε μεγάλο κίνδυνο).
Νέα-Ελληνική: τρίχα.
ετυμολογία: *θριχ- + -ς > θρίξ, αλλά *θριχός > τριχὸς με ανομοιωτική αποδάσυνση του πρώτου από τα δύο διαδοχικά δασέα (θ – χ), αβέβαιη-ετυμολογία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
θροῦς-οῦ-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.θροῦς-οῦ-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.θροῦς-οῦ-ὁ@wordaryElla,
παρατήρηση: ο κοινός τύπος είναι θρόος
σημασία1: φωνές διαμαρτυρίας μέσα σε πλήθος ή συνέλευση: οἱ δὲ αἰσθόμενοι τὸν θροῦν ἠξίουν… = και αυτοί, όταν αντιλήφθηκαν τις διαμαρτυρίες, ζητούσαν…
σημασία2: είδηση, φήμη, θόρυβος: ὡς γὰρ ὁ θροῦς διῆλθε τῆς ἐμῆς συμφορᾶς = όταν διαδόθηκε η είδηση για τη συμφορά μου...
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *θρο- (< θρέ-ομαι «κραυγάζω») + παρ. επίθ. -ος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
θρυλέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.θρυλέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.θρυλέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: μιλώ συχνά για κάποιο θέμα, το επαναλαμβάνω συνεχώς: οἱ ποιηταὶ ἡμῖν ἀεὶ θρυλοῦσιν ὅτι… = οι ποιητές επαναλαμβάνουν διαρκώς ότι…
* παθ. φωνή θρυλεῖται γίνεται πολύς λόγος για κάτι: τὸ θρυλούμενον / τὸ τεθρυλημένον = κάτι για το οποίο μιλούν όλοι.
οικογένεια: σύνθετα: πολυθρύλητος.
Νέα-Ελληνική: θρυλείται / θρυλούνται «διαδίδεται / διαδίδονται», θρυλούμενα «διαδόσεις».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *θρυλ- (πβ. θρῦλος) + παρ. επίθ. -έω. θρῦλος < *θ(ε)ρεF-, ινδοευρωπαϊκός *dhrew-, θρέομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
θρύπτω-ρήμα::
* McsElla.θρύπτω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.θρύπτω@wordaryElla,
* McsElla.θρύψομαι!~μέσος-μέλλοντας:θρύπτω@wordaryElla,
* McsElla.θρυφθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:θρύπτω@wordaryElla,
* McsElla.ἐθρύφθην!~παθητικός-αόριστος:θρύπτω@wordaryElla,
* McsElla.τέθρυμμαι!~παθητικός-παρακείμενος:θρύπτω@wordaryElla,
σημασία1: σπάζω σε μικρά κομμάτια, θρυμματίζω.
σημασία2: μεταφορικά συνήθως στην παθ. φωνή θρύπτομαι
σημασίαα: καταστρέφομαι ηθικά: ἡδοναῖς θρύπτομαι = καταστρέφομαι από την άσωτη ζωή.
σημασίαβ: κάνω καμώματα, κάνω νάζια: ἐθρύπτετο ὡς οὐκ ἐπιθυμῶν λέγειν = έκανε νάζια ότι δήθεν δεν ήθελε να πει.
οικογένεια: παράγωγα: θρύψις, θρύμμα, τρυφερός, τρυφή, σύνθετα: ἀποθρύπτω, συνθρύπτω, περιθρύπτω.
Νέα-Ελληνική: θρύβω και (λόγ.) θρύπτω (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: *θραFσ- (θραύω).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
θυγάτηρ-τρός-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.θυγάτηρ-τρός-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.θυγάτηρ-τρός-ἡ@wordaryElla,
σημασία: θυγατέρα, κόρη.
οικογένεια: παράγωγα: θυγάτριον, θυγατριδοῦς «ο γιος της κόρης μου, ο εγγονός μου», θυγατριδῆ «η κόρη της κόρης μου, η εγγονή μου».
Νέα-Ελληνική: θυγατέρα (λόγ.).
ετυμολογία: *θυγατερ-, παράβαλε αρχ. ινδ. duhitár- «θυγατέρα».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
θῦμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.θῦμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.θῦμα-ατος-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: ζώο που το πρόσφεραν ως θυσία, σφάγιο: θῦμα θύω = θυσιάζω σφάγιο.
σημασία2: αναίμακτη προσφορά, προσφορά καρπών, γεωργικών προϊόντων.
Νέα-Ελληνική: θύμα (μεταφορ., που έχει υποστεί μια αρνητικότατη ενέργεια, θύμα πολέμου κτλ.)
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη θύ-ω + παρ. επίθ. -μα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
θυμοειδής-ής-ὲς-επίθετο::
* McsElla.θυμοειδής-ής-ὲς-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.θυμοειδής-ής-ὲς@wordaryElla,
* McsElla.θυμοειδέστερος!~συγκριτικός:θυμοειδής-ής-ὲς@wordaryEllα,
* McsElla.θυμοειδέστατος!~υπερθετικός:θυμοειδής-ής-ὲς@wordaryElla,
σημασία1: ψυχωμένος, αυτός που έχει νεύρο, ενεργητικότητα.
αντώνυμα: ἄθυμος «ξέψυχος, υποτονικός».
σημασία2: οξύθυμος: ἐναντία θυμοειδεῖ πραεῖα φύσις = ο μειλίχιος χαρακτήρας είναι αντίθετος στον οξύθυμο.
* θυμοειδὴς ἵππος = άγριο άλογο.
σημασία3: στη φιλοσοφία τὸ θυμοειδές το ένα από τα τρία μέρη στα οποία διαίρεσε την ψυχή ο Πλάτωνας (τα άλλα δύο είναι το λογιστικόν καὶ το ἐπιθυμητικόν).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη θυμός + εἰδ- (εἶδος) + παρ. επίθ. -ής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
θυμόομαι-οῦμαι-ρήμα::
* McsElla.θυμόομαι-οῦμαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.θυμόομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.θυμώσομαι!~μέσος-μέλλοντας:θυμόομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐθυμώθην!~μέσος-και-παθητικός-αόριστος:θυμόομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.τεθύμωμαι!~μέσος-και-παθητικός-παρακείμενος:θυμόομαι-οῦμαι@wordaryElla,
σημασία: οργίζομαι: πᾶς παντὶ θυμοῦται = καθένας θυμώνει με τον καθένα.
Νέα-Ελληνική: θυμώνω.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη θυμό-ς + παρ. επίθ. -όομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
θυμός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.θυμός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.θυμός-οῦ-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: επιθυμία: δειπνήσαντες ἀπελαύνετε ὅποι ὑμῖν θυμός = δειπνήστε και πηγαίνετε όπου επιθυμείτε.
σημασία2: ηθικό, θάρρος: θυμοῦ ἐμπίμπλαμαι = είμαι γεμάτος θάρρος, είναι ακμαίο το ηθικό μου.
σημασία3: οργή, θυμός: οἱ λογισμῷ ἐλάχιστα χρώμενοι θυμῷ = όσοι, εξαιτίας της οργής τους, ελάχιστα ακολουθούν τη λογική τους.
οικογένεια: παράγωγα: θυμικός, θυμώδης, θυμόω, σύνθετα: θυμηδία, θυμοειδής.
Νέα-Ελληνική: θυμός (με τη σημ. 3).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *θυ- (θύω «μαίνομαι»), συγγεν. με λατινικός fumus.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
θύρα-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.θύρα-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.θύρα-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: πόρτα: θύραν κρούω/πατάσσω/κόπτω = χτυπώ την πόρτα. θύραν ἀνοίγνυμι = ανοίγω την πόρτα. ἐπειδὴ ἐκρούσαμεν τὴν θύραν, ἀνοίξας καὶ ἰδὼν ἡμᾶς... = όταν χτυπήσαμε την πόρτα, αφού άνοιξε και μας είδε...
σημασία2: ιδιαίτερα για βασιλείς αἱ τοῦ βασιλέως θύραι τα ανάκτορα, η αυλή των ανακτόρων.
οικογένεια: παράγωγα: θύραζε, θύραθεν, θυραῖος, θυρεός, θυρίς, σύνθετα: θυροειδής, θυρωρεῖον, θυρωρός, ἄθυρος.
Νέα-Ελληνική: θύρα (λόγ., με τη σημ. 1).
ετυμολογία: *θυρ-, παράβαλε λατινικός fores, αιτ. foras.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
θύραζε-επίρρημα::
* McsElla.θύραζε-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.θύραζε@wordaryElla,
σημασία1: προς την πόρτα, έξω από την πόρτα.
σημασία2: γενικά έξω: ἄπειμι θύραζε = βγαίνω έξω. οἱ θύραζε = όσοι βρίσκονται έξω.
αντώνυμα: ἐντός, ἔνδον.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη θύρα + παρ. επίθ. -ζε.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
θύραθεν-επίρρημα::
* McsElla.θύραθεν-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.θύραθεν@wordaryElla,
σημασία: έξω από την πόρτα, απ' έξω: οὔτ' ἔνδοθεν, οὔτε θύραθεν = ούτε από μέσα ούτε απ' έξω. οἱ θύραθεν = οι ξένοι.
αντώνυμα: ἔνδοθεν «από μέσα».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη θύρα + παρ. επίθ. -θεν.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
θύω-ρήμα::
* McsElla.θύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.θύω@wordaryElla,
* McsElla.ἔθυον!~παρατατικός:θύω@wordaryElla,
* McsElla.θύσω!~μέλλοντας:θύω@wordaryElla,
* McsElla.ἔθυσα!~αόριστος:θύω@wordaryElla,
* McsElla.τέθυκα!~παρακείμενος:θύω@wordaryElla,
* McsElla.θύσομαι!~μέσος-μέλλοντας:θύω@wordaryElla,
* McsElla.ἐθυσάμην!~μέσος-αόριστος:θύω@wordaryElla,
* McsElla.ἐτύθην!~παθητικός-αόριστος:θύω@wordaryElla,
* McsElla.τέθυμαι!~παθητικός-παρακείμενος-κάποτε-και-μέση-σημασία:θύω@wordaryElla,
* McsElla.ἐτεθύμην!~παθητικός-υπερσυντέλικος:θύω@wordaryElla,
σημασία1: θυσιάζω: θύω θεοῖς = προσφέρω θυσία στους θεούς. θύω ἑκατὸν βοῦς = θυσιάζω εκατό βόδια.
σημασία2: μέση φωνή θύομαι προσφέρω θυσία, για να μάθω κάτι από τους θεούς: ἐπ' ἐξόδῳ ἐθύετο Ξενοφῶν = ο Ξενοφών πρόσφερε θυσίες, για να μάθει αν πρέπει να επιχειρήσει την έξοδο.
σημασία3: γιορτάζω προσφέροντας θυσίες ή προσφορές: βασιλέως γενέθλια πᾶσα ἡ Ἀσία θύει = ολόκληρη η Ασία γιορτάζει τα γενέθλια του βασιλιά.
οικογένεια: παράγωγα: θυσία, θύτης, θῦμα, θυμέλη.
ετυμολογία: *θυ-, θύω με αρχική σημασία «μαυρίζω, καίω», παράβαλε θυμός, λατινικός fumus «μαύρος».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
θωπεύω-ρήμα::
* McsElla.θωπεύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.θωπεύω@wordaryElla,
σημασία: κολακεύω: θωπεύω τὸν δεσπότην λόγῳ = κολακεύω με τα λόγια μου τον άρχοντα.
οικογένεια: παράγωγα: θωπεία, θωπευτικός, θώπευμα.
Νέα-Ελληνική: θωπεύω.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη θώψ, θωπὸς «κόλακας» + παρ. επίθ. -εύω, ομόρρ. με τέθηπα (παρακ. του θαυμάζω), παράβαλε θώψ = κόλαξ, ὁ μετὰ θαυμασμοῦγκωμιαστής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
θωρακίζω-ρήμα::
* McsElla.θωρακίζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.θωρακίζω@wordaryElla,
σημασία1: εξοπλίζω με θώρακα: ἐθωράκισε τοὺς ἱππέας καὶ τοὺς ἵππους. οἱ τεθωρακισμένοι = οι στρατιώτες που φορούν θώρακα.
σημασία2: γενικά εξοπλίζω με αμυντικό οπλισμό.
οικογένεια: παράγωγα: θωρακισμός.
Νέα-Ελληνική: θωρακίζω (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη θώραξ, -ακος + παρ. επίθ. -ίζω]
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
letter::
* McsEngl.wordaryElla.yyóta,
====== langoGreekAncient:
* McsElla.λεξικόΕλλα.Ι,
Ι-ι-ἰῶτα-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.Ι-ι-ἰῶτα-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Ι-ι-ἰῶτα-τὸ@wordaryElla,
σημασία: το ένατο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου.
* ως αριθμητικό σύμβολο: ι΄ = 10, αλλά ͵ι = 10.000.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
-ὶ::
* McsElla.ὶ@wordaryElla,
παρατήρηση: δεικτικόν ἰῶτα που προσκολλάται στο τέλος όλων των πτώσεων της δεικτικής αντωνυμίας, για να ενισχύσει τη σημασία τους: οὗτοσὶ «αυτός εδώ», αὐτηί, τουτί, ἐκεινοσὶ κτλ. Επίσης προσκολλάται στο τέλος δεικτικών επιρρημάτων οὑτωσί, ἐνθαδὶ κτλ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἴαμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἴαμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἴαμα-ατος-τὸ@wordaryElla,
σημασία: φάρμακο, γιατρικό.
συνώνυμα: φάρμακον.
ετυμολογία: *ἰα- (< ἰάομαι-ῶμαι) + παρ. επίθ. -μα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἰάομαι-ῶμαι-ρήμα::
* McsElla.ἰάομαι-ῶμαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἰάομαι-ῶμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἰώμην!~παρατατικός:ἰάομαι-ῶμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἰάσομαι!~μέσος-μέλλοντας:ἰάομαι-ῶμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἰασάμην-«θεράπευσα»!~μέσος-αόριστος:ἰάομαι-ῶμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἰάθην-«θεραπεύτηκα»!~παθητικός-αόριστος:ἰάομαι-ῶμαι@wordaryElla,
σημασία: θεραπεύω, γιατρεύω: ἰῶμαι τοὺς κάμνοντας = θεραπεύω τους αρρώστους.
* μεταφορικά μὴ τῷ κακῷ τὸ κακὸν ἰῶ = μην πας να διορθώσεις το κακό με άλλο κακό (και το κάνεις, δηλαδή, χειρότερο).
* παροιμία ὁ τρώσας ἰάσεται = εκείνος που πλήγωσε κάποιον θα τον θεραπεύσει κιόλας (δηλ. όποιος έκανε τη ζημιά, ο ίδιος να την επανορθώσει).
οικογένεια: παράγωγα: ἴαμα, ἰάσιμος, ἴασις, Ἰασώ, ἰατός, ἰατρός, σύνθετα: ἀνίατος, δυσίατος.
ετυμολογία: *ἰά- + -ομαι, πιθ. συγγ. με το ἰαίνω (*ἰ(σ)αν- jω), ομόρρ. με αρχ. ινδ. isanyati «θέτω σε κίνηση».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἰάσιμος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἰάσιμος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἰάσιμος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία: αυτός που μπορούμε να τον θεραπεύσουμε: τραῦμα ἰάσιμον.
συνώνυμα: ἰατός.
αντώνυμα: ἀνίατος.
* μεταφορικά ἰάσιμον ἁμάρτημα = σφάλμα που μπορούμε να διορθώσουμε.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *ἰασ- (πβ. ἴασ-ις < ἰάομαι-ῶμαι) + παρ. επίθ. -ιμος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἴασις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἴασις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἴασις-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία: θεραπεία.
Νέα-Ελληνική: ίαση (λόγ.).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *ἰα- (< ἰάομαι-ῶμαι) + παρ. επίθ. -σις.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἰδέα-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἰδέα-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἰδέα-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: εξωτερική εμφάνιση (ορατή μορφή, σχήμα, όψη) ανθρώπου ή πράγματος: τὴν ἰδέαν πάνυ καλός = πολύ ωραίος στην εξωτερική εμφάνιση. τὸ μέγεθος καὶ ἡ ἰδέα = το μέγεθος και η μορφή (το σχήμα).
σημασία2: είδος: πολλαὶ ἰδέαι πολέμων = πολλά είδη πολέμων.
σημασία3: στη φιλοσοφία του Πλάτωνα, πληθ. ἰδέαι οι ιδεώδεις μορφές εννοιών ή πραγμάτων. Επίσης και στον ενικό ἡ τοῦ ἀγαθοῦ ἰδέα = η ιδεώδης μορφή του καλού.
Νέα-Ελληνική: ιδέα «ιδεατή σύλληψη μιας έννοιας».
ετυμολογία: *Fειδ-, παράβαλε λατινικός video, ινδοευρωπαϊκός *wid-.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἰδίᾳ-επίρρημα::
* McsElla.ἰδίᾳ-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ἰδίᾳ@wordaryElla,
σημασία: ιδιαίτερα, ιδιωτικά: πεφύκασι γὰρ ἅπαντες καὶ ἰδίᾳ καὶ δημοσίᾳ ἁμαρτάνειν = γιατί από τη φύση τους όλοι οι άνθρωποι κάνουν λάθη και στην ιδιωτική και στη δημόσια ζωή τους.
αντώνυμα: δημοσίᾳ.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἴδιος + παρ. επίθ. -ᾳ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἴδιος-ία|ιος-ιον-επίθετο::
* McsElla.ἴδιος-ία|ιος-ιον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἴδιος-ία|ιος-ιον@wordaryElla,
* McsElla.ἰδιαίτερος!~συγκριτικός:ἴδιος-ία|ιος-ιον@wordaryEllα,
* McsElla.ἰδιώτερος!~συγκριτικός:ἴδιος-ία|ιος-ιον@wordaryEllα,
* McsElla.ἰδιαίτατος!~υπερθετικός:ἴδιος-ία|ιος-ιον@wordaryEllα,
* McsElla.ἰδιώτατος!~υπερθετικός:ἴδιος-ία|ιος-ιον@wordaryElla,
σημασία1: ιδιωτικός, ατομικός, προσωπικός: πλοῦτος ἴδιος καὶ δημόσιος.
αντώνυμα: κοινός, δημόσιος.
σημασία2: δικός μου: τὸ χωρίον τοῦτο ἡμέτερον ἴδιόνστι = αυτό το κτήμα είναι δικό μας.
αντώνυμα: ἀλλότριος «ξένος».
* τὰ ἴδια τα δικά μου θέματα, τα δικά μου συμφέροντα. & με αντωνυμία τοὐμὸν ἴδιον λέγω = λέω τη δική μου άποψη. τὰ ἐμὰ ἴδια = τα δικά μου θέματα. τὰ ὑμέτερα ἴδια = τα δικά σας θέματα.
σημασία3: ιδιαίτερος, ξεχωριστός: ἑκάστῳ τῶν ὀνομάτων τούτων ὑπόκειταί τις ἴδιος οὐσία = στο καθένα από τα ονόματα αυτά υπόκειται κάποια ξεχωριστή ουσία.
οικογένεια: παράγωγα: ἰδίᾳ, ἰδίως, ἰδιάζω, ἰδιότης.
Νέα-Ελληνική: ί-δι-ος (με τρεις συλλαβές) σε λόγιας προέλευσης φράσεις, με τη σημ. 1. Επίσης ίδ-ιος (με δύο συλλαβές) «το αυτό πρόσωπο ή πράγμα».
ετυμολογία: αρχαιότερος τύπος *Fhέδιος, ίσως από το *σF- έδ-ιος, παράβαλε λατινικός sed, sē-paro, αργολ. Fhεδιέστας «ιδιώτης»).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἰδιωτεύω-ρήμα::
* McsElla.ἰδιωτεύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἰδιωτεύω@wordaryElla,
σημασία1: περιορίζομαι στην ιδιωτική μου σφαίρα.
αντώνυμα: δημοσιεύω «ασχολούμαι με τα κοινά», πολιτεύομαι, ἄρχω.
σημασία2: είμαι ανίδεος σε κάτι, άσχετος με κάτι: τῆς ἀρετῆς οὐδένα δεῖ ἰδιωτεύειν = κανένας (πολίτης) δεν πρέπει να είναι ανίδεος σχετικά με την αρετή (να απέχει από την αρετή).
οικογένεια: παράγωγα: ἰδιωτεία.
Νέα-Ελληνική: ιδιωτεύω (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἰδιώτης + παρ. επίθ. -εύω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἰδιώτης-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἰδιώτης-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἰδιώτης-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: σε αντίθεση προς το κράτος, την πόλη ο ιδιώτης, το μεμονωμένο άτομο: πολλοῦ ἄξιος καὶ πόλει καὶ ἰδιώταις = πολύτιμος και για τα κράτη και για τα επιμέρους άτομα.
σημασία2: αυτός που είναι αποτραβηγμένος στην ιδιωτική του σφαίρα, που δεν είναι αναμεμειγμένος στην πολιτική: ἀνὴρ ἰδιώτης.
συνώνυμα: πολιτευόμενος.
σημασία3: αυτός που δεν έχει ειδικές γνώσεις σε έναν τομέα: ἰατρὸς καὶ ἰδιώτης (σε σχέση αντίθεσης, γιατρός και μη γιατρός).
σημασία4: ανίδεος σε κάτι, άσχετος.
οικογένεια: παράγωγα: ἰδιωτικός.
Νέα-Ελληνική: ιδιώτης (με τις σημ. 1, 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἴδιος + παρ. επίθ. -ώτης.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἰδιωτικός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.ἰδιωτικός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἰδιωτικός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία1: ατομικός, ιδιωτικός.
αντώνυμα: δημόσιος, κοινός.
σημασία2: αυτός που γίνεται χωρίς ειδική κατάρτιση, ερασιτεχνικός: τὸ ἐμὸν παράδειγμα τοιοῦτον, ἰδιωτικὸν ἴσως = αυτό ήταν το δικό μου υπόδειγμα, ερασιτεχνικό ίσως.
οικογένεια: παράγωγα: ἰδιωτικῶς.
Νέα-Ελληνική: ιδιωτικός (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἰδιώτης + παρ. επίθ. -ικός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἱδρύω-ρήμα::
* McsElla.ἱδρύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἱδρύω@wordaryElla,
* McsElla.ἵδρυον!~παρατατικός:ἱδρύω@wordaryElla,
* McsElla.ἱδρύσω!~μέλλοντας:ἱδρύω@wordaryElla,
* McsElla.ἵδρυσα!~αόριστος:ἱδρύω@wordaryElla,
* McsElla.ἵδρυκα!~παρακείμενος:ἱδρύω@wordaryElla,
* McsElla.ἱδρυθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:ἱδρύω@wordaryElla,
* McsElla.ἱδρυσάμην!~μέσος-αόριστος:ἱδρύω@wordaryElla,
* McsElla.ἱδρύθην!~παθητικός-αόριστος:ἱδρύω@wordaryElla,
* McsElla.ἵδρυμαι!~παθητικός-παρακείμενος-κάποτε-και-μέση-σημασία:ἱδρύω@wordaryElla,
σημασία1: βάζω κάποιον να καθίσει κάπου, τον εγκαθιστώ: ἱδρύσας τὸν στρατὸν ἡσύχαζε = αφού έβαλε το στρατό να στρατοπεδεύσει, περίμενε ήσυχος.
σημασία2: μέση φωνή ἱδρύομαι στήνω, ανεγείρω: ἱδρύομαι βωμοὺς καὶ ἀγάλματα θεῶν = ανεγείρω βωμούς και στήνω αγάλματα θεών.
οικογένεια: παράγωγα: ἵδρυμα, ἱδρυτέον.
Νέα-Ελληνική: ιδρύω «κτίζω, δημιουργώ κτλ.».
ετυμολογία: *σεδρυ-jω, *σεδ-, παράβαλε ἕζομαι, στένωση ε > ι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἱερεῖον-ου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἱερεῖον-ου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἱερεῖον-ου-τὸ@wordaryElla,
σημασία: ζώο που προορίζεται για θυσία, σφάγιο.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *ἱερέ- (< ἱερε-ύς) + επίθ. -ιον.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἱερομηνία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἱερομηνία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἱερομηνία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: ο ιερός μήνας, κατά τη διάρκεια του οποίου τελούνταν οι μεγάλες γιορτές και σταματούσαν οι πόλεμοι: τὴν πόλιν κατέλαβον ἐν σπονδαῖς καὶ προσέτι ἱερομηνίᾳ = κυρίευσαν την πόλη σε καιρό ειρήνης, και μάλιστα σε καιρό γιορτής.
ετυμολογία: σύνθ./παράγ. ἱερός + μην- (μήν, μηνός) + παρ. επίθ. -ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἱερομνήμων-ονος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἱερομνήμων-ονος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἱερομνήμων-ονος-ὁ@wordaryElla,
σημασία: εκπρόσωπος τον οποίο έστελνε κάθε κράτος-μέλος της Αμφικτιονίας της Ανθήλης (ή Δελφικής Αμφικτιονίας), για να το αντιπροσωπεύσει στο συνέδριο της Αμφικτιονίας.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἱερός + μνήμων.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἱερόν-οῦ-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἱερόν-οῦ-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἱερόν-οῦ-τὸ@wordaryElla,
σημασία: ναός.
ετυμολογία: επίθετο ἱερός, ἱερόν (ενν. οἴκημα).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἱερός-ά-ὸν-επίθετο::
* McsElla.ἱερός-ά-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἱερός-ά-ὸν@wordaryElla,
* McsElla.ἱερώτερος!~συγκριτικός:ἱερός-ά-ὸν@wordaryEllα,
* McsElla.ἱερώτατος!~υπερθετικός:ἱερός-ά-ὸν@wordaryElla,
σημασία1: θείος, ιερός (για πράγματα που τα δημιουργεί και τα ορίζει ο θεός): ἱερὸς ποταμός.
σημασία2: αυτός που είναι αφιερωμένος στους θεούς, αγιασμένος: ἱερὸς βωμός. ἱερὸν ἄλσος.
σημασία3: τόπος που προστατεύεται από κάποιο θεό: ἱεραὶ Ἀθῆναι.
σημασία4: ως ουσιαστικό τὰ ἱερά
σημασίαα: σφάγια: ἱερὰ τέλεια = σφάγια που βρίσκονται στην τέλεια ανάπτυξή τους.
σημασίαβ: τα σημάδια που παρέχουν οι θυσίες: τὰ ἱερὰ καλὰ ἦν.
σημασίαγ: οι θρησκευτικές τελετές.
οικογένεια: παράγωγα: ἱερεῖον, ἱερόω -ῶ.
Νέα-Ελληνική: ιερός (με τις σημ. 1,2,3).
ετυμολογία: *ιε- (eis-/is-, παράβαλε αρχ. ινδ. isyati «κινώ, βιάζομαι») + παρ. επίθ. -ρ-ός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἱερόσυλος-ύλου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἱερόσυλος-ύλου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἱερόσυλος-ύλου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: αυτός που ληστεύει ναό, που κάνει ιεροσυλία.
οικογένεια: παράγωγα: ἱεροσυλία, ἱεροσυλέω -ῶ «κλέβω ιερά πράγματα».
Νέα-Ελληνική: ιερόσυλος.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἱερόν + συλάω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἱεροφάντης-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἱεροφάντης-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἱεροφάντης-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: ο ανώτατος ιερέας των Ελευσινίων μυστηρίων.
ετυμολογία: παράγ./σύνθ. λ. ἱερός + *φαν- (φαίνω) + παρ. επίθ. -της.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἵημι-ρήμα::
* McsElla.ἵημι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἵημι@wordaryElla,
* McsElla.ἵην!~παρατατικός:ἵημι@wordaryElla,
* McsElla.ἥσω!~μέλλοντας:ἵημι@wordaryElla,
* McsElla.ἧκα!~αόριστος:ἵημι@wordaryElla,
* McsElla.εἷκα!~παρακείμενος:ἵημι@wordaryElla,
* McsElla.ἵεμαι!~μέσος-και-παθητικός-ενεστώτας:ἵημι@wordaryElla,
* McsElla.ἱέμην!~μέσος-και-παθητικός-παρατατικός:ἵημι@wordaryElla,
* McsElla.ἥσομαι!~μέσος-μέλλοντας:ἵημι@wordaryElla,
* McsElla.ἑθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:ἵημι@wordaryElla,
* McsElla.ἡκάμην!~μέσος-αόριστος-α΄:ἵημι@wordaryElla,
* McsElla.εἵμην!~μέσος-αόριστος-β΄:ἵημι@wordaryElla,
* McsElla.εἵθην!~παθητικός-αόριστος:ἵημι@wordaryElla,
* McsElla.εἷμαι!~παθητικός-παρακείμενος:ἵημι@wordaryElla,
παρατήρηση: συνήθως σύνθετο, βλέπε ἀφίημι και ἐφίημι
σημασία1: αφήνω κάτι ή κάποιον ελεύθερο από περιορισμούς, αμολάω: οἱ πολέμιοι δείσαντες ἧκαν ἑαυτοὺς εἰς τὴν νάπην= οι εχθροί φοβήθηκαν και αμόλησαν τους εαυτούς τους προς τη δασώδη κοιλάδα.
σημασία2: για ήχους βγάζω, εκστομίζω: Δωρίδα γλῶσσαν ἵημι = μιλώ στη δωρική διάλεκτο. χορδαὶ μέλη ἱᾶσι = οι χορδές βγάζουν μελωδικούς ήχους.
σημασία3: ρίχνω κάτι μακριά: ἵημι βέλος = ρίχνω βέλος.
συνώνυμα: βάλλω, ῥίπτω.
* ως αμετάβατο ὁ τοξότης ἵησι = ο τοξότης ρίχνει (ενν. το βέλος).
οικογένεια: σύνθετα: ἀφίημι, ἐφίημι, παρίημι, συνίημι, προσίεμαι, ἐπαφίεμαι.
ετυμολογία: *jε-, *jη-, με αναδιπλ. *jι-jη-μι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἴθι-ρήμα::
* McsElla.ἴθι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἴθι@wordaryElla,
παρατήρηση: προστακτική του εἶμι (βλέπε εἶμι, ἔρχομαι)
σημασία1: πήγαινε: ἴθι ἐς κόρακα = πήγαινε, άντε στον κόρακα.
σημασία2: ως επιφώνημα ενθάρρυνσης εμπρός! έλα!: ἴθι νῦν = έλα τώρα!
συνώνυμα: ἄγε.
ετυμολογία: ἴ-θι = αρχ. ινδ. i-hi.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἱκανός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.ἱκανός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἱκανός-ή-ὸν@wordaryElla,
* McsElla.ἱκανώτερος!~συγκριτικός:ἱκανός-ή-ὸν@wordaryEllα,
* McsElla.ἱκανώτατος!~υπερθετικός:ἱκανός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία1: για πρόσωπα αυτός που έχει τη δύναμη, είναι σε θέση να πετύχει κάτι, ικανός: ἱκανὸς ζημιοῦν = έχει την ισχύ να τιμωρεί.
σημασία2: για πράγματα αρκετός, επαρκής: σώματος ἰσχὺς ἱκανὴ ἐπὶ τοὺς πόνους = σωματική δύναμη αρκετή για βαριές δουλειές.
σημασία3: επίρρημα ἱκανῶς
σημασίαα: αρκετά, επαρκώς.
σημασίαβ: ἱκανῶς ἔχω είμαι αρκετός, επαρκώ.
οικογένεια: παράγωγα: ἱκανότης, ἱκανόω -ῶ, ἱκανῶς.
Νέα-Ελληνική: ικανός (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: *σ(ε)ικ-, *ἱκ- (πβ. ἵκ-ω, ἱκ-νέομαι-οῦμαι) + παρ. επίθ. -αν + παρ. επίθ. -ός, ομόρρ. με λιθουανικός siékiu «βρίσκω με το χέρι».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἱκνέομαι-οῦμαι-ρήμα::
* McsElla.ἱκνέομαι-οῦμαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἱκνέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἱκνούμην!~παρατατικός:ἱκνέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἵξομαι!~μέλλοντας:ἱκνέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἱκόμην!~αόριστος-β´:ἱκνέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἷγμαι!~παρακείμενος:ἱκνέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἵγμην!~υπερσυντέλικος:ἱκνέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
παρατήρηση: εύχρηστο ιδίως ως σύνθετο με προθέσεις ἀπὸ βλέπε ἀφικνέομαι, ἐξ βλέπε ἐξικνέομαι, ἐπὶ βλέπε ἐφικνέομαι.
σημασία: πηγαίνω κάπου, φτάνω.
ετυμολογία: ἱκ-νέ-ομαι, *ἱκ-, ινδοευρωπαϊκός αρχής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἱλαρός-ά-ὸν-επίθετο::
* McsElla.ἱλαρός-ά-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἱλαρός-ά-ὸν@wordaryElla,
* McsElla.ἱλαρώτερος!~συγκριτικός:ἱλαρός-ά-ὸν@wordaryEllα,
* McsElla.ἱλαρώτατος!~υπερθετικός:ἱλαρός-ά-ὸν@wordaryElla,
σημασία: εύθυμος, χαρωπός: ἱλαραὶ ἀντὶ σκυθρωπῶν ἦσαν = ήταν εύθυμες αντί να είναι σκυθρωπές.
συνώνυμα: φαιδρός.
οικογένεια: παράγωγα: ἱλαρῶς, ἱλαρότης «ευθυμία».
Νέα-Ελληνική: ιλαρός (λόγ.).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἵλα-ος + παρ. επίθ. -ρός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἵλεως-ως-ων-επίθετο::
* McsElla.ἵλεως-ως-ων-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἵλεως-ως-ων@wordaryElla,
παρατήρηση: αττικόκλιτο, ο κοινός τύπος είναι ἵλαος, -ος, -ον
σημασία1: για θεούς ευμενής, που έχει ευνοϊκή διάθεση για τους ανθρώπους: θεὸν ἐπικαλώμεθα, ὁ δὲ ἀκούσας ἵλεως ἡμῖν ἔλθοι = ας επικαλεστούμε το θεό και αυτός, αφού μας ακούσει, ας έρθει ευμενής απέναντί μας.
σημασία2: για ανθρώπους πράος, καλός: δέξαι με ἵλεως = να με δεχτείς με καλοσύνη.
ετυμολογία: *ἵληFος, ομόρρ. με *ἵλημι (μόνο στην προστ. ἵληθι) «είμαι ευμενής», *σλη-, *σλᾱ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἰλιγγιάω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἰλιγγιάω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἰλιγγιάω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: έχω ίλιγγο, ζαλίζομαι: ἐσκοτώθην καὶ ἰλιγγίασα = σκοτείνιασαν τα μάτια μου και ζαλίστηκα.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἴλιγγ-ος + παρ. επίθ. -ιάω. ἴλιγγος «ζάλη», *Fελ-, εἰλέω -ῶ «τυλίγω, συστρέφω», και εἴλιγγος, εἶλιγξ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἱμάτιον-ίου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἱμάτιον-ίου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἱμάτιον-ίου-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: εξωτερικό ρούχο που φορούσαν πάνω από το χιτῶνα· αντιστοιχεί στο δικό μας πανωφόρι.
σημασία2: στον πληθ. ἱμάτια τα ρούχα.
ετυμολογία: υποκορ. του ἷμα/εἷμα < *Fεσ-μα *Fεσ-, παράβαλε *Fεσ-νυ-μι > ἕννυμι «ενδύω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἵνα(Α)-σύνδεσμος::
* McsElla.ἵνα(Α)-σύνδεσμος@wordaryElla,
* McsElla.σύνδεσμος.ἵνα(Α)@wordaryElla,
παρατήρηση: τελικός
σημασία1: με υποτακτική, όταν η κύρια πρόταση έχει ρήμα αρκτικού και μερικές φορές ιστορικού χρόνου για να: κύνας τρέφεις, ἵνα σοι τοὺς λύκους ἀπὸ τῶν προβάτων ἀπερύκωσιν = τρέφεις σκυλιά, για να σου απομακρύνουν τους λύκους από τα πρόβατα.
σημασία2: με ευκτική, όταν η κύρια πρόταση έχει ρήμα ιστορικού χρόνου: ἵνα μὴ ἀτελὴς ὁ λόγος γένοιτο... στάντες ἐν τῷ προθύρῳ διελεγόμεθα = για να μην το αφήσουμε στη μέση το θέμα, σταματήσαμε στην εξώπορτα και συζητούσαμε.
σημασία3: η αρνητική μορφή του ἵνα μὴ για να μη: οὗτος τὰ πλοῖα κατέκαυσε, ἵνα μὴ Κῦρος διαβῇ = αυτός έκαψε τα πλοία, για μην περάσει απέναντι ο Κύρος.
σημασία4: σε ελλειπτικές χρήσεις ἵνα τί; με ποιο σκοπό, προς τι; ὦ Μέλητε, ἵνα τί ταῦτα λέγεις; = με ποιο σκοπό τα λες αυτά, Μέλητε;
Νέα-Ελληνική: να.
ετυμολογία: βλέπε ἵνα(Β).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἵνα(Β)-επίρρημα::
* McsElla.ἵνα(Β)-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ἵνα(Β)@wordaryElla,
παρατήρηση: τοπικό
σημασία1: όπου: ἐν ἀγορᾷ ἵνα ὑμῶν πολλοὶ ἀκηκόατε = και στην αγορά... όπου πολλοί από σας έχετε ακούσει (εμένα το Σωκράτη).
σημασία2: προς το μέρος όπου: ἵνα οἴχεται = προς την κατεύθυνση που πήρε φεύγοντας.
ετυμολογία: πιθ. *jo, *ji (συγγεν. του αναφορικού ὅς) + -να (επίθημα οργανικής πτώσης) = αρχ. ινδ. -na.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἰός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἰός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἰός-οῦ-ὁ@wordaryElla,
σημασία: σκουριά: ἰὸς χαλκῷ καὶ σιδήρῳ = σκουριά στο χαλκό και στο σίδηρο.
ετυμολογία: *Fισ-ος, παράβαλε λατινικός virus.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἵππαρχος-άρχου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἵππαρχος-άρχου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἵππαρχος-άρχου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: αρχηγός του ιππικού.
οικογένεια: παράγωγα: ἱππαρχέω -ῶ, ἱππαρχία, ἱππαρχικός.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἵππος + ἄρχω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἱππεύς-έως-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἱππεύς-έως-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἱππεύς-έως-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: ιππέας.
σημασία2: στον πληθ. ἱππεῖς οι πολίτες που ανήκαν στη δεύτερη από τις τέσσερεις εισοδηματικές τάξεις στις οποίες υπάγονταν οι Αθηναίοι. Λέγονταν επίσης τριακοσιομέδιμνοι. (H ανώτατη εισοδηματική τάξη ήταν οι πεντακοσιομέδιμνοι, η δεύτερη οι ἱππεῖς, η τρίτη οι ζευγῖται και η τέταρτη και χαμηλότερη οι θῆτες).
Νέα-Ελληνική: ιππέας.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἵππ-ος + παρ. επίθ. -εύς.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἱππεύω-ρήμα::
* McsElla.ἱππεύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἱππεύω@wordaryElla,
σημασία1: είμαι επάνω σε άλογο, ιππεύω.
σημασία2: είμαι έφιππος στρατιώτης, υπηρετώ στο ιππικό: οἱ ἐπὶ τῶν Τριάκοντα ἱππεύσαντες = όσοι υπηρέτησαν στο ιππικό τον καιρό των Τριάκοντα.
οικογένεια: παράγωγα: ἱππεία.
Νέα-Ελληνική: ιππεύω.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἵππ-ος + παρ. επίθ. -εύω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἱππικός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.ἱππικός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἱππικός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που έχει σχέσεις με ιππείς ή με άρματα: ἱππικὸς ἀγών = ιπποδρομία ή αρματοδρομία.
σημασία2: αυτός που έχει πείρα στην ιππασία.
αντώνυμα: ἄφιππος.
σημασία3: ως ουσιαστικό
σημασίαα: ἡ ἱππική (ενν. τέχνη) η τέχνη της ιππασίας.
σημασίαβ: τὸ ἱππικὸν τμήμα έφιππων στρατιωτών, ιππικό.
Νέα-Ελληνική: ιππικός, το ιππικό (με τη σημ. 3β).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἵππ-ος + παρ. επίθ. -ικός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἵππος-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἵππος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἵππος-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: άλογο, ίππος: ἡ ἵππος = η φοράδα.
σημασία2: ἡ ἵππος το ιππικό: διακοσία ἵππος = ιππικό διακοσίων ιππέων.
σημασία3: ὁ δούρειος ἵππος το ξύλινο άλογο με το οποίο κατόρθωσαν οι Έλληνες να κυριεύσουν την Τροία.
οικογένεια: παράγωγα: ἱππεύς, ἱππεύω, ἱππικός, ἱππηδόν, ἱππότης «ιππέας», σύνθετα: ἵππαρχος, ἱπποκόμος, ἱπποτρόφος.
Νέα-Ελληνική: ίππος (λόγ., με τη σημ. 1).
ετυμολογία: *ekwo-, μυκην. ikwo > ἵππος, παράβαλε λατινικός equus.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἴσθι-ρήμα::
* McsElla.ἴσθι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἴσθι@wordaryElla,
σημασία1: προστακτική του ρήματος εἰμὶ να είσαι.
σημασία2: προστακτική του ρήματος οἶδα γνώριζε.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Ἴσθμια-ίων-τὰ-ουσιαστικό::
* McsElla.Ἴσθμια-ίων-τὰ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Ἴσθμια-ίων-τὰ@wordaryElla,
παρατήρηση: κύριο όνομα
σημασία: πανελλήνιος αθλητικός διαγωνισμός που τελούνταν προς τιμήν του Ποσειδώνα κάθε δύο χρόνια στον Ισθμό της Κορίνθου.
ετυμολογία: ουδ. πληθ. του Ἴσθμιος (< Ἰσθμός + παρ. επίθ. -ιος) (ενν. ἱερά).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἰσθμός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἰσθμός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἰσθμός-οῦ-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: λωρίδα γης ανάμεσα σε δύο θάλασσες, στενή δίοδος.
σημασία2: Ἰσθμὸς ο Ισθμός της Κορίνθου.
οικογένεια: παράγωγα: Ἴσθμια, ἴσθμιος, ἰσθμοῖ «στον Ισθμό ή στα Ίσθμια», σύνθετα: Ἰσθμιονίκης.
Νέα-Ελληνική: ισθμός (με τη σημ. 1) & Ισθμός (με σημ. 2).
ετυμολογία: *ἰθ- + -μός > *ἰθμός > ἰσθμός (όπου το -σ- μένει ανερμήνευτο).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἰσομοιρία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἰσομοιρία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἰσομοιρία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: ίσο μερίδιο σε κάτι, με κάποιον άλλο: ἡ ἰσομοιρία τῶν κακῶν, ἔχουσα τινὰ κούφισιν... = το ίσο μερίδιο στις συμφορές, που φέρνει κάποια ανακούφιση (όταν το μοιράζεσαι με τους άλλους)
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἰσόμοιρος (σύνθετα: ἴσος + μοῖρα) + παρ. επίθ. -ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἰσονομία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἰσονομία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἰσονομία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: πολιτική ισότητα διά του νόμου, ισότητα πολιτικών δικαιωμάτων, ίση συμμετοχή στην εξουσία: ἰσονομία γυναιξὶ πρὸς ἄνδρας καὶ ἀνδράσι πρὸς γυναῖκας = πολιτική ισότητα των γυναικών προς τους άνδρες και των ανδρών προς τις γυναίκες.
Νέα-Ελληνική: ισονομία (από τη ΝΕ σημ. απουσιάζει η πολιτική διάσταση του όρου και ισχύει μόνο η νομική).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἰσόνομος (ἴσος + νόμος) + παρ. επίθ. -ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἰσοπαλής-ής-ὲς-επίθετο::
* McsElla.ἰσοπαλής-ής-ὲς-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἰσοπαλής-ής-ὲς@wordaryElla,
σημασία1: ισόπαλος στη μάχη.
σημασία2: γενικά ίσος στη δύναμη, στην αξία, στην αποτελεσματικότητα: ἦσαν πλήθει ἰσοπαλεῖς τοῖς ἐναντίοις = ήταν ίσοι ως προς τον αριθμό με τους εχθρούς.
οικογένεια: παράγωγα: ἰσοπαλία.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἴσος + *παλ- (παλαίω) + -ής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἴσος-η-ον-επίθετο::
* McsElla.ἴσος-η-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἴσος-η-ον@wordaryElla,
* McsElla.ἰσαίτερος!~συγκριτικός:ἴσος-η-ον@wordaryEllα,
* McsElla.ἰσαίτατος!~υπερθετικός:ἴσος-η-ον@wordaryElla,
σημασία1: ίσος, αυτός που είναι ίδιος με κάποιον ή κάτι άλλο ως προς το μέγεθος, τη δύναμη, τον αριθμό: ἴσα τὸν ἀριθμόν = ίσα ως προς τον αριθμό.
σημασία2: αυτός που είναι ίσα μοιρασμένος ή κατανεμημένος
* ἡ ἴση / τὸ ἴσον ίσο μερίδιο.
σημασία3: αυτός που βασίζεται στην ισότητα δικαιωμάτων τὴν πολιτείαν ἰσαιτέραν καθίστημι = καθιστώ το πολίτευμα πιο ισόνομο.
* τὰ ἴσα ίσα δικαιώματα, ισότητα. ἡ ἴση καὶ ὁμοία (ενν. δίκη) ίσα δικαιώματα, ισότητα: τῆς ἴσης καὶ ὁμοίας μετέχω = έχω ίσα δικαιώματα (με κάποιον άλλον).
σημασία4: για πρόσωπα δίκαιος, αμερόληπτος: ἴσος δικαστής.
σημασία5: για έδαφος επίπεδος, ομαλός: εἰς τὸ ἴσον κατεβαίνω = κατεβαίνω στην πεδιάδα.
σημασία6: επιρρηματικές φράσεις
σημασίαα: ἴσα καὶ σαν: ἐν τῷ ἱερῷ ἐσμεν ἴσα καὶ ἱκέται = στο ιερό βρισκόμαστε σαν ικέτες.
σημασίαβ: ἐξ ἴσου εξίσου: σέ τε καὶ τόνδε ἐξ ἴσου οἰκτίρομεν = λυπόμαστε εξίσου και σένα και αυτόν εδώ.
οικογένεια: παράγωγα: ἴσως, ἰσαίτερος, ἰσαίτατος, ἰσότης, ἰσάζω, σύνθετα: ἰσοβαρής, ἰσοσκελής, ἄνισος.
Νέα-Ελληνική: ίσος (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: *FίτσFoς, ινδοευρωπαϊκός *weid-s-wos (πβ. εἶδος) «ισόμορφος».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἰσοτελής-ής-ὲς-επίθετο::
* McsElla.ἰσοτελής-ής-ὲς-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἰσοτελής-ής-ὲς@wordaryElla,
παρατήρηση: για τους μετοίκους εκείνους που είχαν προνομιακή μεταχείριση αυτός που πληρώνει τους ίδιους φόρους με τους πολίτες.
οικογένεια: παράγωγα: ἰσοτέλεια.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἴσος + *τελεσ- (τέλος) + -ής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἰσόω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἰσόω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἰσόω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: κάνω κάτι ίσιο, το ισιώνω.
σημασία2: παθ. φωνή ἰσοῦμαι γίνομαι ίσος ή όμοιος με κάποιον άλλο, εξισώνομαι ή εξομοιώνομαι: οὔτε κρείττω οὔτε ἰσούμενον ἀνέξομαι αὐτόν = δε θα ανεχτώ να γίνει ούτε ανώτερος ούτε όμοιος με μένα.
Νέα-Ελληνική: στο σύνθ. εξισώνω.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἴσος + παρ. επίθ. -όω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἰστέος-α-ον-επίθετο::
* McsElla.ἰστέος-α-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἰστέος-α-ον@wordaryElla,
σημασία: αυτός που πρέπει να τον γνωρίζει κάποιος.
* απρόσωπο ἰστέον (ἐστί): ἰστέον τί ἐστι τὸ πρᾶγμα = πρέπει εγώ να μάθω για ποιο πράγμα πρόκειται.
ετυμολογία: *ἰστ- (< ἵστωρ, βλέπε ἱστορέω) + παρ. επίθ. -έος, *Fειδ-.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἵστημι-ρήμα::
* McsElla.ἵστημι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἵστημι@wordaryElla,
* McsElla.ἵστην!~παρατατικός-μεταβατική-σημασία:ἵστημι@wordaryElla,
* McsElla.στήσω!~μέλλοντας-μεταβατική-σημασία:ἵστημι@wordaryElla,
* McsElla.ἔστησα!~αόριστος-α΄-μεταβατική-σημασία:ἵστημι@wordaryElla,
* McsElla.ἔστην-«στάθηκα»!~αόριστος-β΄-αμετάβατη-σημασία:ἵστημι@wordaryElla,
* McsElla.ἕστηκα!~παρακείμενος-αμετάβατη-σημασία:ἵστημι@wordaryElla,
* McsElla.ἑστήκειν!~υπερσυντέλικος-αμετάβατη-σημασία:ἵστημι@wordaryElla,
* McsElla.εἱστήκειν!~υπερσυντέλικος-αμετάβατη-σημασία:ἵστημι@wordaryElla,
* McsElla.ἵσταμαι!~παθητικός-ενεστώτας-αμετάβατη-σημασία:ἵστημι@wordaryElla,
* McsElla.ἱστάμην!~παθητικός-παρατατικός-αμετάβατη-σημασία:ἵστημι@wordaryElla,
* McsElla.σταθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας-αμετάβατη-σημασία:ἵστημι@wordaryElla,
* McsElla.στήσομαι-συχνότερα!~παθητικός-μέλλοντας-αμετάβατη-σημασία:ἵστημι@wordaryElla,
* McsElla.ἐστάθην!~παθητικός-αόριστος-αμετάβατη-σημασία:ἵστημι@wordaryElla,
σημασίαΑ: στους χρόνους της ενεργ. φωνής που έχουν μεταβ. σημ.
σημασία1: στήνω κάτι όρθιο, στήνω: ἵστημι ἀνδριάντα/τρόπαια. ἔστησαν τεῖχος = ύψωσαν τείχος.
σημασία2: τοποθετώ: τελευταίους ἔστησεν αὐτούς = αυτούς τους τοποθέτησε στο τέλος (της παράταξης).
σημασία3: κάνω κάποιον να σταματήσει, τον ακινητοποιώ ή τον αναχαιτίζω: ἔστησαν τὴν φάλαγγα = σταμάτησαν τη φάλαγγα.
σημασία4: βάζω κάτι επάνω στη ζυγαριά, το ζυγίζω: ἵστημι τὸν χαλκόν.
* μεταφορικά ἐὰν ἡδέα πρὸς ἡδέα ἱστῇς, τὰ μείζω ἀεὶ καὶ πλείω ληπτέα = αν βάλεις σε κάθε δίσκο της ζυγαριάς τα ευχάριστα, θα προτιμάς κάθε φορά τα μεγαλύτερα και τα περισσότερα.
σημασίαΒ: στην παθ. φωνή ἵσταμαι και στους αμετάβ. χρόνους της ενεργ. φωνής (αόρ. β΄, παρακ., υπερσ.)
σημασία1: στέκομαι: σταθεὶς δὲ ὁ Παῦλος ἐν μέσῳ τοῦ Ἀρείου Πάγου ἔφη… = αφού στάθηκε λοιπόν ο Παύλος στη μέση του Αρείου Πάγου είπε…
* μεταφορικά πρὸς τὴν ἐκείνων γνώμην ἀεὶ ἵσταντο = είχαν πάντα την ίδια γνώμη με αυτούς.
σημασία2: σταματώ να κινούμαι ή μένω ακίνητος: ἄγε δὴ στῶμεν = έλα λοιπόν, ας σταματήσουμε.
* μεταφορικά μένω σταθερός: τῇ ἐλευθερίᾳ ᾗ Χριστός ἡμᾶς ἠλευθέρωσε στήκετε = μείνετε σταθεροί στην ελευθερία που μας χάρισε ο Χριστός.
σημασία3: για δήλωση χρόνου μὴν ἱστάμενος, μεσῶν, φθίνων η αρχή, τα μέσα, το τέλος του μήνα.
οικογένεια: παράγωγα: ἱστός, στήμων, στάσις, στατήρ, σταθμός, στήλη, σύνθετα: ἀνίστημι, ἀνθίστημι, ἀφίστημι.
Νέα-Ελληνική: στήνω (με τη σημ. Α1).
ετυμολογία: *σι-στη-μι, από *στᾱ-, ινδοευρωπαϊκός αρχής, παράβαλε αρχ. ινδ. á-sthā-m = ἔ-στην.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἱστορία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἱστορία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἱστορία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: η έρευνα: ἡ περὶ φύσεως ἱστορία = η έρευνα γύρω από τη φύση.
σημασία2: οι γνώσεις που προκύπτουν από την έρευνα, η πληροφόρηση: μεγάλ' ὠφελήσεσθε πρὸς ἱστορίαν τῶν κοινῶν = μεγάλη ωφέλεια θα έχετε από την πληροφόρησή σας για τις δημόσιες υποθέσεις.
σημασία3: η καταγραφή των αποτελεσμάτων της έρευνας, διήγηση, ιστορική διήγηση, ιστορία.
οικογένεια: παράγωγα: ἱστορέω «ερευνώ, ρωτώ να μάθω».
Νέα-Ελληνική: ιστορία (με τη σημ. 3).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἱστορέω (ἵστωρ, *Fειδ-, εἶδος, οἶδα) + παρ. επίθ. -ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἰσχνός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.ἰσχνός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἰσχνός-ή-ὸν@wordaryElla,
* McsElla.ἰσχνότερος!~συγκριτικός:ἰσχνός-ή-ὸν@wordaryEllα,
* McsElla.ἰσχνότατος!~υπερθετικός:ἰσχνός-ή-ὸν@wordaryElla,
παρατήρηση: για πρόσωπα αδύνατος, αδύναμος.
οικογένεια: παράγωγα: ἰσχναίνω.
Νέα-Ελληνική: ισχνός.
ετυμολογία: πιθ. από *σι-σκ-νος, παράβαλε λατινικός secus «ξηρός», ινδοευρωπαϊκός *sisqu-, αρχ. περσ. hišku «ξηρός».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἰσχυρίζομαι-ρήμα::
* McsElla.ἰσχυρίζομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἰσχυρίζομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἰσχυριζόμην!~παρατατικός:ἰσχυρίζομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἰσχυριοῦμαι!~μέλλοντας:ἰσχυρίζομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἰσχυρισάμην!~αόριστος:ἰσχυρίζομαι@wordaryElla,
σημασία1: ενεργοποιώ, χρησιμοποιώ, αξιοποιώ, την ισχύ μου, τη δύναμή μου: ἄνθρωπος οὐδενὸς ἄξιος πλὴν ἴσως τῷ σώματι ἰσχυρίσασθαι = άνθρωπος ανίκανος να κάνει οτιδήποτε εκτός ίσως από το να αξιοποιήσει τη σωματική του ισχύ.
σημασία2: εκδηλώνω δύναμη, επιμονή, καθώς λέω κάτι, επιμένω σε κάτι, το υποστηρίζω με επιμονή: ἰσχυρίζομαι ὅτι Ἱππίας πρεσβύτατος ὢν ἦρξε = (εγώ ο Θουκυδίδης) υποστηρίζω με επιμονή ότι ο Ιππίας (και όχι ο Ίππαρχος) σε γεροντική ηλικία ανέλαβε την εξουσία.
σημασία3: βασίζω την εσωτερική μου δύναμη σε κάτι, έχω πεποίθηση σε κάτι, το εμπιστεύομαι: ἰσχυρίζομαι τῷ νόμῳ.
Νέα-Ελληνική: ισχυρίζομαι (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: ἰσχυρ-ός + παρ. επίθ. -ίζ-ομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἰσχυρός-ά-ὸν-επίθετο::
* McsElla.ἰσχυρός-ά-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἰσχυρός-ά-ὸν@wordaryElla,
* McsElla.ἰσχυρότερος!~συγκριτικός:ἰσχυρός-ά-ὸν@wordaryEllα,
* McsElla.ἰσχυρότατος!~υπερθετικός:ἰσχυρός-ά-ὸν@wordaryElla,
σημασία1: δυνατός, ρωμαλέος: ἰσχυρὸς ἀνήρ. ἰσχυρὰ φάλαγξ.
συνώνυμα: ῥωμαλέος.
σημασία2: αυτός που έχει πολιτική ισχύ, εξουσία: οἱ ἰσχυροὶ ἐν ταῖς πόλεσιν = όσοι ασκούν εξουσία στις πόλεις.
σημασία3: για πράγματα πολύ δυνατός: ἰσχυρὸς γέλως = δυνατό γέλιο. ἰσχυρὸν νόσημα = βαριά αρρώστια.
σημασία4: επίρρημα ἰσχυρῶς
σημασίαα: με κάθε δύναμη: ἰσχυρῶς ἔγκειμαι = επιτίθεμαι με κάθε δύναμη.
σημασίαβ: πάρα πολύ, υπερβολικά: ἰσχυρῶς χρήμασιν ἥδεται = ευχαριστείται υπερβολικά με τα χρήματα.
οικογένεια: παράγωγα: ἰσχυρίζομαι.
Νέα-Ελληνική: ισχυρός (με τις σημ. 1, 2, 3).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἰσχύ-ς + παρ. επίθ. -ρός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἰσχύς-ύος-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἰσχύς-ύος-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἰσχύς-ύος-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: δύναμη του σώματος: τὴν ἰσχὺν δεινά σώματα = σώματα φοβερά ως προς τη δύναμή τους.
συνώνυμα: ῥώμη.
σημασία2: εξουσία, ισχύς: ἡ τῶν θεῶν ἰσχύς.
σημασία3: βία: ἰσχύϊ κατεῖχον τὸ πλῆθος = συγκρατούσαν το λαό με τη βία.
οικογένεια: παράγωγα: ἰσχυρός.
Νέα-Ελληνική: ισχύς (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: πιθ. *σεχ- του ἔχω, *σί-σχ-ω > ἴσχω + -ύς > ἰσχύς.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἰσχύω-ρήμα::
* McsElla.ἰσχύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἰσχύω@wordaryElla,
* McsElla.ἴσχυον!~παρατατικός:ἰσχύω@wordaryElla,
* McsElla.ἰσχύσω!~μέλλοντας:ἰσχύω@wordaryElla,
* McsElla.ἴσχυσα!~αόριστος:ἰσχύω@wordaryElla,
* McsElla.ἴσχυκα!~παρακείμενος:ἰσχύω@wordaryElla,
σημασία1: έχω σωματική δύναμη: ζῶν καὶ ἰσχύων = ζωντανός και δυνατός.
συνώνυμα: ῥώννυμαι.
αντώνυμα: ἀσθενέω -ῶ.
σημασία2: έχω πολιτική ισχύ και εξουσία, επιβάλλομαι στους άλλους, είμαι ισχυρός: τῆς προσόδου, δι' ἣν ἰσχύομεν, στερήσεσθε = θα στερηθείτε τα έσοδα, χάρη στα οποία είμαστε ισχυροί πολιτικά. ἰσχύομεν πρὸς τοὺς πολεμίους τῷδε = είμαστε ισχυροί απέναντι στους εχθρούς μας χάρη σε αυτό.
Νέα-Ελληνική: ισχύω «έχω κύρος, αληθεύω κτλ.».
ετυμολογία: ἰσχύ-ς + παρ. επίθ. -ω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἴσως-επίρρημα::
* McsElla.ἴσως-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ἴσως@wordaryElla,
σημασία1: με τον ίδιο τρόπο, κατά τρόπο ίσο.
σημασία2: με ισότητα, με δικαιοσύνη: ἴσως λαμβάνω τι = παίρνω κάτι με ίση, δίκαιη μοιρασιά.
σημασία3: πιθανώς, ίσως: οὐκ ἴσως, ἄλλ' ὄντως = όχι πιθανόν, αλλά πράγματι.
Νέα-Ελληνική: ίσως (με τη σημ. 3).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἴσος + παρ. επίθ. -ως.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἰταμός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.ἰταμός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἰταμός-ή-ὸν@wordaryElla,
* McsElla.ἰταμώτερος!~συγκριτικός:ἰταμός-ή-ὸν@wordaryEllα,
* McsElla.ἰταμώτατος!~υπερθετικός:ἰταμός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία: θρασύς, απερίσκεπτος: ἰταμὸν ἡ πονηρία = η πανουργία είναι πράγμα θρασύ και αδίστακτο.
οικογένεια: παράγωγα: ἰταμότης.
Νέα-Ελληνική: ιταμός.
ετυμολογία: *ει-, εἶμι, *ἰτ- (< εἶμι) + παρ. επίθ. -αμός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἰχθύς-ύος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἰχθύς-ύος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἰχθύς-ύος-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: ψάρι.
* παροιμία ἀφωνότερος τῶν ἰχθύων = άνθρωπος που μένει σιωπηλός (ενώ θα έπρεπε να πει κάτι).
σημασία2: στον πληθ. οἱ ἰχθύες η ψαραγορά της Αθήνας.
Νέα-Ελληνική: ιχθύς (λόγ., με τη σημ. 1).
ετυμολογία: ι- προθεματικό + -χθ-, παράβαλε αρμεν. yu-kn «ψάρι».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἴχνος-ους-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἴχνος-ους-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἴχνος-ους-τὸ@wordaryElla,
σημασία: το χνάρι, το αποτύπωμα που αφήνει το πόδι ανθρώπου ή ζώου, η πατημασιά: ἴχνος Ἡρακλέους… ἔστι τὸ μέγεθος δίπηχυ = η πατημασιά του Ηρακλή… έχει δύο πήχεις μάκρος. πᾶς ὁ ταὐτὸν ἴχνος μετιών = καθένας που ακολουθεί το ίδιο χνάρι.
οικογένεια: παράγωγα: ἰχναῖος, ἴχνιον, σύνθετα: ἰχνηλάτης, ἰχνοπέδη, ἰχνοσκοπέω -ῶ.
Νέα-Ελληνική: ίχνος (λόγ.) & χνάρι (λαϊκό, < * ἰχνάριον).
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία, *ἰχ- + παρ. επίθ. -νος, όπως σμῆνος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
letter::
* McsEngl.wordaryElla.kapa,
====== langoGreekAncient:
* McsElla.λεξικόΕλλα.Κ,
K-κ-κάππα-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.K-κ-κάππα-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.K-κ-κάππα-τὸ@wordaryElla,
σημασία: το δέκατο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου.
* ως αριθμητικό σύμϐολο: κ´ = 20, αλλά ͵κ = 20.000.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
καθαιρέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.καθαιρέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.καθαιρέω-ῶ@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε αἱρέω -ῶ.
σημασία1: κατεβάζω: ὁ κῆρυξ τὸ σημεῖον καθεῖλεν = ο κήρυκας κατέβασε τη σημαία.
σημασία2: καταστρέφω, εξαλείφω: τὸ λῃστικὸν καθῄρει ἐκ τῆς θαλάσσης = εξάλειψε τους πειρατές από τη θάλασσα.
σημασία3: κατεδαφίζω: καθαιρῶ τι τῶν τειχῶν = κατεδαφίζω μέρος από τα τείχη.
σημασία4: ακυρώνω: καθαιρῶ τὸ Μεγαρέων ψήφισμα = ακυρώνω το ψήφισμα των Μεγαρέων.
οικογένεια: παράγωγα: καθαίρεσις, καθαιρετέος.
Νέα-Ελληνική: καθαιρώ «παύω από ένα αξίωμα».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη κατά + αἱρέω -ῶ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
καθαίρω-ρήμα::
* McsElla.καθαίρω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.καθαίρω@wordaryElla,
* McsElla.ἐκάθαιρον!~παρατατικός:καθαίρω@wordaryElla,
* McsElla.καθαρῶ!~μέλλοντας:καθαίρω@wordaryElla,
* McsElla.ἐκάθηρα!~αόριστος:καθαίρω@wordaryElla,
* McsElla.ἐκάθαρα!~αόριστος:καθαίρω@wordaryElla,
* McsElla.καθαροῦμαι!~μέσος-μέλλοντας:καθαίρω@wordaryElla,
* McsElla.ἐκαθηράμην!~μέσος-αόριστος:καθαίρω@wordaryElla,
* McsElla.ἐκαθάρθην!~παθητικός-αόριστος:καθαίρω@wordaryElla,
* McsElla.κεκάθαρμαι!~παθητικός-παρακείμενος:καθαίρω@wordaryElla,
σημασία1: καθαρίζω: τραπέζας ὕδατι καθαίρω = καθαρίζω τα τραπέζια με νερό.
σημασία2: με θρησκευτική σημ. εξαγνίζω: καθαίρω τινὰ φόνου = εξαγνίζω κάποιον από το φόνο.
σημασία3: μέσ. φωνή καθαίρομαι εξαγνίζω τον εαυτό μου: οἱ φιλοσοφίᾳ καθηράμενοι = όσοι εξάγνισαν με τη φιλοσοφία τον εαυτό τους.
οικογένεια: παράγωγα: κάθαρσις, καθαρίζω, σύνθετα: ἀκάθαρτος.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη καθαρ-ός + -jω > *καθάρ-jω > καθαίρω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
καθάπερ-επίρρημα::
* McsElla.καθάπερ-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.καθάπερ@wordaryElla,
σημασία: όπως ακριβώς: Ἀργείων ξύμμαχοι ἐγένοντο καθάπερ προείρητο = έγιναν σύμμαχοι με τους Αργείους, όπως ακριβώς είχε προκαθοριστεί.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη κατά + ἅπερ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
καθαρός-ά-ὸν-επίθετο::
* McsElla.καθαρός-ά-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.καθαρός-ά-ὸν@wordaryElla,
* McsElla.καθαρώτερος!~συγκριτικός:καθαρός-ά-ὸν@wordaryEllα,
* McsElla.καθαρώτατος!~υπερθετικός:καθαρός-ά-ὸν@wordaryElla,
σημασία1: καθαρός.
σημασία2: για χώρο κενός, μη κατειλημμένος από οποιοδήποτε αντικείμενο, ελεύθερος, αυτός στον οποίο μπορεί κανείς να κινηθεί χωρίς εμπόδια: ἐν καθαρῷ = σε ελεύθερο χώρο.
σημασία3: με ηθική σημ. αγνός, απαλλαγμένος από κάθε ενοχή ή μίασμα: καθαρὸν παρέχω τινὰ κατὰ τὸ σῶμα καὶ κατὰ τὴν ψυχὴν = καθιστώ κάποιον αγνό και στο σώμα και στην ψυχή, τον εξαγνίζω και στο σώμα και στην ψυχή.
αντώνυμα: μιαρός, ἐναγής.
οικογένεια: παράγωγα: καθάριος, καθαίρω, καθαρμός.
Νέα-Ελληνική: καθαρός (με τις σημ. 1,3).
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία, πιθ. συγγεν. με λατινικός castus.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
καθέζομαι-ρήμα::
* McsElla.καθέζομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.καθέζομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐκαθεζόμην!~παρατατικός:καθέζομαι@wordaryElla,
* McsElla.καθεδοῦμαι!~μέλλοντας:καθέζομαι@wordaryElla,
σημασία1: κάθομαι: ἐπὶ τῶν βάθρων οἱ πρυτάνεις καθέζονται = οι πρυτάνεις κάθονται στις έδρες.
σημασία2: στρατοπεδεύω: ὡς ἐκαθέζοντο, προσβολὰς παρεσκευάζοντο τῷ τείχει ποιησόμενοι = μόλις στρατοπεύδευσαν, ετοιμάζονταν να εξαπολύσουν επιθέσεις στο τείχος.
σημασία3: κάθομαι ως ικέτης: πρὸς τὰ ἱερὰ ἱκέται καθέζονται = κάθονται ως ικέτες στους ναούς.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη κατά + ἕζομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
καθείργνυμι-ρήμα::
* McsElla.καθείργνυμι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.καθείργνυμι@wordaryElla,
* McsElla.καθείργνυν!~παρατατικός:καθείργνυμι@wordaryElla,
* McsElla.καθεῖρξα!~αόριστος:καθείργνυμι@wordaryElla,
χρόνοι: άλλοι βλέπε εἵργω.
σημασία: κλείνω κάποιον/κάτι μέσα σε κάτι, φυλακίζω: ἣν δ’ ἂν ἐπιστήμην κτησάμενος καθείρξῃ εἰς τὸν περίβολον... = όποια γνώση αποκτήσει και την κλείσει μέσα στο κλουβί...
συνώνυμα: ἐγκλείω.
αντώνυμα: ἐλευθερόω.
οικογένεια: παράγωγα: κάθειρξις.
Νέα-Ελληνική: το παράγ. κάθειρξη «εγκλεισμός σε φυλακή».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη κατά + εἵργνυμι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
καθεύδω-ρήμα::
* McsElla.καθεύδω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.καθεύδω@wordaryElla,
* McsElla.ἐκάθευδον!~παρατατικός:καθεύδω@wordaryElla,
* McsElla.καθηῦδον!~παρατατικός:καθεύδω@wordaryElla,
χρόνοι: άλλοι βλέπε εὕδω.
σημασία1: κοιμάμαι: οὔτε νυκτὸς δύναται καθεύδειν οὔτε καθ’ ἡμέραν = δεν μπορεί να κοιμηθεί ούτε τη νύκτα ούτε στη διάρκεια της ημέρας.
αντώνυμα: ἐγρήγορα «είμαι ξύπνιος».
σημασία2: μεταφορικά μένω αδρανής, άπρακτος, κοιμάμαι: ἐμοὶ δοκεῖ οὐχ ὥρα εἶναι ἡμῖν καθεύδειν ἀλλὰ βουλεύεσθαι ὅ τι χρὴ ποιεῖν ἐκ τούτων = νομίζω ότι δεν είναι ώρα να κοιμόμαστε αλλά να σκεφτούμε τι πρέπει να κάνουμε έπειτα από αυτά.
Νέα-Ελληνική: καθεύδω (λόγ., με τη σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη κατά + εὕδω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
καθήκω-ρήμα::
* McsElla.καθήκω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.καθήκω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἥκω.
σημασία1: φτάνω: ἡ Θυρεᾶτις γῆ μεθορία τῆς Ἀργείας καὶ τῆς Λακωνικῆς ἐστιν, ἐπὶ θάλασσαν καθήκουσα = η περιοχή της Θυρέας βρίσκεται στα σύνορα της Αργολίδας και της Λακωνικής και φτάνει μέχρι τη θάλασσα.
σημασία2:
σημασίαα: ως απρόσωπο καθήκει μοι/σοι κτλ. είναι καθήκον μου/σου κτλ: στρατηγὸς πάντων ἀπεδείχθη οἷς καθήκει εἰς Καστωλοῦ πεδίον ἁθροίζεσθαι = αναδείχθηκε στρατηγός όλων των στρατευμάτων που είναι καθήκον τους να συγκεντρώνονται στην πεδιάδα του Καστωλού.
σημασίαβ: συχνά στη μτχ. τὸ καθῆκον καθήκον, χρέος.
Νέα-Ελληνική: καθήκον (με τη σημ. 2β).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη κατά + ἥκω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κάθημαι-ρήμα::
* McsElla.κάθημαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.κάθημαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐκαθήμην!~παρατατικός:κάθημαι@wordaryElla,
* McsElla.καθῆ(σ)το!~παρατατικός:κάθημαι@wordaryElla,
* McsElla.καθῆσθε!~παρατατικός:κάθημαι@wordaryElla,
* McsElla.καθῆντο!~παρατατικός:κάθημαι@wordaryElla,
* McsElla.καθεδοῦμαι!~μέλλοντας:κάθημαι@wordaryElla,
σημασία1: κάθομαι: καθῆστο ἐπί τινος προσκεφαλαίου τε καὶ δίφρου = καθόταν σ’ ένα σκαμνί με μαξιλάρι.
σημασία2: ιδίως για τα μέλη δικαστηρίου, βουλής, συνέλευσης συνεδριάζω: βουλῆς περὶ τούτων καθημένης = όταν η βουλή συνεδρίαζε για αυτά…
σημασία3: αδρανώ, μένω άπρακτος: οὐδὲν ποιοῦντεςνθάδε καθήμεθα, μέλλοντες ἀεί = καθόμαστε εδώ με τα χέρια σταυρωμένα χωρίς να κάνουμε τίποτε, δείχνοντας διαρκώς αναβλητικότητα.
συνώνυμα: καθεύδω (μεταφ.).
Νέα-Ελληνική: κάθομαι (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη κατά + ἧμαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
καθίζω-ρήμα::
* McsElla.καθίζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.καθίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐκάθιζον!~παρατατικός:καθίζω@wordaryElla,
* McsElla.καθιῶ!~μέλλοντας:καθίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐκάθισα!~αόριστος:καθίζω@wordaryElla,
* McsElla.καθῖσα!~αόριστος:καθίζω@wordaryElla,
* McsElla.καθιζήσομαι!~μέσος-μέλλοντας:καθίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐκαθισάμην!~μέσος-αόριστος:καθίζω@wordaryElla,
σημασία1: βάζω κάποιον να καθίσει: καθίζω τινὰ εἰς τὸν θρόνον.
σημασία2: τοποθετώ κάποιον: καθ’ ἡσυχίαν καθῖσαν τὸ στράτευμα ἐς χωρίον ἐπιτήδειον = με την ησυχία τους τοποθέτησαν το στράτευμα σε κατάλληλη θέση.
σημασία3: για δικαστήριο, συνέλευση κτλ. συγκαλώ: ἐφ’ ἑκάστῳ τούτων δικαστήριον ἡμῖν ἡ πόλις καθιεῖ = για το καθένα από αυτά η πόλη θα συγκαλεί δικαστήριο για χάρη μας.
σημασία4: ενεργ. αμετάβατο ή στη μέση φωνή καθίζω & καθίζομαι κάθομαι: σκόπει ὅπου καθιζησόμεθα = κοίταξε πού θα καθίσουμε.
οικογένεια: παράγωγα: κάθισμα.
Νέα-Ελληνική: καθίζω (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη κατά + ἵζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
καθίστημι-ρήμα::
* McsElla.καθίστημι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.καθίστημι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἵστημι.
σημασίαΑ: στους χρόνους της ενεργ. φωνής που έχουν μεταβ. σημ.
σημασία1: στήνω κάτι, φέρνω κάτι σε ένα μέρος και το τοποθετώ εκεί: εἰς τὸ φανερόν σε κατέστησαν, ἐπεί γε βασιλέα σε ἐποίησαν πολλῆς χώρας = σε έφεραν στο προσκήνιο, μια και σε έκαναν βασιλιά μεγάλης χώρας.
σημασία2: φέρνω, οδηγώ, κάποιον σε έναν τόπο: οἱ Περραιβοὶ κατέστησαν αὐτὸν ἐς Δῖον = Οι Περραιβοί τον οδήγησαν ως το Δίο.
σημασία3: παρατάσσω: κατέστησεν ἀντίαν τὴν φάλαγγα = παρέταξε τη φάλαγγα απέναντί τους.
σημασία4: διορίζω, ορίζω, καθιερώνω (για αγώνες, διαγωνισμούς), εγκαθιδρύω (για πολίτευμα), θεσπίζω (για νόμους): καθίστημι ἐπὶ τὰς ἀρχὰς τοὺς ἱκανωτάτους τῶν πολιτῶν = διορίζω στα αξιώματα τους πιο ικανούς πολίτες. πολλάκιςθαύμασα τῶν τοὺς γυμνικοὺς ἀγῶνας καταστησάντων = πολλές φορές απόρησα με όσους καθιέρωσαν τους αθλητικούς διαγωνισμούς. ὀλιγαρχίαν καθίστημι = εγκαθιδρύω ολιγαρχικό πολίτευμα.
σημασία5: φέρνω, οδηγώ, κάποιον σε μιαν ορισμένη κατάσταση: ταῦτα πράξας πάντας ἡμᾶς εἰς ἀσφάλειαν καταστήσεις = αν τα κάνεις αυτά, θα οδηγήσεις όλους μας σε κατάσταση ασφάλειας.
σημασία6: αποδίδω σε κάποιον ορισμένη ιδιότητα, τον καθιστώ, τον κάνω, να έχει κάτι: τοῦ Ἡρακλέους τὸν βίον ἐπίπονον κατέστησεν Ζεύς = ο Δίας κατέστησε τη ζωή του Ηρακλή κοπιαστική.
σημασίαΒ: στη μέση και παθ. φωνή καθίσταμαι, στους αμετάβ. χρόνους της ενεργ. φωνής (αόρ. β΄ κατέστην, παρακ. καθέστηκα, υπερσ., καθεστήκειν) και επίσης κάποτε στον αόρ. α΄ της ενεργ.κατέστησα
σημασία1: εγκαθίσταμαι: καταστάντες ἐς Ῥήγιον τὸν πόλεμον ἐποιοῦντο μετὰ τῶν ξυμμάχων = αφού εγκαταστάθηκαν στο Ρήγιο άρχισαν, με τη βοήθεια των συμμάχων τους, τον πόλεμο.
σημασία2: παρουσιάζομαι ενώπιον κάποιου: καταστὰς ἐπὶ τὸ πλῆθος ἔλεγε τοιάδε = αφού παρουσιάστηκε μπροστά στο λαό έλεγε περίπου τα ακόλουθα.
σημασία3: διορίζομαι.
σημασία4: καθεστηκυῖα ἡλικία η μέση ηλικία της ζωής ενός ανθρώπου, η ώριμη ηλικία.
σημασία5: περιέρχομαι σε μιαν ορισμένη κατάσταση, γίνομαι, είμαι: εἰς ἔχθραν βασιλεῖ καταστάς = όταν περιήλθε σε κατάσταση εχθρότητας με το μεγάλο βασιλιά.
οικογένεια: παράγωγα: κατάστασις, καταστάτης, κατάστημα.
Νέα-Ελληνική: καθιστώ (με τη σημ. Α6).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη κατά + ἵστημι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
καὶ-σύνδεσμος::
* McsElla.καὶ-σύνδεσμος@wordaryElla,
* McsElla.σύνδεσμος.καὶ@wordaryElla,
σημασίαA.
σημασία1: για τη σύνδεση λέξεων και προτάσεων και: ἄρκτοι τε καὶ λέοντες = αρκούδες και λιοντάρια.
σημασία2: καὶ ταῦτα και μάλιστα: ἀδικεῖς ὅτι ἄνδρα ἡμῖν τὸν σπουδαιότατον διαφθείρεις γελᾶν ἀναπείθων, καὶ ταῦτα οὕτω πολέμιον ὄντα τῷ γέλωτι = διαπράττεις αδίκημα, επειδή διαφθείρεις τον πιο σοβαρό άνθρωπό μας πείθοντάς τον να γελά, και μάλιστα αυτόν που είναι τόσο αντίθετος με το γέλιο.
σημασία3: στην αρχή της πρότασης για την έκφραση έκκλησης ή παράκλησης εμπρός, για...: καί μοι λέγε, τί καὶ ποιοῦντά σέ φησι διαφθείρειν τοὺς νέους; = για λέγε μου, τι ισχυρίζεται ότι κάνεις εσύ και διαφθείρεις τους νέους;
σημασία4: στην αρχή μιας ερώτησης για την έκφραση αντίρρησης ή έκπληξης καὶ τίς ἂν εὖ φρονῶν, ὦ ἄνδρες, τοιαῦτα περὶ τῶν αὑτοῦ βουλεύσαιτο; = και ποιος συνετός άνθρωπος, κύριοι, μπορεί να σκεφθεί τέτοια πράγματα για την περιουσία του;
σημασία5: ύστερα από λέξεις που δηλώνουν ταυτότητα, ομοιότητα ή ισότητα σαν, όπως: ὅ τε γνοὺς καὶ μὴ σαφῶς διδάξας ἐν ἴσῳ καὶ εἰ μὴνεθυμήθη = όποιος ξέρει (τι πρέπει να γίνει) και δεν το εξηγεί στους άλλους πειστικά είναι όμοιος με εκείνον που δεν έχει τίποτε στο νου του.
σημασία6: καί... καί... και... και..., όχι μόνον... αλλά και.
σημασίαΒ: ο καὶ μπορεί να αναφέρεται σε μία μόνο λέξη ή πρόταση
σημασία1: και, επίσης: καὶ αὐτοί = και αυτοί, και αυτοί επίσης. καλόν ἐστί, εἴπερ τι καὶ ἄλλο = αυτό είναι καλό περισσότερο από κάθε άλλο (πιο πιστά: αυτό είναι καλό, αν κάτι είναι καλό).
σημασία2: (ακόμα) και: θεὸς καὶ ἀμείνονας ἵππους δωρήσαιτο ἄν = ο θεός μπορεί να μας χαρίσει και καλύτερα άλογα.
σημασία3: οι φράσεις καὶ εἰ και εἰ καί, αν και μεταφράζονται με τον ίδιο τρόπο, δηλαδή ακόμη και αν, εντούτοις χρησιμοποιούνται σε διαφορετικές περιπτώσεις: το καὶ εἰ για να δηλώσει υπόθεση που παρουσιάζεται ως κάτι που είναι τελείως απίθανο να εκπληρωθεί, ενώ το εἰ καὶ για να δηλώσει υπόθεση που ακόμη και αν εκπληρωθεί είναι πολύ μικρής σημασίας.
ετυμολογία: *κασί (πβ. κυπρ. κὰς «και») > καί.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
καινός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.καινός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.καινός-ή-ὸν@wordaryElla,
* McsElla.καινότερος!~συγκριτικός:καινός-ή-ὸν@wordaryEllα,
* McsElla.καινότατος!~υπερθετικός:καινός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία1: καινούριος: λέγεταί τι καινόν; = λέγεται κάτι καινούριο; (υπάρχει κανένα νέο;) ἐκ καινῆς (ενν. ἀρχῆς) = εκ νέου, ξανά.
συνώνυμα: νέος.
αντώνυμα: ἀρχαῖος, παλαιός.
σημασία2: πρωτοφανής, πρωτόγνωρος, πρωτάκουστος, (με την έννοια:) παράδοξος: καινὰ ὀνόματα = πρωτάκουστες ονομασίες.
οικογένεια: παράγωγα: καινίζω, καινότης, καινόω.
Νέα-Ελληνική: καινούριος (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: *καν-j-ος > καινός, παράβαλε αρχ. ινδ. kanyā «νεαρή κόρη».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
καίπερ-επίρρημα::
* McsElla.καίπερ-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.καίπερ@wordaryElla,
παρατήρηση: συνήθως με μετοχή αν και: καίπερ χαλεπὸν ὂν εὔπορον ἔσται τοῖς πολεμίοις τὸ χωρίον μηδενὸς κωλύοντος = αν και ο τόπος είναι δύσκολος, θα γίνει ευπρόσιτος για τους εχθρούς μας, αν κανείς δεν τους σταθεί εμπόδιο.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη καί + βεβαιωτ. περ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
καιρός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.καιρός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.καιρός-οῦ-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: για χρόνο κατάλληλη στιγμή, ευκαιρία: καιρὸν παρίημι = αφήνω την ευκαιρία να περάσει. κάλλιστον καιρὸν εἴληφα = έχω βρει ωραιότατη ευκαιρία.
σημασία2: στον πληθ. οἱ καιροὶ αλλά και ενικό ὁ καιρὸς οι περιστάσεις και με κακή συνήθως σημ., οι κρίσιμες περιστάσεις, η κρίση: ἐν τοιούτῳ καιρῷ ἐσμεν = βρισκόμαστε σε τέτοια κρίση.
οικογένεια: παράγωγα: καίριος, σύνθετα: καιροφυλακτέω.
Νέα-Ελληνική: καιρός (με τη σημ. 1, αλλά κυρίως «οι καιρικές συνθήκες»).
ετυμολογία: *κFαρ-j-ός (συγγεν. με κύω «κυοφορώ», συγκυρία) > καιρός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
καίτοι-επίρρημα::
* McsElla.καίτοι-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.καίτοι@wordaryElla,
σημασία1: και πράγματι, και βέβαια.
σημασία2: για να δηλώσει ένσταση που εισάγει ο ομιλητής και όμως: καίτοι μελλούσης στρατείας ἐπὶ τοὺς βαρβάρους ἔσεσθαι τίνας χρὴ τὴν ἡγεμονίαν ἔχειν; = και όμως, αν πρόκειται να γίνει εκστρατεία κατά των βαρβάρων, ποιος πρέπει να αναλάβει την αρχηγία;
σημασία3: με τη συνοδεία μετοχής αν και: καίτοι ἀσθενῶν ταχύς = γρήγορος, αν και ήταν άρρωστος.
συνώνυμα: καίπερ.
ετυμολογία: καί + βεβαιωτ. τοι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κακία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.κακία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.κακία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: ανικανότητα, αδεξιότητα, ελαττωματικότητα, ατέλεια (σε ποιότητα): κακία ἡνιόχων = η ανικανότητα των ηνιόχων.
συνώνυμα: ἀρετὴ «ικανότητα, επιδεξιότητα, τελειότητα».
σημασία2: δειλία: οὐ κατὰ τὴν ἡμετέραν κακίαν τὸ ἡσσᾶσθαι προσεγένετο = η ήττα μας δεν προκλήθηκε από δική μας δειλία.
συνώνυμα: ἀνανδρία.
σημασία3: με ηθική σημ. κακία.
αντώνυμα: ἀρετὴ «ηθική αρετή».
σημασία4: κακή φήμη: κακίαν ἀντιλαμβάνω = αποκτώ κακή φήμη.
Νέα-Ελληνική: κακία (με τη σημ. 3).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη κακ-ός + παρ. επίθ. -ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κακοήθης-ης-κακόηθες-επίθετο::
* McsElla.κακοήθης-ης-κακόηθες-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.κακοήθης-ης-κακόηθες@wordaryElla,
* McsElla.κακοηθέστερος!~συγκριτικός:κακοήθης-ης-κακόηθες@wordaryEllα,
* McsElla.κακοηθέστατος!~υπερθετικός:κακοήθης-ης-κακόηθες@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που έχει κακό ήθος, κακεντρεχής, μοχθηρός.
σημασία2: ως ουσιαστικό τὸ κακόηθες κακία, κακοήθεια.
οικογένεια: παράγωγα: κακοήθεια.
Νέα-Ελληνική: κακοήθης (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη κακός + ἦθος + -ης.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κακόνους-ους-ουν-επίθετο::
* McsElla.κακόνους-ους-ουν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.κακόνους-ους-ουν@wordaryElla,
* McsElla.κακονούστερος!~συγκριτικός:κακόνους-ους-ουν@wordaryEllα,
* McsElla.κακονούστατος!~υπερθετικός:κακόνους-ους-ουν@wordaryElla,
σημασία: εχθρικός: τῷ δήμῳ κακόνους ἔσομαι = θα είμαι εχθρικός απέναντι στους δημοκρατικούς.
αντώνυμα: εὔνους.
οικογένεια: παράγωγα: κακονοέω, κακόνοια.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη κακός + *νο- (νοέω) + -ος > κακόνοος > συνηρημ. κακόνους.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κακοπραγέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.κακοπραγέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.κακοπραγέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: τα πάω άσχημα, αποτυγχάνω σε ένα εγχείρημα: ἀήθεια τοῦ κακοπραγεῖν = το να είναι κανείς ασυνήθιστος στο να αποτυγχάνει στα εγχειρήματά του.
σημασία2: δυστυχώ, είμαι σε κακά χάλια: οἱ κακοπραγοῦντες = όσοι δυστυχούν.
οικογένεια: παράγωγα: κακοπραγία «αποτυχία».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη της σύνθετη-λέξη κακοπραγ-ής + -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κακός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.κακός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.κακός-ή-ὸν@wordaryElla,
* McsElla.κακίων!~συγκριτικός:κακός-ή-ὸν@wordaryEllα,
* McsElla.χείρων!~συγκριτικός:κακός-ή-ὸν@wordaryEllα,
* McsElla.ἥσσων!~συγκριτικός:κακός-ή-ὸν@wordaryEllα,
* McsElla.κάκιστος!~υπερθετικός:κακός-ή-ὸν@wordaryEllα,
* McsElla.χείριστος!~υπερθετικός:κακός-ή-ὸν@wordaryEllα,
* McsElla.ἥκιστος!~υπερθετικός:κακός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία1: δειλός: οὐδενὶ ἐπιτρέπω κακῷ εἶναι = δεν επιτρέπω σε κανέναν να είναι δειλός.
σημασία2: αυτός που δεν κατέχει την τέχνη του καλά, αδέξιος: κακὸς ἰατρός = κακός γιατρός.
σημασία3: με ηθική σημ. κακός: ὦ κακῶν κάκιστε = εσύ, ο πιο άθλιος από τους αθλίους.
οικογένεια: παράγωγα: κακίζω, κακότης, σύνθετα: ἄκακος.
Νέα-Ελληνική: κακός (με τις σημ. 2, 3).
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κακοῦργος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.κακοῦργος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.κακοῦργος-ος-ον@wordaryElla,
* McsElla.κακουργότερος!~συγκριτικός:κακοῦργος-ος-ον@wordaryEllα,
* McsElla.κακουργότατος!~υπερθετικός:κακοῦργος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία1: φαύλος, μοχθηρός, απατηλός: κακουργότατος λόγος = το πιο παραπλανητικό επιχείρημα.
σημασία2: ως ουσ. κακοῦργος, ὁ
σημασίαα: εγκληματίας, κακοποιός, ένοχος κακουργήματος (κατά το νόμο).
σημασίαβ: ως τεχνικός όρος κλέπτης, ληστής.
σημασία3: αυτός που προξενεί κακό / βλάβη σε κάποιον ή κάτι, επιβλαβής, βλαβερός: κακοῦργοι ἐπιθυμίαι = επιθυμίες βλαβερές.
οικογένεια: παράγωγα: κακουργέω, κακούργημα, κακουργία.
Νέα-Ελληνική: κακούργος (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη κακός + ἐργ- (< ἐργ-άζομαι, ἔργον) + παρ. επίθ. -ός, *κακοFεργός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κακόω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.κακόω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.κακόω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: για πρόσωπα κακομεταχειρίζομαι, κακοποιώ, κάποιον: κακῶ τοὺς Ἀθηναίους.
* παθ. φωνή κακοῦμαι τυγχάνω κακομεταχείρισης, υποφέρω, είμαι σε κακά χάλια: ἐκακοῦτο ὑπὸ τῆς πορείας = υπέφερε από την πεζοπορία.
σημασία2: για πράγματα βλάπτω, φθείρω, ταλαιπωρώ, εξασθενίζω κάτι: κακῶ τὸ ναυτικόν = εξασθενίζω το ναυτικό.
οικογένεια: παράγωγα: κάκωσις.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη κακός + παρ. επίθ. -όω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κάκωσις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.κάκωσις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.κάκωσις-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: κακομεταχείριση, κακοποίηση: ἡ τοῦ ἡγεμόνος κάκωσις.
σημασία2: ταλαιπωρία, βάσανα: τῶν πληρωμάτων κάκωσις = οι ταλαιπωρίες των πληρωμάτων.
Νέα-Ελληνική: κάκωση «ελαφρό σωματικό τραύμα».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη κακόω + παρ. επίθ. -σις.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
καλέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.καλέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.καλέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐκάλουν!~παρατατικός:καλέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.καλῶ-(-εῖς-εῖ-κτλ.)!~μέλλοντας:καλέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐκάλεσα!~αόριστος:καλέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.κέκληκα!~παρακείμενος:καλέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐκεκλήκειν!~υπερσυντέλικος:καλέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.καλοῦμαι-(-εῖ-εῖται-κτλ.)!~μέσος-μέλλοντας:καλέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.κληθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:καλέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐκαλεσάμην!~μέσος-αόριστος:καλέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐκλήθην!~παθητικός-αόριστος:καλέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.κέκλημαι!~παθητικός-παρακείμενος:καλέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐκεκλήμην!~παθητικός-υπερσυντέλικος:καλέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: καλώ, φωνάζω κάποιον.
σημασία2: προσκαλώ κάποιον: καλοῦμαι πρός τινα = προσκαλούμαι στο σπίτι κάποιου.
σημασία3: ως δικανικός όρος, για το δικαστή καλώ κάποιον ενώπιον του δικαστηρίου.
σημασία4: στη μέση φωνή χρησιμοποιείται για τον ενάγοντα, δηλ. τον κατήγορο καλοῦμαί τινα ενάγω κάποιον, τον σύρω στο δικαστήριο.
σημασία5: ονομάζω.
οικογένεια: παράγωγα: κλητήρ, κλῆσις, σύνθετα: ἄκλητος, αὐτόκλητος.
Νέα-Ελληνική: καλώ (με τις σημ. 1, 2, 3).
ετυμολογία: μαρτυρείται ως καλFός + παρ. επίθ. -έω, αβέβαιη-ετυμολογία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κάλλος-ους-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.κάλλος-ους-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.κάλλος-ους-τὸ@wordaryElla,
σημασία: ομορφιά του σώματος αλλά και ευρύτερα: τῶν ἔργων τό τε μέγεθος καὶ τὸ κάλλος = η σπουδαιότητα και η ομορφιά των έργων.
αντώνυμα: αἶσχος «ασχήμια».
Νέα-Ελληνική: κάλλος.
ετυμολογία: *κάλλ- (< καλός) + -ος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
καλλωπίζω-ρήμα::
* McsElla.καλλωπίζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.καλλωπίζω@wordaryElla,
σημασία1: ομορφαίνω (πρόσωπο ή πράγμα), καλλωπίζω.
σημασία2: μεταφορικά, στη μέση φωνή καλλωπίζομαι
σημασίαα: καυχιέμαι, περηφανεύομαι: καλλωπίζομαί τινι = περηφανεύομαι για κάτι.
σημασίαβ: κάνω νάζια, προσποιούμαι ότι δε θέλω, υποδύομαι το μετριόφρονα: παῦσαι πρός με καλλωπιζόμενος = σταμάτα να μου κάνεις νάζια.
Νέα-Ελληνική: καλλωπίζω (με τη σημ. 1).
οικογένεια: παράγωγα: καλλώπισμα, καλλωπισμός, καλλωπιστής.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη της σύνθετη-λέξη *καλλ(ι)ωψ (< καλός + ὤψ, ὠπός) + παρ. επίθ. -ίζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
καλοκἀγαθία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.καλοκἀγαθία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.καλοκἀγαθία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: το ήθος και η συμπεριφορά ενός καλοῦ κἀγαθοῦ, αρετή, ευγένεια.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη της σύνθετη-λέξη *καλοκάγαθος (< καλὸς κἀγαθός) + παρ. επίθ. -ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
καλοκἄγαθος-ουσιαστικό-επίθετο::
* McsElla.καλοκἄγαθος-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.καλοκἄγαθος@wordaryElla,
παρατήρηση: γράφεται και με δύο λέξεις καλὸς κἀγαθὸς.
σημασία1: για πρόσωπα έγκριτος, εξαίρετος, αυτός που έχει εγνωσμένη αξία και κύρος.
σημασία2: αποδίδεται επίσης σε ιδιότητες, πράξεις κτλ. πραγματικά καλός: κινδυνεύει ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι = φαίνεται ότι ούτε ο ένας ούτε ο άλλος από εμάς γνωρίζει κάτι πραγματικά καλό.
σημασία3: για πράγματα θαυμάσιος, λαμπρός.
Νέα-Ελληνική: καλοκάγαθος «καλοσυνάτος».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη < καλὸς κἀγαθός (< καὶ ἀγαθός).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
καλός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.καλός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.καλός-ή-ὸν@wordaryElla,
* McsElla.καλλίων!~συγκριτικός:καλός-ή-ὸν@wordaryEllα,
* McsElla.κάλλιστος!~υπερθετικός:καλός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία1: όμορφος, ωραίος: εἶδος κάλλιστος = ωραιότατος στην εμφάνιση.
σημασία2: όσον αφορά τη χρήση καλός, καλής ποιότητας: καλὸν ἀργύριον/στρατόπεδον .
σημασία3: για θυσίες καλός, αίσιος, ευοίωνος, ευνοϊκός: τὰ ἱερὰ καλὰ ἦν = οι θυσίες ήταν ευνοϊκές.
σημασία4: το ουδ. ως ουσ. τὸ καλὸν ηθικό κάλλος, αρετή.
σημασία5: επίρρημα καλῶς
σημασίαα: καλά, ορθά, σωστά, δίκαια: σὺ κάλλιον λέγεις = εσύ μιλάς πιο σωστά.
σημασίαβ: για καλή τύχη καλά, κατά τρόπον που η τύχη ευνοεί, καλότυχα: καλῶς ἔχει + απαρέμφ. = είναι καλό να...
Νέα-Ελληνική: καλός (με τις σημ. 2, 4). Την κύρια σημ. του νεοελληνικού καλός οι αρχαίοι την εξέφραζαν με το ἀγαθός.
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία, ίσως ένας συγκρ. *κάλλον (< *καλjον) θεωρήθηκε ως θετικός βαθμός, από όπου νέος συγκρ. *καλλ-jον > κάλλιον.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κάμνω-ρήμα::
* McsElla.κάμνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.κάμνω@wordaryElla,
* McsElla.ἔκαμνον!~παρατατικός:κάμνω@wordaryElla,
* McsElla.καμοῦμαι!~μέλλοντας:κάμνω@wordaryElla,
* McsElla.ἔκαμον!~αόριστος:κάμνω@wordaryElla,
* McsElla.κέκμηκα!~παρακείμενος:κάμνω@wordaryElla,
* McsElla.ἐκεκμήκειν!~υπερσυντέλικος:κάμνω@wordaryElla,
σημασία1: αμετάβ. κουράζομαι: μὴ κάμῃς φίλον ἄνδρα εὐεργετῶν = μην κουραστείς να ευεργετείς φίλο σου.
σημασία2: είμαι άρρωστος, αρρωσταίνω, υποφέρω: ἔκαμνον καὶ οὐδ’ ἀνιστάμην ἐκ τῆς κλίνης = ήμουν άρρωστος και ούτε σηκωνόμουν από το κρεβάτι.
οικογένεια: παράγωγα: κάματος, σύνθετα: ἀκάματος.
Νέα-Ελληνική: κάνω «πράττω, δημιουργώ».
ετυμολογία: *καμ- (πβ. κμη-τός) + παρ. επίθ. -νω > κάμνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κάμπτω-ρήμα::
* McsElla.κάμπτω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.κάμπτω@wordaryElla,
* McsElla.ἔκαμπτον!~παρατατικός:κάμπτω@wordaryElla,
* McsElla.κάμψω!~μέλλοντας:κάμπτω@wordaryElla,
* McsElla.ἔκαμψα!~αόριστος:κάμπτω@wordaryElla,
* McsElla.καμφθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:κάμπτω@wordaryElla,
* McsElla.ἐκάμφθην!~παθητικός-αόριστος:κάμπτω@wordaryElla,
* McsElla.κέκαμμαι!~παθητικός-παρακείμενος:κάμπτω@wordaryElla,
σημασία1: λυγίζω: γόνυ κάμπτω = λυγίζω το γόνατό μου.
σημασία2: μεταφορικά, στην παθ. φωνή κάμπτομαι λυγίζω, κάμπτομαι, παύω να προβάλλω αντίσταση: ἐπειδή σου ἀκούω ταῦτα λέγοντος, κάμπτομαι καὶ οἶμαί τί σε λέγειν = επειδή σε ακούω να τα λες αυτά, λυγίζω και νομίζω πως λες κάτι σημαντικό.
οικογένεια: παράγωγα: καμπή, κάμψις, καμπύλος, σύνθετα: ἀνακάμπτω.
Νέα-Ελληνική: κάμπτω, κάμπτομαι.
ετυμολογία: *κάμπ- + παρ. επίθ. -τ-ω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κἄν-σύνδεσμος::
* McsElla.κἄν-σύνδεσμος@wordaryElla,
* McsElla.σύνδεσμος.κἄν@wordaryElla,
σημασία1: τὸ κἂν είναι το καὶ ἂν με κράση. Το καὶ μπορεί να είναι συμπλεκτικό αλλά συχνότερα είναι επιτατικό («ακόμη και»). Το ἂν είναι το δυνητικό μόριο τούτων κἂν ἅψαιο κἂν ἴδοις = αυτά μπορείς και να τα αγγίξεις και να τα δεις (συμπλεκτικό καί). κἂν σύ, εἴ τίς σε διδάξειεν, βελτίων ἂν γένοιο = ακόμα και συ, εάν κάποιος σε διδάξει, μπορείς να γίνεις καλύτερος (επιτατικό καί).
* στη φράση κἂν εἰ ακόμη και αν: κἂν εἰ πολλαί αἱ ἀρεταί εἰσι, ἕν γέ τι εἶδος ταὐτὸν ἅπασαι ἔχουσιν = ακόμη και αν υπάρχουν πολλές αρετές, έχουν όλες ασφαλώς μία και την ίδια μορφή.
σημασία2: το κἂν είναι πάλι το καὶ ἂν με κράση, όμως εδώ το ἂν είναι το υποθετικό ἐὰν και έτσι αυτό το κἂν εκφέρεται με τις εγκλίσεις του ἐὰν ακόμη και αν: κἂν πάνυ καλὸς ᾖ καὶ πλούσιος καὶ τῶν γενναίων = ακόμη και αν είναι πολύ ωραίος και πλούσιος και από αριστοκρατική γενιά... (δε δέχονται να τον ακούσουν)
* κἄν... κἄν... είτε... είτε...: κἂν μεγάλην πόλιν οἰκῶσι κἂν μικράν... = είτε σε μεγάλη πόλη κατοικούν είτε σε μικρή...
Νέα-Ελληνική: καν (λ.χ. ούτε καν ήρθε).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη καί + ἄν.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κάπηλος-πήλου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.κάπηλος-πήλου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.κάπηλος-πήλου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: λιανέμπορος, μικρέμπορος.
αντώνυμα: ἔμπορος «ο έμπορος που ταξιδεύει και εισάγει προϊόντα μόνος του».
οικογένεια: παράγωγα: καπηλεῖον, καπηλεύω, καπηλικός.
Νέα-Ελληνική: κάπηλος «που εμπορεύεται, πουλά» (ιδίως σε σύνθετα, λ.χ. πατριδοκάπηλος).
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
καρκίνος-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.καρκίνος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.καρκίνος-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: καβούρι.
ετυμολογία: *καρκ- (πβ. κάρκ-αρος «σκληρός», λατινικός cancer) + παρ. επίθ. -ίνος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
καρπός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.καρπός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.καρπός-οῦ-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: συνήθως για τους καρπούς της γης, τα σιτηρά καρπός: ἐν καρποῦ ξυγκομιδῇ ἦσαν = ήταν απασχολημένοι με τη συγκομιδή των σιτηρών.
σημασία2: για ενέργειες καρπός, αποτέλεσμα, κέρδος.
οικογένεια: παράγωγα: καρπίζω, κάρπιμος, καρπόω, σύνθετα: ἄκαρπος.
Νέα-Ελληνική: καρπός (και με τις δύο σημ.).
ετυμολογία: *καρπ- + -ός, παράβαλε αρχ. άνω γερμ. herbist «φθινόπωρο», λατινικός carpo.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
καρτερέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.καρτερέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.καρτερέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐκαρτέρουν!~παρατατικός:καρτερέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.καρτερήσω!~μέλλοντας:καρτερέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐκαρτέρησα!~αόριστος:καρτερέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.κεκαρτέρημαι!~παθητικός-παρακείμενος:καρτερέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: δείχνω καρτερία, εγκαρτέρηση, σταθερότητα.
σημασία2: με αιτ. πράγματος υπομένω κάτι καρτερικά: τὸν τῶν ὑπεροπτικῶν ὄγκον μόλις ἂν οἱ δοῦλοι καρτερήσειαν = την αλαζονεία των υπεροπτικών ανθρώπων μόλις και μετά βίας μπορούν να την υπομείνουν ακόμη και ο δούλοι.
οικογένεια: παράγωγα: καρτέρησις, καρτερία.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη καρτερός + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κατὰ-πρόθεση::
* McsElla.κατὰ-πρόθεση@wordaryElla,
* McsElla.πρόθεση.κατὰ@wordaryElla,
σημασίαΑ: με γενική
σημασία1: δηλώνει κίνηση που αρχίζει από πάνω και κατευθύνεται προς τα κάτω κάτω από κτλ: κατὰ τῶν πετρῶν ὠθῶ τινα = ρίχνω κάποιον κάτω από τους βράχους. κατὰ τῆς κλίμακος καταβαίνω = κατεβαίνω τη σκάλα.
σημασία2: δηλώνει κίνηση που κατευθύνεται προς τα κάτω και καταλήγει να σημαίνει επάνω σε κάτι: μύρον κατὰ τῆς κεφαλῆς καταχέω = χύνω μύρο επάνω στο κεφάλι κάποιου.
σημασία3: δηλώνει κίνηση που κατευθύνεται προς τα κάτω και καταλήγει στο εσωτερικό ενός χώρου μέσα σε: ὁ ποταμὸς ἐμπεσὼν ἐνταῦθα, δὺς κατὰ τῆς γῆς, χωρεῖ ἐναντίος τῷ Πυριφλεγέθοντι = ο ποταμός, αφού πέσει από ψηλά εδώ και αφού εισδύσει μέσα στη γη, ρέει αντίθετα με τον Πυριφλεγέθοντα.
σημασία3: για όρκο ὄμνυμι κατά τινος = ορκίζομαι στο όνομα κάποιου.
σημασία4: με εχθρική σημ. εναντίον κάποιου: ὁ κατὰ Περσῶν πόλεμος = ο πόλεμος εναντίον των Περσών.
σημασία5: όσον αφορά κάτι, σε σχέση με κάτι: μὴ κατὰ τῶν ἀνθρώπων μόνον σκόπει τοῦτο ἀλλὰ καὶ κατὰ ζῴων πάντων καὶ φυτῶν = μην εξετάζεις αυτό το θέμα μόνο σε σχέση με τους ανθρώπους αλλά και σε σχέση με όλα τα ζώα και τα φυτά.
σημασίαΒ: με αιτιατική
σημασία1: με ή χωρίς την έννοια της κίνησης σε όλη την έκταση: αἱ σκηναὶ αἱ κατὰ τὴν ἀγοράν = οι σκηνές σε όλη την έκταση της αγοράς.
σημασία2: απέναντι: κεῖται ἡ Κεφαλληνία κατὰ Ἀκαρνανίαν καὶ Λευκάδα = η Κεφαλλονιά βρίσκεται απέναντι από την Ακαρνανία και τη Λευκάδα.
σημασία3: για να εκφραστεί επιμερισμός, διανομή ή το κριτήριο του επιμερισμού κατά: ἐσκήνουν κατὰ τάξεις = κατασκήνωναν κατά τάγματα.
σημασία4: για δήλωση κατεύθυνσης προς ένα αντικείμενο ή ένα σκοπό κατὰ θέαν ἥκω = έχω έλθει για να δω.
σημασία5: για δήλωση συμφωνίας σύμφωνα με κάτι: κατὰ τὰ παρηγγελμένα = σύμφωνα με όσα είχαν διαταχθεί. κατὰ Πίνδαρον = σύμφωνα με τον Πίνδαρο. εξαιτίας κάποιου πράγματος: οὐ κατὰ τὴν ἡμετέραν κακίαν τὸ ἡσσᾶσθαι προσεγένετο = η ήττα μας δεν προκλήθηκε εξαιτίας δικής μας δειλίας.
σημασία6: σε σχέση με κάτι, ως προς κάτι: τὰ κατὰ τὸν πόλεμον = όσα έχουν σχέση με τον πόλεμο. τὸ κατ’ ἐμέ = όσον αφορά εμένα.
σημασία7: για χρόνο
σημασίαα: κατά τη διάρκεια: κατὰ τὸν πόλεμον = στη διάρκεια του πολέμου.
σημασίαβ: περίπου κατά: ὁ Λυκοῦργος κατὰ τοὺς Ἡρακλείδας λέγεται γενέσθαι = λέγεται ότι ο Λυκούργος έζησε περίπου κατά την εποχή των Ηρακλειδών.
σημασίαΓ: στη σύνθεση η κατὰ σημαίνει
σημασία1: προς τα κάτω, κάτω: καταβαίνω, καταπέμπω.
σημασία2: με εχθρική σημ. εναντίον: κατακρίνω.
σημασία3: πίσω, πίσω πάλι: κάτειμι = έρχομαι πίσω.
σημασία4: συχνά μόνο για να δυναμώσει τη σημ. της απλής λέξης: κατακόπτω.
σημασία5: κάποτε για να δώσει μεταβατική σημ. σε ένα ρήμα αμετάβ.: καταθρηνέω.
σημασία6: υποδηλώνει φθορά ή ανάλωση: καταλειτουργέω = κατασπαταλώ την περιουσία μου σε βλέπε λειτουργίες.
Νέα-Ελληνική: κατά (με τις σημ. Α4, Β1, 3, 5, 6, 7α, 7β).
ετυμολογία: ινδοευρωπαϊκός *kata, παράβαλε χετιτ. kata «μαζί, με».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
καταβαίνω-ρήμα::
* McsElla.καταβαίνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.καταβαίνω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε βαίνω.
σημασία1: κατεβαίνω: ἀπὸ τοῦ ἵππου καταβαίνω. κατὰ τῆς κλίμακος καταβαίνω = κατεβαίνω τη σκάλα.
σημασία2: μεταβαίνω από το εσωτερικό της χώρας στα παράλια: καταβαίνω εἰς Πειραιᾶ = κατεβαίνω στον Πειραιά (από την Αθήνα).
αντώνυμα: ἀναβαίνω «μεταβαίνω από τα παράλια στο εσωτερικό της χώρας».
σημασία3: κατέρχομαι σε ένα χώρο, για να διαγωνιστώ.
σημασία4: για ρήτορα κατεβαίνω από το βήμα (και σταματώ να αγορεύω): βούλομαι ὀλίγα ὑμᾶς ἀναμνήσας καταβαίνειν = αφού σας υπενθυμίσω λίγα πράγματα, επιθυμώ να κατέβω από το βήμα.
οικογένεια: παράγωγα: κατάβασις, καταβατέον, καταβάτης.
Νέα-Ελληνική: κατεβαίνω (με τις σημ. 1,2,3).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη κατά + βαίνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
καταβάλλω-ρήμα::
* McsElla.καταβάλλω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.καταβάλλω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε βάλλω.
σημασία1: ρίχνω κάτω: καταβάλλω τεῖχος, καταβάλλω τινὰ ἀπὸ τοῦ ἵππου.
σημασία2: φονεύω: καταβάλλω τινὰ πατάξας = φονεύω κάποιον χτυπώντας τον.
σημασία3: πληρώνω: καταβάλλω τἀργύριον = πληρώνω τα χρήματα.
οικογένεια: παράγωγα: καταβλητικός, καταβολή.
Νέα-Ελληνική: καταβάλλω (με τη σημ. 3).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη κατά + βάλλω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
καταβιβάζω-ρήμα::
* McsElla.καταβιβάζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.καταβιβάζω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε βιβάζω.
σημασία: κατεβάζω: κατεβίβασαν τοὺς Ἀθηναίους εἰς τὰς λιθοτομίας = κατέβασαν τους Αθηναίους στα λατομεία.
Νέα-Ελληνική: κατεβάζω.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη κατά + βιβάζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
καταγγέλλω-ρήμα::
* McsElla.καταγγέλλω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.καταγγέλλω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἀγγέλλω.
σημασία1: ανακοινώνω, κηρύσσω: πόλεμον καταγγέλλω = κηρύσσω πόλεμο.
σημασία2: καταγγέλλω: τινὸς τὴν ἐπιβουλὴν καταγγέλλω = καταγγέλλω τα κακόβουλα σχέδια κάποιου.
οικογένεια: παράγωγα: καταγγελία, καταγγελτός.
Νέα-Ελληνική: καταγγέλλω (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη κατά + ἀγγέλλω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
καταγελάω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.καταγελάω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.καταγελάω-ῶ@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε γελάω -ῶ.
σημασία: γελώ εις βάρος κάποιου, κοροϊδεύω: κατεγέλων ἡμῶν = γελούσαν εις βάρος μας.
οικογένεια: παράγωγα: καταγέλαστος, κατάγελως.
Νέα-Ελληνική: καταγελώ.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη κατά + γελάω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
καταγιγνώσκω-ρήμα::
* McsElla.καταγιγνώσκω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.καταγιγνώσκω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε γιγνώσκω.
σημασία1: διαπιστώνω, παρατηρώ, ανακαλύπτω (κάτι που βλάπτει την υπόληψη κάποιου ή κάτι εν πάση περιπτώσει κακό επάνω του): καὶ τὰ πατρῷα προσαφελέσθαι ζητοῦσιν ἡμᾶς πολλὴν ἡμῶνρημίαν καταγνόντες = ψάχνουν να μας αφαιρέσουν ακόμη και τα πατρώα, επειδή έχουν διαπιστώσει τη μεγάλη μας εγκατάλειψη.
σημασία2: με αιτ. του αδικήματος ή της κατηγορίας προσάπτω κάτι ως κατηγορία ενάντια σε κάποιον: καταγιγνώσκω δωροδοκίαν τινός = προσάπτω την κατηγορία της δωροδοκίας σε κάποιον.
σημασία3: με αιτ. της ποινής καταδικάζω σε: καταγιγνώσκω τινὸς θάνατον / φυγήν = καταδικάζω κάποιον σε θάνατο / εξορία.
συνώνυμα: καταψηφίζομαι.
οικογένεια: παράγωγα: κατάγνωσις, καταγνωστέον.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη κατά + γιγνώσκω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κατάγνυμι--καταγνύω-ρήμα::
* McsElla.κατάγνυμι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.καταγνύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.καταγνύω@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.κατάγνυμι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἄγνυμι.
σημασία: σπάζω, κομματιάζω, συντρίβω: ἔτυχον ἀλλήλων κατάξαντες τὰς κεφαλάς = συνέβη να σπάσουν τα κεφάλια ο ένας του άλλου.
οικογένεια: παράγωγα: κάταγμα.
Νέα-Ελληνική: το παράγ. κάταγμα.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη κατά + ἄγνυμι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κατάγω-ρήμα::
* McsElla.κατάγω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.κατάγω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἄγω.
σημασία1: φέρνω σε κάποιον τόπο (συνήθως από ένα ψηλότερο σημείο σε ένα χαμηλότερο), κατεβάζω: κατάγω τὴν ὕλην ἐκ τῶν ὀρῶν εἰς τὸ ἄστυ = φέρνω την ξυλεία από τα βουνά στην πόλη.
σημασία2: φέρνω από το εσωτερικό της χώρας προς τα παράλια: κατάγω ἐπὶ θάλατταν τὸ στράτευμα = φέρνω το στράτευμα στη θάλασσα.
σημασία3: φέρνω από το ανοικτό πέλαγος στην ξηρά: κατάγω ναῦν = φέρνω ένα πλοίο στο λιμάνι.
σημασία4: επαναφέρω, φέρνω πίσω (συνήθως από την εξορία): τοὺς φυγάδας κατάγω = φέρνω πίσω τους εξόριστους.
οικογένεια: παράγωγα: καταγωγή, καταγώγιον.
Νέα-Ελληνική: κατάγω (λ.χ. νίκη), κατάγομαι (λ.χ. από τη Μακεδονία).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη κατά + ἄγω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
καταισχύνω-ρήμα::
* McsElla.καταισχύνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.καταισχύνω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε αἰσχύνω.
σημασία1: ντροπιάζω: τοὺς προγόνους καταισχύνω = ντροπιάζω τους προγόνους μου.
σημασία2: καταισχύνομαι ντρέπομαι κάποιον/κάτι, νιώθω σεβασμό/ντροπή απέναντί του: καταισχυνθέντες τὴν ἀρετὴν αὐτῶν = αισθανόμενοι σεβασμό απέναντι στην αρετή τους.
Νέα-Ελληνική: καταισχύνω (λόγ., με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη κατά + αἰσχύνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κατακλείω-ρήμα::
* McsElla.κατακλείω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.κατακλείω@wordaryElla,
παρατήρηση: στην αρχαία αττική διάλεκτο ο τύπος είναι κατακλῄω
χρόνοι: βλέπε κλείω.
σημασία1: αποκλείω, εγκλωβίζω: τοὺς Ἕλληνας ἐς τὴν νῆσον κατέκλῃσεν = απέκλεισε τους Έλληνες στο νησί.
σημασία2: μεταφορ. νόμῳ κατακλείω εξασφαλίζω κάτι, δεσμεύω: ἂν νόμῳ κατακλείσητε πᾶσαν τὴν δύναμιν ἐπὶ τῷ πολέμῳ μένειν = αν εξασφαλίσετε ότι ολόκληρη η στρατιωτική δύναμη θα παραμείνει στον πόλεμο.
σημασία3: κλείνω κάτι: κατακλείω τὸν δίφρον = κλείνω το άρμα.
οικογένεια: παράγωγα: κατακλείς, ἡ.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη κατά + κλείω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κατακλίνω-ρήμα::
* McsElla.κατακλίνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.κατακλίνω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε κλίνω.
σημασία1: βάζω κάποιον να καθίσει ή να ανακλιθεί (για να φάει) ή να πλαγιάσει: κατακλίνω τινὰ πρὸς τὸ πῦρ = βάζω κάποιον να καθίσει κοντά στη φωτιά.
σημασία2: παθ. φωνή κατακλίνομαι (με αόρ. α΄ κατεκλίθην και αόρ. β΄ κατεκλίνην) κάθομαι, ανακλίνομαι, στο τραπέζι (για φαγητό): σὺ παρ’ Ἐρυξίμαχον κατακλίνου = εσύ κάτσε κοντά στον Ερυξίμαχο.
οικογένεια: παράγωγα: κατάκλισις, κατακλινής.
Νέα-Ελληνική: κατακλίνομαι (λόγ.).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη κατά + κλίνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κατακλύζω-ρήμα::
* McsElla.κατακλύζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.κατακλύζω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε κλύζω.
σημασία1: κάνω κάτι να πλημυρίσει, σκεπάζω κάτι με νερό: τόπος ὑπ’ ὄμβρων κατακλυζόμενος = τόπος που πλημυρίζει από βροχές.
σημασία2: μεταφορικά γεμίζω ασφυκτικά κάτι με κάτι άλλο.
Νέα-Ελληνική: κατακλύζω (και με τις δύο σημ.).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη κατά + κλύζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κατακρίνω-ρήμα::
* McsElla.κατακρίνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.κατακρίνω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε κρίνω.
σημασία: ορίζω κάτι ως καταδίκη εναντίον κάποιου, καταδικάζω: τὸ τελευτῆσαι πάντων ἡ πεπρωμένη κατέκρινεν = η μοίρα όρισε το θάνατο ως καταδίκη των πάντων (η μοίρα καταδίκασε όλους σε θάνατο). ἂν κατακριθῇ μοι (απρόσωπο) = αν οριστεί καταδίκη σε βάρος μου, αν καταδικαστώ. κατακεκριμένος ἀποθνῄσκειν = καταδικασμένος να πεθάνει.
συνώνυμα: καταγιγνώσκω.
οικογένεια: παράγωγα: κατάκριτος, κατάκρισις.
Νέα-Ελληνική: κατακρίνω.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη κατά + κρίνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
καταλαμβάνω-ρήμα::
* McsElla.καταλαμβάνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.καταλαμβάνω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε λαμβάνω.
σημασία1: κυριεύω, καταλαμβάνω: κατέλαβε τὴν ἀκρόπολιν = κυρίευσε την ακρόπολη.
σημασία2: για καταστάσεις καταλαμβάνω, έρχομαι ξαφνικά, βρίσκω: ἀνήκεστόν τι ἡμᾶς κατέλαβεν = μας βρήκε ξαφνικά κάτι ανεπανόρθωτο.
σημασία3: συλλαμβάνω με το μυαλό μου, κατανοώ.
σημασία4: ανακαλύπτω, βρίσκω, πετυχαίνω, πιάνωκάποιον/κάτι, τον/το βρίσκω σε συγκεκριμένη κατάσταση: καταλαμβάνω ἀνεῳγμένην τὴν θύραν = πετυχαίνω την πόρτα ανοικτή.
οικογένεια: παράγωγα: καταληπτός, κατάληψις.
Νέα-Ελληνική: καταλαμβάνω (με τις σημ. 1, 2, 3) & καταλαβαίνω (με τη σημ. 3).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη κατά + λαμβάνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
καταλέγω-ρήμα::
* McsElla.καταλέγω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.καταλέγω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε λέγω(Β).
σημασία1: λέω κάτι αναλυτικά και κατά σειρά: ἀπὸ Σόλωνος τοὺς ἄρχοντας καταλέγω = λέω αναλυτικά όλους τους άρχοντες αρχίζοντας από το Σόλωνα.
σημασία2: συγκαταλέγω, εγγράφω κάποιον σε κατάλογο: καταλέγω τινὰ εἰς τοὺς ὁπλίτας = κατατάσσω κάποιον στην τάξη των οπλιτών.
οικογένεια: παράγωγα: καταλεκτέος, καταλογάδην, καταλογεύς, κατάλογος, σύνθετα: συγκαταλέγω.
Νέα-Ελληνική: το σύνθ. συγκαταλέγω (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη κατά + λέγω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
καταλείπω-ρήμα::
* McsElla.καταλείπω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.καταλείπω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε λείπω.
σημασία1: καταλείπω & στη μέση φωνή καταλείπομαι αφήνω πίσω μου: καταλείπομαι παῖδας = αφήνω πίσω μου παιδιά.
σημασία2: κληροδοτώ: καταλείπω δόκησιν ἰσχύος καὶ ξυνέσεως ἐς τὸ ἔπειτα = κληροδοτώ στις κατοπινές γενιές τη φήμη της δύναμης και της σύνεσής μου.
σημασία3: εγκαταλείπω: οἰκίας τε καὶ ἱερὰ καταλείπουσιν = εγκαταλείπουν τα σπίτια και τα ιερά τους.
οικογένεια: παράγωγα: κατάλειψις. σύνθετα: ἐγκαταλείπω.
Νέα-Ελληνική: σύνθ. εγκαταλείπω (με τη σημ. 3).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη κατά + λείπω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
καταλύω-ρήμα::
* McsElla.καταλύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.καταλύω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε λύω.
σημασία1: καταλύω, καταστρέφω, ανατρέπω, ακυρώνω: καταλύω τὸν δῆμον = ανατρέπω το δημοκρατικό πολίτευμα. οἱ Ἀθηναίων τύραννοι κατελύθησαν = οι τύραννοι των Αθηνών ανατράπηκαν. καταλύω νόμους.
σημασία2: τερματίζω κάτι: τὸν λόγον καταλύω = τερματίζω την ομιλία μου. καταλύω τὸν πόλεμον.
σημασία3: φιλοξενούμαι, μένω, διαμένω: παρ’ ἐμοὶ καταλύει = είναι φιλοξενούμενός μου.
οικογένεια: παράγωγα: κατάλυμα, καταλυτός, καταλύσιμος, κατάλυσις, καταλυτής, καταλύτης.
Νέα-Ελληνική: καταλύω (με τις σημ. 1, 3).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη κατά + λύω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
καταναλίσκω-ρήμα::
* McsElla.καταναλίσκω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.καταναλίσκω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἀναλίσκω.
σημασία1: δαπανώ, ξοδεύω, σπαταλώ: εἰς τὴν στρατείαν ταύτην πλέον ἢ τάλαντα πεντακισχίλια καὶ μύρια κατηνάλωσεν = στην εκστρατεία αυτή ξόδευσε πάνω από δεκαπέντε χιλιάδες τάλαντα
οικογένεια: παράγωγα: κατανάλωσις.
Νέα-Ελληνική: καταναλώνω & (λόγ.) καταναλίσκω.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη κατά + ἀναλίσκω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κατανέμω-ρήμα::
* McsElla.κατανέμω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.κατανέμω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε νέμω.
σημασία1: μοιράζω, χωρίζω σε μερίδια: τὸ στράτευμα κατένειμε δώδεκα μέρη = χώρισε το στράτευμα σε δώδεκα μέρη.
σημασία2: μέση φωνή κατανέμομαι μοιράζομαι κάτι μαζί με άλλους: τὰ μακρὰ τείχη ᾤκησαν κατανειμάμενοι = μοίρασαν μεταξύ τους τα μακρά τείχη και κατοίκησαν εκεί.
οικογένεια: παράγωγα: κατανομή.
Νέα-Ελληνική: κατανέμω (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη κατά + νέμω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
καταπλήττω-ρήμα::
* McsElla.καταπλήττω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.καταπλήττω@wordaryElla,
παρατήρηση: ο κοινός τύπος είναι καταπλήσσω
χρόνοι: βλέπε πλήττω.
σημασία1: καταπλήσσω κάποιον/κάτι, τον σαστίζω, του προκαλώ έντονη απορία, τον τρομάζω: ὁπότε γοῦν αἴσθοιτό τι αὐτοὺς παρὰ καιρὸν ὕβρει θαρσοῦντας, λέγων κατέπλησσεν ἐπὶ τὸ φοβεῖσθαι = κάθε φορά λοιπόν που καταλάβαινε ότι αυτοί, άκαιρα, από υπεροψία, γίνονταν υπερβολικά τολμηροί, τους τρόμαζε με τα λόγια του, ώστε να φοβούνται.
οικογένεια: παράγωγα: καταπλήξ ( < *καταπλήγ-ς), κατάπληξις.
Νέα-Ελληνική: καταπλήσσω & καταπλήττω.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη κατά + πλήττω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κατασκευάζω-ρήμα::
* McsElla.κατασκευάζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.κατασκευάζω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε σκευάζω.
σημασία1: εφοδιάζω με όλα τα απαραίτητα, εξοπλίζω: πᾶσι κατασκευάζω τὸ πλοῖον = εξοπλίζω το πλοίο με όλα τα εξαρτήματα.
σημασία2: κτίζω, κατασκευάζω: κατασκευάζω γυμνάσια = κτίζω γυμναστήρια.
σημασία3: ετοιμάζω, εγκαθιδρύω: κατασκευάζω δημοκρατίαν, συμπόσιον κτλ.
σημασία4: καθιστώ, αποδίδω σε κάποιον/κάτι μια ορισμένη ιδιότητα: τὰ φρούρια ὡς ἐχυρώτατα κατασκευάζω = κάνω τα φρούρια όσον το δυνατόν πιο οχυρά.
σημασία5: παρουσιάζω κάποιον με ορισμένη ιδιότητα: κατασκευάζω τινὰς ὑβριστάς.
οικογένεια: παράγωγα: κατασκεύασμα, κατασκευασμός, κατασκευαστέος.
Νέα-Ελληνική: κατασκευάζω (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη του κατασκευή (σύνθετη-λέξη κατά + σκευή) + παρ. επίθ. -άζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κατασκευή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.κατασκευή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.κατασκευή-ῆς-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: ετοιμασία, παρασκευή: κατασκευὴ τοῦ πολέμου = προετοιμασία του πολέμου.
σημασία2: κτίσιμο, οικοδόμηση: λιμένων κατασκευή = οικοδόμηση λιμανιών.
σημασία3: κατάσταση, σύσταση (ενός πράγματος): ἡ τῆς ψυχῆς κατασκευή = η κατάσταση της ψυχής.
σημασία4: εγκαταστάσεις, νοικοκυριό: τῆς κατασκευῆς τὰ ἐδάφη = τα θεμέλια των εγκαταστάσεων.
σημασία5: έπιπλα, σκεύη και γενικά κάθε είδος φορητού εξοπλισμού.
Νέα-Ελληνική: κατασκευή (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη κατά + σκευή.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
καταστρέφω-ρήμα::
* McsElla.καταστρέφω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.καταστρέφω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε στρέφω.
σημασία1: στη μέση φωνή καταστρέφομαι υποτάσσω κάποιον στην εξουσία μου, καθυποτάσσω: ἐξῆν αὐτοῖς τὰ ἐν Σικελίᾳ καταστρέψασθαι = μπορούσαν να υποτάξουν τη Σικελία.
σημασία2: στρέφω κάτι προς ένα ορισμένο τέλος ή κατεύθυνση: κατέστρεψε εἰς φιλανθρωπίαν τοὺς λόγους = έστρεψε τη συζήτηση προς μια ευγενική κατακλείδα.
οικογένεια: παράγωγα: καταστροφή.
Νέα-Ελληνική: καταστρέφω «προκαλώ αφανισμό».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη κατά + στρέφω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κατατίθημι-ρήμα::
* McsElla.κατατίθημι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.κατατίθημι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε τίθημι.
σημασία1: βάζω κάτω, τοποθετώ.
σημασία2: πληρώνω: κατατίθημι τὸ ὄφλημα = πληρώνω το χρέος μου.
σημασία3: μέση φωνή κατατίθεμαι
σημασίαα: θέτω τέρμα σε κάτι: κατατίθεμαι τὸν πόλεμον.
σημασίαβ: καταθέτω, αποθηκεύω: χρήματα κατατίθεμαι. κατατίθεμαι σῖτον.
σημασίαγ: θησαυρίζω, εξασφαλίζω: ἀΐδιον δόξαν κατατίθεμαι = εξασφαλίζω αιώνια δόξα. εὐεργεσίαν κατέθετο ἐς βασιλέα = εξασφάλισε τη διάθεση του βασιλιά να τον ευεργετήσει.
σημασίαδ: τοποθετώ κάποιον/κάτι σε ασφαλές μέρος: τοὺς πρέσβεις κατέθεντο ἐς Αἴγιναν.
σημασίαε: καταθέτω κάτι στη μνήμη μου.
οικογένεια: παράγωγα: καταθήκη.
Νέα-Ελληνική: καταθέτω (με τη σημ. 3β).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη κατά + τίθημι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
καταφανής-ής-ὲς-επίθετο::
* McsElla.καταφανής-ής-ὲς-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.καταφανής-ής-ὲς@wordaryElla,
* McsElla.καταφανέστερος!~συγκριτικός:καταφανής-ής-ὲς@wordaryEllα,
* McsElla.καταφανέστατος!~υπερθετικός:καταφανής-ής-ὲς@wordaryElla,
σημασία1: ορατός: οὔπω καταφανεῖς ἦσαν οἱ πολέμιοι = οι εχθροί δεν ήταν ακόμα ορατοί.
σημασία2: φανερός, σαφής: (συχνά με μτχ.) καταφανής ἐστι κακουργῶν = είναι φανερό ότι κάνει άθλιες πράξεις.
οικογένεια: παράγωγα: καταφανῶς.
Νέα-Ελληνική: καταφανής (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: κατά + *φαν- (ἐ-φάν-ην < φαίνομαι) + παρ. επίθ. -ής ως παράγωγη-λέξη του καταφαίνομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
καταφεύγω-ρήμα::
* McsElla.καταφεύγω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.καταφεύγω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε φεύγω.
σημασία: καταφεύγω σε μέρος ασφαλές ή σε πρόσωπο έμπιστο, για να γλιτώσω από κίνδυνο, καταφεύγω: εἰς ὑμᾶς καταφεύγω καὶ ἀντιβολῶ = σε σας καταφεύγω και παρακαλώ.
Νέα-Ελληνική: καταφεύγω.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη κατά + φεύγω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
καταφρονέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.καταφρονέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.καταφρονέω-ῶ@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε φρονέω -ῶ.
σημασία: περιφρονώ: καταφρονῶ τοῦ κινδύνου = περιφρονώ τον κίνδυνο. καταφρονῶ τοὺςπιόντας = περιφρονώ τους εχθρούς.
οικογένεια: παράγωγα: καταφρόνησις, καταφρόνημα, καταφρονητικός, καταφρονητικῶς.
Νέα-Ελληνική: καταφρονώ.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη κατά + φρονέω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
καταχράομαι-ῶμαι-ρήμα::
* McsElla.καταχράομαι-ῶμαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.καταχράομαι-ῶμαι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε χράομαι -ῶμαι.
παρατήρηση: με δοτ. και σπάνια αιτιατ. ως αντικείμενο
σημασία1: κάνω πλήρη χρήση ενός πράγματος, χρησιμοποιώ: καταχρῶμαι αὐτοῖς ἐπὶ τὸν σύνδεσμον τῆς πόλεως = τους χρησιμοποιώ για ενίσχυση της ενότητας της πόλης.
σημασία2: κάνω κακή χρήση, κάνω κατάχρηση: τῇ τῶν προγόνων δόξῃ καταχρῶμαι = κάνω κακή χρήση της δόξας των προγόνων μου.
οικογένεια: παράγωγα: κατάχρησις, καταχρηστέον, καταχρηστικός.
Νέα-Ελληνική: καταχρώμαι (με σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη κατά + χρῶμαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
καταχωρίζω-ρήμα::
* McsElla.καταχωρίζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.καταχωρίζω@wordaryElla,
* McsElla.καταχωριῶ!~μέλλοντας:καταχωρίζω@wordaryElla,
* McsElla.κατεχώρισα!~αόριστος:καταχωρίζω@wordaryElla,
* McsElla.κατεχωρίσθην!~παθητικός-αόριστος:καταχωρίζω@wordaryElla,
* McsElla.κατακεχώρισμαι!~παθητικός-παρακείμενος:καταχωρίζω@wordaryElla,
παρατήρηση: συνήθως για στρατιώτες τοποθετώ κάποιον στη θέση του: αὐτὸς δὲ τὸ ἄλλο στράτευμα κατεχώριζεν = και αυτός έβαζε το υπόλοιπο στράτευμα στη θέση του.
οικογένεια: παράγωγα: καταχώρισις, καταχωρισμός.
Νέα-Ελληνική: καταχωρίζω (με την ίδια σημ. αλλά όχι για στρατιώτες).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη κατά + χωρίζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
καταψηφίζομαι-ρήμα::
* McsElla.καταψηφίζομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.καταψηφίζομαι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ψηφίζω.
σημασία1: ψηφίζω εις βάρος κάποιου, τον καταδικάζω διά της ψήφου μου, τον κρίνω ένοχο: καταψηφίζομαί τινος θάνατον (η ποινή) = καταδικάζω κάποιον σε θάνατο. καταψηφίζομαί τινος δειλίαν (το αδίκημα) = καταδικάζω κάποιον, τον κρίνω ένοχο, για δειλία.
συνώνυμα: καταγιγνώσκω.
σημασία2: παθ. φωνή καταψηφίζομαι καταδικάζομαι.
σημασία3: για την απόφαση εκδίδομαι εις βάρος κάποιου: κατεψηφισμένος ἦν μου ὁ θάνατος = η απόφαση του θανάτου είχε εκδοθεί εις βάρος μου.
οικογένεια: παράγωγα: καταψήφισις, καταψηφιστέον.
Νέα-Ελληνική: καταψηφίζω (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη κατά + ψηφίζομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κατεπείγω-ρήμα::
* McsElla.κατεπείγω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.κατεπείγω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἐπείγω.
σημασία1: πιέζω κάποιον, του ασκώ πίεση: οἱ χρῆσται κατήπειγον αὐτόν = οι δανειστές του τον πίεζαν. οὐδὲν ὑμᾶς κατεπείγει νῦν ἀκοῦσαι περὶ τούτων = τίποτε δε σας πιέζει να ακούσετε τώρα γι' αυτά τα πράγματα.
σημασία2: ως αμετάβ. βιάζομαι: ἕπου κατεπείγων = ακολούθα βιαστικά.
Νέα-Ελληνική: κατεπείγω, κατεπείγομαι (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη κατά + ἐπείγω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κατεργάζομαι-ρήμα::
* McsElla.κατεργάζομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.κατεργάζομαι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἐργάζομαι.
σημασία1: εργάζομαι για κάτι, το πραγματοποιώ, το κατορθώνω, το αποπερατώνω: εἰρήνηνποιησάμεθα ἣν ἡμῖν Νικίας κατειργάσατο = κάναμε ειρήνη, για την οποία εργάστηκε ο Νικίας.
σημασία2: υποτάσσω, νικώ: ἠπίστατο πολλοὺς ἐκ ταπεινῶν πραγμάτων μεγάλας δυναστείας κατεργασαμένους = ήξερε πολλούς οι οποίοι με ταπεινές δυνάμεις υπέταξαν μεγάλες δυναστείες.
σημασία3: με διπλή αιτ. κάνω κάτι σε κάποιον: καλόν τι τὴν πόλιν κατεργάζομαι = κάνω στην πόλη κάτι καλό.
Νέα-Ελληνική: κατεργάζομαι «προετοιμάζω μυστικά».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη κατά + ἐργάζομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κατέρχομαι-ρήμα::
* McsElla.κατέρχομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.κατέρχομαι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἔρχομαι.
σημασία1: κατεβαίνω.
σημασία2: επιστρέφω, γυρίζω πίσω (ιδίως στην πατρίδα μου από την εξορία): συνέφυγεν τὴν φυγὴν ταύτην καὶ μεθ' ἡμῶν κατῆλθεν = εξορίστηκε μαζί σας και μαζί σας επέστρεψε στην πατρίδα.
Νέα-Ελληνική: κατέρχομαι (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη κατά + ἔρχομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κατέχω-ρήμα::
* McsElla.κατέχω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.κατέχω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἔχω.
σημασία1: συγκρατώ, αναχαιτίζω, εμποδίζω: οὐχ οἷός τ' ἦν κατέχειν τὰ δάκρυα = δεν ήταν σε θέση να συγκρατήσει τα δάκρυά του. κατέχω αὐτοὺς ὥστε μὴ ἀπιέναι = τους εμποδίζω να φύγουν.
σημασία2: ως κατακτητής καταλαμβάνω, κατέχω: τὰχυρὰ κατέχω = έχω υπό την κατοχή μου τα οχυρά.
σημασία3: καταλαβαίνω: οὐ κατέχω τί βούλει φράζειν = δεν καταλαβαίνω τι θέλεις να πεις.
σημασία4: στην παθ. φωνή κατέχομαι διακατέχομαι, με κυριεύει το πνεύμα ενός θεού ή μιας μεγάλης προσωπικότητας, είμαι σε κατάσταση έμπνευσης: ἐξ Ὁμήρου κατέχομαι = με κυριεύει το πνεύμα του Ομήρου, τελώ υπό την έμπνευση του Ομήρου.
σημασία5: ως αμετάβ. υπερισχύω, επικρατώ: ὁ λόγος κατέχει = επικρατεί η φήμη.
οικογένεια: παράγωγα: κάθεξις, καθεκτός, κατάσχετος.
Νέα-Ελληνική: κατέχω (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη κατά + ἔχω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κατηγορέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.κατηγορέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.κατηγορέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: κατηγορώ: κατηγορῶ τῶν λιπόντων τὴν τάξιν = κατηγορώ όσους εγκατέλειψαν τη θέση τους (στο πεδίο της μάχης).
αντώνυμα: ἀπολογοῦμαι ὑπέρ τινος «υπερασπίζομαι κάποιον».
σημασία2: απολύτως είμαι κατήγορος σε δίκη.
σημασία3: αποτελώ διαβεβαίωση: σαφέστατα κατηγορεῖ ὅτι τοῦτο οὕτως ἔχει = αυτό αποτελεί σαφέστατη διαβεβαίωση ότι το θέμα αυτό είναι έτσι.
οικογένεια: παράγωγα: κατηγόρημα, κατηγορία, κατηγορητέον, κατηγορικός.
Νέα-Ελληνική: κατηγορώ (με τη σημ.1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη κατήγορος + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κατοικέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.κατοικέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.κατοικέω-ῶ@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε οἰκέω -ῶ.
σημασία1: κατοικώ: κατοικῶ τόπον = κατοικώ σε έναν τόπο.
σημασία2: αμετάβ., για πόλεις βρίσκομαι σε κάποια θέση: πόλεις ἐν Πελοποννήσῳ κατοικοῦσαι = πόλεις που βρίσκονται στην Πελοπόννησο.
οικογένεια: παράγωγα: κατοίκησις, κατοικία, κατοικητήριος.
Νέα-Ελληνική: κατοικώ (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη κατά + οἰκέω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κατοικίζω-ρήμα::
* McsElla.κατοικίζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.κατοικίζω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε οἰκίζω.
σημασία1: βάζω κάποιον να κατοικήσει κάπου, τον εγκαθιστώ, ιδρύω (πόλη, οικισμό κτλ): κατοικίζω πόλιν εἰς τόπον. ἡ Ἑλλὰς κατῳκίζετο = η Ελλάδα δεχόταν εγκαταστάσεις πληθυσμού.
σημασία2: στη μέση φωνή κατοικίζομαι εγκαθίσταμαι: κατοικισάμενος ἐν Τροιζῆνι = αφού εγκαταστάθηκα στην Τροιζήνα...
οικογένεια: παράγωγα: κατοίκισις, κατοικισμός.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη κάτοικος + παρ. επίθ. -ίζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κατόπιν-επίρρημα::
* McsElla.κατόπιν-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.κατόπιν@wordaryElla,
σημασία1: για τόπο πίσω: ἕτεροι κατόπιν τὰς ἀσπίδας ἔφερον = άλλοι πίσω τους κρατούσαν τις ασπίδες τους.
σημασία2: για χρόνο μετά, στη συνέχεια: κατόπιν ἑορτῆς ἥκομεν = έχουμε έρθει μετά τη γιορτή.
ετυμολογία: κατά + *ὄπις «πίσω, οπίσθιος» όπως στα ὄπισ-θεν, ὀπίσ-ω, μετ-όπιν.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κάτοπτρον-ου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.κάτοπτρον-ου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.κάτοπτρον-ου-τὸ@wordaryElla,
σημασία: καθρέφτης.
οικογένεια: παράγωγα: κατοπτρίζω.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη κατά + *οπ- (ὄπ-ωπα, ὄψομαι) + παρ. επίθ. -τρον.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κατορθόω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.κατορθόω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.κατορθόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.κατώρθουν!~παρατατικός:κατορθόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.κατορθώσω!~μέλλοντας:κατορθόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.κατώρθωσα!~αόριστος:κατορθόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.κατώρθωκα!~παρακείμενος:κατορθόω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: εκτελώ επιτυχώς, φέρω κάτι σε επιτυχή έκβαση, κατορθώνω κάτι: εἰ γὰρ ἓν ὧνπεβούλευσεν κατώρθωσεν, ἅπαντα ἂν ἀπεστερήμην ἐγώ = αν έστω και ένα από όσα είχε επιβουλευτεί πραγματοποιούσε με επιτυχία, εγώ θα έχανα τα πάντα.
σημασία2: ως αμετάβ. σημειώνω επιτυχία, πετυχαίνω: μάλιστα κατορθῶ = πετυχαίνω σε πολύ μεγάλο βαθμό.
αντώνυμα: πταίω «αποτυγχάνω».
οικογένεια: παράγωγα: κατόρθωσις.
Νέα-Ελληνική: κατορθώνω (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη κατά + ὀρθόω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κάτω-επίρρημα::
* McsElla.κάτω-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.κάτω@wordaryElla,
* McsElla.κατωτέρω!~συγκριτικός:κάτω@wordaryElla,
* McsElla.κατωτάτω!~υπερθετικός:κάτω@wordaryElla,
σημασία1: κάτω, προς τα κάτω: κάτω φέρεται = κινείται προς τα κάτω.
σημασία2: γεωγραφικά προς τα παράλια ή προς τον νότο: κάτω οἰκῶ = κατοικώ στα παράλια της χώρας.
οικογένεια: παράγωγα: κάτωθεν.
Νέα-Ελληνική: κάτω (με τις σημ. 1, 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *κατ- (πβ. κατά) + παρ. επίθ. -ω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
καῦμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.καῦμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.καῦμα-ατος-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: καύσωνας.
σημασία2: υψηλός πυρετός.
ετυμολογία: *καF- (καίω) + παρ. επίθ. -μα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κάω--καίω-ρήμα::
* McsElla.κάω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.καίω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.καίω@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.κάω@wordaryElla,
* McsElla.ἔκαον!~παρατατικός:κάω@wordaryElla,
* McsElla.ἔκαιον!~παρατατικός:κάω@wordaryElla,
* McsElla.καύσω!~μέλλοντας:κάω@wordaryElla,
* McsElla.καύσομαι!~μέλλοντας:κάω@wordaryElla,
* McsElla.ἔκαυσα!~αόριστος:κάω@wordaryElla,
* McsElla.κέκαυκα!~παρακείμενος:κάω@wordaryElla,
* McsElla.ἐκαυσάμην!~μέσος-αόριστος:κάω@wordaryElla,
* McsElla.καυθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:κάω@wordaryElla,
* McsElla.ἐκαύθην!~παθητικός-αόριστος:κάω@wordaryElla,
* McsElla.ἐκάην!~παθητικός-αόριστος:κάω@wordaryElla,
* McsElla.κέκαυμαι!~παθητικός-παρακείμενος:κάω@wordaryElla,
* McsElla.ἐκεκαύμην!~παθητικός-υπερσυντέλικος:κάω@wordaryElla,
σημασία1: ανάβω: πῦρ καίω = ανάβω φωτιά.
αντώνυμα: σβέννυμι.
σημασία2: καίω: κάω νεκρούς = καίω τους νεκρούς.
σημασία3: παθ. φωνή κάομαι φλέγομαι (από τον πυρετό ή από ερωτικό πάθος).
Νέα-Ελληνική: καίω (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: *κάF-jω > καίω, κάω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κεῖμαι-ρήμα::
* McsElla.κεῖμαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.κεῖμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐκείμην!~παρατατικός:κεῖμαι@wordaryElla,
* McsElla.κείσομαι!~μέλλοντας:κεῖμαι@wordaryElla,
παρατήρηση: εύχρηστο σε ενεστ., παρατ. και μέλλ.
σημασία1: είμαι θαμμένος: κεῖμαι ἐν τάφῳ = είμαι θαμμένος σε τάφο.
σημασία2: για τόπους ή οικοδομές κείτομαι σε κατάσταση ερειπίων: ἐπανορθῶ εἴ τι πρότερον τῆς πόλεως ἔκειτο = διορθώνω και ό,τι τυχόν προηγουμένως βρισκόταν σε ερειπιώδη κατάσταση στην πόλη.
σημασία3: για τόπους είμαι τοποθετημένος, βρίσκομαι: ἡ νῆσος πρὸ Μεγάρων κεῖται = το νησί βρίσκεται μπροστά από τα Μέγαρα.
σημασία4: για πράγματα βρίσκομαι.
σημασία5: για προϊόντα, χρήματα είμαι αποθηκευμένος, κατατεθειμένος: πολλὰ χρήματα ἐπὶ τῇ τούτου τραπέζῃ κεῖταί μοι = έχω κατατεθειμένα πολλά χρήματα στην τράπεζά του.
σημασία6: για νόμους έχω οριστεί/τεθεί: οἱ νόμοι οἱ κείμενοι = οι καθορισμένοι νόμοι.
οικογένεια: παράγωγα: κειμήλιον, κοίτη.
Νέα-Ελληνική: κείμαι (λόγ., με τις σημ. 1, 3, και μετοχή κείμενος με τη σημ. 6).
ετυμολογία: *κει- (κεῖμαι, κοίτη, κοιμά-ομαι) + -μαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κείρω-ρήμα::
* McsElla.κείρω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.κείρω@wordaryElla,
* McsElla.κερῶ!~μέλλοντας:κείρω@wordaryElla,
* McsElla.ἔκειρα!~αόριστος:κείρω@wordaryElla,
* McsElla.κέκαρκα!~παρακείμενος:κείρω@wordaryElla,
* McsElla.κεροῦμαι!~μέσος-μέλλοντας:κείρω@wordaryElla,
* McsElla.ἐκειράμην!~μέσος-αόριστος:κείρω@wordaryElla,
* McsElla.ἐκάρην!~παθητικός-αόριστος:κείρω@wordaryElla,
* McsElla.κέκαρμαι!~παθητικός-παρακείμενος:κείρω@wordaryElla,
* McsElla.ἐκεκάρμην!~παθητικός-υπερσυντέλικος:κείρω@wordaryElla,
σημασία1: κουρεύω.
σημασία2: στη μέση φωνή κείρομαι κόβω τα μαλλιά μου, κουρεύομαι, κυρίως επειδή πενθώ: ἄξιον ἦν ἐπὶ τῷδε τῷ τάφῳ κείρασθαι τὴν Ἑλλάδα = έπρεπε για τον ενταφιασμό αυτό να πενθήσει η Ελλάδα.
σημασία3: για χώρα ρημάζω, ερημώνω: τὴν γῆν κείρω = ρημάζω τη χώρα (κατακόβοντας τα σπαρτά και τα κάρπιμα δέντρα της).
οικογένεια: παράγωγα: κέρμα, κορμός, κουρά, σύνθετα: ἀποκείρω, κατακείρω, περικείρω.
Νέα-Ελληνική: κείρομαι στη φρ. κείρομαι μοναχός και στη φρ. εν χρω κεκαρμένος «κουρεμένος σύρριζα».
ετυμολογία: *κερ-jω > κείρω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κελεύω-ρήμα::
* McsElla.κελεύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.κελεύω@wordaryElla,
* McsElla.ἐκέλευον!~παρατατικός:κελεύω@wordaryElla,
* McsElla.κελεύσω!~μέλλοντας:κελεύω@wordaryElla,
* McsElla.ἐκέλευσα!~αόριστος:κελεύω@wordaryElla,
* McsElla.κεκέλευκα!~παρακείμενος:κελεύω@wordaryElla,
* McsElla.ἐκελευσάμην!~μέσος-αόριστος:κελεύω@wordaryElla,
* McsElla.ἐκελεύσθην!~παθητικός-αόριστος:κελεύω@wordaryElla,
* McsElla.κεκέλευσμαι!~παθητικός-παρακείμενος:κελεύω@wordaryElla,
σημασία1: διατάζω: ἐκέλευσαν τὸν Ἀστύοχον βοηθεῖν αὐτοῖς = διέταξαν τον Αστύοχο να τους βοηθήσει.
σημασία2: προτρέπω, παρακινώ, παροτρύνω.
σημασία3: προτείνω κάτι: τοὺς ἄλλους ξένους εἶναι κελεύω = προτείνω οι άλλοι να είναι μισθοφόροι.
οικογένεια: παράγωγα: κέλευ(σ)μα, κελευσμός, κελευστής, κελευτιάω.
Νέα-Ελληνική: κελεύω (λόγ., με τη σημ. 1).
ετυμολογία: *κελ- (κέλ-λω «προσορμίζω πλοίο») + -εύ-ω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κενός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.κενός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.κενός-ή-ὸν@wordaryElla,
* McsElla.κενότερος!~συγκριτικός:κενός-ή-ὸν@wordaryEllα,
* McsElla.κενώτερος!~συγκριτικός:κενός-ή-ὸν@wordaryEllα,
* McsElla.κενότατος!~υπερθετικός:κενός-ή-ὸν@wordaryEllα,
* McsElla.κενώτατος!~υπερθετικός:κενός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία1: άδειος: κεναῖς χερσί = με άδεια χέρια. κενὸς φρονήσεως.
αντώνυμα: πλήρης.
σημασία2: μάταιος, άκαρπος, αναποτελεσματικός: κενὴ ἐλπίς = μάταιη ελπίδα.
οικογένεια: παράγωγα: κενότης, κενόω, κενῶς, σύνθετα: κενοτάφιον.
Νέα-Ελληνική: κενός (με τις σημ. 1, 2).
ετυμολογία: *κενF- + παρ. επίθ. -óς, ιων. κεινός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κενόω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.κενόω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.κενόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐκένουν!~παρατατικός:κενόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.κενώσω!~μέλλοντας:κενόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐκένωσα!~αόριστος:κενόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.κεκένωκα!~παρακείμενος:κενόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐκενώθην!~παθητικός-αόριστος:κενόω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: αδειάζω: κενῶ τὴν ναῦν = αδειάζω το καράβι.
αντώνυμα: πληρόω «γεμίζω».
οικογένεια: παράγωγα: κένωσις, κενωτικός.
Νέα-Ελληνική: κενώνω.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη κενός + παρ. επίθ. -όω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κεντέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.κεντέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.κεντέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐκέντουν!~παρατατικός:κεντέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.κεντήσω!~μέλλοντας:κεντέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐκέντησα!~αόριστος:κεντέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.κεντηθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:κεντέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐκεντήθην!~παθητικός-αόριστος:κεντέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.κεκέντημαι!~παρακείμενος:κεντέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: κυρίως για μέλισσες και σφήκες κεντρίζω, τρυπώ με κεντρί.
σημασία2: γενικά πληγώνω με αιχμηρό όργανο, διατρυπώ, μαχαιρώνω: παίομαι καὶ κεντοῦμαι ὑπό τινος = κάποιος με χτυπά και με μαχαιρώνει.
οικογένεια: παράγωγα: κέντρον, κεντρίζω, κεντρόω, σύνθετα: κεντρομανής.
Νέα-Ελληνική: κεντώ (λόγ., και «κάνω κέντημα»).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *κεντ- (κέντ-ρον «αγκάθι») + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κέντρον-ου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.κέντρον-ου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.κέντρον-ου-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: βουκέντρα.
σημασία2: μεταφορικά ερέθισμα, κίνητρο, κεντρί: πόθου κέντρον = το κεντρί του πόθου.
σημασία3: κεντρί (μέλισσας, σκορπιού).
οικογένεια: παράγωγα: κεντρόω, κεντρικός, κέντρων, κεντρώδης.
Νέα-Ελληνική: κέντρο «κεντρικό σημείο».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *κεντ- (κεντέω) + παρ. επίθ. -τρον.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κέραμος-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.κέραμος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.κέραμος-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: χώμα ή πηλός που χρησιμοποιεί ο κεραμέας: κέραμος ὠμός = άψητος πηλός.
σημασία2: κεραμίδι: βάλλω τινὰ λίθοις καὶ κεράμῳ = χτυπώ κάποιον πετώντας επάνω του πέτρες και κεραμίδια.
οικογένεια: παράγωγα: κεραμ(ε)ικός, κεραμεύς, κεραμεύω, κεραμίς.
Νέα-Ελληνική: κεραμίδι (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία, παράβαλε αρχ. γερμ. herd «εστία».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κεράννυμι--κεραννύω-ρήμα::
* McsElla.κεράννυμι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.κεραννύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.κεραννύω@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.κεράννυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἐκέρασα!~αόριστος:κεράννυμι@wordaryElla,
* McsElla.κραθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:κεράννυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἐκράθην!~παθητικός-αόριστος:κεράννυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἐκεράσθην!~παθητικός-αόριστος:κεράννυμι@wordaryElla,
* McsElla.κέκραμαι!~παρακείμενος:κεράννυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἐκεκράμην!~υπερσυντέλικος:κεράννυμι@wordaryElla,
σημασία1: αναμειγνύω, ανακατεύω, το κρασί με νερό αραιώνοντάς το, ετοιμάζω κρασί: τοῖς θεοῖς εὐχόμενοι κεραννύωμεν = ας ετοιμάσουμε κρασί ευχόμενοι προς τους θεούς.
σημασία2: γενικά αναμειγνύω, ανακατεύω: κεράννυμί τί τινι = αναμειγνύω κάτι με κάτι.
συνώνυμα: μείγνυμι.
οικογένεια: παράγωγα: κρᾶσις, κρατήρ, ἀκήρατος, σύνθετα: ἀκέραιος.
Νέα-Ελληνική: παράγ. κράση, κρατήρας κτλ.
ετυμολογία: *κερασ-, κρασ- (πβ. ἐ-κέρασ-α) + παρ. επίθ. -νυ + -μι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κέρας-κέρως-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.κέρας-κέρως-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.κέρας-κέρως-τὸ@wordaryElla,
παρατήρηση: ο κοινός τύπος είναι κέρας, -ατος
σημασία1: κέρατο.
σημασία2: πτέρυγα στρατεύματος ή στόλου: κέρας δεξιόν/εὐώνυμον = η δεξιά/αριστερή πτέρυγα του στρατεύματος. κατὰ κέρας προσβάλλω = επιτίθεμαι στην πτέρυγα του στρατεύματος, επιτίθεμαι κατά μέτωπο.
οικογένεια: παράγωγα: κεράτιον, κεράτινος, κερατέα, κεράστης, κερατόω, κερατίζω, σύνθετα: κερασβόλος, κερασφόρος.
Νέα-Ελληνική: κέρατο (με τη σημ. 1) & κέρας (με σημ. 2).
ετυμολογία: *κερασ- (πβ. βλέπε κάρα, κρανίον).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κερδαίνω-ρήμα::
* McsElla.κερδαίνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.κερδαίνω@wordaryElla,
* McsElla.ἐκέρδαινον!~παρατατικός:κερδαίνω@wordaryElla,
* McsElla.κερδανῶ!~μέλλοντας:κερδαίνω@wordaryElla,
* McsElla.ἐκέρδανα!~αόριστος:κερδαίνω@wordaryElla,
* McsElla.κεκέρδηκα!~παρακείμενος:κερδαίνω@wordaryElla,
σημασία: κερδίζω: κερδάναντες ἓξ τάλαντα... = αφού κέρδισαν έξι τάλαντα...
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη κέρδος + παρ. επίθ. -αίνω < -*αν-jω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κερκίς-ίδος-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.κερκίς-ίδος-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.κερκίς-ίδος-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: λεπτό, μακρύ και ίσιο ραβδί από ξύλο συνήθως ή άλλο υλικό που μεταχειριζόταν ως εργαλείο ο υφάντης.
σημασία2: σφηνοειδής διαίρεση των καθισμάτων στο αρχαίο θέατρο (τμήμα των εδωλίων ανάμεσα στις κλίμακες).
οικογένεια: παράγωγα: κερκίζω.
Νέα-Ελληνική: κερκίδα (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη κέρκ-ος + παρ. επίθ. -ίς.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κέρκος-ου-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.κέρκος-ου-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.κέρκος-ου-ἡ@wordaryElla,
σημασία: ουρά ζώου: τὴν κέρκον ἐξέτεινεν = τέντωσε, ύψωσε, την ουρά του.
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κηδεία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.κηδεία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.κηδεία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: συγγένεια βασισμένη σε γάμο, όχι εξ αίματος: προμνηστρὶς δεινὴ συνάγειν εἰς κηδείαν = προξενήτρα ικανή στο να οδηγεί ανθρώπους σε γάμο.
Νέα-Ελληνική: κηδεία «φροντίδα για ταφή, ταφή».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη κῆδ-ος (πβ. κήδ-ομαι) + παρ. επίθ. -εία, ακριβέστερα *κηδε- + -ια > κηδεία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κηδεμών-όνος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.κηδεμών-όνος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.κηδεμών-όνος-ὁ@wordaryElla,
σημασία: προστάτης: κηδεμὼν πόλεως = ο προστάτης της πόλης.
οικογένεια: παράγωγα: κηδεμονία, κηδεμονικός.
Νέα-Ελληνική: κηδεμόνας.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη κηδ- (< κήδ-ομαι) + παρ. επίθ. -εμών (κατά το ἡγ-ε-μών).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κηδεστής-οῦ-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.κηδεστής-οῦ-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.κηδεστής-οῦ-ὁ@wordaryElla,
σημασία: συγγενής εξ αγχιστείας, και ειδικότερα:
σημασία1: σύζυγος της κόρης μου, γαμπρός.
σημασία2: πεθερός.
σημασία3: ανδράδερφος (κουνιάδος, ο αδερφός του ανδρός μου), γυναικάδελφος (κουνιάδος, ο αδελφός της γυναίκας μου).
ετυμολογία: *κηδεσ- (πβ. κῆδος «φροντίδα, πένθος» < *κηδες + -ς) + παρ. επίθ. -τής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κήδομαι-ρήμα::
* McsElla.κήδομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.κήδομαι@wordaryElla,
σημασία: φροντίζω: εἴ τις αὑτοῦ καὶ σμικρὸν κήδεται = αν κάποιος φροντίζει για τον εαυτό του έστω και λίγο.
ετυμολογία: *κηδ- (κῆδος) + -ομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κῆρυξ-υκος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.κῆρυξ-υκος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.κῆρυξ-υκος-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: κήρυκας, δημόσιος αγγελιαφόρος.
σημασία2: κήρυκας που έκανε διακηρύξεις και τηρούσε την τάξη στις συνελεύσεις.
οικογένεια: παράγωγα: κηρυκεία, κηρύκειος, κηρύκευμα, κηρυκεύω, κηρύσσω.
Νέα-Ελληνική: κήρυκας (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: *καρυ-ξ, παράβαλε αρχ. ινδ. kāru «αοιδός, ποιητής».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κηρύττω-ρήμα::
* McsElla.κηρύττω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.κηρύττω@wordaryElla,
* McsElla.ἐκήρυττον!~παρατατικός:κηρύττω@wordaryElla,
* McsElla.κηρύξω!~μέλλοντας:κηρύττω@wordaryElla,
* McsElla.ἐκήρυξα!~αόριστος:κηρύττω@wordaryElla,
* McsElla.κεκήρυχα!~παρακείμενος:κηρύττω@wordaryElla,
* McsElla.κηρυχθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:κηρύττω@wordaryElla,
* McsElla.ἐκηρύχθην!~παθητικός-αόριστος:κηρύττω@wordaryElla,
* McsElla.κεκήρυγμαι!~παθητικός-παρακείμενος:κηρύττω@wordaryElla,
παρατήρηση: ο κοινός τύπος είναι κηρύσσω.
σημασία1: ανακηρύσσω κάποιον νικητή: κηρύττεται καὶ ἆθλα λαμβάνει = ανακηρύσσεται νικητής και παίρνει έπαθλα.
σημασία2: αναγγέλλω με κήρυκα: προσίεμαι τὰ κεκηρυγμένα = αποδέχομαι όσα έχει αναγγείλει ο κήρυκας.
σημασία3: παραγγέλλω με κήρυκα: ἐκήρυξαν, εἰ βούλονται, τὰ ὅπλα παραδοῦναι = τους παρήγγειλαν, αν θέλουν, να παραδώσουν τα όπλα.
οικογένεια: παράγωγα: κήρυγμα, κήρυξις.
Νέα-Ελληνική: κηρύσσω (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: παραγ. λ. *κηρυ-κ- (πβ. κῆρυξ) + παρ. επιθ. -jω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κινδυνεύω-ρήμα::
* McsElla.κινδυνεύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.κινδυνεύω@wordaryElla,
* McsElla.ἐκινδύνευον!~παρατατικός:κινδυνεύω@wordaryElla,
* McsElla.κινδυνεύσω!~μέλλοντας:κινδυνεύω@wordaryElla,
* McsElla.κεκινδύνευκα!~παρακείμενος:κινδυνεύω@wordaryElla,
* McsElla.κινδυνευθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:κινδυνεύω@wordaryElla,
* McsElla.κεκινδυνεύσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:κινδυνεύω@wordaryElla,
σημασία1: ρίχνομαι στον κίνδυνο, επιδεικνύω τόλμη: ἑτοίμως κινδυνεύω πρὸς τοὺς πολεμίους = με προθυμία ρίχνομαι στον κίνδυνο εναντίον των εχθρών.
σημασία2: κινδυνεύω, είμαι σε κίνδυνο, διατρέχω κίνδυνο, διακινδυνεύω.
σημασία3: δηλώνει αυτό που είναι δυνατό ή πιθανό να συμβεί φαίνεναι δυνατό/πιθανό ότι..., κατά πάσα πιθανότητα...: κινδυνεύει ἡ ἀληθὴς δόξα ἐπιστήμη εἶναι = φαίνεται πιθανό ότι η αληθής γνώμη αποτελεί επιστημονική γνώση. κινδυνεύεις ἀληθῆ λέγειν = κατά πάσα πιθανότητα μιλάς ορθά.
οικογένεια: παράγωγα: κινδύνευμα, κινδυνευτέον, κινδυνευτής.
Νέα-Ελληνική: κινδυνεύω (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη κίνδυν-ος + παρ. επίθ. -εύω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κινέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.κινέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.κινέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐκίνουν!~παρατατικός:κινέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.κινήσω!~μέλλοντας:κινέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐκίνησα!~αόριστος:κινέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.κινήσομαι!~μέσος-μέλλοντας-παθητική-σημασία:κινέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.κινηθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:κινέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐκινήθην!~παθητικός-αόριστος:κινέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: θέτω κάτι σε κίνηση.
σημασία2: μετακινώ: κινῶ τὸ στρατόπεδον.
σημασία3: παρακινώ (κάποιον να μιλήσει).
σημασία4: προκαλώ, αρχίζω: κινῶ πολέμους.
σημασία5: παθ. φωνή κινοῦμαι συγκινούμαι, ταράζομαι: κεκινημένος.
οικογένεια: παράγωγα: κίνημα, κίνησις, κινητέον, κινητήριος, κινητικός, κινητός, κίνητρον.
Νέα-Ελληνική: κινώ (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: *κινεύ-ω < *κινέFω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κίων-ονος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.κίων-ονος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.κίων-ονος-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: κίονας, κολόνα.
οικογένεια: σύνθετα: κιονόκρανον.
Νέα-Ελληνική: κίονας.
ετυμολογία: *κιο- (πβ. αρμεν. siwn «κίων») + παρ. επίθ. - ων.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κλαίω--κλάω-ρήμα::
* McsElla.κλαίω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.κλάω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.κλάω@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.κλαίω@wordaryElla,
* McsElla.ἔκλαον!~παρατατικός:κλαίω@wordaryElla,
* McsElla.κλαύσομαι!~μέλλοντας:κλαίω@wordaryElla,
* McsElla.κλαιήσω!~μέλλοντας:κλαίω@wordaryElla,
* McsElla.κλαήσω!~μέλλοντας:κλαίω@wordaryElla,
* McsElla.ἔκλαυσα!~αόριστος:κλαίω@wordaryElla,
σημασία: κλαίω.
αντώνυμα: γελάω.
οικογένεια: παράγωγα: κλαῦμα, κλαυ(σ)τός, σύνθετα: πολύκλαυστος.
Νέα-Ελληνική: κλαίω.
ετυμολογία: *κλαF-jω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κλάω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.κλάω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.κλάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἔκλων!~παρατατικός:κλάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.κλάσω!~μέλλοντας:κλάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἔκλασα!~αόριστος:κλάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.κλασθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:κλάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐκλάσθην!~παθητικός-αόριστος:κλάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.κέκλασμαι!~παθητικός-παρακείμενος:κλάω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: σπάζω: τὸν ἄρτον ἔκλασεν = έκοψε το ψωμί σε κομμάτια.
οικογένεια: παράγωγα: κλάσις, κλάσμα, σύνθετα: ἄκλαστος.
Νέα-Ελληνική: παράγ. κλάσμα. Το νεοελληνικό κλάση (λ.χ. επιστήμονας διεθνούς κλάσης) προέρχεται όχι από το κλῶ αλλά από το λατινικό classis.
ετυμολογία: *κελα- (κλῆ-ρος, κλῆ-μα, κλών).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κλείς-δός-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.κλείς-δός-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.κλείς-δός-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: κλειδί: τὴν κλεῖν ἐφέλκεται = τραβά το κλειδί (για να το βγάλει από την κλειδαριά της πόρτας).
σημασία2: κλείδα (κόκαλο, οστό).
Νέα-Ελληνική: κλειδί (< κλειδ-ίον, με τη σημ. 1) & κλείδα (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *κλᾱF- + παρ. επίθ. -ίδ-ς > *κλᾱFίς (πβ. λατινικός clavis) > κληίς, κλείς.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κλείω--κλῄω-ρήμα::
* McsElla.κλείω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.κλῄω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.κλῄω@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.κλείω@wordaryElla,
* McsElla.ἔκλειον!~παρατατικός:κλείω@wordaryElla,
* McsElla.κλείσω!~μέλλοντας:κλείω@wordaryElla,
* McsElla.κλῄσω!~μέλλοντας:κλείω@wordaryElla,
* McsElla.ἔκλεισα!~αόριστος:κλείω@wordaryElla,
* McsElla.ἔκλῃσα!~αόριστος:κλείω@wordaryElla,
* McsElla.κέκλεικα!~παρακείμενος:κλείω@wordaryElla,
* McsElla.κέκλῃκα!~παρακείμενος:κλείω@wordaryElla,
* McsElla.κλεισθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:κλείω@wordaryElla,
* McsElla.ἐκλεισάμην!~μέσος-αόριστος:κλείω@wordaryElla,
* McsElla.ἐκλῃσάμην!~μέσος-αόριστος:κλείω@wordaryElla,
* McsElla.ἐκλείσθην!~παθητικός-αόριστος:κλείω@wordaryElla,
* McsElla.ἐκλῄσθην!~παθητικός-αόριστος:κλείω@wordaryElla,
* McsElla.κέκλειμαι!~παθητικός-παρακείμενος:κλείω@wordaryElla,
* McsElla.κέκλῃμαι!~παθητικός-παρακείμενος:κλείω@wordaryElla,
* McsElla.ἐκεκλείμην!~παθητικός-υπερσυντέλικος:κλείω@wordaryElla,
παρατήρηση: ο τύπος κλῄω ανήκει στην αρχαία αττ. διάλεκτο.
σημασία1: κλείνω: κλείω τὰς πύλας.
σημασία2: αποκλείω: τοὺς τοῦ λιμένος ἔσπλους κλείω = αποκλείω, φράζω τις εισόδους του λιμανιού.
οικογένεια: παράγωγα: κλεῖθρον, κλείς (-δός), κλῄς (κλῇδος), κλῇσις «κλείσιμο» (π.χ. κλῇσις τῶν λιμένων), κλειδίον, κλεῖστρον, κλειστός, σύνθετα: κλειδοῦχος, κλειδοφύλαξ.
Νέα-Ελληνική: κλείνω (και με τις δύο σημ.).
ετυμολογία: *κληF-, *κληFί-ω (βλέπε κλείς, ἡ) > κλείω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κλέος-έους-τó-ουσιαστικό::
* McsElla.κλέος-έους-τó-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.κλέος-έους-τó@wordaryElla,
σημασία: δόξα: κλέος τε καὶ ἔπαινος πρὸς ἀνθρώπων τε καὶ θεῶν = δόξα και έπαινος από ανθρώπους και θεούς.
οικογένεια: παράγωγα: κλεινός «ένδοξος», σύνθετα: δουρικλειτός (ομηρικό επίθετο «ένδοξος για το δόρυ του»).
ετυμολογία: *κλέF-ος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κλέπτω-ρήμα::
* McsElla.κλέπτω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.κλέπτω@wordaryElla,
* McsElla.ἔκλεπτον!~παρατατικός:κλέπτω@wordaryElla,
* McsElla.κλέψω!~μέλλοντας:κλέπτω@wordaryElla,
* McsElla.κλέψομαι!~μέλλοντας:κλέπτω@wordaryElla,
* McsElla.ἔκλεψα!~αόριστος:κλέπτω@wordaryElla,
* McsElla.κέκλοφα!~παρακείμενος:κλέπτω@wordaryElla,
* McsElla.ἐκλάπην!~παθητικός-αόριστος:κλέπτω@wordaryElla,
* McsElla.κέκλεμμαι!~παθητικός-παρακείμενος:κλέπτω@wordaryElla,
σημασία1: κλέβω: κλέπτω ἐξ ἱερῶν = κλέβω από τα ιερά.
σημασία2: εξαπατώ: κλέπτεται ὁ ἀκροατής = εξαπατάται, παραπλανάται, ο ακροατής.
σημασία3: αποκρύπτω.
οικογένεια: παράγωγα: κλέμμα, κλέπτης, κλεπτέον, σύνθετα: κλεψύδρα.
Νέα-Ελληνική: κλέβω (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: *σκλεπ-, παράβαλε λατ. cleps, λιθ. slepiù «κρύβω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κλῆμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.κλῆμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.κλῆμα-ατος-τὸ@wordaryElla,
σημασία: κλαδί (κυρίως αμπελιού).
οικογένεια: παράγωγα: κλημάτινος, κληματίς.
Νέα-Ελληνική: κλήμα.
ετυμολογία: *κλῆ- (= *κλᾱ- βλέπε κλάω) + παρ. επίθ. -μα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κλῆρος-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.κλῆρος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.κλῆρος-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: λαχνός, κλήρος: διὰ τὴν τοῦ κλήρου τύχην = επειδή έτσι έτυχε ο λαχνός.
σημασία2: κλήρωση.
σημασία3: κομμάτι γης που απονέμεται σε κάποιον πολίτη κατόπιν κλήρωσης.
σημασία4: κληρονομιά.
οικογένεια: παράγωγα: κληρίον, σύνθετα: κληρονόμος, κληρονομία, κληροῦχος, κληρουχία.
Νέα-Ελληνική: κλήρος (με τις σημ. 1, 2, 3, 4).
ετυμολογία: *κλᾱ-, *κλη- (πβ. κλῆμα, κλάω) + παρ. επίθ. -ρος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κληρουχία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.κληρουχία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.κληρουχία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: η απονομή σε πολίτες μιας πόλης κλήρων γης σε ξένη χώρα.
σημασία2: περιληπτικά οι κληροῦχοι, δηλ. πολίτες που παίρνουν τέτοιους κλήρους γης: κληρουχίαςκπέμπω = αποστέλλω σε ένα μέρος κληρούχους.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη κληροῦχος (< σύνθετη-λέξη κλῆρος + ἔχω) + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κληρόω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.κληρόω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.κληρόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐκλήρουν!~παρατατικός:κληρόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.κληρώσω!~μέλλοντας:κληρόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐκλήρωσα!~αόριστος:κληρόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.κεκλήρωκα!~παρακείμενος:κληρόω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: αναδεικνύω κάποιον άρχοντα με κλήρο: κληρῶ τὰς ἀρχάς = αναδεικνύω τους άρχοντες με κλήρωση.
αντώνυμα: αἱρέω «αναδεικνύω κάποιον σε κάποιο αξίωμα με τη μέθοδο της εκλογής, εκλέγω», χειροτονέω «εκλέγω κάποιον σε κάποιο αξίωμα σηκώνοντας το χέρι μου».
σημασία2: μέση φωνή, για τους υποψήφιους για ένα αξίωμα κληροῦμαι αναδεικνύομαι σε κάποιο αξίωμα με τη μέθοδο της κλήρωσης: κληροῦμαι τῶν ἐννέα ἀρχόντων = αναδεικνύομαι ένας από τους εννέα άρχοντες (με κλήρωση).
αντώνυμα: αἱρέομαι, χειροτονέομαι.
σημασία3: μέση φωνή κληροῦμαι παίρνω κάτι με κλήρο: ἱερωσύνην κληροῦμαι θεοῦ τινος = λαμβάνω με κλήρο το αξίωμα του ιερέως κάποιου θεού.
σημασία4: δίνω, απονέμω: ἓν ἑκάστῳ ἐκλήρωσαν = απένειμαν ένα στον καθένα (δηλ. στον κάθε στρατηγό ένα μέρος της στρατιωτικής δύναμης).
οικογένεια: παράγωγα: κλήρωσις, κληρωτός.
Νέα-Ελληνική: κληρώνω «κάνω κλήρωση, βγάζω έναν αριθμό από την κληρωτίδα».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη κλῆρος + παρ. επίθ. -όω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κλῆσις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.κλῆσις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.κλῆσις-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: το να καλεί, να φωνάζει κανείς κάποιον.
σημασία2: ως δικανικός όρος κλήση, κλήτευση, καταγγελία, κατηγορία, μήνυση, διώξη: ἀφίημι τὴν κλῆσιν = αποσύρω τη μήνυση.
σημασία3: πρόσκληση: κλῆσις εἰς τὸ πρυτανεῖον.
Νέα-Ελληνική: κλήση (με τις σημ. 1, 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *κλη- (< καλέω) + παρ. επίθ. -σις.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κλῖμαξ-ακος-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.κλῖμαξ-ακος-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.κλῖμαξ-ακος-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: σκάλα.
σημασία2: σκάλα κινητή πολεμική.
οικογένεια: παράγωγα: κλιμάκιον, κλιμακτίς, κλιμακτήρ.
Νέα-Ελληνική: κλίμακα «διαβάθμιση».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη κλίμα, τὸ «κλίση από τον ήλιο, περιοχή, γεωγραφικό πλάτος» + παρ. επίθ. -αξ (η έκταση του ῐ σε ῑ με επίδραση του ρ. κλῑ-νω «γέρνω, ξαπλώνω»). Η σημασία «σκάλα», επειδή χρησιμοποιείται σε πλάγια κλίση.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κλίνη-ης-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.κλίνη-ης-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.κλίνη-ης-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: ανάκλιντρο που χρησιμοποιούσαν στα γεύματα.
σημασία2: κρεβάτι.
σημασία3: νεκρική κλίνη.
οικογένεια: παράγωγα: κλινικός, κλινήρης.
Νέα-Ελληνική: κλίνη (λόγ., με τη σημ. 2).
ετυμολογία: *κλῑ- (κλίνω).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κλίνω-ρήμα::
* McsElla.κλίνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.κλίνω@wordaryElla,
* McsElla.ἔκλινον!~παρατατικός:κλίνω@wordaryElla,
* McsElla.κλινῶ!~μέλλοντας:κλίνω@wordaryElla,
* McsElla.ἔκλινα!~αόριστος:κλίνω@wordaryElla,
* McsElla.κέκλικα!~παρακείμενος:κλίνω@wordaryElla,
* McsElla.κλιθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:κλίνω@wordaryElla,
* McsElla.κλινήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:κλίνω@wordaryElla,
* McsElla.ἐκλινάμην!~μέσος-αόριστος:κλίνω@wordaryElla,
* McsElla.ἐκλίθην!~παθητικός-αόριστος:κλίνω@wordaryElla,
* McsElla.ἐκλίνην!~παθητικός-αόριστος:κλίνω@wordaryElla,
σημασία1: κάνω κάτι να γείρει, να υποχωρήσει.
σημασία2: αμετάβ. κλίνω έχω κλίση, τάση, ροπή, κλίνω: ἡ πόλις ἐπὶ τὸ χεῖρον ἔκλινεν = η πόλη παρουσίαζε τάση προς το χειρότερο.
οικογένεια: παράγωγα: κλίμα, κλίσις, κλιτύς.
Νέα-Ελληνική: κλίνω (με όλες τις σημ.).
ετυμολογία: *κλῐ- + παρ. επίθ. -νω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κλύδων-ωνος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.κλύδων-ωνος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.κλύδων-ωνος-ὁ@wordaryElla,
σημασία: κύμα, θαλασσοταραχή.
οικογένεια: παράγωγα: κλυδωνίζω, κλυδωνίζομαι, κλυδωνισμός.
Νέα-Ελληνική: κλύδων (λόγ.).
ετυμολογία: *κλύδ-ων, παράβαλε κλύζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κλύζω-ρήμα::
* McsElla.κλύζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.κλύζω@wordaryElla,
* McsElla.ἔκλυζον!~παρατατικός:κλύζω@wordaryElla,
* McsElla.κλύσω!~μέλλοντας:κλύζω@wordaryElla,
* McsElla.ἔκλυσα!~αόριστος:κλύζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐκλύσθην!~παθητικός-αόριστος:κλύζω@wordaryElla,
* McsElla.κέκλυσμαι!~παθητικός-παρακείμενος:κλύζω@wordaryElla,
σημασία: ξεπλένω: κλύζω τὸ ἔκπωμα = ξεπλένω το ποτήρι.
ετυμολογία: *κλύδ-jω > κλύζω, παράβαλε κλύδων.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Κλωθώ-οῦς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.Κλωθώ-οῦς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Κλωθώ-οῦς-ἡ@wordaryElla,
σημασία: μία από τις τρεις Μοίρες, η οποία ἔκλωθεν το νήμα της ζωής του κάθε ανθρώπου, δηλ. καθόριζε τα περιστατικά μέσα από τα οποία θα διερχόταν η ζωή του (βλέπε Ἄτροπος & Λάχεσις).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κλών-ωνός-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.κλών-ωνός-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.κλών-ωνός-ὁ@wordaryElla,
σημασία: κλωνάρι, κλωνί.
οικογένεια: παράγωγα: κλωνίον, κλωνάριον.
Νέα-Ελληνική: κλωνάρι (< παράγωγη-λέξη κλων-άριον), κλώνος (λόγιο), κλωνί (λαϊκό).
ετυμολογία: *κλάων < *κλᾱ-, κλάω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κόθορνος-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.κόθορνος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.κόθορνος-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: παπούτσι που έφτανε ως τη μέση της κνήμης, έδενε στο μπροστινό του μέρος, είχε ψηλούς πάτους και το φορούσαν οι ηθοποιοί των τραγωδιών.
σημασία2: άνθρωπος χωρίς σταθερές αρχές, που οι απόψεις του αλλάζουν ανάλογα με τις περιστάσεις (το ουσιαστικό απέκτησε αυτή τη σημασία, επειδή οι κοθόρνοι δε διακρίνονταν σε αριστερό και δεξιό).
ετυμολογία: δάν. λ..
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κοιμάομαι-ῶμαι-ρήμα::
* McsElla.κοιμάομαι-ῶμαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.κοιμάομαι-ῶμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐκοιμώμην!~παρατατικός:κοιμάομαι-ῶμαι@wordaryElla,
* McsElla.κοιμηθήσομαι!~μέλλοντας:κοιμάομαι-ῶμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐκοιμήθην!~αόριστος:κοιμάομαι-ῶμαι@wordaryElla,
* McsElla.κεκοίμημαι!~παρακείμενος:κοιμάομαι-ῶμαι@wordaryElla,
σημασία: κοιμάμαι, πάω για ύπνο: ποῖόν τινα ὕπνονκοιμῶ; = τι ύπνο κοιμόσουν;
συνώνυμα: καθεύδω.
οικογένεια: παράγωγα: κοίμημα, κοίμησις.
Νέα-Ελληνική: κοιμάμαι.
ετυμολογία: *κοι- < *κει-, όπως κεῖμαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κοινός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.κοινός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.κοινός-ή-ὸν@wordaryElla,
* McsElla.κοινότερος!~συγκριτικός:κοινός-ή-ὸν@wordaryEllα,
* McsElla.κοινότατος!~υπερθετικός:κοινός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία1: κοινός, αυτός που ανήκει σε όλους ή πάντως σε περισσότερους από έναν: κοινόν τι χαρᾷ καὶ λύπῃ δάκρυα = τα δάκρυα είναι κοινό στοιχείο στη χαρά και τη λύπη.
αντώνυμα: ἴδιος.
σημασία2: σε κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις δημόσιος: κοινὰ χρήματα = δημόσια χρήματα.
σημασία3: το ουδ. ενικού ως ουσιαστ. τὸ κοινὸν
σημασίαα: το σύνολο των πολιτών, το κράτος: τὸ κοινὸν ὠφελεῖται.
σημασίαβ: ιδίως για συμμαχίες, ομοσπονδίες κτλ. η συμμαχία, η ομοσπονδία: τὸ κοινὸν τῶν Θεσσαλῶν.
σημασίαγ: η κυβέρνηση, οι αρχές: ἐπέρχομαι ἐπὶ τὸ κοινόν = παρουσιάζομαι στις αρχές.
σημασίαδ: το δημόσιο ταμείο.
σημασία4: το ουδ. πληθ. ως ουσιαστ. τὰ κοινὰ
σημασίαα: οι κοινές υποθέσεις, τα κοινά: τὰ κοινὰ προσῆλθε = αναμείχθηκε στα κοινά.
σημασίαβ: τα κοινά χρήματα.
σημασία5: συνήθης, συνηθισμένος.
σημασία6: για πρόσωπα αμερόληπτος, δίκαιος: κοινοὶ τῷ τε διώκοντι καὶ τῷ φεύγοντι = αμερόληπτοι απέναντι στον κατήγορο και τον κατηγορούμενο.
σημασία7: για πρόσωπα ομιλητικός, ευπροσήγορος: κοινὸς ἅπασι = φιλικός απέναντι σε όλους.
οικογένεια: παράγωγα: κοινόν, κοινῶς, κοινότης.
Νέα-Ελληνική: κοινός (με τις σημ. 1, 2) & τα κοινά (με τη σημ. 3α).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *κομ- (πβ. λατινικός cum, com) + παρ. επίθ. -jος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κοινωνέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.κοινωνέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.κοινωνέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐκοινώνουν!~παρατατικός:κοινωνέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.κοινωνήσω!~μέλλοντας:κοινωνέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.κεκοινώνηκα!~παρακείμενος:κοινωνέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.κοινωνήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:κοινωνέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.κεκοινώνημαι!~παθητικός-παρακείμενος:κοινωνέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: με γεν. πράγματος & δοτ. προσώπου συμμετέχω σε κάτι μαζί με κάποιον άλλο: κοινωνῶ τῆς ἐν πρυτανείῳ σιτίσεως τοῖς Ἁρμοδίου καὶ Ἀριστογείτονος ἀπογόνοις = συμμετέχω στη σίτιση στο πρυτανείο μαζί με τους απογόνους του Αρμόδιου και του Αριστογείτονα.
σημασία2: κοινωνῶ τινος συμμετέχω σε κάτι, παίρνω ένα μερίδιο από κάτι: κοινωνῶ σίτου καὶ πότου = παίρνω το μερίδιό μου από το φαγητό και το ποτό.
σημασία3: κοινωνῶ τινι έχω δοσοληψίες με κάποιον: ὅπου ἂν δίκαιος ἀνὴρ ἀδίκῳ κοινωνῇ = οποτεδήποτε ένας δίκαιος άνθρωπος έχει δοσοληψίες με έναν άδικο.
σημασία4: για πράγματα έχω σχέση με κάτι: οὐδὲν τραγῳδίᾳ κοινωνοῦσιν = δεν έχουν καμία σχέση με την τραγωδία.
οικογένεια: παράγωγα: κοινώνημα, κοινώνησις, κοινωνητέον, κοινωνία.
Νέα-Ελληνική: κοινωνώ «μεταλαμβάνω τη θεία κοινωνία».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη κοινωνός + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κοινωνία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.κοινωνία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.κοινωνία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: επικοινωνία, επαφή, ένωση, συναναστροφή, συμμαχία: κοινωνία πόλεσι = συμμαχία ανάμεσα σε πόλεις.
Νέα-Ελληνική: κοινωνία «το σύνολο των ανθρώπων».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη κοινων-έω + παρ. επίθ. -ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κολάζω-ρήμα::
* McsElla.κολάζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.κολάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐκόλαζον!~παρατατικός:κολάζω@wordaryElla,
* McsElla.κολάσω!~μέλλοντας:κολάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐκόλασα!~αόριστος:κολάζω@wordaryElla,
* McsElla.κολάσομαι!~μέσος-μέλλοντας:κολάζω@wordaryElla,
* McsElla.κολασθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:κολάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐκολασάμην!~μέσος-αόριστος:κολάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐκολάσθην!~παθητικός-αόριστος:κολάζω@wordaryElla,
* McsElla.κεκόλασμαι!~παθητικός-παρακείμενος:κολάζω@wordaryElla,
σημασία1: περιορίζω, συγκρατώ: κολάζω τὰςπιθυμίας = συγκρατώ τις επιθυμίες μου.
σημασία2: τιμωρώ: κολάζω τινὰ πληγαῖς = τιμωρώ κάποιον κτυπώντας τον.
οικογένεια: παράγωγα: κόλασις, κολασμός, κολαστέον, κολαστήριον, κολαστής, κολαστικός.
Νέα-Ελληνική: κολάζω (και με τις δύο σημ.).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη κόλ-ος «κολοβός» (< *κλα- < κλάω) + παρ. επίθ. -άζω > κολάζω «μετριάζω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κόμη-ης-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.κόμη-ης-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.κόμη-ης-ἡ@wordaryElla,
σημασία: οι τρίχες της κεφαλής, τα μαλλιά.
οικογένεια: παράγωγα: κομάω, -ῶ «έχω μακριά μαλλιά».
ετυμολογία: ίσως από κομ-έω «φροντίζω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κομιδή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.κομιδή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.κομιδή-ῆς-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: μεταφορά, συγκομιδή: κομιδὴ ἐπιτηδείων = μεταφορά προμηθειών. κομιδὴ τῶν καρπῶν = συγκομιδή των καρπών.
σημασία2: είσπραξη χρημάτων.
οικογένεια: παράγωγα: κομιδῇ.
ετυμολογία: *κομε-, *κομι- (κάμ-νω).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κομιδῇ-επίρρημα::
* McsElla.κομιδῇ-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.κομιδῇ@wordaryElla,
σημασία1: ακριβώς: κομιδῇ ὥσπερ ἦν = ακριβώς όπως ήταν.
σημασία2: εντελώς, τελείως: κομιδῇ εὔηθες = τελείως ηλίθιο.
σημασία3: σε απαντήσεις ακριβώς έτσι.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη κομιδή + παρ. επίθ. -ῇ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κομίζω-ρήμα::
* McsElla.κομίζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.κομίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐκόμιζον!~παρατατικός:κομίζω@wordaryElla,
* McsElla.κομιῶ!~μέλλοντας:κομίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐκόμισα!~αόριστος:κομίζω@wordaryElla,
* McsElla.κεκόμικα!~παρακείμενος:κομίζω@wordaryElla,
* McsElla.κομιοῦμαι!~μέσος-μέλλοντας:κομίζω@wordaryElla,
* McsElla.κομισθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:κομίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐκομισάμην!~μέσος-αόριστος:κομίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐκομίσθην!~παθητικός-αόριστος:κομίζω@wordaryElla,
* McsElla.κεκόμισμαι!~μέσος-και-παθητικός-παρακείμενος-πιο-συχνά-μέση-σημασία:κομίζω@wordaryElla,
σημασία1: κομίζω & πιο συχνά στη μέση φωνή κομίζομαι υποδέχομαι κάποιον, τον φιλοξενώ: κομίζομαί τινα εἰς τὴν ἐμαυτοῦ οἰκίαν = φιλοξενώ κάποιον στο σπίτι μου.
σημασία2: στη μέση φωνή κομίζομαι παίρνω για τον εαυτό μου, κερδίζω: κομίζομαί τι παρά τινος = αποκτώ κάτι από κάποιον.
σημασία3: φέρνω σε έναν τόπο, εισάγω: ξενικὸν νόμισμα κομίζω.
σημασία4: μεταφέρω, συνοδεύω: ἐπειδὰν ἀφίκωνται εἰς τὸν τόπον οἷ ὁ δαίμων ἕκαστον κομίζει = όταν φτάσουν στον τόπο που μεταφέρει τον καθένα τους ο δαίμονας.
σημασία5: στη μέση φωνή κομίζομαι
σημασίαα: ανακτώ, παίρνω πίσω: ἃ νῦν ἀπολαβεῖν οὐ δυνάμεθα διὰ πολέμου, ταῦτα διὰ πρεσβείας ῥᾳδίως κομιούμεθα = αυτά που τώρα δεν μπορούμε να ανακτήσουμε με πόλεμο, αυτά θα τα πάρουμε πίσω εύκολα με πρεσβεία.
σημασίαβ: για χρήματα εισπράττω, παίρνω πίσω.
σημασία6: στην παθ. φωνή κομίζομαι πηγαίνω ή έρχομαι πίσω, επιστρέφω: κομισθεὶς οἴκαδε.
οικογένεια: παράγωγα: κομιστέον, κομιστής, κόμιστρον, σύνθετα: ἀνακομίζω, διακομίζω κτλ.
Νέα-Ελληνική: κομίζω (με τη σημ. 3).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη κομ-έω «φροντίζω» + παρ. επίθ. -ίζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κομπάζω-ρήμα::
* McsElla.κομπάζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.κομπάζω@wordaryElla,
σημασία: καυχιέμαι.
οικογένεια: παράγωγα: κόμπασμα, κομπασμός, κομπαστής.
Νέα-Ελληνική: κομπάζω.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη κόμπος + παρ. επίθ. -άζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κόμπος-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.κόμπος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.κόμπος-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: κομπορρημοσύνη: οὐ λόγων κόμπος τάδε μᾶλλον ἢ ἔργων ἀλήθεια = αυτά εδώ δεν είναι λεκτικοί κομπασμοί παρά αλήθεια στηριζόμενη σε έργα.
οικογένεια: παράγωγα: κομπάζω, κομπώδης.
ετυμολογία: ηχομιμ., παράβαλε βόμβος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κομψός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.κομψός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.κομψός-ή-ὸν@wordaryElla,
* McsElla.κομψότερος!~συγκριτικός:κομψός-ή-ὸν@wordaryEllα,
* McsElla.κομψότατος!~υπερθετικός:κομψός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία1: κομψός, εκλεπτυσμένος.
σημασία2: για πρόσωπα ή για τα λόγια ή τις πράξεις τους έξυπνος, ευφυής, επιδέξιος, πνευματώδης, ευφυολόγος, καλλιεργημένος: κομψοὶ περὶ ἀστρονομίαν = διάνοιες στην αστρονομία.
οικογένεια: παράγωγα: κομψῶς, κομψότης, κομψεύομαι.
Νέα-Ελληνική: κομψός (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *κομ- (πβ. κομέω «φροντίζω») + παρ. επίθ. -σός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κονία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.κονία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.κονία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: σκόνη.
σημασία2: αλισίβα (είδος απορρυπαντικού).
οικογένεια: παράγωγα: κονιάω, κονίαμα.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη κόν-ις (πβ. λατινικός cinis, -eris) + παρ. επίθ. -ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κόπτω-ρήμα::
* McsElla.κόπτω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.κόπτω@wordaryElla,
* McsElla.ἔκοπτον!~παρατατικός:κόπτω@wordaryElla,
* McsElla.κόψω!~μέλλοντας:κόπτω@wordaryElla,
* McsElla.ἔκοψα!~αόριστος:κόπτω@wordaryElla,
* McsElla.κέκοφα!~παρακείμενος:κόπτω@wordaryElla,
* McsElla.ἐκόπην!~παθητικός-αόριστος:κόπτω@wordaryElla,
* McsElla.κεκόψομαι!~παθητικός-συντελεσμένος-μέλλοντας:κόπτω@wordaryElla,
σημασία1: κτυπώ ζώο με τσεκούρι, για να το σφάξω: κόπτω βοῦς = σφάζω βόδια.
σημασία2: αποκόπτω, κόβω κάτι με κτυπήματα: κόπτω δένδρα.
σημασία3: κόπτω τὴν θύραν = κτυπώ την πόρτα.
συνώνυμα: κρούω τὴν θύραν.
σημασία4: μέση φωνή κόπτομαι χτυπώ το στήθος ή το κεφάλι μου από θλίψη, χτυπιέμαι: ἐκείνην ἀπῆγόν τινες βοῶσάν τε καὶ κοπτομένην = την απομάκρυναν κάποιοι, ενώ κραύγαζε και χτυπιόταν.
οικογένεια: παράγωγα: κοπτός, σύνθετα: ἄκοπος, ἀδιάκοπος.
Νέα-Ελληνική: κόβω (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *κοπ- (πβ. λιθουανικός kapiù «κόβω») + παρ. επίθ. -τ-ω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κορέννυμαι-ρήμα::
* McsElla.κορέννυμαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.κορέννυμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐκορέσθην!~παθητικός-αόριστος:κορέννυμαι@wordaryElla,
* McsElla.κεκόρεσμαι!~παθητικός-παρακείμενος:κορέννυμαι@wordaryElla,
σημασία: είμαι χορτασμένος: καὶ τὰ ἥδιστα τῶν βρωμάτων κεκορεσμένοις βδελυγμίαν παρέχει = ακόμη και τα πιο γευστικά φαγητά στους χορτασμένους προκαλούν αηδία.
οικογένεια: παράγωγα: κορεσμός, σύνθετα: ἀκόρεστος.
Νέα-Ελληνική: παράγ. (λόγ.) κορεσμός, ακόρεστος.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *κερη- (κόρος), *κορε- + παρ. επίθ. -σ- + -νυ + -μαι > κορέννυμαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κοσμέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.κοσμέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.κοσμέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐκόσμουν!~παρατατικός:κοσμέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.κοσμήσω!~μέλλοντας:κοσμέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐκόσμησα!~αόριστος:κοσμέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.κεκόσμηκα!~παρακείμενος:κοσμέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.κοσμηθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:κοσμέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐκοσμήθην!~παθητικός-αόριστος:κοσμέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.κεκόσμημαι!~παθητικός-παρακείμενος:κοσμέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: διευθετώ, τακτοποιώ, παρατάσσω: κοσμῶ τράπεζαν. στρατιὰ κατὰ ἕνδεκα μέρη κεκοσμημένη = στράτευμα παραταγμένο σε έντεκα μέρη.
σημασία2: κυβερνώ, διοικώ: νοῦς τὰ πάντα κοσμεῖ = ο νους διοικεί όλα τα πράγματα.
σημασία3: κυριολεκτικά ή μεταφορικά στολίζω: ἀκούω τινὸς λόγους κεκοσμημένους = ακούω από κάποιον λόγους στολισμένους.
οικογένεια: παράγωγα: κόσμημα, κόσμησις, κοσμήτωρ, σύνθετα: κοσμοκόμης «που χτενίζει την κόμη, δηλ. η χτένα».
Νέα-Ελληνική: κοσμώ (με τη σημ. 3).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη κόσμ-ος + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κόσμιος-ία-ιον-επίθετο::
* McsElla.κόσμιος-ία-ιον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.κόσμιος-ία-ιον@wordaryElla,
* McsElla.κοσμιώτερος!~συγκριτικός:κόσμιος-ία-ιον@wordaryEllα,
* McsElla.κοσμιώτατος!~υπερθετικός:κόσμιος-ία-ιον@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που έχει καλή διάταξη, εύτακτος, μετρημένος: κοσμία δαπάνη = μετρημένη (συγκρατημένη) δαπάνη. κοσμία οἴκησις.
σημασία2: για πρόσωπα κόσμιος: δίκαιοι καὶ σοφοὶ καὶ κόσμιοι.
οικογένεια: παράγωγα: κοσμίως, κοσμιότης.
Νέα-Ελληνική: κόσμιος (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη κόσμ-ος + παρ. επίθ. -ιος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κόσμος-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.κόσμος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.κόσμος-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: τάξη: ἀτάκτως καὶ οὐδενὶ κόσμῳ = ανοργάνωτα και χωρίς καμιά τάξη.
σημασία2: για κράτη πολίτευμα, κυβέρνηση: τὸν κόσμον μεθίστημι καὶ ἐς δημοκρατίαν τρέπω = αλλάζω το πολίτευμα και το μετατρέπω σε δημοκρατία.
σημασία3: κυριολεκτικά και μεταφορικά κόσμημα, στολίδι, στολισμός, τιμή.
σημασία4: ο κόσμος, το σύμπαν (σε αντίθεση προς το Χάος): ὁ περὶ τὴν γῆν ὅλος κόσμος = το όλο σύμπαν που περιβάλλει τη γη.
οικογένεια: παράγωγα: κοσμικός, κόσμιος, σύνθετα: κοσμοκράτωρ.
Νέα-Ελληνική: κόσμος (με τη σημ. 4).
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κοῦφος-η-ον-επίθετο::
* McsElla.κοῦφος-η-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.κοῦφος-η-ον@wordaryElla,
* McsElla.κουφότερος!~συγκριτικός:κοῦφος-η-ον@wordaryEllα,
* McsElla.κουφότατος!~υπερθετικός:κοῦφος-η-ον@wordaryElla,
σημασία1: ελαφρός, ελαφρύς.
αντώνυμα: βαρύς.
σημασία2: εύκολος, για κυβερνήτη καλότροπος.
σημασία3: μάταιος, ανύπαρκτος: εἶχόν τι κούφηςλπίδος = είχαν κάποιαν μάταιη ελπίδα.
σημασία4: για στρατό ελαφρά οπλισμένος, για καράβι ελαφρά φορτωμένος.
σημασία5: ελαφρός, μικρός: κοῦφα ἁμαρτήματα = μικρά σφάλματα.
οικογένεια: παράγωγα: κούφως, κουφότης, σύνθετα: κουφολόγος, κουφολογία.
Νέα-Ελληνική: κούφιος (με τη σημ. 3).
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κράζω-ρήμα::
* McsElla.κράζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.κράζω@wordaryElla,
* McsElla.ἔκραγον!~αόριστος-β΄:κράζω@wordaryElla,
* McsElla.κέκραγα-«κραυγάζω»!~παρακείμενος-σημασία-ενεστώτα:κράζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐκεκράγειν!~υπερσυντέλικος:κράζω@wordaryElla,
σημασία: φωνάζω δυνατά, κραυγάζω: πάντες ἅμακεκράγετε, ἐμανθάνετε δὲ οὐδὲν ἀλλήλων = φωνάζατε όλοι μαζί, δεν ακούγατε ο ένας τον άλλο.
Νέα-Ελληνική: κράζω.
ετυμολογία: *κραγ-jω > κράζω, συγγεν. με κρώζ-ω, κόρ-αξ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κρᾶσις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.κρᾶσις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.κρᾶσις-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία: ανάμειξη: ἡ τῶν ἐναντίων κρᾶσις = ανάμειξη αντίθετων πραγμάτων.
οικογένεια: σύνθετα: εὐκρασία.
Νέα-Ελληνική: κράση.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *κρᾱ- (< κεράννυμι) + παρ. επίθ. -σις.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κράσπεδον-ου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.κράσπεδον-ου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.κράσπεδον-ου-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: το άκρο ενός πράγματος (συνήθως υφάσματος ή ρούχου).
σημασία2: στον πληθ. τὰ κράσπεδα τα άκρα, τα όρια (στρατοπέδου, χώρας, βουνού κτλ.).
Νέα-Ελληνική: κράσπεδο (με τις ίδιες σημ.).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη *κρᾱσ- (πβ. κάρᾱ «κεφαλή», κρανίον) + πέδον.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κρατέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.κρατέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.κρατέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐκράτησα!~αόριστος:κρατέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.κεκράτηκα!~παρακείμενος:κρατέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.κρατοῦμαι!~παθητικός-ενεστώτας:κρατέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.κρατήσομαι!~μέσος-μέλλοντας-παθητική-σημασία:κρατέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐκρατήθην!~παθητικός-αόριστος:κρατέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.κεκράτημαι!~παθητικός-παρακείμενος:κρατέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: με γενική είμαι κύριος (κυρίαρχος) κάποιου πράγματος, κυριαρχώ: σωφροσύνη τὸ κρατεῖν ἡδονῶν καὶ ἐπιθυμιῶν = «σωφροσύνη» (= εγκράτεια) είναι το να είναι κανείς κύριος των ηδονών και των επιθυμιών του, να κυριαρχεί στις ηδονές και τις επιθυμίες του.
σημασία2: υπερισχύω, επικρατώ: εἰ τὰ τοῦ Μήδου κρατήσειε = αν επικρατήσουν οι Πέρσες. νόμιμα δὲ τὰ Χαλκιδικὰ ἐκράτησεν = επικράτησαν οι θεσμοί οι χαλκιδικοί. κρατῶ τῆς διαβολῆς = υπερισχύω της διαβολής.
σημασία3: με αιτ. νικώ κάποιον: τοὺς Σικανοὺςκράτησαν μάχῃ = νίκησαν σε μάχη τους Σικανούς.
συνώνυμα: νικάω.
σημασία4: γίνομαι κύριος κάποιου πράγματος, λαμβάνω υπό την κατοχή μου κάτι: τῆς γῆςκράτουν οἱ Μυτιληναῖοι = τη στεριά είχαν υπό την κατοχή τους οι Μυτιληναίοι.
οικογένεια: παράγωγα: κράτησις, κρατητής, κράτημα.
Νέα-Ελληνική: κρατώ «πιάνω, συλλαμβάνω κτλ.».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη κράτ-ος + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κράτιστος-τίστη-τιστον-επίθετο::
* McsElla.κράτιστος-τίστη-τιστον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.κράτιστος-τίστη-τιστον@wordaryElla,
παρατήρηση: υπερθετικός βαθμός του επιθέτου βλέπε ἀγαθὸς
σημασία1: ο πιο δυνατός, ο πιο ισχυρός: εἰ τοὺς κρατίστους ἐνικήσαμεν = εάν νικήσαμε τους πιο δυνατούς.
σημασία2: ο άριστος, ο πιο καλός: οἱ κράτιστοι = τα μέλη της αριστοκρατίας (ως πολιτικής τάξης, βλέπε ἀγαθός, βέλτιστος). πάντων κτημάτων κράτιστον φίλος σαφής = το πιο καλό από όλα τα αποκτήματα είναι ένας αξιόπιστος φίλος.
σημασία3: ο άριστος, ο πιο καλός, ο πιο ικανός: ἐν τοῖς πολεμικοῖς τοὺς κρατίστους ἐξευρίσκω = βρίσκω τους πιο καλούς στα πολεμικά.
ετυμολογία: *κρατ- (κρατύς) + παρ. επίθ. -ιστος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κράτος-ους-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.κράτος-ους-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.κράτος-ους-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: δύναμη, ισχύς.
* κατὰ κράτος
σημασίαα: με όλες τις δυνάμεις κάποιου: κατὰ κράτος ἡ Ποτείδαια ἐπολιορκεῖτο = πολιορκούσαν την Ποτείδαια με όλες τις δυνάμεις τους.
σημασίαβ: με έφοδο: πόλιν κατὰ κράτος αἱρῶ = κυριεύω μια πόλη με έφοδο.
σημασία2: εξουσία: μέγα τὸ τῆς θαλάσσης κράτος = μεγάλο πράγμα η εξουσία επί της θαλάσσης, η κυριαρχία στη θάλασσα.
σημασία3: υπεροχή: κράτος πολέμου καὶ νίκη = υπεροχή στον πόλεμο και νίκη.
οικογένεια: παράγωγα: κρατιστεύω, κρατύνω.
Νέα-Ελληνική: κράτος «η εξουσία του κράτους» & λόγ. φρ. κατὰ κράτος (με τις σημ. 1).
ετυμολογία: *κρατ- + παρ. επίθ. -ος, παράβαλε αρχ. ινδ. krátu- «βία».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κρατύνω-ρήμα::
* McsElla.κρατύνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.κρατύνω@wordaryElla,
παρατήρηση: στην ενεργ. ή μέση φωνή κρατύνω & κρατύνομαι ενισχύω, ενδυναμώνω: κρατύνω τὴν πόλιν, τὰ τείχη = ενισχύω την πόλη, τα τείχη. τὰς ἐς σφᾶς αὐτοὺς πίστεις ἐκρατύναντο = ενίσχυσαν τη μεταξύ τους εμπιστοσύνη.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *κρατυ- (πβ. κρατύ-ς, κράτος) + παρ. επίθ. -νω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κρείττων-ων-κρεῖττον-επίθετο::
* McsElla.κρείττων-ων-κρεῖττον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.κρείττων-ων-κρεῖττον@wordaryElla,
παρατήρηση: ο αρχαίος αττ. τύπος είναι κρείσσων, συγκριτ. βαθμός του επιθέτου βλέπε ἀγαθὸς
σημασία1: πιο δυνατός, πιο ισχυρός: τὸ τοῦ κρείττονος συμφέρον = το συμφέρον του ισχυροτέρου.
σημασία2: καλύτερος: οὐκ ἄλλος κρείττων παραμυθεῖσθαι τὰ θρέμματα = κανείς δεν είναι καλύτερος (από το βοσκό) στο να παρηγορεί τα ζώα.
σημασία3: με γεν. αυτός που ξεπερνά κάτι: πρᾶγμα μόνον ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον = το μοναδικό πράγμα που έχει ξεπεράσει αυτό που περιμέναμε. κρεῖττον λόγου τὸ κάλλος.
σημασία4: κύριος κάποιου πράγματος, αυτός που έχει την ικανότητα να ελέγχει κάποιον ή κάτι (τα πάθη του λ.χ.): κρείττων συμμάχων. κρείττων ἡδονῶν. κρείσσων χρημάτων = που δεν υποκύπτει στον πειρασμό της δωροδοκίας.
ετυμολογία: *κρέτ- + παρ. επίθ. -jων > κρείσσων, κρείττων, παράβαλε κράτος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κρεμάννυμι--κρεμαννύω-ρήμα::
* McsElla.κρεμάννυμι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.κρεμαννύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.κρεμαννύω@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.κρεμάννυμι@wordaryElla,
* McsElla.κρεμῶ-(-ᾷς-ᾷ)!~μέλλοντας:κρεμάννυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἐκρέμασα!~αόριστος:κρεμάννυμι@wordaryElla,
* McsElla.κρέμαμαι!~παθητικός-ενεστώτας:κρεμάννυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἐκρεμάμην!~παθητικός-παρατατικός:κρεμάννυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἐκρεμάσθην!~παθητικός-αόριστος:κρεμάννυμι@wordaryElla,
σημασία1: κρεμώ κάτι: τὴν ἀσπίδα κρεμάννυμι.
σημασία2: κρεμώ κάποιον, τον απαγχονίζω.
σημασία3: παθ. φωνή κρέμαμαι είμαι κρεμασμένος.
οικογένεια: παράγωγα: κρεμάθρα, κρεμαστός.
Νέα-Ελληνική: κρεμώ (με τις σημ. 1, 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *κερ-, *κρεμ- «κρεμώ» + παρ. επίθ. -*ασ- + νυ + -μι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κρίνω-ρήμα::
* McsElla.κρίνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.κρίνω@wordaryElla,
* McsElla.ἔκρινον!~παρατατικός:κρίνω@wordaryElla,
* McsElla.κρινῶ!~μέλλοντας:κρίνω@wordaryElla,
* McsElla.ἔκρινα!~αόριστος:κρίνω@wordaryElla,
* McsElla.κέκρικα!~παρακείμενος:κρίνω@wordaryElla,
* McsElla.κρινοῦμαι!~μέσος-μέλλοντας-κάποτε-παθητική-σημασία:κρίνω@wordaryElla,
* McsElla.ἐκρινάμην!~μέσος-αόριστος:κρίνω@wordaryElla,
* McsElla.κριθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:κρίνω@wordaryElla,
* McsElla.ἐκρίθην!~παθητικός-αόριστος:κρίνω@wordaryElla,
* McsElla.κέκριμαι!~παθητικός-παρακείμενος:κρίνω@wordaryElla,
σημασία1: χωρίζω, ξεχωρίζω, διακρίνω: κρίνω τὸ ἀληθές τε καὶ μή = ξεχωρίζω το αληθές και το μη αληθές.
σημασία2: σε συνθήκες ερίδων, διαφορών, δίκης, διλήμματος, διαγωνισμού και γενικά σε καταστάσεις όπου πρέπει κανείς να διακρίνει μεταξύ δύο ή περισσότερων εμπλεκομένων μερών κρίνω: κρίνω τὸ δίκαιον. κρίνω περί τινος.
σημασία3: κρίνω κάτι προσπαθώντας να προσδιορίσω την αξία του: πρὸς ἀργύριον τὴν εὐδαιμονίαν κρίνω = κρίνω την ευτυχία με βάση τα χρήματα.
σημασία4: θεωρώ, κρίνω: τὴν πόλιν ἀθλιωτάτην ἔκρινας = έκρινες την πόλη αθλιότατη.
σημασία5: προκρίνω, προτιμώ: κρίνω Ἀπόλλω πρὸ Μαρσύου = προτιμώ τον Απόλλωνα από το Μαρσύα.
σημασία6: περνώ κάποιον από δίκη, δικάζω: κρίνω τινὰ προδοσίας = δικάζω κάποιον για προδοσία.
* παθ. φωνή κρίνομαι δικάζομαι: κρίνομαι δώρων = δικάζομαι για δωροδοκία.
σημασία7: καταδικάζω.
* παθ. φωνή κρίνομαι καταδικάζομαι.
οικογένεια: παράγωγα: κρίμα, κριτής, κρίσις, κριτήριον, κριτός, κριτικός.
Νέα-Ελληνική: κρίνω (με τις σημ. 2, 3, 4).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *κρί- + παρ. επίθ. -ν + -jω, παράβαλε λατινικός cernō «χωρίζω» < *crinō.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κρίσις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.κρίσις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.κρίσις-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: κρίση, απόφαση: κατὰ κρίσιν ἐμὴν = κατά την κρίση μου.
σημασία2: με νομική σημ. δίκη: εἰς κρίσιν ἄγω τινά = οδηγώ κάποιον σε δίκη.
συνώνυμα: δίκη.
σημασία3: έκβαση, αποτέλεσμα ενός πράγματος: τὸ Μηδικὸν ταχεῖαν τὴν κρίσιν ἔσχεν = οι Περσικοί πόλεμοι είχαν ταχεία έκβαση (κρίθηκαν γρήγορα).
Νέα-Ελληνική: κρίση (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *κρι- (< κρίνω) + παρ. επίθ. -σις.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κρούω-ρήμα::
* McsElla.κρούω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.κρούω@wordaryElla,
* McsElla.ἔκρουον!~παρατατικός:κρούω@wordaryElla,
* McsElla.κρούσω!~μέλλοντας:κρούω@wordaryElla,
* McsElla.ἔκρουσα!~αόριστος:κρούω@wordaryElla,
* McsElla.κέκρουκα!~παρακείμενος:κρούω@wordaryElla,
* McsElla.κρούσομαι!~μέσος-μέλλοντας:κρούω@wordaryElla,
* McsElla.ἐκρουσάμην!~μέσος-αόριστος:κρούω@wordaryElla,
* McsElla.ἐκρούσθην!~παθητικός-αόριστος:κρούω@wordaryElla,
* McsElla.κέκρου(σ)μαι!~παθητικός-παρακείμενος:κρούω@wordaryElla,
* McsElla.ἐκεκρούσμην!~παθητικός-υπερσυντέλικος:κρούω@wordaryElla,
σημασία1: κτυπώ: κρούω τὰ ὅπλα πρὸς ἄλληλα = κτυπώ τα όπλα το ένα πάνω στο άλλο.
σημασία2: κρούω τὴν θύραν κτυπώ την πόρτα.
συνώνυμα: κόπτω τὴν θύραν.
σημασία3: για ναύτες κρούομαι πρύμναν υποχωρώ.
οικογένεια: παράγωγα: κροῦσις, κρουστέον, κρουστικός.
Νέα-Ελληνική: στη φρ. «κρούω τον κώδωνα του κινδύνου» (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *κρευσ- , *κρουσ- + παρ. επίθ. -jω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κτάομαι-ῶμαι-ρήμα::
* McsElla.κτάομαι-ῶμαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.κτάομαι-ῶμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐκτώμην!~παρατατικός:κτάομαι-ῶμαι@wordaryElla,
* McsElla.κτήσομαι/κεκτήσομαι!~μέλλοντας:κτάομαι-ῶμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐκτησάμην!~αόριστος:κτάομαι-ῶμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐκτήθην!~παθητικός-αόριστος:κτάομαι-ῶμαι@wordaryElla,
* McsElla.κέκτημαι!~παρακείμενος:κτάομαι-ῶμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἔκτημαι!~παρακείμενος:κτάομαι-ῶμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐκεκτήμην!~υπερσυντέλικος:κτάομαι-ῶμαι@wordaryElla,
σημασία1: αποκτώ.
σημασία2: για χάρη, ευγνωμοσύνη κτλ. κερδίζω: τὴν εὔνοιαν τὴν παρὰ τῶν Ἑλλήνων κτήσει = θα κερδίσεις την εύνοια από τους Έλληνες.
σημασία3: για κακά πράγματα επισύρω επάνω μου κάτι: ἔχθραν κτῶμαι πρός τινα = επισύρω την εχθρότητα κάποιου.
σημασία4: στον παρακ. ή υπερσ. και στο μέλλ. κεκτήσομαι έχω αποκτήσει, έχω, κατέχω, έχω υπό την κατοχή μου: δεῖ μὴ μόνον κεκτῆσθαι τὰ τοιαῦτα ἀγαθὰ ἀλλὰ καὶ χρῆσθαι αὐτοῖς = πρέπει όχι μόνο να κατέχει κανείς τέτοια αγαθά αλλά και να τα χρησιμοποιεί.
οικογένεια: παράγωγα: κτῆμα.
ετυμολογία: *κτᾱ-, *κτη- + -ομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κτείνω-ρήμα::
* McsElla.κτείνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.κτείνω@wordaryElla,
* McsElla.ἔκτεινον!~παρατατικός:κτείνω@wordaryElla,
* McsElla.κτενῶ!~μέλλοντας:κτείνω@wordaryElla,
* McsElla.ἔκτεινα!~αόριστος:κτείνω@wordaryElla,
* McsElla.ἀπ-έκτονα!~παρακείμενος:κτείνω@wordaryElla,
σημασία: σκοτώνω, θανατώνω κυρίως διά νόμου: νόμον θὲς παρ' ἐμοῦ τὸν μὴ δυνάμενον αἰδοῦς καὶ δίκης μετέχειν κτείνειν ὡς νόσον πόλεως = να θέσεις εκ μέρους μου νόμο, εκείνον που δεν μπορεί να συμμετέχει στην αιδώ και τη δικαιοσύνη να τον σκοτώνουν ως αρρώστια της πόλης.
συνώνυμα: ἀποκτείνω.
οικογένεια: σύνθετα: ἀποκτείνω.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *κτεν- + παρ. επίθ. -jω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κτῆμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.κτῆμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.κτῆμα-ατος-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: απόκτημα: πάντων κτημάτων κράτιστον φίλος σαφής = από όλα τα αποκτήματα το πιο καλό είναι ένας αξιόπιστος φίλος.
σημασία2: συχνά στον πληθ. κτήματα υλικά αγαθά, περιουσία.
Νέα-Ελληνική: κτήμα (και με τις δύο σημ.).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *κτη- (κτά-ομαι) + παρ. επίθ. -μα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κτῆσις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.κτῆσις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.κτῆσις-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: απόκτηση: ἡ φιλοσοφία κτῆσις ἐπιστήμης = η φιλοσοφία είναι απόκτηση γνώσης.
σημασία2: απόκτημα, οτιδήποτε αποτελεί ιδιοκτησία κάποιου.
οικογένεια: παράγωγα: κτήσιος.
Νέα-Ελληνική: κτήση (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *κτη- (κτάομαι) + παρ. επίθ. -σις.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κτίζω-ρήμα::
* McsElla.κτίζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.κτίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἔκτιζον!~παρατατικός:κτίζω@wordaryElla,
* McsElla.κτίσω!~μέλλοντας:κτίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἔκτισα!~αόριστος:κτίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἔκτικα!~παρακείμενος:κτίζω@wordaryElla,
* McsElla.κτισθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:κτίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐκτίσθην!~παθητικός-αόριστος:κτίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἔκτισμαι!~παθητικός-παρακείμενος:κτίζω@wordaryElla,
παρατήρηση: για πόλεις κτίζω, ιδρύω: Σελινοῦντα κτίζουσιν = ιδρύουν το Σελινούντα.
οικογένεια: παράγωγα: κτίσις, κτίσμα, κτίστης.
Νέα-Ελληνική: κτίζω.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *κτιδ- + παρ. επίθ. -jω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κυβεύω-ρήμα::
* McsElla.κυβεύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.κυβεύω@wordaryElla,
σημασία1: παίζω ζάρια: ἐν τοῖς σκιραφείοις κυβεύουσιν = παίζουν ζάρια στα τυχερά παιχνίδια.
σημασία2: μεταφορ. διακινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω: κυβεύω περὶ τοῖς φιλτάτοις = παίζω στα ζάρια τα πιο αγαπημένα πράγματα, ριψοκινδυνεύω σε σχέση με αυτά.
Νέα-Ελληνική: σύνθ. διακυβεύω (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη κύβ-ος «ζάρι» + παρ. επίθ. -εύω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κύλιξ-ικος-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.κύλιξ-ικος-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.κύλιξ-ικος-ἡ@wordaryElla,
σημασία: ποτήρι, συνήθως για κρασί: κύλικες πλήρεις οἴνου = ποτήρια γεμάτα κρασί. ἐπὶ τῇ κύλικι λέγω = μιλώ, αναπτύσσω θέμα, συνοδεύοντας το κρασί μου (ἐπικυλίκειος λόγος).
οικογένεια: παράγωγα: κυλίκιον, κυλίχνη.
ετυμολογία: ομόρρ. με κάλυξ «ποτήρι», παράβαλε αρχ. ινδ. kalása «δοχείο».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κυνηγέτης-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.κυνηγέτης-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.κυνηγέτης-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: κυνηγός.
οικογένεια: παράγωγα: κυνηγέσιον «κυνήγι», κυνηγετικός.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη κύων, κυν-ός + ἡγέτης (ἡγέομαι).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κύπτω-ρήμα::
* McsElla.κύπτω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.κύπτω@wordaryElla,
* McsElla.ἔκυπτον!~παρατατικός:κύπτω@wordaryElla,
* McsElla.κύψω!~μέλλοντας:κύπτω@wordaryElla,
* McsElla.ἔκυψα!~αόριστος:κύπτω@wordaryElla,
* McsElla.κέκυφα!~παρακείμενος:κύπτω@wordaryElla,
σημασία: σκύβω: κεκυφότες εἰς τραπέζας = σκυμμένοι πάνω σε τραπέζια.
Νέα-Ελληνική: σκύβω.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *κυφ- (κυφός) + παρ. επίθ. -τ-ω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κύριος-ία-ιον-επίθετο::
* McsElla.κύριος-ία-ιον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.κύριος-ία-ιον@wordaryElla,
* McsElla.κυριώτερος!~συγκριτικός:κύριος-ία-ιον@wordaryEllα,
* McsElla.κυριώτατος!~υπερθετικός:κύριος-ία-ιον@wordaryElla,
σημασία1: για πρόσωπα αυτός που έχει εξουσία ή κυριότητα επάνω σε κάποιο πράγμα: κυριώτατοι τοῦ ἱεροῦ = αυτοί που έχουν την απόλυτη κυριότητα του ιερού. κύριος καταλύσεως τοῦ πολέμου = αυτός που στο χέρι του είναι ο τερματισμός του πολέμου.
σημασία2: κύριός εἰμι + απαρέμφ. ή μετοχή έχω την εξουσία ή το δικαίωμα να κάνω κάτι: οἱ δικασταὶ κύριοι ἀπολέσαι αὐτούς = οι δικαστές έχουν το δικαίωμα να τους καταστρέψουν αυτούς. κύριός εἰμι πριάμενος καὶ πωλῶν = έχω το δικαίωμα να αγοράζω και να πουλώ.
σημασία3: για πράγματα έγκυρος: κύριος νόμος.
αντώνυμα: ἄκυρος.
οικογένεια: παράγωγα: κυριεύω, κυριακός, κυριότης, κυρίως.
Νέα-Ελληνική: κύριος (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη κῦρ-ος + παρ. επίθ. -ιος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κῦρος-ους-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.κῦρος-ους-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.κῦρος-ους-τὸ@wordaryElla,
σημασία: η ανώτατη εξουσία: αἱ τέσσαρες βουλαὶ τῶν Βοιωτῶν αἵπερ ἅπαν τὸ κῦρος ἔχουσιν = οι τέσσερεις βουλές των Βοιωτών, οι οποίες έχουν την ανώτατη εξουσία.
οικογένεια: παράγωγα: κύριος, κυρόω.
Νέα-Ελληνική: κύρος «αντικειμενική αξία, γενική αναγνώριση προσώπου».
ετυμολογία: *κεF- (πβ. κυέω «εγκυμονώ»).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κυρόω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.κυρόω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.κυρόω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: επικυρώνω: ἡ ἐκκλησία κυρώσασα ταῦτα διελύθη = η συνέλευση του δήμου επικύρωσε αυτά και διαλύθηκε.
σημασία2: στη μέση φωνή κυροῦμαι πετυχαίνω τους σκοπούς μου: λόγῳ κυροῦται τὰ πάντα ἡ ἀστρονομία = η αστρονομία πετυχαίνει όλους τους στόχους της με τη λογική.
οικογένεια: παράγωγα: κύρωσις.
Νέα-Ελληνική: σύνθ. επικυρώνω (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη κῦρ-ος + παρ. επίθ. -όω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κύων-κυνός-ὁ-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.κύων-κυνός-ὁ-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.κύων-κυνός-ὁ-ἡ@wordaryElla,
σημασία: σκύλος αρσενικός ή θηλυκός.
οικογένεια: παράγωγα: κυνικός.
ετυμολογία: *κFον- > κύων, γεν. κυνός = αρχ. ινδ. súnas.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κώδων-ωνος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.κώδων-ωνος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.κώδων-ωνος-ὁ@wordaryElla,
σημασία: κουδούνι.
οικογένεια: παράγωγα: κωδωνίζω.
Νέα-Ελληνική: κουδούνι.
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κώλυμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.κώλυμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.κώλυμα-ατος-τὸ@wordaryElla,
σημασία: εμπόδιο.
συνώνυμα: κωλύμη.
Νέα-Ελληνική: κώλυμα.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη κωλύ-ω + παρ. επίθ. -μα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κωλύω-ρήμα::
* McsElla.κωλύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.κωλύω@wordaryElla,
* McsElla.ἐκώλυον!~παρατατικός:κωλύω@wordaryElla,
* McsElla.κωλύσω!~μέλλοντας:κωλύω@wordaryElla,
* McsElla.ἐκώλυσα!~αόριστος:κωλύω@wordaryElla,
* McsElla.κεκώλυκα!~παρακείμενος:κωλύω@wordaryElla,
* McsElla.κωλύσομαι!~μέσος-μέλλοντας-παθητική-σημασία:κωλύω@wordaryElla,
* McsElla.κωλυθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:κωλύω@wordaryElla,
* McsElla.ἐκωλύθην!~παθητικός-αόριστος:κωλύω@wordaryElla,
* McsElla.κεκώλυμαι!~παθητικός-παρακείμενος:κωλύω@wordaryElla,
* McsElla.ἐκεκωλύμην!~παθητικός-υπερσυντέλικος:κωλύω@wordaryElla,
σημασία1: εμποδίζω: κωλύω τινά τινός = εμποδίζω κάποιον από κάτι. κωλύω τινὰ (μὴ) ποιεῖν τι = εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι. κωλύω τὴν πάροδον = εμποδίζω τη διέλευση.
σημασία2: συχνά στο γ΄ πρόσωπο οὐδὲν κωλύει τίποτε δεν εμποδίζει, κανένα εμπόδιο δεν υπάρχει, καμία αντίρρηση δεν υπάρχει, κανένα πρόβλημα: τό γ' ἐμὸν οὐδὲν κωλύει = από την πλευρά μου δεν υπάρχει καμία αντίρρηση.
οικογένεια: παράγωγα: κώλυμα, κωλύμη, κώλυσις, κωλυτέον, σύνθετα: παρακωλύω.
Νέα-Ελληνική: κωλύω (λόγ., με τη σημ. 1).
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κώμη-ης-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.κώμη-ης-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.κώμη-ης-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: χωριό ατείχιστο ή οικισμός ατείχιστος.
σημασία2: για πόλη συνοικία.
οικογένεια: παράγωγα: κωμήτης.
Νέα-Ελληνική: κώμη «οικισμός με έκταση και πληθυσμό μεγαλύτερο από χωριό και μικρότερο από πόλη».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *κω- (< *κει- < κεῖμαι) + παρ. επίθ. -μη, παράβαλε λιθουανικός kiēmas «κώμη».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κῶμος-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.κῶμος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.κῶμος-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: γλέντι, διασκέδαση: δεῖπνα καὶ σὺν αὐλητρίσι κῶμοι = δείπνα και διασκεδάσεις με αυλητρίδες.
οικογένεια: παράγωγα: κωμάζω, κωμικός.
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία, ίσως *κωμ-, παράβαλε κώμη.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
κωφός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.κωφός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.κωφός-ή-ὸν@wordaryElla,
* McsElla.κωφότερος!~συγκριτικός:κωφός-ή-ὸν@wordaryEllα,
* McsElla.κωφότατος!~υπερθετικός:κωφός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία1: για πράγματα αθόρυβος: κωφὸς λιμήν = αθόρυβο λιμάνι (για τα βαθιά νερά του).
σημασία2: αυτός που δεν ακούει, κουφός.
σημασία3: αυτός που δε μιλά, βουβός, άλαλος: κωφὸν πρόσωπον = βουβό πρόσωπο.
σημασία4: αμβλύνους, βλάκας, ηλίθιος: τὸ τῆς ψυχῆς κωφὸν ποιῶ = καθιστώ την ψυχή διανοητικά ασθενή.
οικογένεια: παράγωγα: κωφάω, κωφεύω, κωφόω, κωφότης, κώφωσις.
Νέα-Ελληνική: κουφός (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: πιθ. συγγεν. του κηφ-ήν.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
letter::
* McsEngl.wordaryElla.lamdha,
====== langoGreekAncient:
* McsElla.λεξικόΕλλα.Λ,
Λ-λ-λάμδα-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.Λ-λ-λάμδα-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Λ-λ-λάμδα-τὸ@wordaryElla,
* McsElla.λάμδα-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.λάμδα-τὸ@wordaryElla,
σημασία: το ενδέκατο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου.
* ως αριθμητικό σύμβολο λ΄ = 30, αλλά ͵λ = 30.000.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λαβή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.λαβή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.λαβή-ῆς-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: προεξοχή από την οποία πιάνει κάποιος κάτι, λαβή: λαβή ξίφους.
σημασία2: μεταφορικά ευκαιρία ή αφορμή: λαβὰς ἀντιλογίας δίδωμι = δίνω αφορμές για αντίλογο.
Νέα-Ελληνική: λαβή (με τις σημ. 1, 2).
ετυμολογία: *(σ)λαβ-, λαμβάνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λαβύρινθος-ίνθου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.λαβύρινθος-ίνθου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.λαβύρινθος-ίνθου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: τεράστιο οικοδόμημα με πολύπλοκους διαδρόμους.
* μεταφορικά λόγοι λαβυρίνθοις ὅμοιοι = λόγια που μοιάζουν με λαβυρίνθους (που δύσκολα τα καταλαβαίνει κανείς).
οικογένεια: παράγωγα: λαβυρινθώδης.
Νέα-Ελληνική: λαβύρινθος.
ετυμολογία: ξένη λέξη, λυδική ή καρική, στη σημ. «σπίτι του διπλού πελέκεως».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λαγχάνω-ρήμα::
* McsElla.λαγχάνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.λαγχάνω@wordaryElla,
* McsElla.ἐλάγχανον!~παρατατικός:λαγχάνω@wordaryElla,
* McsElla.λήξομαι!~μέλλοντας:λαγχάνω@wordaryElla,
* McsElla.ἔλαχον!~αόριστος-β΄:λαγχάνω@wordaryElla,
* McsElla.εἴληχα!~παρακείμενος:λαγχάνω@wordaryElla,
* McsElla.εἰλήχειν!~υπερσυντέλικος:λαγχάνω@wordaryElla,
* McsElla.ἐλήχθην!~παθητικός-αόριστος:λαγχάνω@wordaryElla,
* McsElla.εἴληγμαι!~παθητικός-παρακείμενος:λαγχάνω@wordaryElla,
σημασία1: παίρνω κάτι με κλήρωση: λαγχάνω τινὰ διδάσκαλον = μου ορίζεται με κλήρο κάποιος ως δάσκαλος.
σημασία2: αναδεικνύομαι σε ένα αξίωμα με τη μέθοδο της κλήρωσης (σε αντιδιαστολή προς το χειροτονοῦμαι): ὁ λαχὼν πολεμαρχεῖν = αυτός που κληρώθηκε να γίνει πολέμαρχος.
σημασία3: ως νομικός όρος λαγχάνω δίκην παίρνω άδεια να εισαγάγω σε δίκη, να καταθέσω μήνυση: λαγχάνω δίκην τινί = παίρνω άδεια να καταθέσω μήνυση σε βάρος κάποιου. λαχέτω πρὸς τὸν ἄρχοντα = ας καταθέσει μήνυση ενώπιον του αρμόδιου αξιωματούχου. παρεσκευαζόμεθα ἅπαντες λαγχάνειν = ετοιμαζόμασταν όλοι να καταθέσουμε μήνυση.
οικογένεια: παράγωγα: οἱ λαχόντες, Λάχεσις (μία από τις τρεις Μοίρες), λῆξις «κλήρωση», λάχος, «κλήρος».
Νέα-Ελληνική: λαχαίνω (συνήθως στον αόρ. μου έλαχε «μου έπεσε με κλήρο»).
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λαγώς--λαγῶς-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.λαγώς-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.λαγώς-ὁ@wordaryElla,
* McsElla.λαγῶς-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.λαγῶς-ὁ@wordaryElla,
σημασία: λαγός.
* παροιμία ἐστὶν λαγώς = είναι δειλός σαν λαγός.
Νέα-Ελληνική: λαγός.
ετυμολογία: *λαγωFής, παράβαλε οσετικό lärgūs «λαγός», ίσως *(σ)λα-, λαγαρός + οὖς, δηλαδή αυτός που έχει χαλαρά αυτιά.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λάθρᾳ-επίρρημα::
* McsElla.λάθρᾳ-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.λάθρᾳ@wordaryElla,
σημασία: κρυφά, μυστικά: λάθρᾳ ἔκτεινον αὐτόν = τον σκότωσαν κρυφά (δηλ. με προδοσία). λάθρᾳ τῶν στρατιωτῶν = κρυφά από τους στρατιώτες, χωρίς να το γνωρίζουν οι στρατιώτες.
οικογένεια: παράγωγα: λαθραῖος.
Νέα-Ελληνική: λάθρα (λόγ.).
ετυμολογία: *λαθ-, λανθάνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λαθραῖος-αῖος-αῖον-επίθετο::
* McsElla.λαθραῖος-αῖος-αῖον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.λαθραῖος-αῖος-αῖον@wordaryElla,
σημασία: κρυφός, μυστικός: λαθραῖον θάνατονπεβούλευσε Καλλίᾳ = σχεδίασε μυστική δολοφονία εναντίον του Καλλία.
Νέα-Ελληνική: λαθραίος.
ετυμολογία: λάθρῃ & λάθρη + παρ. επίθ. -αῖος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Λάκαινα-αίνης-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.Λάκαινα-αίνης-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Λάκαινα-αίνης-ἡ@wordaryElla,
παρατήρηση: αρσ. Λάκων, ὁ
σημασία: η κάτοικος της Λακωνικής (Λακωνίας).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Λακεδαίμων-ονος-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.Λακεδαίμων-ονος-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Λακεδαίμων-ονος-ἡ@wordaryElla,
σημασία: η Λακωνική ή η πρωτεύουσά της, η Σπάρτη.
ετυμολογία: προελλην. αρχής, παράβαλε λακεδάμα· ὕδωρ ἁλμυρόν.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λακτίζω-ρήμα::
* McsElla.λακτίζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.λακτίζω@wordaryElla,
σημασία: κλοτσώ: λακτίζουσιν ἀλλήλους = κλοτσούν ο ένας τον άλλον.
* παροιμία πρὸς κέντρα λακτίζω = κλοτσώ τη βουκέντρα, τα καρφιά (δηλ. κάνω μια πράξη ασύνετη, αφού το μόνο που πετυχαίνω κλοτσώντας τη βουκέντρα είναι να πληγώνομαι εγώ ο ίδιος).
οικογένεια: παράγωγα: λάκτισμα, λακτιστής.
Νέα-Ελληνική: λακτίζω (λόγ.).
ετυμολογία: *ληκ-, *λακ-, επίρρ. λάξ, για το σχηματισμό παράβαλε πύξ, ὀδάξ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Λάκων-ωνος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.Λάκων-ωνος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Λάκων-ωνος-ὁ@wordaryElla,
σημασία: θηλ. Λάκαινα, ἡ
σημασία: ο κάτοικος της Λακωνικής (Λακωνίας).
οικογένεια: παράγωγα: λακωνικός, λακωνίζω.
Νέα-Ελληνική: Λάκωνας.
ετυμολογία: *Λάκ- (< Λακε-δαίμων) + παρ. επίθ. -ων.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λακωνίζω-ρήμα::
* McsElla.λακωνίζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.λακωνίζω@wordaryElla,
σημασία1: μιμούμαι τον τρόπο ζωής των Λακεδαιμονίων, και ιδιαίτερα το σύντομο αλλά περιεκτικό τρόπο ομιλίας τους.
σημασία2: υποστηρίζω τους Λακεδαιμονίους στις διαμάχες τους με την Αθήνα ή με άλλες ελληνικές πόλεις (βλέπε μηδίζω).
οικογένεια: παράγωγα: λακωνισμός.
Νέα-Ελληνική: λακωνίζω (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη Λάκων + παρ. επίθ. -ίζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λαλέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.λαλέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.λαλέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: φλυαρώ: μὴ λάλει = μη φλυαρείς. λαλεῖς ἀμελήσας ἀποκρίνασθαι = φλυαρείς, χωρίς να νοιάζεσαι να δώσεις απάντηση.
σημασία2: γενικά μιλώ: λαλεῖ οὐδὲν τῶν ἄλλων ζῴων πλὴν ἀνθρώπου = κανένας από τους άλλους ζωντανούς οργανισμούς δε μιλάει εκτός από τον άνθρωπο.
* γνωμικό ἄκουε πολλά, λάλει καίρια = να ακούς πολύ και να μιλάς όταν πρέπει.
οικογένεια: παράγωγα: λαλιά «φλυαρία», λάλος «φλύαρος», λάλημα, λαλητός, σύνθετα: ἄλαλος, περιλάλητος.
Νέα-Ελληνική: λαλώ (με τις σημ. 1, 2).
ετυμολογία: ηχοποίητη λέξη, λα-λα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λαλιά-ιᾶς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.λαλιά-ιᾶς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.λαλιά-ιᾶς-ἡ@wordaryElla,
σημασία: φλυαρία: πέρας οὐ ποιεῖται λαλιᾶς = δε σταματάει τη φλυαρία.
Νέα-Ελληνική: λαλιά «ομιλία».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη λαλ-έω + παρ επίθ. -ιά.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λάλος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.λάλος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.λάλος-ος-ον@wordaryElla,
* McsElla.λαλίστερος!~συγκριτικός:λάλος-ος-ον@wordaryEllα,
* McsElla.λαλίστατος!~υπερθετικός:λάλος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία: φλύαρος: λάλος γυνή = φλύαρη γυναίκα.
Νέα-Ελληνική: λάλος.
ετυμολογία: *λαλ- (< λαλ-έω -ῶ) + παρ. επίθ. -ος, μεταρρηματικό ουσ..
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λαμβάνω-ρήμα::
* McsElla.λαμβάνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.λαμβάνω@wordaryElla,
* McsElla.ἐλάμβανον!~παρατατικός:λαμβάνω@wordaryElla,
* McsElla.λήψομαι!~μέλλοντας:λαμβάνω@wordaryElla,
* McsElla.ἔλαβον!~αόριστος-β΄:λαμβάνω@wordaryElla,
* McsElla.εἴληφα!~παρακείμενος:λαμβάνω@wordaryElla,
* McsElla.εἰλήφειν!~υπερσυντέλικος:λαμβάνω@wordaryElla,
* McsElla.ἐλαβόμην!~μέσος-αόριστος-β΄:λαμβάνω@wordaryElla,
* McsElla.ληφθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:λαμβάνω@wordaryElla,
* McsElla.ἐλήφθην!~παθητικός-αόριστος-α΄:λαμβάνω@wordaryElla,
* McsElla.εἴλημμαι!~παθητικός-παρακείμενος:λαμβάνω@wordaryElla,
* McsElla.εἰλήμμην!~παθητικός-υπερσυντέλικος:λαμβάνω@wordaryElla,
σημασία1: πιάνω κάτι με το χέρι: λαμβάνω μάστιγα καὶ ἡνία = πιάνω το μαστίγιο και τα χαλινάρια. λαμβάνω τινὰ τῆς ζώνης = πιάνω κάποιον από τη ζώνη.
* μεταφορικά λαμβάνει τινὰ φόβος = πιάνει κάποιον φόβος.
* μέση φωνή πιάνομαι από κάτι: λάβεσθε χειρὸς δεξιᾶς = πιαστείτε από το δεξί χέρι.
σημασία2: συλλαμβάνω: ζῶντες ἐλήφθησαν = πιάστηκαν ζωντανοί.
* λαμβάνω τινὰ ψευδόμενον = πιάνω κάποιον να λέει ψέματα.
σημασία3: μεταφορικά αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω: (ὁρῶ τι ή) λαμβάνω ἄλλῃ τινὶ αἰσθήσει = (βλέπω κάτι ή) το αντιλαμβάνομαι με κάποια άλλη αίσθηση.
σημασία4: εκλαμβάνω: τὸ πρᾶγμα μειζόνωςλάμβανον = εξελάμβαναν την υπόθεση πιο σοβαρά (απ' ό,τι έπρεπε).
σημασία5: δέχομαι, παίρνω κάτι: δῶρα λαμβάνω = δέχομαι δώρα. ἔλαβον τὴν ἀρχὴν τῆς θαλάττης = πήραν την κυριαρχία στη θάλασσα.
σημασία6: έκφραση δίκην λαμβάνω παρά τινος = τιμωρώ κάποιον.
αντώνυμα: δίκην δίδωμί τινι = τιμωρούμαι από κάποιον.
οικογένεια: παράγωγα: λαβή, λῆμμα, λῆψις, σύνθετα: δωρολήπτης, παραλήπτης, προσωπολήπτης, προσωποληψία, ἐπιληπτικός.
Νέα-Ελληνική: λαμβάνω (με τις σημ. 1, 5).
ετυμολογία: *(σ)λαβ-, παράβαλε λhαβών = λαβών με h, που υποδεικνύει ρίζα *σλαβ-, συγγεν. του λάζομαι «έχω στην κατοχή μου».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λαμπάς-άδος-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.λαμπάς-άδος-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.λαμπάς-άδος-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: δάδα.
σημασία2: λαμπαδηδρομία: λαμπάδι νικῶ = είμαι νικητής σε λαμπαδηδρομία.
οικογένεια: σύνθετα: λαμπαδηδρομία, λαμπαδηφορία.
Νέα-Ελληνική: λαμπάδα (της εκκλησίας).
ετυμολογία: λάμπ-ω + παρ. επίθ. -άς.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λαμπρός-ά-ὸν-επίθετο::
* McsElla.λαμπρός-ά-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.λαμπρός-ά-ὸν@wordaryElla,
* McsElla.λαμπρότερος!~συγκριτικός:λαμπρός-ά-ὸν@wordaryEllα,
* McsElla.λαμπρότατος!~υπερθετικός:λαμπρός-ά-ὸν@wordaryElla,
σημασία1: λαμπερός: λαμπρὸς ἀστήρ.
* λαμπρὸν ὕδωρ = καθαρό, διαυγές νερό.
σημασία2: για ήχο, φωνή καθαρός, ευδιάκριτος: λέγει λαμπρᾷ τῇ φωνῇ = μιλά με καθαρή, ευδιάκριτη φωνή.
σημασία3: ολοφάνερος: λαμπρὰ ἴχνη.
σημασία4: για πρόσωπα ένδοξος: λαμπρότατοιγένοντο τῶν καθ' ἑαυτοὺς Ἑλλήνων = αναδείχθηκαν ενδοξότατοι από τους Έλληνες του καιρού τους.
σημασία5: για πρόσωπα γενναιόδωρος, μεγαλοπρεπής: λαμπρὸς ἐν ταῖς λειτουργείαις.
σημασία6: ωραίος, υπέροχος: λαμπρὸς ἀνήρ = ωραίος άντρας. λαμπρὰ στολή = υπέροχη ενδυμασία, ωραία αρματωσιά.
* επίρρημα λαμπρῶς
οικογένεια: παράγωγα: λαμπρότης, λαμπρύνω, σύνθετα: λαμπρόφωνος.
Νέα-Ελληνική: λαμπρός (με τις σημ. 1, 4, 6).
ετυμολογία: λάμπ-ω + παρ. επίθ. -ρός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λαμπρύνω-ρήμα::
* McsElla.λαμπρύνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.λαμπρύνω@wordaryElla,
σημασία1: στην ενεργ. ή μέση φωνή λαμπρύνω & λαμπρύνομαι κάνω κάτι λαμπερό ή ωραίο: ἐλαμπρύνοντο τὰς ἀσπίδας = γυάλιζαν τις ασπίδες τους.
σημασία2: μέση φωνή λαμπρύνομαι υπερηφανεύομαι για κάτι, διακρίνομαι σε κάτι: λαμπρύνεταιν οἷς οὐ δεῖ = υπερηφανεύεται για πράγματα που δεν πρέπει να υπερηφανεύεται.
οικογένεια: παράγωγα: λαμπρυντής, λαμπρυντικός.
Νέα-Ελληνική: λαμπρύνω (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη λαμπρ-ός + παρ. επίθ. -ύνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λανθάνω-ρήμα::
* McsElla.λανθάνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.λανθάνω@wordaryElla,
* McsElla.ἐλάνθανον!~παρατατικός:λανθάνω@wordaryElla,
* McsElla.λήσω!~μέλλοντας:λανθάνω@wordaryElla,
* McsElla.ἔλαθον!~αόριστος-β΄:λανθάνω@wordaryElla,
* McsElla.λέληθα!~παρακείμενος:λανθάνω@wordaryElla,
* McsElla.ἐλελήθειν!~υπερσυντέλικος:λανθάνω@wordaryElla,
* McsElla.λήσομαι!~μέσος-και-παθητικός-μέλλοντας:λανθάνω@wordaryElla,
* McsElla.ἐλαθόμην!~μέσος-και-παθητικός-αόριστος-β΄:λανθάνω@wordaryElla,
* McsElla.λέλησμαι!~μέσος-και-παθητικός-παρακείμενος:λανθάνω@wordaryElla,
* McsElla.ἐλελήσμην!~μέσος-και-παθητικός-υπερσυντέλικος:λανθάνω@wordaryElla,
σημασία1: διαφεύγω την προσοχή κάποιου, μένω απαρατήρητος συχνά με μετοχή, οπότε μεταφράζουμε τη μετοχή με ρήμα και το λανθάνω με επίρρημα ή επιρρηματική φράση ἔλαθεν ἀποδράς = απέδρασε χωρίς να τον πάρουν είδηση. λήσετε πάνθ' ὑπομείναντες = θα υποστείτε τα πάντα χωρίς να το πάρετε είδηση.
σημασία2: μέση και παθ. φωνή, με γενική λανθάνομαί τινος ξεχνώ κάποιον: ἑταίρων πάντων λέλησται = έχει ξεχάσει όλους τους φίλους του.
συνώνυμα: ἐπιλανθάνομαι.
οικογένεια: παράγωγα: λήθη.
Νέα-Ελληνική: λανθάνω (λόγ., με τη σημ. 1).
ετυμολογία: *λᾱθ- > λα-ν-θ- (επένθεση ενός -ν- κατά το μα-ν-θ-άνω) + παρ. επίθ. -άνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λὰξ-επίρρημα::
* McsElla.λὰξ-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.λὰξ@wordaryElla,
σημασία: χτυπώντας με το πόδι, με κλοτσιές (βλέπε πύξ).
οικογένεια: παράγωγα: λακτίζω, λάκτισμα, λακτισμός.
Νέα-Ελληνική: λαξ, μόνο στην έκφραση πυξ λαξ «με μπουνιές και κλοτσιές».
ετυμολογία: *ληκ-, λακ-, παράβαλε λιθουανικός lekiú «τρέχω, πετώ», για το ληκτικό -ξ παράβαλε πύξ, ὀδάξ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λάρναξ-ακος-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.λάρναξ-ακος-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.λάρναξ-ακος-ἡ@wordaryElla,
σημασία: θήκη για τα οστά ή για την τέφρα του νεκρού.
Νέα-Ελληνική: λάρνακα.
ετυμολογία: νάρναξ «κιβωτός» (με ανομοίωση), πιθ. δάνεια λ., παράβαλε για το σχηματισμό κάμ-αξ, κλῖμ-αξ, πίν-αξ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λάρος-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.λάρος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.λάρος-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: ο γλάρος.
* μεταφορικά χρησιμοποιείται για άπληστους δημαγωγούς, καθώς οι αρχαίοι θεωρούσαν το γλάρο λαίμαργο πουλί: Κλέωνα τὸν λάρον δώρων εἷλον = τον άπληστο Κλέωνα καταδίκασαν για δωροδοκία.
ετυμολογία: ίσως συγγ. με λῆρος «φλύαρος».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λάσιος-ία|ιος-ιον-επίθετο::
* McsElla.λάσιος-ία|ιος-ιον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.λάσιος-ία|ιος-ιον@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που έχει πυκνό τρίχωμα, ο δασύτριχος: περὶ ὦτα λάσιος = δασύτριχος γύρω από τα αυτιά.
σημασία2: αυτός που έχει πυκνή βλάστηση: λάσιον χωρίον = κατάφυτη περιοχή.
οικογένεια: σύνθετα: λασιόθριξ, λασιόστερνος.
ετυμολογία: Fλατ-jος, *Fελτ-, παράβαλε ιρλ. folt «μαλλιά», ρωσ. volotĭ «κλωστή».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λατρεία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.λατρεία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.λατρεία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: μόνο στην ποίηση έμμισθη υπηρεσία, υπηρεσία: ἐπίπονος λατρεία = κοπιαστική υπηρεσία.
σημασία2: υπηρεσία που προσφέρεται στους θεούς, λατρεία.
Νέα-Ελληνική: λατρεία (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη λατρε-ύω + -ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λατρεύω-ρήμα::
* McsElla.λατρεύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.λατρεύω@wordaryElla,
σημασία1: μόνο στην ποίηση υπηρετώ κάποιον με πληρωμή.
σημασία2: υπηρετώ ως δούλος, είμαι σκλάβος: ἐγὼ κἂν τῆς ψυχῆς πριαίμην ὥστε μήποτε λατρεῦσαι αὐτήν = εγώ ακόμη και με αντίτιμο την ψυχή μου θα εξασφάλιζα ώστε ποτέ αυτή να μη γίνει δούλη.
* μεταφορικά λατρεύω νόμοις = υπηρετώ τους νόμους.
σημασία3: υπηρετώ τους θεούς, τους προσφέρω λατρεία (με θυσίες, προσευχές κτλ.): λατρεύω Φοίβῳ.
οικογένεια: παράγωγα: λάτρευμα, λατρεία, σύνθετα: εἰδωλολάτρης, εἰδωλολατρία.
Νέα-Ελληνική: λατρεύω (με τη σημ. 3).
ετυμολογία: λάτρ-ον «μισθός, αμοιβή» + παρ. επίθ. -εύω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Λάχεσις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.Λάχεσις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Λάχεσις-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία: η μία από τις τρεις Μοίρες που ἐλάγχανεν, δηλ. διένειμε με κλήρωση, στον κάθε άνθρωπο το νήμα της ζωής του (βλέπε Ἄτροπος & Κλωθώ).
ετυμολογία: *λαχ- (< λα-γ-χ-άν-ω) + παρ. επίθ. -εσις.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λέαινα-αίνης-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.λέαινα-αίνης-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.λέαινα-αίνης-ἡ@wordaryElla,
παρατήρηση: αρσ. βλέπε λέων.
σημασία: το θηλυκό λιοντάρι: δίπους λέαινα (χαρακτηρισμός γυναίκας).
Νέα-Ελληνική: λέαινα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λέγω(Α)-ρήμα::
* McsElla.λέγω(Α)!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.λέγω(Α)@wordaryElla,
* McsElla.ἔλεγον!~παρατατικός:λέγω(Α)@wordaryElla,
* McsElla.λέξω!~μέλλοντας:λέγω(Α)@wordaryElla,
* McsElla.ἔλεξα!~αόριστος:λέγω(Α)@wordaryElla,
* McsElla.λέξομαι!~μέσος-μέλλοντας-παθητική-σημασία:λέγω(Α)@wordaryElla,
* McsElla.ἐλεξάμην!~μέσος-αόριστος-παθητική-σημασία:λέγω(Α)@wordaryElla,
* McsElla.λεγήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας-β΄:λέγω(Α)@wordaryElla,
* McsElla.ἐλέχθην!~παθητικός-αόριστος-β΄:λέγω(Α)@wordaryElla,
* McsElla.ἐλέγην!~παθητικός-αόριστος-β΄:λέγω(Α)@wordaryElla,
* McsElla.εἴλεγμαι!~παθητικός-παρακείμενος:λέγω(Α)@wordaryElla,
παρατήρηση: ποιητικό ρήμα· στον πεζό λόγο απαντά ως σύνθ. συνήθως με τις προθέσεις σύν, ἐκ: συλ-λέγω, ἐκ-λέγω (βλέπε συλλέγω)
σημασία: συλλέγω, μαζεύω, κατατάσσω.
οικογένεια: παράγωγα: λογάς, -άδος, ὁ «επιλεγμένος», λογάδην «επιλεκτικά», σύνθετα: ἐκλέγω, καταλέγω (κατάλογος), ἐπιλέγω, συλλέγω.
ετυμολογία: βλέπε λέγω(Β).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λέγω(Β)-ρήμα::
* McsElla.λέγω(Β)!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.λέγω(Β)@wordaryElla,
* McsElla.ἔλεγον!~παρατατικός:λέγω(Β)@wordaryElla,
* McsElla.λέξω!~μέλλοντας:λέγω(Β)@wordaryElla,
* McsElla.ἐρῶ!~μέλλοντας:λέγω(Β)@wordaryElla,
* McsElla.ἔλεξα!~αόριστος-α΄:λέγω(Β)@wordaryElla,
* McsElla.εἶπα!~αόριστος-α΄:λέγω(Β)@wordaryElla,
* McsElla.εἶπον!~αόριστος-β΄:λέγω(Β)@wordaryElla,
* McsElla.εἴρηκα!~παρακείμενος:λέγω(Β)@wordaryElla,
* McsElla.ῥηθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:λέγω(Β)@wordaryElla,
* McsElla.λεχθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:λέγω(Β)@wordaryElla,
* McsElla.ἐρρήθην!~παθητικός-αόριστος:λέγω(Β)@wordaryElla,
* McsElla.ἐλέχθην!~παθητικός-αόριστος:λέγω(Β)@wordaryElla,
* McsElla.εἴρημαι!~παθητικός-παρακείμενος:λέγω(Β)@wordaryElla,
* McsElla.λέλεγμαι!~παθητικός-παρακείμενος:λέγω(Β)@wordaryElla,
σημασία1: μιλώ, λέω: λέγε εἴ τι θέλεις = αν θέλεις κάτι, πες το. οὐδὲν λέγεις = δε λες τίποτε (δε λες κάτι σημαντικό).
* λέγω κατά τινος = κατηγορώ κάποιον. λέγω ὑπέρ τινος = υπερασπίζομαι κάποιον.
σημασία2: διατάζω, ορίζω: ὡς ὁ νόμος λέγει = όπως ορίζει ο νόμος.
σημασία3: εννοώ: οὐ μανθάνω ὃ λέγεις = δεν καταλαβαίνω τι εννοείς.
σημασία4: παθ. φωνή, γ΄ πρόσ. λέγεται λέει ο κόσμος, λένε: θανεῖν ἐλέχθη = είπαν ότι πέθανε.
* τὸ λεγόμενον όπως λένε: ἀλλ' ἦ, τὸ λεγόμενον, κατόπιν ἑορτῆς ἥκομεν; = μα μήπως, όπως λένε, ήρθαμε κατόπιν εορτής (δηλ. καθυστερημένα);
οικογένεια: παράγωγα: λέξις, λεκτός, λεκτικός, λόγος, ῥήτωρ, ῥῆμα, σύνθετα: διαλέγομαι, ἐκλογή, διάλεκτος, ἀρχαιολόγος, φιλόλογος.
Νέα-Ελληνική: λέγω, λέω (με τις σημ. 1, 2, 4).
ετυμολογία: λέγ-ω, ομόρρ. με λατινικός legō «εκλέγω» και «διαβάζω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λεία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.λεία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.λεία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: λάφυρα.
Νέα-Ελληνική: λεία.
ετυμολογία: *λᾶFιᾶ, *ληι-, συγγεν. του ἀπο-λαύ-ω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λεῖος-α-ον-επίθετο::
* McsElla.λεῖος-α-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.λεῖος-α-ον@wordaryElla,
* McsElla.λειότερος!~συγκριτικός:λεῖος-α-ον@wordaryEllα,
* McsElla.λειότατος!~υπερθετικός:λεῖος-α-ον@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που έχει ομαλή επιφάνεια, λείος (στην αίσθηση της αφής): λεῖος ὥσπερ ἔγχελυς = λείος σαν χέλι.
αντώνυμα: τραχύς.
* γνωμικό: οὐδέποτ' ἂν θείης λεῖον τὸν τραχὺν ἐχῖνον = δε θα μπορέσεις ποτέ να κάνεις λείο τον τραχύ αχινό.
σημασία2: αυτός που είναι άτριχος: λειότατον τῶν ζῴων ἐστὶν ἄνθρωπος = από όλα τα ζώα ο άνθρωπος είναι ο λιγότερο τριχωτός.
σημασία3: μεταφορικά μαλακός, ήπιος: πνεῦμα λεῖον = ήπιος αέρας.
οικογένεια: παράγωγα: λειότης, λειαίνω, λείανσις.
Νέα-Ελληνική: λείος (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: *λειFος, παράβαλε λατινικός levis.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λείπω-ρήμα::
* McsElla.λείπω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.λείπω@wordaryElla,
* McsElla.ἔλειπον!~παρατατικός:λείπω@wordaryElla,
* McsElla.λείψω!~μέλλοντας:λείπω@wordaryElla,
* McsElla.ἔλειψα!~αόριστος-α΄:λείπω@wordaryElla,
* McsElla.ἔλιπον!~αόριστος-β΄:λείπω@wordaryElla,
* McsElla.λέλοιπα!~παρακείμενος:λείπω@wordaryElla,
* McsElla.ἐλελοίπειν!~υπερσυντέλικος:λείπω@wordaryElla,
* McsElla.λείψομαι!~μέσος-μέλλοντας-παθητική-σημασία:λείπω@wordaryElla,
* McsElla.ἐλιπόμην!~μέσος-αόριστος-β΄:λείπω@wordaryElla,
* McsElla.λειφθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:λείπω@wordaryElla,
* McsElla.ἐλείφθην!~παθητικός-αόριστος:λείπω@wordaryElla,
* McsElla.λέλειμμαι!~παθητικός-παρακείμενος:λείπω@wordaryElla,
* McsElla.ἐλελείμμην!~παθητικός-υπερσυντέλικος:λείπω@wordaryElla,
σημασία1: αφήνω, εγκαταλείπω: λείπω τὴν πόλιν = εγκαταλείπω την πόλη.
σημασία2: παθ. φωνή λείπομαι
σημασίαα: μένω πίσω, εγκαταλείπομαι: οἱ δὲ μόνοι λείπονται = και αυτοί μένουν μόνοι.
σημασίαβ: υπολείπομαι, απομένω: ὀλίγων ἡμερῶν σιτία λείπεται = απομένουν τροφές για λίγες μέρες.
σημασίαγ: μένω πίσω, καθυστερώ: μακρὰν λελειμμένος = έχοντας μείνει πολύ πίσω.
σημασίαδ: είμαι κατώτερος ή χειρότερος από κάποιον άλλον: ἀνὴρ ξύνεσιν οὐδενὸς λειπόμενος = άντρας που δεν είναι από κανέναν κατώτερος ως προς τη σύνεση.
σημασία3: δεν υπάρχω, λείπω: οὔ ποτε ἔρις λείψει κατὰ πόλεις = δε θα λείψει ποτέ η διχόνοια από τις πόλεις.
οικογένεια: παράγωγα: λοιπός, λεῖμμα, λείψανον, λεῖψις, σύνθετα: λιποθυμέω, λειψανδρία, ἐπίλοιπος.
Νέα-Ελληνική: λείπω (με τη σημ. 3).
ετυμολογία: *λειπ- < *leikw-, παράβαλε αρμ. e-li-k῾ = ἔ-λι-πε, λιθουανικός liekú = λείπω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λειτουργέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.λειτουργέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.λειτουργέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: στην Αθήνα αναλαμβάνω με δικά μου έξοδα συγκεκριμένα δημόσια και κοινωφελή έργα (χορηγία, τριηραρχία κτλ), τις βλέπε λειτουργίες.
σημασία2: γενικά αναλαμβάνω κοινωφελές έργο οποιουδήποτε είδους: λειτουργῶ τῇ πόλει = προσφέρω κοινωφελή έργα στην πόλη.
σημασία3: υπηρετώ κάποιον: λειτουργοῦντες δοῦλοι.
Νέα-Ελληνική: λειτουργώ «προσφέρω κοινωφελή υπηρεσία».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη *ληϊτο-Fεργέω «εργάζομαι για το δημόσιο καλό» < λήϊτον (= δημόσιον, δηλ. που αφορά το δημόσιο συμφέρον) < λη-ός (= λαός) + παρ. επίθ. -ιτος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λειτουργία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.λειτουργία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.λειτουργία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: προσφορά υπηρεσίας για το καλό του λαού.
* στην Αθήνα υπηρεσία δημόσιας ωφέλειας (όπως ήταν π.χ. η χορηγία, η τριηραρχία, η γυμνασιαρχία), την οποία αναλάμβαναν και χρηματοδοτούσαν, διαδοχικά, οι πλουσιότεροι πολίτες
Νέα-Ελληνική: λειτουργία «κοινωφελής υπηρεσία».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη λειτουργός (σύνθετα: *ληϊτο-Fεργός, βλέπε λειτουργέω) + -ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λείχω-ρήμα::
* McsElla.λείχω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.λείχω@wordaryElla,
* McsElla.λείξω!~μέλλοντας:λείχω@wordaryElla,
* McsElla.ἔλειξα!~αόριστος:λείχω@wordaryElla,
* McsElla.ἐλείχθην!~παθητικός-αόριστος:λείχω@wordaryElla,
σημασία: γλείφω.
οικογένεια: παράγωγα: λειχήν, -ῆνος, λιχανός (δάκτυλος).
Νέα-Ελληνική: γλείφω.
ετυμολογία: *λειχ-, ινδοευρωπαϊκός αρχής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λέξις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.λέξις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.λέξις-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: λόγος: λέξις ἢ πρᾶξις = λόγος ή πράξη (ενός ανθρώπου).
σημασία2: ο τρόπος έκφρασης, το ύφος: ξένως ἔχω τῆςνδάδε λέξεως = μου είναι ξένος ο τρόπος έκφρασης που χρησιμοποιείται εδώ (δηλ. στα δικαστήρια).
οικογένεια: παράγωγα: λεξ(ε)ίδιον, λεξικόν (βιβλίον).
Νέα-Ελληνική: λέξη.
ετυμολογία: *λέγ- (λέγ-ω) + παρ. επίθ. -σις.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λεπτόγεως-ως-ων-επίθετο::
* McsElla.λεπτόγεως-ως-ων-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.λεπτόγεως-ως-ων@wordaryElla,
σημασία: περιοχή που καλύπτεται από λεπτό στρώμα γης, που δεν είναι εύφορη: τὸ λεπτόγεων τῆς Ἀττικῆς = η άγονη γη της Αττικής.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη λεπτός + -γειος/-γεως < γαῖα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λευκός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.λευκός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.λευκός-ή-ὸν@wordaryElla,
* McsElla.λευκότερος!~συγκριτικός:λευκός-ή-ὸν@wordaryEllα,
* McsElla.λευκότατος!~υπερθετικός:λευκός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία: άσπρος, λευκός.
αντώνυμα: μέλας «μαύρος».
οικογένεια: παράγωγα: λευκαίνω, λευκάς, λεύκη, λευκόω -ῶ, λεύκωμα, σύνθετα: λεύκιππος, λευκώλενος «αυτός που έχει άσπρα μπράτσα».
ετυμολογία: *λευκ- «φέγγω», παράβαλε λατινικός lūcus «ξέφωτο στο δάσος», lux.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λεύκωμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.λεύκωμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.λεύκωμα-ατος-τὸ@wordaryElla,
σημασία: πινακίδα αλειμμένη με γύψο, επάνω στην οποία γράφονταν ανακοινώσεις: ἐς λεύκωμα ἀναγράφω τὸν νόμον = αναγράφω το νόμο στην πινακίδα ανακοινώσεων.
Νέα-Ελληνική: λεύκωμα «βιβλίο με χοντρά φύλλα για τη φύλαξη φωτογραφιών κτλ.».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη λευκός + παρ. επίθ. -ωμα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λέων-οντος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.λέων-οντος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.λέων-οντος-ὁ@wordaryElla,
παρατήρηση: θηλ. λέαινα, ἡ
σημασία: λιοντάρι: λέων ὀρεσίτροφος = το λιοντάρι που βρίσκει την τροφή του στα βουνά. οἴκοι λέοντες, ἐν μάχῃ δ' ἀλώπεκες = στο σπίτι (παριστάνουν) τα λιοντάρια, στη μάχη όμως (γίνονται) αλεπούδες (δηλ. οι θρασύδειλοι άνθρωποι)
οικογένεια: παράγωγα: λέαινα, λεοντῆ «δέρμα λιονταριού», σύνθετα: λεόπαρδος, χαμαιλέων.
Νέα-Ελληνική: λέων (με την ίδια σημ. στη φρ. ένας αλλά λέων «πολύ δυνατός») & λιοντάρι.
ετυμολογία: ξένη λέξη.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λεώς-ώ-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.λεώς-ώ-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.λεώς-ώ-ὁ@wordaryElla,
παρατήρηση: ο κοινός τύπος είναι λαός, -οῦ, ὁ
σημασία: συναθροισμένος κόσμος, όπως στο θέατρο ή στην εκκλησία του δήμου: ἀκούετε, λεῴ = ακούστε, κόσμε! (o συνήθης τρόπος με τον οποίο άρχιζαν τις προκηρύξεις στην Αθήνα). δριμὺς πρὸς τὸ ἕλκειν τὸν πολὺν λεών = ικανός στο να παρασύρει τον πολύ κόσμο.
οικογένεια: σύνθετα: λεωφόρος.
Νέα-Ελληνική: λαός.
ετυμολογία: λαFός, λᾱός, αβέβαιη-ετυμολογία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λήγω-ρήμα::
* McsElla.λήγω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.λήγω@wordaryElla,
* McsElla.ἔληγον!~παρατατικός:λήγω@wordaryElla,
* McsElla.λήξω!~μέλλοντας:λήγω@wordaryElla,
* McsElla.ἔληξα!~αόριστος:λήγω@wordaryElla,
* McsElla.λήγομαι!~μέσος-ενεστώτας:λήγω@wordaryElla,
σημασία: σταματώ, τελειώνω: λήγω τοῦ βίου = τελειώνω τη ζωή μου, πεθαίνω. οὔ ποτε λήγει κινούμενον = ποτέ δε σταματά να κινείται.
οικογένεια: παράγωγα: λῆξις, ληκτικός, σύνθετα: ἄληκτος, καταληκτικός.
Νέα-Ελληνική: λήγω.
ετυμολογία: *(σ)λήγ-, λαγ-αρὸς «χαλαρός» + παρ. επίθ. -ω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λήθη-ης-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.λήθη-ης-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.λήθη-ης-ἡ@wordaryElla,
σημασία: λησμονιά, το να ξεχνά κανείς κάτι: χρόνος λήθην ἐμποιεῖ τῶν ἐκείνοις πεπραγμένων = ο χρόνος φέρνει τη λησμονιά των όσων έχουν πραγματοποιηθεί από εκείνους.
αντώνυμα: μνήμη.
οικογένεια: παράγωγα: λήθαργος, ληθαῖος.
Νέα-Ελληνική: λήθη.
ετυμολογία: δωρ. λάθᾱ, βλέπε λανθάνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λῄζομαι-ρήμα::
* McsElla.λῄζομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.λῄζομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐλῃζόμην!~παρατατικός:λῄζομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐλῃσάμην!~αόριστος:λῄζομαι@wordaryElla,
σημασία: λεηλατώ, ληστεύω: ἐκ τῆς οἰκείας γῆς ὁρμώμενοι ἐλῄζοντο τοὺς ἐν τῇ νήσῳ = εξορμώντας από τη χώρα τους λήστευαν τους κατοίκους του νησιού.
οικογένεια: παράγωγα: λῃστήρ, λῃστής.
ετυμολογία: *λᾱF-ία > ιων. ληία (= λεία) και *λᾱF-ιδ > ιων. ληίς, *ληίδ-jομαι > ληίζομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λῆμμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.λῆμμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.λῆμμα-ατος-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: οτιδήποτε λαμβάνει κανείς. λῆμμα καὶ ἀνάλωμα = έσοδα και έξοδα.
σημασία2: κέρδος: παντὸς λήμματος ἥττων = αυτός που δεν μπορεί να αντισταθεί στον πειρασμό οποιουδήποτε κέρδους, έστω και του πιο μικρού.
Νέα-Ελληνική: λήμμα «βασική λέξη λεξικού κτλ.».
ετυμολογία: *λῆβ-μα, λαμβάνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ληναῖος-αία-αῖον-επίθετο::
* McsElla.ληναῖος-αία-αῖον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ληναῖος-αία-αῖον@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που ανήκει στο πατητήρι, στο ληνό.
σημασία2: τὰ Λήναια (ενν. ἱερά) γιορτή που γινόταν στην Αθήνα προς τιμήν του ληναίου Βάκχου (Διονύσου) και περιλάμβανε διαγωνισμούς δράματος.
σημασία3: τὸ Λήναιον ο τόπος της Αθήνας στον οποίο διεξάγονταν τα Λήναια: Φερεκράτης ὁ ποιητὴς ἐδίδαξεν ἐπὶ Ληναίῳ Ἀγρίους = ο Φερεκράτης ο ποιητής δίδαξε τους Αγρίους στο Λήναιο.
ετυμολογία: παράγ. λ. βλέπε ληνός + παρ. επίθ. -αῖος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ληνός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ληνός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ληνός-οῦ-ὁ@wordaryElla,
σημασία: πατητήρι σταφυλιών.
οικογένεια: παράγωγα: ληναῖος, Λήναια.
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία, πιθ. ξένη λ..
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λῆξις(Α)-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.λῆξις(Α)-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.λῆξις(Α)-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία: τέλος, λήξη.
συνώνυμα: τέρμα.
αντώνυμα: ἀρχή.
Νέα-Ελληνική: λήξη.
ετυμολογία: λήγ-ω, *λῆγ-σις > λῆξις.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λῆξις(Β)-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.λῆξις(Β)-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.λῆξις(Β)-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: κλήρωση: λῆξις ἀρχῆς = κλήρωση αρχόντων.
σημασία2: λῆξις δίκης ή απλώς λῆξις γραπτή μήνυση που υποβαλλόταν στον αρμόδιο ἄρχοντα (αξιωματούχο) ως το πρώτο βήμα σε ιδιωτική δίκη.
ετυμολογία: *λῆγ-σις, βλέπε λαγχάνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λῆρος-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.λῆρος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.λῆρος-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: ανοησίες, σαχλαμάρες: λῆρος! = ανοησίες!
* για πρόσωπα ταῦτ' ἂν λῆρον τὸν Ἐνδυμίωνα ἀποδείξειεν = αυτά τα πράγματα θα έκαναν τον Ενδυμίωνα μια βλακεία, μια μπούρδα.
οικογένεια: παράγωγα: ληρέω -ῶ, ληρώδης.
Νέα-Ελληνική: σύνθ. παραλήρημα (αρχ.).
ετυμολογία: *λη-/*λᾶ- (> λαλ-έω, λάλ-ος), *λῆ- + παρ. επίθ. -ρος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ληρώδης-ης-ες-επίθετο::
* McsElla.ληρώδης-ης-ες-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ληρώδης-ης-ες@wordaryElla,
σημασία: ανόητος, επιπόλαιος.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη λῆρ-ος + παρ. επίθ. -ώδης.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λῃστεία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.λῃστεία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.λῃστεία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: πειρατεία ή ληστεία: ἀπὸ λῃστείας ἔζων = ζούσαν από την πειρατεία. πόλις λῃστείαις πορθουμένη = πόλη που ρημάζεται από ληστρικές επιδρομές.
Νέα-Ελληνική: ληστεία.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη λῃστε-ύω + παρ. επίθ. -ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λῃστεύω-ρήμα::
* McsElla.λῃστεύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.λῃστεύω@wordaryElla,
σημασία1: είμαι πειρατής ή ληστής: ἐλῄστευον ἐν τῇ γῇ καὶ ἐν τῇ θαλάσσῃ = λήστευαν στη στεριά και έκαναν πειρατικές επιδρομές στη θάλασσα.
σημασία2: με αιτ. ληστεύω, λεηλατώ, κάνω ληστρικές επιδρομές: ἐλῄστευον τὴν Τροιζηνίαν = έκαναν ληστρικές επιδρομές στην Τροιζηνία.
οικογένεια: παράγωγα: λῃστεία.
Νέα-Ελληνική: ληστεύω (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη λῃστής (σύνθετα: ληΐζω + -τής) + παρ. επίθ. -εύω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Λητώ-οῦς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.Λητώ-οῦς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Λητώ-οῦς-ἡ@wordaryElla,
σημασία: η μητέρα του Απόλλωνα και της Άρτεμης.
ετυμολογία: ξένη λέξη.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λίαν-επίρρημα::
* McsElla.λίαν-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.λίαν@wordaryElla,
σημασία: πολύ, πάρα πολύ: λίαν σαφῶς = πολύ σαφώς.
συνώνυμα: πάνυ, σφοδρῶς, ἄγαν.
Νέα-Ελληνική: λίαν (λόγ.).
ετυμολογία: αιτιατ. ενός ουσ. *λίᾱ «υπερβολή», *λίᾱν, παράβαλε δωρεάν.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λίθος-ου-ὁ-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.λίθος-ου-ὁ-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.λίθος-ου-ὁ-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: πέτρα: λευκὸς λίθος = μάρμαρο.
* παροιμία: λίθον ἕψω = βράζω την πέτρα (δηλ. μάταια προσπαθώ να πετύχω κάτι).
σημασία2: μεταφορικά άνθρωπος κουτός και αμόρφωτος, στουρνάρι.
σημασία3: ἡ λίθος είδος πέτρας για ειδική χρήση: Λυδία λίθος = πέτρα με την οποία δοκίμαζαν τη γνησιότητα του χρυσού.
οικογένεια: παράγωγα: λιθάζω, λίθινος, λιθώδης, σύνθετα: λιθοξόος, λιθοτομία, λιθόστρωτος.
Νέα-Ελληνική: λίθος (λόγ., με τη σημ. 1).
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λιθοτομία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.λιθοτομία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.λιθοτομία-ας-ἡ@wordaryElla,
παρατήρηση: συνήθως στον πληθ. λιθοτομίαι λατομείο: ὁπόσους ἔλαβον κατεβίβασαν εἰς τὰς λιθοτομίας. = όλους όσους αιχμαλώτισαν τους κατέβασαν στα λατομεία.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη λιθοτόμος + παρ. επίθ. -ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λικμάω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.λικμάω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.λικμάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐλίκμων!~παρατατικός:λικμάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.λικμήσω!~μέλλοντας:λικμάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐλίκμησα!~αόριστος:λικμάω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: χωρίζω το σιτάρι από το άχυρο μετά το αλώνισμα, λιχνίζω.
οικογένεια: παράγωγα: λικμός, λίκνον, λικμητήρ.
Νέα-Ελληνική: λιχνίζω.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *νίκνον «σείστρο» + παρ. επίθ. -ᾶν > *νικνᾶν με ανομοίωση > λικμᾶν, παράβαλε λιθουανικός niekóju «σείω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λιμήν-ένος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.λιμήν-ένος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.λιμήν-ένος-ὁ@wordaryElla,
σημασία: λιμάνι.
οικογένεια: παράγωγα: λιμενίζω.
Νέα-Ελληνική: λιμάνι.
ετυμολογία: *λει-, -*λι, ομόρρ. με λειμών.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λιμός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.λιμός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.λιμός-οῦ-ὁ@wordaryElla,
σημασία: πείνα: λιμὸς ὁμοῦ καὶ λοιμός = πείνα και συγχρόνως θανατηφόρα επιδημία.
Νέα-Ελληνική: λιμός.
ετυμολογία: *λει-, *λι-, λοιμός, λιμός, παράβαλε λιθουανικός leīnas «λεπτός», αρχ. σλαβ. liběvŭ «ισχνός».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λίνον-ου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.λίνον-ου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.λίνον-ου-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: λινάρι.
σημασία2: ό,τι είναι κατασκευασμένο από λινάρι (π.χ. κλωστή, αλιευτικό δίχτυ ή ύφασμα).
οικογένεια: παράγωγα: λινάριον, λινούδιον, λινεύω, σύνθετα: λινόδετος, ἐκλινίζω.
Νέα-Ελληνική: λινάρι.
ετυμολογία: δάνεια λέξη.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λινοῦς-ῆ-οῦν-επίθετο::
* McsElla.λινοῦς-ῆ-οῦν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.λινοῦς-ῆ-οῦν@wordaryElla,
παρατήρηση: ο ασυναίρετος τύπος είναι λίνεος
σημασία: καμωμένος από λινάρι, λινός.
Νέα-Ελληνική: λινός & ουσ. το λινό.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη λίν-ον + παρ. επίθ. -εος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λιπαρέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.λιπαρέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.λιπαρέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: επιμένω, ζητώ κάτι επίμονα: μὴ λιπάρει τῇ πόσει = μην επιμένεις στο ποτό (μη συνεχίζεις να πίνεις).
σημασία2: θερμοπαρακαλώ, εκλιπαρώ: γλίσχρος γενοῦ λιπαρῶν = γίνε φορτικός παρακαλώντας τον (παρακάλεσέ τον επίμονα, φορτικά).
οικογένεια: παράγωγα: λιπαρής «που επιμένει», λίπτω «επιθυμώ».
Νέα-Ελληνική: σύνθ. εκλιπαρώ.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *λιπαρός (που δε διασώθηκε υπό την πίεση του ομόηχου λιπαρὸς «παχύς») + παρ. επίθ. -έω, παράβαλε σλοβακικό lipieti «επιθυμώ σφοδρά».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λιπαρής-ής-ὲς-επίθετο::
* McsElla.λιπαρής-ής-ὲς-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.λιπαρής-ής-ὲς@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που ακούραστα και επίμονα ασχολείται με κάτι: λιπαρής εἰμι περὶ αὐτοῦ = ασχολούμαι επίμονα με το θέμα αυτό.
σημασία2: αυτός που παρακαλεί με πολλή επιμονή.
* επίρρημα λιπαρῶς με ενδιαφέρον και υπομονή: λιπαρῶς ἔχω ἀκούειν = θέλω πολύ να ακούσω.
ετυμολογία: *λιπαρός, βλέπε λιπαρέω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λιπαρός-ά-ὸν-επίθετο::
* McsElla.λιπαρός-ά-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.λιπαρός-ά-ὸν@wordaryElla,
* McsElla.λιπαρώτερος!~συγκριτικός:λιπαρός-ά-ὸν@wordaryEllα,
* McsElla.λιπαρώτατος!~υπερθετικός:λιπαρός-ά-ὸν@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που γυαλίζει, λάμπει, γιατί είναι αλειμμένος με λάδι ή λίπος, όπως συνήθιζαν οι αρχαίοι να περιποιούνται το σώμα τους: λιπαρὸς χωρεῖ ἐκ βαλανείου = φεύγει από το λουτρό και το κορμί του γυαλίζει.
σημασία2: για πράγματα λαμπερός: λιπαρὰ καλύπτρα = λαμπερό κεφαλομάντιλο.
Νέα-Ελληνική: λιπαρός «άλουστος, άπλυτος».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη επίρρ. λίπα «με λίπος, πλουσιοπάροχα» + παρ. επίθ. -ρός, παράβαλε αρχ. ινδ. limpáti «αλείφω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λιτανεύω-ρήμα::
* McsElla.λιτανεύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.λιτανεύω@wordaryElla,
σημασία: παρακαλώ, ικετεύω: Λυσίμαχος ὁ ἵππαρχος ἀπέσφαξε αὐτοὺς πολλὰ λιτανεύοντας = ο Λυσίμαχος, ο αρχηγός του ιππικού, τους έσφαξε, αν και τον ικέτευαν έντονα.
οικογένεια: παράγωγα: λιτανεία «παράκληση».
Νέα-Ελληνική: λιτανεύω «περιφέρω εικόνα, οστά αγίου κτλ. σε θρησκευτική τελετή».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη λιτανός «ικέτης» (< παράγωγη-λέξη λιτή + -ανός) + παρ. επίθ. -εύω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λίχνος-η-ον-επίθετο::
* McsElla.λίχνος-η-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.λίχνος-η-ον@wordaryElla,
* McsElla.λιχνότερος!~συγκριτικός:λίχνος-η-ον@wordaryEllα,
* McsElla.λιχνότατος!~υπερθετικός:λίχνος-η-ον@wordaryElla,
σημασία: λαίμαργος, λιχούδης.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *λίχ- (λείχω) + παρ. επίθ. -νος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λογάς-ὁ-ἡ-επίθετο::
* McsElla.λογάς-ὁ-ἡ-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.λογάς-ὁ-ἡ@wordaryElla,
σημασία: επίλεκτος, διαλεχτός: ἐτάξαντο Ἀργείων χίλιοι λογάδες = παρατάχτηκαν για να πολεμήσουν χίλιοι επίλεκτοι στρατιώτες από τους Αργείους.
οικογένεια: παράγωγα: λογάδην «επιλεκτικά, με επιλογή».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη λέγ-ω «διαλέγω» + παρ. επίθ. -άς, για την ετεροίωση ε-ο παράβαλε λόγ-ος < λέγ-ω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λογίζομαι-ρήμα::
* McsElla.λογίζομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.λογίζομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐλογιζόμην!~παρατατικός:λογίζομαι@wordaryElla,
* McsElla.λογιοῦμαι!~μέλλοντας:λογίζομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐλογισάμην!~αόριστος:λογίζομαι@wordaryElla,
* McsElla.λελόγισμαι!~παρακείμενος:λογίζομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐλογίσθην!~παθητικός-αόριστος:λογίζομαι@wordaryElla,
σημασία1: λογαριάζω, υπολογίζω με αριθμητικές πράξεις: οὐκ ἐπίσταται λογίζεσθαι = δεν ξέρει να λογαριάζει.
* παθ. φωνή λογίζομαι υπολογίζομαι: οἱ ὁπλῖται ἐλογίσθησαν οὐκ ἐλάττους τῶν δισμυρίων = οι στρατιώτες υπολογίστηκαν όχι λιγότεροι από είκοσι χιλιάδες.
σημασία2: υπολογίζω μια κατάσταση, σκέπτομαι: λογιζόμενοι καταμανθάνομεν ὅπῃ ἕκαστα συμφέρει = αφού λογαριάσουμε τα πράγματα, καταλαβαίνουμε ποιο είναι το συμφέρον μας σε κάθε περίπτωση. τὰ ξυμφέροντα λογίζομαι = λογαριάζω το συμφέρον μου.
σημασία3: θεωρώ, λογαριάζω ότι...: Λύσανδρος λογισάμενος ὅτι οἷόν τε εἴη ταχὺ ἐκπολιορκῆσαι αὐτούς... = ο Λύσανδρος λογαριάζοντας ότι ήταν δυνατό γρήγορα να τους πολιορκήσει...
σημασία4: συμπεραίνω: ἐκ τούτων τῶν λόγων τοιόνδε τι λογίζομαι συμβαίνειν = από αυτές τις συζητήσεις συμπεραίνω ότι κάτι τέτοιο συμβαίνει.
οικογένεια: παράγωγα: λογισμός, λογιστής, λογιστήριον.
Νέα-Ελληνική: λογίζομαι «θεωρούμαι» (πβ. σημ. 3).
ετυμολογία: λόγος + παρ. επίθ. -ίζομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λογικός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.λογικός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.λογικός-ή-ὸν@wordaryElla,
* McsElla.λογικώτερος!~συγκριτικός:λογικός-ή-ὸν@wordaryEllα,
* McsElla.λογικώτατος!~υπερθετικός:λογικός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που έχει σχέση με το λόγο (την ομιλία) και, ειδικότερα, με την ευγλωττία: ἀγῶνες λογικοί = διαγωνισμοί ευγλωττίας.
σημασία2: αυτός που έχει σχέση με τη λογική, λογικός: λογικοὶ συλλογισμοί (αντίθ. ῥητορικοί).
αντώνυμα: ἄλογος.
οικογένεια: παράγωγα: λογική.
Νέα-Ελληνική: λογικός (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη λόγ-ος + παρ. επίθ. -ικός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λογισμός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.λογισμός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.λογισμός-οῦ-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: υπολογισμός (με αριθμούς): ἐν λογισμῷ ἁμαρτάνω = κάνω λάθος στον υπολογισμό.
σημασία2: υπολογισμός (χωρίς αριθμούς), συλλογισμός, σκέψη: οὐ τοῦ ξυμφέροντος λογισμῷ τοὺς ανθρώπους ὠφελοῦμεν = δεν ωφελούμε τους ανθρώπους από υπολογισμό αυτού που μας συμφέρει. μετὰ λογισμοῦ πάντα πράττουσιν = όλα τα κάνουν (ενεργούν πάντοτε) έπειτα από σκέψη.
Νέα-Ελληνική: λογισμός «σκέψη».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη λογίζομαι + παρ. επίθ. -μός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λογογράφος-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.λογογράφος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.λογογράφος-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: ως λογογράφους ο Θουκυδίδης χαρακτηρίζει τους πρώιμους Έλληνες ιστορικούς.
σημασία2: αυτός που έχει ως επάγγελμα να γράφει δικανικούς λόγους για λογαριασμό άλλων.
οικογένεια: παράγωγα: λογογραφία.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη λόγος + γράφω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λόγος-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.λόγος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.λόγος-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: τα λόγια, οι λέξεις, με τις οποίες εκφράζουμε τις σκέψεις μας: ψευδεῖς λόγοι = ψεύτικα λόγια. μὴ λόγους λέγε = μη λες λόγια (του αέρα). ἔργῳ καὶ οὐ λόγῳ = με έργα και όχι με λόγια.
* ὡς εἰπεῖν λόγῳ = με μια λέξη, με λίγα λόγια.
σημασία2: ομιλία ή συνομιλία, συζήτηση: Πρωταγόρας ἱκανὸς μακροὺς λόγους καὶ καλοὺς ποιεῖν = ο Πρωταγόρας είναι ικανός να κάνει μεγάλες και ωραίες ομιλίες. εἰς λόγους ἔρχομαι = έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιον.
* λόγον δίδωμί τινι = δίνω σε κάποιον το λόγο, δηλ. την άδεια να μιλήσει.
σημασία3: ό,τι λέγεται σχετικά με κάποιον ή κάτι, η φήμη: λόγος κακός = κακή φήμη. λόγοςστί/ἔχει = λέγεται.
σημασία4: διήγηση, ιστορία (αληθινή ή φανταστική): λόγοι οὓς ἤκουσα = διηγήσεις που άκουσα. ὦ Σώκρατες, ῥᾳδίως σύ, ἂν ἐθέλῃς, λόγους ποιεῖς = Σωκράτη, εσύ, αν θέλεις, εύκολα πλάθεις ιστορίες.
* πεζός λόγος: ἐν λόγῳ ἢ ἐν ποιήσει.
σημασία5: το λογικό, η σκέψη: ὁ ὀρθὸς λόγος = η ορθή σκέψη. μετὰ λόγου/κατὰ λόγον = σύμφωνα με τη λογική. ὁ λόγος αἱρεῖ = η λογική αποδεικνύει.
σημασία6: η εκτίμηση που τρέφω για κάποιον ή κάτι: οὐδένα λόγον ποιοῦμαί τινος = δε λογαριάζω κάποιον καθόλου. οἱ ἐν σμικρῷ λόγῳ ὄντες = αυτοί που πολύ λίγο υπολογίζονται.
σημασία7: το να δίνω λογαριασμό, εξηγήσεις για κάτι: ἠνάγκασαν αὐτὸν παρασχεῖν λόγον τῶν εἰρημένων = τον υποχρέωσαν να δώσει εξηγήσεις πάνω σ' αυτά που είχε πει.
σημασία8: σχέση, αναλογία: κατὰ λόγον τῆς δυνάμεως = ανάλογα με τη δύναμή του.
οικογένεια: παράγωγα: λογικός, λογική, λογίζομαι, λογισμός, σύνθετα: λογογράφος, λογοποιός, ἄλογος, ἀνάλογος, διάλογος, ἐπίλογος, παράλογος.
Νέα-Ελληνική: λόγος (με τις σημ. 1, 2, 5, 7).
ετυμολογία: λέγω, με ετεροίωση ε > ο.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λοιδορέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.λοιδορέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.λοιδορέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐλοιδόρουν!~παρατατικός:λοιδορέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.λοιδορήσω!~μέλλοντας:λοιδορέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐλοιδόρησα!~αόριστος:λοιδορέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.λελοιδόρηκα!~παρακείμενος:λοιδορέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.λοιδορήσομαι!~μέσος-και-παθητικός-μέλλοντας:λοιδορέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐλοιδορησάμην!~μέσος-και-παθητικός-αόριστος:λοιδορέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐλοιδορήθην!~μέσος-και-παθητικός-αόριστος:λοιδορέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.λελοιδόρημαι!~παθητικός-παρακείμενος:λοιδορέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: εξυβρίζω: οἱ ἄλλοι στρατιῶται παίουσι καὶ λοιδοροῦσι τὸν Σωτηρίδαν = οι άλλοι στρατιώτες χτυπούν και βρίζουν το Σωτηρίδα.
σημασία2: μαλώνω, επιπλήττω.
σημασία3: στη μέση φωνή με τον παθ. αόρ. με ενεργ. σημ. λοιδοροῦμαί τινι εξυβρίζω κάποιον.
οικογένεια: παράγωγα: λοιδοριστής «υβριστής», λοίδορος «υβριστικός», λοιδορία.
Νέα-Ελληνική: λοιδορώ (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία, ίσως *λοῖδος «παιχνίδι» (πβ. λατινικός lūdus και λίζει (= παίζει) > *λοιδόλης > *λοιδόρης «που περιπαίζει, υβρίζει» + -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λοιμός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.λοιμός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.λοιμός-οῦ-ὁ@wordaryElla,
σημασία: μολυσματική, μεταδοτική, θανατηφόρα ασθένεια.
ετυμολογία: συγγ. με λιμός, βλέπε λιμός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λοιπός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.λοιπός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.λοιπός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία: αυτός που υπολείπεται, ο υπόλοιπος: αἱ λοιπαὶ νῆες / αἱ λοιπαὶ τῶν νεῶν = τα υπόλοιπα καράβια. ὁ λοιπὸς χρόνος = το μέλλον.
* για χρόνο τοῦ λοιποῦ (χρόνου) = στο μέλλον, στο εξής.
* ως ουσιασ. τὸ λοιπόν / τὰ λοιπά = το υπόλοιπο. οἱ λοιποί = οι υπόλοιποι.
Νέα-Ελληνική: λοιπός.
ετυμολογία: λείπω, με ετεροίωση ε > ο.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Λοξίας-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.Λοξίας-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Λοξίας-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: επίθετο του θεού Απόλλωνα.
ετυμολογία: *λεκ, *λοκ- (πβ. λέχ-ριος «πλάγιος») + παρ. επίθ. -σός > λοξὸς «αμφίσημος» (από την ασαφή γλώσσα των χρησμών).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λούω--λόω-ρήμα::
* McsElla.λούω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.λόω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.λόω@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.λούω@wordaryElla,
* McsElla.λοῦμαι!~μέσος-ενεστώτας:λούω@wordaryElla,
* McsElla.ἐλούμην!~μέσος-παρατατικός:λούω@wordaryElla,
* McsElla.λούσομαι!~μέσος-μέλλοντας:λούω@wordaryElla,
* McsElla.ἐλουσάμην!~μέσος-αόριστος:λούω@wordaryElla,
* McsElla.λέλουμαι!~παθητικός-παρακείμενος:λούω@wordaryElla,
* McsElla.λέλουσμαι-μεταγενέστερος!~παθητικός-παρακείμενος:λούω@wordaryElla,
σημασία1: πλένω το σώμα κάποιου.
σημασία2: μέση φωνή λοῦμαι πλένω το σώμα μου, πλένομαι, κάνω μπάνιο: ἐς βαλανεῖον ἦλθε λουσόμενος = πήγε στα δημόσια λουτρά, για να πλυθεί.
οικογένεια: παράγωγα: λουτρόν.
Νέα-Ελληνική: λούζω «πλένω τα μαλλιά».
ετυμολογία: *λόFω, ομόρρ. με λατινικός lavō.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λόφος-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.λόφος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.λόφος-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: ύψωμα γης, λόφος.
σημασία2:
σημασίαα: λοφίο της περικεφαλαίας: λευκοὶ ἵππιοι λόφοι = λευκά λοφία από τρίχες αλόγων.
σημασίαβ: λοφίο στο κεφάλι πουλιού: λόφος ἀλεκτρυόνος = το λοφίο του πετεινού.
οικογένεια: παράγωγα: λόφιον, λοφίδιον, σύνθετα: γεώλοφος.
Νέα-Ελληνική: λόφος (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λοχαγέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.λοχαγέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.λοχαγέω-ῶ@wordaryElla,
παρατήρηση: εύχρηστο μόνον στον ενεστ.
σημασία: διοικώ λόχο.
ετυμολογία: ιων. λοχηγέω, παράγωγη-λέξη δωρ. λοχαγός (σύνθετα: λόχος + ἡγέομαι, δωρ. *ἁγέομαι) + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λοχάω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.λοχάω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.λοχάω-ῶ@wordaryElla,
παρατήρηση: ποιητικό, στους αττ. πεζογράφους σπάνιο και μόνο στον ενεστ.
σημασία: παραμονεύω, στήνω ενέδρα: λοχήσας πρὸς τῇ πόλει πολλοὺς διέφθειρε = αφού έστησε ενέδρα κοντά στην πόλη, σκότωσε πολλούς.
Νέα-Ελληνική: παράβαλε το σύνθ. ελλοχεύω «στήνω ενέδρα».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη βλέπε λόχος «ενέδρα» + -άω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λόχος-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.λόχος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.λόχος-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: ενέδρα.
σημασία2: σώμα ανδρών που στήνουν ενέδρα, και κατ' επέκταση τμήμα στρατού.
οικογένεια: παράγωγα: λοχάω-ῶ, λοχίτης «συστρατιώτης».
Νέα-Ελληνική: λόχος «τμήμα στρατού» (από τη σημ. 2).
ετυμολογία: *λεχ-, *λοχ- (< λέχομαι «ενεδρεύω», βλέπε λέχος).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Λύκειον-είου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.Λύκειον-είου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Λύκειον-είου-τὸ@wordaryElla,
σημασία: γυμναστήριο στην αρχαία Αθήνα, που βρισκόταν κοντά στο ναό του Λυκείου Απόλλωνα.
οικογένεια: παράγωγα: λύκειος.
Νέα-Ελληνική: λύκειο (εκπαιδευτικό ίδρυμα).
ετυμολογία: ουσιαστικοπ. του ουδ. του επιθέτου του Απόλλωνα Λύκειος, βλέπε Λύκειος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λύκειος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.λύκειος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.λύκειος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία: αυτός που έχει σχέση με το λύκο: λύκειος δορά = δέρμα λύκου.
ετυμολογία: λύκος + παρ. επίθ. -ειος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Λύκειος-είου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.Λύκειος-είου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Λύκειος-είου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: επίθετο του θεού Απόλλωνα.
ετυμολογία: Λυκία + παρ. επίθ. -ειος, που κατάγεται από τη Λυκία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λυμαίνομαι-ρήμα::
* McsElla.λυμαίνομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.λυμαίνομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐλυμαινόμην!~παρατατικός:λυμαίνομαι@wordaryElla,
* McsElla.λυμανοῦμαι!~μέλλοντας:λυμαίνομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐλυμηνάμην!~αόριστος:λυμαίνομαι@wordaryElla,
* McsElla.λελύμασμαι!~παρακείμενος:λυμαίνομαι@wordaryElla,
σημασία: βλάπτω, κακοποιώ κάποιον ή καταστρέφω κάτι: ἡ νόσος λυμαίνεται τὸ σῶμα.
συνώνυμα: φθείρω.
οικογένεια: παράγωγα: λυμαντικός, λυμεών.
Νέα-Ελληνική: λυμαίνομαι.
ετυμολογία: λῦμα, -ατος, τὸ «λέρα που απομακρύνεται με την πίεση νερού» + παρ. επίθ. -αίνομαι < *-άνjομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λύμη-ης-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.λύμη-ης-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.λύμη-ης-ἡ@wordaryElla,
σημασία: βλάβη, κακοποίηση ή καταστροφή: ἐγένετο μεγάλη λύμη τῇ πόλει = έγινε μεγάλη καταστροφή στην πόλη.
ετυμολογία: λῦμα, τό, παράβαλε λατινικός polluō «ρυπαίνω», βλέπε λυμαίνομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λυπέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.λυπέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.λυπέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐλύπουν!~παρατατικός:λυπέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.λυπήσω!~μέλλοντας:λυπέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐλύπησα!~αόριστος:λυπέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.λελύπηκα!~παρακείμενος:λυπέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.λυποῦμαι!~παθητικός-ενεστώτας:λυπέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐλυπούμην!~παθητικός-παρατατικός:λυπέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.λυπηθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:λυπέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐλυπήθην!~παθητικός-αόριστος:λυπέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.λελύπημαι!~παθητικός-παρακείμενος:λυπέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: στενοχωρώ, λυπώ, δυσαρεστώ, ενοχλώ (ψυχικά): ἐλύπει αὐτὸν ἡ χώρα πορθουμένη = τον λυπούσε η καταστροφή της χώρας.
σημασία2: ενοχλώ κάποιον (σωματικά): θώρακες μὴ λυποῦντες ἐν τῇ χρείᾳ = θώρακες που δεν ενοχλούν στη χρήση (όταν τους φορούν). τὸ παιδίον ἐβόα ὑπὸ τῆς θεραπαίνης λυπούμενον = το παιδί έκλαιγε, καθώς η υπηρέτρια το ενοχλούσε.
σημασία3: για ιππικό και άλλα ελαφρώς οπλισμένα στρατεύματα βλάπτω, παρενοχλώ (το στράτευμα με συνεχείς επιθέσεις): οἱ ἱππεῖς τῶν Συρακοσίων ἥκιστ' ἂν αὐτοὺς λυπήσειαν = ...ελάχιστα θα μπορέσουν να τους παρενοχλήσουν. λῃσταὶ τὴν χώραν ἐλύπουν = οι ληστές έβλαπταν τη χώρα (με τις επιδρομές τους).
Νέα-Ελληνική: λυπώ (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη λύπη + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λύπη-ης-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.λύπη-ης-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.λύπη-ης-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: πόνος του σώματος.
σημασία2: πόνος της ψυχής, λύπη.
αντώνυμα: χαρά.
οικογένεια: παράγωγα: λυπηρός, λυπέω -ῶ, σύνθετα: ἀλυπία.
ετυμολογία: *λευπ-, *λυπ- «κομματιάζω, σχίζω», παράβαλε λιθουανικός lùpti «ξεφλουδίζω, γδέρνω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λυπηρός-ά-ὸν-επίθετο::
* McsElla.λυπηρός-ά-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.λυπηρός-ά-ὸν@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που προκαλεί πόνο ή στενοχώρια.
συνώνυμα: θλιβερός.
σημασία2: δυσάρεστος: ἐγένοντο λυπηροὶ τοῖς ξυμμάχοις = έγιναν δυσάρεστοι στους συμμάχους.
αντώνυμα: ἡδύς.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη λύπη + παρ. επίθ. -ηρός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λύσις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.λύσις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.λύσις-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: λύσιμο, απαλλαγή, απελευθέρωση από κάτι: αὐτῶν λύσις δεσμῶν = η απαλλαγή αυτών από τα δεσμά.
σημασία2: χωρισμός: λύσις καὶ χωρισμὸς ψυχῆς ἀπὸ σώματος.
σημασία3: διάλυση: πολιτείας λύσις.
Νέα-Ελληνική: λύση (με τη σημ. 1 και άλλες σημ.).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη λύω + παρ. επίθ. -σις.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λυσιτελέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.λυσιτελέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.λυσιτελέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐλυσιτέλουν!~παρατατικός:λυσιτελέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐλυσιτέλησα!~αόριστος:λυσιτελέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: ωφελώ: λυσιτελεῖ ἡμῖν ἡ ἀλλήλων δικαιοσύνη καὶ ἀρετή = μας ωφελεί η αμοιβαία δικαιοσύνη και αρετή.
αντώνυμα: βλάπτω.
* απρόσωπο λυσιτελεῖ ωφελεί, συμφέρει: οὐ λυσιτελεῖ (ἡμῖν) εἰς τοσοῦτον προϊέναι κίνδυνον = δε μας συμφέρει να αναλάβουμε τόσο κίνδυνο.
Νέα-Ελληνική: λυσιτελώ.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη λυσιτελής + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λυσιτελής-ής-ὲς-επίθετο::
* McsElla.λυσιτελής-ής-ὲς-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.λυσιτελής-ής-ὲς@wordaryElla,
* McsElla.λυσιτελέστερος!~συγκριτικός:λυσιτελής-ής-ὲς@wordaryEllα,
* McsElla.λυσιτελέστατος!~υπερθετικός:λυσιτελής-ής-ὲς@wordaryElla,
σημασία: ωφέλιμος: οὐδέποτε λυσιτελέστερον ἀδικία δικαιοσύνης = σε καμιά περίπτωση δεν είναι πιο ωφέλιμη η αδικία από τη δικαιοσύνη.
αντώνυμα: ἐπιβλαβής.
Νέα-Ελληνική: λυσιτελής (λόγ.).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη λυσι- (λύω) + τέλος «κέρδος», που φέρνει κέρδος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λύτρον-ου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.λύτρον-ου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.λύτρον-ου-τὸ@wordaryElla,
σημασία: τα χρήματα που δίνονται για την απελευθέρωση ομήρου, λύτρα: λύτρα ἀνδρῶν αἰχμαλώτων ἀποδίδωμι = πληρώνω λύτρα για τους αιχμαλώτους.
οικογένεια: παράγωγα: λυτρόω, λύτρωσις, λυτρωτής.
Νέα-Ελληνική: λύτρα (μόνο στον πληθυντικό αριθμό).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη λύ-ω + παρ. επίθ. -τρον.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λύχνος-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.λύχνος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.λύχνος-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: λυχνάρι: λύχνον ἅπτω = ανάβω το λυχνάρι.
οικογένεια: παράγωγα: λυχνίον, λυχνία «λυχνοστάτης», σύνθετα: λυχνέλαιον, λυχνοποιός, λυχνοπώλης.
Νέα-Ελληνική: λυχνάρι.
ετυμολογία: *λυκσ-νος, *λυκ-, από *λευκ- (λευκός), παράβαλε αρχ. πρωσ. louxnos (πληθ.) «άστρα».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λύω-ρήμα::
* McsElla.λύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.λύω@wordaryElla,
* McsElla.ἔλυον!~παρατατικός:λύω@wordaryElla,
* McsElla.λύσω!~μέλλοντας:λύω@wordaryElla,
* McsElla.ἔλυσα!~αόριστος:λύω@wordaryElla,
* McsElla.λέλυκα!~παρακείμενος:λύω@wordaryElla,
* McsElla.ἐλελύκειν!~υπερσυντέλικος:λύω@wordaryElla,
* McsElla.λύσομαι-«θα-λύσω»-ή-«θα-λυθώ»!~μέσος-μέλλοντας-μέση-ή-κάποτε-παθητική-σημασία:λύω@wordaryElla,
* McsElla.ἐλυσάμην!~μέσος-αόριστος:λύω@wordaryElla,
* McsElla.λέλυμαι!~μέσος-παρακείμενος:λύω@wordaryElla,
* McsElla.λυθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:λύω@wordaryElla,
* McsElla.ἐλύθην!~παθητικός-αόριστος:λύω@wordaryElla,
* McsElla.λέλυμαι!~παθητικός-παρακείμενος:λύω@wordaryElla,
* McsElla.ἐλελύμην!~παθητικός-υπερσυντέλικος:λύω@wordaryElla,
σημασία1: λύνω, χαλαρώνω: λύω ζωστῆρα = λύνω το ζωστήρα. λύω ἱστία = χαλαρώνω τα πανιά του πλοίου.
σημασία2: ελευθερώνω: λύω τινὰ δεσμῶν = ελευθερώνω κάποιον από τα δεσμά του.
σημασία3: διαλύω, διασκορπίζω ένα σύνολο ανθρώπων: λύω ἀγοράν = διαλύω τη συνέλευση. ἐλύθη ἡ στρατιά = διασκορπίστηκε ο στρατός.
σημασία4: δίνω τέλος σε κάτι: λύω φόβον = παύω να φοβάμαι. λύω βίον = πεθαίνω.
* ακυρώνω, καταργώ: λύω τὰς σπονδάς = ακυρώνω τη συμφωνία.
οικογένεια: παράγωγα: λυτός, λύτρον, λύσις, σύνθετα: λυσιτελής, λυσιτελῶ, λυσίζωνος, Λυσίμαχος.
Νέα-Ελληνική: λύνω (με τις σημ. 1, 2 και άλλες σημ.).
ετυμολογία: *λυ-, παράβαλε λατινικός luō «αποπληρώνω», αρχ. ινδ. lunáti «τεμαχίζω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λωβάομαι-ῶμαι-ρήμα::
* McsElla.λωβάομαι-ῶμαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.λωβάομαι-ῶμαι@wordaryElla,
* McsElla.λωβήσομαι!~μέλλοντας:λωβάομαι-ῶμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐλωβησάμην!~αόριστος:λωβάομαι-ῶμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐλωβήθην!~παθητικός-αόριστος:λωβάομαι-ῶμαι@wordaryElla,
* McsElla.λελώβημαι!~παθητικός-παρακείμενος:λωβάομαι-ῶμαι@wordaryElla,
σημασία: βλάπτω, κακομεταχειρίζομαι κάποιον ή κάτι: λωβῶμαι τοὺς νέους/τοὺς ἐπιεικεῖς/τὴν πόλιν = διαφθείρω τους νέους/τους καλούς/την πόλη.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη λώβη + παρ. επίθ. -άομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λώβη-ης-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.λώβη-ης-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.λώβη-ης-ἡ@wordaryElla,
σημασία: βλάβη, κακοποίηση: οὗτοι φανερά ἐστι λώβη καὶ διαφθορὰ τῶν συγγιγνομένων = αυτοί (δηλ. οι σοφιστές) είναι φανερή βλάβη και διαφθορά όσων τους πλησιάζουν.
οικογένεια: παράγωγα: λωβάομαι-ῶμαι, λωβητής.
ετυμολογία: *σλωβ-, «πιέζω, βασανίζω», παράβαλε λιθουανικός slogà «μαστίγιο».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λωποδυτέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.λωποδυτέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.λωποδυτέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: κλέβω τα ρούχα (συνήθως λουομένου ή ταξιδιώτη).
σημασία2: γενικά κλέβω, ληστεύω.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη λωποδύτης + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λωποδύτης-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.λωποδύτης-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.λωποδύτης-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που κλέβει ρούχα (συνήθως λουομένου).
σημασία2: γενικά κλέφτης, ληστής.
Νέα-Ελληνική: λωποδύτης (με τη σημ. 2).
οικογένεια: παράγωγα: λωποδυτέω.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη λῶπος, τό (= λώπη «είδος πανωφοριού») + *δυτ- (δύομαι «φορώ») + παρ. επίθ. -ης > λωποδύτης «που ενδύεται τα ρούχα των άλλων (και φεύγει)»· για το λῶπος η ρίζα είναι *λωπ-, *λεπ- (πβ. λέπω «ξελεπίζω, ξεφλουδίζω»).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λωφάω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.λωφάω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.λωφάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.λωφήσω!~μέλλοντας:λωφάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.λελώφηκα!~παρακείμενος:λωφάω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: ξεκουράζομαι, ησυχάζω: λωφᾷ ἡ ψυχὴ τῆς ὀδύνης καὶ γέγηθεν = η ψυχή ησυχάζει από τον πόνο και χαίρεται.
σημασία2: υποχωρώ: λωφᾷ τὸ νόσημα = υποχωρεί η αρρώστια.
οικογένεια: παράγωγα: λώφησις «παύση, λήξη».
Νέα-Ελληνική: λουφάζω (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία, ίσως συγγεν. με ἐλαφρός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
λῴων-λῴων-λῷον-επίθετο::
* McsElla.λῴων-λῴων-λῷον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.λῴων-λῴων-λῷον@wordaryElla,
παρατήρηση: συγκριτικός βαθμός του βλέπε ἀγαθὸς
σημασία1: πιο επιθυμητός, προτιμότερος, πιο ευχάριστος, καλύτερος: τὸ φρονεῖν καὶ τὸ νοεῖν τῆς ἡδονῆς ἀμείνω καὶ λῴω= η φρόνηση και η νόηση είναι καλύτερα και προτιμότερα από την ηδονή.
σημασία2: λῷστος, -η, -ον (υπερθετικός βαθμός του βλέπε ἀγαθός) άριστος: ὦ λῷστε Πῶλε! =καλέ μου φίλε Πώλε!
συνώνυμα: ὦ βέλτιστε.
ετυμολογία: *λω- (< λῶ «θέλω») + συγκριτικό επίθ. -ίων.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
letter::
* McsEngl.wordaryElla.mi,
====== langoGreekAncient:
* McsElla.λεξικόΕλλα.Μ,
Μ-μ-μῦ-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.Μ-μ-μῦ-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Μ-μ-μῦ-τὸ@wordaryElla,
* McsElla.μῦ-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.μῦ-τὸ@wordaryElla,
σημασία: το δωδέκατο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου.
* ως αριθμητικό σύμβολο: μ΄ = 40, αλλά ͵μ = 40.000.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μὰ-μόριο::
* McsElla.μὰ-μόριο@wordaryElla,
* McsElla.μόριο.μὰ@wordaryElla,
παρατήρηση: χρησιμοποιείται σε διαβεβαιώσεις ή όρκους και συντάσσεται με αιτιατική μα: ναὶ μὰ τὸν Δία. οὐ μὰ τὸν Δία = μα το Δία, όχι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μαγγανεύω-ρήμα::
* McsElla.μαγγανεύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.μαγγανεύω@wordaryElla,
σημασία: χρησιμοποιώ μαγικά τεχνάσματα, εξαπατώ: ὁ βάσκανος οὗτος μαγγανεύει καὶ τοὺς νοσοῦντας φησὶν ἰᾶσθαι = αυτός εδώ ο μάγος εξαπατά και ισχυρίζεται ότι θεραπεύει τους αρρώστους.
οικογένεια: παράγωγα: μαγγανεία «μαγεία», μαγγάνευμα, μαγγανευτής.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη μάγγανον «μέσο με το οποίο μαγεύουμε τους άλλους» {αβέβαιη-ετυμολογία, ίσως από ρίζα *μεγγ- (*μενγ-) + παρ. επίθ. -ανον, ινδοευρωπαϊκός *meng, παράβαλε ιρλ. meng «απάτη»} + παρ. επίθ. -εύω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μάγειρος-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.μάγειρος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.μάγειρος-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: αυτός που σφάζει ζώα, κρεοπώλης και μάγειρος (αυτές τις ιδιότητες τις συγκέντρωνε συχνά το ίδιο πρόσωπο).
οικογένεια: παράγωγα: μαγειρεῖον, μαγειρικός, μαγειρεύω, σύνθετα: ἀρχιμάγειρος.
Νέα-Ελληνική: μάγειρας (με την γ΄ μόνο ιδιότητα).
ετυμολογία: ίσως μακεδον. λέξη, συγγεν. με το μάχαιρα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μᾶζα-ης-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.μᾶζα-ης-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.μᾶζα-ης-ἡ@wordaryElla,
σημασία: κριθαρένιο ψωμί: ἄρτοι καὶ μᾶζαι = ψωμιά από σιτάρι και ψωμιά από κριθάρι.
Νέα-Ελληνική: μάζα (λ.χ. ζυμαριού, και με άλλες σημ.).
ετυμολογία: *μαγ- (μαγ-ῆναι αόρ. του μάσσω «ζυμώνω») + παρ. επίθ. -jα > μᾶζα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μάθημα-ατος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.μάθημα-ατος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.μάθημα-ατος-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: μάθημα: τὰ παθήματα γέγονε μαθήματα = τα παθήματα έγιναν μαθήματα.
σημασία2: συχνά στον πληθ. μάθηση, γνώση: μαθημάτων φρόντιζε μᾶλλον χρημάτων = να ενδιαφέρεσαι πιο πολύ για τη γνώση παρά για τα χρήματα.
σημασία3: τα μαθηματικά.
Νέα-Ελληνική: μάθημα (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *μαθη- (με-μάθη-κα < μανθάνω) + παρ. επίθ. -μα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μαθηματικός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.μαθηματικός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.μαθηματικός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που αγαπά τη μάθηση, φιλομαθής.
σημασία2: επιστημονικός, ιδίως μαθηματικός: ἡ μαθηματικὴ ἐπιστήμη. ὁ μαθηματικός (ως ουσιαστικό).
Νέα-Ελληνική: μαθηματικός (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη μάθημα (γεν. μαθήματ-ος) + παρ. επίθ. -ικός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μαθητικός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.μαθητικός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.μαθητικός-ή-ὸν@wordaryElla,
* McsElla.μαθητικώτερος!~συγκριτικός:μαθητικός-ή-ὸν@wordaryEllα,
* McsElla.μαθητικώτατος!~υπερθετικός:μαθητικός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία: μαθητικός τινος ευνοϊκά διατεθειμένος προς τη μάθηση κάποιου πράγματος.
Νέα-Ελληνική: μαθητικός (λόγ.).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη μαθητής + παρ. επίθ. -ικός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μαῖα-μαίας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.μαῖα-μαίας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.μαῖα-μαίας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: μαμή: οὐκ ἀκήκοας ὡς ἐγώ εἰμι υἱὸς μαίας, Φαιναρέτης; = δεν έχεις ακούσει ότι είμαι (εγώ ο Σωκράτης) γιος μαμής, της Φαιναρέτης;
οικογένεια: παράγωγα: μαιεύομαι, μαίευσις, μαιευτική.
Νέα-Ελληνική: μαία.
ετυμολογία: *μᾱ- (μη- της παιδικής γλώσσας) + παρ. επίθ. -jα > μαῖα, συγγεν. με μάμμη, μήτηρ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μαιευτικός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.μαιευτικός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.μαιευτικός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που έχει σχέση με την τέχνη της μαίας, της μαμής.
σημασία2: ἡ μαιευτική (τέχνη) η διαλογική μέθοδος του Σωκράτη, μέσω της οποίας βοηθούσε τους συνομιλητές του να εξωτερικεύσουν γνώσεις που κατείχαν χωρίς να το συνειδητοποιούν.
Νέα-Ελληνική: μαιευτικός (με τις σημ. 1, 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *μαιευτής (πβ. όμως μαιεύτρια < μαιεύομαι) + παρ. επίθ. -ικός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Μαιμακτηριών-ῶνος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.Μαιμακτηριών-ῶνος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Μαιμακτηριών-ῶνος-ὁ@wordaryElla,
σημασία: ο πέμπτος μήνας του αττικού έτους, από 15 Οκτωβρίου έως 15 Νοεμβρίου.
ετυμολογία: Μαιμάκτης, ὁ (επίθετο του Διός) + παρ. επίθ. -ιών, ρ. μαιμάσσω και μαιμάω «είμαι οργισμένος», συγγεν. με μαίομαι χωρίς σαφή ετυμ..
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μαίνομαι-ρήμα::
* McsElla.μαίνομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.μαίνομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐμαινόμην!~παρατατικός:μαίνομαι@wordaryElla,
* McsElla.μανήσομαι!~μέλλοντας:μαίνομαι@wordaryElla,
* McsElla.μανοῦμαι!~μέλλοντας:μαίνομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐμηνάμην!~μέσος-αόριστος:μαίνομαι@wordaryElla,
* McsElla.μέμηνα-«είμαι-σε-κατάσταση-μανίας»!~παρακείμενος-αμετάβατο-σημασία-ενεστώτα:μαίνομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐμάνην!~παθητικός-αόριστος:μαίνομαι@wordaryElla,
* McsElla.μεμάνημαι!~παθητικός-παρακείμενος:μαίνομαι@wordaryElla,
σημασία: βρίσκομαι σε κατάσταση μανίας, τρέλας: μαίνομαι καὶ παραπαίω = είμαι τρελός και ανισόρροπος. μαίνεται τόλμῃ = είναι τρελός από την αλόγιστη τόλμη.
οικογένεια: παράγωγα: μαινάς (ἡ), σύνθετα: ἐκμαίνομαι, ὑπερμαίνομαι, ἐμμανής, φρενομανής.
Νέα-Ελληνική: μαίνομαι.
ετυμολογία: *μαν- + παρ. επίθ. -jομαι > μαίν-ομαι, συγγεν. με αρχ. ινδ. mányate «σκέπτομαι», αρχ. σλαβ. mĭnĕti «σκέπτομαι».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μάκαρ-αρος-ὁ-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.μάκαρ-αρος-ὁ-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.μάκαρ-αρος-ὁ-ἡ@wordaryElla,
παρατήρηση: στον πληθ. οἱ μάκαρες
σημασία: οι νεκροί, που απολαμβάνουν απόλυτη ευτυχία, μακαριότητα: μακάρων νῆσοι (στα νησιά αυτά πίστευαν ότι μετέβαιναν μετά το θάνατό τους οι ήρωες και άλλα πρόσωπα άξια να απολαύσουν μακαριότητα).
οικογένεια: παράγωγα: μακαρίτης, μακαρίζω, μακάριος, μακαριότης.
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μακαρίζω-ρήμα::
* McsElla.μακαρίζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.μακαρίζω@wordaryElla,
σημασία: καλοτυχίζω, συγχαίρω: μακαρίζω τινὰ τινός = καλοτυχίζω κάποιον για κάτι. μακαρίζομεν ὑμῶν τὸ ἀπειρόκακον = σας καλοτυχίζουμε για την αγαθοσύνη σας (ειρωνικά).
οικογένεια: παράγωγα: μακαριστός, μακαρισμός.
Νέα-Ελληνική: μακαρίζω.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη μάκαρ + παρ. επίθ. -ίζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μακάριος-ία|ιος-ιον-επίθετο::
* McsElla.μακάριος-ία|ιος-ιον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.μακάριος-ία|ιος-ιον@wordaryElla,
* McsElla.μακαριώτερος!~συγκριτικός:μακάριος-ία|ιος-ιον@wordaryEllα,
* McsElla.μακαριώτατος!~υπερθετικός:μακάριος-ία|ιος-ιον@wordaryElla,
σημασία1: ευλογημένος, ευτυχισμένος: σοφοί τε καὶ μακάριοι ἄνδρες.
σημασία2: πλούσιος, σε κατάσταση ευημερίας.
σημασία3: για νεκρό μακαρίτης.
Νέα-Ελληνική: μακάριος (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη μάκαρ + παρ. επίθ. -ιoς.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μακαριστός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.μακαριστός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.μακαριστός-ή-ὸν@wordaryElla,
* McsElla.μακαριστότερος!~συγκριτικός:μακαριστός-ή-ὸν@wordaryEllα,
* McsElla.μακαριστότατος!~υπερθετικός:μακαριστός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία: αυτός που θεωρείται καλότυχος, που τον καλοτυχίζουν: μακαριστὸς ὑπὸ πάντων ἀνθρώπων = καλοτυχίζεται από όλους τους ανθρώπους.
Νέα-Ελληνική: μακαριστός.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη μακαρίζω + παρ. επίθ. -τός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μακρὰν-επίρρημα::
* McsElla.μακρὰν-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.μακρὰν@wordaryElla,
σημασία1: τοπικά μακριά: μὴ ἀπέλθῃς μακράν = μην πας μακριά.
σημασία2: χρονικά πολύ χρόνο: τί οὖν συνέβη μετὰ ταῦτ' εὐθύς, οὐκ εἰς μακράν; = τι συνέβηκε λοιπόν αμέσως έπειτα από αυτά, όχι πολύ χρόνο αργότερα;
Νέα-Ελληνική: μακράν (λόγ., με τη σημ. 1).
ετυμολογία: μακρός, μακράν (ενν. ὁδόν).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μακρηγορέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.μακρηγορέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.μακρηγορέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: μιλώ για ένα θέμα με λεπτομέρειες ή για πολλή ώρα: ἐγὼ τὰ μὲν κατὰ πολέμους ἔργα, ...μακρηγορεῖν ἐν εἰδόσιν οὐ βουλόμενος,άσω = εγώ θα παραλείψω ό,τι έχει σχέση με τα πολεμικά κατορθώματα (των Αθηναίων), γιατί δε θέλω να πω πολλά πράγματα σε ανθρώπους που τα γνωρίζουν.
Νέα-Ελληνική: μακρηγορώ.
ετυμολογία: παράγ./σύνθ. μακρά (ουδ. πληθ.) + ἀγορ-εύω + παρ. επίθ. -έω, όπου στη σύνθεση α + α > η.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μακρόθεν-επίρρημα::
* McsElla.μακρόθεν-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.μακρόθεν@wordaryElla,
σημασία: από μακριά.
Νέα-Ελληνική: στη λόγ. φρ. εκ του μακρόθεν.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη μακρός, -όν + παρ. επίθ. -θεν.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μακρός-ά-ὸν-επίθετο::
* McsElla.μακρός-ά-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.μακρός-ά-ὸν@wordaryElla,
* McsElla.μακρότερος!~συγκριτικός:μακρός-ά-ὸν@wordaryEllα,
* McsElla.μάσσων!~συγκριτικός:μακρός-ά-ὸν@wordaryEllα,
* McsElla.μακρότατος!~υπερθετικός:μακρός-ά-ὸν@wordaryEllα,
* McsElla.μήκιστος!~υπερθετικός:μακρός-ά-ὸν@wordaryElla,
σημασίαΑ: τοπικά
σημασία1: αυτός που έχει μεγάλο μήκος, μακρύς: μακρὰ ὁδός = μακρύς δρόμος.
αντώνυμα: βραχύς «που έχει μικρό μήκος, κοντός».
σημασία2: αυτός που βρίσκεται μακριά, μακρινός: μακρὰ ἀποικία.
σημασία3: γενικά μεγάλος: ἐλπίζω μακρότερα τῆς δυνάμεως = έχω ελπίδες μεγαλύτερες από τη δύναμή μου.
σημασία4: ως επίρρημα μακρῷ πολύ, κατά πολύ: μακρῷ πρῶτος.
σημασίαΒ: χρονικά
σημασία1: αυτός που διαρκεί πολύ: μακρὰ νύξ = μεγάλη, μακριά νύχτα. μακρὸς βίος = ζωή πολλών χρόνων.
* αυτός που, επειδή διαρκεί πολύ, καταντά ενοχλητικός: μακροὶ λόγοι.
σημασία2: ως επίρρημα διὰ μακρῶν λεπτομερώς.
οικογένεια: παράγωγα: μάκρος, μακρύνω, μακράν (ενν. ὁδόν), σύνθετα: μακρόβιος, μακρολόγος.
Νέα-Ελληνική: μακρός (λόγ.), μακρύς (με σημ. Α1, Β1), φρ. διὰ μακρών (με σημ. Β2).
ετυμολογία: *μακ- (δωρ. μᾶκος = μῆκος) + παρ. επίθ. -ρός, συγγεν. με μακ-εδνὸς «υψηλός», Μακεδών.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μάλα-επίρρημα::
* McsElla.μάλα-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.μάλα@wordaryElla,
* McsElla.μᾶλλον!~συγκριτικός:μάλα@wordaryElla,
* McsElla.μάλιστα!~υπερθετικός:μάλα@wordaryElla,
σημασία1: πολύ ή πάρα πολύ: μάλα ἀσμένως = πολύ ευχαρίστως. μάλα δὴ πρεσβύτης = πολύ γέρος.
σημασία2: σε απαντήσεις ναι, βεβαίως: Σωκράτης: ἆρ' οὐκ ἰσόθεον ἡγεῖται αὑτόν; Φαῖδρος: Καὶ μάλα. = Σ.: Άραγε, δε θεωρεί τον εαυτό του ίσο με τους θεούς; Φ.: Ναί.
ετυμολογία: *μαλ- + παρ. επίθ. -α (λ.χ. τάχιστ-α), συγγεν. με λατινικός mel-ior «βελτίων», λιθουανικός milns «πολύ».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μάλιστα-επίρρημα::
* McsElla.μάλιστα-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.μάλιστα@wordaryElla,
παρατήρηση: υπερθετικός βαθμός του μάλα
σημασία1: σε πολύ μεγάλο βαθμό: ὅ,τι μάλιστα δύνασαι = όσο πιο πολύ μπορείς.
σημασία2: με άρθρο (ἐς) τὰ μάλιστα σε πολύ μεγάλο βαθμό: ἐτύγχανον προσφιλεῖς αὐτοῖς ὄντες τὰ μάλιστα = τους ήταν αγαπητοί σε πολύ μεγάλο βαθμό.
σημασία3: σε αριθμούς περίπου: πεντήκοντα μάλιστα = περίπου πενήντα.
σημασία4: σε απάντηση καὶ μάλιστα βεβαιότατα.
Νέα-Ελληνική: μάλιστα (με τη σημ. 4).
ετυμολογία: μάλα + παρ. επίθ. -ιστος (λ.χ. μέγ-ιστος).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μᾶλλον-επίρρημα::
* McsElla.μᾶλλον-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.μᾶλλον@wordaryElla,
παρατήρηση: συγκριτικός βαθμός του μάλα
σημασία1: περισσότερο: μᾶλλον τοῦ δέοντος = περισσότερο απ' ό,τι πρέπει.
σημασία2: μᾶλλον δὲ ή καλύτερα...: μᾶλλον δ' ἐξ ἀρχῆς ὑμῖν πειράσομαι διηγήσασθαι = ή καλύτερα θα δοκιμάσω από την αρχή να σας τα διηγηθώ.
Νέα-Ελληνική: μάλλον (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: μάλ-α + συγκριτικό επίθ. -jον > μᾶλλον.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μαλακός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.μαλακός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.μαλακός-ή-ὸν@wordaryElla,
* McsElla.μαλακώτερος!~συγκριτικός:μαλακός-ή-ὸν@wordaryEllα,
* McsElla.μαλακώτατος!~υπερθετικός:μαλακός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία1: μαλακός (στην αφή): μαλακὸς χιτών.
σημασία2: για πράγματα μη υποκείμενα σε αφή ήσυχος, ήρεμος: μαλακὸς ὕπνος = ήσυχος ύπνος.
σημασία3: για ανθρώπους πράος, ήπιος: μαλακὸν ἦθος = πράος χαρακτήρας.
σημασία4: με αρνητική σημ. μαλθακός, άτολμος, δειλός: αὐτοὶ μὲν ἀεὶ μαλακώτεροι ἐγίγνοντο, οἱ δὲ πολέμιοι θρασύτεροι = και αυτοί μεν γίνονταν όλο και πιο άτολμοι, οι εχθροί όμως όλο και πιο τολμηροί.
* μαλακὸς καρτερεῖν πρὸς λύπας = ανήμπορος να αντέξει τις λύπες.
οικογένεια: παράγωγα: μαλακία «μαλθακότητα», μαλακύνω.
Νέα-Ελληνική: μαλακός (με τις σημ. 1, 3).
ετυμολογία: *μαλ- + ένθ. -ακ + παρ. επίθ. -ός > μαλακός, του οποίου η ρίζα ταυτίζεται με το βλὰξ και το λατινικός mollis.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μανθάνω-ρήμα::
* McsElla.μανθάνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.μανθάνω@wordaryElla,
* McsElla.ἐμάνθανον!~παρατατικός:μανθάνω@wordaryElla,
* McsElla.μαθήσομαι!~μέλλοντας:μανθάνω@wordaryElla,
* McsElla.ἔμαθον!~αόριστος-β΄:μανθάνω@wordaryElla,
* McsElla.μεμάθηκα!~παρακείμενος:μανθάνω@wordaryElla,
* McsElla.ἐμεμαθήκειν!~υπερσυντέλικος:μανθάνω@wordaryElla,
σημασία1: μαθαίνω: μανθάνω παρά τινος/ἔκ τινος = μαθαίνω από κάποιον.
σημασία2: αντιλαμβάνομαι: εἰ μὴ μανθάνετε κακὰ σπεύδοντες, ἀξύνετοί ἐστε = αν δεν αντιλαμβάνεστε ότι επιδιώκετε κακά πράγματα, είστε ανόητοι.
σημασία3: καταλαβαίνω: οὐ δύναμαι μαθεῖν τὰ λεγόμενα = δεν μπορώ να καταλάβω αυτά που λέγονται. οὐ πάνυ μανθάνω = καθόλου δεν καταλαβαίνω.
οικογένεια: παράγωγα: μάθησις, μάθημα, μαθητής.
Νέα-Ελληνική: μαθαίνω (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: *μαθ- (ἔ-μαθ-ον), συνεσταλμ. μεταπτ. βαθμίδα της *μεν-θ-, από όπου *μανθ- + -αν + -ω, παράβαλε μενθήρη· φροντίς.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μανία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.μανία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.μανία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: τρέλα, παραφροσύνη.
σημασία2: ενθουσιασμός, έμπνευση: ἀπὸ Μουσῶν μανία = το ένθεο πάθος που έρχεται από τις Μούσες (για μουσική, ποίηση κτλ.).
Νέα-Ελληνική: μανία (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: *μαν- (μαίνομαι) + παρ. επίθ. -ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μανικός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.μανικός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.μανικός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που έχει κυριευτεί από τρέλα: οὐ μανικόν ἐστιν ἐν οἰκίᾳ τρέφειν ταώς; = δεν είναι τρέλα να τρέφεις παγόνια μέσα στο σπίτι;
σημασία2: υπέρμετρος, υπερβολικός: τὸ πρῶτον τοῦ ᾄσματος μανικὸν ἂν φανείη = η αρχή του τραγουδιού μπορεί να φανεί υπερβολική.
Νέα-Ελληνική: μανιακός (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη μανία + παρ. επίθ. -ικός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μαντεία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.μαντεία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.μαντεία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: η μαντική, προφητική, ικανότητα: μαντείας δεῖται ὅ,τι ποτὲ λέγεις, καὶ οὐ μανθάνω = αυτό που λες χρειάζεται μαντική ικανότητα και εγώ δεν το καταλαβαίνω.
σημασία2: χρησμός, προφητεία: ἀπειθῶ τῇ μαντείᾳ = δεν υπακούω στο χρησμό.
Νέα-Ελληνική: μαντεία (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη μαντεύομαι + παρ. επίθ. -εία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μαντεύομαι-ρήμα::
* McsElla.μαντεύομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.μαντεύομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐμαντευόμην!~παρατατικός:μαντεύομαι@wordaryElla,
* McsElla.μαντεύσομαι!~μέλλοντας:μαντεύομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐμαντευσάμην!~αόριστος:μαντεύομαι@wordaryElla,
* McsElla.μεμάντευμαι!~παρακείμενος:μαντεύομαι@wordaryElla,
σημασία1: υποθέτω, εικάζω, μπορώ να φανταστώ: ἔστι τι ὃ μαντεύονται πάντες = υπάρχει κάτι που μπορούν να υποθέσουν όλοι την ύπαρξή του. ἀληθέστατα μαντεύῃ = πολύ ορθά το υποθέτεις.
σημασία2: συμβουλεύομαι μαντείο, ζητώ χρησμό από μαντείο: εἰς Δελφοὺς ἐλθὼν ἐτόλμησε τοῦτο μαντεύσασθαι = πήγε στους Δελφούς και τόλμησε να ζητήσει από το μαντείο χρησμό γι' αυτό.
οικογένεια: παράγωγα: μάντευμα, μαντευτός, μαντευτής.
Νέα-Ελληνική: μαντεύω (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: μάντ-ις + παρ. επίθ. -εύομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μάντις-εως-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.μάντις-εως-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.μάντις-εως-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: προφήτης, μάντης.
σημασία2: αυτός που προβλέπει κάτι: οὐδεὶς μάντις τῶν μελλόντων = κανένας δεν μπορεί να προβλέψει αυτά που θα συμβούν στο μέλλον.
οικογένεια: παράγωγα: μαντεύομαι, μαντικός, μαντεία, σύνθετα: οἰωνόμαντις, ὀνειρόμαντις.
Νέα-Ελληνική: μάντης (και με τις δύο σημ.).
ετυμολογία: ουδ. ουσ. *μαντι, που μαρτυρείται στο μαντιπόλος, όπου το *μαντι συγγεν. με μαν-ία, μαίν-ομαι (για τη σημ. «προφητεύω, χρησμοδοτώ» παράβαλε ὑπὸ θεοῦ μαίνεται· δεν υπάρχει καμία σχέση με το λατινικός mens, mentis «πνεύμα»).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Μαραθών-ῶνος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.Μαραθών-ῶνος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Μαραθών-ῶνος-ὁ@wordaryElla,
σημασία: αρχαίος δήμος της Αττικής, κατάφυτος από μάραθα: ἡ ἐν Μαραθῶνι μάχη.
Νέα-Ελληνική: Μαραθώνας.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη μάραθ-ον + παρ. επίθ. -ών > μαραθών «περιοχή με μάραθα».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μαραίνω-ρήμα::
* McsElla.μαραίνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.μαραίνω@wordaryElla,
* McsElla.ἐμάραινον!~παρατατικός:μαραίνω@wordaryElla,
* McsElla.μαρανῶ!~μέλλοντας:μαραίνω@wordaryElla,
* McsElla.ἐμάρανα!~αόριστος:μαραίνω@wordaryElla,
* McsElla.μαρανθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:μαραίνω@wordaryElla,
* McsElla.ἐμαράνθην!~παθητικός-αόριστος:μαραίνω@wordaryElla,
* McsElla.μεμάρασμαι!~παθητικός-παρακείμενος:μαραίνω@wordaryElla,
σημασία: σβήνω, καταστρέφω σιγά σιγά: νόσος μαραίνει με = η αρρώστια με κάνει σιγά σιγά να σβήνω. τὸ σῶμα οὐκ ἐμαραίνετο, ἀλλ' ἀντεῖχε τῇ ταλαιπωρίᾳ = το σώμα δεν έλιωνε (από την αρρώστια), αλλά άντεχε στην ταλαιπωρία.
οικογένεια: παράγωγα: μάρανσις, μαρασμός, σύνθετα: ἀμάραντος.
Νέα-Ελληνική: μαραίνω (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: *μαράν-jω > μαραίνω, αβέβ., ίσως συγγεν. με βρο-τὸς και λατινικός mor-ior «πεθαίνω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μαρτυρέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.μαρτυρέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.μαρτυρέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐμαρτύρησα!~αόριστος:μαρτυρέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.μεμαρτύρηκα!~παρακείμενος:μαρτυρέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.μαρτυρήσομαι!~μέσος-μέλλοντας-παθητική-σημασία:μαρτυρέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.μαρτυρηθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:μαρτυρέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐμαρτυρήθην!~παθητικός-αόριστος:μαρτυρέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.μεμαρτύρημαι!~παθητικός-παρακείμενος:μαρτυρέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: δίνω μαρτυρία, διαβεβαιώνω για κάτι: ὡς μαρτυροῦσιν οἱ παλαιοί = όπως μας βεβαιώνουν οι παλιοί.
* παθ. φωνή απρόσωπο μαρτυρεῖται υπάρχει η μαρτυρία, η διαβεβαίωση: περὶ τούτων μὲν ἀκηκόατε καὶ μεμαρτύρηται ὑμῖν = σχετικά με αυτά ακούσατε και σας έχει δοθεί η διαβεβαίωση.
οικογένεια: παράγωγα: μαρτύρημα, μαρτυρία, μαρτύριον, σύνθετα: ψευδόμαρτυς, ἐπιμαρτύρομαι.
Νέα-Ελληνική: μαρτυρώ.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη μάρτυς, μάρτυρ-ος + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μαρτυρία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.μαρτυρία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.μαρτυρία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: κατάθεση μάρτυρα, μαρτυρία: ὁ δ' εἰς μαρτυρίαν κληθείς, μὴ ἀπαντῶν δὲ τῷ καλεσαμένῳ, ὑπόδικος ἔστω = και αυτός που τον κάλεσαν να καταθέσει, αν δεν παρουσιαστεί σ' αυτόν που τον κάλεσε, να θεωρείται ένοχος.
Νέα-Ελληνική: μαρτυρία.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη μαρτυρέω + παρ. επίθ. -ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μαρτύριον-ου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.μαρτύριον-ου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.μαρτύριον-ου-τὸ@wordaryElla,
σημασία: μαρτυρία, απόδειξη: μαρτύριον δὲ τούτου... = και απόδειξη αυτού του ισχυρισμού...
Νέα-Ελληνική: μαρτύριο «βασανισμός, ταλαιπωρία».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη μαρτυρέω/μάρτυς + παρ. επίθ. -ιον.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μαρτύρομαι-ρήμα::
* McsElla.μαρτύρομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.μαρτύρομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐμαρτυρόμην!~παρατατικός:μαρτύρομαι@wordaryElla,
* McsElla.μαρτυροῦμαι!~μέλλοντας:μαρτύρομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐμαρτυράμην!~αόριστος:μαρτύρομαι@wordaryElla,
σημασία1: επικαλούμαι τη μαρτυρία (κάποιου): μαρτύρομαι θεούς = καλώ ως μάρτυρες τους θεούς.
σημασία2: υποστηρίζω, ισχυρίζομαι: μαρτυρόμεθα ὅτι προδιδόμεθα ὑφ' ὑμῶν Δωριεῖς Δωριέων = υποστηρίζουμε ότι εγκαταλειπόμαστε εμείς οι Δωριείς από σας τους Δωριείς.
ετυμολογία: μάρτυς, μάρτυρ-ος + παρ. επίθ. -ομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μάρτυς-υρος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.μάρτυς-υρος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.μάρτυς-υρος-ὁ@wordaryElla,
σημασία: μάρτυρας.
οικογένεια: παράγωγα: μαρτυρέω -ῶ, μαρτύρομαι.
Νέα-Ελληνική: μάρτυρας.
ετυμολογία: *μαρτυ-, συνεσταλ. βαθμίδα της *(σ)μερ- «θυμάμαι, σκέπτομαι», συγγεν. με μερ-ιμνάω και αρχ. ινδ. smár-ati «θυμάμαι»· αρχικά *μάρτυρς > μάρτυς, με ανομοιωτική έκπτωση του δεύτερου από τα δύο ρ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μάστιξ-ιγος-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.μάστιξ-ιγος-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.μάστιξ-ιγος-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: μαστίγιο.
σημασία2: μεταφορικά μεγάλο κακό, πληγή, μάστιγα: ἐπλήγη θεοῦ μάστιγι = χτυπήθηκε από θεϊκή μάστιγα.
οικογένεια: παράγωγα: μαστιγόω -ῶ, μαστίζω «μαστιγώνω», μαστίγιον, μαστίγωσις, σύνθετα: μαστιγοφόρος.
Νέα-Ελληνική: μάστιγα (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: *μασ- (του μαίομαι «επιδιώκω σφοδρά») + παρ. επίθ. -τι-ξ, όπου το -τι- δηλώνει όργανο.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μάταιος-αία|-αιος-αιον-επίθετο::
* McsElla.μάταιος-αία|-αιος-αιον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.μάταιος-αία|-αιος-αιον@wordaryElla,
σημασία: ανώφελος, μάταιος: μάταιος πόνος = ανώφελος κόπος.
οικογένεια: παράγωγα: ματαιότης, ματαιοσύνη, σύνθετα: ματαιόφρων.
Νέα-Ελληνική: μάταιος.
ετυμολογία: *ματ- (< μάτ-ην) + παρ. επίθ. -αιος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μάτην-επίρρημα::
* McsElla.μάτην-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.μάτην@wordaryElla,
σημασία1: ανώφελα, μάταια: πονεῖς μάτην = μάταια κοπιάζεις.
σημασία2: ανόητα, απερίσκεπτα: ἵνα μὴ μάτην θαρρήσῃς = για να μη θαρρέψεις απερίσκεπτα.
Νέα-Ελληνική: λόγ. φρ. εις μάτην (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: παλιά αιτιατ. του μάτη, ἡ «μανία, σφοδρή επιθυμία», παράβαλε δωρεάν.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μάττω-ρήμα::
* McsElla.μάττω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.μάττω@wordaryElla,
* McsElla.ἔματτον!~παρατατικός:μάττω@wordaryElla,
* McsElla.μάξω!~μέλλοντας:μάττω@wordaryElla,
* McsElla.ἔμαξα!~αόριστος:μάττω@wordaryElla,
* McsElla.μέμαχα!~παρακείμενος:μάττω@wordaryElla,
* McsElla.ἐμάχθην!~παθητικός-αόριστος-α΄:μάττω@wordaryElla,
* McsElla.ἐμάγην!~παθητικός-αόριστος-β΄:μάττω@wordaryElla,
* McsElla.μέμαγμαι!~παθητικός-παρακείμενος:μάττω@wordaryElla,
παρατήρηση: ο κοινός τύπος είναι μάσσω
σημασία: ζυμώνω: μάττω ἄλφιτα = ζυμώνω κριθαρένιο αλεύρι.
* παθ. φωνή σῖτος μεμαγμένος = ζυμωμένο σιταρένιο αλεύρι.
οικογένεια: παράγωγα: μᾶζα, μάγμα (τό), μάκτρα (ἡ) «σκάφη ζυμώματος», μάκτρον, σύνθετα: ἀπομάσσω, ἐκμάσσω.
ετυμολογία: *μακ- + παρ. επίθ. -jω > μάσσω, συγγεν. με αρχ. ινδ. mác-ate «πιέζω, πατώ», λατινικός māceria «τοίχος από λάσπη και άχυρο».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μάχη-ης-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.μάχη-ης-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.μάχη-ης-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: πολεμική σύγκρουση, μάχη: μάχῃ κρατῶ ή νικῶ = νικώ σε μάχη.
σημασία2: στον πληθυντικό μάχαι φιλονικίες, διαμάχες: μάχας ἐν λόγοις ποιοῦμαι = λογομαχώ.
σημασία3: προσπάθεια: καὶ ὠθουμένων περὶ τοῦ προσελθεῖν πολλὴ μάχη ἦν = και γινόταν μεγάλη προσπάθεια, καθώς σπρώχνονταν για να πλησιάσουν τον Κύρο.
Νέα-Ελληνική: μάχη (με όλες τις σημ.).
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία, ίσως ξένη λέξη.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μάχομαι-ρήμα::
* McsElla.μάχομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.μάχομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐμαχόμην!~παρατατικός:μάχομαι@wordaryElla,
* McsElla.μαχοῦμαι!~μέλλοντας:μάχομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐμαχεσάμην!~αόριστος:μάχομαι@wordaryElla,
* McsElla.μεμάχημαι!~παρακείμενος:μάχομαι@wordaryElla,
σημασία1: πολεμώ, μάχομαι: μάχομαί τινι/πρός τινα = πολεμώ εναντίον κάποιου. μάχομαι ἀφ' ἵππου = μάχομαι έφιππος.
σημασία2: φιλονικώ, λογομαχώ: ἐπεχείρει περὶ αὐτὰ μάχεσθαι = επιχείρησε να αρχίσει μια έντονη συζήτηση γύρω από αυτό το ζήτημα.
σημασία3: προσπαθώ να αντιμετωπίσω κάτι: μάχομαι τῷ λιμῷ καὶ τῷ δίψει = προσπαθώ να αντιμετωπίσω (να νικήσω) την πείνα και τη δίψα.
οικογένεια: παράγωγα: μαχητής, μάχιμος, μαχητός, μαχητικός, σύνθετα: ναυμάχος, ναυμαχία, ἀγχέμαχος, σύμμαχος, συμμαχία, μονομάχος, μονομαχία, ἱππομαχία.
Νέα-Ελληνική: μάχομαι (με τις σημ. 1, 3).
ετυμολογία: συγγεν. με βλέπε μάχη.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μεγαλεῖος-εία-εῖον-επίθετο::
* McsElla.μεγαλεῖος-εία-εῖον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.μεγαλεῖος-εία-εῖον@wordaryElla,
* McsElla.μεγαλειότερος!~συγκριτικός:μεγαλεῖος-εία-εῖον@wordaryEllα,
* McsElla.μεγαλειότατος!~υπερθετικός:μεγαλεῖος-εία-εῖον@wordaryElla,
σημασία: μεγαλοπρεπής, λαμπρός: ἐκόσμησε τὴν γνώμην μεγαλείοις ῥήμασι = στόλισε με μεγαλοπρεπή λόγια τη σκέψη του (ακριβέστερα: τη διατύπωση της σκέψης του)
οικογένεια: παράγωγα: μεγαλειότης.
Νέα-Ελληνική: το μεγαλείο (ως ουσιαστικό).
ετυμολογία: μεγαλο- (< μέγας, μεγάλου) + παρ. επίθ. -εῖος κατά το ἀνδρεῖος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μεγαλύνω-ρήμα::
* McsElla.μεγαλύνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.μεγαλύνω@wordaryElla,
* McsElla.ἐμεγάλυνον!~παρατατικός:μεγαλύνω@wordaryElla,
* McsElla.μεγαλυνῶ!~μέλλοντας:μεγαλύνω@wordaryElla,
* McsElla.ἐμεγάλυνον!~αόριστος:μεγαλύνω@wordaryElla,
* McsElla.μεγαλυνθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:μεγαλύνω@wordaryElla,
* McsElla.ἐμεγαλύνθην!~παθητικός-αόριστος:μεγαλύνω@wordaryElla,
σημασία1: καθιστώ κάποιον μεγάλο, ενισχύω: τοὺς πολεμίους μεγαλύνετε = ενισχύετε (με τη συμπεριφορά σας) τους εχθρούς σας.
σημασία2: καθιστώ κάποιον ή κάτι μεγάλο με τα λόγια μου, επαινώ, δοξάζω: ἐμεγάλυνε τὴν ἑαυτοῦ δύναμιν παρὰ τῷ Τισσαφέρνει = επαινούσε την επιρροή του στον Τισσαφέρνη.
* μέση φωνή μεγαλύνομαι καυχιέμαι: μεγαλύνεται ἐπὶ τῷ ἔργῳ = καυχιέται για τα επιτεύγματά του.
σημασία3: μεγαλοποιώ κάτι, υπερβάλλω: ἐμεγάλυνον καὶ ἐβόων ὡς ἐπὶ δήμου καταλύσει ταῦτα γίγνοιντο = μεγαλοποιούσαν (τις κατηγορίες) και κραύγαζαν ότι αυτά γίνονταν για την κατάλυση του δημοκρατικού πολιτεύματος.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη μέγας (γεν. μεγάλ-ου) + παρ. επίθ. -ύνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μέγας-μεγάλη-μέγα-επίθετο::
* McsElla.μέγας-μεγάλη-μέγα-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.μέγας-μεγάλη-μέγα@wordaryElla,
* McsElla.μείζων!~συγκριτικός:μέγας-μεγάλη-μέγα@wordaryEllα,
* McsElla.μέγιστος!~υπερθετικός:μέγας-μεγάλη-μέγα@wordaryElla,
σημασία1:
σημασίαα: για πρόσωπα μεγάλος, παντοδύναμος: μέγας πλούτῳ καὶ ἀνδρείᾳ = μεγάλος ως προς τον πλούτο και την ανδρεία.
αντώνυμα: μικρός.
σημασίαβ: για πράγματα μεγάλος, δυνατός, σπουδαίος, (με αρνητ. σημ.) υπερβολικά μεγάλος: μέγας θόρυβος. μὴ μεγάλα λέγε = μη λες (υπερβολικώς) μεγάλα λόγια.
αντώνυμα: μικρός.
σημασία2: ως επίρρημα μέγα πολύ, υπερβολικά: αἱ τελεταὶ μέγα δύνανται = μεγάλη δύναμη έχουν οι τελετές.
οικογένεια: παράγωγα: μεγάλως, μέγεθος, μέγιστος, μεγιστᾶνες (κατά το Ἀκαρν-ᾶνες), μεγαλύνω, σύνθετα: μεγαλορρήμων, μεγαλοπρεπής, μεγαλόφρων.
Νέα-Ελληνική: μεγάλος (με τις σημ. 1α, 1β).
ετυμολογία: *μεγ-, συγγεν. με αρμ. mec «μεγάλος», αρχ. ινδ. máhi «μεγάλος».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μέδιμνος-ίμνου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.μέδιμνος-ίμνου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.μέδιμνος-ίμνου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: μέτρο χωρητικότητας ξηρών καρπών.
ετυμολογία: *μεδ- (< μέδω/μέδομαι «μετρώ») + ένθ. -ιμ + παρ. επίθ. -νος, ινδοευρωπαϊκός *med-, από όπου λατινικός modius (μέτρο χωρητικότητας).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μέθη-ης-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.μέθη-ης-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.μέθη-ης-ἡ@wordaryElla,
σημασία: μεθύσι.
Νέα-Ελληνική: μέθη.
ετυμολογία: *μεθ- (μεθ-ύω, μέθυ) + παρ. επίθ. -η.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μεθίημι-ρήμα::
* McsElla.μεθίημι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.μεθίημι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἵημι.
σημασία1: αφήνω, αφήνω κάποιον ελεύθερο, τον αφήνω να φύγει: μὴ μεθίει τοὺς ἄνδρας = μην αφήσεις τους άνδρες να φύγουν.
σημασία2: αμελώ: μεθίημι τὰ δέοντα πράττειν = αμελώ να κάνω αυτά που πρέπει.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη μετά + ἵημι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μεθίστημι-ρήμα::
* McsElla.μεθίστημι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.μεθίστημι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἵστημι.
σημασία1: αλλάζω κάτι, το μεταβάλλω: μεθίστημι τὴν πολιτείαν = μεταβάλλω το πολίτευμα.
σημασία2: μετακινώ, απομακρύνω: ἦγον ἄνδρας... οὓςδόκει ἀσφαλείας ἕνεκα μεταστῆσαι = οδηγούσαν άνδρες... τους οποίους νόμιζαν ότι έπρεπε να μετακινήσουν για λόγους ασφαλείας.
* μέση φωνή μεθίσταμαι απομακρύνω κάποιον από κοντά μου: μεταστησάμενοι πάνταςβουλεύοντο κατὰ σφᾶς αὐτούς = αφού τους απομάκρυναν όλους από κοντά τους, σκέπτονταν μόνοι τους.
σημασία3: μέση και παθ. φωνή μεθίσταμαι
σημασίαα: αλλάζω τη θέση μου, αναχωρώ: ἐκ φωτὸς εἰς σκότος μεθίσταμαι = περνάω από το φως στο σκοτάδι. μεθίσταμαι βίου = πεθαίνω. ὁ μεταστάς = ο νεκρός.
σημασίαβ: αποχωρώ, αποστατώ: ἱκανοὶ τοὺς μεταστάντας βλάψαι = είναι ικανοί να βλάψουν αυτούς που αποστάτησαν (από τη συμμαχία τους).
οικογένεια: παράγωγα: μετάστασις.
Νέα-Ελληνική: το παράγ. μετάσταση.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη μετά + ἵστημι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μεθύσκω-ρήμα::
* McsElla.μεθύσκω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.μεθύσκω@wordaryElla,
* McsElla.μεθύσω!~μέλλοντας:μεθύσκω@wordaryElla,
* McsElla.ἐμέθυσα!~αόριστος:μεθύσκω@wordaryElla,
* McsElla.μεθυσθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:μεθύσκω@wordaryElla,
* McsElla.ἐμεθύσθην!~παθητικός-αόριστος:μεθύσκω@wordaryElla,
* McsElla.μεμέθυσμαι!~παρακείμενος:μεθύσκω@wordaryElla,
σημασία1: κάνω κάποιον να μεθύσει, τον μεθώ.
σημασία2: παθ. φωνή μεθύσκομαι μεθώ: πίνων οὐ μεθύσκεται = όταν πίνει, δε μεθάει.
συνώνυμα: μεθύω
αντώνυμα: νήφω.
ετυμολογία: *μεθυ- (< μεθύ-ω) + παρ. επίθ. -σκ-ω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μεθύω-ρήμα::
* McsElla.μεθύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.μεθύω@wordaryElla,
παρατήρηση: μόνο στον ενεστώτα και τον παρατατικό· οι άλλοι χρόνοι αναπληρώνονται από το μεθύσκω
σημασία1: μεθώ.
αντώνυμα: νήφω.
σημασία2: μεταφορικά κατέχομαι από πάθος, είμαι μεθυσμένος: μεθύω ἔρωτι.
οικογένεια: παράγωγα: μεθύσκω, μέθυσος, μεθυστής, μέθυσμα, σύνθετα: ἀμέθυστος.
Νέα-Ελληνική: μεθάω (και με τις δύο σημ.).
ετυμολογία: μέθυ + παρ. επίθ. -ω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μείγνυμι--μειγνύω-ρήμα::
* McsElla.μείγνυμι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.μειγνύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.μειγνύω@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.μείγνυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἐμείγνυν!~παρατατικός:μείγνυμι@wordaryElla,
* McsElla.μείξω!~μέλλοντας:μείγνυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἔμειξα!~αόριστος:μείγνυμι@wordaryElla,
* McsElla.μειχθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:μείγνυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἐμειξάμην!~μέσος-αόριστος:μείγνυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἐμείχθην!~παθητικός-αόριστος-α΄:μείγνυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἐμίγην!~παθητικός-αόριστος-β΄:μείγνυμι@wordaryElla,
* McsElla.μέμειγμαι!~παθητικός-παρακείμενος:μείγνυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἐμεμείγμην!~παθητικός-υπερσυντέλικος:μείγνυμι@wordaryElla,
σημασία: αναμειγνύω, ανακατεύω: μείγνυμι οἶνον καὶ ὕδωρ = αναμειγνύω κρασί και νερό.
οικογένεια: παράγωγα: μίγμα (και όχι μεῖγμα), μιγάς (ὁ, ἡ), μίξις, μιγάδην και μίγδην, σύνθετα: ἀναμειγνύω.
Νέα-Ελληνική: σύνθετα: αναμειγνύω.
ετυμολογία: *μεικ- + ένθ. -νυ + παρ. επίθ. -μι > μείγ-νυ-μι, συγγεν. με λιθουανικός misras «ανάμεικτος», αρχ. σλαβ. mĕšiti «αναμειγνύω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μειξοβάρβαρος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.μειξοβάρβαρος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.μειξοβάρβαρος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία: αυτός που έχει καταγωγή μισή βαρβαρική και μισή ελληνική: ἦσαν δὲ μειξοβάρβαροι οἱ ἐνοικοῦντες τῇ πόλει = οι κάτοικοι αυτής της πόλης ήταν κατά το ήμισυ βάρβαροι και Έλληνες.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη *μειξο- (μείγνυμι) + βάρβαρος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μειράκιον-ίου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.μειράκιον-ίου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.μειράκιον-ίου-τὸ@wordaryElla,
σημασία: νεαρό παιδί: ἐκ μειρακίων μέχρι γήρως = από τη νεαρή ηλικία έως τα γεράματα.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη μεῖραξ (μείρακ-ος) + παρ. επίθ. -ιον.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μείρομαι-ρήμα::
* McsElla.μείρομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.μείρομαι@wordaryElla,
* McsElla.εἵμαρμαι!~παθητικός-παρακείμενος:μείρομαι@wordaryElla,
σημασία1: σημ. που απαντά στην ποίηση παίρνω το μερίδιό μου.
σημασία2: παθ. παρακ. εἵμαρμαι
σημασίαα: συνήθως απρόσωπο εἵμαρται είναι πεπρωμένο.
σημασίαβ: μετοχή ως ουσιαστικό ἡ εἱμαρμένη = η μοίρα.
οικογένεια: παράγωγα: μόρος, μοῖρα, μοιράδιος, μοιράζω, σύνθετα: ἄμοιρος, εὔμοιρος, μεμψίμοιρος, διαμοιράζω.
Νέα-Ελληνική: ειμαρμένη (με τη σημ. 2β).
ετυμολογία: *μερ-, *μορ- «μερίδιο», *μερ- + παρ. επίθ. -jο-μαι > μείρομαι, συγγεν. με λατινικός mereō «παίρνω τιμητικό μερίδιο».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μέλας-μέλαινα-μέλαν-επίθετο::
* McsElla.μέλας-μέλαινα-μέλαν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.μέλας-μέλαινα-μέλαν@wordaryElla,
σημασία: μαύρος.
οικογένεια: παράγωγα: μελάνιον «μελάνη», μελανός, μελανώδης, μελαίνω «βάφω κάτι μαύρο», σύνθετα: μελαγχολία, μελανείμων «μαυροφορεμένος».
Νέα-Ελληνική: μέλας (λόγ.) & μελανός.
ετυμολογία: *μελ- «σκοτεινός, ακάθαρτος», ομόρρ. με λιθουανικός mëlas «κυανός», αρχ. πρωσ. melne «λεκές χρώματος μπλε».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μέλει-ρήμα::
* McsElla.μέλει!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.μέλει@wordaryElla,
παρατήρηση: απρόσωπο ρ. βλέπε μέλω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μελετάω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.μελετάω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.μελετάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐμελέτων!~παρατατικός:μελετάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.μελετήσω!~μέλλοντας:μελετάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.μεμελέτηκα!~παρακείμενος:μελετάω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: δίνω μεγάλη προσοχή σε κάτι, φροντίζω για κάτι, το μελετώ: δόξαν ἀρετῆς μελετῶσιν = φροντίζουν για τη φήμη τους για ανδρεία. δόξας πλήθους μελετῶ = μελετώ τις γνώμες του πλήθους.
σημασία2: (εξ)ασκώ κάτι, επιδίδομαι (εκπαιδεύομαι) σε κάτι: μελετῶ ὄρχησιν = ασκούμαι στο χορό. σοφίαν μελετῶ = επιδίδομαι στη γνώση.
* απόλ. μελετάω είμαι ασκημένος: ἦν τὸ ἱππικὸν μεμελετηκός = το ιππικό ήταν ασκημένο.
σημασία3: με απαρέμφατο εξασκούμαι στο να κάνω κάτι: μελετῶ καρτερεῖν = προσπαθώ να μάθω πώς να υπομένω.
σημασία4: ασκώ κάποιον σε κάτι: τοὺς μαθητὰς ἀναβαίνειν ἐπὶ τοὺς ἵππους μελετᾷ = ασκεί τους μαθητές στην ιππασία.
οικογένεια: παράγωγα: μελέτημα, μελετητής, μελέτησις, μελετηρός, μελετητήριον.
Νέα-Ελληνική: μελετώ (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη μελέτη + παρ. επίθ. -άω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μελέτη-ης-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.μελέτη-ης-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.μελέτη-ης-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: το ενδιαφέρον που δείχνει κάποιος για κάτι: ἔργων μελέτη = ενδιαφέρον για στρατιωτικά έργα.
σημασία2: (εξ)άσκηση, εκπαίδευση σε κάτι: μάθησις καὶ μελέτη.
σημασία3: συνήθεια: μελέται ἃς οἱ πατέρες ἡμῖν παρέδοσαν = συνήθειες που μας παρέδωσαν οι πατέρες μας.
Νέα-Ελληνική: μελέτη (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία, βλέπε μέλω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μέλλησις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.μέλλησις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.μέλλησις-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία: αναβλητικότητα, αργοπορία στην εκτέλεση ενός έργου: διὰ τὴν ἐκείνων μέλλησιν τῶν εἰς ἡμᾶς δεινῶν = λόγω της δικής τους καθυστέρησης να μας βοηθήσουν για τα δεινά μας.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη μέλλω (πβ. μέλλημα) + παρ. επίθ. -σις.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μέλλω-ρήμα::
* McsElla.μέλλω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.μέλλω@wordaryElla,
* McsElla.ἔμελλον!~παρατατικός:μέλλω@wordaryElla,
* McsElla.ἤμελλον!~παρατατικός:μέλλω@wordaryElla,
* McsElla.μελλήσω!~μέλλοντας:μέλλω@wordaryElla,
* McsElla.ἐμέλλησα!~αόριστος:μέλλω@wordaryElla,
σημασία1: σκοπεύω να κάνω κάτι, πρόκειται να κάνω κάτι: προεδήλου ἃ ἔμελλε πράξειν = δήλωνε εκ των προτέρων τι σκόπευε να κάνει.
σημασία2: αναβάλλω, καθυστερώ: τοὺς ξυμμάχους οὐ μελλήσομεν τιμωρεῖν = δε θα καθυστερήσουμε να βοηθήσουμε τους συμμάχους.
σημασία3: μετοχή μέλλων
σημασίαα: αυτός που πρόκειται να...: ὁ μέλλων θνῄσκειν = αυτός που πρόκειται να πεθάνει. ὁ μέλλων χρόνος = το μέλλον.
σημασίαβ: ουδέτερο τὸ μέλλον & τὰ μέλλοντα αυτό που πρόκειται να συμβεί προσεχώς: τῶν μελλόντων εἰκαστής = αυτός που μπορεί να εικάσει (να προβλέψει) τα μέλλοντα.
Νέα-Ελληνική: στη φρ. τι μέλλει γενέσθαι; (= τι πρόκειται να γίνει;), μτχ. μέλλων / μέλλουσα / μέλλον (με τη σημ. 3α) και το μέλλον (ως ουσιαστ. με τη σημ. 3β).
ετυμολογία: *μελ- + παρ. επίθ. -jω > μέλλω, αβέβαιη-ετυμολογία, ίσως συγγεν. με το ἔ-μολ-ον (του βλώσκω).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μέλος-ους-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.μέλος-ους-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.μέλος-ους-τὸ@wordaryElla,
σημασία: μελωδία.
οικογένεια: παράγωγα: μελίζω, σύνθετα: μελῳδός, μελοποιός,μμελής.
Νέα-Ελληνική: μέλος (λόγ.).
ετυμολογία: *μελσο-, αβέβαιη-ετυμολογία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μέλω-ρήμα::
* McsElla.μέλω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.μέλω@wordaryElla,
* McsElla.ἔμελε!~παρατατικός:μέλω@wordaryElla,
* McsElla.μελήσει!~μέλλοντας:μέλω@wordaryElla,
* McsElla.ἐμέλησε!~αόριστος:μέλω@wordaryElla,
* McsElla.μεμέληκε!~παρακείμενος:μέλω@wordaryElla,
* McsElla.ἐμεμελήκει!~υπερσυντέλικος:μέλω@wordaryElla,
παρατήρηση: συνήθως στο γ΄ πρόσωπο ενικού μέλει.
σημασία1: είμαι αντικείμενο σκέψης ή φροντίδας: ταῦτα οὖν θεῷ μελήσει = γι' αυτά θα φροντίσει ο θεός. τὰ δὲ μετὰ ταῦτα ἴσως ἄλλῳ μελήσει = για τα υπόλοιπα θα φροντίσει ίσως κάποιος άλλος.
σημασία2: απρόσ. μέλει μοί τινος φροντίζω για κάτι, ασχολούμαι με κάτι: πάνυ μοι μέλει τοῦ ᾄσματος = ασχολούμαι πολύ με το τραγούδι αυτό.
οικογένεια: παράγωγα: μελέτη, σύνθετα: ἀμελής, ἀμέλεια,πιμελής, ἐπιμέλομαι, ἐπιμέλεια, μεταμέλομαι, μεταμέλεια.
Νέα-Ελληνική: με μέλει = με νοιάζει, με ενδιαφέρει.
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μέμφομαι-ρήμα::
* McsElla.μέμφομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.μέμφομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐμεμφόμην!~παρατατικός:μέμφομαι@wordaryElla,
* McsElla.μέμψομαι!~μέλλοντας:μέμφομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐμεμψάμην!~αόριστος:μέμφομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐμέμφθην-«κατηγόρησα»!~παθητικός-αόριστος-ενεργητική-σημασία:μέμφομαι@wordaryElla,
σημασία1: κατηγορώ, επικρίνω κάποιον: μέμφομαι τὸν θέντα τὸν νόμον = επικρίνω αυτόν που θέσπισε το νόμο.
σημασία2: παραπονούμαι: μέμφομαι τῶν γεγενημένων = παραπονιέμαι για όσα έχουν γίνει.
οικογένεια: παράγωγα: μέμψις, μεμπτός, μομφή, σύνθετα: ἄμεμπτος, ἄμομφος, μεμψίμοιρος.
Νέα-Ελληνική: μέμφομαι (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: *μεμφ-, αβέβαιη-ετυμολογία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μέμψις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.μέμψις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.μέμψις-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία: κατηγορία, επίκριση.
* στον πληθ. μέμψεις παράπονα.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη μέμφ-ομαι + παρ. επίθ. -σις.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μὲν-μόριο-συνδετικό::
* McsElla.μὲν-μόριο-συνδετικό@wordaryElla,
* McsElla.μόριο.μὲν-συνδετικό@wordaryElla,
σημασία1: όταν δεν ακολουθείται από το δέ, εκφράζει βεβαιότητα που την εγγυάται ο ομιλητής ή ο συγγραφέας πράγματι, στ' αλήθεια: καὶ πρῶτον μὲν ἦν αὐτῷ πόλεμος πρὸς Πισίδας = και πράγματι, πρώτα από όλα πολέμησε ενάντια στους Πισίδες.
σημασία2: όταν το μὲν ακολουθείται από το δέ, τα δύο μόρια χρησιμοποιούνται
σημασίαα: για να θέσουν σε αντιπαράθεση δύο στοιχεία αφενός μεν... αφετέρου δε, ναι μεν... αλλά/όμως: πάταξον μέν, ἄκουσον δέ = χτύπησέ με, αλλά άκουσέ με.
σημασίαβ: για να συνδέσουν διαφορετικά μεταξύ τους στοιχεία, χωρίς όμως να τα θέσουν σε αντιπαράθεση: παῖδες δύο, πρεσβύτερος μὲν Ἀρταξέρξης, νεώτερος δὲ Κῦρος = (γεννιούνται) δύο παιδιά, μεγαλύτερος ο Αρταξέρξης, μικρότερος ο Κύρος.
σημασία3: χρησιμοποιείται σε απαρίθμηση, όταν ακολουθείται και από άλλα μόρια (εκτός του δέ) ή λέξεις πρῶτον μέν... εἶτα, πρῶτον μέν... ἔπειτα.
σημασία4: χρησιμοποιείται αντιθετικά όταν λείπει το δέ, το οποίο όμως εννοείται ὡς μὲν λέγουσιν = όπως λένε μεν (αλλά εγώ δεν το πιστεύω).
σημασία5: συνδυάζεται με το μόριο γὲ μέν γε = τουλάχιστον: τοῦτο μέν γε ἤδη σαφές = αυτό τουλάχιστον είναι πια φανερό.
σημασία6: συνδυάζεται με το μόριο οὖν μὲν οὖν
σημασίαα: σε καταφατική απάντηση ναι, βέβαια: παντάπασιν μὲν οὖν = βεβαιότατα.
σημασίαβ: για να εισαγάγει πρόταση που διορθώνει την αμέσως προηγούμενη καλύτερα...: ἆρ᾽ οὐ κακοδαίμων εἰμί; βαρυδαίμων μὲν οὖν = άραγε δεν είμαι άθλιος; καλύτερα τρισάθλιος! (βλέπε μενοῦν).
Νέα-Ελληνική: μεν... δε (με τη σημ. 2α).
ετυμολογία: συνεσταλ. βαθμίδα του μήν, *σμα-, δωρ. μάν, συγγεν. με το αρχ. ινδ. βεβαιωτικό μόριο smā.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μενετός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.μενετός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.μενετός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία: αυτός που περιμένει, υπομονετικός: καιροὶ οὐ μενετοί = οι ευκαιρίες δεν περιμένουν (πρέπει να τις αξιοποιήσεις αμέσως).
Νέα-Ελληνική: στη λόγ. φρ. οι καιροί ου μενετοί.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη μένω + παρ. επίθ. -(ε)τός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μένος-ους-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.μένος-ους-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.μένος-ους-τὸ@wordaryElla,
σημασία: η ορμή από την οποία κατέχεται ένας άνθρωπος: μένος καὶ θάρρος = θάρρος και ορμή.
Νέα-Ελληνική: μένος (λόγ.).
ετυμολογία: *μεν- «σκέφτομαι» (μέ-μον-α «έχω στη μνήμη, θυμάμαι») + παρ. επίθ. -ος > μέν-ος, ομόρρ. με λατινικός mens «πνεύμα», memini «θυμάμαι» με εξέλιξη της σημ. από «σκέψη» σε «μένος, μανία».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μενοῦν-μόριο::
* McsElla.μενοῦν-μόριο@wordaryElla,
* McsElla.μόριο.μενοῦν@wordaryElla,
σημασία: ναι, βέβαια (βλέπε μέν).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη μέν + οὖν.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μέντοι-μόριο::
* McsElla.μέντοι-μόριο@wordaryElla,
* McsElla.μόριο.μέντοι@wordaryElla,
σημασία1: σε καταφατικές απαντήσεις βεβαίως: Σωκράτης: φαμὲν εἶναι τὸ δίκαιον αὐτό; Σιμμίας: φαμὲν μέντοι νὴ Δία = Σωκρ.: Λέμε ότι υπάρχει το δίκαιο αυτό καθ' εαυτό; Σιμμ.: Βεβαίως λέμε, μα το Δία!
σημασία2: σε διήγηση λοιπόν: καὶ ἅμα μέντοιφοβούμην μὴ τι λέγοι = και την ίδια ώρα, λοιπόν, φοβόμουν μήπως είχε δίκαιο.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη μέν + τοι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μένω-ρήμα::
* McsElla.μένω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.μένω@wordaryElla,
* McsElla.ἔμενον!~παρατατικός:μένω@wordaryElla,
* McsElla.μενῶ!~μέλλοντας:μένω@wordaryElla,
* McsElla.ἔμεινα!~αόριστος:μένω@wordaryElla,
* McsElla.μεμένηκα!~παρακείμενος:μένω@wordaryElla,
σημασία1: παραμένω στη θέση μου: τὸ στρατόπεδον τῶν Πελοποννησίων κατὰ χώραν ἔμενεν = ο στρατός των Πελοποννησίων έμενε αμετακίνητος.
σημασία2: για πράγματα διατηρούμαι, ισχύω, παραμένω σταθερός: μένουσιν αἱ σπονδαί = ισχύουν οι συνθήκες.
σημασία3: αμετάβατο περιμένω: μένω ἀκοῦσαι = περιμένω να ακούσω.
οικογένεια: παράγωγα: μενετός, μονὴ «κατοικία», μόνιμος, μονιμότης, σύνθετα: διαμένω, περιμένω,μμένω, ἔμμονος.
Νέα-Ελληνική: μένω (με όλες τις σημ. 1, 2, 3).
ετυμολογία: *μεν- «μένω», αρχ. περσ. *man- «μένω» στο mānayeiti «εξαναγκάζω κάποιον να μείνει», αρμ. mnan «μένω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μερίζω-ρήμα::
* McsElla.μερίζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.μερίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐμέριζον!~παρατατικός:μερίζω@wordaryElla,
* McsElla.μεριῶ!~μέλλοντας:μερίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐμέρισα!~αόριστος:μερίζω@wordaryElla,
* McsElla.μεμέρικα!~παρακείμενος:μερίζω@wordaryElla,
* McsElla.μεριοῦμαι!~μέσος-μέλλοντας-παθητική-σημασία:μερίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐμερισάμην!~μέσος-αόριστος:μερίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐμερίσθην!~παθητικός-αόριστος:μερίζω@wordaryElla,
* McsElla.μεμέρισμαι!~μέσος-και-παθητικός-παρακείμενος:μερίζω@wordaryElla,
σημασία1: διαιρώ, χωρίζω: μερίζω τὴν ἀρχὴν εἰς πλείους = μοιράζω την εξουσία σε περισσότερους (πολίτες).
σημασία2:
σημασίαα: μέση φωνή μερίζομαι μοιράζομαι κάτι με άλλους: μερίζομαί τι μετά τινος/πρός τινα = μοιράζομαι κάτι με κάποιον.
σημασίαβ: παθ. φωνή μερίζομαι διαμοιράζομαι, διανέμομαι: μερίζονται αἱ πρόσοδοι = τα έσοδα διανέμονται.
οικογένεια: παράγωγα: μερισμός, μέρισμα, σύνθετα: ἐπιμερίζω, καταμερίζω.
Νέα-Ελληνική: τα σύνθ. επιμερίζω, καταμερίζω κτλ.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη μερίδ-jω (μερίς, μερίδ-ος), *μερ-, «διαμοιράζω, διανέμω», συγγεν. με μείρομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μέριμνα-ίμνης-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.μέριμνα-ίμνης-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.μέριμνα-ίμνης-ἡ@wordaryElla,
σημασία: φροντίδα, έγνοια για κάποιον ή για κάτι: παίδων μέριμνα = φροντίδα για τα παιδιά.
αντώνυμα: ὀλιγωρία.
συνώνυμα: φροντίς.
οικογένεια: παράγωγα: μεριμνάω -ῶ.
Νέα-Ελληνική: μέριμνα.
ετυμολογία: *(σ)μερ- «σκέπτομαι» + ένθ. -ιμ + παρ. επίθ. -να > μέρ-ιμ-να, συγγεν. με αρχ. ινδ. smárati «σκέπτομαι, θυμάμαι».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μεριμνάω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.μεριμνάω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.μεριμνάω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: φροντίζω, νοιάζομαι για κάποιον ή για κάτι: τοῖς μεριμνῶσι καὶ λυπουμένοις νὺξ ἔοικε φαίνεσθαι μακρά = σ' αυτούς που έχουν έγνοιες και στενοχώριες, η νύχτα μοιάζει να έχει μεγάλη διάρκεια.
οικογένεια: παράγωγα: μεριμνητής, μεριμνητικός, σύνθετα: ἀμέριμνος.
Νέα-Ελληνική: μεριμνώ.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη μέριμνα + παρ. επίθ. -άω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μερίς-ίδος-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.μερίς-ίδος-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.μερίς-ίδος-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: κομμάτι ή μερίδιο: μερὶς κρεῶν = κομμάτι κρέας. μερὶς τῆς οὐσίας = μερίδιο από την περιουσία.
σημασία2: συνεισφορά, βοήθεια: μερὶς εἰς σωτηρίαν = βοήθεια για να σωθεί κάποιος.
σημασία3:
σημασίαα: τάξη, κατηγορία: τρεῖς γὰρ πολιτῶν μερίδες = γιατί τρεις είναι οι τάξεις των πολιτών (δηλ. οι πλούσιοι, οι φτωχοί και οι μεσαίοι).
σημασίαβ: πολιτική παράταξη, κόμμα.
Νέα-Ελληνική: μερίδα (με τις σημ. 1, 3α, 3β).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *μερ- (μερίζω) + παρ. επίθ. -ίς.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μέρος-ους-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.μέρος-ους-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.μέρος-ους-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: μερίδιο: τῶν ἐς πόλεμον ἀναλωμάτων τὰ δύο μέρη ἀνέθηκεν ἡμῖν, τὸ δὲ τρίτον μέρος... = από τις πολεμικές δαπάνες μας επιβάρυνε με δύο μερίδια (δηλ. με τα 2/3) και το τρίτο μερίδιο...
σημασία2: κληρονομιά, κλήρος, μοίρα: ἀπὸ μέρους προτιμῶμαι = προτιμώμαι ένεκα της κοινωνικής μου θέσεως ή καταγωγής.
σημασία3: η σειρά μου, σου κτλ.: ὅταν τὸ μέρος ἥκῃ = όταν έρθει η σειρά μου.
* εκφράσεις ἐν μέρει = με τη σειρά. κατὰ τὸμὸν μέρος = όσο με αφορά.
σημασία4: τμήμα ενός συνόλου, μέρος: τὰ τοῦ σώματος μέρη.
* ἐν μέρει τινὸς τίθημί τι τοποθετώ κάτι, το εντάσσω στην κατηγορία ενός πράγματος.
οικογένεια: παράγωγα: μερίς.
Νέα-Ελληνική: μέρος (με τις σημ. 1, 4).
ετυμολογία: *μερ-, βλέπε μερίζω, μείρομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μεσημβρία-ίας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.μεσημβρία-ίας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.μεσημβρία-ίας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: το μεσημέρι: μεσημβρία ἵσταται = είναι ακριβώς μεσημέρι.
οικογένεια: παράγωγα: μεσημβρινός [επίθετο και ως ουσ. ὁ μεσημβρινός (ενν. κύκλος) «ο μεσημβρινός».
Νέα-Ελληνική: (στις εκφράσεις) προ μεσημβρίας (π.μ.), μετά μεσημβρίαν (μ.μ.).
ετυμολογία: παράγ./σύνθ. μέσος + ἡμέρα + παρ. επίθ. -ία, με ανάπτυξη ευφωνικού β.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μεσόγεως-ως-ων-επίθετο::
* McsElla.μεσόγεως-ως-ων-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.μεσόγεως-ως-ων@wordaryElla,
παρατήρηση: άλλοι τύποι είναι μεσόγαιος & μεσόγειος
σημασία: αυτός που βρίσκεται στο εσωτερικό της χώρας, που δεν είναι παράλιος.
* ως ουσιαστικό ἡ μεσόγεια τα μεσόγεια.
Νέα-Ελληνική: μεσόγειος.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη μέσος + γαῖα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μέσος-η-ον-επίθετο::
* McsElla.μέσος-η-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.μέσος-η-ον@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που βρίσκεται στο κέντρο, στο μέσο.
σημασίαα: τοπικά διὰ μέσης τῆς πόλεως = μέσα από το κέντρο της πόλης.
σημασίαβ: χρονικά μέσου ὄντος τοῦ θέρους = στα μέσα του καλοκαιριού.
σημασία2: αυτός που είναι μέτριος σε μέγεθος, ποιότητα, αξία κτλ.: οἱ μέσοι = οι πολίτες της μεσαίας τάξης.
σημασία3: ως ουσιαστικό τὸ μέσον
σημασίαα: το μέσο ενός διαστήματος: ἐν μέσῳ νυκτός = τα μεσάνυχτα.
σημασίαβ: η διαφορά: τὸ μέσον πρὸς τὰς μεγίστας καὶ τὰς ἐλαχίστας ναῦς = η διαφορά (ο μέσος όρος) ανάμεσα στο μεγαλύτερο και το μικρότερο αριθμό των πλοίων.
σημασία4: επίρρημα μέσως μέτρια: μέσως βεβίωκε = έζησε μέτρια.
οικογένεια: παράγωγα: μεσαῖος, μεσότης, μεσόω -ῶ, μέση, μεσίτης, σύνθετα: μεσόγεως.
Νέα-Ελληνική: μέσος (με σημ. 1α, 1β) & το μέσο (με σημ. 3α).
ετυμολογία: *μέθ-jος, ινδοευρωπαϊκός *medh-, παράβαλε αρχ. ινδ. mádhya- «μέσος», αρχ. περσ. maiδya- «μέσος».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μεσότης-ητος-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.μεσότης-ητος-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.μεσότης-ητος-ἡ@wordaryElla,
σημασία: μέση κατάσταση, κατάσταση μεταξύ δύο άκρων: μεσότης ἐστὶν ἡ ἀρετή = η αρετή είναι μια μέση κατάσταση (μεταξύ δύο ακραίων καταστάσεων, της υπερβολής και της έλλειψης μιας ιδιότητας).
Νέα-Ελληνική: μεσότητα.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη μέσος + παρ. επίθ. -ότης.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μεσόω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.μεσόω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.μεσόω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: βρίσκομαι στο μέσο: ἡμέρα μεσοῦσα = μεσημέρι. θέρους μεσοῦντος = στο μέσον του καλοκαιριού, το κατακαλόκαιρο.
Νέα-Ελληνική: εύχρηστη μόνο η απόλυτη μετοχή στη λόγ. γενική μεσούντος (λ.χ. του καλοκαιριού), μεσούσης (λ.χ. της νυκτός).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη μέσος + παρ. επίθ. -όω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μεστός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.μεστός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.μεστός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία: γεμάτος: οἱ ἀμφορεῖς εἰσὶ μεστοὶ οἴνου = οι αμφορείς είναι γεμάτοι κρασί. μεστὸς εὐδαιμονίας = γεμάτος ευτυχία.
συνώνυμα: πλήρης.
αντώνυμα: κενός.
οικογένεια: παράγωγα: μεστότης, μεστόω -ῶ, σύνθετα: κατάμεστος.
Νέα-Ελληνική: μεστός.
ετυμολογία: *μεδ-τὸς «εξογκωμένος», αβέβαιη-ετυμολογία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μετὰ-πρόθεση-επίρρημα::
* McsElla.μετὰ-πρόθεση@wordaryElla,
* McsElla.πρόθεση.μετὰ@wordaryElla,
* McsElla.μετὰ-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.μετὰ@wordaryElla,
σημασίαΑ:
σημασία1: ως πρόθεση με γενική δηλώνει
σημασίαα: συνοδεία: αὐτός τε καὶ οἱ μετ' αὐτοῦ = αυτός και η συνοδεία του.
σημασίαβ: τρόπο: ἱκετεύω μετὰ δακρύων = ικετεύω με δάκρυα (κλαίγοντας).
σημασία2: με αιτιατική δηλώνει
σημασίαα: μια πράξη που ακολουθεί μια άλλη, μετά, ύστερα: πρὸ τῆς μάχης καὶ μετὰ τὴν μάχην. όμως μεθ' ἡμέραν = στη διάρκεια της ημέρας.
σημασίαβ: ανάμεσα σε: ἃ μετὰ χεῖρας ἔχετε = αυτά που έχετε ανάμεσα στα χέρια σας.
σημασίαΒ: ως επίρρημα δηλώνει έπειτα, μετά: μετὰ δὲ ἰδών... εἶπε = έπειτα, αφού είδε, είπε.
σημασίαΓ: ως α΄ συνθετικό δηλώνει
σημασίαα: μεταξύ, π.χ. μεταίχμιον «το ενδιάμεσο διάστημα μεταξύ δύο στρατών».
σημασίαβ: έπειτα, μετά, π.χ. μετέρχομαι.
σημασίαγ: συμμετοχή, π.χ. μεταλαμβάνω.
σημασίαδ: μεταβολή, π.χ. μετανοῶ.
Νέα-Ελληνική: μετά (με σημ. Α2α) και (λόγ. με σημ. Α1α, μετά χαράς).
ετυμολογία: αβέβ., πάντως ομόρρ. με αρχ. ισλ. med, αγγλοσαξον. mid(i), αρχ. γερμ. mit(i), ίσως συγγεν. με μέσος, μέχρι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μεταβάλλω-ρήμα::
* McsElla.μεταβάλλω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.μεταβάλλω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε βάλλω.
σημασία1: αλλάζω: μεταβάλλω δίαιταν = αλλάζω τρόπο ζωής.
* αμετάβατο μεταβάλλω μεταβάλλομαι, αλλάζω: μεταβάλλει ἐξ ὀλιγαρχίας εἰς δημοκρατίαν = μεταβάλλεται (το πολίτευμα) από ολιγαρχία σε δημοκρατία.
σημασία2: μέση φωνή μεταβάλλομαι
σημασίαα: ανταλλάσσω κάτι: οἱ ἐν τῇ ἀγορᾷ μεταβαλλόμενοι = αυτοί που ανταλλάσσουν (προϊόντα) στην αγορά.
σημασίαβ: αλλάζω κατεύθυνση ή συμμάχους: μετεβάλοντο ἐπ' ἀσπίδα = στράφηκαν προς τα αριστερά. οὐκ ἂν ὅσια ποιοῖμεν μεταβαλλόμενοι = δε θα κάνουμε όσια πράξη, αν αλλάξουμε συμμάχους.
οικογένεια: παράγωγα: μεταβολή, μεταβλητός.
Νέα-Ελληνική: μεταβάλλω (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη μετά + βάλλω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μεταβολή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.μεταβολή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.μεταβολή-ῆς-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: αλλαγή: μεταβολὴ ἱματίων = αλλαγή των ρούχων.
σημασία2: ανταλλαγή, εμπόριο: ἔπλει ἐπὶ μεταβολῇ = ταξίδευε στη θάλασσα για να κάνει εμπόριο.
σημασία3: μετατροπή, αλλαγή από μια κατάσταση σε άλλη: ἐπὶ τὸ χεῖρον μεταβολή = αλλαγή προς το χειρότερο.
Νέα-Ελληνική: μεταβολή (με τις σημ. 1, 3).
ετυμολογία: παράγ./σύνθ. μετά + *βολ- (βάλλω) + παρ. επίθ. -ή .
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Μεταγειτνιών-ῶνος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.Μεταγειτνιών-ῶνος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Μεταγειτνιών-ῶνος-ὁ@wordaryElla,
σημασία: ο δεύτερος μήνας του αττικού έτους, από 15 Ιουλίου έως 15 Αυγούστου.
ετυμολογία: παράγ./σύνθ. μετά + γειτνι- (πβ. γειτνι-άζω) + -ών.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μεταγιγνώσκω-ρήμα::
* McsElla.μεταγιγνώσκω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.μεταγιγνώσκω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε γιγνώσκω.
σημασία1: αλλάζω γνώμη: μεταγνώτω = ας αλλάξει γνώμη. μεταγιγνώσκω τὰ προδεδογμένα = αλλάζω την προηγούμενη απόφασή μου.
σημασία2: μετανιώνω.
συνώνυμα: μεταμέλομαι.
οικογένεια: παράγωγα: μετάγνωσις, μετάγνοια / μετάνοια.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη μετά + γιγνώσκω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μετάγω-ρήμα::
* McsElla.μετάγω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.μετάγω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἄγω.
σημασία1: μεταφέρω κάτι από έναν τόπο σε άλλον: μετάγω τὸ δικαστήριον ἀπό... εἰς... = μεταφέρω το δικαστήριο από... σε...
σημασία2: αλλάζω δρόμο: ἐκέλευσεν αὐτὸν μετάγειν = τον διέταξε να αλλάξει δρόμο.
οικογένεια: παράγωγα: μεταγωγή, μεταγωγεύς.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη μετά + ἄγω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μεταλαμβάνω-ρήμα::
* McsElla.μεταλαμβάνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.μεταλαμβάνω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε λαμβάνω.
σημασία1: παίρνω μέρος σε κάτι, μετέχω: μεταλαμβάνω λείας = παίρνω ένα μέρος από τα λάφυρα.
σημασία2: παίρνω ως αντάλλαγμα: δεῖ μὴ ὀκνεῖν τὸν πόλεμον ἀντὶ εἰρήνης μεταλαμβάνειν = δεν πρέπει να διστάσετε να πάρετε ως αντάλλαγμα αντί για την ειρήνη τον πόλεμο.
οικογένεια: παράγωγα: μετάληψις.
Νέα-Ελληνική: μεταλαβαίνω (λαϊκός τύπος) και μεταλαμβάνω (λόγιος τύπος) με τη σημ. «παίρνω τη θεία κοινωνία».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη μετά + λαμβάνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μετάληψις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.μετάληψις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.μετάληψις-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία: συμμετοχή σε κάτι: μετάληψις λόγων = συμμετοχή στη διαλεκτική.
Νέα-Ελληνική: μετάληψη «θεία κοινωνία».
ετυμολογία: συνθ. λ. μετά + -λῆψις (< λαμβάνω) ως παράγωγα: λ. του μεταλαμβάνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μεταλλάττω-ρήμα::
* McsElla.μεταλλάττω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.μεταλλάττω@wordaryElla,
παρατήρηση: ο κοινός τύπος είναι μεταλλάσσω
χρόνοι: βλέπε ἀλλάττω.
σημασία1: μεταβάλλω, αλλάζω: μεταλλάττω τὰ θέσμια = αλλάζω τους νόμους.
* μεταλλάττω τόπον = πηγαίνω σε άλλη χώρα.
σημασία2: αλλάζω κατάσταση: μεταλλάττω τὸν βίον.
οικογένεια: παράγωγα: μεταλλαγή, μετάλλαξις, μεταλλακτός.
Νέα-Ελληνική: μεταλλάσσω & μεταλλάζω (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη μετά + ἀλλάττω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μεταμέλει-ρήμα::
* McsElla.μεταμέλει!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.μεταμέλει@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε μέλει.
παρατήρηση: απρόσ. του μεταμέλομαι, με δοτ. προσώπου μεταμέλει μοί τινος μετανιώνω για κάτι, μεταμελούμαι: μεταμελησάτω ὑμῖν τῶν πεπραγμένων = να μετανιώσετε για ό,τι κάνατε.
οικογένεια: παράγωγα: μεταμέλεια, μεταμελητικός.
Νέα-Ελληνική: το παράγ. μεταμέλεια.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη μετά + μέλει.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μεταμέλομαι-ρήμα::
* McsElla.μεταμέλομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.μεταμέλομαι@wordaryElla,
* McsElla.μετεμελόμην!~παρατατικός:μεταμέλομαι@wordaryElla,
* McsElla.μεταμελήσομαι!~μέλλοντας:μεταμέλομαι@wordaryElla,
* McsElla.μεταμεληθήσομαι!~μέλλοντας:μεταμέλομαι@wordaryElla,
* McsElla.μετεμελήθην!~αόριστος:μεταμέλομαι@wordaryElla,
* McsElla.μεταμεμέλημαι!~παρακείμενος:μεταμέλομαι@wordaryElla,
σημασία: μετανοώ, μεταμελούμαι: μετεμέλοντο οὐ δεξάμενοι τὰς σπονδὰς = μετάνιωναν που δε δέχτηκαν την ανακωχή. μεταμεληθεὶς ὁ Ἰούδας ἐπέστρεψε τὰ τριάκοντα ἀργύρια = επειδή μετάνιωσε ο Ιούδας, επέστρεψε τα τριάντα αργύρια.
συνώνυμα: μετανοῶ.
οικογένεια: παράγωγα: μετάμελος, ὁ «η μεταμέλεια».
Νέα-Ελληνική: μεταμελούμαι (λόγ.).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη μετά + μέλομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μεταπέμπω-ρήμα::
* McsElla.μεταπέμπω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.μεταπέμπω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε πέμπω.
σημασία: προσκαλώ κάποιον.
* μέση φωνή μεταπέμπομαι προσκαλώ κάποιον με απεσταλμένο, στέλνω να μου φέρουν κάποιον ή κάτι: Κῦρος μεταπέμπεται Ἄδραστον = ο Κύρος έστειλε να του φέρουν τον Άδραστο.
οικογένεια: παράγωγα: μετάπεμπτος, μετάπεμψις, μεταπομπή.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη μετά + πέμπω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μεταπίπτω-ρήμα::
* McsElla.μεταπίπτω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.μεταπίπτω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε πίπτω.
σημασία1: αλλάζω τη μορφή, το εξωτερικό σχήμα: μεταπίπτει ἐκ γυναικὸς ἐς ὄρνεον = άλλαξε μορφή και από γυναίκα έγινε πουλί.
σημασία2: αλλάζω τη γνώμη μου: τοσοῦτον μεταπεπτώκασιν, ὥστε... = τόσο πολύ έχουν αλλάξει τη συμπεριφορά τους, ώστε...
σημασία3: για κατάσταση (πολιτική κτλ.) αλλάζω: ἐξ εὐτυχίας εἰς δυστυχίαν μεταπίπτω = από την ευτυχία πέφτω στη δυστυχία. μετέπεσε τὰ τῶν τριάκοντα = υπήρξε ανατροπή του καθεστώτος των τριάκοντα τυράννων.
οικογένεια: παράγωγα: μετάπτωσις.
Νέα-Ελληνική: μεταπίπτω (λόγ.).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη μετά + πίπτω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μετάστασις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.μετάστασις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.μετάστασις-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: μετακίνηση: μετάστασις ἐξ οἰκείας εἰς ἀλλοτρίαν = μετακίνηση (μετανάστευση) από την πατρίδα σε ξένη χώρα.
* μετάστασις βίου = θάνατος.
σημασία2: μεταβολή: μετάστασις γνώμης.
Νέα-Ελληνική: μετάσταση (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη του μεθίσταμαι (< μετά + *στα- του ἵ-στα-μαι) + παρ. επίθ. -σις.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μετατίθημι-ρήμα::
* McsElla.μετατίθημι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.μετατίθημι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε τίθημι.
σημασία1: μετακινώ από μια θέση σε άλλη, μεταθέτω: μετάθες τοῦτο εἰς βελτίω τόπον = μετακίνησέ το σε καλύτερη θέση.
σημασία2: μεταβάλλω, αλλάζω: μετατέθεικε τὰςπωνυμίας = άλλαξε (ο Κλεισθένης) τα ονόματα (δωρικών φυλών).
σημασία3: μέση φωνή μετατίθεμαι αλλάζω κάτι που με αφορά ή κάτι που είναι στην αρμοδιότητά μου: πολλάκις αὐτοὶ οἱ θέμενοι τοὺς νόμους ἀποδοκιμάσαντες μετατίθενται = πολλές φορές αυτοί οι ίδιοι που θέσπισαν ένα νόμο, αφού τον απορρίψουν, τον αλλάζουν.
οικογένεια: παράγωγα: μετάθεσις.
Νέα-Ελληνική: μεταθέτω (με τις σημ. 1, 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη μετά + τίθημι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μέτειμι(Α)-ρήμα::
* McsElla.μέτειμι(Α)!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.μέτειμι(Α)@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε εἰμὶ.
σημασία1: συνήθως απρόσ. μέτεστί μοί τινος μετέχω σε κάτι ή με ενδιαφέρει κάτι: τί σοι τοῦδε μέτεστι πράγματος λέγε = λέγε τι σε ενδιαφέρει αυτή η υπόθεση.
σημασία2: κάποτε αναφέρεται και το μερίδιο (σε αντιδιαστολή προς το διαιρούμενο όλο) και τίθεται σε ονομαστική: μέτεστι κατὰ τοὺς νόμους πᾶσι τὸ ἴσον = όλοι οι πολίτες έχουν ίσα δικαιώματα σύμφωνα με τους νόμους.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη μετά + εἰμί.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μέτειμι(Β)-ρήμα::
* McsElla.μέτειμι(Β)!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.μέτειμι(Β)@wordaryElla,
παρατήρηση: χρησιμοποιείται στην αττ. διάλεκτο ως μέλλ. του βλέπε μετέρχομαι
χρόνοι: βλέπε εἶμι.
σημασία1: βαδίζω πίσω από κάποιον, τον ακολουθώ: ταὐτὸν ἴχνος μέτειμι = ακολουθώ το ίδιο αχνάρι (με κάποιον).
σημασία2: με επέκταση
σημασίαα: αναζητώ κάποιον: τὸν παῖδα εὗρον οἱ μετιόντες = αυτοί που έψαχναν το παιδί, το βρήκαν.
σημασίαβ: καταδιώκω κάποιον για να τον εκδικηθώ: μέτειμι τοὺς ἀδικοῦντας = προσπαθώ να εκδικηθώ αυτούς που διέπραξαν ένα αδίκημα.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη μετά + εἶμι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μετέρχομαι-ρήμα::
* McsElla.μετέρχομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.μετέρχομαι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἔρχομαι.
σημασία1: επιδιώκω: ἐπιπόνῳ ἀσκήσει τὸ ἀνδρεῖον μετέρχομαι = με κοπιαστικές ασκήσεις προσπαθώ να γίνω γενναίος.
σημασία2: καταδιώκω κάποιον, και ειδικότερα του ασκώ δίωξη: μέτειμι τὸν φονέα = θα ασκήσω δίωξη στο φονιά.
Νέα-Ελληνική: μετέρχομαι «ασκώ, λ.χ. ένα επάγγελμα».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη μετά + ἔρχομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μετέχω-ρήμα::
* McsElla.μετέχω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.μετέχω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἔχω.
σημασία1: με γενική παίρνω μέρος σε κάτι, συμμετέχω: μετέχω τῶν πεντακισχιλίων = είμαι μέλος της ομάδας των πέντε χιλιάδων ανδρών.
σημασία2: με αιτιατική, που δηλώνει το μερίδιο, μετέχω ἴσον μέρος ἀγαθῶν = έχω ίσο μερίδιο στα αγαθά με κάποιον άλλο.
οικογένεια: παράγωγα: μετοχή, μέτοχος.
Νέα-Ελληνική: μετέχω (με σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη μετά + ἔχω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μετεωρίζω-ρήμα::
* McsElla.μετεωρίζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.μετεωρίζω@wordaryElla,
σημασία1: σηκώνω ψηλά, ανυψώνω: παντὶ τρόπῳμετεώριζον τὸ ἔρυμα = με κάθε μέσο ανύψωναν το οχυρό.
σημασία2: μεταφορικά/ειρωνικά επαινώ κάποιον, τον εξυψώνω με «λόγια του αέρα»: μετεωρίζω καὶ φυσῶ τινά = επαινώ κάποιον και τον κάνω να φουσκώνει από υπερηφάνεια.
Νέα-Ελληνική: μετεωρίζω (λόγ., με τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη βλέπε μετέωρος + παρ. επίθ. -ίζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μετέωρος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.μετέωρος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.μετέωρος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που υψώνεται πάνω από τη γη, στον αέρα: μετεώρους ἐξεκόμισαν τὰς ἁμάξας = τις άμαξες τις μετέφεραν σηκωτές.
* αυτός που βρίσκεται σε μεγάλο ύψος σαν να βρίσκεται στον αέρα: μετέωρα χωρία = περιοχές με μεγάλο υψόμετρο.
σημασία2: για πλοίο αυτός που βρίσκεται στην ανοιχτή θάλασσα: ναῦς μετέωρος.
σημασία3: μεταφορικά αυτός που βρίσκεται σε αβέβαιη κατάσταση: ἡ Ἑλλάς ἅπασα μετέωρος ἦν = ολόκληρη η Ελλάδα βρισκόταν σε αβεβαιότητα (εξαιτίας του Πελοποννησιακού πολέμου).
οικογένεια: παράγωγα: μετεωρίζω.
Νέα-Ελληνική: μετέωρος (με τις σημ. 1, 3).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη μετά + *-ᾱορος (< ἀείρω «υψώνω στον αέρα, ανυψώνω» < *ἀέρ-jω) > *μετή-ορος (όπου η < α + α) > μετέωρος με αντιμεταχώρηση ηο > εω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μέτοικος-οίκου-ὁ-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.μέτοικος-οίκου-ὁ-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.μέτοικος-οίκου-ὁ-ἡ@wordaryElla,
σημασία: ξένος στον οποίο δόθηκε το δικαίωμα να κατοικεί στην Αθήνα, χωρίς όμως να έχει πολιτικά δικαιώματα.
οικογένεια: παράγωγα: μετοικέω -ῶ, μετοίκησις, μετοικίζω, μετοίκιον «φόρος που πλήρωναν οι μέτοικοι».
Νέα-Ελληνική: μέτοικος.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη μετά + *οἰκ- (οἰκέω) + παρ. επίθ. -ος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μετόπωρον-ώρου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.μετόπωρον-ώρου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.μετόπωρον-ώρου-τὸ@wordaryElla,
σημασία: φθινόπωρο: βρονταὶ καὶ ὕδωρ, οἷα τοῦ ἔτους πρὸς μετόπωρον ἤδη ὄντος φιλεῖ γίγνεσθαι = βροντές και βροχή, φαινόμενα συνηθισμένα όταν πια η χρονιά έχει φτάσει στο φθινόπωρο.
οικογένεια: παράγωγα: μετοπωρινός.
ετυμολογία: ουσιαστικοπ. του επιθέτου *μετόπωρος, -ον (< μετά + ὀπώρα) κατά το θέρος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μετουσία-ίας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.μετουσία-ίας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.μετουσία-ίας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: συμμετοχή σε κάτι, το να κατέχει κάποιος κάτι: σοὶ δὲ ἀρετῆς, ὦ κάθαρμα, τίς μετουσία; = και συ, κάθαρμα, τι συμμετοχή έχεις στην αρετή (δηλ. τι σχέση έχεις με την αρετή);
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη του ρ. μέτειμι (μετά + εἰμί): μετά + *ὀντ-ία ὄντ-ος + -ία) > *ὀνσία > οὐσία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μετριάζω-ρήμα::
* McsElla.μετριάζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.μετριάζω@wordaryElla,
σημασία1: συμπεριφέρομαι μετρημένα, μετριοπαθώς: μετριάζομεν ἐν ταῖς εὐπραξίαις = όταν ευτυχούμε, συμπεριφερόμαστε με μέτρο.
σημασία2: κάνω κάτι λιγότερο έντονο, το μετριάζω.
Νέα-Ελληνική: μετριάζω (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη μέτριος + παρ. επίθ. -άζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μέτριος-ία-ιον-επίθετο::
* McsElla.μέτριος-ία-ιον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.μέτριος-ία-ιον@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που έχει το σωστό μέτρο, που δεν είναι υπερβολικός: μέτριοι ἄνδρες = άνδρες με μέτριο ανάστημα.
* μέτριος βίος = μετρημένη ζωή.
σημασία2: υποφερτός: μέτριος χειμών = υποφερτός, όχι πολύ κρύος, χειμώνας.
σημασία3: αυτός που μπορεί να ελέγχει λ.χ. τις επιθυμίες του, μετρημένος: μέτριος πρὸς τὰς ἡδονάς = που δεν παραδίδεται στις απολαύσεις.
σημασία4: επίρρημα μετρίως με μέτρο: χαλεπὸν τὸ μετρίως εἰπεῖν = είναι δύσκολο, όταν μιλάει κανείς να κρατάει το μέτρο.
οικογένεια: παράγωγα: μέτριον, μετριοσύνη, μετριότης, μετρίως, μετριάζω, μετρικός.
Νέα-Ελληνική: μέτριος (με τις σημ. 1, 2, 3).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη μέτρον + παρ. επίθ. -ιος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μετριότης-ητος-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.μετριότης-ητος-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.μετριότης-ητος-ἡ@wordaryElla,
σημασία: το σωστό μέτρο, η απουσία υπερβολής, μετριοπάθεια: ἡ μετριότης τῶν σίτων = η εγκράτεια στο φαγητό.
Νέα-Ελληνική: μετριότητα.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη μέτριος + παρ. επίθ. -ότης.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μέτρον-ου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.μέτρον-ου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.μέτρον-ου-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: μέτρο.
σημασία2: η έλλειψη υπερβολής, το σωστό μέτρο: πλέον πίνει τοῦ μέτρου = πίνει περισσότερο απ' όσο επιτρέπει το σωστό μέτρο.
οικογένεια: παράγωγα: μετρέω -ῶ, μέτριος.
Νέα-Ελληνική: μέτρο (και με τις δύο σημ.).
ετυμολογία: *μη- «μετρώ», μῆτις, ινδοευρωπαϊκός *me- στο αρχ. ινδ. mātrā «μεζούρα, μέτρο» (που αντιστοιχεί στο μήτρᾱ), μτχ. mimāti «μετρημένος».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μέχρι-πρόθεση-σύνδεσμος::
* McsElla.μέχρι-πρόθεση@wordaryElla,
* McsElla.πρόθεση.μέχρι-πρόθεση@wordaryElla,
* McsElla.μέχρι-σύνδεσμος@wordaryElla,
* McsElla.σύνδεσμος.μέχρι-πρόθεση@wordaryElla,
σημασίαΑ: με γενική
σημασία1: τοπικά έως, ως: μέχρι τῆς πόλεως.
σημασία2: χρονικά έως: μέχρις ἡμερῶν ἑπτά.
σημασίαΒ: ως σύνδεσμος μέχρις ότου/μέχρι να: μέχρι ἂν τοῦτο ἴδωμεν = μέχρι να το δούμε αυτό.
Νέα-Ελληνική: μέχρι (με όλες τις σημ.).
ετυμολογία: *μέ-χρι, ίσως *me- (στη με-τά) + *χρί (τοπική πτώση από χείρ, χειρός).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μὴ(Α)-μόριο::
* McsElla.μὴ(Α)-μόριο@wordaryElla,
* McsElla.μόριο.μὴ(Α)@wordaryElla,
σημασία1: συνήθως με ενεστ. προστακτικής ή με αόρ. υποτακτικής δηλώνει απαγόρευση μη, να μη: μή μ'ρέθιζε = μη με εξοργίζεις. μὴ εἴπῃς τοῦτο = μην το πεις αυτό.
σημασία2: με α΄ πρόσ. υποτακτικής ας μη: μὴ ἴωμεν ἐκεῖ = ας μην πάμε εκεί.
σημασία3: με ευκτική μακάρι να μη: μὴ γένοιτο = μακάρι να μη συμβεί.
Νέα-Ελληνική: μη & μην (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: *μη-, ινδοευρωπαϊκός αρνητικό μόριο *mē, που επιβίωσε στο αρχ. ινδ. mā, αρχ. περσ. mā, αρμ. mi.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μὴ(Β)-σύνδεσμος::
* McsElla.μὴ(Β)-σύνδεσμος@wordaryElla,
* McsElla.σύνδεσμος.μὴ(Β)@wordaryElla,
σημασία1: τελικός σύνδεσμος για να μη: φεύγω μὴ ληφθῶ = τρέπομαι σε φυγή για να μη συλληφθώ.
σημασία2: ενδοιαστικός, με ρήματα που δηλώνουν φόβο μήπως: ἐφοβεῖτο Κῦρος μὴ ἀποθάνῃ ὁ πάππος = ο Κύρος φοβόταν μήπως πεθάνει ο παππούς.
σημασία3: πλεοναστικά, με ρήματα που δηλώνουν άρνηση ἀρνοῦμαι τὸ μὴ ποιεῖν = αρνούμαι ότι το έκανα.
σημασία4: με αφηρημένα ουσιαστικά ἡ μὴ ἐμπειρία = το να μην υπάρχει εμπειρία.
Νέα-Ελληνική: μη (με τις σημ. 2, 4).
ετυμολογία: *μη-.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μὴ#Γ-επίρρημα::
* McsElla.μὴ#Γ-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.μὴ#Γ@wordaryElla,
παρατήρηση: σε ευθεία ερώτηση, όταν περιμένουμε αρνητική απάντηση.
σημασία: μήπως: μὴ οἱ ἐν ἐκκλησίᾳ διαφθείρουσι τοὺς νεωτέρους; = μήπως τα μέλη της εκκλησίας του δήμου διαφθείρουν τους νεότερους;
Νέα-Ελληνική: μη (τυχόν).
ετυμολογία: *μη-.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μηδαμοῦ-επίρρημα::
* McsElla.μηδαμοῦ-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.μηδαμοῦ@wordaryElla,
σημασία: πουθενά: ἐλπίζω μηδαμοῦ ἄλλοθι φρονήσειντεύξεσθαι ἢ ἐν ᾍδου = ελπίζω ότι πουθενά αλλού δε θα συναντήσω τη φρόνηση παρά μόνο στον Άδη.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη μηδέ + ἁμὸς «ούτε ένας» , ἁμός = τις, συγγεν. με γοτθ. sums «κάποιος», suman «κάποτε», ινδοευρωπαϊκός *smo-.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μηδὲ-σύνδεσμος::
* McsElla.μηδὲ-σύνδεσμος@wordaryElla,
* McsElla.σύνδεσμος.μηδὲ@wordaryElla,
σημασία1: και να μη..., ούτε να...: λέγομεν ὑμῖν σπονδὰς μὴ λύειν μηδὲ παραβαίνειν τοὺς ὅρκους = σας λέμε να μη λύσετε τη συνθήκη ειρήνης και να μην παραβείτε τους όρκους.
σημασία2: μηδέ... μηδὲ μήτε... μήτε: μηδὲ νόμοι μηδὲ ἀνάγκη μηδεμία.
σημασία3: ούτε κάν: τὸ δὲ ὑμέτερον τῆς τε δυνάμεωςνδεᾶ πρᾶξαι τῆς τε γνώμης μηδὲ τοῖς βεβαίοις πιστεῦσαι = το δικό σας χαρακτηριστικό είναι να πράττετε πράγματα κατώτερα από τη δύναμή σας και να μην εμπιστεύεστε ούτε καν τα βέβαια αποτελέσματα της σκέψης σας (είπαν οι Κορίνθιοι στους Σπαρτιάτες).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη μή + δέ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μηδείς-μηδεμία-μηδὲν-αντωνυμία::
* McsElla.μηδείς-μηδεμία-μηδὲν-αντωνυμία@wordaryElla,
* McsElla.αντωνυμία.μηδείς-μηδεμία-μηδὲν@wordaryElla,
σημασία1: κανένας: μηδείς σου τῆς νεότητος καταφρονείτω = κανένας να μη σε καταφρονεί που είσαι νέος.
σημασία2: ασήμαντος, τιποτένιος: μηδὲν λέγει = αυτά που λέει είναι ασήμαντα.
σημασία3: το ουδ. μηδὲν ως επίρρ. καθόλου δεν, καθόλου: φῶμεν ὑφαντικὴν μηδὲν διαφέρειν πλὴν ὀνόματι τῆς ἱματιουργικῆς; = να πούμε ότι η υφαντική τέχνη καθόλου δε διαφέρει από την ιματιουργική παρά μόνο στο όνομα;
Νέα-Ελληνική: μηδείς (λόγ.) & μηδέν.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη μηδέ + εἷς, μία, ἕν.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μηδέποτε-επίρρημα::
* McsElla.μηδέποτε-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.μηδέποτε@wordaryElla,
σημασία: ποτέ να μη: ηὐλαβοῦντο μηδέποτε ἐμποδὼν εἶναι = πρόσεχαν να μη γίνουν ποτέ εμπόδιο.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη μηδέ + ποτέ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μηδέτερος-έρα-ερον-αντωνυμία::
* McsElla.μηδέτερος-έρα-ερον-αντωνυμία@wordaryElla,
* McsElla.αντωνυμία.μηδέτερος-έρα-ερον@wordaryElla,
σημασία: ούτε ο ένας ούτε ο άλλος: ἐμοὶ δοκεῖ τούτων μηδέτερα ποιεῖν = η γνώμη μου είναι ότι δεν πρέπει να κάνουμε ούτε το ένα ούτε το άλλο.
οικογένεια: παράγωγα: μηδετέρως.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη μηδέ + ἕτερος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μηδίζω-ρήμα::
* McsElla.μηδίζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.μηδίζω@wordaryElla,
σημασία1: μιμούμαι τον τρόπο ζωής των Μήδων.
σημασία2: υποστηρίζω τους Μήδους (κατά την περίοδο των Περσικών πολέμων): ἡμεῖς δὲ μηδίσαι μὲν αὐτοὺς οὔ φαμεν = αλλά εμείς δεν υποστηρίζουμε ότι αυτοί βοήθησαν τους Πέρσες.
οικογένεια: παράγωγα: μηδισμός.
Νέα-Ελληνική: μηδίζω (λόγ.).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη Μῆδοι + παρ. επίθ. -ίζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μηκύνω-ρήμα::
* McsElla.μηκύνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.μηκύνω@wordaryElla,
* McsElla.μηκυνῶ!~μέλλοντας:μηκύνω@wordaryElla,
σημασία: αυξάνω το μήκος ή τη χρονική διάρκεια, επιμηκύνω: μηκύνω βίον = παρατείνω τη διάρκεια της ζωής.
* μηκύνω λόγον / λόγους = μιλώ επί πολλή ώρα.
Νέα-Ελληνική: μηκύνω (λόγ.).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη μῆκος + παρ. επίθ. -ύνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μὴν-μόριο::
* McsElla.μὴν-μόριο@wordaryElla,
* McsElla.μόριο.μὴν@wordaryElla,
παρατήρηση: χρησιμοποιείται ως βεβαιωτικό πράγματι, αλήθεια: ἦ μήν = βεβαιότατα. ἀλλὰ μήν = αλλά όμως πράγματι. οὐ μήν... = ασφαλώς δεν...: οὐ μὴν κελεύω ἐᾶν αὐτοὺς βλάπτειν τοὺς ξυμμάχους ἡμῶν = ασφαλώς δε σας συμβουλεύω να τους αφήνουμε να βλάπτουν τους συμμάχους μας.
ετυμολογία: εκτεταμένη βαθμίδα του μέν, δωρ. και αιολ. μάν, βλέπε μέν.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μήν-μηνός-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.μήν-μηνός-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.μήν-μηνός-ὁ@wordaryElla,
σημασία: μήνας: μὴν ἱστάμενος/μεσῶν/φθίνων = η αρχή, η μέση, το τέλος του μήνα. μηνὸς τετάρτῃ φθίνοντος = κατά την τέταρτη μέρα πριν από το τέλος του μήνα.
οικογένεια: παράγωγα: μήνη «φεγγάρι», μηναῖος, μηνίσκος «μικρή σελήνη», μηνιακός, σύνθετα: ἔμμηνος, νεομηνίη, νουμηνία.
Νέα-Ελληνική: μήνας.
ετυμολογία: *mēns-, λατινικός mēns-is, ίσως συγγεν. με *μη- (μέτρον, μῆτις).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μῆνις-μήνιος|μήνιδος-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.μῆνις-μήνιος|μήνιδος-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.μῆνις-μήνιος|μήνιδος-ἡ@wordaryElla,
σημασία: οργή: φοβοῦμαι τὴν μῆνιν τῶν τετελευτηκότων = φοβούμαι την οργή των νεκρών.
οικογένεια: παράγωγα: μηνίω, μηνίζω.
Νέα-Ελληνική: μήνις (λόγ.)
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μηνύω-ρήμα::
* McsElla.μηνύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.μηνύω@wordaryElla,
* McsElla.ἐμήνυον!~παρατατικός:μηνύω@wordaryElla,
* McsElla.μηνύσω!~μέλλοντας:μηνύω@wordaryElla,
* McsElla.μεμήνυκα!~παρακείμενος:μηνύω@wordaryElla,
* McsElla.μηνυθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:μηνύω@wordaryElla,
* McsElla.ἐμηνύθην!~παθητικός-αόριστος:μηνύω@wordaryElla,
* McsElla.μεμήνυμαι!~παθητικός-παρακείμενος:μηνύω@wordaryElla,
σημασία1: κάνω κάτι γνωστό, το αποκαλύπτω: μηνύω τινὰ ἐξ ἐπιβουλῆς ἀποθανόντα = αποκαλύπτω ότι κάποιος πέθανε έπειτα από εχθρική ενέργεια.
σημασία2: καταγγέλλω κάποιον, καταθέτω μήνυση εναντίον του.
οικογένεια: παράγωγα: μηνυτής, μήνυσις.
Νέα-Ελληνική: μηνύω (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: ίσως αρχικά *μήνυ-μι < ουσ. *μηνυς, αβέβαιη-ετυμολογία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μήπω-επίρρημα::
* McsElla.μήπω-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.μήπω@wordaryElla,
σημασία: ακόμη να μη: μήπω ἐκεῖσε ἴωμεν = ας μην πάμε ακόμη εκεί.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη μή + πω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μήτε-σύνδεσμος::
* McsElla.μήτε-σύνδεσμος@wordaryElla,
* McsElla.σύνδεσμος.μήτε@wordaryElla,
σημασία: μήτε, ούτε: μήτε κατὰ ξηρὰν μήτε κατὰ θάλατταν.
Νέα-Ελληνική: μήτε.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη μή + τε.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μητραλοίας-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.μητραλοίας-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.μητραλοίας-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: μητροκτόνος.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη μήτηρ + ἀλοιάω -ῶ/ἀλοάω «κοπανίζω, αλωνίζω» + παρ. επίθ. -ας.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μητρόπολις-όλεως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.μητρόπολις-όλεως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.μητρόπολις-όλεως-ἡ@wordaryElla,
σημασία: μια πόλη, σε σχέση με τις αποικίες της: Ἐπιδάμνιοι πέμπουσιν ἐς τὴν Κέρκυραν πρέσβεις ὡς μητρόπολιν οὖσαν = οι Επιδάμνιοι στέλνουν απεσταλμένους στην Κέρκυρα, καθώς ήταν η μητρόπολή τους.
Νέα-Ελληνική: μητρόπολη.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη μήτηρ, μητρ-ός + πόλις.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μηχανάομαι-ῶμαι-ρήμα::
* McsElla.μηχανάομαι-ῶμαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.μηχανάομαι-ῶμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐμηχανώμην!~παρατατικός:μηχανάομαι-ῶμαι@wordaryElla,
* McsElla.μηχανήσομαι!~μέλλοντας:μηχανάομαι-ῶμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐμηχανησάμην!~αόριστος:μηχανάομαι-ῶμαι@wordaryElla,
* McsElla.μεμηχάνημαι!~παρακείμενος-ενεργητική-ή-παθητική-σημασία:μηχανάομαι-ῶμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐμεμηχανήμην!~υπερσυντέλικος-με-παθ.-σημ.:μηχανάομαι-ῶμαι@wordaryElla,
σημασία1: κατασκευάζω: μηχανῶμαι πλοῖον.
σημασία2: επινοώ τρόπους για να καταφέρω κάτι (ύπουλα συνήθως, αλλά όχι πάντοτε), μηχανεύομαι: πᾶσαν μηχανὴν μηχανῶνται ὅπως... = μηχανεύονται χίλιους δυο τρόπους για να...
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη μηχανή + παρ. επίθ. -άομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μηχανή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.μηχανή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.μηχανή-ῆς-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: ονομασία μηχανημάτων για διάφορες χρήσεις: ἤλπιζον ἑλεῖν τὸ τεῖχος μηχαναῖς = ήλπιζαν να καταλάβουν το τείχος με (πολιορκητικές) μηχανές.
σημασία2: ειδικότερα μηχανισμός με τον οποίο παρουσίαζαν τους θεούς μετέωρους στη σκηνή του θεάτρου.
* παροιμία: ἀπὸ μηχανῆς θεός = απρόβλεπτη λύση σε μια δύσκολη κατάσταση.
σημασία3: τρόπος, τέχνασμα για να πετύχει κανείς κάτι: μηχανὴ κακῶν = τέχνασμα για να αποφύγει κανείς τα κακά. πάσῃ τέχνῃ καὶ μηχανῇ = με κάθε τρόπο και τέχνασμα.
οικογένεια: παράγωγα: μηχανάομαι -ῶμαι, μηχάνημα, μηχανικός, μηχανική, σύνθετα: μηχανορράφος, ἀμήχανος, ἀμηχανέω, ἀμηχανία.
Νέα-Ελληνική: μηχανή «μηχάνημα».
ετυμολογία: *μηχαν-, *μαχαν-, *μαχ-αν, ίσως συγγεν. με γοτθ. mag «μπορώ», αρχ. σλαβ. mogę «μπορώ», ρωσ. mogú «μπορώ».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μιαίνω-ρήμα::
* McsElla.μιαίνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.μιαίνω@wordaryElla,
* McsElla.ἐμίαινον!~παρατατικός:μιαίνω@wordaryElla,
* McsElla.μιανῶ!~μέλλοντας:μιαίνω@wordaryElla,
* McsElla.ἐμίανα!~αόριστος:μιαίνω@wordaryElla,
* McsElla.μιανθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:μιαίνω@wordaryElla,
* McsElla.ἐμιάνθην!~παθητικός-αόριστος:μιαίνω@wordaryElla,
* McsElla.μεμίασμαι!~παθητικός-παρακείμενος:μιαίνω@wordaryElla,
σημασία1: λερώνω, μολύνω, κηλιδώνω: μιαίνω τοὺς βωμοὺς τῶν θεῶν αἵματι = λερώνω τους βωμούς των θεών με αίμα.
σημασία2: ηθικά μολύνω: τὴν ψυχὴν μιαίνω.
οικογένεια: παράγωγα: μιαρός, μίασμα, μιάστωρ.
Νέα-Ελληνική: μιαίνω (με τις σημ. 1, 2).
ετυμολογία: *μιαν- (που εναλλάσσεται με *μιαρ-, μιαρ-ός) + παρ. επίθ. -jω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μιαρός-ά-ὸν-επίθετο::
* McsElla.μιαρός-ά-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.μιαρός-ά-ὸν@wordaryElla,
* McsElla.μιαρώτερος!~συγκριτικός:μιαρός-ά-ὸν@wordaryEllα,
* McsElla.μιαρώτατος!~υπερθετικός:μιαρός-ά-ὸν@wordaryElla,
σημασία1: θρησκευτικά μολυσμένος, ακάθαρτος.
σημασία2: ηθικά ανήθικος: ἡ πόλις κολάζει τοὺς μιαροὺς ἄρχοντας = η πολιτεία τιμωρεί τους ανήθικους κυβερνήτες.
Νέα-Ελληνική: μιαρός (και με τις δυο σημ.).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *μιαρ- (και *μιαν-, μιαίνω) + παρ. επίθ. -ός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μίασμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.μίασμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.μίασμα-ατος-τὸ@wordaryElla,
σημασία: μόλυσμα, κυρίως από φόνο ή άλλο έγκλημα.
Νέα-Ελληνική: μίασμα.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *μιασ- (μιαίνω) + παρ. επίθ. -μα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μιγάς-άδος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.μιγάς-άδος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.μιγάς-άδος-ὁ@wordaryElla,
σημασία: αυτός που είναι ανάμεικτος: ταύτην τὴν πόλιν οἰκοῦμεν οὐχ ἑτέρους ἐκβαλόντες... οὐδ'κ πολλῶν ἐθνῶν μιγάδες συλλεγέντες = κατοικούμε σ' αυτήν την πόλη (την Αθήνα) ούτε αφού διώξαμε άλλους (παλιούς κατοίκους)... ούτε αφού γίναμε ένας πληθυσμός ανάμεικτος από διάφορους λαούς.
αντώνυμα: καθαρός.
Νέα-Ελληνική: μιγάς.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *μιγ- (ἐ-μίγ-ην < μείγνυμι) + παρ. επίθ. -άς.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μικρός-ά-ὸν-επίθετο::
* McsElla.μικρός-ά-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.μικρός-ά-ὸν@wordaryElla,
* McsElla.μικρότερος!~συγκριτικός:μικρός-ά-ὸν@wordaryEllα,
* McsElla.λάττων-ων-ἔλαττον!~συγκριτικός:μικρός-ά-ὸν@wordaryEllα,
* McsElla.μείων-ων-μεῖον!~συγκριτικός:μικρός-ά-ὸν@wordaryEllα,
* McsElla.μικρότατος!~υπερθετικός:μικρός-ά-ὸν@wordaryEllα,
* McsElla.ἐλάχιστος!~υπερθετικός:μικρός-ά-ὸν@wordaryElla,
* McsElla.σμικρός-ά-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.σμικρός-ά-ὸν@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που έχει μικρό μέγεθος ή ύψος: μικρὸν γῄδιον = μικρό χωραφάκι.
αντώνυμα: μέγας.
σημασία2: για ποσότητα λίγος: μικρὸν ὄψον = λίγο φαγητό (μικρή μερίδα φαγητού).
αντώνυμα: πολύς.
* ἐν σμικρῷ χρόνῳ = σε λίγο.
σημασία3: σε σπουδαιότητα ασήμαντος, μηδαμινός: μικρὰ αἰτία = ασήμαντη αφορμή.
σημασία4: σε επιρρηματικές χρήσεις μικροῦ δεῖ = παρ' ολίγον, παρά λίγο. σμικρῷ πρόσθεν = λίγο πριν. παρὰ μικρόν = σχεδόν. ἐπὶ μικρόν = για λίγο. κατὰ μικρόν = λίγο λίγο.
οικογένεια: παράγωγα: μικρότης.
Νέα-Ελληνική: μικρός (με τις σημ. 1, 2, 3).
ετυμολογία: *μει- (από όπου μεί-ων) και *μι- + παρ. επίθ. -ικός > μικός > μικρός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μιμέομαι-οῦμαι-ρήμα::
* McsElla.μιμέομαι-οῦμαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.μιμέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐμιμούμην!~παρατατικός:μιμέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.μιμήσομαι!~μέλλοντας:μιμέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐμιμησάμην!~αόριστος:μιμέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.μεμίμημαι!~παρακείμενος:μιμέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
σημασία1: μιμούμαι, αναπαριστώ: ἃ ψέγομεν ἡμεῖς, ταῦτα μὴ μιμώμεθα = αυτά που κατηγορούμε στους άλλους να μην τα κάνουμε κι εμείς.
σημασία2: στην τέχνη, και ειδικότερα στη δραματική τέχνη παριστάνω κάτι με μιμητικές κινήσεις.
Νέα-Ελληνική: μιμούμαι (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη μῖμος + παρ. επίθ. -έομαι, ίσως συγγεν. με αρχ. ινδ. māyā θηλ. «απατηλή εικόνα».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μίμημα-ατος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.μίμημα-ατος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.μίμημα-ατος-τὸ@wordaryElla,
σημασία: κάτι που είναι απομίμηση κάποιου προτύπου.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη μιμέομαι -οῦμαι + παρ. επίθ. -μα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μιμνήσκω-ρήμα::
* McsElla.μιμνήσκω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.μιμνήσκω@wordaryElla,
* McsElla.ἐμίμνησκον!~παρατατικός:μιμνήσκω@wordaryElla,
* McsElla.μνήσω!~μέλλοντας:μιμνήσκω@wordaryElla,
* McsElla.ἔμνησα!~αόριστος:μιμνήσκω@wordaryElla,
* McsElla.μνήσομαι!~μέσος-μέλλοντας:μιμνήσκω@wordaryElla,
* McsElla.ἐμνησάμην!~μέσος-αόριστος:μιμνήσκω@wordaryElla,
* McsElla.μνησθήσομαι-«θα-θυμηθώ»!~παθητικός-μέλλοντας:μιμνήσκω@wordaryElla,
* McsElla.ἐμνήσθην-«θυμήθηκα»!~παθητικός-αόριστος:μιμνήσκω@wordaryElla,
* McsElla.μέμνημαι-«θυμάμαι»!~μέσος-παρακείμενος-σημασία-ενεστώτα:μιμνήσκω@wordaryElla,
* McsElla.ἐμεμνήμην!~μέσος-υπερσυντέλικος:μιμνήσκω@wordaryElla,
σημασία1: θυμίζω.
σημασία2: μέση φωνή μιμνήσκομαι θυμάμαι: μέμνημαι ἀκούσας ποτέ σου ὅτι... = θυμάμαι ότι κάποτε άκουσα από σένα ότι...
αντώνυμα: ἀμνημονέω -ῶ,πιλανθάνομαι «ξεχνώ».
σημασία3: αναφέρω κάτι ή κάποιον, το(ν) μνημονεύω: ἐμνήσθησαν περὶ αὐτοῦ = αναφέρθηκαν σ' αυτόν.
οικογένεια: παράγωγα: μνεία, μνῆμα, μνήμη, μνήμων, μνηστήρ, σύνθετα: ἀμνήμων, ἱερομνήμων, ὑπόμνημα.
ετυμολογία: *men-, *mnē-, *mnā- (ἔ-μνη-σα, μέ-μον-α, μένος), μι-μνή-σκω, παράβαλε λατινικός αόρ. me-min-i, αρχ. ινδ. mnāta- «μνησθείς».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μισθαρνέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.μισθαρνέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.μισθαρνέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: εργάζομαι ή υπηρετώ επί πληρωμή: μισθαρνῶ παρά τινος = παίρνω μισθό από κάποιον.
Νέα-Ελληνική: το επίθετο μίσθαρνος.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη μίσθαρνος (μισθός + ἄρνυμαι «παίρνω») + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μισθός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.μισθός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.μισθός-οῦ-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: πληρωμή, αμοιβή: καὶ διδόασιν αὐτοῖς ἑξήκοντα τάλαντα μηνὸς μισθόν = και τους δίνουν εξήντα τάλαντα ως πληρωμή το μήνα.
σημασία2: ανταπόδοση: ἀρετῆς μισθός = ανταμοιβή για την αρετή. μισθὸς ἀνδρὶ δυσσεβεῖ = ανταπόδοση (τιμωρία) σε άνθρωπο ασεβή.
οικογένεια: παράγωγα: μισθόομαι, μίσθωσις, μισθωτής, μισθωτός, σύνθετα: μίσθαρνος, μισθοφόρος, μισθοδότης, μισθοδοτέω.
Νέα-Ελληνική: μισθός.
ετυμολογία: *μιζθ-/*μισθ- + παρ. επίθ. -ός > μισθός, συγγεν. με αρχ. ινδ. mīdhá- «αμοιβή για νίκη», αρχ. περσ. mižda- «ανταμοιβή», αρχ. σλαβ. mīzdá «ανταμοιβή».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μισθοφορέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.μισθοφορέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.μισθοφορέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: υπηρετώ ή εργάζομαι επί μισθώ, μισθοδοτούμαι.
σημασία2: ειδικότερα είμαι μισθοφόρος στρατιώτης: μισθοφορῶ τινί = υπηρετώ ως μισθοφόρος στρατιώτης σε κάποιον.
σημασία3: αποφέρω ενοίκιο ή κέρδος: μισθοφοροῦσα οἰκία = σπίτι το οποίο αποδίδει ενοίκιο.
Νέα-Ελληνική: το παράγ. μισθοφόρος.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη μισθοφόρος (μισθός + φέρω) + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μνᾶ-ᾶς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.μνᾶ-ᾶς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.μνᾶ-ᾶς-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: μονάδα βάρους που ισοδυναμούσε με εκατό αττικές δραχμές.
σημασία2: κυρίως νόμισμα που ισοδυναμούσε με εκατό αττικές δραχμές.
ετυμολογία: σημιτ. δάνειο, ακκαδ. manū, εβρ. mānē.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μνεία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.μνεία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.μνεία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: ανάμνηση.
σημασία2: αναφορά: μνείαν ποιοῦμαί τινος = αναφέρω κάτι.
Νέα-Ελληνική: μνεία (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: *μνε- (μι-μνή-σκω) + παρ. επίθ. -jα > μνεία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μνημεῖον-είου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.μνημεῖον-είου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.μνημεῖον-είου-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: κάτι που φέρνει στη μνήμη μας κάποιο πρόσωπο ή πράγμα ή γεγονός, ενθύμιο: μνημεῖα κακῶν κἀγαθῶν = ενθύμια των αποτυχιών και των επιτυχιών μας.
σημασία2: μνημείο.
Νέα-Ελληνική: μνημείο (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *μνημ- (μνήμ-η, μιμνήσκω) + παρ. επίθ. -εῖον.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μνήμη-ης-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.μνήμη-ης-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.μνήμη-ης-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: ανάμνηση: μνῆμαι ἀγήρατοι = αναμνήσεις που δε σβήνουν.
σημασία2: μνήμη, μνημονικό: ἐφ' ὅσον μνήμη ἀνθρώπωνφικνεῖται = όσο φτάνει η μνήμη των ανθρώπων (όσο προς το παρελθόν μπορούν να θυμούνται).
Νέα-Ελληνική: μνήμη (με τις σημ. 1, 2).
ετυμολογία: *μνημ- (μνήμ-ων, μιμνήσκω) + παρ. επίθ. -η.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Μνημοσύνη-ης-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.Μνημοσύνη-ης-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Μνημοσύνη-ης-ἡ@wordaryElla,
παρατήρηση: κύριο όνομα η μητέρα των Μουσών.
ετυμολογία: *μνημο- (μνήμ-ων, -ον-ος, μιμνήσκω) + παρ. επίθ. -σύνη.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μόγις-επίρρημα::
* McsElla.μόγις-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.μόγις@wordaryElla,
σημασία: με δυσκολία: πάνυ μόγις ἐπένευσε = με μεγάλη δυσκολία έγνεψε ότι συμφωνεί. βίᾳ καὶ μόγις = μόλις και μετά βίας.
οικογένεια: παράγωγα: μογίλαλος «που μιλάει με δυσκολία».
ετυμολογία: μόγος, ὁ «πόνος, προσπάθεια, δυσκολία» + παρ. επίθ. -ις κατά τα ἅλ-ις, ἄχρι(ς), μέχρι(ς), αβέβαιη-ετυμολογία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μοῖρα-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.μοῖρα-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.μοῖρα-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: μέρος, τμήμα ενός όλου: Λακεδαιμόνιοι Πελοποννήσου τῶν πέντε τὰς δύο μοίρας νέμονται = οι Λακεδαιμόνιοι κατέχουν τα δύο πέμπτα της Πελοποννήσου.
σημασία2: το μερίδιο που αναλογεί σε κάποιον: ἡ τοῦ πατρὸς μοῖρα = το μερίδιο από την πατρική κληρονομιά.
σημασία3: ο σεβασμός που οφείλεται σε κάποιον: τιμιώτερον ἐστὶ πατρίς... καὶ ἐν μείζονι μοίρᾳ καὶ παρὰ θεοῖς καὶ παρ' ἀνθρώποις = η πατρίδα είναι το πολυτιμότερο πράγμα... και το πιο σεβαστό και στους θεούς και στους ανθρώπους.
σημασία4: τύχη, μοίρα.
σημασία5: ως κύριο όνομα Μοῖρα καθεμία από τις τρεις θεότητες (βλέπε Κλωθώ, Λάχεσις, Ἄτροπος), που καθόριζαν την τύχη του κάθε ανθρώπου.
οικογένεια: παράγωγα: μοιραῖος, μοιράζω, σύνθετα: ἄμοιρος, εὔμοιρος.
Νέα-Ελληνική: μοίρα (με τη σημ. 4).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *μορ- (< μείρομαι, μόρ-ος) + παρ. επίθ. -jα > μοῖρα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μολών-οῦσα-ὸν-ρήμα::
* McsElla.μολών-οῦσα-ὸν!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.μολών-οῦσα-ὸν@wordaryElla,
παρατήρηση: μετοχή του ἔμολον, που είναι ο αόρ. β΄ του ποιητικού ρήματος βλώσκω (= πηγαίνω ή έρχομαι): μολὼν λαβέ = έλα να τα πάρεις (απάντησε ο Λεωνίδας στον Ξέρξη).
οικογένεια: σύνθετα: κεντρομόλος, αὐτόμολος.
ετυμολογία: *μολ- (πβ. προμολὴ «είσοδος») και *βλω- (από όπου ο ενεστ. βλώ-σκω), παράβαλε ἀγχιβλώς· ἄρτι παρὼν και βλῶσις· παρουσία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μονή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.μονή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.μονή-ῆς-ἡ@wordaryElla,
σημασία: η παραμονή σε έναν τόπο: ἐρῶ, ὅσα μοι δοκεῖ ποιεῖν ἐν τῇ μονῇ = θα σας πω τι νομίζω ότι πρέπει να κάνουμε, όσο παραμένουμε εδώ.
Νέα-Ελληνική: μονή «μοναστήρι».
ετυμολογία: *μον- (μένω) + παρ. επίθ. -ή.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Μορμώ-οῦς--Μορμών-όνος-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.Μορμώ-οῦς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Μορμώ-οῦς-ἡ@wordaryElla,
* McsElla.Μορμών-όνος-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Μορμών-όνος-ἡ@wordaryElla,
σημασία: γυναίκα με μορφή τέρατος, φόβητρο για τα μικρά παιδιά.
* κάτι που χρησιμοποιείται ως φόβητρο: ἐφοβοῦντο τοὺς πελταστὰς ὥσπερ μορμόνας παιδάρια = φοβούνταν τους πελταστές όπως τα μικρά παιδιά φοβούνται τα τέρατα.
ετυμολογία: αβέβ., ίσως ηχομιμητικό.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Μουνυχιών-ῶνος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.Μουνυχιών-ῶνος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Μουνυχιών-ῶνος-ὁ@wordaryElla,
σημασία: ο δέκατος μήνας του αττικού έτους, από 15 Μαρτίου έως 15 Απριλίου.
ετυμολογία: αρχαίο λιμάνι του Πειραιά Μουνυχία, ἡ (αβέβαιης αρχής) + παρ. επίθ. -ιών.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Μουσεῖον-είου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.Μουσεῖον-είου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Μουσεῖον-είου-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: ιερό των Μουσών.
σημασία2: στην Αλεξάνδρεια κέντρο φιλολογικών σπουδών που ίδρυσαν οι Πτολεμαίοι τον 3ο αι. π.Χ. Συνδεδεμένη με το Μουσεῖον ήταν η περίφημη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας.
Νέα-Ελληνική: μουσείο.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη Μοῦσα + παρ. επίθ. -εῖον· μοῦσα < *μόντ-jα «που κατοικεί στα βουνά», παράβαλε λατινικός mons, mont-is «βουνό».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μουσική-ῆς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.μουσική-ῆς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.μουσική-ῆς-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: οποιαδήποτε καλλιτεχνική δραστηριότητα ήταν υπό την εποπτεία των Μουσών, ιδιαίτερα η ποίηση που απαγγελλόταν με συνοδεία μουσικής.
σημασία2: οι τέχνες ή τα γράμματα: ἐν μουσικῇ καὶ γυμναστικῇ παιδεύω = εκπαιδεύω τους νέους (στα γράμματα) με τη βοήθεια της μουσικής και της γυμναστικής.
Νέα-Ελληνική: μουσική.
ετυμολογία: ουσιαστικοπ. του επιθέτου μουσικός, μουσική (ενν. τέχνη).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μουσικός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.μουσικός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.μουσικός-ή-ὸν@wordaryElla,
* McsElla.μουσικώτερος!~συγκριτικός:μουσικός-ή-ὸν@wordaryEllα,
* McsElla.μουσικώτατος!~υπερθετικός:μουσικός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που έχει σχέση με τη μουσική: ἀγῶνες μουσικοὶ καὶ γυμνικοί = διαγωνισμοί στη μουσική (ποίηση, μουσική) και στη γυμναστική.
σημασία2: ο εκπαιδευμένος στη μουσική: μουσικοὶ ἄνδρες.
σημασία3: άνθρωπος των γραμμάτων, λόγιος.
Νέα-Ελληνική: μουσικός (με τις σημ. 1, 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη μοῦσα + παρ. επίθ. -ικός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μοχθηρός-ά-ὸν-επίθετο::
* McsElla.μοχθηρός-ά-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.μοχθηρός-ά-ὸν@wordaryElla,
* McsElla.μοχθηρότερος!~συγκριτικός:μοχθηρός-ά-ὸν@wordaryEllα,
* McsElla.μοχθηρότατος!~υπερθετικός:μοχθηρός-ά-ὸν@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που είναι γεμάτος από μόχθους, βασανισμένος, ταλαιπωρημένος: ὦ μόχθηρε = ταλαίπωρε, βασανισμένε, άνθρωπε!
σημασία2: αυτός που βρίσκεται σε κακή κατάσταση: καταλαβὼν μοχθηρὰ τὰ πράγματα = όταν βρήκε τα πράγματα (το εμπόριο) σε κακή κατάσταση (λόγω του πολέμου που προηγήθηκε).
σημασία3: πιο συχνά για πρόσωπα, με ηθική σημ. μοχθηρός, πανούργος, δόλιος, κακοήθης.
Νέα-Ελληνική: μοχθηρός (με τη σημ. 3).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μυέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.μυέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.μυέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: κάνω κάποιον μέτοχο και γνώστη μιας μυστικής διδασκαλίας, τον μυώ.
* συνήθως στην παθ. φωνή μυοῦμαι μυούμαι, κατηχούμαι: μεμύημαι τὰ Ἐλευσίνια μυστήρια = έχω κατηχηθεί, έχω μυηθεί, στα Ελευσίνια μυστήρια.
οικογένεια: παράγωγα: μύησις, μύστης.
Νέα-Ελληνική: μυώ.
ετυμολογία: μύω + παρ. επίθ. -έω > μυέω με αρχική σημ. «υποχρεώνω κάποιον να κλείσει τα μάτια» (μύω «κλείνω τα μάτια»)· ίσως η ρίζα *μυ- (με-μυ-κα, μύ-στης) ηχομιμ..
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μυθολογέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.μυθολογέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.μυθολογέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: διηγούμαι ένα μύθο: ἐπιθυμῶ σοι μυθολογῆσαι ὡς... = θέλω να σου διηγηθώ ένα μύθο, σύμφωνα με τον οποίο...
* μυθολογῶ τι διηγούμαι το μύθο κάποιου πράγματος: μυθολογῶ τοὺς πολέμους τῶν ἡμιθέων.
σημασία2: πλάθω μια ιστορία με τη φαντασία μου: ἡ πολιτεία ἣν μυθολογοῦμεν, ἔργῳ τέλος λήψεται; = αυτή η πολιτεία που την πλάθουμε με τη φαντασία μας θα γίνει ποτέ πραγματικότητα;
οικογένεια: παράγωγα: μυθολόγημα, μυθολογία.
Νέα-Ελληνική: το παράγ. μυθολογία.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη μυθολόγος + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μῦθος-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.μῦθος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.μῦθος-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: ρητό, απόφθεγμα.
σημασία2: διήγηση.
σημασία3: διήγηση πλαστή: λέγοντος δέ μου ταῦτα, ἀπεκρίνατό μοι ὅτι μύθους λέγοιμι = καθώς τα έλεγα αυτά, μου απάντησε ότι λέω παραμύθια.
οικογένεια: παράγωγα: μυθώδης, μυθέομαι -οῦμαι, μυθικός, σύνθετα: μυθολογέω -ῶ, ἀκριτόμυθος,γγαστρίμυθος, ἐχεμυθία, παραμυθέομαι, παραμυθία.
Νέα-Ελληνική: μύθος (με τη σημ. 3).
ετυμολογία: αβέβ., καθώς δεν είναι ασφαλής η ανάλυση από *μυ- + -θος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μυῖα-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.μυῖα-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.μυῖα-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: μύγα.
Νέα-Ελληνική: μύγα.
ετυμολογία: *μυσ- + παρ. επίθ. -jα > μυῖα, συγγεν. με λατινικός musca «μύγα», ρωσ. mušica «μύγα».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μυκάομαι-ῶμαι-ρήμα::
* McsElla.μυκάομαι-ῶμαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.μυκάομαι-ῶμαι@wordaryElla,
σημασία: μουγκρίζω: ἵπποι χρεμετίζοντες καὶ ταῦροι μυκώμενοι = άλογα που χλιμιντρίζουν και ταύροι που μουγκρίζουν.
οικογένεια: παράγωγα: μυκηθμός «μούγκρισμα», μύκημα.
Νέα-Ελληνική: μυκώμαι.
ετυμολογία: ηχοποίητη λέξη (από το μούγκρισμα των βοοειδών), συγγεν. με αρχ. γερμ. mūgen, λιθουανικός mūkiù «μουγκρίζω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μυριάκις-επίρρημα::
* McsElla.μυριάκις-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.μυριάκις@wordaryElla,
σημασία: δέκα χιλιάδες φορές, και κατ' επέκταση άπειρες φορές.
Νέα-Ελληνική: μυριάκις (λόγ.).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη μύριος + παρ. επίθ. -άκις.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μυριάς-άδος-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.μυριάς-άδος-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.μυριάς-άδος-ἡ@wordaryElla,
σημασία: αριθμός από δέκα χιλιάδες πρόσωπα ή πράγματα: εἴκοσι μυριάδες στρατιωτῶν = 200.000 στρατιώτες.
* με επέκταση άπειρος αριθμός.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη μύριος + παρ. επίθ. -άς.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μυρίος-ία-ίον-επίθετο::
* McsElla.μυρίος-ία-ίον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.μυρίος-ία-ίον@wordaryElla,
σημασία: αναρίθμητος: μυρίος χρόνος = άπειρος χρόνος.
* στον πληθ. μυρίοι, -ίαι, -ία (παροξύτονο) = αναρίθμητοι, αλλά μύριοι, -ιαι, -ια (προπαροξύτονο) = δέκα χιλιάδες.
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία, ελλ. λ., καθώς δεν υπάρχει στις άλλες ινδοευρωπαϊκός γλώσσες, ίσως *μυ- «άπειρος», που απαντά και στο πλή-μυ-ρα και αλλού· σύμφωνα με τους αρχ. γραμματικούς: μύριος ὁ ὡρισμένος ἀριθμός, μυρίος ὁ ἀόριστος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μύρον-ου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.μύρον-ου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.μύρον-ου-τὸ@wordaryElla,
σημασία: αρωματικό λάδι που το κατασκεύαζαν από αρωματικά φυτά.
οικογένεια: παράγωγα: μυρόω -ῶ, μυρόεις «μυρωμένος», μυρίδιον, μυρίζω «αλείφω με μύρο», μυρώδης, σύνθετα: ἄμυρος, μυροπώλης.
Νέα-Ελληνική: μύρο.
ετυμολογία: *(σ)μυρ- + παρ. επίθ. -ον, συγγεν. με αρχ. γερμ. smero, schmieren «αλείφω με μύρο».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μῦς-μυός-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.μῦς-μυός-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.μῦς-μυός-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: ποντίκι: μῦς ἀρουραῖος = ποντίκι που ζει στους αγρούς.
* παροιμία μῦς πίττης γεύεται πιάστηκε στη φάκα! (έχει περιέλθει σε δύσκολη θέση).
σημασία2: μυς του σώματος.
Νέα-Ελληνική: μυς (λόγ. και λαϊκό με τη σημ. 2).
ετυμολογία: *μυσ-, ινδοευρωπαϊκός *mū-s, αρχ. περσ. mūš «ποντίκι», λατινικός mūs (γεν. muris)· το «ποντίκι» δήλωνε και το μυ του ανθρώπινου σώματος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μυστήριον-ρίου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.μυστήριον-ρίου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.μυστήριον-ρίου-τὸ@wordaryElla,
παρατήρηση: συνήθως στον πληθυντικό τὰ μυστήρια απόκρυφη, μυστική διδασκαλία ή τελετή: Ἐλευσίνια μυστήρια = η μυστηριακή λατρεία της θεάς Δήμητρας στην Ελευσίνα.
οικογένεια: παράγωγα: μυστηριώδης, μυστηριακός.
Νέα-Ελληνική: τα μυστήρια.
ετυμολογία: μύστης + παρ. επίθ. -ήρ-ιον (από *μυστήρ = μύστης).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μύστης-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.μύστης-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.μύστης-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: αυτός που έχει μυηθεί, που έχει κατηχηθεί σε ένα μυστήριο.
οικογένεια: παράγωγα: μυστήριον, μυστικός.
Νέα-Ελληνική: μύστης.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *μυσ- (αόρ. ἔ-μυσ-α < μύω «κλείνω τα χείλη και δε μιλώ, ή τα μάτια και δε βλέπω») + αρ. επίθ. -της. Αλλά και το μυέω «εισάγω ιδίως στα Ελευσίνια μυστήρια», με το οποίο κατ' άλλους συνδέεται το μύστης, ανάγεται στην ίδια ρίζα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μυχός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.μυχός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.μυχός-οῦ-ὁ@wordaryElla,
σημασία: το εσωτερικότερο, το βαθύτερο σημείο ενός χώρου: ἀπολαμβάνω τινὰ ἐν τῷ μυχῷ τοῦ λιμένος = απομονώνω κάποιον στο βάθος του λιμανιού.
οικογένεια: παράγωγα: μύχιος, σύνθετα: ἐνδόμυχος.
Νέα-Ελληνική: μυχός.
ετυμολογία: αβέβ., ίσως συγγεν. με βυθός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μύω-ρήμα::
* McsElla.μύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.μύω@wordaryElla,
* McsElla.ἔμυον!~παρατατικός:μύω@wordaryElla,
* McsElla.μύσω!~μέλλοντας:μύω@wordaryElla,
* McsElla.ἔμυσα!~αόριστος:μύω@wordaryElla,
* McsElla.μέμυκα!~παρακείμενος:μύω@wordaryElla,
παρατήρηση: αμετάβ. είμαι κλειστός (συνήθως για τα μάτια και τα χείλη), μεταβατ. κλείνω τα μάτια ή τα χείλη (ὀφθαλμούς, ὄμμα, χείλεα) (ενδεχομένως για να μυηθώ σε μυστήρια).
οικογένεια: παράγωγα: μύστης «που έχει μυηθεί», μυστήριον, μυστηριώδης, μυστικός, μύωψ, σύνθετα: μυσταγωγέω, μυσταγωγία, ἀμυστὶ «χωρίς να κλείσουν τα χείλη, μονορούφι».
Νέα-Ελληνική: μύστης, μυσταγωγία.
ετυμολογία: ηχομιμητ., *μὺ- χωρίς ινδοευρωπαϊκός παράλληλα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μωραίνω-ρήμα::
* McsElla.μωραίνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.μωραίνω@wordaryElla,
* McsElla.ἐμώρανον!~παρατατικός:μωραίνω@wordaryElla,
* McsElla.μωρανῶ!~μέλλοντας:μωραίνω@wordaryElla,
* McsElla.ἐμώρανα!~αόριστος:μωραίνω@wordaryElla,
παρατήρηση: αμετάβατο είμαι μωρός, ανόητος: μωραίνοντά τινα ἀποδείκνυμι = αποδεικνύω ότι κάποιος είναι ανόητος.
Νέα-Ελληνική: μωραίνω (μεταβ.) «κάνω κάποιον ανόητο».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη μωρός + παρ. επίθ. -αίνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μωρία-ίας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.μωρία-ίας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.μωρία-ίας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: ανοησία, τρέλα: εἰς τοῦτο ἀφίχθητε μωρίας... ὥστε... = έχετε φτάσει σ' αυτό το σημείο ανοησίας... ώστε...
Νέα-Ελληνική: μωρία.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη μωρός + παρ. επίθ. -ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
μῶρος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.μῶρος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.μῶρος-ος-ον@wordaryElla,
παρατήρηση: ο κοινός τύπος είναι μωρός, -ά, -ὸν
σημασία: ανόητος, τρελός.
Νέα-Ελληνική: μωρός.
οικογένεια: παράγωγα: μωραίνω, μωρία, σύνθετα: μωρολόγος.
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
letter::
* McsEngl.wordaryElla.ni,
====== langoGreekAncient:
* McsElla.λεξικόΕλλα.Ν,
N-ν-νῦ-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.N-ν-νῦ-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.N-ν-νῦ-τὸ@wordaryElla,
σημασία: το δέκατο τρίτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου.
* ως αριθμητικό σύμβολο: ν΄ = 50, αλλά ͵ν = 50.000.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ναὶ-επίρρημα::
* McsElla.ναὶ-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ναὶ@wordaryElla,
σημασία1: χρησιμοποιείται για να δηλώσει κατηγορηματική διαβεβαίωση, συχνό στους όρκους ναι, στ' αλήθεια: ναὶ τὸν Δία ή ναὶ μὰ τὸν Δία = στ' αλήθεια μα το Δία.
αντώνυμα: οὐ μὰ Δία.
σημασία2: σε απάντηση ναι: ναί, ἀληθῆ γε λέγω = ναι, λέω την αλήθεια.
Νέα-Ελληνική: ναι.
ετυμολογία: *νο-, συγγεν. με βλέπε νή, δεικτική ρίζα *νο-, *νε-, παράβαλε ἐ-κεῖ-νο-ς.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Ναϊάς-άδος-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.Ναϊάς-άδος-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Ναϊάς-άδος-ἡ@wordaryElla,
σημασία: καθεμία από τις Νύμφες των πηγών ή των ποταμών.
Νέα-Ελληνική: Ναϊάς & Ναϊάδα.
ετυμολογία: *νάF-jω > νά-ω «ρέω» + -ιάς.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ναός-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ναός-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ναός-ὁ@wordaryElla,
παρατήρηση: βλέπε νεώς.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
νάπη-ης-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.νάπη-ης-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.νάπη-ης-ἡ@wordaryElla,
σημασία: δασώδης κοιλάδα, φαράγγι, χαράδρα: ἄπορος νάπη = αδιαπέραστη χαράδρα.
οικογένεια: παράγωγα: ναπαῖος, ναπώδης.
ετυμολογία: προελλ. ή αιγυπτ. λέξη.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ναυβάτης-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ναυβάτης-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ναυβάτης-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: επιβάτης πλοίου, ναυτικός, αυτός που υπηρετεί σε στόλο.
συνώνυμα: ναύτης.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ναῦς + βάτης (< βαίνω) + παράβαλε ἐπι-βάτης.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ναύκληρος-ήρου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ναύκληρος-ήρου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ναύκληρος-ήρου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: ιδιοκτήτης πλοίου και έμπορος.
Νέα-Ελληνική: ναύκληρος «ο επικεφαλής του προσωπικού του καταστρώματος σε πλοίο».
ετυμολογία: ναῦς + *κρᾱρος (< *κρᾱσ-ρος < κραίνω «κυβερνώ», κάρᾱ, κρᾱνίον) > ναύκραρος και ναύκληρος με ανομοίωση του πρώτου ρ σε λ με παρετυμολογία προς το κλῆρος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ναυκρατέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ναυκρατέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ναυκρατέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: κυριαρχώ στη θάλασσα: τὰ ἐπιτήδεια οὔτε αὐτίκα οὔτε τὸ λοιπὸν μέλλουσιν ἕξειν, εἰ μὴ ναυκρατήσουσιν = δε θα έχουν τα απαραίτητα εφόδια ούτε τώρα ούτε στο μέλλον, αν δεν κυριαρχήσουν στη θάλασσα.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ναῦς + κρατέω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ναῦς-νεώς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ναῦς-νεώς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ναῦς-νεώς-ἡ@wordaryElla,
σημασία: πλοίο.
οικογένεια: παράγωγα: ναῦλον, ναύτης, ναυτία, σύνθετα: ναυαγός, ναυλοχέω, ναύκληρος, ναυμαχέω, ναυπηγός, ναυβάτης.
ετυμολογία: *νᾱυ-ς, παράβαλε αρχ. ινδ. návam (αιτιατ.), περσ. nāv.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ναυτικός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.ναυτικός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ναυτικός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία1:
σημασίαα: αυτός που έχει σχέση με τα πλοία και με τη ναυτιλία.
σημασίαβ: ως ουσιαστικό τὸ ναυτικὸν ο στόλος.
σημασία2: αυτός που είναι έμπειρος στη ναυτική τέχνη: οἱ Ἀθηναῖοι ἐς τὰς ναῦς εἰσβάντες ναυτικοὶ ἐγένοντο = οι Αθηναίοι μπήκαν στα πλοία και έγιναν έμπειροι ναυτικοί.
οικογένεια: παράγωγα: ναυτικόν, ναυτική (τέχνη), ναυτία, ναυτιάω, σύνθετα: ναυτοδίκης.
Νέα-Ελληνική: ναυτικός (με τη σημ. 1α) και το ναυτικό (ως ουσιαστ. με τη σημ. 1β).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ναύτης (< ναῦς) + παρ. επίθ. -ικός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
νεανίας-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.νεανίας-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.νεανίας-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: νεαρός άντρας.
αντώνυμα: γέρων, πρεσβύτης.
σημασία2: ως επίθετο αρσεν. γένους νεανικός: νεανίας τὴν ὄψιν = με νεανική εμφάνιση.
οικογένεια: παράγωγα: νεανίσκος, νεᾶνις, νεανιεύομαι, νεανικός.
Νέα-Ελληνική: νεανίας (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: *νεανός, ὁ (< νέος, παράβαλε νεᾶνις, ἡ) + παρ. επίθ. -ίας.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
νεανιεύομαι-ρήμα::
* McsElla.νεανιεύομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.νεανιεύομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐνεανιευόμην!~παρατατικός:νεανιεύομαι@wordaryElla,
* McsElla.νεανιεύσομαι!~μέλλοντας:νεανιεύομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐνεανιευσάμην!~αόριστος:νεανιεύομαι@wordaryElla,
σημασία: συμπεριφέρομαι σαν νέος, και κατ' επέκταση φέρομαι με απερισκεψία ή με αναίδεια, κομπάζω: νεανιεύεται ἐν τοῖς λόγοις = μιλάει με νεανικό κομπασμό.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη νεανίας + παρ. επίθ. -εύομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
νεανικός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.νεανικός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.νεανικός-ή-ὸν@wordaryElla,
* McsElla.νεανικώτερος!~συγκριτικός:νεανικός-ή-ὸν@wordaryEllα,
* McsElla.νεανικώτατος!~υπερθετικός:νεανικός-ή-ὸν@wordaryElla,
παρατήρηση: για πρόσωπα αυτός που έχει τις ιδιότητες του νέου.
σημασίαα: ζωηρός, ορμητικός: νεανικοὶ καὶ μεγαλοπρεπεῖς τὰς διανοίας = άνθρωποι ορμητικοί και αρχοντικοί στο φρόνημα.
σημασίαβ: θρασύς ή απερίσκεπτος: τὸ νεανικὸν τοῦ σοῦ λόγου = η απερισκεψία των λόγων σου.
Νέα-Ελληνική: νεανικός.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη νεανίας + παρ. επίθ. -ικός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
νεανίσκος-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.νεανίσκος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.νεανίσκος-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: νεαρό αγόρι: ἔν τε παισὶ καὶ νεανίσκοις καὶν ἀνδράσι βασανίζεται = υποβάλλεται σε δοκιμασίες και ως παιδί και ως νέος και ως άνδρας.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη νεανίας + παρ. επίθ. -ίσκος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
νέκταρ-αρος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.νέκταρ-αρος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.νέκταρ-αρος-τὸ@wordaryElla,
σημασία: το ποτό που έπιναν οι θεοί: τὸ νέκταρ καὶ ἡ ἀμβροσία = το ποτό και το φαγητό των θεών.
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία, ίσως νέκυς + *-ταρ (< τείρω «συντρίβω»), παράβαλε αρχ. ινδ. tárati «διαπερνώ».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
νέμεσις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.νέμεσις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.νέμεσις-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία: αγανάκτηση που νιώθει κανείς, όταν κάποιος άλλος, χωρίς καθόλου να το αξίζει, ευτυχεί, ευημερεί και επιτυγχάνει.
Νέα-Ελληνική: νέμεση (λόγ.).
ετυμολογία: νέμω + παρ. επίθ. -εσις > νέμεσις «απονομή της νόμιμης μοίρας».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Νέμεσις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.Νέμεσις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Νέμεσις-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία: η θεά που τιμωρεί τους αλαζόνες.
Νέα-Ελληνική: Νέμεση.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Νέμεα-έων-τὰ-ουσιαστικό::
* McsElla.Νέμεα-έων-τὰ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Νέμεα-έων-τὰ@wordaryElla,
παρατήρηση: κύριο όνομα.
σημασία: πανελλήνιος αθλητικός διαγωνισμός που τελούσαν προς τιμήν του Δία κάθε δύο χρόνια στη Νεμέα.
ετυμολογία: ουδ. πληθ. του επιθέτου Νέμεος (ενν. ἱερά).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
νέμω-ρήμα::
* McsElla.νέμω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.νέμω@wordaryElla,
* McsElla.ἔνεμον!~παρατατικός:νέμω@wordaryElla,
* McsElla.νεμῶ!~μέλλοντας:νέμω@wordaryElla,
* McsElla.ἔνειμα!~αόριστος:νέμω@wordaryElla,
* McsElla.νενέμηκα!~παρακείμενος:νέμω@wordaryElla,
* McsElla.νεμοῦμαι!~μέσος-μέλλοντας:νέμω@wordaryElla,
* McsElla.ἐνειμάμην!~μέσος-αόριστος:νέμω@wordaryElla,
* McsElla.ἐνεμήθην!~παθητικός-αόριστος:νέμω@wordaryElla,
* McsElla.νενέμημα-«έχω-μοιραστεί»-ή-«έχω-μοιράσει»!~παθητικός-και-μέσος-παρακείμενος:νέμω@wordaryElla,
* McsElla.ἐνενεμήμην!~παθητικός-υπερσυντέλικος:νέμω@wordaryElla,
σημασίαΑ:
σημασία1: μοιράζω, διανέμω: ἔνειμαν τρίτον μέρος σκύλων τοῖς Ἀθηναίοις = μοίρασαν το ένα τρίτο από τα λάφυρα στους Αθηναίους.
σημασία2: μέση φωνή νέμομαι έχω μερίδιο σε κάτι ή κατέχω κάτι: ἐνέμοντο τὰ μέταλλα = είχαν και εκμεταλλεύονταν τα μεταλλεία.
σημασία3: στην ενεργ. και τη μέση φωνή νέμω, νέμομαι κατοικώ: οἱ περὶ τὴν λίμνην νέμοντες = όσοι κατοικούν κοντά στη λίμνη. οὗτοι νέμονται τὸ πρὸς βορρᾶν... = αυτοί κατοικούν το τμήμα της χώρας προς το Bορρά.
σημασίαΒ:
σημασία1: οδηγώ τα ζώα στη βοσκή: ποιμένες κτήνη πληγῇ νέμουσιν = οι βοσκοί οδηγούν τα ζώα στη βοσκή χτυπώντας τα.
σημασία2: για ζώα, μέση φωνή νέμομαι βόσκω.
οικογένεια: παράγωγα: νομή, νομάς, νομεύς, νομός, νόμος, νομίζω, νέμεσις, σύνθετα: διανέμω, ἀπονέμω.
Νέα-Ελληνική: νέμομαι «έχω στην κατοχή μου» και στασύνθ. διανέμω, κατανέμω, απονέμω κτλ.
ετυμολογία: *νεμ-, παράβαλε γοτθ. niman «παίρνω νομίμως», γερμ. nehmen.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
νεογνός-ός-ὸν-επίθετο::
* McsElla.νεογνός-ός-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.νεογνός-ός-ὸν@wordaryElla,
σημασία: νεογέννητος: νεογνοὶ νεβροί = νεογέννητα ελαφάκια.
Νέα-Ελληνική: (ουσ.) το νεογνό «βρέφος».
ετυμολογία: νέος + *γν- < *γεν- (ἐ-γεν-όμην < γίγνομαι) + παρ. επίθ. -ος, παράβαλε ὁμό-γν-ητος = ὁμο-γεν-ής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
νεοδαμώδης-ης-ες-επίθετο::
* McsElla.νεοδαμώδης-ης-ες-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.νεοδαμώδης-ης-ες@wordaryElla,
σημασία: αυτός που έγινε πρόσφατα μέλος του σπαρτιατικού δάμου (= δήμου), που απέκτησε πρόσφατα τα δικαιώματα του Σπαρτιάτη πολίτη (ενώ προηγουμένως ήταν εἵλως).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη νέον «πρόσφατα» + δωρ. δᾶμος (δῆμος) + παρ. επίθ. -ώδης.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
νέος-α-ον-επίθετο::
* McsElla.νέος-α-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.νέος-α-ον@wordaryElla,
* McsElla.νεώτερος!~συγκριτικός:νέος-α-ον@wordaryEllα,
* McsElla.νεώτατος!~υπερθετικός:νέος-α-ον@wordaryElla,
σημασία1: για άνθρωπο νέος: μέχρι πόσων ἐτῶν δεῖ νομίζειν νέους εἶναι τοὺς ἀνθρώπους; = μέχρι πόσων χρόνων πρέπει να θεωρούμε νέους τους ανθρώπους;
αντώνυμα: γέρων.
* ως ουσιαστικό τὸ νέον = η νεότητα.
σημασία2: νεανικός: νέοι καὶ νέαις διανοίαις χρώμενοι = νέοι και με νεανική σκέψη.
σημασία3: πρόσφατος, καινούριος: νέος οἶνος = καινούριο κρασί.
* ἕνη καὶ νέα (ἡμέρα) = η παλιά και η νέα ημέρα του μήνα, δηλαδή η τελευταία.
σημασία4: για γεγονότα απροσδόκητος, παράξενος, βίαιος: οὐδὲν ἀπ' αὐτοῦ νεώτερον ἐγένετο = δεν προέκυψε καμιά βίαιη πράξη από αυτό.
οικογένεια: παράγωγα: νεανίας, νεαρός, νεωτερικός, νεωτερίζω, νεοσσός, νεότης, σύνθετα: νεογνός, νεοδαμώδης, νεόδμητος, νεότευκτος.
Νέα-Ελληνική: νέος (με τις σημ. 1, 3).
ετυμολογία: *νεFος, λατινικός novus, λιθουανικός navas.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
νευρά-ᾶς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.νευρά-ᾶς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.νευρά-ᾶς-ἡ@wordaryElla,
σημασία: χορδή τόξου: εἷλκον τὰς νευράς, ὁπότε τοξεύοιεν... = κάθε φορά που τόξευαν, τραβούσαν τις χορδές...
Νέα-Ελληνική: νευρά (λόγ.).
ετυμολογία: βλέπε νεῦρον.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
νεῦρον-ου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.νεῦρον-ου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.νεῦρον-ου-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: νεύρο: ξύγκειται τὸ σῶμα ἐξ ὀστῶν καὶ νεύρων = το σώμα αποτελείται από οστά και νεύρα.
σημασία2: στον πληθυντικό νεῦρα μεταφορικά δύναμη, ζωντάνια: ἐκτέμνω τὰ νεῦρα ἐκ τῆς ψυχῆς = αποκόβω τη ζωντάνια από την ψυχή.
σημασία3: χορδή τόξου.
Νέα-Ελληνική: το νεύρο (με τη σημ. 1), τα νεύρα «νευρική υπερένταση».
ετυμολογία: *σνεF- «πλέκω», παράβαλε λατινικός nervus, αρχ. ινδ. snávan- «νεύρο».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
νεύω-ρήμα::
* McsElla.νεύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.νεύω@wordaryElla,
* McsElla.ἔνευον!~παρατατικός:νεύω@wordaryElla,
* McsElla.νεύσω!~μέλλοντας:νεύω@wordaryElla,
* McsElla.-νεύσομαι!~μέλλοντας:νεύω@wordaryElla,
* McsElla.ἔνευσα!~αόριστος:νεύω@wordaryElla,
* McsElla.νένευκα!~παρακείμενος:νεύω@wordaryElla,
σημασία1: κάνω νεύμα, γνέφω: ἔνευσε τῷ παιδὶ πλησίον ἑστῶτι = έκανε νεύμα στο δούλο, που στεκόταν κοντά του.
σημασία2: κλίνω, έχω κλίση προς κάποια κατεύθυνση: νεύω πρὸς μεσημβρίαν = έχω κατεύθυνση προς το Νότο.
οικογένεια: παράγωγα: νεῦμα, νεῦσις, σύνθετα: κατανεύω, ἀπονεύω.
Νέα-Ελληνική: νεύω (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: *νευσ- «κινώ», παράβαλε λατινικός abnuo «κάνω αρνητικό νεύμα» < ab + *newō.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
νέφος-ους-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.νέφος-ους-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.νέφος-ους-τὸ@wordaryElla,
σημασία: σύννεφο: ὁ περιστὰς κίνδυνος παρῆλθεν ὥσπερ νέφος = ο κίνδυνος που μας περικύκλωσε απομακρύνθηκε σαν σύννεφο.
Νέα-Ελληνική: νέφος (λόγ.).
ετυμολογία: *νεφ-, λατινικός nebula, αρχ. ινδ. nábhas «νέφος», ινδοευρωπαϊκός *nebhos.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
νέω(Α)-ρήμα::
* McsElla.νέω(Α)!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.νέω(Α)@wordaryElla,
* McsElla.ἔνεον!~παρατατικός:νέω(Α)@wordaryElla,
* McsElla.νεύσομαι!~μέλλοντας:νέω(Α)@wordaryElla,
* McsElla.ἔνευσα!~αόριστος:νέω(Α)@wordaryElla,
* McsElla.νένευκα!~παρακείμενος:νέω(Α)@wordaryElla,
σημασία: κολυμπώ: ἄν τέ τις ἐς κολυμβήθραν μικρὰνμπέσῃ ἄν τε εἰς τὸ μέγιστον πέλαγος μέσον, ὅμως γε νεῖ οὐδὲν ἧττον = είτε σε μια μικρή δεξαμενή πέσει κανείς είτε στο ανοιχτό πέλαγος, κολυμπάει εξίσου καλά.
ετυμολογία: *νέFω, παράβαλε δωρ. νοά· πηγή.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
νέω(Β)--νήθω-ρήμα::
* McsElla.νέω(Β)!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.νήθω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.νήθω@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.νέω(Β)@wordaryElla,
* McsElla.νήσω!~μέλλοντας:νέω(Β)@wordaryElla,
* McsElla.ἔνησα!~αόριστος:νέω(Β)@wordaryElla,
* McsElla.ἐνήθην!~παθητικός-αόριστος:νέω(Β)@wordaryElla,
* McsElla.νένησμαι!~παθητικός-παρακείμενος:νέω(Β)@wordaryElla,
σημασία: γνέθω.
οικογένεια: παράγωγα: νῆμα.
Νέα-Ελληνική: γνέθω.
ετυμολογία: *σνη-, συγγεν. με νεῦρον, παράβαλε αρχ. ινδ. snāyati «ενδύω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
νεωκόρος-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.νεωκόρος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.νεωκόρος-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: αυτός που φροντίζει για την καθαριότητα του ναού, νεωκόρος: ὁ τῆς Ἀρτέμιδος νεωκόρος.
οικογένεια: παράγωγα: νεωκορέω -ῶ.
Νέα-Ελληνική: νεωκόρος. διαλ. νᾱοκόρος και νᾱκόρος,
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ναός, αττ. νεώς + β΄ συνθετ. -κόρος (< κορέω «φροντίζω, καθαρίζω»), παράβαλε δωρ. δᾱμοκόρος «που φροντίζει για το δήμο».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
νεώς-ώ-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.νεώς-ώ-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.νεώς-ώ-ὁ@wordaryElla,
παρατήρηση: ο κοινός τύπος είναι ναός, -οῦ
σημασία1: ναός.
σημασία2: το εσώτατο δωμάτιο του ναού, ο σηκός, όπου βρισκόταν το άγαλμα της θεότητας.
ετυμολογία: *νασFός (< ναίω «κατοικώ») «κατοικία του θεού».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
νεώσοικος-οίκου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.νεώσοικος-οίκου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.νεώσοικος-οίκου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: υπόστεγος χώρος σε λιμάνι, όπου φυλάσσονταν τα πλοία το χειμώνα.
Νέα-Ελληνική: νεώσοικος.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη νεώς (γεν. του ναῦς) + οἶκος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
νεωστὶ-επίρρημα::
* McsElla.νεωστὶ-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.νεωστὶ@wordaryElla,
σημασία: πριν από λίγο, πρόσφατα.
Νέα-Ελληνική: νεωστί (λόγ.).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *νέως (= νέον «πρόσφατα») + -τι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
νεωτερίζω-ρήμα::
* McsElla.νεωτερίζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.νεωτερίζω@wordaryElla,
σημασία1: κάνω αλλαγές ή καινοτομώ: νεωτερίζω περὶ γυμναστικὴν καὶ μουσικὴν = εισάγω καινοτομίες στη γυμναστική και τη μουσική.
σημασία2: λαμβάνω βίαια μέτρα: ἔπεμψαν πρέσβεις, εἴ πως πείσειαν (τοὺς Ἀθηναίους) μὴ σφῶν πέρι νεωτερίζειν μηδέν = έστειλαν απεσταλμένους, μήπως πείσουν τους Αθηναίους να μη λάβουν κανένα βίαιο μέτρο εναντίον τους.
σημασία3: επιχειρώ πολιτικές αλλαγές, επιχειρώ επανάσταση: ξύμμαχοι νεωτερίζοντες = σύμμαχοι που επιχειρούν να επαναστατήσουν.
οικογένεια: παράγωγα: νεωτερισμός.
Νέα-Ελληνική: νεωτερίζω (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη νεώτερος, -ον + παρ. επίθ. -ίζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
νη-μόριο::
* McsElla.νη-μόριο@wordaryElla,
* McsElla.μόριο.νη@wordaryElla,
παρατήρηση: αχώριστο μόριο που χρησιμοποιείται ως πρώτο συνθετικό ποιητικών λέξεων που σημαίνουν απαλλαγή ή στέρηση, π.χ. νηπενθής = αυτός που δεν πενθεί, νηποινεί = χωρίς ποινή, χωρίς τιμωρία.
ετυμολογία: *νε-ε > νη, φωνηεντισμός σε ε του στερητικού μορίου ἀν-, ἀ- < ινδοευρωπαϊκός *no, λατινικός ně.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
νὴ-μόριο::
* McsElla.νὴ-μόριο@wordaryElla,
* McsElla.μόριο.νὴ@wordaryElla,
σημασία1: εκφράζει κατηγορηματική διαβεβαίωση και συντάσσεται με αιτιατική της θεότητας την οποία επικαλείται κανείς: νὴ Δία / νὴ τὴν Ἥραν = μα το Δία / μα την Ήρα.
σημασία2: το νὴ (τὸν) Δία χρησιμοποιείται επίσης
σημασίαα: σε καταφατικές απαντήσεις: –Δίδως μοι, ὦ πάππε, πάντα ταῦτα...; –Νὴ Δία, ὦ παῖ, ἔγωγέ σοι... = –Παππού, μου τα δίνεις όλ' αυτά...; –Μα το Δία, παιδί μου, βέβαια σου τα δίνω.
σημασίαβ: σε προτάσεις που δηλώνουν αντίρρηση: ἀλλά, νὴ Δία, ὁ κατήγορος ἔφη, ὑπερορᾶν ἐποίει τῶν καθεστώτων νόμων τοὺς συνόντας = αλλά, μα το Δία, μας είπε ο κατήγορος, έκανε τους μαθητές του να περιφρονούν τους κειμένους νόμους.
ετυμολογία: ομόρρ. με το βλέπε ναί.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
νηποινεὶ--νηποινὶ-επίρρημα::
* McsElla.νηποινὶ.επίρρημ-@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.νηποινὶ@wordaryElla,
* McsElla.νηποινεὶ-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.νηποινεὶ@wordaryElla,
σημασία: χωρίς τιμωρία.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη νήποινος + παρ. επίθ. -εὶ ή -ί.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Νηρηίς-ίδος-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.Νηρηίς-ίδος-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Νηρηίς-ίδος-ἡ@wordaryElla,
σημασία: καθεμία από τις νύμφες της θάλασσας, κόρες του Νηρέα.
Νέα-Ελληνική: Νηρηίδα.
ετυμολογία: Νηρ-ηίς < Νηρ-εύς «ἅλιος γέρων» (= ο γέρος της θάλασσας) < *νηρ- «βυθίζομαι στο νερό», παράβαλε λιθουανικός nerti «βυθίζομαι».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
νήφω-ρήμα::
* McsElla.νήφω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.νήφω@wordaryElla,
* McsElla.ἔνηψα!~αόριστος:νήφω@wordaryElla,
σημασία1: δεν είμαι μεθυσμένος.
αντώνυμα: μεθύω.
σημασία2: μεταφορικά είμαι συγκρατημένος και προσεκτικός:
* έκφραση νᾶφε καὶ μέμνασ' ἀπιστεῖν (= νῆφε καὶ μέμνησο ἀπιστεῖν) = να είσαι νηφάλιος και να θυμάσαι ότι πρέπει να είσαι δύσπιστος.
οικογένεια: παράγωγα: νηφάλιος «μη μεθυσμένος», νῆψις «η κατάσταση μη μέθης, νηφαλιότητα».
ετυμολογία: δωρ. νάφω, παράβαλε αρμ. nawt῾i «ξεμέθυστος».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
νικάω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.νικάω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.νικάω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: υπερισχύω σ' ένα διαγωνισμό, σε μια μάχη, νικώ: νίκην νικᾶν = κατακτώ τη νίκη.
σημασία2: γενικά επικρατώ, υπερτερώ: ἦν Περικλέους γνώμη νενικηκυῖα = είχε επικρατήσει η απόφαση του Περικλή.
* είμαι ανώτερος, καλύτερος: νικᾷ ἐν λόγοις πάντας ἀνθρώπους = είναι καλύτερος απ' όλους στους λόγους (στην ανάπτυξη ενός θέματος).
σημασία3: παθ. φωνή νικῶμαι αποκάμνω, κουράζομαι: ἐξέκαμον ὑπὸ τοῦ πολλοῦ κακοῦ νικώμενοι = εξαντλήθηκαν, μην αντέχοντας τη μεγάλη συμφορά.
συνώνυμα: ἡττῶμαι.
οικογένεια: παράγωγα: νικητής, νίκημα, σύνθετα: κατανικάω, ὑπερνικάω.
Νέα-Ελληνική: νικώ (με τις σημ. 1, 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη νίκη + παρ. επίθ. -άω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
νίκη-ης-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.νίκη-ης-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.νίκη-ης-ἡ@wordaryElla,
σημασία: υπερίσχυση σε μια μάχη και γενικότερα σε ένα διαγωνισμό.
αντώνυμα: ἧττα.
* γενικά κυριαρχία, επικράτηση: οἱ ἐγκρατεῖς τῆς νίκης τῶν ἡδονῶν ζῶσιν εὐδαιμόνως = όσοι έχουν τη δύναμη να έχουν κυριαρχία πάνω στις ηδονές ζουν ευτυχισμένοι.
Νέα-Ελληνική: νίκη.
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία, καθώς η συσχέτιση του νίκη με το νεῖκος είναι ατεκμηρίωτη.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
νίφω--νείφω-ρήμα::
* McsElla.νίφω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.νείφω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.νείφω@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.νίφω@wordaryElla,
* McsElla.νίψω!~μέλλοντας:νίφω@wordaryElla,
* McsElla.νείψω!~μέλλοντας:νίφω@wordaryElla,
* McsElla.ἔνιψα!~αόριστος:νίφω@wordaryElla,
* McsElla.ἔνειψα!~αόριστος:νίφω@wordaryElla,
σημασία1: χιονίζω.
* κυρίως απρόσωπο: νίφει = χιονίζει.
σημασία2: παθ. φωνή νίφομαι καλύπτομαι από χιόνι.
οικογένεια: παράγωγα: νιφὰς «νιφάδα», νιφετὸς «χιονοθύελλα».
ετυμολογία: (τήν) νίφα, αιτιατ. του «νίψ, ἡ «χιόνι».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
νοέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.νοέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.νοέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐνόουν!~παρατατικός:νοέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.νοήσω!~μέλλοντας:νοέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐνόησα!~αόριστος:νοέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.νενόηκα!~παρακείμενος:νοέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.νοηθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας-μέση-σημασία:νοέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐνοήθην!~παθητικός-αόριστος-μέση-σημασία:νοέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.νενόημαι!~παθητικός-παρακείμενος-μέση-σημασία:νοέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: αντιλαμβάνομαι με το νου: τὰς ἰδέας φαμὲν νοεῖσθαι μέν, ὁρᾶσθαι δ' οὐ = υποστηρίζουμε ότι οι ιδέες γίνονται αντιληπτές με το νου, αλλά δε γίνονται ορατές.
σημασία2: σκέπτομαι να κάνω κάτι, μηχανεύομαι κάτι: πάντα κακὰ νοοῦσιν τῷ τυράννῳ = προορίζουν κάθε είδος κακού εναντίον του τυράννου.
σημασία3: σημαίνω, φέρω μια σημασία, εννοώ: πυθοίμεθ' ἂν τὸν χρησμὸν ὅ τι νοεῖ = να ρωτήσουμε για να μάθουμε τι σημαίνει ο χρησμός.
οικογένεια: παράγωγα: νόημα, νόησις, νοητικός, νοητός, σύνθετα: ἐννοέω (ἔννοια), διανοέω (διάνοια), προνοέω (πρόνοια), κατανοέω, ἐπινοέω (ἐπίνοια), ὑπονοέω (ὑπόνοια).
Νέα-Ελληνική: νοώ (στα σύνθετα εννοώ, κατανοώ, επινοώ κτλ.).
ετυμολογία: *νοος, αβέβαιη-ετυμολογία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
νόθος-η|-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.νόθος-η|-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.νόθος-η|-ος-ον@wordaryElla,
σημασία1: παιδί που δεν προέρχεται από νόμιμο γάμο.
αντώνυμα: γνήσιος.
* στην Αθήνα παιδί του οποίου ο πατέρας ήταν Αθηναίος πολίτης αλλά η μητέρα όχι.
σημασία2: πλαστός, ψεύτικος.
συνώνυμα: κίβδηλος.
οικογένεια: παράγωγα: νοθεύω, νοθεία.
Νέα-Ελληνική: νόθος (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
νομεύς-έως-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.νομεύς-έως-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.νομεύς-έως-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: κτηνοτρόφος: βουκόλοι, ποιμένες καὶ οἱ ἄλλοι νομεῖς = οι αγελαδάρηδες, οι βοσκοί και οι άλλοι κτηνοτρόφοι.
σημασία2: αυτός που μοιράζει, που διανέμει κάτι: νομεὺς ἀγαθῶν.
οικογένεια: παράγωγα: νομεύω «οδηγώ ζώα στη βοσκή».
Νέα-Ελληνική: νομέας «που έχει τη νομή, την εκμετάλλευση».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη νέμ-ω + παρ. επίθ. -εύς, με τροπή του ε σε ο.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
νομή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.νομή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.νομή-ῆς-ἡ@wordaryElla,
σημασίαΑ:
σημασία1: βοσκότοπος: ποιμνίων νομαί.
σημασία2: τροφή από βοσκότοπο: νομὴ μελιττῶν τὸ θύμον = η τροφή των μελισσών είναι το θυμάρι.
σημασίαΒ: διανομή: ἡ νομὴ τῶν πατρῴων = η διανομή της πατρικής κληρονομιάς.
Νέα-Ελληνική: νομή «εκμετάλλευση χωραφιού, περιουσίας κτλ.».
ετυμολογία: νέμω, με τροπή του ε σε ο.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
νομίζω-ρήμα::
* McsElla.νομίζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.νομίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐνόμιζον!~παρατατικός:νομίζω@wordaryElla,
* McsElla.νομιῶ!~μέλλοντας:νομίζω@wordaryElla,
* McsElla.νενόμικα!~παρακείμενος:νομίζω@wordaryElla,
* McsElla.νομισθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:νομίζω@wordaryElla,
* McsElla.νενόμισμαι!~παθητικός-παρακείμενος:νομίζω@wordaryElla,
σημασία1: καθιερώνω κάτι: τοῦτο Κῦρος ἐνόμισεν = ο Κύρος το καθιέρωσε αυτό. νομίζεται = είναι καθιερωμένο. τὰ νομιζόμενα / τὰ νενομισμένα = τα καθιερωμένα.
σημασία2: με δοτική κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι: ἀγῶσι καὶ θυσίαις νομίζω = κάνω χρήση διαγωνισμών και θυσιών.
σημασία3: θεωρώ, νομίζω: τοὺς κακοὺς χρηστοὺς νομίζω = θεωρώ τους κακούς καλούς.
* νομίζω θεούς = πιστεύω ότι υπάρχουν θεοί.
οικογένεια: παράγωγα: νόμισις, νόμισμα, σύνθετα: νομισματοπώλης.
Νέα-Ελληνική: νομίζω (με τη σημ. 3).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη νόμ-ος + παρ. επίθ. -ίζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
νόμιμος-ίμη|ιμος-ιμον-επίθετο::
* McsElla.νόμιμος-ίμη|ιμος-ιμον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.νόμιμος-ίμη|ιμος-ιμον@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που είναι σύμφωνος με τους νόμους ή με τις πατροπαράδοτες συνήθειες: οἱ νόμιμοι θεοί = οι θεοί στους οποίους πιστεύει η πόλη.
* απρόσ. νόμιμόν ἐστι συνηθίζεται: νόμιμον ἦν αὐτοῖς μήτε πτύειν μήτε ἀπομύττεσθαι = συνήθιζαν να μη φτύνουν ούτε να φυσούν τη μύτη τους.
σημασία2: ως ουσιαστικό τὰ νόμιμα συνήθειες, θεσμοί: νόμιμα τὰ Χαλκιδικὰ ἐκράτησεν = ως θεσμοί επικράτησαν οι χαλκιδικοί.
Νέα-Ελληνική: (με τις σημ. 1, 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη νόμος + παρ. επίθ. -ιμος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
νόμισμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.νόμισμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.νόμισμα-ατος-τὸ@wordaryElla,
σημασία: καθιερωμένο μέσο συναλλαγής, νόμισμα.
Νέα-Ελληνική: νόμισμα.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη νομίζ-ω + παρ. επίθ. -μα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
νόμος-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.νόμος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.νόμος-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: πατροπαράδοτη συνήθεια που γίνεται νόμος: κατὰ νόμον = σύμφωνα με τη συνήθεια ή με το νόμο. παρὰ νόμον = αντίθετα με το νόμο.
* οἱ νόμοι = οι νόμοι του Σόλωνα.
σημασία2: μουσικός ρυθμός, ήχος: νόμοι κιθαρῳδικοί = ήχοι κιθάρας.
οικογένεια: παράγωγα: νομικός, νόμιμος.
Νέα-Ελληνική: νόμος (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: νέμω, με τροπή του ε σε ο.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
νοσέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.νοσέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.νοσέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: είμαι άρρωστος, υποφέρω από κάποια πάθηση: νοσῶ ὀφθαλμούς = υποφέρω από πάθηση των ματιών.
αντώνυμα: ὑγιαίνω.
σημασία2: γενικά υποφέρω: Μίλητος ἐνόσησε στάσει = η Μίλητος υπέφερε από εσωτερικές πολιτικές αναταραχές.
οικογένεια: παράγωγα: νόσημα, νοσηρός.
Νέα-Ελληνική: νοσώ (με τις σημ. 1, 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη νόσ-ος + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
νόσος-ου-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.νόσος-ου-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.νόσος-ου-ἡ@wordaryElla,
σημασία: ασθένεια, αρρώστια: νόσος ἐμπέπτωκε τοῖς κτήνεσι = έχει πέσει αρρώστια στα ζώα.
Νέα-Ελληνική: νόσος.
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
νουθετέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.νουθετέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.νουθετέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: συμβουλεύω.
Νέα-Ελληνική: νουθετώ.
ετυμολογία: παράγ./σύνθ. νοῦς + *θετ- (πβ. θετ-ός < τίθη- μι) + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
νουμηνία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.νουμηνία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.νουμηνία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: η αρχή του σεληνιακού μήνα, η πρώτη του μήνα.
αντώνυμα: ἕνη καὶ νέα (ενν. ἡμέρα = η παλιά και η καινούρια ημέρα, δηλ. η τελευταία ημέρα του μήνα).
ετυμολογία: παράγ./σύνθ. νεο-μηνία < νέος + μήνη «σελήνη» + παρ. επίθ. -ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
νοῦς-οῦ-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.νοῦς-οῦ-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.νοῦς-οῦ-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: οι λειτουργίες του ανθρώπου που είναι υπεύθυνες για την αισθητηριακή αντίληψη και τη σκέψη, νους.
* σὺν νῷ συνετά, με σύνεση: οὐδενὶ ξὺν νῷ = χωρίς καμιά σύνεση.
σημασία2: νοῦν ἔχω
σημασίαα: είμαι συνετός,
σημασίαβ: έχω το νου μου σε κάτι, προσέχω.
οικογένεια: παράγωγα: νοερός, νοέω.
Νέα-Ελληνική: νους (με τις σημ. 1, 2).
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
νῦν-επίρρημα::
* McsElla.νῦν-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.νῦν@wordaryElla,
σημασία1: τώρα, αυτήν την ώρα, αυτήν τη στιγμή: νῦν καὶ ἀεί = τώρα και πάντοτε.
* με άρθρο ἡ νῦν ἡμέρα = η σημερινή ημέρα. οἱ νῦν ἄνθρωποι = οι σημερινοί άνθρωποι. τὸ νῦν = το παρόν.
σημασία2: ως εγκλιτικό νυν λοιπόν: φέρε νυν/ ἄγε νυν = έλα λοιπόν!
Νέα-Ελληνική: (μόνο στη λόγ. έκφραση) νυν και αεί.
ετυμολογία: *νυ-, ίσως συγγεν. με το νέ-ος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
νυνὶ-επίρρημα::
* McsElla.νυνὶ-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.νυνὶ@wordaryElla,
σημασία: τώρα δα.
ετυμολογία: *νυ-, ίσως ομόρρ. με το νέος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
νύξ-νυκτός-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.νύξ-νυκτός-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.νύξ-νυκτός-ἡ@wordaryElla,
σημασία: νύκτα: νύκτας τε καὶ ἡμέρας = μέρα και νύκτα, συνεχώς. μέσας νύκτας ἐγένετο = πήγε μεσάνυχτα.
αντώνυμα: ἡμέρα.
* ως επίρρημα νύκτα κατά τη διάρκεια της νύκτας.
οικογένεια: παράγωγα: νυκτερίς, νυκτερινός, νύκτωρ «τη νύχτα», νυκτερεύω, σύνθετα: νυκτοφύλαξ, νυκτομαχία, νυκτοπορία, διανυκτερεύω, ὁλονύκτιος, παννυχίς.
Νέα-Ελληνική: νύκτα.
ετυμολογία: *νοκτ- < ινδοευρωπαϊκός *nokwt, λατινικός nox, noctis, λιθουανικός naktis, γοτθ. nahts.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
letter::
* McsEngl.wordaryElla.ksi,
====== langoGreekAncient:
* McsElla.λεξικόΕλλα.Ξ,
Ξ-ξ-ξεῖ-ξῖ-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.Ξ-ξ-ξεῖ-ξῖ-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Ξ-ξ-ξεῖ-ξῖ-τὸ@wordaryElla,
* McsElla.ξεῖ-ξῖ-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ξεῖ-ξῖ-τὸ@wordaryElla,
* McsElla.ξῖ-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ξῖ-τὸ@wordaryElla,
παρατήρηση: το δέκατο τέταρτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου.
* ως αριθμητικό σύμβολο: ξ΄ = 60, αλλά ͵ξ = 60.000.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ξεναγέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ξεναγέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ξεναγέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: είμαι ξεναγός, δηλαδή αρχηγός μισθοφόρων: Ἡριππίδας ἐξενάγει τοῦ ξενικοῦ = ο Ηρ. ήταν αρχηγός του μισθοφορικού στρατού.
σημασία2: οδηγώ κάποιον στα αξιοθέατα μιας πόλης.
οικογένεια: ξεναγός «αρχηγός των μισθοφόρων».
Νέα-Ελληνική: ξεναγώ (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ξεναγός + -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ξενηλασία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ξενηλασία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ξενηλασία-ας-ἡ@wordaryElla,
παρατήρηση: στη Σπάρτη η απομάκρυνση των ξένων από την πόλη: τὴν πόλιν κοινὴν παρέχομεν, καὶ οὐκ ἔστιν ὅτε ξενηλασίαις ἀπείργομέν τινα ἢ μαθήματος ἢ θεάματος = την πόλη την έχουμε ανοιχτή για όλους και ποτέ δεν εμποδίζουμε κανέναν, απομακρύνοντάς τον από την πόλη, να μάθει ή να δει κάτι.
οικογένεια: ξενηλατέω «διώχνω έναν ξένο από την πόλη».
Νέα-Ελληνική: ξενηλασία (λόγ.).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη του ξενηλατέω -ῶ < παράγωγη-λέξη ξενηλάτης + -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ξενία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ξενία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ξενία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: φιλοξενία: ἦλθεν ἐπὶ ξενίαν = ήρθε ως φιλοξενούμενος, ως φίλος.
σημασία2: φιλικός δεσμός ή συνθήκη μεταξύ δύο κρατών ή ενός κράτους και ενός προσώπου: τὰς παλαιὰς ξενίας ἀνανεούμεθα = ανανεώνουμε, αναθερμαίνουμε, τις παλιές σχέσεις ανάμεσα στα κράτη μας.
σημασία3: το status του ξένου, τα μειωμένα δικαιώματα που είχε ο ξένος σε σχέση με τα πλήρη δικαιώματα που είχε ο πολίτης. γραφὴ ξενίας = δίωξη εναντίον ξένου που οικειοποιήθηκε δικαιώματα που ανήκαν σε πολίτη.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ξένος + -ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ξενίζω-ρήμα::
* McsElla.ξενίζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ξενίζω@wordaryElla,
σημασία: υποδέχομαι ή περιποιούμαι κάποιον, τον φιλοξενώ: ξενίζω τινὰ πολλοῖς ἀγαθοῖς = προσφέρω πολλά δώρα στο φιλοξενούμενό μου.
οικογένεια: παράγωγα: ξενισμός, ξένισις.
Νέα-Ελληνική: ξενίζω «παραθέτω τιμητικό γεύμα κτλ.».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ξένος + παρ. επίθ. -ίζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ξενικός-ὴ|ός-ὸν-επίθετο::
* McsElla.ξενικός-ὴ|ός-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ξενικός-ὴ|ός-ὸν@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που ταιριάζει ή που ανήκει σε ξένο: ξενικὴ βοήθεια = βοήθεια που προσφέρουν οι ξένοι.
* τὰ ξενικὰ οι φόροι που πλήρωναν οι ξένοι στην Αθήνα.
* τὸ ξενικὸν το σύνολο των ξένων ή το δικαστήριο για τους ξένους.
σημασία2: ξένος στρατιώτης ή ξένο πλοίο που υπηρετεί σε μια πόλη ή χώρα: ξενικαὶ νῆες = ξένα πλοία (με μισθοφόρους).
* ως ουσιαστικό τὸ ξενικὸν μισθοφορικός στρατός.
σημασία3: γενικά ξένος: ξενικά ὀνόματα = λέξεις ξένης (μη αττικής) διαλέκτου.
Νέα-Ελληνική: ξενικός (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: ξένος + παρ. επίθ. επίθ. -ικός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ξένιος-ία|ιος-ιον-επίθετο::
* McsElla.ξένιος-ία|ιος-ιον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ξένιος-ία|ιος-ιον@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που έχει σχέση με φιλοξενούμενο ή με τη φιλοξενία: ξένιος Ζεύς = ο Δίας, ο προστάτης της φιλοξενίας.
σημασία2: στον πληθ. του ουδετ. τὰ ξένια τα δώρα που προσφέρει ο οικοδεσπότης στο φιλοξενούμενό του ή κάποιος στο φίλο του: τὰ παρ' ἡμῶν ξένια ἐδέξατο = δέχθηκε τα δώρα που του προσφέραμε εμείς.
σημασία3: ξένος: ἐπὶ ξενίας (δηλ. γῆς) = σε κάποιον ξένο τόπο.
Νέα-Ελληνική: (στην έκφραση) ξένιος Δίας.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ξένος + -ιος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ξένισις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ξένισις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ξένισις-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία: η περιποίηση φιλοξενούμενου ή ξένου που έρχεται στην πόλη μου, φιλοξενία.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ξενίζω + -σις.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ξενιτεύω-ρήμα::
* McsElla.ξενιτεύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ξενιτεύω@wordaryElla,
παρατήρηση: στη μέση φωνή ξενιτεύομαι υπηρετώ ως μισθοφόρος σε ξένη δύναμη.
Νέα-Ελληνική: ξενιτεύομαι «αναχωρώ ή βρίσκομαι σε ξένη χώρα».
ετυμολογία: ξένος + -ιτ-εύομαι > ξενιτεύομαι αναλογικά προς το πολίτης - πολιτεύομαι· το ξενιτεία είναι νεότερο.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ξένος-η-ον-επίθετο::
* McsElla.ξένος-η-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ξένος-η-ον@wordaryElla,
σημασία1: φιλοξενούμενος, φίλος συνδεδεμένος με κάποιον μέσω δεσμού ή συνθήκης ξενίας.
σημασία2: άνθρωπος από ξένη χώρα, ξένος.
* προσφώνηση ὦ ξένε = κύριε ή φίλε.
σημασία3: μισθοφόρος: εἰ μισθῷ μείζονι πειρῷντο ἡμῶν ὑπολαβεῖν τοὺς ξένους τῶν ναυτῶν = αν προσπαθούσαν να πάρουν από μας όσους από τους ναύτες είναι μισθοφόροι, δίνοντάς τους μεγαλύτερο μισθό.
σημασία4: ξένος προς κάτι, αυτός που αγνοεί κάτι: ξένως ἔχω τῆς ἐνδάθε λέξεως = μου είναι ξένος ο τρόπος έκφρασης που χρησιμοποιείται εδώ (στα δικαστήρια· το είπε ο Σωκράτης στην απολογία του).
σημασία5: παράξενος.
οικογένεια: παράγωγα: ξενικός, ξένιος, ξενιτεύω, ξενών, σύνθετα: ξενοτρόφος.
Νέα-Ελληνική: ξένος (με τις σημ. 2 και 4).
ετυμολογία: μαρτυρείται ως ξένFος, αβέβαιη-ετυμολογία, ίσως αρχική ρίζα *ghos-tis, παράβαλε λατινικός hostis.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ξενόω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ξενόω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ξενόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐξένουν!~παρατατικός:ξενόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ξενώσω!~μέλλοντας:ξενόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ξενώσομαι!~μέσος-μέλλοντας-παθητική-σημασία:ξενόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐξενώθην!~παθητικός-αόριστος:ξενόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐξένωμαι!~παθητικός-παρακείμενος:ξενόω-ῶ@wordaryElla,
παρατήρηση: συνήθως στην παθ. φωνή ξενοῦμαι
σημασία1: δημιουργώ συνθήκη φιλίας με κάποιον: ...τότε ἐξενώθησαν ὑμῖν οἱ πρόγονοι ἡμῶν = τότε δημιούργησαν με σας φιλικές σχέσεις οι πρόγονοί μας.
σημασία2: φιλοξενούμαι: ξενοῦνται αὐτῷ = φιλοξενούνται από αυτόν.
οικογένεια: παράγωγα: ξένωσις.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ξένος + -όω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ξυλεύω-ρήμα::
* McsElla.ξυλεύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ξυλεύω@wordaryElla,
παρατήρηση: μέση φωνή ξυλεύομαι κόβω ξύλα για δική μου χρήση.
* παροιμία δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται (βλέπε δρῦς).
Νέα-Ελληνική: ξυλεύομαι (λόγ.).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ξύλον + παρ. επίθ. -εύω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ξυλίζομαι-ρήμα::
* McsElla.ξυλίζομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ξυλίζομαι@wordaryElla,
σημασία: μαζεύω ξύλα.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ξύλον + παρ. επίθ. -ίζομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ξύλον-ου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ξύλον-ου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ξύλον-ου-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: κομμάτι ξύλου για διάφορες χρήσεις: ξύλα ναυπηγήσιμα = ξύλα για κατασκευή πλοίων.
σημασία2: διάφορα ξύλινα αντικείμενα (όπως π.χ. ρόπαλο, ραβδί, όργανα βασανισμού κτλ.).
σημασία3: όργανο με το οποίο τιμωρούσαν τους κακούργους. Μπορούσε να είναι:
σημασίαα: ξύλινος βαρύς κλοιός που τον τοποθετούσαν στον αυχένα του τιμωρημένου.
σημασίαβ: ξύλινα ποδόδεσμα μέσα στα οποία κλείνονταν τα πόδια του.
σημασίαγ: αγχόνη.
σημασίαδ: σταυρός: ἐπὶ ξύλου ἐκρέμασαν (τὸν Ἰησοῦν) = κρέμασαν τον Ιησού στο σταυρό.
σημασία4: δέντρο: ὄρος δασὺ μεγάλοις ξύλοις = βουνό κατάφυτο από μεγάλα δέντρα.
οικογένεια: παράγωγα: ξυλικός, ξυλίζομαι, ξυλεύω, ξύλινος, ξυλόω -ῶ, σύνθετα: ξυλουργός, ξυλοκόπος.
Νέα-Ελληνική: ξύλο (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: *κσυλ-ον, μάλλον ομόρρ. με ὕλη, σέλμα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ξὺν-πρόθεση::
* McsElla.ξὺν-πρόθεση@wordaryElla,
* McsElla.πρόθεση.ξὺν@wordaryElla,
παρατήρηση: βλέπε σύν.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ξυρέω-ῶ--ξυράω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ξυρέω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ξυράω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ξυράω@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ξυρέω@wordaryElla,
* McsElla.ξυρήσω!~μέλλοντας:ξυρέω@wordaryElla,
* McsElla.ξυρήσομαι!~μέσος-μέλλοντας:ξυρέω@wordaryElla,
* McsElla.ξυρηθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:ξυρέω@wordaryElla,
* McsElla.ἐξύρημαι!~μέσος-και-παθητικός-παρακείμενος:ξυρέω@wordaryElla,
σημασία1: ξυρίζω: ξυρῶ τὴν κεφαλὴν/τὰς τρίχας = ξυρίζω το κεφάλι/τα μαλλιά.
* παροιμία: ἐπιχειρῶ ξυρεῖν λέοντα = επιχειρώ να κουρέψω ένα λιοντάρι (δηλαδή επιχειρώ κάτι πολύ δύσκολο).
σημασία2: μέση και παθ. φωνή ξυροῦμαι ξυρίζομαι ή με ξυρίζουν: ἐξυρημένος τὴν κεφαλήν = με ξυρισμένο κεφάλι.
Νέα-Ελληνική: ξυρίζω (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ξυρόν + -έω].
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ξυρόν-οῦ-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ξυρόν-οῦ-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ξυρόν-οῦ-τὸ@wordaryElla,
σημασία: ξυράφι.
* έκφραση ἐπὶ ξυροῦ ἵσταται ἀκμῆς = κάτι βρίσκεται στην κόψη του ξυραφιού (δηλαδή η κατάσταση είναι επικίνδυνη και αβέβαιη).
οικογένεια: παράγωγα: ξυρέω -ῶ, σύνθετα: ξυροφορέω -ῶ.
Νέα-Ελληνική: μόνο στη φρ. επί ξυρού ακμής.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ξύ-ω + παρ. επίθ. -ρόν, ακριβές αντίστοιχο του αρχ. ινδ. ksura-.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ξύω-ρήμα::
* McsElla.ξύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ξύω@wordaryElla,
* McsElla.ἔξυσα!~αόριστος:ξύω@wordaryElla,
* McsElla.ἐξυσάμην!~μέσος-αόριστος:ξύω@wordaryElla,
* McsElla.ἐξύσθην!~παθητικός-αόριστος:ξύω@wordaryElla,
σημασία: ξύνω κάτι, το κάνω λείο και, γενικά, λεπτό, κομψό.
* μέση φωνή ξύομαι: παλτὸν ξύομαι = κατασκευάζω ακόντιο για δική μου χρήση.
οικογένεια: παράγωγα: ξύσμα/ξῦσμα, ξυστήρ, ξυστόν, ξυρόν.
Νέα-Ελληνική: ξύνω.
ετυμολογία: ομόρρ. με ξαίνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
letter::
* McsEngl.wordaryElla.omikron,
====== langoGreekAncient:
* McsElla.λεξικόΕλλα.Ο,
O-o-ὂ-μικρόν-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.O-o-ὂ-μικρόν-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.O-o-ὂ-μικρόν-τὸ@wordaryElla,
σημασία: το δέκατο πέμπτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Οι αρχαίοι Έλληνες της κλασικής εποχής το πρόφεραν όπως εμείς σήμερα και το διέκριναν από το ω, το οποίο πρόφεραν ως μακρό ō, δηλ. περίπου ως «οο». Το αρχικό του όνομα ήταν οὖ και του ω ήταν ὦ. Όταν κατά το 2ο-3ο αι. μ.Χ. η διάκριση μακρών και βραχέων φωνηέντων χάθηκε στην προφορά και συνέπεσαν φωνητικά το ο και το ω, οι αρχαίοι φιλόλογοι για σκοπούς διάκρισης των δύο τα ονόμασαν αντίστοιχα ὂ μικρὸν και ὦ μέγα.
* ως σύμβολο αριθμού: οʹ = 70, αλλά ͵ο = 70.000.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὁ-ἡ-τὸ-άρθρο::
* McsElla.ὁ-ἡ-τὸ-άρθρο@wordaryElla,
* McsElla.άρθρο.ὁ-ἡ-τὸ@wordaryElla,
παρατήρηση: το οριστικό άρθρο συνοδεύει κοινά ουσιαστικά, επίθετα και μετοχές, τα οποία και καθορίζει επακριβώς.
σημασία1: ὁ, ἡ, τό + απαρέμφ. το απαρέμφατο μεταφράζεται ως αφηρημένο ουσιαστικό: τὸ φρονεῖν = η φρόνηση.
σημασία2: τό + οποιαδήποτε λέξη/ φράση λέξη / έννοια: τὸ ἄνθρωπος = η έννοια άνθρωπος.
σημασία3: ὁ, ἡ, τό + γενική κύριου ονόματος δηλώνει καταγωγή: ὁ Διός = ο γιος του Δία.
σημασία4: ὁ, ἡ, τό + γενική δηλώνει ό,τι σχετίζεται ή ανήκει σε κάποιον/κάτι: τὰ τῆς πόλεως = αυτά που σχετίζονται με την πόλη.
σημασία5: ὁ μέν… ὁ δὲ αυτός… εκείνος: τῶν πόλεων αἱ μὲν τυραννοῦνται, αἱ δὲ δημοκρατοῦνται = από τις πόλεις αυτές έχουν τυραννικό, εκείνες δημοκρατικό πολίτευμα.
σημασία6: τὸ μέν… τὸ δὲ εν μέρει μεν… εν μέρει δε.
σημασία7: ὁ καὶ ὁ τέτοιος και τέτοιος: τὰ καὶ τὰ πεπονθώς = αυτός που έχει υποστεί τέτοια και τέτοιου είδους παθήματα.
σημασία8: δοτ. θηλυκού γένους ως επίρρ. τῇ εδώ: τὸ μὲν τῇ, τὸ δὲ τῇ = εν μέρει εδώ, εν μέρει εκεί.
σημασία9: ἐν τοῖς + υπερθετικός σε ονομαστική πτώση μεταξύ των...: ἐν τοῖς πρῶτοι Ἀθηναῖοι τὸν σίδηρον κατέθεντο = πρώτοι πρώτοι οι Αθηναίοι έπαψαν να οπλοφορούν. ἐν τοῖς χαλεπώτατα διῆγον = περνούσαν πάρα πολύ δύσκολα.
ετυμολογία: ινδοευρωπαϊκός δεικτική αντων. αρσ. *so, θηλ. *sa, ουδ. *tom/*tod, που εκπροσωπείται πολύ πιστά από την αρχ. ινδ. αρσ. sa, θηλ. sā, ουδ. tadý.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὀβελός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ὀβελός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ὀβελός-οῦ-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: σούβλα.
σημασία2: στους αρχαίους γραμματικούς οριζόντια γραμμή που χρησίμευε ως σημάδι, για να δηλώσει ότι ένα χωρίο είναι νόθο.
οικογένεια: παράγωγα: ὀβελίσκος, ὀβελίας (ἄρτος), ὀβελίζω, ὀβελισμός.
Νέα-Ελληνική: οβελός (και με τις δύο σημ.).
ετυμολογία: από το βλέπε ὀβολὸς κατά το φωνήεν του ὀδελός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὀβολός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ὀβολός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ὀβολός-οῦ-ὁ@wordaryElla,
σημασία: αθηναϊκό νόμισμα, που ισοδυναμούσε με το 1/6 της αττικής δραχμής.
Νέα-Ελληνική: οβολός «μικρή βοήθεια».
ετυμολογία: ὀβολός/ὀδελός < ινδοευρωπαϊκός *οgwolos/*ogwelos, όπου το υπερωικοχειλικό gw > β ή δ σύμφωνα με το φθόγγο που ακολουθεί.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὄγκος-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ὄγκος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ὄγκος-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: ο όγκος ενός πράγματος.
σημασία2: υπερηφάνεια ή αλαζονεία: ὁ τῶν ὑπεροπτικῶν ὄγκος = η αλαζονεία των ανθρώπων που είναι υπερόπτες.
σημασία3: μεγαλοπρέπεια (ύφους): ὁ τοῦ ποιήματος ὄγκος = η μεγαλοπρέπεια του ποιήματος.
οικογένεια: παράγωγα: ὀγκώδης, σύνθετα: ἄογκος, δύσογκος.
Νέα-Ελληνική: όγκος (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: ίσως *ογκ- (ετεροιωμένη βαθμίδα του *εγκ- <ν-εγκ-εῖν του φέρω) + παρ. επίθ. -ος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὅδε-ἥδε-τόδε-αντωνυμία::
* McsElla.ὅδε-ἥδε-τόδε-αντωνυμία@wordaryElla,
* McsElla.αντωνυμία.ὅδε-ἥδε-τόδε@wordaryElla,
παρατήρηση: δεικτική αντωνυμία, που αντιτίθεται στην αντωνυμία ἐκεῖνος, καθώς αναφέρεται στο πλησιέστερο, σε αντίθεση με αυτό που βρίσκεται μακρύτερα από τον ομιλητή.
σημασία1: για τόπο· δείχνει κάτι που είναι παρόν και βρίσκεται μπροστά στα μάτια του ομιλητή αυτός εδώ.
σημασία2: για χρόνο αναφερόμενο στο άμεσο παρόν αυτός εδώ, ο τωρινός: ἡ τῶνδε τῶν ἀθλητῶν ἕξις = η συνήθεια των τωρινών αθλητών.
σημασία3: δοτ. ενικού θηλυκού γένους ως επίρρ. τῇδε
σημασίαα: για τόπο εδώ: τῇδε κείμεθα = είμαστε θαμμένοι εδώ.
σημασίαβ: για τρόπο με αυτόν εδώ τον τρόπο, έτσι: τῇδέ πῃ σκοποῦμαί τι = εξετάζω κάτι κάπως έτσι.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη δεικτ. αντων. ὅ, ἥ, ὅ + δεικτικό -δε.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὁδοιπορέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ὁδοιπορέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ὁδοιπορέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: ταξιδεύω με τα πόδια: ὁ ξένος ὁδοιπορεῖ ἐς Ἀθήνας = ο ξένος ταξιδεύει με τα πόδια στην Αθήνα.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ὁδοιπόρ-ος + παρ. επίθ. -έω· ὁδοι- (τοπική πτώση) + πορ-εύομαι > ὁδοιπόρ-ος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὁδός-οῦ-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ὁδός-οῦ-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ὁδός-οῦ-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: δρόμος.
σημασία2: ταξίδι: τριῶν ἡμερῶν ὁδός = ταξίδι τριών ημερών.
σημασία3: μέθοδος: (δοτική ως επίρρημα) ὁδῷ = μεθοδικά.
οικογένεια: παράγωγα: ὁδεύω, σύνθετα: ὁδηγός, ὁδοιπορία «ταξίδι με τα πόδια», πρόοδος, εἴσοδος, κάθοδος, φροῦδος (πρὸ ὁδοῦ), μέθοδος.
Νέα-Ελληνική: οδός (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: *σεδ- «βαδίζω», *sed- (διαφορετικό από το *sed- > ἕζομαι «κάθομαι»), συγγεν. με αρχ. ινδ. ā-sad- «πλησιάζω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὀδυνάω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ὀδυνάω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ὀδυνάω-ῶ@wordaryElla,
παρατήρηση: μέση φωνή ὀδυνῶμαι αισθάνομαι πόνο: παύομαι ὀδυνώμενος = σταματώ να νιώθω πόνο.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ὀδύνη + παρ. επίθ. -άω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὀδύνη-ης-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ὀδύνη-ης-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ὀδύνη-ης-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: σωματικός πόνος.
σημασία2: ψυχικός πόνος, θλίψη: ὀδύνη σε εἴληφε = η θλίψη σε έχει καταλάβει.
οικογένεια: παράγωγα: ὀδυνάω, ὀδυνηρός.
Νέα-Ελληνική: οδύνη (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: *εδ- «τρώγω» (ἔδω «τρώγω»), *ἐδύ-νη > ὀδύνη (πβ. για την αλλαγή ε > ο ἔδοντες > ὀδόντες, παράβαλε ακόμη εἶδαρ «τροφή» < *ἔδFαρ). Για τη σημασιολογική εξέλιξη «τρώγω» > «κατατρώγω, προκαλώ λύπη» παράβαλε λατινικός curae edaces «φροντίδες που κατατρώγουν, οδυνηρές».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὀδύρομαι-ρήμα::
* McsElla.ὀδύρομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ὀδύρομαι@wordaryElla,
* McsElla.ὠδυρόμην!~παρατατικός:ὀδύρομαι@wordaryElla,
* McsElla.ὀδυροῦμαι!~μέλλοντας:ὀδύρομαι@wordaryElla,
* McsElla.ὠδυράμην!~μέσος-αόριστος:ὀδύρομαι@wordaryElla,
σημασία: θρηνώ.
αντώνυμα: ἀγάλλομαι, χαίρω.
οικογένεια: παράγωγα: ὀδυρμός.
Νέα-Ελληνική: οδύρομαι.
ετυμολογία: *ὀδυρ-, συγγεν. με ὀδύνομαι (εναλλαγή ν-ρ).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὄζω-ρήμα::
* McsElla.ὄζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ὄζω@wordaryElla,
* McsElla.ὦζον!~παρατατικός:ὄζω@wordaryElla,
* McsElla.ὀζήσω!~μέλλοντας:ὄζω@wordaryElla,
* McsElla.ὤζησα!~αόριστος:ὄζω@wordaryElla,
* McsElla.ὄδωδα!~παρακείμενος-σημασία-ενεστώτα:ὄζω@wordaryElla,
* McsElla.ὠδώδειν!~υπερσυντέλικος-σημασία-παρατατικού:ὄζω@wordaryElla,
σημασία1: έχω κάποια μυρωδιά (άσχημη ή ευχάριστη), μυρίζω: ὠδώδει ὑπὸ μύρων ὁ οἶκος = το σπίτι μύριζε από τα μύρα. τρυγὸς ὄζεις = μυρίζεις κρασί.
σημασία2: απρόσωπο ὄζει έρχεται μυρωδιά, μυρίζει: ὄζειν ἐδόκει τοῦ ἄρτου κάκιστον = φαινόταν ότι ερχόταν μια άσχημη μυρωδιά από το ψωμί.
οικογένεια: παράγωγα: ὀσμή (και αρχαιότερο ὀδμή), ὀσμηρός, ὀσμώδης, ὀδωδή, σύνθετα: ἄνοσμος.
ετυμολογία: *oδ- + παρ. επίθ. -jω > ὄζω, παράβαλε ὀδ-μὴ και ὀσμή, λατινικός od-or.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὅθεν-επίρρημα::
* McsElla.ὅθεν-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ὅθεν@wordaryElla,
σημασία1: απ' όπου, από το σημείο από το οποίο: ὅθεν ἀπέλιπες, ἀποκρίνου = απάντησε απ' όπου σταμάτησες.
σημασία2: για το λόγο αυτόν.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ὅ (ουδ. της αντων. ὅς, ἥ, ὅ) + παρ. επίθ. -θεν.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
οἷ-επίρρημα::
* McsElla.οἷ-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.οἷ@wordaryElla,
παρατήρηση: αναφορικό επίρρημα
σημασία1: προς τα εκεί όπου: οὐκ ἤκουσας οἷ προβαίνει τὸ πρᾶγμα; = δεν άκουσες πού πηγαίνει η κατάσταση;.
σημασία2: oἷ + γενική σε ποιο σημείο: οἷ τελευτᾷ κακίας = σε ποιο σημείο κακίας καταλήγει.
ετυμολογία: αναφορ. του ποῖ, βλέπε ποῖ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
οἴαξ-ακος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.οἴαξ-ακος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.οἴαξ-ακος-ὁ@wordaryElla,
σημασία: πηδάλιο του πλοίου.
ετυμολογία: *οισακ- + -ς > οἴαξ, ομόρρ. με σλοβεν. ojêsa «τιμόνι», αρχ. ινδ. īsá «τιμόνι» .
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
οἶδα-ρήμα::
* McsElla.οἶδα!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.οἶδα@wordaryElla,
* McsElla.ᾔδειν!~υπερσυντέλικος-σημασία-παρατατικού:οἶδα@wordaryElla,
* McsElla.ᾔδη!~υπερσυντέλικος-σημασία-παρατατικού:οἶδα@wordaryElla,
* McsElla.εἴσομαι!~μέλλοντας:οἶδα@wordaryElla,
* McsElla.εἰδήσω!~μέλλοντας:οἶδα@wordaryElla,
παρατήρηση: παρακ. με σημ. ενεστ.
σημασία1: γνωρίζω: ἐάν τινα εἰδῶσιν ὅτι ἄδικός ἐστι = εάν γνωρίζουν ότι κάποιος είναι άδικος.
αντώνυμα: ἀγνοέω.
σημασία2: στην προστακτική για όρκους ἴστω μάρτυράς μου…: ἴστω Ζεὺς αὐτός = μάρτυράς μου ο ίδιος ο Δίας.
οικογένεια: παράγωγα: εἴδησις, εἰδήμων, ἵστωρ, ἱστορία, ἱστορέω, ἱστόρημα, σύνθετα: φιλίστωρ, πολυΐστωρ.
Νέα-Ελληνική: στις λόγ. φρ. τις οίδε; Κύριος οίδε (με τησημ. 1).
ετυμολογία: *Fειδ- (εἰδώς, ἰδέα) και *Fοἶδα (αλλά Fίστωρ), ομόρρ. με αρχ. ινδ. véda «γνώση», λατινικός vidēre «βλέπω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
οἴκαδε-επίρρημα::
* McsElla.οἴκαδε-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.οἴκαδε@wordaryElla,
σημασία: στο σπίτι ή στην πατρίδα: οἴκαδε ἀφικνοῦμαι = φτάνω στην πατρίδα.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη οἶκος + παρ. επίθ. -αδε· μαρτυρείται ως Fοίκαδε, όπου οἰκα = ουδ. πληθ. με περιληπτ. σημ. «σπίτια».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
οἰκεῖος-εία-εῖον-επίθετο::
* McsElla.οἰκεῖος-εία-εῖον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.οἰκεῖος-εία-εῖον@wordaryElla,
* McsElla.οἰκειότερος!~συγκριτικός:οἰκεῖος-εία-εῖον@wordaryEllα,
* McsElla.οἰκειότατος!~υπερθετικός:οἰκεῖος-εία-εῖον@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που ανήκει / σχετίζεται με το σπίτι: τὰ οἰκεῖα = οι υποθέσεις του σπιτιού.
αντώνυμα: ξένος, ἀλλότριος.
σημασία2: συγγενής: οἱ ἑαυτοῦ οἰκειότατοι = οι πλησιέστεροι συγγενείς του.
συνώνυμα: προσήκοντες.
σημασία3: φιλικός: εἴχομέν ποτε… τὸν τόπον τοῦτον οἰκεῖον = κάποτε είχαμε φιλικό αυτόν τον τόπο.
σημασία4: ιδιωτικός: οἰκεῖα κακά = ιδιωτικές συμφορές.
σημασία5: κατάλληλος, αρμόζων: ἔμπροσθεν τοῦ νόμου δεῖ προοίμιον ἑκάστῳ οἰκεῖον προτιθέναι = μπροστά από κάθε νόμο πρέπει να προτάσσουμε την κατάλληλη εισαγωγή.
οικογένεια: παράγωγα: οἰκειότης, οἰκειόω, σύνθετα: ἀνοίκειος.
Νέα-Ελληνική: οικείος (με τις σημ. 2, 3).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη οἶκος + παρ. επίθ. -εῖος, ιων. οἰκήιος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
οἰκειόω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.οἰκειόω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.οἰκειόω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: κάνω κάποιον συγγενή μου.
σημασία2: μέση φωνή οἰκειοῦμαί τινα αποκτώ την εύνοια κάποιου: οἰκειοῦμαι τὸν δῆμον λόγῳ = αποκτώ την εύνοια του λαού με το λόγο μου.
σημασία3: παθ. φωνή οἰκειοῦμαι γίνομαι φίλος.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη οἰκεῑ-ος + παρ. επίθ. -όω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
οἰκέτης-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.οἰκέτης-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.οἰκέτης-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: δούλος του σπιτιού.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη οἰκέ-ω + παρ. επίθ. -της.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
οἰκέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.οἰκέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.οἰκέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ᾤκουν!~παρατατικός:οἰκέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.οἰκήσω!~μέλλοντας:οἰκέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ᾤκησα!~αόριστος:οἰκέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ᾤκηκα!~παρακείμενος:οἰκέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.οἰκήσομαι!~μέσος-μέλλοντας-μέση-και-παθητική-σημασία:οἰκέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ᾠκησάμην!~μέσος-αόριστος:οἰκέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ᾠκήθην!~παθητικός-αόριστος:οἰκέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ᾤκημαι!~μέσος-και-παθητικός-παρακείμενος:οἰκέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: κατοικώ, αποικίζω: τὰς πλείστας τῶν νήσων ᾤκησαν = αποίκισαν τα περισσότερα νησιά.
σημασία2: διοικώ: πόλεις καὶ οἴκους εὖ οἰκοῦσι = κυβερνούν καλά πόλεις και οικογένειες.
σημασία3: για πόλεις παθ. οἰκοῦμαι κατοικούμαι.
οικογένεια: παράγωγα: οἰκία, οἰκίσκος, οἰκέω, οἰκέτης, οἰκεῖος, οἴκημα, οἴκησις, οἰκητήριον, οἰκήτωρ, οἰκητής, οἰκίζω, σύνθετα: οἰκοδομέω, οἰκοδεσπότης,ποικέω, ἀποικέω, ἀποικίζω.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη οἶκ-ος + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
οἴκησις-ήσεως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.οἴκησις-ήσεως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.οἴκησις-ήσεως-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: διοίκηση: οἴκησις πόλεως = η διοίκηση της πόλης.
σημασία2: κατοικία (ως κτίριο).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη οἰκέ-ω + παρ. επίθ. -σις, για το ε-η παράβαλε οἰκη-τήριος, -ιον > μεσν. κτήριον.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
οἰκία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.οἰκία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.οἰκία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: κατοικία (ως κτίριο), σπίτι.
σημασία2: οικογένεια από την οποία κατάγεται κάποιος.
οικογένεια: παράγωγα: οἰκιακός, σύνθετα: ἄποικος, ἀποικία, μέτοικος.
Νέα-Ελληνική: οικία (με τη σημ. 1 ως λόγιος τύπος της λέξης σπίτι).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη οἶκος + παρ. επίθ. -ία· μαρτυρείται ως Fοικία, βλέπε οἶκος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
οἰκίζω-ρήμα::
* McsElla.οἰκίζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.οἰκίζω@wordaryElla,
* McsElla.ᾤκιζον!~παρατατικός:οἰκίζω@wordaryElla,
* McsElla.οἰκιῶ!~μέλλοντας:οἰκίζω@wordaryElla,
* McsElla.ᾤκισα!~αόριστος:οἰκίζω@wordaryElla,
* McsElla.ᾤκικα!~παρακείμενος:οἰκίζω@wordaryElla,
* McsElla.ᾠκίκειν!~υπερσυντέλικος:οἰκίζω@wordaryElla,
* McsElla.οἰκιοῦμαι!~μέσος-μέλλοντας:οἰκίζω@wordaryElla,
* McsElla.οἰκισθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:οἰκίζω@wordaryElla,
* McsElla.ᾠκισάμην!~μέσος-αόριστος:οἰκίζω@wordaryElla,
* McsElla.ᾠκίσθην!~παθητικός-αόριστος:οἰκίζω@wordaryElla,
* McsElla.ᾤκισμαι!~παθητικός-παρακείμενος:οἰκίζω@wordaryElla,
σημασία1: ιδρύω αποικία ή οικισμό: οἰκίζω πόλιν = ιδρύω πόλη.
σημασία2: αποικίζω.
οικογένεια: παράγωγα: οἴκισις, οἰκιστής.
Νέα-Ελληνική: οικίζω (λόγ.).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη οἶκ-ος + παρ. επίθ. -ίζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
οἴκοι-επίρρημα::
* McsElla.οἴκοι-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.οἴκοι@wordaryElla,
σημασία1: στο σπίτι.
* τὰ οἴκοι τα ζητήματα του σπιτιού: φοβοῦμαι περὶ τῶν οἴκοι.
ετυμολογία: παραγ. λ. οἶκος + παρ. (τοπικό) επίθ. -οι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
οἶκος-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.οἶκος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.οἶκος-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: σπίτι, κατοικία (ως κτίριο).
συνώνυμα: δόμος.
σημασία2: περιουσία, κληρονομιά: ἵνα τὸν οἶκον αὐτοῦ κατάσχῃ = (τον σκότωσε) για να κατάσχει την περιουσία του.
σημασία3: βασιλικός οίκος.
οικογένεια: παράγωγα: οἴκοι, οἴκαδε, οἴκοθεν, οἰκιακός, οἰκέω, σύνθετα: ἄποικος, μέτοικος, περίοικος, σύνοικος.
Νέα-Ελληνική: οίκος (με τις σημ. 1 και 3).
ετυμολογία: *Fοῖκος, λατινικός vīcus «κωμόπολη», αρχ. ινδ. vesá «κάτοικος».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
οἰκουμένη-ης-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.οἰκουμένη-ης-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.οἰκουμένη-ης-ἡ@wordaryElla,
σημασία: το κατοικημένο μέρος της γης.
Νέα-Ελληνική: οικουμένη.
ετυμολογία: οἰκουμένη (ενν. γῆ), μτχ. του οἰκέομαι -οῡμαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
οἰκτίρω-ρήμα::
* McsElla.οἰκτίρω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.οἰκτίρω@wordaryElla,
* McsElla.ᾤκτιρον!~παρατατικός:οἰκτίρω@wordaryElla,
* McsElla.οἰκτιρῶ!~μέλλοντας:οἰκτίρω@wordaryElla,
* McsElla.ᾤκτιρα!~αόριστος:οἰκτίρω@wordaryElla,
σημασία: νιώθω συμπόνια ή οίκτο για κάποιον, τον λυπάμαι (επειδή τον βρήκε μια συμφορά που δεν του άξιζε): οἰκτίρω τινά τινος = συμπονώ κάποιον για κάτι.
συνώνυμα: οἰκτίζω, ἐλεῶ.
οικογένεια: παράγωγα: οἰκτιρμός, οἰκτιρμοσύνη, οἴκτισμα, οἰκτισμός.
Νέα-Ελληνική: οικτίρω.
ετυμολογία: *οἰκτείρ-, από όπου οἰκτείρω και *οἰκτίρjω, συγγεν. με οἰζὺς «θρήνος» και το ρ. οἴζω «θρηνώ» < επιφώνημα οἲ «όι, οχ».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
οἴμοι-επιφώνημα::
* McsElla.οἴμοι-επιφώνημα@wordaryElla,
* McsElla.επιφώνημα.οἴμοι@wordaryElla,
παρατήρηση: εκφράζει πόνο, τρόμο, συμπόνια, θυμό, θλίψη, έκπληξη και μεταφράζεται ανάλογα
ετυμολογία: επιφ. οἴ + μοι (προσωπ. αντων.) «αλίμονό μου, οϊμέ».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
οἰμωγή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.οἰμωγή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.οἰμωγή-ῆς-ἡ@wordaryElla,
σημασία: θρήνος: ἡ οἰμωγὴ ἐκ τοῦ Πειραιῶς εἰς ἄστυ διῆκεν = ο θρήνος από τον Πειραιά έφτανε ως την Αθήνα.
ετυμολογία: *οἰμωγ- (οἰμώζω) + παρ. επίθ. -ή.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
οἰμώζω-ρήμα::
* McsElla.οἰμώζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.οἰμώζω@wordaryElla,
* McsElla.ᾤμωζον!~παρατατικός:οἰμώζω@wordaryElla,
* McsElla.οἰμώξομαι!~μέλλοντας:οἰμώζω@wordaryElla,
* McsElla.ᾤμωξα!~αόριστος:οἰμώζω@wordaryElla,
σημασία1: θρηνώ.
σημασία2: στην καθομιλουμένη αττ. διάλεκτο οἴμωζε! σκάσε!, χάσου!: οὐκ οἰμώξεται; = δε θα πάει στα κομμάτια;
οικογένεια: παράγωγα: οἴμωγμα, οἴμωξις, οἰμωγή.
ετυμολογία: *οἰμώγ- (πβ. οἰμωγή «θρήνος») + παρ. επίθ. -jω > οἰμώζω και αργότερα οἰμώττω· στο οἰμωγή το α΄ συνθετ. είναι το επιφ. οἴμοι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
οἶνος-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.οἶνος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.οἶνος-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: κρασί.
οικογένεια: παράγωγα: οἴνη, οἰνίζομαι, οἶνοψ, σύνθετα: οἰνοβαρής, οἰνοχόος, οἰνοχόη.
Νέα-Ελληνική: οίνος (λόγιο για το κρασί).
ετυμολογία: *Fοιν-ος, λατινικός vinum, μεσογειακή λ..
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
οἰνοχόος-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.οἰνοχόος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.οἰνοχόος-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: αυτός που σερβίρει κρασί στα ποτήρια και τα προσφέρει στους συμποσιαζόμενους.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη οἶνος + *χόος < χέω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
οἴομαι--οἶμαι-ρήμα::
* McsElla.οἴομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.οἶμαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.οἶμαι@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.οἴομαι@wordaryElla,
* McsElla.ᾠόμην!~παρατατικός:οἴομαι@wordaryElla,
* McsElla.ᾤμην!~παρατατικός:οἴομαι@wordaryElla,
* McsElla.οἰήσομαι!~μέλλοντας:οἴομαι@wordaryElla,
* McsElla.ᾠήθην!~αόριστος:οἴομαι@wordaryElla,
σημασία: φαντάζομαι, νομίζω, πιστεύω: ᾤοντο ὀλίγωντῶν καθαιρήσειν τὴν τῶν Ἀθηναίων δύναμιν = νόμιζαν ότι μέσα σε λίγα χρόνια θα κατέλυαν τη δύναμη των Αθηναίων.
συνώνυμα: δοκέω, ἡγέομαι.
ετυμολογία: ίσως *ὀFίσ-jομαι, όπου το *ὀFίσ- συγγεν. με λατινικός avis «μαντικό πουλί» (= *οFιωνός > οἰωνός), οπότε οἴομαι «προμαντεύω, νομίζω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
οἷος-οἵα-οἷον-αντωνυμία::
* McsElla.οἷος-οἵα-οἷον-αντωνυμία@wordaryElla,
* McsElla.αντωνυμία.οἷος-οἵα-οἷον@wordaryElla,
σημασία1: σε ανεξάρτητη πρόταση χρησιμεύει ως επιφώνημα και εκφράζει θαυμασμό, απορία ή έκπληξη για κάτι περίεργο τι…!: οἷον τὸ πῦρ! = τι φωτιά είναι αυτή! οἷον εἰργάσασθε = τι πράγμα είναι αυτό που κάνατε!
σημασία2: συχνά λειτουργεί ως αναφορική αντωνυμία που συσχετίζεται με δεικτικές, όπως τοιόσδε, τοιοῦτος: τοιοῦτος... οἷος... τέτοιας λογής... όποιας λογής..., τέτοιος... που...: θέαμα τοιοῦτον οἷον… = τέτοιο θέαμα που…
σημασία3: οἷος + απαρέμφατο δηλώνει καταλληλότητα ή ικανότητα τέτοιος που να...: οὐκ ἦν ὥρα οἵα τὸ πεδίον ἄρδειν = δεν ήταν εποχή τέτοια που να ποτίσει κανείς την πεδιάδα.
σημασία4: οἷός τ' εἰμι & οἶός τέ εἰμι + απαρέμφατο είμαι ικανός να κάνω κάτι: οἷοί τέ εἰσι τὸ ναυτικὸν ἀμύνεσθαι = είναι σε θέση να αποκρούσουν το ναυτικό.
* οἷόν τ' ἐστι & οἷόν τέ ἐστιν + απαρέμφατο είναι δυνατόν.
σημασία5: επίρρημα οἷον παραδείγματος χάριν: οἷον τί λέγεις; = παραδείγματος χάριν, τι εννοείς;
σημασία6: οἷον & οἷα + μετοχή, όπως το ὡς ή ἅτε + μετοχή, δηλώνει αντικειμενική αιτιολογία: ἦσαν καὶ ἄνθρωποι κατὰ τοὺς ἀγρούς, οἷα ἀπροσδοκήτου κακοῦ ἐν εἰρήνῃ γενομένου = υπήρχαν και άνθρωποι στα κτήματα, επειδή η επίθεση έγινε αιφνιδιαστικά σε καιρό ειρήνης.
ετυμολογία: ενικός οἷος από τη γεν. πληθ. οἵων, που αντιστοιχεί στο αρχ. ινδ. yésām, ινδοευρωπαϊκός *yoisōm.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
οἶστρος-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.οἶστρος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.οἶστρος-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: μύγα των ζώων, αλογόμυγα.
σημασία2: μεταφορικά σφοδρή επιθυμία: ψυχὴ ὑπὸ οἴστρου ἑλκομένη = ψυχή που σέρνεται από σφοδρές επιθυμίες.
οικογένεια: παράγωγα: οἰστρώδης, οἰστρηδόν, σύνθετα: οἰστρήλατος, οἰστρηλατῶ.
Νέα-Ελληνική: οίστρος (λόγ.).
ετυμολογία: *οισ- (οἶμα «επίθεση», οἰμάω «επιτίθεμαι») + παρ. επίθ. -τρος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
οἴχομαι-ρήμα::
* McsElla.οἴχομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.οἴχομαι@wordaryElla,
* McsElla.οἴχομαι!~ενεστώτας-σημασία-παρακειμένου:πιπράσκω@wordaryElla,
* McsElla.ᾠχόμην!~παρατατικός-σημασία-υπερσυντέλικου:πιπράσκω@wordaryElla,
* McsElla.οἰχήσομαι!~μέλλοντας:πιπράσκω@wordaryElla,
σημασία: έχω φύγει: οἴχεται πλέων = έχει φύγει πλέοντας (με πλοίο). πρὸς τὸν τῶν Βακτρίων βασιλέα πρεσβεύων ᾤχετο = είχε φύγει να πάει πρέσβυς στο βασιλιά των Βακτρίων.
ετυμολογία: *οιχ- < *ει-χ-, επεκταμένος κατά το -χ- τύπος της ρίζας *ει- (εἶμι), παράβαλε εἴχεται· οἴχεται.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
οἰωνοπόλος-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.οἰωνοπόλος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.οἰωνοπόλος-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: αυτός που μαντεύει με βάση το πέταγμα και τις κραυγές των μαντικών πουλιών.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη οἰωνός + *πόλος < πέλω, -ομαι «συσχετίζομαι».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
οἰωνός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.οἰωνός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.οἰωνός-οῦ-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: μαντικό πουλί που δήλωνε τα μέλλοντα με το πέταγμα ή τις κραυγές του.
σημασία2: σημάδι ή προμήνυμα, που έπαιρναν από τα μαντικά πουλιά: τοῦ ἔκπλου οἰωνὸςδόκει εἶναι = (η περικοπή των Ερμών) φαινόταν να είναι κακό σημάδι για την εκστρατεία.
οικογένεια: παράγωγα: οἰωνίζομαι, σύνθετα: οἰωνοσκόπος.
Νέα-Ελληνική: οιωνός «προμήνυμα» (από τη σημ. 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *οFι- (συγγεν. του λατινικός avis «πουλί») + παρ. επίθ. -ωνός, όπως κορ-ώνη, χελ-ώνη.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὄλεθρος-έθρου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ὄλεθρος-έθρου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ὄλεθρος-έθρου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: καταστροφή: χρημάτων ὀλέθρῳ = με την καταστροφή των αγαθών.
* οὐκ εἰς ὄλεθρον; δεν πας να χαθείς; = οὐκ εἰς κόρακας;
οικογένεια: παράγωγα: ὀλέθριος, σύνθετα: ἀνόλεθρος, πανωλεθρία.
Νέα-Ελληνική: όλεθρος.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *ὀλ- (ὄλ-λυμι) + ένθημα -εθ- + παρ. επίθ. -ρος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὀλίγος-η-ον-επίθετο::
* McsElla.ὀλίγος-η-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ὀλίγος-η-ον@wordaryElla,
* McsElla.μείων!~συγκριτικός:ὀλίγος-η-ον@wordaryEllα,
* McsElla.ἥττων!~συγκριτικός:ὀλίγος-η-ον@wordaryEllα,
* McsElla.ἐλάττων!~συγκριτικός:ὀλίγος-η-ον@wordaryEllα,
* McsElla.ὀλίγιστος!~υπερθετικός:ὀλίγος-η-ον@wordaryElla,
σημασία1: ως προς τον αριθμό ή την ποσότητα λίγος: ὀλίγα κακά = λίγες συμφορές.
σημασία2: το ουδ. ως επίρρημα ὀλίγον λίγο: ὀλίγον διέχει ἡ Σάμος τῆς ἠπείρου = λίγο απέχει η Σάμος από την αντικρινή στεριά.
σημασία3: ειδικές εκφράσεις
σημασίαα: ὀλίγου δεῖν λίγο έλειψε…: ὀλίγου ἐδέησε καταλαβεῖν τὴν πόλιν = λίγο έλειψε να καταλάβει την πόλη.
σημασίαβ: δι' ὀλίγου σε μικρή απόσταση / σε σύντομο χρονικό διάστημα: δι' ὀλίγου ἐστίν = βρίσκεται σε κοντινή απόσταση.
σημασίαγ: δι' ὀλίγων με λίγες λέξεις.
σημασίαδ: κατ' ὀλίγον λίγο λίγο: οὗτοι κατ' ὀλίγους γιγνόμενοι ἐμάχοντο = αυτοί μάχονταν λίγοι λίγοι κάθε φορά.
οικογένεια: παράγωγα: ὀλιγάκις, ὀλιγοστός, ὀλιγότης, σύνθετα: ὀλιγανδρία.
Νέα-Ελληνική: λίγος (με τη σημ. 1) & λίγο (με σημ. 2).
ετυμολογία: ίσως *λειγ- , λοιγ-ὸς «καταστροφή, λιμός», ομόρρ. με λιθουανικός ligá «αρρώστια».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὀλιγωρέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ὀλιγωρέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ὀλιγωρέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: εκτιμώ λίγο.
σημασία2: δε δίνω προσοχή, αδιαφορώ.
οικογένεια: παράγωγα: ὀλιγωρία «χαμηλή εκτίμηση», ὀλιγώρημα, ὀλιγώρησις.
Νέα-Ελληνική: ολιγωρώ (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθ./παράγ. ὀλίγωρος (ὀλίγον + ὥρα και ὤρα «φροντίδα») + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὀλισθάνω--ὀλισθαίνω-ρήμα::
* McsElla.ὀλισθάνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ὀλισθαίνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ὀλισθαίνω@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ὀλισθάνω@wordaryElla,
* McsElla.ὠλίσθα(ι)νον!~παρατατικός:ὀλισθάνω@wordaryElla,
* McsElla.ὀλισθήσω!~μέλλοντας:ὀλισθάνω@wordaryElla,
* McsElla.ὠλίσθησα!~αόριστος-α΄:ὀλισθάνω@wordaryElla,
* McsElla.ὤλισθον!~αόριστος-β΄:ὀλισθάνω@wordaryElla,
* McsElla.ὠλίσθηκα!~παρακείμενος:ὀλισθάνω@wordaryElla,
* McsElla.ὠλισθήκειν!~υπερσυντέλικος:ὀλισθάνω@wordaryElla,
σημασία: γλιστρώ: ὀλισθάνει τῆς χειρὸς ὁ σίδηρος = γλιστρά το σίδερο από το χέρι.
οικογένεια: παράγωγα: ὀλίσθημα, ὀλίσθησις, ὀλισθηρός.
Νέα-Ελληνική: ολισθαίνω.
ετυμολογία: προθετικό ὀ- + *λισθ- (< *sleidhdh-, παράβαλε αγγλ. slid-e «γλιστρώ») + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὁλκάς-άδος-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ὁλκάς-άδος-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ὁλκάς-άδος-ἡ@wordaryElla,
σημασία: εμπορικό πλοίο: ἡ σιταγωγὸς ὁλκάς = φορτηγό πλοίο για τις προμήθειες.
συνώνυμα: στρογγύλη ναῦς.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *ὁλκ- (ἕλκω) + παρ. επίθ. -άς.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὅλος-η-ον-αντωνυμία::
* McsElla.ὅλος-η-ον-αντωνυμία@wordaryElla,
* McsElla.αντωνυμία.ὅλος-η-ον@wordaryElla,
σημασία1: ολόκληρος, ακέραιος: ὅλους ποιητὰςκμανθάνουσιν = μαθαίνουν ολόκληρους ποιητές από στήθους (δηλ. ολόκληρα τα ποιήματά τους και όχι αποσπάσματά τους).
σημασία2: επίρρημα ὅλως
σημασίαα: εντελώς: ὅλως ψεύδεται = ψεύδεται εντελώς.
σημασίαβ: γενικά, με λίγα λόγια: διψῆν καὶ πεινῆν καὶ ὅλως αἱ ἐπιθυμίαι = η δίψα και η πείνα και γενικά οι επιθυμίες.
Νέα-Ελληνική: όλος (με τη σημ. 1) & όλως (με σημ. 2α).
ετυμολογία: *σολ- + παρ. επίθ. -Fος, ομόρρ. με λατινικός salvus «σώος, ολόκληρος».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὀλοφύρομαι-ρήμα::
* McsElla.ὀλοφύρομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ὀλοφύρομαι@wordaryElla,
* McsElla.ὠλοφυρόμην!~παρατατικός:ὀλοφύρομαι@wordaryElla,
* McsElla.ὀλοφυροῦμαι!~μέλλοντας:ὀλοφύρομαι@wordaryElla,
* McsElla.ὠλοφυράμην!~αόριστος:ὀλοφύρομαι@wordaryElla,
* McsElla.ὠλοφύρθην-«έκλαψα»!~παθητικός-αόριστος-μέση-σημασία:ὀλοφύρομαι@wordaryElla,
σημασία: θρηνώ, κλαίω: τοὺς τῶνδε τοκέας οὐκ ὀλοφύρομαι = τους γονείς αυτών εδώ των νεκρών δεν τους κλαίω. τοῖς κακοῖς ὀλοφυρθείς = αφού κλάψει για τις συμφορές.
οικογένεια: παράγωγα: ὀλόφυρσις, ὀλοφυρμός.
ετυμολογία: *ὀλοφ- «κλάμα» αναλογικά προς το ὀδ-ύρο-μαι, ομόρρ. με ὀλολύζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Ὀλυμπία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.Ὀλυμπία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Ὀλυμπία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: η περιοχή γύρω από την Πίσα, όπου τελούνταν οι Ολυμπιακοί Αγώνες.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη Ὄλυμπος (προελλ.) + παρ. επίθ. -ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Ὀλύμπια-ίων-τὰ-ουσιαστικό::
* McsElla.Ὀλύμπια-ίων-τὰ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Ὀλύμπια-ίων-τὰ@wordaryElla,
παρατήρηση: κύριο όνομα
σημασία: πανελλήνιος αθλητικός διαγωνισμός που τελούσαν προς τιμήν του Δία κάθε τέσσερα χρόνια στην Πίσα.
ετυμολογία: ουσιαστικοπ. του ουδ. πληθ. του Ὀλύμπιος, -ία, -ιον (ενν. ἱερά)]
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὀλυμπικός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.ὀλυμπικός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ὀλυμπικός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που έχει σχέση με τον Όλυμπο.
σημασία2: που έχει σχέση με την Ολυμπία, ολυμπιακός: Ὀλυμπικὸς ἀγών = Ολυμπιακοί Αγώνες.
Νέα-Ελληνική: ολυμπιακός (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: παράγ. λ. Ὄλυμπος/Ὀλύμπια + παρ. επίθ. -ικός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὀλυμπιονίκης-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ὀλυμπιονίκης-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ὀλυμπιονίκης-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: ο νικητής στους Ολυμπιακούς Αγώνες.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη Ὀλύμπια + νικάω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὄμβρος-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ὄμβρος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ὄμβρος-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: καταιγίδα.
οικογένεια: παράγωγα: ὄμβριος «βρόχινος».
ετυμολογία: *οmbh-ro, ομόρρ. με αρχ. ινδ. ámbhras- «νερό της βροχής».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὁμιλέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ὁμιλέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ὁμιλέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: συναναστρέφομαι με κάποιον, έχω σχέσεις με κάποιον (κοινωνικές ή πολιτικές): ὁμιλῶ κακοῖς ἀνδράσιν = συναναστρέφομαι με κακούς ανθρώπους. ἡμῖν ἀπὸ τοῦ ἴσου ὁμιλοῦσιν = έχουν σχέσεις ισότητας προς εμάς (δηλ. δε μας έχουν υποτάξει).
οικογένεια: παράγωγα: ὁμιλία, ὁμιλητής, ὁμιλητικός, σύνθετα: συνομιλέω, προσομιλέω.
Νέα-Ελληνική: ομιλώ & μιλώ «συζητώ».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ὅμιλ-ος + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὁμιλία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ὁμιλία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ὁμιλία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: συναναστροφή: ὁμιλίαις κακαῖς χρῶμαι = έχω κακές συναναστροφές.
Νέα-Ελληνική: ομιλία «συζήτηση».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ὁμιλέω/ὅμιλος + παρ. επίθ. -ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὅμιλος-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ὅμιλος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ὅμιλος-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: συγκεντρωμένο πλήθος, το πλήθος: ὅπερ φιλεῖ ὅμιλος ποιεῖν = πράγμα που συνηθίζει να κάνει το πλήθος.
Νέα-Ελληνική: όμιλος «ομάδα, σύλλογος κτλ.».
ετυμολογία: ὅμ-ῑλος (όπως στρόβ-ιλος), ίσως ὁμ-ὸς «ο ίδιος» + ἴλη «ομάδα».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὄμμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ὄμμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ὄμμα-ατος-τὸ@wordaryElla,
σημασία: μάτι.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *ὀπ- (ὁράω, ὄπωπα) + παρ. επίθ. -μα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὄμνυμι--ὀμνύω-ρήμα::
* McsElla.ὄμνυμι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ὀμνύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ὀμνύω@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ὄμνυμι@wordaryElla,
* McsElla.ὤμνυν!~παρατατικός:ὄμνυμι@wordaryElla,
* McsElla.ὀμοῦμαι!~μέλλοντας-ενεργητική-σημασία:ὄμνυμι@wordaryElla,
* McsElla.ὤμοσα!~αόριστος:ὄμνυμι@wordaryElla,
* McsElla.ὀμώμοκα!~παρακείμενος:ὄμνυμι@wordaryElla,
* McsElla.ὠμωμόκειν!~υπερσυντέλικος:ὄμνυμι@wordaryElla,
* McsElla.ὀμοσθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:ὄμνυμι@wordaryElla,
* McsElla.-ωμοσάμην-(λ.χ.-διωμοσάμην-ἐξωμοσάμην)!~μέσος-αόρ-σύνθετα-μόνο:ὄμνυμι@wordaryElla,
* McsElla.ὠμό(σ)θην!~παθητικός-αόριστος:ὄμνυμι@wordaryElla,
* McsElla.ὀμώμοσται!~παθητικός-παρακείμενος-γ΄πρόσωπο:ὄμνυμι@wordaryElla,
σημασία: ορκίζομαι: ὄμνυμι θεοὺς καὶ θεάς = ορκίζομαι στους θεούς και τις θεές.
οικογένεια: σύνθ. ἀνώμοτος, συνωμότης.
Νέα-Ελληνική: ομνύω (λόγ.).
ετυμολογία: *ὀμ- (συγγεν. με αρχ. ινδ. am-īti «κρατώ») + παρ. ένθ. -νυ + παρ. επίθ. -μι, ὄμ-νυ-μι (ενν. ὅρκον) «κρατώ όρκο, ορκίζομαι».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὅμοιος-οία-οιον-επίθετο::
* McsElla.ὅμοιος-οία-οιον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ὅμοιος-οία-οιον@wordaryElla,
* McsElla.ὁμοιότερος!~συγκριτικός:ὅμοιος-οία-οιον@wordaryElla,
* McsElla.ὁμοιότατος!~υπερθετικός:ὅμοιος-οία-οιον@wordaryElla,
* McsElla.ὁμοῖος-οία-οῖον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ὁμοῖος-οία-οῖον@wordaryElla,
σημασία: όμοιος: ὅμοιος ὁμοίῳ ἀεὶ πελάζει = ο όμοιος πάντα πλησιάζει έναν όμοιό του.
οικογένεια: παράγωγα: ὁμοιότης, ὁμοίωμα, ὁμοιάζω.
Νέα-Ελληνική: όμοιος.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *ὁμο- (ὁμὸς «ίδιος») + παρ. επίθ. -ιος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὁμολογέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ὁμολογέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ὁμολογέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ὡμολόγουν!~παρατατικός:ὁμολογέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ὁμολογήσω!~μέλλοντας:ὁμολογέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ὡμολόγησα!~αόριστος:ὁμολογέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ὡμολόγηκα!~παρακείμενος:ὁμολογέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ὁμολογήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας-β΄:ὁμολογέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ὡμολογησάμην!~μέσος-αόριστος:ὁμολογέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ὡμολογήθην!~παθητικός-αόριστος:ὁμολογέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ὡμολόγημαι!~παθητικός-παρακείμενος:ὁμολογέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: συμφωνώ: οὐκ ἔφη τοὺς λόγους τοῖς ἔργοις ὁμολογεῖν = είπε ότι τα λόγια τους δε συμφωνούν με τα έργα.
σημασία2: παραδέχομαι: ὁμολογεῖ Νικίαν ἑορακέναι = παραδέχεται ότι έχει δει το Νικία.
σημασία3: απρόσωπο ὁμολογεῖται γίνεται παραδεκτό.
οικογένεια: παράγωγα: ὁμολόγημα, ὁμολογία, ὁμολόγως.
Νέα-Ελληνική: ομολογώ (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ὁμόλογος + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὁμολογία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ὁμολογία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ὁμολογία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: συνθήκη, συμφωνία: τὴν ὁμολογίαν παραβαίνω = παραβαίνω τους όρους της συμφωνίας.
Νέα-Ελληνική: ομολογία «παραδοχή».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ὁμόλογος + παρ. επίθ. -ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὁμοῦ-επίρρημα::
* McsElla.ὁμοῦ-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ὁμοῦ@wordaryElla,
σημασία1: για τόπο στον ίδιο τόπο, μαζί: ἐφόνευον ἄνδρας ὁμοῦ καὶ ἵππους = σκότωναν ανθρώπους και μαζί και άλογα.
σημασία2: συνολικά, όλοι μαζί: ἀπὸ Σόλωνος ὁμοῦ διακόσιά ἐστιν ἔτη = από την εποχή του Σόλωνα είναι συνολικά διακόσια χρόνια.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ὁμὸς «ο ίδιος» + παρ. επίθ. -οῦ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὄμφαξ-κος-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ὄμφαξ-κος-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ὄμφαξ-κος-ἡ@wordaryElla,
σημασία: άγουρο σταφύλι.
ετυμολογία: ίσως στερητ. *ὀν- (πριν από χειλικά *ὀμ- < ινδοευρωπαϊκός *nο) + *φαγ- (ἔ-φαγ-ον) + παρ. επίθ. -ς στη σημ. «αυτός που δεν τρώγεται ακόμη».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὅμως-σύνδεσμος::
* McsElla.ὅμως-σύνδεσμος@wordaryElla,
* McsElla.σύνδεσμος.ὅμως@wordaryElla,
σημασία: όμως, εντούτοις.
Νέα-Ελληνική: όμως.
ετυμολογία: με ανέβασμα του τόνου από το επίρρ. ὁμῶς «με τον ίδιο τρόπο» < επίθετο ὁμὸς «ίδιος».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὄναρ-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ὄναρ-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ὄναρ-τὸ@wordaryElla,
παρατήρηση: μόνο στην ονομ. και αιτ. ενικού (οι άλλες πτώσεις από το ὄνειρος, ὁ).
σημασία: όνειρο που βλέπει κανείς στον ύπνο του: εἶδον ὄναρ.
ετυμολογία: ὄν-αρ- και *ὄνερ-jος = ὄνειρος, ὁ (αιολ. ὄνοιρος), συγγεν. με αρμ. anurj «όνειρο».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὀνειδίζω-ρήμα::
* McsElla.ὀνειδίζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ὀνειδίζω@wordaryElla,
* McsElla.ὠνείδιζον!~παρατατικός:ὀνειδίζω@wordaryElla,
* McsElla.ὀνειδιῶ!~μέλλοντας:ὀνειδίζω@wordaryElla,
* McsElla.ὠνείδισα!~αόριστος:ὀνειδίζω@wordaryElla,
* McsElla.ὠνείδικα!~παρακείμενος:ὀνειδίζω@wordaryElla,
* McsElla.ὀνειδιοῦμαι!~μέσος-μέλλοντας-παθητική-σημασία:ὀνειδίζω@wordaryElla,
* McsElla.ὠνειδίσθη!~παθητικός-αόριστος:ὀνειδίζω@wordaryElla,
σημασία: επικρίνω, επιπλήττω: ὀνειδιῶ σε ὅτι τὰ πλείστου ἄξια περὶ ἐλαχίστου ποιεῖ = θα σε επιπλήξω, γιατί ελάχιστα εκτιμάς αυτά που έχουν πολύ μεγάλη αξία.
οικογένεια: παράγωγα: ὀνείδισμα, ὀνειδισμός, σύνθετα: ἐπονείδιστος.
Νέα-Ελληνική: ονειδίζω (λόγ.).
ετυμολογία: παραγ. λ. ὄνειδος + παρ. επίθ. -ίζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὄνειδος-είδους-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ὄνειδος-είδους-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ὄνειδος-είδους-τὸ@wordaryElla,
σημασία: επίκριση, επίπληξη.
Νέα-Ελληνική: όνειδος «ντροπή».
ετυμολογία: προθεμ. ὀ- + *νειδ- «μομφή», συγγεν. με αρχ. ινδ. nidāná «ονειδισμένος» .
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὄνησις-ήσεως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ὄνησις-ήσεως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ὄνησις-ήσεως-ἡ@wordaryElla,
σημασία: κέρδος: τί γὰρ ἡ σὴ δεινότης εἰς ὄνησιν ἥκει τῇ πατρίδι; = ως προς τι η ρητορική σου ικανότητα έχει έρθει ως κέρδος για την πατρίδα μας;
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *ὀνη- (ὀ-νί-νημι) + παρ. επίθ. -σις.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὀνίνημι-ρήμα::
* McsElla.ὀνίνημι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ὀνίνημι@wordaryElla,
* McsElla.ὠφέλουν!~παρατατικός-από-ὠφελέω:ὀνίνημι@wordaryElla,
* McsElla.ὀνήσω!~μέλλοντας:ὀνίνημι@wordaryElla,
* McsElla.ὤνησα!~αόριστος:ὀνίνημι@wordaryElla,
* McsElla.ὀνίναμαι!~μέσος-ενεστώτας:ὀνίνημι@wordaryElla,
* McsElla.ὠνινάμην!~μέσος-παρατατικός:ὀνίνημι@wordaryElla,
* McsElla.ὀνήσομαι!~μέσος-μέλλοντας:ὀνίνημι@wordaryElla,
* McsElla.ὠνησάμην!~μέσος-αόριστος-α΄:ὀνίνημι@wordaryElla,
* McsElla.ὠνήμην!~μέσος-αόριστος-β΄:ὀνίνημι@wordaryElla,
σημασία1: ωφελώ: Ξενοφῶντα ὠνήσατε οὐχ ἑλόμενοι = ωφελήσατε τον Ξενοφώντα με το να μην τον εκλέξετε.
συνώνυμα: λυσιτελέω.
αντώνυμα: βλάπτω.
σημασία2: μέση φωνή ὀνίναμαι ωφελούμαι, πορίζομαι ωφέλεια: ὀνήσεσθε ἀκούγοντες = θα ωφεληθείτε ακούγοντάς με.
σημασία3: η ευκτική αορ. μέσης φωνής εκφράζει ευχή ὀναίμην, -αιο, -αιτο να χαρώ...! / να χαρείς...! / να χαρεί…!: τῶν τέκνων ὄναιο = να χαρείς τα παιδιά σου!
οικογένεια: παράγωγα: ὄνησις, ὀνητός, ὀνήσιμος, σύνθετα: ἀνόνητος.
ετυμολογία: προθεμ. ὀ- + *να-/*νη- (ομόρρ. με αρχ. ινδ. nā- στο nā-thá «βοήθεια») + αναδιπλασιασμός νι- + παρ. επίθ. -μι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὄνομα-ατος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ὄνομα-ατος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ὄνομα-ατος-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: όνομα.
σημασία2: φήμη: τὸ μέγα ὄνομα τῶν Ἀθηνῶν = η μεγάλη φήμη της Αθήνας.
σημασία3: πρόφαση, πρόσχημα: ὀνόματι ἐννόμῳ ξυμμαχίας = υπό το πρόσχημα μιας νόμιμης συμμαχίας.
σημασία4: λέξη.
οικογένεια: παράγωγα: ὀνομάζω, σύνθετα: ὀνοματοθέτης, ἀνώνυμος, εὐώνυμος.
Νέα-Ελληνική: όνομα (με τις σημ. 1, 2).
ετυμολογία: προθεμ. ὀ- + *νομα-, συγγεν. με αρχ. ινδ. náma «όνομα», αρχ. περσ. nāma, λατινικός nomen.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὀνομάζω-ρήμα::
* McsElla.ὀνομάζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ὀνομάζω@wordaryElla,
* McsElla.ὠνόμαζον!~παρατατικός:ὀνομάζω@wordaryElla,
* McsElla.ὀνομάσω!~μέλλοντας:ὀνομάζω@wordaryElla,
* McsElla.ὠνόμασα!~αόριστος:ὀνομάζω@wordaryElla,
* McsElla.ὠνόμακα!~παρακείμενος:ὀνομάζω@wordaryElla,
* McsElla.ὠνομάσθην!~παθητικός-αόριστος:ὀνομάζω@wordaryElla,
* McsElla.ὠνόμασμαι!~παθητικός-παρακείμενος:ὀνομάζω@wordaryElla,
σημασία: ονομάζω.
οικογένεια: παράγωγα: ὀνομαστός, ὀνομασία.
Νέα-Ελληνική: ονομάζω.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ὄνομα + παρ. επίθ. -άζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὄνος-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ὄνος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ὄνος-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: γάιδαρος.
* παροιμία περὶ ὄνου σκιᾶς για σκιά ενός γαϊδουριού (δηλ. για ένα ασήμαντο και ευτελές πράγμα).
οικογένεια: σύνθ. ἡμίονος.
Νέα-Ελληνική: όνος ως λόγ. της λέξης γάιδαρος.
ετυμολογία: ανατολικό δάν., παράβαλε σουμερικό anšu «όνος», αρμ. eš «όνος», λατινικός asinus.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὄντως-επίρρημα::
* McsElla.ὄντως-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ὄντως@wordaryElla,
σημασία: πράγματι: ὁ ὄντως φιλομαθής = ο πράγματι φιλομαθής.
Νέα-Ελληνική: όντως.
ετυμολογία: τὸ ὄν, ὄντ-ος + παρ. επίθ. -ως.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὄνυξ-χος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ὄνυξ-χος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ὄνυξ-χος-ὁ@wordaryElla,
σημασία: νύχι.
* παροιμία ἐξ ὄνυχος τὸν λέοντα (τεκμαίρεταί τις) από το νύχι καταλαβαίνει κανείς το λιοντάρι (δηλ. αναγνωρίζει κάποιον ή κάτι από μια μικρή αλλά χαρακτηριστική λεπτομέρεια).
Νέα-Ελληνική: νύχι.
ετυμολογία: προθετ. ὀ- + *nogh-, γερμ. Nagel «νύχι», αρχ. ινδ. nakhá «νύχι».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὄξος-ους-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ὄξος-ους-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ὄξος-ους-τὸ@wordaryElla,
σημασία: ξίδι.
Νέα-Ελληνική: όξος (λόγ.) & ξίδι.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ὀξ-ύς + παρ. επίθ. -ος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὀξύνω-ρήμα::
* McsElla.ὀξύνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ὀξύνω@wordaryElla,
* McsElla.ὤξυνον!~παρατατικός:ὀξύνω@wordaryElla,
* McsElla.ὀξυνῶ!~μέλλοντας:ὀξύνω@wordaryElla,
* McsElla.ὤξυνα!~αόριστος:ὀξύνω@wordaryElla,
* McsElla.ὤξυμμαι!~παθητικός-παρακείμενος:ὀξύνω@wordaryElla,
σημασία: ακονίζω.
οικογένεια: παράγωγα: παροξυσμός.
Νέα-Ελληνική: οξύνω.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ὀξύς + παρ. επίθ. -ύνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὀξύς-εῖα-ὺ-επίθετο::
* McsElla.ὀξύς-εῖα-ὺ-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ὀξύς-εῖα-ὺ@wordaryElla,
* McsElla.ὀξύτερος!~συγκριτικός:ὀξύς-εῖα-ὺ@wordaryEllα,
* McsElla.ὀξύτατος!~υπερθετικός:ὀξύς-εῖα-ὺ@wordaryElla,
σημασία1: μυτερός, κοφτερός, οξύς: βέλος ὀξύ. πέλεκυς ὀξύς = κοφτερό τσεκούρι.
αντώνυμα: ἀμβλύς.
σημασία2: για αισθήσεις οξύς.
σημασία3: ἡ ὀξεῖα (ενν. προσῳδία) οξεία (ένας από τους τρεις τόνους).
οικογένεια: παράγωγα: ὀξύτης, σύνθετα: ὀξύθυμος.
Νέα-Ελληνική: οξύς (με τις σημ. 1, 2, 3).
ετυμολογία: *ακ- (ἀκή, ἀκωκὴ «αιχμή») + παρ. επίθ. -ύς, όμως λείπει μια ρίζα με σ-: *ἀκσ-, *ὀκσ-.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὀπή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ὀπή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ὀπή-ῆς-ἡ@wordaryElla,
σημασία: τρύπα.
Νέα-Ελληνική: οπή (λόγιο για το τρύπα).
ετυμολογία: *ὀπ- < *okw- (ὄπωπα < ὁράω, ὄψις, ὄψομαι) στη σημ. «η τρύπα μέσα από την οποία βλέπει κανείς».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὅπῃ-επίρρημα::
* McsElla.ὅπῃ-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ὅπῃ@wordaryElla,
σημασία1: για τόπο προς το μέρος όπου, προς τα εκεί όπου: ἀμηχανῶ ὅπῃ τράπωμαι = δεν ξέρω προς τα πού να στραφώ.
σημασία2: για τρόπο πώς, όπως: μετατίθημί τι ὅπῃ ἂν δοκῇ μοι = τροποποιώ κάτι (μια συνθήκη λ.χ.), όπως τυχόν αποφασίσω.
ετυμολογία: αναφορικό του πῇ, βλέπε πῇ]
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὁπηνίκα-επίρρημα::
* McsElla.ὁπηνίκα-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ὁπηνίκα@wordaryElla,
σημασία: ποια ώρα, ποια μέρα: οὐδεὶς οἶδ' ὁπηνίκαστί τοὐνιαυτοῦ = κανείς δεν ξέρει ποια μέρα του χρόνου είναι.
ετυμολογία: αναφορικό του ἡνίκα, βλέπε ἡνίκα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὄπισθεν-επίρρημα::
* McsElla.ὄπισθεν-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ὄπισθεν@wordaryElla,
σημασία1: πίσω: τοὺς ὄπισθεν εἰς τὸ πρόσθεν ἄξομεν = θα φέρουμε μπροστά αυτούς που είναι πίσω.
σημασία2: ὄπισθεν + γενική πίσω από…: ὄπισθεν ἐμοῦ εἰσῄει = έμπαινε πίσω από μένα.
οικογένεια: παράγωγα: ὀπίσθιος, σύνθετα: μετόπισθεν.
Νέα-Ελληνική: όπισθεν (λόγ., με τη σημ. 1).
ετυμολογία: μυκην. ὀπί (συγγεν. με την ἐπί) + παρ. επίθ. -σθεν κατά το ἔμπρο-σθεν.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὀπίσω-επίρρημα::
* McsElla.ὀπίσω-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ὀπίσω@wordaryElla,
παρατήρηση: επίσης τὸ ὀπίσω και με συναίρεση τοὐπίσω.
σημασία: προς τα πίσω, πίσω: εἰς τοὐπίσω ἑλκύω τὰς ἡνίας = τραβώ τα χαλινάρια προς τα πίσω.
Νέα-Ελληνική: οπίσω (λόγ.) & πίσω.
ετυμολογία: πρόθ. ὀπί (συγγεν. με την ἐπί) + παρ. επίθ. -σω κατά το πρό-σω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὁπλίτης-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ὁπλίτης-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ὁπλίτης-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: βαριά οπλισμένος στρατιώτης.
αντώνυμα: ψιλός «ελαφρά οπλισμένος στρατιώτης».
Νέα-Ελληνική: οπλίτης.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ὅπλον + παρ. επίθ. -ίτης.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὅπλον-ου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ὅπλον-ου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ὅπλον-ου-τὸ@wordaryElla,
σημασία: όπλο.
οικογένεια: παράγωγα: ὁπλίτης, ὁπλίζω, ὁπλισμός, ὅπλισις, σύνθετα: ὁπλομάχος, ὁπλοθήκη, ἄνοπλος
Νέα-Ελληνική: όπλο.
ετυμολογία: *ὅπ- (< ἕπω) + παρ. επίθ. -λον, όπου ἕπω «ασχολούμαι, φροντίζω», συγγεν. με αρχ. ινδ. sápati «φροντίζω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὁπόθεν-επίρρημα::
* McsElla.ὁπόθεν-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ὁπόθεν@wordaryElla,
σημασία1: όταν εισάγει πλάγια ερώτηση από ποιο μέρος, από πού: οὐκ ἔχω εἰπεῖν ὁπόθεν ἐσῆλθον = δεν μπορώ να πω από πού εισήλθαν (στη Σικελία).
σημασία2: όταν εισάγει αναφορική πρόταση, απ' όπου, από εκεί που: ἐπανελθεῖν βούλομαι ὁπόθενξέβην = θέλω να επανέλθω εκεί απ' όπου έκανα την παρέκβαση.
ετυμολογία: αναφορικό του πόθεν, δηλ. ουδ. ὅ (της ὅς, ἥ, ὅ) + πόθεν, βλέπε πόθεν.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὁποῖος-οία-οῖον-αντωνυμία::
* McsElla.ὁποῖος-οία-οῖον-αντωνυμία@wordaryElla,
* McsElla.αντωνυμία.ὁποῖος-οία-οῖον@wordaryElla,
σημασία1: όταν εισάγει αναφορική πρόταση, όποιου είδους, όποιας λογής: τοιοῦτοι οἱ φίλοι ὁποῖος καὶ σύ = όποιας λογής είσαι εσύ, τέτοιας λογής είναι και οι φίλοι σου.
σημασία2: όταν εισάγει πλάγια ερώτηση, τι είδους: οὐκ οἶδα ὁποίᾳ τόλμῃ χρώμενος ἐρῶ = δεν ξέρω με τι είδους τόλμη να μιλήσω.
Νέα-Ελληνική: οποίος (σε επιφωνηματικές φρ., λ.χ. οποία αναίδεια!) με τη σημ 2 & ο οποίος (με το οριστικό άρθρο) με αναφορική σημ.
ετυμολογία: ουδ. ὅ (της ὅς, ἥ, ὅ) + ποῑος, βλέπε ποῖος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὁπότε-επίρρημα::
* McsElla.ὁπότε-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ὁπότε@wordaryElla,
σημασία1: με οριστική όταν: ὁπότε ἡμέρα ἐγένετο = όταν έγινε μέρα.
σημασία2: με ευκτική κάθε φορά που, όποτε (προπαροξύτονα): ὁπότε οὗτος ἔλθοι = όσες φορές αυτός ερχόταν, όποτε ερχόταν αυτός.
σημασία3: όταν εισάγει πλάγια ερώτηση πότε: σημεῖον ἤρθη ὁπότε χρὴ ἀνάγεσθαι = υψώθηκε σήμα, για να προειδοποιήσει πότε πρέπει να ξεκινήσουν.
Νέα-Ελληνική: οπότε (με σημ. 1) & όποτε (με σημ. 2).
ετυμολογία: ουδ. ὅ (της ὅς, ἥ, ὅ) + ποτέ, βλέπε ποτέ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὁπότερος-έρα-ότερον-αντωνυμία::
* McsElla.ὁπότερος-έρα-ότερον-αντωνυμία@wordaryElla,
* McsElla.αντωνυμία.ὁπότερος-έρα-ότερον@wordaryElla,
παρατήρηση: αναφορική
σημασία: όποιος από τους δυο: ὁπότεροι ἂν κρατῶσιν = όποιος από τους δυο νικήσει.
ετυμολογία: ουδ. ὅ (της ὅς, ἥ, ὅ) + πότερος, βλέπε πότερος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὅπου-επίρρημα::
* McsElla.ὅπου-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ὅπου@wordaryElla,
σημασία1: όταν εισάγει αναφορική πρόταση, συχνά συνοδεύεται από γενική, όπου, σε όποιο σημείο.
σημασία3: όταν εισάγει πλάγια ερώτηση πού: οὐδεὶς οἶδεν ὅπου ἐστίν = κανείς δεν ξέρει πού είναι.
Νέα-Ελληνική: όπου.
ετυμολογία: ουδ. ὅ (της ὅς, ἥ, ὅ) + ποῦ, βλέπε ποῦ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὀπτάω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ὀπτάω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ὀπτάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ὠπτήθην!~παθητικός-αόριστος:ὀπτάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ὤπτημαι!~παθητικός-παρακείμενος:ὀπτάω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: ψήνω: κρέα ὀπτῶ = ψήνω κρέατα.
αντώνυμα: ἕψω «βράζω».
σημασία2: σκληρύνω: ὁ ἥλιος ὀπτᾷ τὴν γῆν = ο ήλιος σκληραίνει τη γη.
οικογένεια: παράγωγα: ὄπτησις.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ὀπτὸς «ψητός» + παρ. επίθ. -άω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὀπώρα-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ὀπώρα-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ὀπώρα-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: φθινόπωρο ή καλοκαίρι (όταν σήμαινε «καλοκαίρι», το φθινόπωρο δηλωνόταν με τη λέξη φθινόπωρον ή μετόπωρον): ἀπετέλεσε τὸ τεῖχος ἀρξάμενος ἀπὸ ἠρινοῦ χρόνου πρὸ ὀπώρας = αποτέλειωσε το τείχος, αφού είχε αρχίσει από την άνοιξη πριν από το καλοκαίρι.
σημασία2: καρπός.
οικογένεια: παράγωγα: ὀπωρικός, ὀπωρινός, σύνθετα: φθινόπωρον, μετόπωρον, ὀπωροπώλης.
Νέα-Ελληνική: οπώρα (λόγ., με τη σημ. 2).
ετυμολογία: πρόθ. ὀπί- (= ἐπί) + *ὄ(σ)αρ «θέρος, φθινόπωρο», συγγεν. με ρωσ. ósenĭ «θέρος, φθινόπωρο», εναλλαγή r-n.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὅπως-επίρρημα-σύνδεσμος::
* McsElla.ὅπως-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ὅπως@wordaryElla,
* McsElla.ὅπως-σύνδεσμος@wordaryElla,
* McsElla.σύνδεσμος.ὅπως@wordaryElla,
A. EΠΙΡΡΗΜΑ ΤΡΟΠΟΥ
σημασία1: όπως: οὕτως ὅπως δύνανται = έτσι όπως μπορούν.
σημασία2: σε πλάγιες ερωτήσεις, έπειτα από ρήματα που εκφράζουν φροντίδα, προσοχή, προφύλαξη. Εκφέρεται με οριστική μέλλ. ή απορηματική υποτακτική ή, όταν υπάρχει εξάρτηση από παρελθοντικό χρόνο, με ευκτική πώς, με ποιον τρόπο: οὗτοιπιμελοῦνται ὅπως οἱ πολῖται ἀμείνους ἔσονται = αυτοί φροντίζουν πώς να γίνουν καλύτεροι οι πολίτες. οὐ φροντίζουσιν ὅπως φίλους ἀγαθοὺς κτήσωνται = δε μεριμνούν πώς να αποκτήσουν καλούς φίλους.
σημασία3: οὐκ ἔστιν ὅπως δεν υπάρχει τρόπος να…/ δεν είναι δυνατόν να…: οὐκ ἔστιν ὅπως ποτὲ σοὺς δέξονται λόγους = δεν είναι δυνατόν να δεχθούν ποτέ τους όρους σου.
σημασία4: ὅπως + υπερθετικός επιρρήματος όσο το δυνατόν πιο…: ὅπως ἥδιστα = όσον το δυνατόν πιο ευχάριστα. = ὅτι, ὡς + υπερθετικός.
B. ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ τελικός για να: ἰατρὸν παρακαλῶ ὅπως μὴ ὁ κάμνων ἀποθάνῃ = προσκαλώ γιατρό, για να μην πεθάνει ο ασθενής.
Νέα-Ελληνική: όπως (με τη σημ. Α1).
ετυμολογία: ουδ. ὅ (της ὅς, ἥ, ὅ) + πῶς, βλέπε πῶς.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὁράω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ὁράω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ὁράω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἑώρων!~παρατατικός:ὁράω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ὄψομαι-«θα-δω»!~μέλλοντας-ενεργητική-σημασία:ὁράω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.εἶδον!~αόριστος-β΄-άλλη-ρίζα:ὁράω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἑόρακα!~παρακείμενος:ὁράω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἑώρακα!~παρακείμενος:ὁράω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ὤφθην!~παθητικός-αόριστος:ὁράω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ὀφθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:ὁράω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἑώραμαι!~παθητικός-παρακείμενος:ὁράω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἑόραμαι!~παθητικός-παρακείμενος:ὁράω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ὦμμαι!~παθητικός-παρακείμενος:ὁράω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: βλέπω: ὁρᾷς ἡμᾶς ὅσοι ἐσμέν = μας βλέπεις πόσοι είμαστε. ὁρῶσιν τὰς ναῦς ἐπὶ σφᾶς πλεούσας = βλέπουν τα καράβια να πλέουν εναντίον τους.
σημασία2: προσέχω: ὅρα τί ποιεῖς = πρόσεχε τι κάνεις.
οικογένεια: παράγωγα: ὅρασις, ὁρατός, ὅραμα, ὄψις, ὄμμα, σύνθετα: ἀφορῶ, διορῶ, εἰσορῶ, ὑπερορῶ, περιορῶ, τιμωρός.
ετυμολογία: *σFορ- «παρατηρώ» + παρ. επίθ. -άω, όπου *σFορ- συγγεν. με γοτθ. war(s) «συνετός», λατινικός vereor «σέβομαι», ὤρα «φροντίδα».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὀργή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ὀργή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ὀργή-ῆς-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: η ιδιοσυγκρασία κάποιου, η κράση του, η διάθεσή του: τῇ ὀργῇ οὕτω χαλεπῇ ἐχρῆτο ὥστε μηδένα δύνασθαι προσιέναι = ανέπτυξε τόσο δύσκολη ιδιοσυγκρασία, ώστε κανείς δεν μπορούσε να τον πλησιάσει.
σημασία2: θυμός, οργή.
οικογένεια: παράγωγα: ὀργίλος, ὀργιλότης, ὀργίζω, σύνθετα: παροργίζομαι, ἐξοργίζομαι.
Νέα-Ελληνική: οργή (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: *ὀργ-/*ἐργ- «έχω σφρίγος», συγγεν. με αρχ. ιρλ. ferc «οργή».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὄργια-ίων-τὰ-ουσιαστικό::
* McsElla.ὄργια-ίων-τὰ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ὄργια-ίων-τὰ@wordaryElla,
σημασία1: μυστικές τελετές, μυστική λατρεία (που τελούνταν μόνο από μυημένους, όπως ήταν λ.χ. οι τελετές της Δήμητρας στην Ελευσίνα).
σημασία2: γενικά τελετές (όχι μόνο μυστικές), θυσίες.
οικογένεια: παράγωγα: ὀργιάζω, ὀργιαστής, ὀργιαστικός.
Νέα-Ελληνική: όργια.
ετυμολογία: *Fόργ- (ἔργον) + παρ. επίθ. –ια > ὄργια, που παρετυμολογήθηκε προς το ὀργὴ και το ὀργιάζω, καθώς τα ὄργια αναφέρονται κυρίως στο Διόνυσο.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὀργίζω-ρήμα::
* McsElla.ὀργίζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ὀργίζω@wordaryElla,
* McsElla.ὤργιζον!~παρατατικός:ὀργίζω@wordaryElla,
* McsElla.ὤργισα!~αόριστος:ὀργίζω@wordaryElla,
* McsElla.ὀργιοῦμαι!~μέσος-μέλλοντας-παθητική-σημασία:ὀργίζω@wordaryElla,
* McsElla.ὀργισθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:ὀργίζω@wordaryElla,
* McsElla.ὠργίσθην!~παθητικός-αόριστος:ὀργίζω@wordaryElla,
* McsElla.ὤργισμαι!~παθητικός-παρακείμενος:ὀργίζω@wordaryElla,
σημασία1: κάνω κάποιον να εξοργιστεί.
σημασία2: παθ. φωνή ὀργίζομαι οργίζομαι, εξοργίζομαι.
Νέα-Ελληνική: οργίζω (με τη σημ. 1) και οργίζομαι (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ὀργή + παρ. επίθ. -ίζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὀρέγω-ρήμα::
* McsElla.ὀρέγω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ὀρέγω@wordaryElla,
* McsElla.ὤρεγον!~παρατατικός:ὀρέγω@wordaryElla,
* McsElla.ὀρέξω!~μέλλοντας:ὀρέγω@wordaryElla,
* McsElla.ὤρεξα!~αόριστος:ὀρέγω@wordaryElla,
* McsElla.ὀρέξομαι!~μέσος-μέλλοντας:ὀρέγω@wordaryElla,
* McsElla.ὠρεξάμην!~μέσος-αόριστος:ὀρέγω@wordaryElla,
σημασία1: απλώνω: ὤρεξεν τὴν κύλικα τῷ Σωκράτει = άπλωσε το ποτήρι στο Σωκράτη.
σημασία2: μέση φωνή ὀρέγομαι επιθυμώ: ὀρέγομαι τοῦ εἰδέναι = επιθυμώ τη γνώση.
οικογένεια: παράγωγα: ὄρεξις, ὀρεκτός.
Νέα-Ελληνική: ορέγομαι (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: προθεμ. ὀ- + *ρεγ- «διευθύνω, κυβερνώ», συγγεν. με λατινικός regō «διευθύνω, κατευθύνω», ιρλ. rigim «απλώνω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὀρθός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.ὀρθός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ὀρθός-ή-ὸν@wordaryElla,
* McsElla.ὀρθότερος!~συγκριτικός:ὀρθός-ή-ὸν@wordaryEllα,
* McsElla.ὀρθότατος!~υπερθετικός:ὀρθός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία1: όρθιος.
σημασία2: ορθός, σωστός: ὀρθὴ ἀγγελία = σωστή αναγγελία.
σημασία3: πραγματικός, γνήσιος, αληθινός: ὀρθαὶ πολιτεῖαι = γνήσια πολιτεύματα.
σημασία4: ανήσυχος, γεμάτος προσδοκίες για κάτι, ενθουσιασμένος: ὀρθὴ ἦν ἡ πόλις ἐπὶ τοῖς συμβεβηκόσι = η πόλη ήταν ανήσυχη (στο πόδι για) με όσα είχαν γίνει.
οικογένεια: παράγωγα: ὄρθιος, ὀρθῶς, ὀρθότης.
Νέα-Ελληνική: ορθός (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: *FορθF- «υψώνω» + παρ. επίθ. -ός, συγγεν. με αρχ. ινδ. ūrdhvá- «ανυψώνω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὄρθριος-ία-ον-επίθετο::
* McsElla.ὄρθριος-ία-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ὄρθριος-ία-ον@wordaryElla,
* McsElla.ὀρθριαίτερος!~συγκριτικός:ὄρθριος-ία-ον@wordaryEllα,
* McsElla.ὀρθριαίτατος!~υπερθετικός:ὄρθριος-ία-ον@wordaryElla,
σημασία: πολύ πρωινός: ἀφίκετο ὄρθριος = έφτασε πολύ πρωί.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη βλέπε ὄρθρ-ος + παρ. επίθ. -ιος· τα επιθήματα -αί-τερος, -αί-τατος από επίθετο *ὀρθριαῖος < ὀρθρία (ὥρα) + -ιος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὄρθρος-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ὄρθρος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ὄρθρος-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: το διάστημα λίγο πριν από το ξημέρωμα, όταν είναι ακόμη σκοτάδι.
οικογένεια: παράγωγα: ὄρθριος.
Νέα-Ελληνική: όρθρος «είδος θρησκευτικής τελετής».
ετυμολογία: ουσιαστικοπ. (με μετάθεση τόνου) του επιθέτου ὀρθρός (< ὀρθός + -ρός)· το ὀρθὸς βασίζεται στο *Fορθός «της ώρας που ξημερώνει», συγγεν. με αρχ. ινδ. várdhati «σπρώχνω (τη μέρα να προχωρήσει, να εμφανιστεί)».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὁρίζω-ρήμα::
* McsElla.ὁρίζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ὁρίζω@wordaryElla,
* McsElla.ὥριζον!~παρατατικός:ὁρίζω@wordaryElla,
* McsElla.ὁριῶ!~μέλλοντας:ὁρίζω@wordaryElla,
* McsElla.ὥρισα!~αόριστος:ὁρίζω@wordaryElla,
* McsElla.ὥρικα!~παρακείμενος:ὁρίζω@wordaryElla,
* McsElla.ὁριοῦμαι!~μέσος-μέλλοντας:ὁρίζω@wordaryElla,
* McsElla.ὁρισθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:ὁρίζω@wordaryElla,
* McsElla.ὡρισάμην!~μέσος-αόριστος:ὁρίζω@wordaryElla,
* McsElla.ὡρίσθην!~παθητικός-αόριστος:ὁρίζω@wordaryElla,
* McsElla.ὥρισμαι-«έχω-οριστεί»-ή-«έχω-ορίσει»!~παθητικός-παρακείμενος-μέση-και-παθητική-σημασία:ὁρίζω@wordaryElla,
σημασία1: καθορίζω: θάνατον ὥρισαν εἶναι τὴν ζημίαν = καθόρισαν ως ποινή το θάνατο.
σημασία2: μέση φωνή ὁρίζομαι
σημασίαα: ορίζω (για τον εαυτό μου).
σημασίαβ: δίνω τον ορισμό για ένα πράγμα, το ορίζω: οἱ τὴν ἡδονὴν ἀγαθὸν ὁριζόμενοι = όσοι ορίζουν την ηδονή ως αγαθό.
οικογένεια: παράγωγα: ὁρισμός.
Νέα-Ελληνική: ορίζω (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ὅρος + παρ. επίθ. -ίζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὅρκος-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ὅρκος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ὅρκος-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: όρκος: ὅρκον ὄμνυμι = ορκίζομαι όρκο.
οικογένεια: παράγωγα: ὅρκιος, ὁρκόω, ὁρκωμοτέω, ὁρκωμοσία, ὁρκίζω, σύνθετα: ἐπίορκος, ἐπιορκία,πιορκέω.
Νέα-Ελληνική: όρκος.
ετυμολογία: αβέβ., ίσως ὅρκ-ος, συγγεν. με ἕρκ-ος, -ους «φράγμα, κλείσιμο».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὁρμάω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ὁρμάω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ὁρμάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ὥρμων!~παρατατικός:ὁρμάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ὁρμήσω!~μέλλοντας:ὁρμάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ὥρμησα!~αόριστος:ὁρμάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ὥρμηκα!~παρακείμενος:ὁρμάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ὁρμήσομαι!~μέσος-μέλλοντας:ὁρμάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ὡρμησάμην-(λ.χ.-ἐξωρμησάμην)!~μέσος-αόριστος-σε-σύνθετα:ὁρμάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ὡρμήθην!~παθητικός-αόριστος-μέση-σημασία:ὁρμάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ὥρμημαι!~παρακείμενος:ὁρμάω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: παρορμώ κάποιον, τον παρακινώ: ἐς τὸν πόλεμον ὥρμα τοὺς Ἀθηναίους = παρακινούσε τους Αθηναίους στον πόλεμο (κατά των Σπαρτιατών).
σημασία2: αμετάβ. ορμώ.
σημασία3: αμετάβ. ξεκινώ: ὥσπερ ὡρμήσαμεν, ἴωμεν καὶ ἀκούσωμεν Πρωταγόρου = όπως ξεκινήσαμε, ας πάμε να ακούσουμε τον Πρωταγόρα.
σημασία4: μέση φωνή ὁρμῶμαι
σημασίαα: ορμώ.
σημασίαβ: ξεκινώ.
οικογένεια: παράγωγα: ὅρμημα, ὁρμητήριον, ὁρμητικός.
Νέα-Ελληνική: ορμώ (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ὁρμή + παρ. επίθ. -άω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὁρμέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ὁρμέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ὁρμέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: είμαι αγκυροβολημένος: ὁρμῶ ἐν λιμένι = είμαι αγκυροβολημένος σε λιμάνι.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ὅρμος, ὁ + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὁρμίζω-ρήμα::
* McsElla.ὁρμίζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ὁρμίζω@wordaryElla,
* McsElla.ὁρμιοῦμαι!~μέσος-και-παθητικός-μέλλοντας:ὁρμίζω@wordaryElla,
* McsElla.ὡρμισάμην!~μέσος-και-παθητικός-αόριστος:ὁρμίζω@wordaryElla,
* McsElla.ὥρμισμαι!~μέσος-και-παθητικός-παρακείμενος:ὁρμίζω@wordaryElla,
σημασία1: φέρνω στο λιμάνι ένα καράβι, για να αγκυροβολήσει.
σημασία2: μέση/ παθ. φωνή ὁρμίζομαι αγκυροβολώ: ἔξω τοῦ Ῥίου ὡρμίσαντο = αγκυροβόλησαν έξω από το Ρίο.
αντώνυμα: ἀποπλέω.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ὅρμος «τόπος για αγκυροβολία» + παρ. επίθ. -ίζω. ὅρμος < *ὁρμ- + παρ. επίθ. -ος, ίσως συγγεν. με ἕρμα, τὸ «μεγάλη πέτρα που χρησιμοποιούσαν ως άγκυρα».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὄρνις-ὄρνιθος-ὁ-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ὄρνις-ὄρνιθος-ὁ-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ὄρνις-ὄρνιθος-ὁ-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: πουλί: Ὄρνιθες, οἱ = πουλιά (τίτλος κωμωδίας του Αριστοφάνη).
σημασία2: στην αττ. διάλεκτο ὁ/ἡ ὄρνις πετεινός, κότα.
σημασία3: παροιμία ὀρνίθων γάλα του πουλιού το γάλα (για ένα εξαίσιο έδεσμα ή για κάτι εξαιρετικά ανέλπιστο).
οικογένεια: παράγωγα: ὀρνιθών, σύνθετα: ὀρνιθοσκόπος, ὀρνιθοτρόφος, ὀρνιθοπώλης.
Νέα-Ελληνική: όρνιθα (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: *ὀρν- + παρ. επίθ. -ις, όπου η ρίζα *ὀρν-/*orn- /*orl- αποτελεί τη βάση για την ονομασία του αετού στις ΙΕ γλώσσες, π.χ. ρωσ. orĭlŭ «αετός».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὄρος-ους-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ὄρος-ους-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ὄρος-ους-τὸ@wordaryElla,
σημασία: βουνό.
οικογένεια: παράγωγα: ὄρειος, ὀρεινός, σύνθετα: ὀρεσίβιος, ὀρειβάτης, ὀρειβατέω, ὀρείχαλκος.
Νέα-Ελληνική: όρος (λόγιο για το βουνό).
ετυμολογία: *ορ- (< ὄρ-νυμαι «ανυψώνομαι») + παρ. επίθ. -ος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὅρος-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ὅρος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ὅρος-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: όριο: ἑβδομήκοντα ἔτη τῆς ζωῆς ὅρον ἀνθρώπῳ προτίθημι = θέτω ως όριο της ανθρώπινης ζωής τα εβδομήντα χρόνια.
σημασία2: σύνορο.
σημασία3: όρος, προϋπόθεση, μέτρο: ἀριστοκρατίας ὅρος ἀρετή, ὀλιγαρχίας πλοῦτος = προϋπόθεση της αριστοκρατίας είναι η αρετή, ενώ της ολιγαρχίας ο πλούτος.
οικογένεια: παράγωγα: ὅρια (τά), ὅριος, ὁρίζω.
Νέα-Ελληνική: όρος (με τη σημ. 3).
ετυμολογία: *FορF- + παρ. επίθ. -ος, συγγεν. με λατινικός urvāre «ορίζω τα όρια ενός τόπου με αλέτρι» και ἐρύω «σύρω, τραβώ (γραμμή)».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὀρρωδέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ὀρρωδέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ὀρρωδέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: τρέμω από το φόβο μου: ὀρρωδῶ περὶ τῷμαυτοῦ σώματι = τρέμω από το φόβο μου για τη ζωή μου.
συνώνυμα: δέδοικα.
Νέα-Ελληνική: μόνο στη λόγ. φρ. δεν ορρωδεί προ ουδενός.
ετυμολογία: αβέβ..
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὀρύττω-ρήμα::
* McsElla.ὀρύττω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ὀρύττω@wordaryElla,
* McsElla.ὤρυττον!~παρατατικός:ὀρύττω@wordaryElla,
* McsElla.ὀρύξω!~μέλλοντας:ὀρύττω@wordaryElla,
* McsElla.ὤρυξα!~αόριστος:ὀρύττω@wordaryElla,
* McsElla.ὀρώρυχα!~παρακείμενος:ὀρύττω@wordaryElla,
* McsElla.ὠρωρύχειν!~υπερσυντέλικος:ὀρύττω@wordaryElla,
* McsElla.ὀρυχήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:ὀρύττω@wordaryElla,
* McsElla.ὀρυχθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:ὀρύττω@wordaryElla,
* McsElla.ὠρυξάμην!~μέσος-αόριστος:ὀρύττω@wordaryElla,
* McsElla.ὠρύχθην!~παθητικός-αόριστος:ὀρύττω@wordaryElla,
* McsElla.ὀρώρυγμαι!~παρακείμενος:ὀρύττω@wordaryElla,
* McsElla.ὀρωρύγμην!~υπερσυντέλικος:ὀρύττω@wordaryElla,
* McsElla.ὠρωρύγμην!~υπερσυντέλικος:ὀρύττω@wordaryElla,
παρατήρηση: ο κοινός τύπος είναι ὀρύσσω
σημασία1: σχηματίζω λάκκο με το σκάψιμο, σκάβω: ἐὰν ὀρύξῃ τις παρὰ τὴν θάλασσαν = εάν κάποιος σκάψει κοντά στη θάλασσα.
σημασία2: βγάζω κάτι έξω από τη γη με το σκάψιμο, εξορύσσω.
σημασία3: θάβω.
οικογένεια: παράγωγα: ὀρυχή, ὀρυγή, ὄρυξις, ὄρυγμα, ὀρυκτός, σύνθετα: διῶρυξ, τυμβωρύχος.
Νέα-Ελληνική: στο σύνθ. εξορύσσω.
ετυμολογία: προθεμ. ὀ- + *ρυχ- «σκάβω», συγγεν. με λατινικός runchō «εκχερσώνω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὀρφανός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.ὀρφανός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ὀρφανός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία: ορφανός: πατρὸς ὀρφανός = ορφανός από πατέρα.
οικογένεια: παράγωγα: ὀρφανεύω, ὀρφανία, ὀρφανίζω, σύνθετα: ὀρφανοτρόφος, ὀρφανοτροφεῖον.
Νέα-Ελληνική: ορφανός.
ετυμολογία: *ορφο- (ινδοευρωπαϊκός *orbh-os) + παρ. επίθ. -ανός, συγγεν. με λατινικός orbus «στερημένος, ορφανός», αρμ. orb «ορφανός».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὀρχέομαι-οῦμαι-ρήμα::
* McsElla.ὀρχέομαι-οῦμαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ὀρχέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.ὠρχούμην!~παρατατικός:ὀρχέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.ὀρχήσομαι!~μέλλοντας:ὀρχέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.ὠρχησάμην!~μέσος-αόριστος:ὀρχέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.ὠρχήθην!~παθητικός-αόριστος:ὀρχέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
σημασία: χορεύω.
οικογένεια: παράγωγα: ὀρχηστής, ὀρχήστρα, ὄρχησις «χορός».
ετυμολογία: αβέβ., ίσως συγγεν. με αρχ. ινδ. roghāyáti «τρέμω, πάλλομαι».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὀρχήστρα-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ὀρχήστρα-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ὀρχήστρα-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: χώρος του αττικού θεάτρου, όπου ο χορός χόρευε ή στεκόταν.
Νέα-Ελληνική: ορχήστρα «σύνολο μουσικών οργάνων».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ὀρχησ-(τήρ, ὁ < ὀρχέομαι) + παρ. επίθ. -τρα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὅς-ἥ-ὃ-αντωνυμία::
* McsElla.ὅς-ἥ-ὃ-αντωνυμία@wordaryElla,
* McsElla.αντωνυμία.ὅς-ἥ-ὃ@wordaryElla,
σημασία1: εισάγει δευτερεύουσα αναφορική πρόταση ο οποίος: οὗτος, ὃν εἶδες, Σωκράτης ἐστί = αυτός, τον οποίο είδες, είναι ο Σωκράτης.
σημασία2: στην αρχή της πρότασης λειτουργεί ως δεικτική αντωνυμία αυτός: καὶ ὃς εἶπεν = και αυτός είπε.
σημασία3: στη γενική πτώση του ουδ. ως επίρρημα οὗ
σημασίαα: όπου: εἰ γένοιο οὗ νῦν ἐγὼ εἰμι = εάν βρεθείς στη θέση όπου βρίσκομαι εγώ τώρα.
σημασίαβ: ἔστιν οὗ κάπου, σε κάποιον τόπο.
ετυμολογία: ινδοευρωπαϊκός *yos, *yα, *yod-, που αντιστοιχεί στην αρχ. ινδ. αντων. yah, yā, yad και την αρχ. περσ. yō, yā, yat, φρυγική ios.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὅσος-η-ον-αντωνυμία::
* McsElla.ὅσος-η-ον-αντωνυμία@wordaryElla,
* McsElla.αντωνυμία.ὅσος-η-ον@wordaryElla,
σημασία1: όταν εισάγει αναφορική πρόταση όσος: τοσαύτη παρασκευὴ ὅσην οὐδὲν ἄλλο ἔχει = τόση προετοιμασία όση δεν έχει τίποτε άλλο.
σημασία2: όταν εισάγει πλάγια ερώτηση πόσος: ὁρᾷς ὅση ἐστίν ἡ θεῶν ἰσχύς; = βλέπεις πόση είναι η δύναμη των θεών;
σημασία3: όταν η αντωνυμία συνοδεύει επίθετα θετικού ή υπερθετικού βαθμού και στην ίδια πτώση με αυτά υπερβολικά: ἔλαβε χρήματα θαυμαστὰ ὅσα = πήρε υπερβολικώς απίστευτα χρηματικά ποσά.
σημασία4: όταν ακολουθείται από μόρια ὅσοσπερ ακριβώς όσος, όσος.
Νέα-Ελληνική: όσος (με σημ. 1).
ετυμολογία: ὅς + παρ. επίθ. -ος, βλέπε ὅς, ἥ, ὅ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὅσπερ-ἥπερ-ὅπερ-αντωνυμία::
* McsElla.ὅσπερ-ἥπερ-ὅπερ-αντωνυμία@wordaryElla,
* McsElla.αντωνυμία.ὅσπερ-ἥπερ-ὅπερ@wordaryElla,
σημασία: ο οποίος ακριβώς, o oποίος: Ἑρμοκράτης, ὅσπερ καὶ ἔπεισε μάλιστα αὐτούς, τοιούτους δὴ λόγους εἶπεν = ο Ερμοκράτης, ο οποίος τους έπεισε περισσότερο από όλους, είπε κάπου τα ακόλουθα.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ὅς + περ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὅστις-ἥτις-ὅτι-αντωνυμία::
* McsElla.ὅστις-ἥτις-ὅτι-αντωνυμία@wordaryElla,
* McsElla.αντωνυμία.ὅστις-ἥτις-ὅτι@wordaryElla,
σημασία1: όταν εισάγει δευτερεύουσα αναφορική πρόταση όποιος: ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν = όποιος θέλει να με ακολουθήσει, να απαρνηθεί τον εαυτό του.
σημασία2: όταν εισάγει πλάγια ερώτηση ποιος: εἰπέ, ὅστις ὅδ' ἐστίν = πες ποιος είναι αυτός εδώ.
σημασία3: ὁστισοῦν, ἡτισοῦν, ὁτιοῦν οποιοσδήποτε: εἷς ὁστισοῦν = ένας οποιοσδήποτε άνθρωπος.
σημασία4: επιρρηματικά ἐξ ὅτου (ενν. χρόνου) από τότε που…
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ὅς + τις.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὀστρακίζω-ρήμα::
* McsElla.ὀστρακίζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ὀστρακίζω@wordaryElla,
σημασία: εξορίζω κάποιον (γράφοντας το όνομά του επάνω σε όστρακο, κεραμίδι).
οικογένεια: παράγωγα: ὀστρακισμός.
Νέα-Ελληνική: στο σύνθ. εξοστρακίζω.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ὄστρακ-ον + παρ. επίθ. -ίζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὄστρακον-άκου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ὄστρακον-άκου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ὄστρακον-άκου-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: πήλινο αγγείο.
σημασία2: θραύσμα πήλινου αγγείου, που συνήθως χρησίμευε στην πράξη του εξοστρακισμού.
σημασία3: καβούκι χελώνας ή κέλυφος στρειδιού.
οικογένεια: παράγωγα: ὀστρακίζω, ὀστρακισμός, σύνθετα: ὀστρακόδερμος.
Νέα-Ελληνική: όστρακο (με τη σημ. 3).
ετυμολογία: *οστ- (ὀστέον, ὀστ-ακός/ἀστακός), *οστρ- (ὄ-στρ-ακον, ὄστρ-εον) στη γενική σημ. «σκληρός, τραχύς».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὄστρεον-έου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ὄστρεον-έου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ὄστρεον-έου-τὸ@wordaryElla,
σημασία: στρείδι.
ετυμολογία: ομόρρ. με βλέπε ὄστρακον.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὅταν-σύνδεσμος::
* McsElla.ὅταν-σύνδεσμος@wordaryElla,
* McsElla.σύνδεσμος.ὅταν@wordaryElla,
παρατήρηση: εισάγει χρονικο-υποθετική πρόταση και εκφέρεται πάντοτε με υποτακτική.
σημασία: όταν, όποτε.
Νέα-Ελληνική: όταν.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ὅτε + ἄν.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὅτε-σύνδεσμος::
* McsElla.ὅτε-σύνδεσμος@wordaryElla,
* McsElla.σύνδεσμος.ὅτε@wordaryElla,
σημασία1: με οριστική αορ. ή παρατ. όταν: Καλλίξενος κατῆλθε εἰς τὸ ἄστυ, ὅτε καὶ οἱ ἐκ Πειραιῶς κατῆλθον = ο Καλλίξενος επέστρεψε στην πόλη όταν επέστρεψαν και οι εξόριστοι από τον Πειραιά.
σημασία2: με αιτιολογική σημ. καθώς, αφού: ὅτε δὴ τοῦτο οὕτως ἔχει = αφού λοιπόν αυτό το πράγμα έτσι είναι.
σημασία3: ἔστιν ὅτε/ ἔσθ' ὅτε κάποτε, κάποιες φορές.
σημασία4: ὁτὲ κάποιες φορές, κάποτε: συχνά απαντά στο συνδυασμό ὁτὲ μέν… ὁτὲ δέ = άλλοτε μεν… άλλοτε δε…
ετυμολογία: ουδ. ὅ (της ὅς, ἥ, ὅ) + παρ. επίθ. -τε.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὅ-τι--ὅ,τι-επίρρημα::
* McsElla.ὅ-τι-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ὅ-τι@wordaryElla,
* McsElla.ὅ,τι-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ὅ,τι@wordaryElla,
σημασία1: όταν εισάγει πλάγια ερώτηση γιατί: ἢν μὴ φράσῃς ὅ τι… = αν δεν πεις γιατί…
σημασία2: ὅ τι μὴ εκτός: οὐ γὰρ ἦν κρήνη ὅ τι μὴ μία = δεν υπήρχε πηγή εκτός από μία.
σημασία3: ὅ τι + υπερθετικός βαθμός επιθέτου ή επιρρήματος όσο το δυνατόν πιο…: ὅ τι τάχιστα = όσο το δυνατόν πιο γρήγορα.
ετυμολογία: ουδ. ὅ τι της αντων. ὅστις, ἥτις, ὅ τι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὅτι-σύνδεσμος::
* McsElla.ὅτι-σύνδεσμος@wordaryElla,
* McsElla.σύνδεσμος.ὅτι@wordaryElla,
σημασία1: όταν εισάγει ειδική πρόταση ότι, πως: ἠγγέλθη ὅτι Μέγαρα ἀφέστηκε = ανακοινώθηκε ότι τα Μέγαρα αποστάτησαν.
σημασία2: οὐχ ὅτι… ἀλλά / ἀλλὰ καί... όχι μόνο… αλλά και…: οὐχ ὅτι μόνος ὁ Κρίτων ἐν ἡσυχίᾳ ἦν, ἀλλὰ καὶ οἱ φίλοι αὐτοῦ = όχι μόνο ο Κρίτων βρήκε την ησυχία του αλλά και οι φίλοι του.
σημασία3: όταν εισάγει αιτιολογική πρόταση επειδή.
Νέα-Ελληνική: ότι (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: ουδ. ὅ,τι της αντων. ὅστις.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
οὐ-μόριο::
* McsElla.οὐ-μόριο@wordaryElla,
* McsElla.μόριο.οὐ@wordaryElla,
παρατήρηση: αρνητικό μόριο
σημασία: δεν: οὐ βούλομαι ἐλθεῖν = δε θέλω να έρθω.
παρατήρηση: Ο τύπος οὐ μπαίνει πριν από λέξεις που αρχίζουν από σύμφωνο (οὐ λέγω). Ο τύπος οὐχ μπαίνει πριν από λέξεις που αρχίζουν από δασύ φωνήεν (οὐχ ὁρῶ = δε βλέπω), ενώ ο τύπος οὐκ πριν από λέξη με ψιλό φωνήεν (οὐκ ἐθέλω).
Νέα-Ελληνική: ου, αρνητ. μόριο μόνο σε κάποιες εκφράσεις, λ.χ. ναι ή ου.
ετυμολογία: αβέβ., πιθ. ηχομιμ. οὐ με προφορά óu.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
οὗ-αντωνυμία::
* McsElla.οὗ-αντωνυμία@wordaryElla,
* McsElla.αντωνυμία.οὗ@wordaryElla,
παρατήρηση: γενική πτώση της προσωπ. αντωνυμίας ενικού γ΄ προσώπου. Η ονομαστική πτώση δε χρησιμοποιείται. αυτού.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
οὗ-επίρρημα::
* McsElla.οὗ-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.οὗ@wordaryElla,
σημασία: βλέπε ὅς, ἥ, ὅ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
οὐδαμοῦ-επίρρημα::
* McsElla.οὐδαμοῦ-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.οὐδαμοῦ@wordaryElla,
σημασία1: πουθενά: οὐδαμοῦ γῆς = πουθενά στη γη.
σημασία2: με κανέναν τρόπο: ἄλλοθι οὐδαμοῦ = με κανέναν άλλον τρόπο.
Νέα-Ελληνική: ουδαμού (λόγ., με τη σημ. 1).
ετυμολογία: οὐδαμά + παρ. επίθ. οὗ (γεν. της αντων. ὅς, ἥ, ὅ σε επιρρηματική χρήση).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
οὐδαμῶς-επίρρημα::
* McsElla.οὐδαμῶς-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.οὐδαμῶς@wordaryElla,
σημασία: με κανέναν τρόπο.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη οὐδαμά + παρ. επίθ. -ῶς.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
οὐδὲ-σύνδεσμος-επίρρημα::
* McsElla.οὐδὲ-σύνδεσμος@wordaryElla,
* McsElla.σύνδεσμος.οὐδὲ@wordaryElla,
* McsElla.οὐδὲ-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.οὐδὲ@wordaryElla,
σημασία1: ως σύνδεσμος ουδέ, ούτε, και δεν...
σημασία2: ως επίρρημα ούτε καν: ἃ πολλαχοῦ οὐδὲ βλαστάνειν δύναιτ' ἄν, ἐνθάδε καρποφορεῖ = αυτά που σε πολλά μέρη δε θα μπορούσαν ούτε καν να βλαστήσουν, εδώ (στην Αττική) καρποφορούν κιόλας. οὐδ' εἰ γέγονεν ταῦτα οἶδα = δεν ξέρω ούτε καν αν έγιναν αυτά.
Νέα-Ελληνική: ουδέ.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη οὐ + δέ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
οὐδείς-οὐδεμία-οὐδὲν-αντωνυμία::
* McsElla.οὐδείς-οὐδεμία-οὐδὲν-αντωνυμία@wordaryElla,
* McsElla.αντωνυμία.οὐδείς-οὐδεμία-οὐδὲν@wordaryElla,
σημασία1: κανείς, κανείς δεν: οὐδεὶς οἶδεν εἰ = κανείς δεν ξέρει αν... οὐδὲν εἶπεν = δεν είπε τίποτε.
σημασία2: οὐδεὶς ὅστις οὐ ο καθένας
σημασία3: ουδέτερο ως επίρρημα οὐδὲν καθόλου.
Νέα-Ελληνική: οὐδείς (ως λόγιο του κανείς, με σημ. 1).
ετυμολογία: οὐδὲ εἷς, οὐδὲ μία, οὐδὲ ἕν.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
οὐδέ πω-επίρρημα::
* McsElla.οὐδέ πω-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.οὐδέ πω@wordaryElla,
σημασία: ακόμα δεν: ἀφ' οὗ ἐγὼ Σωκράτει συνδιατρίβω, οὐδέπω τρία ἔτη ἐστίν = δεν είναι ακόμα τρία χρόνια από τότε που εγώ συναναστρέφομαι το Σωκράτη.
ετυμολογία: αρνητ. οὐδέ + πω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
οὐδεπώποτε-επίρρημα::
* McsElla.οὐδεπώποτε-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.οὐδεπώποτε@wordaryElla,
παρατήρηση: αναφέρεται σε ένα γεγονός στο παρελθόν ποτέ ως τώρα (δεν): Πρωταγόρᾳ οὐ διείλεγμαι οὐδεπώποτε = ποτέ ως τώρα δεν έχω συζητήσει με τον Πρωταγόρα.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη αρνητ. οὐδέ + πώποτε.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
οὐδέτερος-τέρα-τερον-αντωνυμία::
* McsElla.οὐδέτερος-τέρα-τερον-αντωνυμία@wordaryElla,
* McsElla.αντωνυμία.οὐδέτερος-τέρα-τερον@wordaryElla,
σημασία1: ούτε ο ένας ούτε ο άλλος από τους δυο: τὸ μὲν πρῶτον Μήλιοι οὐδετέρων ἦσαν = στην αρχή οι Μήλιοι δεν ήταν ούτε των Αθηναίων ούτε των Λακεδαιμονίων (σύμμαχοι).
σημασία2: ουδέτερος.
Νέα-Ελληνική: ουδέτερος (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη αρνητ. οὐδέ + ἕτερος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
οὐκέτι--οὐκ-ἔτι-επίρρημα::
* McsElla.οὐκέτι-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.οὐκέτι@wordaryElla,
* McsElla.οὐκ-ἔτι-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.οὐκ-ἔτι@wordaryElla,
σημασία: πλέον δεν...: οὐκέτι ἠπίστουν = πλέον δε δυσπιστούσαν.
ετυμολογία: σύνθετα: οὐκ + ἔτι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
οὔκουν-επίρρημα::
* McsElla.οὔκουν-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.οὔκουν@wordaryElla,
παρατήρηση: σε αρνητικές προτάσεις ασφαλώς δεν…: οὔκουν ἠξίωσαν τὴν πόλιν στερίσκειν... = ασφαλώς δε θεώρησαν άξιο να αποστερήσουν την πόλη από...
ετυμολογία: σύνθετα: οὐκ + οὖν.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
οὐκοῦν-επίρρημα::
* McsElla.οὐκοῦν-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.οὐκοῦν@wordaryElla,
σημασία1: σε ερωτήσεις προδικάζει θετική απάντηση λοιπόν δεν...; δεν είναι έτσι;: οὐκοῦν σωφροσύνῃ σωφρονοῦσιν; = λοιπόν, οι άνθρωποι γίνονται σώφρονες με τη σωφροσύνη, δεν είναι έτσι;
σημασία2: σε καταφατικές προτάσεις ασφαλώς λοιπόν: οὐκοῦν, εἰ ταῦτα ἀληθῆ, πολλὴ ἐλπὶς ἀφικομένῳ οἷ ἐγὼ πορεύομαι = ασφαλώς λοιπόν, αν αυτά αληθεύουν, υπάρχει μεγάλη ελπίδα γι' αυτόν που φτάνει εκεί όπου πηγαίνω εγώ.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη οὐκ + οὖν.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
οὐ μέντοι-επίρρημα::
* McsElla.οὐ μέντοι-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.οὐ μέντοι@wordaryElla,
σημασία1: όμως δεν...: ἐπολιόρκουν, οὐ μέντοι εἶλόν γε = τους πολιορκούσαν, όμως δεν τους κυρίευσαν.
σημασία2: σε ευθείες ερωτήσεις, όταν αναμένεται καταφατική απάντηση οὐ μέντοι…; δεν είναι έτσι;
ετυμολογία: οὐ μέν + τοι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
οὖν-επίρρημα::
* McsElla.οὖν-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.οὖν@wordaryElla,
σημασία1: ασφαλώς: εἰ δ' ἔστιν, ὥσπερ οὖν ἔστιν, θεὸς ὁ Ἔρως... = αν ο Έρωτας είναι, όπως ασφαλώς είναι, τότε είναι θεός...
σημασία2: λοιπόν: καὶ σὺ οὖν ἡμῖν δίκαιος εἶ ἀντιχαρίζεσθαι = και εσύ λοιπόν είναι δίκαιο να ανταποδώσεις σε μας τη χάρη.
σημασία3: συντίθεται με αόριστες αντωνυμίες ή επιρρήματα, λ.χ. ὁστισοῦν = οποιοσδήποτε. ὁπωσοῦν = με οποιονδήποτε τρόπο.
ετυμολογία: αβέβ.]
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
οὔπω--οὔ-πω-επίρρημα::
* McsElla.οὔπω-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.οὔπω@wordaryElla,
* McsElla.οὔ-πω-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.οὔ-πω@wordaryElla,
σημασία: ακόμα δεν: κρῆναι οὔπω ἦσαν αὐτόθι = δεν υπήρχαν ακόμη βρύσες εκεί.
ετυμολογία: οὐ + πω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
οὖς-ὠτός-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.οὖς-ὠτός-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.οὖς-ὠτός-τὸ@wordaryElla,
σημασία: αυτί: ἕωθεν πολλὰ αὐτῷ συνῆ καὶ παρεῖχον τὰ ὦτα = από το πρωί ήμουν μαζί του και είχα τα αυτιά μου τεντωμένα (για να μη χάσω λέξη απ' ό,τι έλεγε).
Νέα-Ελληνική: ους (λόγ., σε συγκεκριμένες φρ., λ.χ. τείνω ευήκοον ους).
ετυμολογία: *ὀFατος > *ὀατος > ὠτός (συναίρεση αο > ω), ονομ. οὖς < *ὀFς· την ινδοευρωπαϊκός βάση αποτελεί ένα *auso-, που εμφανίζεται ως λιθουανικός ausis «αφτί» και λατινικός auris < *ausis, ενώ στο αρμ. ukn «αφτί» έχουμε το -κ του ἀκ-οή.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
οὐσία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.οὐσία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.οὐσία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: περιουσία: εἰ ἐκεκτήμην οὐσίαν = εάν διέθετα περιουσία.
σημασία2: η ουσία.
Νέα-Ελληνική: ουσία (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *ὀντ- (μτχ. του εἰμί) + παρ. επίθ. -ία *ὀνσία > οὐσία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
οὔτε-σύνδεσμος::
* McsElla.οὔτε-σύνδεσμος@wordaryElla,
* McsElla.σύνδεσμος.οὔτε@wordaryElla,
σημασία: ούτε.
* συνήθως επαναλαμβάνεται μέσα στην πρόταση οὔτε… οὔτε…
Νέα-Ελληνική: ούτε.
ετυμολογία: σύνθετα: οὔ + τε.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
οὔτοι--οὔ-τοι-επίρρημα::
* McsElla.οὔ-τοι-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.οὔ-τοι@wordaryElla,
* McsElla.οὔτοι-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.οὔτοι@wordaryElla,
σημασία: πράγματι δεν.., δεν... φυσικά: οὔτοι δὴ τὸ πλοῖον ἀφῖκται = δεν έχει έρθει φυσικά το πλοίο.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη οὐ + βεβαιωτ. τοι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
οὗτος-αὕτη-τοῦτο-αντωνυμία::
* McsElla.οὗτος-αὕτη-τοῦτο-αντωνυμία@wordaryElla,
* McsElla.αντωνυμία.οὗτος-αὕτη-τοῦτο@wordaryElla,
παρατήρηση: δεικτική για άμεση δείξη
σημασία1: αυτός: οἰκοῦσι δ᾽ οὗτοι πρὸς βορέαν τοῦ Σκόμβρου ὄρους = κατοικούν αυτοί βόρια του βουνού Σκόμβρου.
σημασία2: τοῦτο + γενική σε αυτό το σημείο…: κατὰ τοῦτο τῆς ἀκροπόλεως = σε αυτό το σημείο της ακρόπολης.
σημασία3: ως επίρρημα ταῦτα γι' αυτόν το λόγο: ταῦτ'γὼ ἔσπευδον = γι' αυτόν το λόγο εγώ βιαζόμουν.
σημασία4: ως επίρρημα τοῦτο μέν… τοῦτο δέ… = αφενός... αφετέρου, εν μέρει… εν μέρει…
ετυμολογία: δεικτ. αντων./άρθρο ὁ, ἡ, τό + ένθημα -υ- (πβ. αὖ «πάλιν», λατινικός autem «πάλιν») + παρ. επίθ. επιθέτων -τος, -τη, -το.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
οὕτως-επίρρημα::
* McsElla.οὕτως-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.οὕτως@wordaryElla,
παρατήρηση: τροπικό
σημασία1: έτσι, με αυτόν τον τρόπο: οὕτως ἐγένετο ἡ στρατεία = έτσι έγινε η εκστρατεία.
σημασία2: οὕτως + επίθετο ή επίρρημα τόσο, τόσο πολύ: οὕτως ἄνους = τόσο ανόητος.
Νέα-Ελληνική: ούτως (λόγ., με τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη οὗτος + παρ. επίθ. -ως.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὀφείλημα-ήματος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ὀφείλημα-ήματος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ὀφείλημα-ήματος-τὸ@wordaryElla,
σημασία: οφειλή, χρέος.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ὀφείλω + παρ. επίθ. -ημα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὀφείλω-ρήμα::
* McsElla.ὀφείλω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ὀφείλω@wordaryElla,
* McsElla.ὤφειλον!~παρατατικός:ὀφείλω@wordaryElla,
* McsElla.ὀφειλήσω!~μέλλοντας:ὀφείλω@wordaryElla,
* McsElla.ὠφείλησα!~αόριστος-α΄:ὀφείλω@wordaryElla,
* McsElla.ὤφελον!~αόριστος-β΄:ὀφείλω@wordaryElla,
* McsElla.ὠφειλήθην!~παθητικός-αόριστος:ὀφείλω@wordaryElla,
* McsElla.ὠφείληκα!~παρακείμενος:ὀφείλω@wordaryElla,
* McsElla.ὠφειλήκειν!~υπερσυντέλικος:ὀφείλω@wordaryElla,
σημασία1: χρωστώ: τί ὀφείλω; = τι χρωστώ;
σημασία2: ως δικανικός όρος οφείλω να δώσω, επισύρω επάνω μου: εὐθύνας ὤφειλον. ὀφείλω ζημίαν.
σημασία3: ὀφείλω + απαρέμφατο πρέπει να…, οφείλω να...: ὁ λόγος οὐκ ἀκριβῶς ὀφείλει λέγεσθαι = ο λόγος δεν πρέπει να λέγεται με κάθε λεπτομέρεια.
* ο τύπος του αορ. β΄ ὤφελον χρησιμοποιείται για να εκφράσει αυτό που έπρεπε να γίνει, αλλά δεν έγινε μακάρι να: εἰ γὰρ ὤφελον οἱ πολλοὶ οἷοί τ' εἶναι τὰ μέγιστα ἀγαθὰργάζεσθαι = μακάρι οι πολλοί να ήταν ικανοί να προξενήσουν τα μεγαλύτερα αγαθά.
οικογένεια: παράγωγα: ὀφειλέτης, ὀφειλή, ὀφείλημα.
Νέα-Ελληνική: οφείλω (με τις σημ. 1, 3).
ετυμολογία: *οφελ- + παρ. επίθ. -jω > ὀφείλω, βλέπε ὀφλισκάνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὀφθαλμός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ὀφθαλμός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ὀφθαλμός-οῦ-ὁ@wordaryElla,
σημασία: μάτι.
οικογένεια: παράγωγα: ὀφθαλμιάω, ὀφθαλμηδόν, σύνθετα: ὀφθαλμοφανής, ἐνοφθαλμίζομαι,νοφθαλμισμός.
Νέα-Ελληνική: οφθαλμός (ως λόγιο για το μάτι, κυρίως στην έκφραση οφθαλμόν αντί οφθαλμού).
ετυμολογία: *οkw- (συγγεν. του λατινικός oculus και ὄπ-ωπα, που είναι ποιητικός παρακείμενος του ὁράω) + παρ. επίθ. -αλ + παρ. επίθ. -μός· το ὀφθ- αντιστοιχεί στο αρχ. ινδ. áksi «μάτι», κατά τον τρόπο που το ks στο αρχ. ινδ. ksindi «μαραίνομαι» αντιστοιχεί στο φθ- του φθ-ίνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὄφις-εως-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ὄφις-εως-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ὄφις-εως-ὁ@wordaryElla,
σημασία: φίδι.
Νέα-Ελληνική: όφις (λόγιο για το φίδι).
ετυμολογία: *οφι-, συγγεν. με *εχι- (ἔχιδνα), ινδοευρωπαϊκός *ogwhi-, αρχ. ινδ. áhi «φίδι», αρχ. περσ. aži- «φίδι», αρμ. iž «φίδι».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὄφλημα-ήματος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ὄφλημα-ήματος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ὄφλημα-ήματος-τὸ@wordaryElla,
σημασία: πρόστιμο που επιβάλλεται σε δίκη.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *ὀφλε- (πβ. ὤφ(ε)λον < ὀφείλω / ὀφλισκάνω) + παρ. επίθ. -μα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὀφλισκάνω-ρήμα::
* McsElla.ὀφλισκάνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ὀφλισκάνω@wordaryElla,
* McsElla.ὠφλίσκανον!~παρατατικός:ὀφλισκάνω@wordaryElla,
* McsElla.ὀφλήσω!~μέλλοντας:ὀφλισκάνω@wordaryElla,
* McsElla.ὦφλον!~αόριστος-β΄:ὀφλισκάνω@wordaryElla,
* McsElla.ὤφληκα!~παρακείμενος:ὀφλισκάνω@wordaryElla,
* McsElla.ὠφλήκειν!~υπερσυντέλικος:ὀφλισκάνω@wordaryElla,
σημασία1: χρωστώ (χρησιμοποιείται για κάποιον που καταδικάστηκε να πληρώσει πρόστιμο): ὀφλισκάνω χιλίας δραχμάς = χρωστώ χίλιες δραχμές.
σημασία2: (δίκην) ὀφλισκάνω χάνω μια δίκη, καταδικάζομαι: θανάτου δίκην ὀφλισκάνω = καταδικάζομαι σε θάνατο. δώρων ὦφλον = καταδικάστηκαν για δωροδοκία. γραφὰς ἢπιβολὰς ὦφλον = έχασαν δίκες (δηλαδή καταδικάστηκαν) που αφορούσαν δημόσια αδικήματα ή πρόστιμα. ὀφλόντων δὲ αὐτῶν... = όταν αυτοί καταδικάστηκαν...
σημασία3: επισύρω επάνω μου την κατηγορία για κάτι αρνητικό: μοχθηρίαν ὤφληκα = επέσυρα επάνω μου την κατηγορία ότι είμαι μοχθηρός.
ετυμολογία: *ὀφ(ε)λ- (πβ. ὀφλ-εῖν, ὤφελ-ον) + παρ. επίθ. -(ι)σκ + παρ. επίθ. -άνω· ίσως το ὤφελ-ον < ὀπί (= ἐπί) + ἑλ- < εἷλον.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὀφρῦς-ύος-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ὀφρῦς-ύος-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ὀφρῦς-ύος-ἡ@wordaryElla,
σημασία: φρύδι.
οικογένεια: παράγωγα: ὀφρύδιον, ὀφρυώδης, ὀφρυόεις, σύνθετα: ὀφρύσκιος, ἐξωφρυωμένος.
Νέα-Ελληνική: φρύδι.
ετυμολογία: προθεμ. *ὀ- + *φρυ-, παράβαλε αρχ. ινδ. bhrūh «φρύδι», αρχ. μακεδονικό ἀβροῦτες· ὀφρῦς· ίσως αρχικά *ὀπ-φρῦς, όπου ὀπ- < *okw- του ὄπ-ωπα και το φρυ- ως β΄ συνθετ. στο αγγλ. eye-brow και το γερμ. Augebrauen.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὀχληρός-ά-ὸν-επίθετο::
* McsElla.ὀχληρός-ά-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ὀχληρός-ά-ὸν@wordaryElla,
* McsElla.ὀχληρότερος!~συγκριτικός:ὀχληρός-ά-ὸν@wordaryEllα,
* McsElla.ὀχληρότατος!~υπερθετικός:ὀχληρός-ά-ὸν@wordaryElla,
σημασία: ενοχλητικός.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ὀχλέ-ω (< ὄχλος + -έω) + παρ. επίθ. -ρός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὄχλος-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ὄχλος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ὄχλος-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: όχλος, άτακτο πλήθος, μάζα: οἱ τοιοῦτοι ὄχλοι = αυτές οι απειθάρχητες μάζες.
σημασία2: με πολιτική σημ. ο όχλος, το πλήθος της κατώτατης τάξης του λαού.
σημασία3: ενόχληση, αναστάτωση: μάταιον ὄχλον τοὺς περὶ τούτων λόγους ἐνόμισαν = θεώρησαν τους λόγους για τα θέματα αυτά άσκοπη ενόχληση.
Νέα-Ελληνική: όχλος (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: ίσως *ὀχ- (< ἔχω «μεταφέρω» < *Fεχ- «κινώ, μεταφέρω») + παρ. επίθ. -λος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὀχυρός-ά-ὸν-επίθετο::
* McsElla.ὀχυρός-ά-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ὀχυρός-ά-ὸν@wordaryElla,
* McsElla.ὀχυρώτερος!~συγκριτικός:ὀχυρός-ά-ὸν@wordaryEllα,
* McsElla.ὀχυρώτατος!~υπερθετικός:ὀχυρός-ά-ὸν@wordaryElla,
παρατήρηση: για τόπους δυνατός, ασφαλής: χωρίον ὀχυρὸν καταλαμβάνω = καταλαμβάνω κάποια ασφαλή θέση.
οικογένεια: παράγωγα: ὀχυρότης, ὀχύρωμα, ὀχύρωσις, ὀχυρωτικός, ὀχυρόω, σύνθετα: ἀνώχυρος.
Νέα-Ελληνική: οχυρός.
ετυμολογία: ὀχυρὸς και ἐχυρός (με διπλό φωνηεντισμό) < *σεχ- (ἔχω «συγκρατώ, εμποδίζω», παράβαλε ἔχμα «φράγμα, εμπόδιο») + παρ. επίθ. -υρός· ταυτίζεται ακριβώς με αρχ. ινδ. sáhuri «νικητής, ισχυρός» και γοτθ. sigis «νίκη».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὀψὲ-επίρρημα::
* McsElla.ὀψὲ-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ὀψὲ@wordaryElla,
σημασία: αργά: ὀψὲ ἦν = ήταν αργά. ὀψὲ τῆς ἡμέραςναυμάχησαν = αργά το απόγευμα έκαναν ναυμαχία.
οικογένεια: παράγωγα: ὄψιμος, σύνθετα: ὀψιμαθής.
Νέα-Ελληνική: ψες.
ετυμολογία: *οψ- < πρόθ./επίρρ. ὀπὶ «μετά, πίσω» (πβ. ὄπι-σθεν) + -έ, που δεν έχει ερμηνευτεί).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὀψιμαθής-ής-ὲς-επίθετο::
* McsElla.ὀψιμαθής-ής-ὲς-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ὀψιμαθής-ής-ὲς@wordaryElla,
σημασία: αυτός που έχει καθυστερήσει να μάθει κάτι: ὀψιμαθὴς τῆς ἀδικίας.
Νέα-Ελληνική: οψιμαθής (λόγ.).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ὀψέ + *μαθ- (ἔ-μαθ-ον < μανθάνω) + παρ. επίθ. -ής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὄψιος-ία-ιον-επίθετο::
* McsElla.ὄψιος-ία-ιον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ὄψιος-ία-ιον@wordaryElla,
* McsElla.ὀψιαίτερος!~συγκριτικός:ὄψιος-ία-ιον@wordaryEllα,
* McsElla.ὀψιαίτατος!~υπερθετικός:ὄψιος-ία-ιον@wordaryElla,
σημασία: που συμβαίνει αργά στην ημέρα, στο χρόνο κτλ., όψιμος: ὅταν ἔαρ ὄψιον γένηται... = όταν η άνοιξη αργίσει να έρθει...
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὄψις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ὄψις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ὄψις-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: εξωτερική όψη ή εμφάνιση προσώπου ή πράγματος: οὐκ εἰκὸς τὰς ὄψεις τῶν πόλεων ἢ τὰς δυνάμεις μᾶλλον σκοπεῖν = δεν είναι λογικό να προσέχουμε πιο πολύ την εξωτερική εμφάνιση των πόλεων και όχι τη δύναμή τους.
σημασία2: θέαμα.
σημασία3: όραση.
σημασία4: στον πληθ. αἱ ὄψεις τα μάτια: τὸ κάλλος πάντων τὰς ὄψεις εἷλκε ἐπ' αὐτόν = η ομορφιά του τραβούσε τα μάτια όλων πάνω του.
σημασία5: η θέαση, η ενέργεια του να βλέπει κανείς: λυπηρὸς τῇ ὄψει = δυσάρεστος ως προς το να τον βλέπει κανείς.
Νέα-Ελληνική: όψη (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: *οπ- (ὄπ-ωπα) + παρ. επίθ. -σις.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὄψον-ου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ὄψον-ου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ὄψον-ου-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: μαγειρεμένο φαγητό (κυρίως κρέας ή ψάρι) που συνοδεύεται με κρασί και ψωμί.
σημασία2: στους Αθηναίους, η πιο μεγάλη τους λιχουδιά ψάρι.
σημασία3: ιχθυοπωλείο: εἰς τοὖψον ἀφῖγμαι = φτάνω στο ιχθυοπωλείο.
οικογένεια: παράγωγα: ὀψάριον, ὀψάομαι, ὄψημα, σύνθετα: ὀψωνέω, ὀψώνιον, ὀψωνίζομαι.
Νέα-Ελληνική: ψάρι (< αρχ. ὀψάριον υποκορ. του ὄψον).
ετυμολογία: αβέβ., ίσως παράγωγη-λέξη του ἕψω «ψήνω», αρμ. ep'em «ψήνω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὀψωνέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ὀψωνέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ὀψωνέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: αγοράζω κυρίως ψάρια, άλλες λιχουδιές ή, γενικότερα, τρόφιμα: ὀψωνῶ καρκίνους = αγοράζω καβούρια.
Νέα-Ελληνική: ψωνίζω (αρχ. ὀψωνίζομαι).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ὄψ-ον + παρ. επίθ. ὠνέ-ομαι > ὀψωνέομαι, από όπου ενεργητ. ὀψωνέω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
letter::
* McsEngl.wordaryElla.pi,
====== langoGreekAncient:
* McsElla.λεξικόΕλλα.Π,
Π-π-πεῖ--πῖ-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.Π-π-πεῖ--πῖ-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Π-π-πεῖ--πῖ-τὸ@wordaryElla,
* McsElla.πεῖ--πῖ-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.πεῖ--πῖ-τὸ@wordaryElla,
* McsElla.πῖ-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.πῖ-τὸ@wordaryElla,
σημασία: το δέκατο έκτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου.
* ως αριθμητικό σύμβολο: π΄ = 80, αλλά ͵π = 80.000.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πάγη-ης-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.πάγη-ης-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.πάγη-ης-ἡ@wordaryElla,
σημασία: παγίδα.
οικογένεια: παράγωγα: ἡ παγίς, -ίδος «παγίδα».
ετυμολογία: πάγ-ος < πᾰγ- (πήγ-νυ-μι).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
παγκράτιον-ίου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.παγκράτιον-ίου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.παγκράτιον-ίου-τὸ@wordaryElla,
σημασία: αγώνας πάλης και πυγμαχίας μαζί: Ὀλύμπιαγένοντο.... οἷς Ἀνδροσθένης παγκράτιον ἐνίκα = έγιναν Ολυμπιακοί Aγώνες.... στους οποίους ο Ανδροσθένης νίκησε στο παγκράτιο.
Νέα-Ελληνική: παγκράτιο.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη παγκρατής + παρ. επίθ. -ιον.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πάγος-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.πάγος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.πάγος-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: βράχος, λόφος: Ἄρειος πάγος = λόφος, στην Αθήνα, αφιερωμένος στον Άρη όπου συνεδρίαζε το ανώτατο δικαστήριο, ο Άρειος Πάγος.
οικογένεια: παράγωγα: παγετός, πάγιος «συμπαγής», σύνθετα: παγετώδης.
Νέα-Ελληνική: πάγος «νερό σε παγωμένη μορφή».
ετυμολογία: πᾰγ- < πήγ-νυ-μι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πάγχρηστος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.πάγχρηστος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.πάγχρηστος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία: αυτός που είναι για τα πάντα χρήσιμος.
αντώνυμα: ἄχρηστος.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη πᾱν + χρηστός (παράγ. χρήομαι + παρ. επίθ. -τός).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
παιάν-ᾶνος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.παιάν-ᾶνος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.παιάν-ᾶνος-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: ευχαριστήριος ύμνος στον Απόλλωνα.
σημασία2: πολεμικό εμβατήριο.
οικογένεια: παράγωγα: παιανίζω.
Νέα-Ελληνική: παιάνας (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: *παιάFων, αβέβαιη-ετυμολογία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
παιανίζω-ρήμα::
* McsElla.παιανίζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.παιανίζω@wordaryElla,
σημασία: ψάλλω παιάνα, ευχαριστήριο ύμνο ή πολεμικό εμβατήριο: παιανίσαντες ἐπῇσαν αὖθις = και αφού έψαλαν πολεμικό εμβατήριο, επιτέθηκαν πάλι.
Νέα-Ελληνική: παιανίζω.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη παιάν + παρ. επίθ. -ίζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
παιδαγωγέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.παιδαγωγέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.παιδαγωγέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.πεπαιδαγώγηκα!~παρακείμενος:παιδαγωγέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.παιδαγωγήσομαι!~μέσος-μέλλοντας-παθητική-σημασία:παιδαγωγέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐπαιδαγωγήθην!~παθητικός-αόριστος:παιδαγωγέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: ανατρέφω και εκπαιδεύω ένα παιδί, γενικά εκπαιδεύω.
Νέα-Ελληνική: παιδαγωγώ.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη παιδαγωγός + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
παιδαγωγός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.παιδαγωγός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.παιδαγωγός-οῦ-ὁ@wordaryElla,
σημασία: αυτός που αναλαμβάνει την ανατροφή και την εκπαίδευση παιδιών.
* στην Αθήνα δούλος που συνόδευε το παιδί στο σχολείο.
οικογένεια: παράγωγα: παιδαγωγεῑον, παιδαγωγέω, παιδαγωγία, παιδαγωγικός.
Νέα-Ελληνική: παιδαγωγός «ειδικός στην παιδική αγωγή».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη παῑς + ἄγω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
παίδευσις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.παίδευσις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.παίδευσις-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: εκπαίδευση: Ἕλληνας καλεῖσθαι τοὺς τῆς παιδεύσεως τῆς ἡμετέρας μετέχοντας = (η Αθήνα με τον πολιτισμό της συνετέλεσε ώστε) να ονομάζονται Έλληνες όσοι παίρνουν τη δική μας εκπαίδευση.
σημασία2: όργανο εκπαίδευσης, σχολείο: ξυνελών τε λέγω τὴν πᾶσαν πόλιν τῆς Ἑλλάδος παίδευσιν εἶναι = και με δυο λόγια, ολόκληρη η πόλη (η Αθήνα) είναι το σχολείο της Ελλάδας.
Νέα-Ελληνική: παίδευση (λόγ., με τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη παιδεύω + παρ. επίθ -σις.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
παιδεύω-ρήμα::
* McsElla.παιδεύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.παιδεύω@wordaryElla,
* McsElla.ἐπαίδευον!~παρατατικός:παιδεύω@wordaryElla,
* McsElla.παιδεύσω!~μέλλοντας:παιδεύω@wordaryElla,
* McsElla.ἐπαίδευσα!~αόριστος:παιδεύω@wordaryElla,
* McsElla.πεπαίδευκα!~παρακείμενος:παιδεύω@wordaryElla,
* McsElla.παιδεύσομαι!~μέσος-μέλλοντας-παθητική-σημασία:παιδεύω@wordaryElla,
* McsElla.παιδευθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:παιδεύω@wordaryElla,
* McsElla.ἐπαιδευσάμην!~μέσος-αόριστος:παιδεύω@wordaryElla,
* McsElla.ἐπαιδεύθην!~παθητικός-αόριστος:παιδεύω@wordaryElla,
* McsElla.πεπαίδευμαι!~παθητικός-παρακείμενος:παιδεύω@wordaryElla,
σημασία1: ανατρέφω και διδάσκω παιδιά.
* γενικά εκπαιδεύω και καθοδηγώ: οἱ Ὁμήρου ἐπαινέται λέγουσιν ὡς τὴν Ἑλλάδα πεπαίδευκεν οὗτος ὁ ποιητής = οι θαυμαστές του Ομήρου λένε ότι αυτός ο ποιητής έχει εκπαιδεύσει την Ελλάδα.
σημασία2: μέση φωνή παιδεύομαι στέλνω το παιδί μου στο σχολείο, και γενικότερα φροντίζω για την εκπαίδευση κάποιου: οὓς ἡγεμόνας πόλεως (εἶναι) ἐπαιδεύσασθε = αυτοί τους οποίους εκπαιδεύσατε για ηγέτες της πόλης.
σημασία3: σωφρονίζω κάποιον, τον διορθώνω.
οικογένεια: παράγωγα: παιδεία, παίδευσις, παιδευτής, σύνθετα: ἀπαίδευτος.
Νέα-Ελληνική: παιδεύω «ταλαιπωρώ, κουράζω, βασανίζω».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη παῖς, παιδ-ός + παρ. επίθ. -εύω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
παιδιά-ᾶς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.παιδιά-ᾶς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.παιδιά-ᾶς-ἡ@wordaryElla,
σημασία: παιχνίδι, διασκέδαση: παιδιὰ καὶ οὐ σπουδή = παιχνίδι και όχι σοβαρή ασχολία.
Νέα-Ελληνική: παιδιά «αθλοπαιδιά».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη παῑς (παιδός) + παρ. επίθ. -ιά.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
παιδιόθεν-επίρρημα::
* McsElla.παιδιόθεν-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.παιδιόθεν@wordaryElla,
σημασία: από την παιδική ηλικία, από παιδί.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη παιδίο-ν (πβ. ἐκ παιδίου / παιδίων «από την παιδική ηλικία») + παρ. επίθ. -θεν.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
παιδοτρίβης-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.παιδοτρίβης-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.παιδοτρίβης-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: δάσκαλος της γυμναστικής.
οικογένεια: παράγωγα: παιδοτριβέω.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη παῑς + τρίβω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
παίζω-ρήμα::
* McsElla.παίζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.παίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἔπαιζον!~παρατατικός:παίζω@wordaryElla,
* McsElla.παιξοῦμαι!~μέλλοντας:παίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἔπαισα!~αόριστος:παίζω@wordaryElla,
* McsElla.πέπαικα!~παρακείμενος:παίζω@wordaryElla,
* McsElla.πέπαισμαι!~παθητικός-παρακείμενος:παίζω@wordaryElla,
σημασία1: παίζω.
σημασία2: αστειεύομαι.
αντώνυμα: σπουδάζω «σοβαρολογώ».
Νέα-Ελληνική: παίζω (με τις σημ. 1, 2).
ετυμολογία: *παFιδς- (< *παF)- + παρ. επίθ. -jω > *παίδ-jω > παίζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
παῖς-παιδός-ὁ-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.παῖς-παιδός-ὁ-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.παῖς-παιδός-ὁ-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: γιος ή κόρη, παιδί.
σημασία2: άνθρωπος σε παιδική ηλικία, παιδί: δῆλον τοῦτό γε ἤδη καὶ παιδί = αυτό πια είναι φανερό και σε ένα παιδί.
σημασία3: δούλος, υπηρέτης.
οικογένεια: παράγωγα: παιδεύω, παίζω, παίγνιον, σύνθετα: παιδοτρίβης, παιδονόμος.
Νέα-Ελληνική: παιδί (με τις σημ. 1, 2).
ετυμολογία: *παFιδς- (< *παF-) > παῦς και παῖς.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
παίω-ρήμα::
* McsElla.παίω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.παίω@wordaryElla,
* McsElla.ἔπαιον!~παρατατικός:παίω@wordaryElla,
* McsElla.παίσω!~μέλλοντας:παίω@wordaryElla,
* McsElla.παιήσω!~μέλλοντας:παίω@wordaryElla,
* McsElla.ἔπαισα!~αόριστος:παίω@wordaryElla,
* McsElla.πέπαικα!~παρακείμενος:παίω@wordaryElla,
* McsElla.ἐπαισάμην!~μέσος-αόριστος:παίω@wordaryElla,
* McsElla.ἐπαίσθην!~παθητικός-αόριστος:παίω@wordaryElla,
σημασία: χτυπώ, πληγώνω κάποιον: παίει με ροπάλῳ = με χτυπά με το ρόπαλο. παίω τινὰ εἰς τὸν μηρόν = πληγώνω κάποιον στο μηρό.
συνώνυμα: τύπτω, πλήττω, βάλλω.
ετυμολογία: *παF + παρ. επίθ. -jω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πάλαι-επίρρημα::
* McsElla.πάλαι-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.πάλαι@wordaryElla,
σημασία1: πριν από πολύ καιρό, παλιά: πάλαι ποτέ = κάποτε, τα παλιά τα χρόνια.
αντώνυμα: νῡν, σήμερον.
σημασία2: ως επίθετο οἱ πάλαι καὶ οἱ νῦν = οι παλιοί (άνθρωποι) και οι σημερινοί.
σημασία3: από ώρα, εδώ και ώρα: ἄρτι ἢ πάλαι ἥκειςξ ἀγροῦ; = τώρα μόλις ήρθες από την εξοχή ή εδώ και ώρα;
οικογένεια: παράγωγα: παλαιός, παλαιότης.
ετυμολογία: *παλ- (ίσως συγγεν. με τῆλε «μακριά», παράβαλε βοιωτ. πήλυι = τηλοῦ «μακριά») + -αι, όπως χαμ-αί, κατ-αί = κατά.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
παλαιός-ά-ὸν-επίθετο::
* McsElla.παλαιός-ά-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.παλαιός-ά-ὸν@wordaryElla,
* McsElla.παλαιότερος!~συγκριτικός:παλαιός-ά-ὸν@wordaryEllα,
* McsElla.παλαίτερος!~συγκριτικός:παλαιός-ά-ὸν@wordaryEllα,
* McsElla.παλαιότατος!~υπερθετικός:παλαιός-ά-ὸν@wordaryEllα,
* McsElla.παλαίτατος!~υπερθετικός:παλαιός-ά-ὸν@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που έχει γίνει ή κατασκευαστεί πριν από πολύ καιρό: τριήρεις παλαιαὶ καὶ καιναί = παλιές και καινούριες τριήρεις.
σημασία2: για πρόσωπα αυτός που έζησε πριν από πολλά χρόνια: οἱ πάνυ παλαιοὶ ἄνθρωποι = οι πολύ παλιοί άνθρωποι. Μίνως παλαίτατος ὧν ἀκοῇ ἴσμεν = ο Μίνωας είναι ο πιο παλιός (αρχαίος) από όσους γνωρίζουμε εξ ακοής (έχουμε ακουστά).
σημασία3: ως επίρρημα τὸ παλαιὸν άλλοτε, παλιά.
Νέα-Ελληνική: παλαιός (λόγ.) & παλιός (με σημ. 1, 2).
ετυμολογία: βλέπε πάλαι + παρ. επίθ. -ός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
παλαίστρα-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.παλαίστρα-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.παλαίστρα-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: τόπος όπου ασκούνταν στην πάλη με την επίβλεψη ειδικών δασκάλων.
οικογένεια: παράγωγα: παλαιστρίτης «θεός προστάτης της παλαίστρας».
Νέα-Ελληνική: παλαίστρα.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη παλαίω + παρ. επίθ. -(σ)τρα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
παλαίω-ρήμα::
* McsElla.παλαίω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.παλαίω@wordaryElla,
* McsElla.ἐπάλαιον!~παρατατικός:παλαίω@wordaryElla,
* McsElla.παλαίσω!~μέλλοντας:παλαίω@wordaryElla,
* McsElla.ἐπάλαισα!~αόριστος:παλαίω@wordaryElla,
σημασία: παλεύω.
οικογένεια: παράγωγα: παλαίστρα, παλαιστής, σύνθετα: διαπάλη, ἀντίπαλος.
Νέα-Ελληνική: παλεύω.
ετυμολογία: αβέβ., πιθ. συγγεν. με πάλλω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πάλιν-επίρρημα::
* McsElla.πάλιν-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.πάλιν@wordaryElla,
σημασία1: τοπικά πίσω: πάλιν δίδωμι/ἀποδίδωμι = δίνω πίσω, ξαναδίνω.
σημασία2: χρονικά ξανά: πάλιν ἐξ ἀρχῆς = ξανά από την αρχή.
Νέα-Ελληνική: πάλι (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: ίσως αρχικά ουσ. *πάλις «επιστροφή» (πέλομαι, πόλος), αιτιατ. *πάλιν, παράβαλε δωρεάν.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Παλλάς-άδος-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.Παλλάς-άδος-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Παλλάς-άδος-ἡ@wordaryElla,
σημασία: η θεά Αθηνά.
ετυμολογία: θηλ. του πάλλαξ, ὁ = πάλληξ, ὁ «έφηβος», αβέβαιη-ετυμολογία, σύμφωνα με την αρχ. παράδοση < πάλλω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
παλτόν-οῦ-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.παλτόν-οῦ-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.παλτόν-οῦ-τὸ@wordaryElla,
σημασία: δόρυ ή ακόντιο.
ετυμολογία: ουσιαστικοπ. του παλτός < πάλ-λω + παρ. επίθ. -τός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πάμφορος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.πάμφορος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.πάμφορος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία: πολύ γόνιμος: πάμφορος χώρα = πολύ γόνιμη γη.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη πᾱν + φέρω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Παναθήναια-αίων-τὰ-ουσιαστικό::
* McsElla.Παναθήναια-αίων-τὰ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Παναθήναια-αίων-τὰ@wordaryElla,
σημασία: γιορτή που τελούσαν οι Αθηναίοι προς τιμήν της θεάς Αθηνάς.
οικογένεια: παράγωγα: παναθηναϊκός, παναθηναϊσταί.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη πᾱν- + Ἀθήναια «παλιό όνομα των Παναθηναίων».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πανδημεὶ-επίρρημα::
* McsElla.πανδημεὶ-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.πανδημεὶ@wordaryElla,
σημασία: όλοι μαζί, πάνδημοι: Λακεδαιμόνιοι πανδημεὶ ἐστράτευσαν = οι Λακεδαιμόνιοι εκστράτευσαν με συμμετοχή όλου του λαού.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη πάνδημος + παρ. επίθ. -εί.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πάνδημος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.πάνδημος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.πάνδημος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία: κοινός, στον οποίο συμμετέχει όλος ο λαός: πάνδημος ἀγών.
οικογένεια: παράγωγα: πανδήμιος, πανδημία, πανδημεί.
Νέα-Ελληνική: πάνδημος (λόγ.).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη πᾱς + δῆμος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πανηγυρικός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.πανηγυρικός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.πανηγυρικός-ή-ὸν@wordaryElla,
* McsElla.πανηγυρικώτερος!~συγκριτικός:πανηγυρικός-ή-ὸν@wordaryEllα,
* McsElla.πανηγυρικώτατος!~υπερθετικός:πανηγυρικός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία: αυτός που έχει σχέση με εορταστική συγκέντρωση: οἱ πανηγυρικοὶ ὄχλοι = οι πανηγυριστές.
* εορταστικός: λόγος ὁ πανηγυρικὸς και ως ουσιαστ. ὁ πανηγυρικός = λόγος που εκφωνούσαν σε μια δημόσια γιορτή ή συγκέντρωση, όπως π.χ. στους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Νέα-Ελληνική: πανηγυρικός.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη πανήγυρις + παρ. επίθ. -ικός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πανήγυρις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.πανήγυρις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.πανήγυρις-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία: συγκέντρωση όλου του λαού (συνήθως για να τιμηθεί ένας θεός ή ήρωας): ἡ τῶν Ἑλλήνων ἐν Ὀλυμπίᾳ πανήγυρις = η συγκέντρωση των Ελλήνων στην Ολυμπία.
οικογένεια: παράγωγα: πανηγυρίζω, πανηγυρικός, πανηγυρικῶς.
Νέα-Ελληνική: πανηγύρι «εορταστική συγκέντρωση».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη πᾱν + ἄγυρις (αιολ. αντί ἀγορά < ἀγείρω).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
παννύχιος-ιος-ιον-επίθετο::
* McsElla.παννύχιος-ιος-ιον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.παννύχιος-ιος-ιον@wordaryElla,
σημασία: αυτός που διαρκεί όλη τη νύχτα: παννύχιοι χοροί.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη παννυχ-ίς + παρ. επίθ. -ιος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
παννυχίς-ίδος-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.παννυχίς-ίδος-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.παννυχίς-ίδος-ἡ@wordaryElla,
σημασία: γιορτή που διαρκεί όλη τη νύχτα: παννυχίδα ποιήσουσιν, ἣν ἄξιον θεάσασθαι = θα κάνουν ολονυχτία (προς τιμήν της θεάς Αρτέμιδος), που αξίζει να τη δει κανείς.
οικογένεια: παράγωγα: παννυχίζω, παννύχιος.
Νέα-Ελληνική: παννυχίδα.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη πᾶν + νύξ, όπου το -χ αντί -κ (νυκτός < νύξ), ίσως από νυχ-θημερόν.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
παντάπασι(ν)-επίρρημα::
* McsElla.παντάπασι(ν)-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.παντάπασι(ν)@wordaryElla,
σημασία1: εντελώς: παντάπασι ῥᾴδιον = εντελώς εύκολο.
σημασία2: σε καταφατικές απαντήσεις αναμφιβόλως.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ίσως *παντάπας / *παντάπαν, δοτ. πληθ. παντάπασι «για όλους ή για όλα, εντελώς».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πανταχοῦ-επίρρημα::
* McsElla.πανταχοῦ-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.πανταχοῦ@wordaryElla,
σημασία: παντού: οὐδαμοῦ καὶ πανταχοῦ = πουθενά και παντού. πανταχοῦ τῆς γῆς = παντού, σε όλη τη γη.
Νέα-Ελληνική: πανταχού στη φρ. πανταχού παρών.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *πανταχό-ς (πᾱς, παντ-ός + -αχ-ός, παράβαλε μον-αχός) + παρ. επίθ. -οῦ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πάντῃ-επίρρημα::
* McsElla.πάντῃ-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.πάντῃ@wordaryElla,
σημασία: προς όλες τις κατευθύνσεις, παντού: κύκλῳ δὲ αὐτοῖς πάντῃ πολλαὶ πόλεις πολέμιοι ἦσαν = και παντού, γύρω γύρω, ήταν πολλές πόλεις εχθρικές προς αυτούς.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη πᾱς, παντ-ός + παρ. επίθ. -ῃ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
παντοδαπός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.παντοδαπός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.παντοδαπός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία: ο κάθε είδους: πολλοί καὶ παντοδαποί = πολλοί και κάθε είδους άνθρωποι.
συνώνυμα: παντοῖος.
οικογένεια: παράγωγα: παντοδαπῶς.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη πᾱς, παντ-ός + παρ. επίθ. -δ-απός, κατά το ἡμε-δ-απός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
παντοῖος-οία-οῖον-επίθετο::
* McsElla.παντοῖος-οία-οῖον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.παντοῖος-οία-οῖον@wordaryElla,
σημασία: ο κάθε είδους: λέγει πολλὰ καὶ παντοῖα = λέει πολλά και διάφορα.
οικογένεια: παράγωγα: παντοίως.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη πᾱς, παντ-ός + παρ. επίθ. -οῖος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πάντως-επίρρημα::
* McsElla.πάντως-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.πάντως@wordaryElla,
σημασία1: με κάθε τρόπο: πάντως προπηλακιεῖ σε = θα σε εξευτελίσει με κάθε τρόπο.
σημασία2: οπωσδήποτε, εξάπαντος: εἰ δὴ δεῖ γε πάντως = αν λοιπόν είναι οπωσδήποτε απαραίτητο.
Νέα-Ελληνική: πάντως «όμως, παρ’ όλα αυτά».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη πᾱν, παντ-ός + παρ. επίθ. -ως.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πάνυ-επίρρημα::
* McsElla.πάνυ-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.πάνυ@wordaryElla,
σημασία1: πολύ: πάνυ ὀλίγοι = πολύ λίγοι.
σημασία2: οὐ πάνυ καθόλου δεν...: οὐ πάνυ τι μανθάνω = καθόλου δεν καταλαβαίνω.
σημασία3: σε απαντήσεις βεβαιότατα, αναμφιβόλως.
σημασία4: ὁ πάνυ = ο πασίγνωστος: ὁ πάνυ Περικλής.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη πᾱς / πᾶν + παρ. επίθ. -υ, που είναι ανερμήνευτο (κατά το εὖ;).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
παπαῖ-επιφώνημα::
* McsElla.παπαῖ-επιφώνημα@wordaryElla,
* McsElla.επιφώνημα.παπαῖ@wordaryElla,
σημασία1: ως έκφραση θλίψης ή πόνου αλίμονο, ποπό: φεῦ. παπαῖ! = αχ, ποπό!
σημασία2: ως έκφραση έκπληξης μπα!: παπαί, οἷον λέγεις! = μπα, τι λες! (βλέπε βαβαί).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πάππος-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.πάππος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.πάππος-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: παππούς.
οικογένεια: παράγωγα: παππῷος.
Νέα-Ελληνική: πάππος (λόγ.).
ετυμολογία: ηχομιμητ. λ. της παιδικής γλώσσας με εμφατικό διπλασιασμό του π.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
παρὰ-πρόθεση::
* McsElla.παρὰ-πρόθεση@wordaryElla,
* McsElla.πρόθεση.παρὰ@wordaryElla,
σημασίαΑ: με γενική προσώπου εκ μέρους, από τον...: ταῦτα παρὰ σοῦ ἐμάθομεν = αυτά τα μάθαμε από σένα.
* παρ’ ἑαυτοῦ = από μόνος του, με τη δική του θέληση.
σημασίαΒ: με δοτ. προσώπου κοντά σε κάποιον: οἱ Περσῶν παῖδες παιδεύονται παρὰ τοῖς δημοσίοις διδασκάλοις = τα παιδιά των Περσών εκπαιδεύονται κοντά σε δημόσιους δασκάλους.
* οἱ παρ’ ἐμοί = οι άνθρωποί μου, οι συγγενείς μου.
σημασίαΓ: με αιτιατική δηλώνει
σημασία1: κίνηση προς (το μέρος κάποιου προσώπου): Ἴωνες δὲ ἔπεμπον ἀγγέλους παρὰ Κῦρον = και οι Ίωνες έστελναν απεσταλμένους στον Κύρο. ἔπεμψεν ἄγγελον ἐς Φάρσαλον παρὰ τοὺς ἐπιτηδείους = έστειλε αγγελιαφόρο στους φίλους του στα Φάρσαλα.
σημασία2: κίνηση παράλληλα με κάτι ή κοντά σε κάτι: παρὰ τὴν Βαβυλῶνα δεῖ παριέναι = πρέπει να περάσει κανείς δίπλα από τη Βαβυλώνα.
σημασία3: αντίθετα με: παρὰ τὸν νόμον/παρὰ τὸ δίκαιον = αντίθετα με το νόμο / με το δίκαιο.
* παρὰ δύναμιν = πάνω από τις δυνάμεις μου.
αντώνυμα: κατὰ δύναμιν.
σημασία4: πλην, εκτός από...: οὔκ ἐστι παρὰ ταῦτα ἄλλα = εκτός από αυτά δεν υπάρχουν άλλα.
* εκφράσεις παρὰ μικρόν/παρ’ ὀλίγον/παρὰ βραχύ παρά λίγο, λίγο έλειψε να...: παρὰ μικρὸν ἦλθεν ἀποθανεῖν = παρά λίγο να πεθάνει. παρὰ πολύ με μεγάλη διαφορά: ἐνίκησαν οἱ Κερκυραῖοι παρὰ πολύ.
σημασία5: σε σύγκριση με...: χειμὼν μείζων παρὰ τὴν καθεστηκυῖαν ὥραν = δυνατότερο κρύο σε σύγκριση με την εποχή.
σημασία6: εξαιτίας ή χάρη σε...: οὐ παρὰ τὴν ἑαυτοῦ ῥώμην... ὅσον παρὰ τὴν ἡμετέραν ἀμέλειαν = όχι τόσο χάρη στη δύναμή του... όσο εξαιτίας της δικής μας αδιαφορίας.
σημασία7: κατά τη διάρκεια: παρὰ τὸν βίον ἅπαντα = σε όλη τη διάρκεια της ζωής.
* εκφράσεις παρ’ ἡμέραν / ἡμέραν παρ’ ἡμέραν = μέρα παρά μέρα. παρὰ μίαν = κάθε δεύτερη μέρα.
σημασίαΔ: ως α΄ συνθετικό δηλώνει
σημασία1: κίνηση από…, προς: π.χ. παραλαμβάνω.
σημασία2: στάση ή κίνηση κοντά σε πρόσωπο ή πράγμα: π.χ. πάρειμι, παρέρχομαι.
σημασία3: αντίθετα με κάτι: π.χ. παρασπονδῶ.
σημασία4: σύγκριση: π.χ. παραβάλλω.
σημασία5: κάτι που γίνεται εσφαλμένα, λάθος: π.χ. παραβλέπω.
Νέα-Ελληνική: παρά (με τη σημ. Γ3).
ετυμολογία: *παρ-, *περ- (περί), *πρ- (πρός) ινδοευρωπαϊκός αρχής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
παραβαίνω-ρήμα::
* McsElla.παραβαίνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.παραβαίνω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε βαίνω.
σημασία1: δεν τηρώ ένα νόμο, μια συμφωνία κτλ., παραβαίνω: παραβεβασμένοι ὅρκοι = όρκοι που έχουν παραβιαστεί.
σημασία2: προχωρώ, παρουσιάζομαι: παραβαίνω πρὸς τὸ θέατρον = παρουσιάζομαι στους θεατές, για να μιλήσω.
οικογένεια: παράγωγα: παράβασις, παραβάτης.
Νέα-Ελληνική: παραβαίνω (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη παρά + βαίνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
παραβάλλω-ρήμα::
* McsElla.παραβάλλω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.παραβάλλω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε βάλλω.
σημασία1: ρίχνω κάτι μπροστά σε κάτι: παραβάλλω τοῖς ἵπποις φορβήν = ρίχνω στα άλογα χόρτο.
σημασία2: μέση φωνή παραβάλλομαι
σημασίαα: θέτω / εκθέτω τον εαυτό μου σε κίνδυνο: οὐκ ἴσα παραβαλλόμενοι εἰς τὸν κίνδυνον ἴμεν = ριψοκινδυνεύοντας όχι εξίσου (με τους άλλους) προχωρούμε.
σημασίαβ: συγκρίνω: πρὸς ποῖον κτῆμα παραβαλλόμενος φίλος ἀγαθὸς οὐκ ἂν πολλῷ κρείττων φανείη; = με ποια περιουσία αν συγκριθεί ο καλός φίλος δε θα φανεί πολύ ανώτερος;
σημασία3: στρέφω, γυρίζω κάτι προς τα πλάγια: παραβάλλω τὼ ὀφθαλμὼ = ρίχνω πλάγια βλέμματα. παραβαλὼν τὴν κεφαλὴν καὶ ἀκούσας, ἔφη = αφού έστρεψε το κεφάλι και άκουσε, είπε.
σημασία4: ως αλληλοπαθές πλησιάζω: ὅταν παραβάλλωσιν ἑαυτοὺς ἀλλήλοις οἵ τε ἄρχοντες καὶ οἱ ἀρχόμενοι = όταν θα συναντιούνται οι άρχοντες και οι αρχόμενοι.
οικογένεια: παράγωγα: παραβολή «αντιπαραβολή», σύνθετα: ἀπαράβλητος.
Νέα-Ελληνική: παραβάλλω (με τη σημ. 3).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη παρά + βάλλω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
παραγγέλλω-ρήμα::
* McsElla.παραγγέλλω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.παραγγέλλω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἀγγέλλω.
σημασία1: δίνω διαταγή: ὁ στρατηγὸς παρήγγειλε τῇ στρατιᾷ ὃν ἂν λάβωσι κτείνειν = ο στρατηγός έδωσε διαταγή στο στρατό να σκοτώνουν όποιον συλλάβουν.
σημασία2: γενικά δίνω εντολή ή παρακινώ: παρηγγείλαμεν οὖν ἀλλήλοις ἥκειν ὡς πρῳαίτατα = παρακινήσαμε λοιπόν ο ένας τον άλλο να φτάσουμε όσο γίνεται πιο πρωί (στη φυλακή όπου ήταν ο Σωκράτης).
οικογένεια: παράγωγα: παραγγελία, παράγγελμα.
Νέα-Ελληνική: παραγγέλλω (λόγ.) και παραγγέλνω «κάνω μια παραγγελία».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη παρά + ἀγγέλλω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
παραγίγνομαι-ρήμα::
* McsElla.παραγίγνομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.παραγίγνομαι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε γίγνομαι.
σημασία1: παρευρίσκομαι, είμαι παρών κάπου: παραγίγνομαι ἐν τοῖς ἀγῶσι = είμαι παρών στους αγώνες.
σημασία2: βοηθώ, παραστέκομαι κάποιον: Ἀθηναῖοι ναυσί τε καὶ στρατιᾷ παρεγένοντο ἐπὶ τοὺς Χαλκιδεῖς = οι Αθηναίοι βοήθησαν με πλοία και με στρατό τους Χαλκιδείς.
σημασία3: παρουσιάζομαι, φτάνω: ἐν τρισὶν ἡμέραις παραγίγνονται εἰς ταύτην τὴν κώμην = σε τρεις μέρες φτάνουν σε αυτό το χωριό. παρεγένοντο αἱ νῆες = έφτασαν τα πλοία.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη παρά + γίγνομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
παράγω-ρήμα::
* McsElla.παράγω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.παράγω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἄγω.
σημασία1: οδηγώ, οδηγώ έξω από έναν τόπο.
σημασία2: μεταφορικά οδηγώ κάποιον σε λάθος δρόμο, τον παραπλανώ, τον εξαπατώ: ψεύδεσιν ἡμᾶς παράγουσιν = μας εξαπατούν με ψέματα. ἀπάτῃ παράγεσθε ὑπ’ αὐτῶν = με δόλιο τρόπο παραπλανάσθε από αυτούς.
* για πράγματα διαστρέφω, αλλάζω κάτι με κακό τρόπο: παράγω τοὺς νόμους = αλλάζω τους νόμους όπως με συμφέρει.
οικογένεια: παράγωγα: παραγωγή.
Νέα-Ελληνική: παράγω «παράγω ένα προϊόν, κατασκευάζω, δημιουργώ».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη παρά + ἄγω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
παραγωγή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.παραγωγή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.παραγωγή-ῆς-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: μετακίνηση: τοῖς πλοίοις ἐχρήσαντο εἰς παραγωγήν = χρησιμοποίησαν τα πλοία για να μετακινήσουν το στρατό.
σημασία2: παραπλάνηση, εξαπάτηση: τῆς ἀπάτης τῇ παραγωγῇ = εξαιτίας της παραπλάνησης που προκάλεσε η απάτη.
Νέα-Ελληνική: παραγωγή (λ.χ. αγροτική ή ενός προϊόντος).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη παράγω + παρ. επίθ. -ή.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
παράδειγμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.παράδειγμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.παράδειγμα-ατος-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: σχέδιο, πρότυπο: ἐξειργάσαντο ναὸν τοῦ παραδείγματος κάλλιον = κατασκεύασαν ένα ναό ωραιότερο από το πρότυπο.
σημασία2: παράδειγμα: παράδειγμα λαμβάνω παρά τινος = παίρνω παράδειγμα από κάποιον. παράδειγμα δίδωμι = δίνω παράδειγμα.
οικογένεια: παράγωγα: παραδειγματίζω, σύνθετα: ἀπαραδειγμάτιστος.
Νέα-Ελληνική: παράδεγμα (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη παρά + δεῖγμα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
παράδεισος-είσου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.παράδεισος-είσου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.παράδεισος-είσου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: περιφραγμένος κήπος: παράδεισος μέγας ἀγρίων θηρίων πλήρης καὶ δασὺς παντοίων δένδρων = μεγάλος κήπος γεμάτος άγρια θηρία και κατάφυτος με κάθε είδους δέντρα.
Νέα-Ελληνική: παράδεισος (με τη θρησκευτική σημ.).
ετυμολογία: αρχ. πέρσ. δάν. pairi-daēza = περί-τοιχος «φράχτης».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
παραδέχομαι-ρήμα::
* McsElla.παραδέχομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.παραδέχομαι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε δέχομαι.
σημασία1: δέχομαι κάτι από κάποιον, το παραλαμβάνω: Κῦρος ἄνδρα ἔταξε παραδέχεσθαι τὰ φερόμενα γράμματα = ο Κύρος τοποθέτησε έναν άνδρα για να παραλαμβάνει τις επιστολές που έφερναν.
* δέχομαι ως κληρονομιά: παραδέχομαι τὴν ἀρχήν = παίρνω την εξουσία με κληρονομικό δικαίωμα.
σημασία2: αναλαμβάνω να κάνω κάτι: παρεδέξατο Χαρίνῳ τῷ προδότῃ ταὐτὰ πράττειν = ανέλαβε να κάνει τα ίδια με αυτά που έκανε ο Χαρίνος ο προδότης.
σημασία3: δέχομαι κάτι όπως είναι, το παραδέχομαι.
οικογένεια: παράγωγα: παραδοχή.
Νέα-Ελληνική: παραδέχομαι (με τη σημ. 3).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη παρά + δέχομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
παραιτέομαι-οῦμαι-ρήμα::
* McsElla.παραιτέομαι-οῦμαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.παραιτέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.παρῃτούμην!~παρατατικός:παραιτέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.παραιτήσομαι!~μέλλοντας:παραιτέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.παρῃτησάμην!~αόριστος:παραιτέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.παρῄτημαι!~παρακείμενος:παραιτέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
σημασία1: ζητώ να μου κάνουν μια χάρη, παρακαλώ κάποιον για κάτι: παραιτοῦμαι ὑμᾶς μὴ θορυβεῖν = ζητώ να μου κάνετε τη χάρη να μη διαμαρτύρεστε. παραιτοῦμαι μηδὲν τούτων δρᾶν = παρακαλώ να μην κάνετε τίποτε από αυτά.
σημασία2: παρακαλώντας αποτρέπω κάτι δυσάρεστο: παραιτοῦμαι τὴν ὀργήν.
σημασία3: παραιτώ κάτι, το απορρίπτω, αρνούμαι: τὴν Προδίκου τοῦδε διαίρεσιν τῶν ὀνομάτων παραιτοῦμαι = τη διάκριση των λέξεων που κάνει ο Πρόδικος την απορρίπτω.
οικογένεια: παράγωγα: παραίτησις, σύνθετα: ἀπαραίτητος.
Νέα-Ελληνική: παραιτούμαι «εγκαταλείπω μια επιδίωξη».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη παρά + αἰτέομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
παραίτησις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.παραίτησις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.παραίτησις-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία: θερμή παράκληση.
Νέα-Ελληνική: παραίτηση «απόσυρση, εγκατάλειψη ενός σκοπού, μιας θέσης κτλ.».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη παραιτέομαι + παρ. επίθ. -σις.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
παρακαλέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.παρακαλέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.παρακαλέω-ῶ@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε καλέω -ῶ.
σημασία1: καλώ κάποιον σε βοήθεια: παρακαλῶ τινα σύμμαχον = καλώ κάποιον ως σύμμαχο.
σημασία2: προσκαλώ κάποιον: παρακαλῶ τινα ἐπὶ τὸ βῆμα = προσκαλώ κάποιον να ανεβεί στο βήμα.
σημασία3: παρακινώ, προτρέπω κάποιον: παρακαλῶ τινα εἰς μάχην = παρακινώ κάποιον να λάβει μέρος στη μάχη.
οικογένεια: παράγωγα: παράκλησις.
Νέα-Ελληνική: παρακαλώ «υποβάλλω παράκληση».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη παρά + καλέω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
παρακαταθήκη-ης-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.παρακαταθήκη-ης-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.παρακαταθήκη-ης-ἡ@wordaryElla,
σημασία: ό,τι παραδίδεται σε κάποιον για να το φυλάξει: δέχομαι παρακαταθήκην χρυσίου = παραλαμβάνω χρυσά νομίσματα για να τα φυλάξω. τοὺς νόμους ἔχετε παρὰ τῶν ἄλλων ὡσπερεὶ παρακαταθήκην = έχετε παραλάβει τους νόμους από τους άλλους σαν να είναι κάτι που σας το παραδίδουν για να το φυλάξετε.
Νέα-Ελληνική: παρακαταθήκη.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη παρά + καταθήκη.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
παρακατατίθημι-ρήμα::
* McsElla.παρακατατίθημι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.παρακατατίθημι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε τίθημι. μέση φωνή παρακατατίθεμαι παραδίδω, εμπιστεύομαι κάτι σε κάποιον: παρακατατίθεμαι παῖδας διδασκάλοις = εμπιστεύομαι τα παιδιά στους δασκάλους.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη παρά + κατατίθεμαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
παρακινέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.παρακινέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.παρακινέω-ῶ@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε κινέω -ῶ.
σημασία1: προκαλώ ταραχές, διαταράσσω την τάξη: παρακινῶ τὰ πράγματα = προκαλώ ταραχές στο καθεστώς της πολιτείας.
σημασία2: αμετάβατο ταράζομαι, χάνω την ψυχραιμία ή τη λογική μου: νουθετεῖται ὡς παρακινῶν = τον συμβουλεύουν, επειδή δεν ξέρει τι κάνει.
Νέα-Ελληνική: παρακινώ (λ.χ. σε αρνητικές ενέργειες, ξεσηκώνω).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη παρά + κινέω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
παρακολουθέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.παρακολουθέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.παρακολουθέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: ακολουθώ, πηγαίνω από πίσω ή συνοδεύω κάποιον/κάτι: παρηκολούθει αὐτοῖς ἡ ἔχθρα παρὰ τῶν Λακεδαιμονίων = τους συνόδευε η εχθρότητα των Λακεδαιμονίων.
συνώνυμα: ἕπομαι.
αντώνυμα: ἡγέομαι.
σημασία2: προσέχω, παρακολουθώ.
Νέα-Ελληνική: παρακολουθώ (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη παρά + ἀκολουθέω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
παραλλάττω-ρήμα::
* McsElla.παραλλάττω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.παραλλάττω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἀλλάττω.
παρατήρηση: ο κοινός τύπος είναι παραλλάσσω
σημασία1: αντικαθιστώ το ένα με το άλλο, το εναλλάσσω: ὑποδήματα παρηλλαγμένα = παπούτσια που έχουν φορέσει το δεξί στο αριστερό πόδι και αντίστροφα.
σημασία2: αλλάζω κάτι λίγο, το παραλλάζω: μίαν μόνον συλλαβὴν παραλλάττω.
σημασία3: διαφέρω: παραλλάττω ἀπό τινος = διαφέρω από κάτι.
* ως απρόσωπο οὐ σμικρὸν παραλλάττει = δεν είναι μικρή η διαφορά.
οικογένεια: παράγωγα: παραλλαγή.
Νέα-Ελληνική: παραλλάσσω / παραλλάζω (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη παρά + ἀλλάττω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
παραλογίζομαι-ρήμα::
* McsElla.παραλογίζομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.παραλογίζομαι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε λογίζομαι.
σημασία1: δε λογαριάζω σωστά, κάνω λάθος στο μέτρημα.
σημασία2: με λανθασμένα συμπεράσματα προσπαθώ να εξαπατήσω κάποιον: ἀπάτῃ τινὶ παραλογίζομαί τινα = με κάποιο τέχνασμα εξαπατώ κάποιον.
οικογένεια: παράγωγα: παραλογισμός.
Νέα-Ελληνική: παραλογίζομαι «δεν ενεργώ σύμφωνα με τη λογική κτλ.».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη παρά + λογίζομαι «απαριθμώ».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
παραλύω-ρήμα::
* McsElla.παραλύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.παραλύω@wordaryElla,
σημασία1: λύνω κάτι και το αφαιρώ: παραλύω τὰ πηδάλια τῶν νεῶν = αφαιρώ τα πηδάλια των πλοίων.
σημασία2: παύω, αφαιρώ από κάποιον ένα αξίωμα: Δαρεῖος παραλύει τῆς στρατηγίας Μαρδόνιον = ο Δαρείος παύει από στρατηγό το Μαρδόνιο.
σημασία3: προκαλώ αδυναμία: παραλύω τὸ σῶμα τροφῆς ἀποχῇ = αδυνατίζω το σώμα με την αποχή από την τροφή. παραλελυμένοι καὶ τοῖς σώμασι καὶ ταῖς ψυχαῖς = εξαντλημένοι και στο σώμα και στην ψυχή.
οικογένεια: παράγωγα: παράλυτος, παράλυσις, παραλυσία.
Νέα-Ελληνική: παραλύω (με τη σημ. 3, ως αμετάβ.).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη παρά + λύω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
παραμένω-ρήμα::
* McsElla.παραμένω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.παραμένω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε μένω.
σημασία1: μένω κοντά σε κάποιον.
* μένω πιστός σε κάποιον: ἐπιδεικνύω οἰκέτας ἐθέλοντας παραμένειν = παρουσιάζω ως παράδειγμα δούλους που θέλουν να παραμείνουν πιστοί (στον κύριό τους).
σημασία2: παραμένω, μένω στη θέση μου: ἐμοὶ διάδοχόν τινα πέμπειν, ὡς ἀδύνατός εἰμι παραμένειν = να στείλετε κάποιον να με διαδεχτεί, γιατί είναι αδύνατον να μείνω στη θέση μου.
σημασία3: διατηρούμαι, αντέχω: παραμένει ἡ πολιτεία = διατηρούνται τα πολιτικά δικαιώματα.
οικογένεια: παράγωγα: παραμονή, παραμόνιμος.
Νέα-Ελληνική: παραμένω (με τη σημ. 3).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη παρά + μένω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
παραμυθέομαι-οῦμαι-ρήμα::
* McsElla.παραμυθέομαι-οῦμαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.παραμυθέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
σημασία1: συμβουλεύω, παρακινώ: πῶς οὖν αὐτοὺς παραμυθησόμεθα προθύμους εἶναι; = πώς θα τους παρακινήσουμε λοιπόν να δείξουν προθυμία;
σημασία2: παρηγορώ: παραμυθοῦμαί τινα λόγοις = παρηγορώ κάποιον με λόγια.
σημασία3: ανακουφίζω, μετριάζω κάτι δυσάρεστο: παραμυθεῖται ὁ οἶνος τὴν τοῦ γήρως δυσθυμίαν = το κρασί μετριάζει τη μελαγχολία των γηρατειών.
οικογένεια: παράγωγα: παραμυθία, παραμύθιον, παραμυθητικός.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη παρά + μυθέομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
παραμυθία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.παραμυθία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.παραμυθία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: ενθάρρυνση, προτροπή, παρότρυνση.
σημασία2: παρηγοριά.
Νέα-Ελληνική: παραμυθία (λόγ., με τη σημ. 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη παραμυθέομαι + παρ. επίθ. -ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
παράνομος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.παράνομος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.παράνομος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία1: παράνομος.
σημασία2: στο αττικό δίκαιο
σημασίαα: παράνομα γράφω προτείνω μέτρο ή ψήφισμα ασύμφωνο με τους ισχύοντες νόμους ή αντισυνταγματικό.
σημασίαβ: παρανόμων γράφομαί τινα καταγγέλλω κάποιον ότι προτείνει παράνομα μέτρα (η καταγγελία αυτή λεγόταν γραφὴ παρανόμων)
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
παρασάγγης-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.παρασάγγης-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.παρασάγγης-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: περσικό μέτρο μήκους, ίσο με τριάντα στάδια.
Νέα-Ελληνική: στη λόγ. φρ. απέχει παρασάγγας.
ετυμολογία: περσ. δάν., περσ. farsang με ιων. ψίλωση.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
παρασκευάζω-ρήμα::
* McsElla.παρασκευάζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.παρασκευάζω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε σκευάζω.
σημασία1: προετοιμάζω: παρασκευάζω στρατείαν = προετοιμάζω εκστρατεία.
σημασία2: προμηθεύω: παρασκευάζω τῇ νηὶ οἶνον καὶ ἄλφιτα = προμηθεύω το πλοίο κρασί και κριθαρένιο αλεύρι.
σημασία3: μέση φωνή παρασκευάζομαι
σημασίαα: ετοιμάζω κάτι για να το χρησιμοποιήσω εγώ: παρασκευάζομαι τὸ ναυτικόν.
σημασίαβ: προετοιμάζομαι: παρεσκευάζοντο ὡς ναυμαχήσοντες/ὡς ἐπὶ ναυμαχίαν = προετοιμάζονταν για τη ναυμαχία.
* παθ. φωνή ὡς παρεσκεύαστο = όταν οι προετοιμασίες είχαν τελειώσει.
οικογένεια: παράγωγα: παρασκεύασμα, παρασκευή, σύνθετα: ἀπαράσκευος, ἀπαρασκεύαστος.
Νέα-Ελληνική: παρασκευάζω (με τη σημ. 1) & παρασκευάζομαι (με τη σημ. 3β).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη παρά + σκευάζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
παρατείνω-ρήμα::
* McsElla.παρατείνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.παρατείνω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε τείνω.
σημασία1: απλώνω κάτι κατά μήκος, το εκτείνω: παρατείνω τὴν φάλαγγα παρὰ τὰς κώμας = εκτείνω τη φάλαγγα προς την πλευρά των χωριών.
σημασία2: αυξάνω τη χρονική διάρκεια: παρατείνω τοὺς λόγους = μιλώ περισσότερο (από όσο προβλεπόταν).
σημασία3: ως αμετάβατο εκτείνομαι κατά μήκος: ἡ νῆσος τὸν λιμένα παρατείνουσα... ποιεῖ τοὺς εἴσπλους στενούς = το νησί, καθώς εκτείνεται κατά μήκος του λιμανιού, κάνει στενές τις εισόδους πλοίων.
οικογένεια: παράγωγα: παράτονος, παράτασις.
Νέα-Ελληνική: παρατείνω (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη παρά + τείνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
παρατίθημι-ρήμα::
* McsElla.παρατίθημι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.παρατίθημι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε τίθημι.
σημασία1: προσφέρω, παραθέτω: παρετίθεσαν ἐπὶ τὴν τράπεζαν κρέα = παρέθεσαν (έβαλαν) κρέατα στο τραπέζι.
σημασία2: γενικά παρουσιάζω κάτι: παρατιθέασιν αὐτοῖς ἀναγιγνώσκειν ποιήματα = τους παρουσιάζουν ποιήματα να διαβάζουν.
σημασία3: μέση φωνή παρατίθεμαι
σημασίαα: βάζω κάτι μπροστά ή κοντά σε μένα ή σε κάποιον άλλον: τράπεζαν παρατίθεμαι = βάζω τραπέζι για να φάω μόνος μου ή με άλλους.
σημασίαβ: παραδίδω σε κάποιον κάτι που μου ανήκει = παρατίθεμαι τὰ χρήματα παρά τινα = παραδίδω τα χρήματα σε κάποιον.
οικογένεια: παραγ. παράθεσις, παραθήκη.
Νέα-Ελληνική: παραθέτω (με τις σημ. 1, 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη παρά + τίθημι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
παρατυγχάνω-ρήμα::
* McsElla.παρατυγχάνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.παρατυγχάνω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε τυγχάνω.
σημασία1: τυχαίνει να βρίσκομαι κάπου: παρατυγχάνω τῇ μάχῃ = τυχαίνει να είμαι παρών στη μάχη. λαβόντες ὅ τι ἑκάστῳ παρέτυχεν ὅπλον = αρπάζοντας όποιο όπλο τύχαινε να βρίσκεται μπροστά στον καθένα.
σημασία2: τὸ παρατυγχάνον/τὸ παρατυχὸν ό,τι απαιτεί κάθε φορά η περίσταση: ποιεῖν τὸ παρατυγχάνον ἀεί.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη παρά + τυγχάνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
παραυτίκα-επίρρημα::
* McsElla.παραυτίκα-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.παραυτίκα@wordaryElla,
σημασία1: ευθύς αμέσως, παρευθύς.
συνώνυμα: παραχρῆμα.
σημασία2: με άρθρο δηλώνει το προσωρινό, το στιγμιαίο: αἱ παραυτίκα ἡδοναί = οι απολαύσεις της στιγμής.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη παρά + αὐτίκα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
παραχρῆμα-επίρρημα::
* McsElla.παραχρῆμα-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.παραχρῆμα@wordaryElla,
σημασία1: παρευθύς: εἰ μὴ παραχρῆμα, ἀλλ’ ὀλίγον ὕστερον = αν όχι αμέσως, λίγο αργότερα.
συνώνυμα: παραυτίκα.
σημασία2: με άρθρο δηλώνει το προσωρινό, το στιγμιαίο: ἡ παραχρῆμα ἀνάγκη = η ανάγκη της στιγμής, η άμεση ανάγκη.
* ἐκ τοῦ παραχρῆμα = εκ του προχείρου, χωρίς προετοιμασία.
Νέα-Ελληνική: στη φρ. αυθωρεί και παραχρήμα (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη παρά + χρῆμα < παρὰ τὸ χρῆμα «στην άμεση χρήση και διάθεση, αμέσως».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
παραχωρέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.παραχωρέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.παραχωρέω-ῶ@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε χωρέω -ῶ.
σημασία1: παραμερίζω: παραχωρῶ τινι τῆς ὁδοῦ = παραμερίζω, αφήνω το δρόμο ανοιχτό για να περάσει κάποιος.
σημασία2: υποχωρώ, υποτάσσομαι σε κάποιον ή κάτι: παραχωρῶ τῷ νόμῳ.
σημασία3: παραδίδω, παραχωρώ κάτι: Φιλίππῳ κατὰ τὰς συνθήκας Ἀμφιπόλεως παρακεχωρήκαμεν = παραχωρήσαμε στο Φίλιππο την Αμφίπολη, σύμφωνα με τις συμφωνίες.
οικογένεια: παράγωγα: παραχωρητέον, παραχώρησις, παραχωρητικός.
Νέα-Ελληνική: παραχωρώ (με τη σημ. 3).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη παρά + χωρέω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πάρειμι(Α)-ρήμα::
* McsElla.πάρειμι(Α)!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.πάρειμι(Α)@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε εἰμὶ.
σημασία1: είμαι παρών: πάρειμι ἐν ταῖς συνουσίαις = είμαι παρών στις συγκεντρώσεις των φίλων.
αντώνυμα: ἄπειμι (εἰμί) «απουσιάζω, είμαι απών».
σημασία2: είμαι κοντά σε κάποιον για να τον βοηθήσω: πάρειμί τινι = παραστέκομαι, βοηθώ κάποιον.
σημασία3: έχω φτάσει σε... ή έχω έρθει από...: Ὀλυμπίαζε πάρειμι = έχω φτάσει στην Ολυμπία. Φίλιππος ἐκ Θράκης πάρεστι = ο Φίλιππος έχει έρθει από τη Θράκη.
σημασία4: για πράγματα υπάρχω: φόβος παρῆν = υπήρχε φόβος.
σημασία5: για χρόνο ἡ παροῦσα ἡμέρα = η σημερινή ημέρα.
* ως επίρρημα τὸ παρόν = το τώρα. ἐν τῷ νῦν παρόντι καὶ ἐν τῷ ἔπειτα = στον παρόντα χρόνο και τον μετέπειτα, τώρα και έπειτα.
σημασία6: ως απρόσωπο πάρεστί μοι = (κάτι) εξαρτάται από μένα.
Νέα-Ελληνική: στη μετοχή παρών, παρούσα, παρόν (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη παρά + εἰμί.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πάρειμι(Β)-ρήμα::
* McsElla.πάρειμι(Β)!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.πάρειμι(Β)@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε εἶμι.
σημασία1: περνώ δίπλα από κάτι: δεῖ παριέναι σε παρὰ Βαβυλῶνα = πρέπει να περάσεις έξω από τη Βαβυλώνα.
σημασία2: έρχομαι, παρουσιάζομαι: εἶπεν μὴ πρότερον παριέναι ἡμᾶς ἕως ἂν αὐτὸς κελεύσῃ = είπε να μην έρθουμε πριν μας δώσει αυτός την εντολή. παρῄει οὐδείς = δεν παρουσιάστηκε κανείς (για να μιλήσει).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη παρά + εἶμι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
παρελαύνω-ρήμα::
* McsElla.παρελαύνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.παρελαύνω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἐλαύνω.
σημασία: περνώ έφιππος δίπλα από κάτι: παρελαύνω τὰς τάξεις = έφιππος περνώ δίπλα από τη στρατιωτική παράταξη.
Νέα-Ελληνική: παρελαύνω.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη παρά + ἐλαύνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
παρέρχομαι-ρήμα::
* McsElla.παρέρχομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.παρέρχομαι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἔρχομαι.
σημασία1: περνώ δίπλα από κάτι.
* παρῆλθεν ὁ κίνδυνος ὥσπερ νέφος = πέρασε ο κίνδυνος όπως περνάει το σύννεφο (χωρίς να μας αγγίξει).
σημασία2: υπερέχω, είμαι ανώτερος: τοὺς λόγους τὰ ἔργα παρέρχεται = τα έργα είναι ανώτερα από τα λόγια.
σημασία3: ξεφεύγω: παρέρχομαι τὸν νόμον = δε με πιάνει ο νόμος.
σημασία4: μπαίνω μέσα: παρέρχεται βίᾳ εἰς τὴν πόλιν = (ο στρατός) μπαίνει στην πόλη με τη χρήση βίας.
σημασία5: παρουσιάζομαι κάπου για να μιλήσω: εἰς τὴν ἐκκλησίαν παρέρχομαι = παρουσιάζομαι στη συνέλευση των πολιτών για να μιλήσω.
Νέα-Ελληνική: παρέρχομαι (λόγ.).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη παρά + ἔρχομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
παρέχω-ρήμα::
* McsElla.παρέχω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.παρέχω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἔχω.
σημασίαΑ:
σημασία1: δίνω, παρέχω, χορηγώ: πληρώματα ἡ πόλις παρέχει = η πόλη δίνει ναύτες.
σημασία2: για πράγματα προξενώ: πόνον παρέχει τι = κάτι προξενεί κόπο.
σημασία3: παρέχω ἐμαυτόν θέτω τον εαυτό μου στη διάθεση κάποιου: παρέχουσι δὲ ἑαυτοὺς τοῖς ἄρχουσι χρῆσθαι, ἤν τι δέωνται = και είναι στη διάθεση των αρχόντων για να τους χρησιμοποιήσουν, αν υπάρχει κάποια ανάγκη.
* φαίνομαι, παρουσιάζομαι ως...: παρέχω ἑαυτὸν εὐπειθῆ τοῖς ἄρχουσι = παρουσιάζομαι πειθαρχικός στους άρχοντες.
σημασίαΒ: μέση φωνή παρέχομαι
σημασία1: παραχωρώ κάτι από αυτά που μου ανήκουν, το παρέχω: παρέχομαι ὅπλα.
σημασία2: παράγω: ποταμός παρέχεται κροκοδείλους.
σημασία3: για άυλα πράγματα δείχνω: παρέχομαι προθυμίαν.
σημασία4: παρουσιάζω κάποιον ή κάτι: παρέχομαί τινα μάρτυρα = παρουσιάζω κάποιον ως μάρτυρα στο δικαστήριο.
Νέα-Ελληνική: παρέχω (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη παρά + ἔχω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
παρθενών-ῶνος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.παρθενών-ῶνος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.παρθενών-ῶνος-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: στην ποίηση ο χώρος του σπιτιού όπου έμεναν τα ανύπαντρα κορίτσια.
σημασία2: ὁ Παρθενὼν ο ναός της Αθηνάς στην Ακρόπολη της Αθήνας.
Νέα-Ελληνική: Παρθενώνας (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη παρθένος + παρ. επίθ. -ών.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
παρίημι-ρήμα::
* McsElla.παρίημι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.παρίημι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἵημι.
σημασία1: παραλείπω: παρεὶς ταῦτα, βαδιοῦμαι πρός... = παραλείποντας αυτά (τις λεπτομέρειες) θα προχωρήσω προς...
* παραμελώ να κάνω κάτι.
σημασία2: για χρονικό διάστημα αφήνω να περάσει: ἕνδεκα ἡμέρας παρέντες = αφού άφησαν να περάσουν έντεκα ημέρες.
σημασία3: αφήνω, παραδίδω: Ταῦτα ἡγοῦμαι. Εἰ δέ τῳ ἄλλως δοκεῖ, παρίημι αὐτῷ τὴν ἀρχήν = Αυτά θεωρώ (σωτήρια για την πόλη). Αν όμως κάποιος άλλος έχει άλλη γνώμη, παραδίδω την εξουσία σ' αυτόν.
* μέση φωνή παρίεμαι εγκαταλείπω: παρίεμαι τὴν συμμαχίαν.
σημασία4: αφήνω κάποιον να περάσει: οἳ παρεκελεύοντο ὅπως μὴ παρήσουσιν ἐς τὴν Ἑλλάδα τοὺς βαρβάρους = αυτοί (τους) παρότρυναν να μην αφήσουν τους βαρβάρους (τους Πέρσες) να περάσουν στην Ελλάδα.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη παρά + ἵημι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
παρίστημι-ρήμα::
* McsElla.παρίστημι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.παρίστημι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἵστημι.
σημασία1: στήνω / τοποθετώ κάποιον ή κάτι κάπου κοντά: παρέστησέ τινα τῶν οἰκετῶν φυλάττειν = τοποθέτησε (εκεί) κοντά έναν από τους υπηρέτες για να φυλάει.
σημασία2: βάζω σε κάποιον μια σκέψη, μια ιδέα, του την εμπνέω: παρίστημι ἐλπίδας τῇ πόλει = κάνω τους πολίτες να έχουν ελπίδες.
σημασία3: αποδεικνύω: παρίστημί τι πολλοῖς τεκμηρίοις = αποδεικνύω κάτι με πολλά πειστήρια.
σημασία4: παθ. φωνή αμετάβ. παρίσταμαι
σημασίαα: παραστέκομαι για να βοηθήσω: οὐ παρέστη οὐδ’βοήθησε τῷ τούτου υἱεῖ = δεν παραστάθηκε ούτε βοήθησε το γιο αυτού (του ανθρώπου).
σημασίαβ: για γεγονότα, καταστάσεις παρουσιάζομαι: ἐὰν χρεία παραστῇ = εάν παρουσιαστεί ανάγκη.
οικογένεια: παράγωγα: παράστασις, παραστάτης, παραστατέω.
Νέα-Ελληνική: στη φρ. παρίσταται ανάγκη (με σημ. 4β).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη παρά + ἵστημι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
παροράω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.παροράω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.παροράω-ῶ@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ὁράω -ῶ.
σημασία: αμελώ, παραμελώ: Ἀρχίδαμος ἐδῄου Ἀρκαδίαν... οἱ δὲ Ἀρκάδες ταῦτα πάντα παρεώρων = ο Αρχίδαμος λεηλατούσε την Αρκαδία... οι Αρκάδες όμως έδειχναν αμέλεια για όλα αυτά.
οικογένεια: παράγωγα: παρόραμα.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη παρά + ὁράω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
παρρησιάζομαι-ρήμα::
* McsElla.παρρησιάζομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.παρρησιάζομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐπαρρησιαζόμην!~παρατατικός:παρρησιάζομαι@wordaryElla,
* McsElla.παρρησιάσομαι!~μέλλοντας:παρρησιάζομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐπαρρησιασάμην!~αόριστος:παρρησιάζομαι@wordaryElla,
* McsElla.πεπαρρησίασμαι-«έχω-πει-(κάτι)-με-παρρησία»!~παρακείμενος-ενεργητική-σημασία:παρρησιάζομαι@wordaryElla,
σημασία: μιλώ με παρρησία, με θάρρος: ἃ γιγνώσκω πάντα πεπαρρησίασμαι = αυτά που πιστεύω τα έχω πει όλα με παρρησία.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη παρρησία (< πᾶν + ῥῆσις) + παρ. επίθ. -άζομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πᾶς-πᾶσα-πᾶν-επίθετο::
* McsElla.πᾶς-πᾶσα-πᾶν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.πᾶς-πᾶσα-πᾶν@wordaryElla,
σημασία1: όταν αναφέρεται σε ένα πρόσωπο ή πράγμα ολόκληρος, όλος: πᾶσα ἡ δύναμις = ολόκληρη η (στρατιωτική) δύναμη. πάντες οἱ ἄνθρωποι = όλοι οι άνθρωποι.
σημασία2: όταν αναφέρεται σε ένα πρόσωπο ή πράγμα ανάμεσα σε πολλά καθένας, κάθε: πᾶς Ἕλλην = κάθε Έλληνας. πᾶσα ἀνθρώπου ψυχή = κάθε ψυχή ανθρώπου.
σημασία3: με αριθμητικά εν όλω, συνολικά: οἱ πάντες εἷς καὶ ἐνενήκοντα = εν όλω ενενήντα ένας (άνδρες).
οικογένεια: σύνθετα: πάνσοφος, παννύχιος, πάνδημος.
Νέα-Ελληνική: πας, πάσα, παν (λόγ., με τη σημ. 2).
ετυμολογία: *παν(τ)-, ινδοευρωπαϊκός αρχής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πάσχω-ρήμα::
* McsElla.πάσχω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.πάσχω@wordaryElla,
* McsElla.ἔπασχον!~παρατατικός:πάσχω@wordaryElla,
* McsElla.πείσομαι!~μέλλοντας:πάσχω@wordaryElla,
* McsElla.ἔπαθον!~αόριστος:πάσχω@wordaryElla,
* McsElla.πέπονθα!~παρακείμενος:πάσχω@wordaryElla,
* McsElla.ἐπεπόνθειν!~υπερσυντέλικος:πάσχω@wordaryElla,
σημασία1: παθαίνω: ἃ πάσχοντες ὑφ’ ἑτέρων ὀργίζεσθε, ταῦτα τοῖς ἄλλοις μὴ ποιεῖτε = αυτά που όταν τα παθαίνετε από άλλους οργίζεστε, να μην τα κάνετε στους άλλους.
* εκφράσεις κακῶς πάσχω = είμαι σε κακή κατάσταση. εὖ πάσχω = είμαι σε καλή κατάσταση.
σημασία2: μου συμβαίνει κάτι: καί τι ἔφη γελοῖον παθεῖν = και είπε ότι του συνέβη κάτι κωμικό.
οικογένεια: παράγωγα: πάθος, πάθησις, πάθημα, πένθος.
Νέα-Ελληνική: πάσχω (λόγ.).
ετυμολογία: *παθ- + παρ. επίθ. -σχω < -σκω, ηλειακό πάσκω, χωρίς σαφή ετυμ..
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πατάσσω-ρήμα::
* McsElla.πατάσσω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.πατάσσω@wordaryElla,
* McsElla.πατάξω!~μέλλοντας:πατάσσω@wordaryElla,
* McsElla.ἐπάταξα!~αόριστος:πατάσσω@wordaryElla,
χρόνοι: άλλους βλέπε τύπτω, πλήττω.
σημασία: χτυπώ: πατάξας καταβάλλω αὐτόν = αφού τον χτύπησα, τον ρίχνω κάτω. πάταξον μέν, ἄκουσον δέ = χτύπησέ με, αλλά άκουσέ με (είπε ο Θεμιστοκλής στον Ευρυβιάδη).
* πατάσσω τὴν θύραν χτυπώ την πόρτα.
συνώνυμα: κόπτω τὴν θύραν, κρούω τὴν θύραν.
Νέα-Ελληνική: πατάσσω (λόγ.).
ετυμολογία: *παταγ- (πβ. πάταγ-ος) + παρ. επίθ. -jω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πατήρ-πατρός-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.πατήρ-πατρός-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.πατήρ-πατρός-ὁ@wordaryElla,
σημασία: πατέρας.
* στον πληθυντικό οἱ πατέρες = οι πρόγονοι.
οικογένεια: παράγωγα: πατρικός, πάτριος, σύνθετα: πατράδελφος, ἀπάτωρ, εὐπατρίδης.
Νέα-Ελληνική: πατέρας.
ετυμολογία: πατήρ, αρχ. ινδ. pitār-, αρχ. περσ. pitar-, λατινικός pater κ.ά..
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
παῦλα-ης-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.παῦλα-ης-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.παῦλα-ης-ἡ@wordaryElla,
σημασία: παύση, τέλος: παῦλα κακῶν = τέλος των συμφορών.
αντώνυμα: ἀρχή.
Νέα-Ελληνική: παύλα «παύση» (γραμματική).
ετυμολογία: *παυ- (παύω) + παρ. επίθ. -λα, αβέβαιη-ετυμολογία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
παύω-ρήμα::
* McsElla.παύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.παύω@wordaryElla,
* McsElla.ἔπαυον!~παρατατικός:παύω@wordaryElla,
* McsElla.παύσω!~μέλλοντας:παύω@wordaryElla,
* McsElla.ἔπαυσα!~αόριστος:παύω@wordaryElla,
* McsElla.πέπαυκα!~παρακείμενος:παύω@wordaryElla,
* McsElla.παύσομαι!~μέσος-μέλλοντας:παύω@wordaryElla,
* McsElla.ἐπαυσάμην!~μέσος-αόριστος:παύω@wordaryElla,
* McsElla.παυ(σ)θήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:παύω@wordaryElla,
* McsElla.ἐπαύ(σ)θην!~παθητικός-αόριστος:παύω@wordaryElla,
* McsElla.πέπαυμαι!~παθητικός-παρακείμενος:παύω@wordaryElla,
* McsElla.ἐπεπαύμην!~παθητικός-υπερσυντέλικος:παύω@wordaryElla,
σημασία: σταματώ κάτι: παύω τὸν λόγον = τελειώνω, ολοκληρώνω την ομιλία μου. παύω τὸν νόμον = καταργώ το νόμο.
σημασία2: εμποδίζω κάποιον να συνεχίσει μια δραστηριότητα: παύω τινὰ τῆς ἀρχῆς/τῆς στρατηγίας = αφαιρώ από κάποιον την εξουσία/το αξίωμα του στρατηγού.
* παύομαι
σημασίαα: μέση φωνή σταματώ, ησυχάζω από κάτι: παύομαι τῆς ὀργῆς = σταματώ να οργίζομαι.
σημασίαβ: παθ. φωνή απολύομαι, παύομαι από ένα αξίωμα.
σημασία3: ως αμετάβ. στην προστακτική παῦε = σταμάτα.
Νέα-Ελληνική: παύω (με τις σημ. 1, 2, 3).
ετυμολογία: παύ-ω, αβεβ. ετυμ..
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πείθω-ρήμα::
* McsElla.πείθω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.πείθω@wordaryElla,
* McsElla.ἔπειθον!~παρατατικός:πείθω@wordaryElla,
* McsElla.πείσω!~μέλλοντας:πείθω@wordaryElla,
* McsElla.ἔπεισα!~αόριστος:πείθω@wordaryElla,
* McsElla.ἔπιθον!~αόριστος-β΄:πείθω@wordaryElla,
* McsElla.πέπεικα!~παρακείμενος:πείθω@wordaryElla,
* McsElla.ἐπεπείκειν!~υπερσυντέλικος:πείθω@wordaryElla,
* McsElla.πέποιθα!~παρακείμενος-β΄-αμετάβατος:πείθω@wordaryElla,
* McsElla.πείσομαι!~μέσος-μέλλοντας:πείθω@wordaryElla,
* McsElla.ἐπιθόμην!~μέσος-αόριστος-β΄:πείθω@wordaryElla,
* McsElla.πεισθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:πείθω@wordaryElla,
* McsElla.ἐπείσθην!~παθητικός-αόριστος-και-μέση-σημασία:πείθω@wordaryElla,
* McsElla.πέπεισμαι!~παθητικός-παρακείμενος:πείθω@wordaryElla,
* McsElla.ἐπεπείσμην!~παθητικός-υπερσυντέλικος:πείθω@wordaryElla,
σημασία1: κάνω κάποιον να δεχτεί τη γνώμη μου, τον πείθω: πείθω τινὰ ὡς χρή... = πείθω κάποιον ότι πρέπει... πείθω ἐμαυτόν = πείθομαι.
* πείθω τινὰ χρήμασι = δωροδοκώ κάποιον.
σημασία2: μέση και παθ. φωνή πείθομαι
σημασίαα: πείθομαι.
σημασίαβ: υπακούω: διδάσκουσι τοὺς παῖδας πείθεσθαι τοῖς ἄρχουσι = διδάσκουν τα παιδιά να υπακούουν στους άρχοντες.
σημασία3: παρακ. πέποιθά τινι έχω εμπιστοσύνη σε κάποιον ή κάτι.
οικογένεια: παράγωγα: πειθώ, πειστήριος, πειστικός, πειθήνιος, πιθανός, πιστός, πίστης σύνθετα: ἄπειστος, εὐπειθής, ἀπειθής.
Νέα-Ελληνική: πείθω (με σημ. 1) & πείθομαι (με σημ. 2α).
ετυμολογία: *φειθ- , λατινικός fido, ινδοευρωπαϊκός *bheidh-.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πεινάω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.πεινάω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.πεινάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐπείνων!~παρατατικός:πεινάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.πεινήσω!~μέλλοντας:πεινάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐπείνησα!~αόριστος:πεινάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.πεπείνηκα!~παρακείμενος:πεινάω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: πεινώ.
αντώνυμα: κορέννυμαι.
Νέα-Ελληνική: πεινώ.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη πεῖνα + παρ. επίθ. -άω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πεῖρα-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.πεῖρα-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.πεῖρα-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: δοκιμή, απόπειρα: πεῖραν λαμβάνω τινὸς ὅπως ἔχει = δοκιμάζω τις ικανότητες κάποιου.
σημασία2: πολεμική απόπειρα, πολεμική επιχείρηση: ἀνὴρ μάντις εἰσηγήσατο αὐτοῖς τὴν πεῖραν = ένας μάντης τούς συμβούλευσε να κάνουν την επιχείρηση.
οικογένεια: παράγωγα: πειράζω, πειράω, πειρατής, σύνθετα: ἔμπειρος, ἐμπειρία.
Νέα-Ελληνική: πείρα «εμπειρία».
ετυμολογία: *περ- «εισδύω» (λατινικός per-ītus «έμπειρος») + jα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πειράω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.πειράω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.πειράω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.πειράσω!~μέλλοντας:πειράω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐπειρώμην!~παρατατικός:πειράω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.πειράσομαι!~μέλλοντας:πειράω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐπειρασάμην!~αόριστος:πειράω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐπειράθην!~παθητικός-αόριστος-μέση-σημασία:πειράω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.πεπείραμαι!~παθητικός-παρακείμενος:πειράω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: προσπαθώ, επιχειρώ: δέδοικα μήποτε πολλὰ πειρῶντες καὶ κατορθώσωσιν = φοβούμαι μήπως και επιτύχουν με τις πολλές προσπάθειές τους.
σημασία2: συνήθως αποθετικό πειρῶμαι
σημασίαα: προσπαθώ: πειρασόμεθα ὑμῖν ἐγώ τε καὶ Πρωταγόρας φράσαι = θα προσπαθήσουμε εγώ και ο Πρωταγόρας να σας πούμε.
σημασίαβ: δοκιμάζω: πεπείρανται δουλείας = έχουν δοκιμάσει τη δουλεία.
οικογένεια: παράγωγα: πειρατής, πειρασμός, πείραμα.
ετυμολογία: *περ- , πείρω «εισδύω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πέλας-επίρρημα::
* McsElla.πέλας-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.πέλας@wordaryElla,
σημασία: κοντά, πλησίον.
* με το άρθρο ὁ πέλας = ο πλησίον. οἱ πέλας = οι γείτονες.
ετυμολογία: *πελα- (*πλα- «κοντά», παράβαλε πελάζω, πλησίον) + τελικό -ς των επιρρημάτων, οὕτω-ς.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πελταστής-οῦ-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.πελταστής-οῦ-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.πελταστής-οῦ-ὁ@wordaryElla,
σημασία: στρατιώτης με μικρή ασπίδα από δέρμα, δηλ. με πέλτη.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη πελτάζω + παρ. επίθ. -τής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πέλτη-ης-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.πέλτη-ης-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.πέλτη-ης-ἡ@wordaryElla,
σημασία: μικρή, ελαφριά, ασπίδα από δέρμα ζώων.
οικογένεια: παράγωγα: πελταστής, πελτάζω.
ετυμολογία: *πελ- (πέλμα) «δέρμα», λατινικός pellis «δέρμα».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πέμπω-ρήμα::
* McsElla.πέμπω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.πέμπω@wordaryElla,
* McsElla.ἔπεμπον!~παρατατικός:πέμπω@wordaryElla,
* McsElla.πέμψω!~μέλλοντας:πέμπω@wordaryElla,
* McsElla.ἔπεμψα!~αόριστος:πέμπω@wordaryElla,
* McsElla.πέπομφα!~παρακείμενος:πέμπω@wordaryElla,
* McsElla.πέμψομαι!~μέσος-μέλλοντας:πέμπω@wordaryElla,
* McsElla.πεμφθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:πέμπω@wordaryElla,
* McsElla.ἐπεμψάμην!~μέσος-αόριστος:πέμπω@wordaryElla,
* McsElla.ἐπέμφθην!~παθητικός-αόριστος:πέμπω@wordaryElla,
* McsElla.πέπεμμαι!~παθητικός-παρακείμενος:πέμπω@wordaryElla,
σημασία: στέλνω: ἐψηφίσαντο ναῦς ἑξήκοντα πέμπεινς Σικελίαν καὶ στρατηγοὺς αὐτοκράτορας = ψήφισαν να στείλουν στη Σικελία εξήντα πλοία και στρατηγούς με απόλυτη εξουσία.
οικογένεια: παράγωγα: πέμψις, πεμπτέον, πομπή, πομπός, σύνθετα: διαπομπεύω.
Νέα-Ελληνική: πέμπω (λόγ.).
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία, ίσως δάνεια λ..
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πένης-ητος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.πένης-ητος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.πένης-ητος-ὁ@wordaryElla,
συγκριτικός: πενέστερος
υπερθετικός: πενέστατος
σημασία: άνθρωπος φτωχός (βλέπε πτωχός).
ετυμολογία: *πεν- «μοχθώ, κοπιάζω» (πένομαι «κουράζομαι, είμαι φτωχός») + παρ. επίθ. -ης, αβέβαιη-ετυμολογία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πενία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.πενία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.πενία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: φτώχια.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη πένομαι + παρ. επίθ. -ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πένομαι-ρήμα::
* McsElla.πένομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.πένομαι@wordaryElla,
παρατήρηση: μόνο στον ενεστώτα και τον παρατατικό
σημασία: είμαι φτωχός.
αντώνυμα: πλουτέω.
οικογένεια: παράγωγα: πένης, πενία, πόνος, πονηρός, πονηρία, σύνθετα: ἄπονος, παυσίπονος, φυγόπονος, γεωπόνος, γεωπονία.
Νέα-Ελληνική: πένης (λόγ.).
ετυμολογία: *πεν- «μοχθώ, πόνος» + παρ. επίθ. -ομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πένταθλον-άθλου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.πένταθλον-άθλου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.πένταθλον-άθλου-τὸ@wordaryElla,
σημασία: αγώνας που περιλαμβάνει τα πέντε αγωνίσματα (δρόμος, άλμα, δίσκος, πάλη, πυγμαχία ή ακόντιο).
οικογένεια: παράγωγα: πενταθλέω.
Νέα-Ελληνική: πένταθλο.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη πέντε + ἆθλον.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πεντακόσιοι-αι-α-επίθετο::
* McsElla.πεντακόσιοι-αι-α-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.πεντακόσιοι-αι-α@wordaryElla,
παρατήρηση: απόλυτο αριθμητικό.
σημασία1: πεντακόσιοι.
σημασία2: οἱ πεντακόσιοι στην Αθήνα η Βουλή των πεντακοσίων, που είχε αρμοδιότητες προβουλευτικές και εκτελεστικές.
Νέα-Ελληνική: πεντακόσιοι (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: πέντε + *-(α)κόσιοι < *(α)κάτιοι < ἑκατόν, διαλ. ἑκοτόν, λατινικός centum, δωρ. διακάτιοι = διακόσιοι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πεντακοσιομέδιμνος-ίμνου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.πεντακοσιομέδιμνος-ίμνου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.πεντακοσιομέδιμνος-ίμνου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: Αθηναίος πολίτης που είχε ως ετήσιο εισόδημα σιτηρά πεντακοσίων μεδίμνων. Οι πεντακοσιομέδιμνοι ανήκαν στην πρώτη και υψηλότερη εισοδηματική τάξη από τις τέσσερις στις οποίες ήταν χωρισμένοι οι Αθηναίοι. (Η δεύτερη τάξη ήταν οι ἱππεῖς, η τρίτη οι ζευγῖται και η τέταρτη και χαμηλότερη οι θῆτες.)
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη (σύνθετα: πεντακόσιοι + μέδιμνοι) + παρ. επίθ. -ος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πέπλος-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.πέπλος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.πέπλος-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: μακρύ ένδυμα που το φορούσαν οι γυναίκες πάνω από το συνηθισμένο ένδυμά τους.
παρατήρηση: Αντιστοιχεί προς το ανδρικό ἱμάτιον.
* ο πέπλος της Αθηνάς, που τον μετέφεραν πάνω σε ένα τροχοφόρο καράβι, ως ιστίο, στην Ακρόπολη κατά τη γιορτή των Παναθηναίων.
Νέα-Ελληνική: το πέπλο, σε ουδέτερο γένος. Το ουδ. γένος απαντά ήδη στον τύπο τὰ πέπλα που χρησιμοποίησαν ως ετερόκλιτο πληθυντικό (αντί του κανονικού οἱ πέπλοι) ποιητές της ύστερης αρχαιότητας.
ετυμολογία: *πελ- (πβ. ἁ-πλ-οῦς, δι-πλ-όω, πλέ-κω).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πέπρωται-ρήμα::
* McsElla.πέπρωται!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.πέπρωται@wordaryElla,
* McsElla.ἐπέπρωτο!~υπερσυντέλικος-γ΄-πρόσωπο:πέπρωται@wordaryElla,
παρατήρηση: παρακείμενος με σημ. ενεστώτα.
σημασία: είναι πεπρωμένο.
* πεπρωμένον ἐστὶν είναι πεπρωμένο.
ετυμολογία: παρακ. ρήματος που μαρτυρείται μόνον στον αόρ. πορεῖν και το μέλλ. πόρσω, ομόρρ. με βλέπε πόρος, πείρω «τρυπώ».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
περ-μόριο::
* McsElla.περ-μόριο@wordaryElla,
* McsElla.μόριο.περ@wordaryElla,
παρατήρηση: εγκλιτικό, που προστίθεται σε συνδέσμους ή αναφορικά
σημασία: ακριβώς, πράγματι: ἐπείπερ = επειδή πράγματι. ὅσπερ = ο οποίος ακριβώς.
ετυμολογία: ομόρρ. με περί.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
περαίνω-ρήμα::
* McsElla.περαίνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.περαίνω@wordaryElla,
* McsElla.ἐπέραινον!~παρατατικός:περαίνω@wordaryElla,
* McsElla.περανῶ!~μέλλοντας:περαίνω@wordaryElla,
* McsElla.ἐπέρανα!~αόριστος:περαίνω@wordaryElla,
* McsElla.περανοῦμαι!~μέσος-μέλλοντας:περαίνω@wordaryElla,
* McsElla.ἐπεράνθην!~παθητικός-αόριστος:περαίνω@wordaryElla,
* McsElla.πεπέρασμαι!~παθητικός-παρακείμενος:περαίνω@wordaryElla,
σημασία1: τελειώνω κάτι, το ολοκληρώνω: περαίνω τὸ προσταχθέν = ολοκληρώνω αυτό που με διέταξαν (να κάνω). περαίνεται τὸ ἔργον = τελειώνει το έργο.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη πέρ-ας + παρ. επίθ. -αίνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
περαιόω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.περαιόω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.περαιόω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: μεταφέρω απέναντι: ἐπεραίωσε τοὺς στρατιώτας εἰς τὴν Λιβύην = μετέφερε τους στρατιώτες απέναντι στη Λιβύη. ναυσὶ περαιοῦνται εἰς τὴν Ἀσίαν = περνούν στην Ασία με πλοία.
Νέα-Ελληνική: περαιώνω «τελειώνω».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη περαῖος (παράγωγα: πέρας + παρ. επίθ. -αῖος) + παρ. επίθ. -όω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
περαιτέρω-επίρρημα::
* McsElla.περαιτέρω-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.περαιτέρω@wordaryElla,
σημασία: πιο πέρα, περισσότερο: ἓν οἶδα καὶ οὐ περαιτέρω = ένα πράγμα ξέρω και τίποτε περισσότερο.
Νέα-Ελληνική: περαιτέρω.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη περαίτερ-ος (< περαιότερος < περαῖος «που βρίσκεται από την απέναντι πλευρά» < πέρ-αν + -αῖος) + παρ. επίθ. -ω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πέραν-επίρρημα::
* McsElla.πέραν-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.πέραν@wordaryElla,
* McsElla.περαιτέρω!~συγκριτικός:πέραν@wordaryElla,
σημασία1: τοπικά πιο πέρα, παραπέρα: πέραν τοῦ ποταμοῦ = στην απέναντι όχθη του ποταμού. τούτου μὴ πέραν προβαίνειν = να μην προχωρήσει κανείς παραπέρα.
* με άρθρο ἡ ὄχθη ἡ πέραν = η αντίπερα όχθη.
σημασία2: χρονικά περισσότερο χρόνο: οὐκέτι πέρανπολιόρκησαν = δε συνέχισαν να πολιορκούν περισσότερο.
οικογένεια: παράγωγα: πέραθεν, περαῖος, περαία (γῆ), Περαία (ἡ).
Νέα-Ελληνική: πέρα (και με τις δύο σημ.)
ετυμολογία: *περ- (περί, πόρος), αρχ. περσ. para «κοντά».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πέρας-ατος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.πέρας-ατος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.πέρας-ατος-τὸ@wordaryElla,
σημασία: τέλος: πέρας κακῶν = το τέλος των συμφορών. πέρας ἐστὶ τοῦ βίου θάνατος = το τέλος της ζωής είναι ο θάνατος.
αντώνυμα: ἀρχή.
οικογένεια: παράγωγα: περατόω, σύνθετα: ἀποπερατόω.
Νέα-Ελληνική: πέρας.
ετυμολογία: *περ- (περί, πόρος, πέραν, πείρω «διαπερνώ»).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
περὶ-πρόθεση::
* McsElla.περὶ-πρόθεση@wordaryElla,
* McsElla.πρόθεση.περὶ@wordaryElla,
σημασίαΑ:
σημασία1: με γενική δηλώνει
σημασίαα: αναφορά σε κάποιον ή κάτι, προσπάθεια ή ενδιαφέρον: βουλεύομαι περὶ τῶν οἰκείων = αποφασίζω για τις δικές μου υποθέσεις.
σημασίαβ: αξία: περὶ πολλοῦ ποιοῦμαί τι = δίνω σε κάτι μεγάλη αξία, το θεωρώ πολύ σπουδαίο. περὶ οὐδενὸς ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι εντελώς ασήμαντο.
σημασία2: με δοτική δηλώνει
σημασίαα: γύρω από (τοπικά): στρεπτοὺς εἶχον περὶ τοῖς τραχήλοις καὶ ψέλια περὶ ταῖς χερσί = είχαν περιδέραια γύρω από το λαιμό τους και βραχιόλια στα χέρια τους.
σημασίαβ: σχετικά με: ὅρα μὴ περὶ τοῖς φιλτάτοις κινδυνεύῃς = πρόσεχε μήπως βάζεις σε κίνδυνο ό,τι πιο αγαπημένο έχεις.
σημασία3: με αιτιατική δηλώνει
σημασίαα: κοντά ή γύρω (τοπικά): ἡ περὶ Λέσβον ναυμαχία.
σημασίαβ: για πρόσωπα οἱ περί τινα ακόλουθοι, συγγενείς, μαθητές κτλ.: ...ὡς οἱ περὶ τὸν Ἡράκλειτον λέγουσι = όπως λένε οι οπαδοί του Ηράκλειτου.
σημασίαγ: περίπου (χρονικά): περὶ μέσας νύκτας = γύρω στα μεσάνυχτα.
σημασίαδ: ασχολία με κάτι: ἢν ἐθελήσωσι διατρῖψαι περὶ τὴν θήραν = αν θελήσουν να ασχοληθούν με το κυνήγι.
σημασίαε: σχετικά με κάτι: τὰ περὶ Μίλητον γεγονότα.
σημασίαστ: για αριθμούς περίπου: περὶ ἑπτακοσίους = περίπου επτακόσιοι.
σημασίαΒ: ως α΄ συνθετικό δηλώνει
σημασίαα: γύρω γύρω, π.χ. περιβάλλω.
σημασίαβ: υπεροχή, π.χ. περιγίγνομαι.
σημασίαγ: πολύ ή υπερβολικά, π.χ. περιδεής.
σημασίαδ: αδιαφορία, π.χ. περιορῶ.
οικογένεια: σύνθετα: περιβάλλω, περιγράφω, περιφέρω.
Νέα-Ελληνική: περί (λόγ.).
ετυμολογία: *περ- (πέρα, πόρος, πείρω).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
περιάγω-ρήμα::
* McsElla.περιάγω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.περιάγω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἄγω.
σημασία1: περιφέρω κάποιον, τον γυρίζω εδώ και εκεί: κελεύσαντος Κροίσου τὸν Σόλωνα θεράποντες περιῆγον κατὰ τοὺς θησαυρούς = με εντολή του Κροίσου υπηρέτες περιέφεραν το Σόλωνα στους θησαυρούς.
σημασία2: μέση φωνή περιάγομαι περιφέρω κάποιον μαζί μου: ἐκεῖνοι ἀκολούθους πολλοὺς περιάγονται = εκείνοι παίρνουν μαζί τους, όπου πηγαίνουν, πολλούς υπηρέτες.
σημασία3: περιστρέφω κάτι, το γυρίζω γύρω από τον εαυτό του: περιάγω τὴν κεφαλήν.
οικογένεια: παράγωγα: περιαγωγή.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη περί + ἄγω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
περιαιρετός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.περιαιρετός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.περιαιρετός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία: αυτός που μπορεί να αφαιρεθεί.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη περιαιρέομαι (σύνθετα: περί + αἱρετός, βλέπε αἱρετός) + παρ. επίθ. -τός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
περιαιρέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.περιαιρέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.περιαιρέω-ῶ@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε αἱρέω -ῶ.
σημασία1: αφαιρώ, βγάζω κάτι που βρίσκεται γύρω γύρω: περιαιρῶ τὸν χιτῶνα.
σημασία2: μέση φωνή περιαιροῦμαι βγάζω κάτι από πάνω μου, και γενικά αφαιρώ, βγάζω: ἀπεδοκίμασε τὸ περιελέσθαι αὐτῶν τὰ ὅπλα καὶ ἀπολέμους ποιῆσαι = (ο Κύρος) απέρριψε το σχέδιο να τους αφαιρέσουν τα όπλα και να τους κάνουν ανίκανους να πολεμήσουν.
σημασία3: παθ. φωνή περιαιροῦμαι χάνω κάτι που είχα: περιῃρημένοι χρήματα καὶ συμμάχους = έχοντας χάσει περιουσία και συμμάχους.
οικογένεια: παράγωγα: περιαιρετός.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη περί + αἱρέω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
περιβάλλω-ρήμα::
* McsElla.περιβάλλω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.περιβάλλω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε βάλλω.
σημασία1: τοποθετώ κάτι γύρω γύρω: θώρακας περὶ τὰ στέρνα τῶν ἵππων περιβάλλουσι = τοποθετούν θώρακες στο στήθος των αλόγων.
* καλύπτω, ντύνω: περιβάλλω τινὰ ὑφάσματι = ντύνω κάποιον με υφαντό ρούχο.
σημασία2: αγκαλιάζω: περιέβαλλον ἀλλήλους δακρύοντες = αγκαλιάζονταν δακρύζοντας.
σημασία3: μέση φωνή περιβάλλομαι
σημασίαα: ντύνομαι: περιβεβλημένος πορφυροῦν χιτῶνα = ντυμένος με κόκκινο χιτώνα.
σημασίαβ: κλείνω κάτι γύρω γύρω για δική μου ωφέλεια: τὴν νῆσον περιβάλλομαι τείχει = χτίζω γύρω από το νησί τείχος για την ασφάλειά μου.
οικογένεια: παράγωγα: περίβλημα, περιβολή, περίβολος.
Νέα-Ελληνική: περιβάλλω (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη περί + βάλλω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
περιβολή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.περιβολή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.περιβολή-ῆς-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: περίβλημα, κάλυμμα.
σημασία2: ένδυμα.
Νέα-Ελληνική: περιβολή (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη περιβάλλω (πβ. βολή < βάλλω) + παρ. επίθ. -ή.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
περιγίγνομαι-ρήμα::
* McsElla.περιγίγνομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.περιγίγνομαι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε γίγνομαι.
σημασία1: υπερισχύω: ἡ Κέρκυρα περιγίγνεται τῷ πολέμῳ τῶν Κορινθίων = η Κέρκυρα υπερίσχυσε των Κορινθίων στον πόλεμο.
συνώνυμα: περίειμι (Α).
αντώνυμα: ἡττάομαι.
σημασία2: διασώζομαι, επιζώ: οἱ περιγενόμενοι = όσοι επέζησαν.
σημασία3: για πράγματα περισσεύω: τὸ περιγενόμενονκ τῶν φόρων ἀργύριον = τα χρήματα που περίσσεψαν από τους φόρους.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη περί + γίγνομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
περίειμι(Α)-ρήμα::
* McsElla.περίειμι(Α)!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.περίειμι(Α)@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε εἰμὶ.
σημασία1: βρίσκομαι γύρω από κάτι: χωρίον ᾧ τειχίον περιῆν = τόπος γύρω από τον οποίο ήταν ένα μικρό τείχος.
σημασία2: υπερτερώ: ναυσὶ πολύ περιῆσαν = υπερτερούσαν πολύ στο ναυτικό.
συνώνυμα: περιγίγνομαι.
σημασία3: απομένω: τὸ περιὸν τοῦ στρατοῦ = ό,τι απέμεινε από το στρατό.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη περί + εἰμί.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
περίειμι(Β)-ρήμα::
* McsElla.περίειμι(Β)!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.περίειμι(Β)@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε εἶμι.
σημασία1: περικυκλώνω: περίειμι κατὰ νώτου = περικυκλώνω τον εχθρό από τα νώτα.
σημασία2: κινούμαι από τον έναν τόπο στον άλλο: περίειμι τὰς φυλακάς = πηγαίνω από φρουρά σε φρουρά (για να επιθεωρήσω).
σημασία3: για χρονική διαδοχή χρόνου περιόντος = με την πάροδο του χρόνου.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη περί + εἶμι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
περιέπω-ρήμα::
* McsElla.περιέπω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.περιέπω@wordaryElla,
* McsElla.περιεῖπον!~παρατατικός:περιέπω@wordaryElla,
* McsElla.περιέψω!~μέλλοντας:περιέπω@wordaryElla,
σημασία1: συμπεριφέρομαι απέναντι σε κάποιον με ορισμένο τρόπο: περιέπω τινὰ ὡς εὐεργέτην καὶ φίλον = συμπεριφέρομαι σε κάποιον όπως σε ευεργέτη και φίλο. τραχέως περιέπω τινά = κακομεταχειρίζομαι κάποιον.
σημασία2: τιμώ κάποιον: ἐπῄνει καὶ περιεῖπε αὐτόν = τον επαινούσε και τον τιμούσε.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη περί + ἕπω «μεταχειρίζομα», *sep-, παράβαλε αρχ. ινδ. sápati «φροντίζω, σέβομαι».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
περιίστημι-ρήμα::
* McsElla.περιίστημι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.περιίστημι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἵστημι.
σημασία1: τοποθετώ κάποιον γύρω γύρω από κάπου: Κῦρος περιέστησε πᾶν τὸ στράτευμα περὶ τὴν πόλιν = ο Κύρος τοποθέτησε όλο το στρατό γύρω από την πόλη.
σημασία2: φέρνω κάποιον σε μια κατάσταση, τον καταντώ: περιίστημί τινα εἰς πενίαν = φέρνω κάποιον σε κατάσταση φτώχιας.
σημασία3: μέση και παθ. φωνή περιίσταμαι
σημασίαα: κυκλώνω: ὁ δὲ περιίσταται τὸν λόφον τῷ στρατεύματι = και αυτός κυκλώνει το λόφο με το στρατό.
σημασίαβ: καταλήγω, καταντώ: περιειστήκει τοῖς βοηθείας δεομένοις αὐτοὺς ἑτέροις βοηθεῖν = κατέληξε αυτοί που είχαν ανάγκη από βοήθεια να βοηθούν άλλους.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη περί + ἵστημι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
περιοράω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.περιοράω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.περιοράω-ῶ@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ὁράω -ῶ.
σημασία1: παραβλέπω κάτι, ανέχομαι, επιτρέπω να συμβεί: ἐδέοντο μὴ σφᾶς περιορᾶν φθειρομένους = παρακαλούσαν (τους συμμάχους) να μην το επιτρέψουν να καταστραφούν. ἀπὸ τῆς ὑμετέρας ἀρχῆς δύναμιν προσλαβεῖν περιόψεσθε = θα ανεχθείτε να πάρουν πρόσθετη δύναμη από την ηγεμονία σας.
σημασία2: περιμένω: περιορῶ εἴ τινες βοηθήσουσιν.
σημασία3: στη μέση φωνή περιορῶμαι κοιτάζω γύρω γύρω εξετάζοντας την πορεία των πραγμάτων, τηρώ στάση αναμονής και προσαρμογής ανάλογα με την εξέλιξη των πραγμάτων: ἦλθον δὲ καὶ τῶν Σικελῶν πολλοὶ ξύμμαχοι τοῖς Ἀθηναίοις, οἳ πρότερον περιεωρῶντο = ήρθαν ως σύμμαχοι των Αθηναίων και πολλοί Σικελοί που προηγουμένως τηρούσαν στάση αναμονής.
οικογένεια: παράγωγα: περίοπτος.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη περί + ὁράω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
περιουσία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.περιουσία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.περιουσία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: περίσσευμα, πλεόνασμα, αφθονία: οὐκ ἔχουσι περιουσίαν νεῶν = δεν τους περισσεύουν πλοία (δεν έχουν αρκετά).
σημασία2: κέρδος, ωφέλεια: ἀπὸ παντὸς περιουσίαν ποιοῦμαι = βγάζω από το καθετί κέρδος.
* ἐκ περιουσίας εκ περιουσίας.
Νέα-Ελληνική: η φρ. εκ περιουσίας.
ετυμολογία: μεταρρηματικό ουσ. από περίειμι, *περιοντία > περιουσία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
περιπίπτω-ρήμα::
* McsElla.περιπίπτω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.περιπίπτω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε πίπτω.
σημασία1: συνήθως για πλοία συναντιέμαι τυχαία: δύο ναῦς τῶν Πελοποννησίων αἱροῦσιν, αἳ περιέπεσον αὐτοῖς = (οι Αθηναίοι) κατέλαβαν δύο πλοία των Πελοποννησίων με τα οποία έτυχε να συναντηθούν.
σημασία2: πέφτω πάνω, συγκρούομαι: ταῖς σφετέραις ναυσὶ περιέπιπτον = συγκρούονταν με τα δικά τους καράβια.
σημασία3: μεταφορικά πέφτω επάνω σε κάτι δυσάρεστο, περιέρχομαι: τοιαύτῃ συμφορᾷ περιπέπτωκε = έπεσε σε τέτοια συμφορά (τον βρήκε τέτοια συμφορά).
οικογένεια: παράγωγα: περιπέτεια, περιπετής.
Νέα-Ελληνική: περιπίπτω (με τη σημ. 3).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη περί + πίπτω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
περιρρέω-ρήμα::
* McsElla.περιρρέω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.περιρρέω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ῥέω.
σημασία1: ρέω, κυλώ κοντά ή ολόγυρα: ὁ Νεῖλος περιρρεῖ τὴν νῆσον = ο Νείλος ρέει γύρω από το νησί.
σημασία2: για πράγματα περιρρέομαι ξεφεύγω: ἡ ἀσπὶς περιερρύη εἰς τὴν θάλασσαν = η ασπίδα ξέφυγε από τα χέρια του και έπεσε στη θάλασσα.
οικογένεια: παράγωγα: περίρροος, περίρρυτος.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη περί + ῥέω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
περισπάω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.περισπάω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.περισπάω-ῶ@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε σπάω -ῶ.
σημασία1: αφαιρώ, βγάζω.
σημασία2: μέση φωνή περισπῶμαι βγάζω κάτι που φορώ: περιεσπάσατο τὴν τιάραν = έβγαλε από το κεφάλι του την τιάρα.
οικογένεια: παράγωγα: περισπασμός.
Νέα-Ελληνική: περισπώ «οδηγώ την προσοχή του άλλου έξω από το κύριο αντικείμενο».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη περί + σπάω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
περιτίθημι-ρήμα::
* McsElla.περιτίθημι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.περιτίθημι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε τίθημι.
σημασία1: τοποθετώ κάτι γύρω από κάτι ή επάνω σε κάτι: περιτιθέασιν αὐτῷ πλέξαντες ἀκάνθινον στέφανον = και αφού έπλεξαν στεφάνι από αγκάθια, το έβαλαν γύρω από το κεφάλι του (του Ιησού).
σημασία2: παρέχω, δίνω: ἀγωνίσασθε... ξυμπάσῃ τῇ πόλει κάλλιστον ὄνομα περιθεῖναι = αγωνιστείτε... για να δώσετε σε ολόκληρη την πόλη ένα άριστο όνομα.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη περί + τίθημι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
περιττός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.περιττός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.περιττός-ή-ὸν@wordaryElla,
παρατήρηση: ο κοινός τύπος είναι περισσὸς
σημασία1: εξαιρετικός ή παράδοξος: οὐδὲν δὴ λέγων, περιττὸν φαίνεταί τι λέγων = ενώ δε λέει τίποτε, φαίνεται ότι λέει κάτι εξαιρετικό.
σημασία2: για πρόσωπα, κυρίως για την ευρυμάθειά τους έξοχος, σπουδαίος: περιττὸς κατὰ φιλοσοφίαν = σπουδαίος στη φιλοσοφία.
σημασία3: αυτός που περισσεύει, περισσός.
οικογένεια: παράγωγα: περισσῶς, περισσότερον.
Νέα-Ελληνική: περιττός «που περισσεύει» (σημ. 3), «μονός αριθμός».
ετυμολογία: *περικ- (πέριξ) + παρ. επίθ. -jός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
περιφανής-ής-ὲς-επίθετο::
* McsElla.περιφανής-ής-ὲς-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.περιφανής-ής-ὲς@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που φαίνεται από παντού: Ἀμφίπολιν περιφανῆ ἐς θάλασσάν τε καὶ τὴν ἤπειρον ᾤκισαν = (οι Αθηναίοι) ίδρυσαν ως αποικία την Αμφίπολη σε θέση που να φαίνεται και από τη θάλασσα και από τη στεριά.
σημασία2: ολοφάνερος: μεγάλη καὶ περιφανὴς ἀναισχυντία = μεγάλη και ολοφάνερη αδιαντροπιά.
Νέα-Ελληνική: περιφανής «υπέροχος».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη περί + *φαν- (φαίνομαι) + -ής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
περιφέρω-ρήμα::
* McsElla.περιφέρω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.περιφέρω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε φέρω.
σημασία1: μεταφέρω κάτι εδώ και εκεί, το περιφέρω, κινώ κάτι περιστροφικά: περιφέρω τὸν πόδα.
σημασία2: κάνω κάτι γνωστό, καθώς το μεταφέρω στον ένα και στον άλλο: τοῦ Πιττακοῦ περιεφέρετο τοῦτο τὸ ῥῆμα = το ρητό αυτό του Πιττακού γινόταν γνωστό (καθώς περνούσε από στόμα σε στόμα).
σημασία3: παθ. φωνή περιφέρομαι
σημασίαα: περιστρέφομαι: περιφέρεται κύκλῳ = περιστρέφεται συμπληρώνοντας κύκλο.
σημασίαβ: περιπλανώμαι.
οικογένεια: παράγωγα: περιφερής, περιφέρεια, περιφερῶς.
Νέα-Ελληνική: περιφέρω (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη περί + φέρω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πετάννυμι-ρήμα::
* McsElla.πετάννυμι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.πετάννυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἐπετάννυν!~παρατατικός:πετάννυμι@wordaryElla,
* McsElla.πετάσω!~μέλλοντας:πετάννυμι@wordaryElla,
* McsElla.πετῶ!~μέλλοντας:πετάννυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἐπέτασα!~αόριστος:πετάννυμι@wordaryElla,
* McsElla.πέπταμαι!~παθητικός-παρακείμενος:πετάννυμι@wordaryElla,
σημασία: απλώνω, ανοίγω.
Νέα-Ελληνική: πετώ «ίπταμαι».
ετυμολογία: *πετ-, *πατ-, ομόρρ. με λατινικός pateō «είμαι ανοικτός, πλατύς», αρχ. περσ. paθana- «ευρύς, πλατύς».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πέτομαι-ρήμα::
* McsElla.πέτομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.πέτομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐπετόμην!~παρατατικός:πέτομαι@wordaryElla,
* McsElla.πτήσομαι!~μέλλοντας:πέτομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐπτόμην!~αόριστος-β΄:πέτομαι@wordaryElla,
σημασία: πετώ.
συνώνυμα: ἵπταμαι.
* μεταφορικά δηλώνει βιασύνη: ἥξουσιν πετόμενοι = θα έρθουν πετώντας.
ετυμολογία: *πετ- «πετώ, πέφτω», παράβαλε αρχ. ινδ. pátati «πετώ», λατινικός petō «κατευθύνομαι».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πέτρα-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.πέτρα-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.πέτρα-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: βράχος: μνημεῖον λελατομημένον ἐν τῇ πέτρᾳ = τάφος σκαλισμένος στο βράχο.
οικογένεια: παράγωγα: πέτρινος, πετρώδης, σύνθετα: πετροβόλος.
Νέα-Ελληνική: πέτρα «λίθος».
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πέτρος-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.πέτρος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.πέτρος-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: πέτρα: ἐπὶ τοὺς ὁπλίτας ἐπεκυλίνδουν πέτρους εἰς τὸ κάταντες = κυλούσαν πέτρες στην κατηφόρα επάνω στους στρατιώτες.
ετυμολογία: προέρχεται από το πέτρα, ἡ (που έχει αβέβαιη-ετυμολογία) με επίδραση του λίθος, ὁ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πεττός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.πεττός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.πεττός-οῦ-ὁ@wordaryElla,
παρατήρηση: ο κοινός τύπος είναι πεσσὸς
σημασία1: κυρίως στον πληθυντικό οἱ πεττοὶ καθεμία από τις πέτρες, σε σχήμα αυγού, που τη χρησιμοποιούσαν στο ομώνυμο παιχνίδι, που έμοιαζε με ντάμα ή σκάκι.
σημασία2: τετραγωνισμένη σανίδα επάνω στην οποία έπαιζαν τους πεσσούς.
οικογένεια: παράγωγα: πεττεύω.
Νέα-Ελληνική: πεσσοί (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: προελληνική λ..
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πῃ-μόριο::
* McsElla.πῃ-μόριο@wordaryElla,
* McsElla.μόριο.πῃ@wordaryElla,
παρατήρηση: εγκλιτικό
σημασία1: κάπως: ἄλλῃ γέ πῃ ἐν νῷ ἔχω λέγειν = πράγματι, έχω σκοπό να μιλήσω κάπως διαφορετικά.
σημασία2: κάπου: αἱ Ἀττικαὶ νῆες παρεγίγνοντο τοῖς Κερκυραίοις, εἰ πῃ πιέζοιντο = τα αττικά πλοία βοηθούσαν τους Κερκυραίους, αν κάπου δέχονταν πίεση.
ετυμολογία: βλέπε πῇ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πῇ-μόριο::
* McsElla.πῇ-μόριο@wordaryElla,
* McsElla.μόριο.πῇ@wordaryElla,
παρατήρηση: ερωτηματικό
σημασία1: πώς: πῇ δὴ οὖν ποτε = πώς επιτέλους.
σημασία2: πού: σκοπῶν πῇ εὐαποτειχιστότατος εἴη ὁ Πειραιεύς = εξετάζοντας σε ποιο σημείο ο Πειραιάς μπορεί ευκολότερα να αποκλειστεί.
ετυμολογία: *kwe-, ομόρρ. με βλέπε ποῖ, ποῦ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πήγνυμι--πηγνύω-ρήμα::
* McsElla.πήγνυμι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.πηγνύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.πηγνύω@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.πήγνυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἐπήγνυν!~παρατατικός:πήγνυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἐπήγνυον!~παρατατικός:πήγνυμι@wordaryElla,
* McsElla.πήξω!~μέλλοντας:πήγνυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἔπηξα!~αόριστος:πήγνυμι@wordaryElla,
* McsElla.πέπηγα!~παρακείμενος-μέση-σημασία:πήγνυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἐπεπήγειν!~υπερσυντέλικος-μέση-σημασία:πήγνυμι@wordaryElla,
* McsElla.παγήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:πήγνυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἐπάγην!~παθητικός-αόριστος-β΄:πήγνυμι@wordaryElla,
σημασία1: μπήγω κάτι για να το στερεώσω: σκηνὴν πήγνυμι = στήνω τη σκηνή.
* μέση φωνή πήγνυμαι: σκηνὰς πήγνυνται = στήνουν τις σκηνές τους.
σημασία2: κατασκευάζω: πήγνυμι ἅμαξαν.
σημασία3: στερεοποιώ κάτι, το παγώνω ή το πήζω: πήγνυμι τυρούς = πήζω τυριά. γάλα πεπηγός = πηγμένο γάλα. βορρᾶς ἔπνει πηγνὺς τοὺς ἀνθρώπους = φυσούσε βοριάς που πάγωνε τους ανθρώπους.
οικογένεια: παράγωγα: πῆξις, πηκτός.
Νέα-Ελληνική: πήζω (με τη σημ. 3).
ετυμολογία: *παγ- (πάγος), *πηγ- (πῆξις, πηκτός) + παρ. επίθ. -νυ-μι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πηνίκα-επίρρημα::
* McsElla.πηνίκα-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.πηνίκα@wordaryElla,
παρατήρηση: ερωτηματικό τι ώρα: πηνίκα τῆς νυκτός; = τι ώρα τη νύχτα;
ετυμολογία: π- (< πῶς, πότερος κτλ.) + ἡνίκα, βλέπε ἡνίκα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πιθανός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.πιθανός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.πιθανός-ή-ὸν@wordaryElla,
* McsElla.πιθανώτερος!~συγκριτικός:πιθανός-ή-ὸν@wordaryEllα,
* McsElla.πιθανώτατος!~υπερθετικός:πιθανός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που μπορεί να πείθει, πειστικός: Κλέων ὢν τῷ δήμῳ τότε πιθανώτατος = ο Κλέων, που ήταν τότε ιδιαίτερα πειστικός στο λαό. πιθανὸς λόγος = πειστικό επιχείρημα.
σημασία2: πιστευτός: πάνυ πιθανὸν τὸ τοιοῦτον = αυτό (αυτή η παράδοση) είναι πολύ πιστευτή.
οικογένεια: παράγωγα: πιθανότης, πιθανῶς, σύνθετα: πιθανολογέω.
Νέα-Ελληνική: πιθανός «που μπορεί να συμβεί κτλ.».
ετυμολογία: πείθω, *πιθ- (ἐ-πιθ-όμην) + παρ. επίθ. -αν-ός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πίθος-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.πίθος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.πίθος-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: πιθάρι.
* παροιμία εἰς τὸν τετρημένον πίθον ἀντλῶ = βάζω νερό σε τρύπιο πιθάρι, δηλαδή ματαιοπονώ.
ετυμολογία: μυκην. qeto, *φιθ- (φιθάκνη - πιθάκνιον «κρασοπίθαρο»), προελληνική λ..
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πικρός-ά-ὸν-επίθετο::
* McsElla.πικρός-ά-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.πικρός-ά-ὸν@wordaryElla,
* McsElla.πικρότερος!~συγκριτικός:πικρός-ά-ὸν@wordaryEllα,
* McsElla.πικρότατος!~υπερθετικός:πικρός-ά-ὸν@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που έχει πολύ έντονη γεύση, αλμυρός ή πικρός.
αντώνυμα: γλυκύς, ἡδύς.
σημασία2: μεταφορικά σκληρός, μισητός: οὐδὲν τῆς ἀνάγκης πικρότερον = δεν υπάρχει τίποτε πιο μισητό από τον εξαναγκασμό.
σημασία3: για πρόσωπα εχθρικός, σκληρός: πικρόςστι καὶ συκοφάντης.
οικογένεια: παράγωγα: πικραίνω, πικρία, πικρότης, πικρῶς, σύνθετα: πικρόχολος, ὑπόπικρος.
Νέα-Ελληνική: πικρός «πικρός» (από τη σημ. 1).
ετυμολογία: *πεικ- (ποικ-ίλος), παράβαλε πεικόν· πικρόν.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πίμπλημι-ρήμα::
* McsElla.πίμπλημι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.πίμπλημι@wordaryElla,
* McsElla.ἐπίμπλην!~παρατατικός:πίμπλημι@wordaryElla,
* McsElla.πλήσω!~μέλλοντας:πίμπλημι@wordaryElla,
* McsElla.ἔπλησα!~αόριστος:πίμπλημι@wordaryElla,
* McsElla.πέπληκα!~παρακείμενος:πίμπλημι@wordaryElla,
* McsElla.πίμπλαμαι!~μέσος-και-παθητικός-ενεστώτας:πίμπλημι@wordaryElla,
* McsElla.ἐπιμπλάμην!~μέσος-και-παθητικός-παρατατικός:πίμπλημι@wordaryElla,
* McsElla.πλήσομαι!~μέσος-μέλλοντας:πίμπλημι@wordaryElla,
* McsElla.πλησθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:πίμπλημι@wordaryElla,
* McsElla.ἐπλήσθην!~παθητικός-αόριστος:πίμπλημι@wordaryElla,
* McsElla.πέπλησμαι!~παθητικός-παρακείμενος:πίμπλημι@wordaryElla,
σημασία: γεμίζω κάτι: ἡδονῶν πίμπλαται = είναι γεμάτος από ηδονές.
οικογένεια: παράγωγα: πλήρης.
ετυμολογία: ινδοευρωπαϊκός *ple-, *πλη- (πβ. πλή-ρης) με ενεστωτικό αναδιπλασιασμό πι- + μ- + πλη- + -μι, ομόρρ. με λατινικός pleō.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πίμπρημι-ρήμα::
* McsElla.πίμπρημι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.πίμπρημι@wordaryElla,
* McsElla.ἐπίμπρην!~παρατατικός:πίμπρημι@wordaryElla,
* McsElla.πρήσω!~μέλλοντας:πίμπρημι@wordaryElla,
* McsElla.ἔπρησα!~αόριστος:πίμπρημι@wordaryElla,
* McsElla.πίμπραμαι!~μέσος-ενεστώτας:πίμπρημι@wordaryElla,
* McsElla.ἐπιμπράμην!~μέσος-παρατατικός:πίμπρημι@wordaryElla,
* McsElla.ἐπρήσθην!~παθητικός-αόριστος:πίμπρημι@wordaryElla,
σημασία: καίω κάτι, το πυρπολώ: πιμπράντες τὸν σῖτον ἀπῇσαν = αφού έκαψαν τα σπαρτά (των εχθρών τους), έφυγαν.
οικογένεια: παράγωγα: πρῆσις, σύνθετα: ἐμπί(μ)πρημι.
ετυμολογία: ινδοευρωπαϊκός *pre-, *πρη- (πβ. ἐμ-πρη-στής) με ενεστωτικό αναδιπλασιασμό πι- + μ- + πρη- + -μι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πίνω-ρήμα::
* McsElla.πίνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.πίνω@wordaryElla,
* McsElla.ἔπινον!~παρατατικός:πίνω@wordaryElla,
* McsElla.πίομαι!~μέλλοντας:πίνω@wordaryElla,
* McsElla.ἔπιον!~αόριστος:πίνω@wordaryElla,
* McsElla.πέπωκα!~παρακείμενος:πίνω@wordaryElla,
* McsElla.ποθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:πίνω@wordaryElla,
* McsElla.ἐπόθην!~παθητικός-αόριστος:πίνω@wordaryElla,
* McsElla.πέπομαι!~παθητικός-παρακείμενος:πίνω@wordaryElla,
σημασία1: πίνω.
σημασία2: απορροφώ: ἡ γῆ πίνει τὸ ὕδωρ = το χώμα απορροφά το νερό.
οικογένεια: παράγωγα: πότης, πόμα, ποτήριον, ποτόν, ποτίζω, πόσις, σύνθετα: εὔποτος, ἡδύποτος, ἄμπωτις (ἀνά + πίνω).
Νέα-Ελληνική: πίνω (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: *πο(ι)- «πίνω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πιπράσκω-ρήμα::
* McsElla.πιπράσκω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.πιπράσκω@wordaryElla,
* McsElla.πωλέω-ῶ!~ενεστώτας:πιπράσκω@wordaryElla,
* McsElla.ἀποδώσομαι!~μέλλοντας:πιπράσκω@wordaryElla,
* McsElla.ἀπεδόμην!~αόριστος-β΄:πιπράσκω@wordaryElla,
* McsElla.πέπρακα!~παρακείμενος:πιπράσκω@wordaryElla,
* McsElla.ἐπεπράκειν!~υπερσυντέλικος:πιπράσκω@wordaryElla,
* McsElla.πιπράσκομαι!~παθητικός-ενεστώτας:πιπράσκω@wordaryElla,
* McsElla.πραθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:πιπράσκω@wordaryElla,
* McsElla.ἐπράθην!~παθητικός-αόριστος:πιπράσκω@wordaryElla,
* McsElla.πέπραμαι!~παθητικός-παρακείμενος:πιπράσκω@wordaryElla,
* McsElla.ἐπεπράμην!~παθητικός-υπερσυντέλικος:πιπράσκω@wordaryElla,
* McsElla.πεπράσομαι!~παθητικός-συντελεσμένος-μέλλοντας:πιπράσκω@wordaryElla,
παρατήρηση: ορισμένοι χρόνοι αναπληρώνονται από τα ρήματα πωλέω και ἀποδίδομαι.
σημασία1: πουλάω: τὰ κτήματα πέντε ταλάντων πεπράκασι = πούλησαν την περιουσία τους για πέντε τάλαντα. τὸ ὠνηθὲν ἢ πραθέν = αυτό που αγοράστηκε ή πουλήθηκε.
αντώνυμα: ὠνέομαι «αγοράζω».
σημασία2: προδίδω κάποιον με αντάλλαγμα χρήματα, τον πουλάω: πέπρακε τὴν πατρῴαν γῆν = πρόδωσε την πατρική γη.
οικογένεια: παράγωγα: πρᾶσις «πώληση», πρατήρ, πρατήριον, πόρνη «άτομο που πουλιέται».
ετυμολογία: *πρα- με αναδιπλασιασμό: πι-πρά- + παρ. επίθ. -σκω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πίπτω-ρήμα::
* McsElla.πίπτω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.πίπτω@wordaryElla,
* McsElla.ἔπιπτον!~παρατατικός:πίπτω@wordaryElla,
* McsElla.πεσοῦμαι!~μέλλοντας:πίπτω@wordaryElla,
* McsElla.ἔπεσον!~αόριστος-β΄:πίπτω@wordaryElla,
* McsElla.πέπτωκα!~παρακείμενος:πίπτω@wordaryElla,
* McsElla.ἐπεπτώκειν!~υπερσυντέλικος:πίπτω@wordaryElla,
σημασία1: πέφτω κάτω.
αντώνυμα: ἀνίσταμαι «σηκώνομαι».
σημασία2: πέφτω στο πεδίο της μάχης, φονεύομαι: οἱ πεπτωκότες = όσοι έπεσαν στη μάχη.
σημασία3: καταστρέφομαι, νικιέμαι: πολλὰ δὲ στρατόπεδα ἔπεσαν ὑπ' ἐλασσόνων = και πολλά στρατεύματα νικήθηκαν από πιο ολιγάριθμους (εχθρούς).
οικογένεια: παράγωγα: πτῶσις, πτῶμα.
Νέα-Ελληνική: πέφτω (με σημ. 1, 2) & πίπτω (λόγ., στη φρ. όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος).
ετυμολογία: *πετ- με αναδιπλασιασμό, παράβαλε αρχ. ινδ. pátati «πέφτω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πιστεύω-ρήμα::
* McsElla.πιστεύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.πιστεύω@wordaryElla,
* McsElla.ἐπίστευον!~παρατατικός:πιστεύω@wordaryElla,
* McsElla.πιστεύσω!~μέλλοντας:πιστεύω@wordaryElla,
* McsElla.πεπίστευκα!~παρακείμενος:πιστεύω@wordaryElla,
σημασία1: έχω εμπιστοσύνη, εμπιστεύομαι κάποιον ή κάτι: τῇ ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων τιμωρίᾳ πιστεύοντες πειρασόμεθα σῴζεσθαι = έχοντας εμπιστοσύνη στη βοήθεια που θα μας δώσουν οι άνθρωποι, θα προσπαθήσουμε να σωθούμε.
σημασία2: εμπιστεύομαι σε κάποιον κάτι: τίνι δ' ἄν τις μᾶλλον πιστεύσειε παρακαταθέσθαι ἢ χρήματα ἢ υἱοὺς ἢ θυγατέρας; = σε ποιον θα μπορούσε κανείς να εμπιστευτεί περισσότερο τη φύλαξη της περιουσίας του ή των γιων ή των θυγατέρων του;
σημασία3: δέχομαι κάτι ως αληθινό, το πιστεύω: χαλεπὸν παντὶ τεκμηρίῳ πιστεύειν = είναι δύσκολο να πιστεύει κανείς σε κάθε απόδειξη (που παρουσιάζουν).
οικογένεια: παράγωγα: πίστωμα, πιστωτικός, πίστευσις.
Νέα-Ελληνική: πιστεύω (με τη σημ. 3).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη πίστις + παρ. επίθ. -εύω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πίστις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.πίστις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.πίστις-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: εμπιστοσύνη: σωφροσύνης πίστιν περὶ ὑμῶν ἔχουσι = έχουν εμπιστοσύνη στη σωφροσύνη σας.
σημασία2: εγγύηση: τὰ δ' ἄλλα συνομολογήσαντες ἔδοσαν πίστιν καὶ ἔλαβον = και αφού έκαναν τις συμφωνίες, αντάλλαξαν εγγυήσεις.
σημασία3: μέσο πειστικότητας, επιχείρημα, απόδειξη: τοῦτο οὐκ ὀλίγης πίστεως δεῖται = (αυτός ο ισχυρισμός) χρειάζεται ένα ισχυρό επιχείρημα (για να αποδειχτεί).
Νέα-Ελληνική: πίστη «άποψη ότι κάτι αληθεύει κτλ.».
ετυμολογία: *π(ε)ιθ-, πείθ-ομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πιστός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.πιστός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.πιστός-ή-ὸν@wordaryElla,
* McsElla.πιστότερος!~συγκριτικός:πιστός-ή-ὸν@wordaryEllα,
* McsElla.πιστότατος!~υπερθετικός:πιστός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία1: για πρόσωπα ειλικρινής, αληθινός, έμπιστος: πιστὸς σύμμαχος. πιστὸς μάρτυς = αξιόπιστος μάρτυς.
σημασία2: για πράγματα βέβαιος, αξιόπιστος: πιστὸς ὁ λόγος καὶ πάσης ἀποδοχῆς ἄξιος = ο λόγος που θα πω είναι αξιόπιστος και αξίζει να τον δεχτούν όλοι.
σημασία3: πιθανός: πιστὴ ὑπόθεσις.
σημασία4: ως ουσιαστικό τὸ πιστόν = εγγύηση, βεβαιότητα: τὸ πιστὸν τῆς ἐπιστήμης = η βεβαιότητα που δίνει η γνώση.
οικογένεια: παράγωγα: πιστόω, πιστότης, πιστῶς.
Νέα-Ελληνική: πιστός (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: *π(ε)ιθ- (πείθομαι) + παρ. επίθ. -τός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πλανάω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.πλανάω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.πλανάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐπλάνων!~παρατατικός:πλανάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.πλανήσω!~μέλλοντας:πλανάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.πλανήσομαι!~μέσος-μέλλοντας:πλανάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.πλανηθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:πλανάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐπλανήθην!~παθητικός-αόριστος:πλανάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.πεπλάνημαι!~παθητικός-παρακείμενος:πλανάω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: κάνω κάποιον να περιπλανηθεί.
σημασία2: παραπλανώ: τὸ ἀόριστον πλανᾷ = κάτι που δεν είναι σαφώς προσδιορισμένο παραπλανά.
σημασία3: παθ. φωνή πλανῶμαι
σημασίαα: περιφέρομαι, περιπλανιέμαι: εἰς πολλὰς πόλεις πλανηθέντες... ἤλθετε εἰς τὸν Πειραιᾶ = αφού περιπλανηθήκατε σε διάφορες πόλεις... ήρθατε στον Πειραιά.
σημασίαβ: μεταφορικά πλανῶμαι καὶ ἀπορῶ = τα χάνω και δεν ξέρω τι να κάνω.
οικογένεια: παράγωγα: πλάνησις, πλανήτης, πλανητικός, πλάνημα, σύνθετα: λαοπλάνος, πλανόδιος, ἀπλανής.
Νέα-Ελληνική: πλανώμαι (με τις σημ. 2, 3α).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *πλαν- (πλάνη) + παρ. επίθ. -άω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πλάνη-ης-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.πλάνη-ης-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.πλάνη-ης-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: περιπλάνηση.
σημασία2: μεταφορικά παραπλάνηση, πλάνη: ἐς τὸ ἀϊδὲς ἀπέρχεται ἡ ψυχή... πλάνης καὶ ἀνοίας ἀπηλλαγμένη = η ψυχή φεύγει για έναν αόρατο κόσμο... ελεύθερη από την πλάνη και την ανοησία.
Νέα-Ελληνική: πλάνη (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: *πλαν- (πλαν-άομαι) + παρ. επίθ. -η.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πλάνης-ητος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.πλάνης-ητος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.πλάνης-ητος-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: περιπλανώμενος άνθρωπος.
σημασία2: για τα άστρα πλάνητες ἀστέρες = πλανήτες.
Νέα-Ελληνική: πλανήτης (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *πλαν- (πλαν-άομαι) + παρ. επίθ. -ης.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πλάττω-ρήμα::
* McsElla.πλάττω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.πλάττω@wordaryElla,
* McsElla.ἔπλαττον!~παρατατικός:πλάττω@wordaryElla,
* McsElla.πλάσω!~μέλλοντας:πλάττω@wordaryElla,
* McsElla.ἔπλασα!~αόριστος:πλάττω@wordaryElla,
* McsElla.πέπλακα!~παρακείμενος:πλάττω@wordaryElla,
* McsElla.πλάσομαι!~μέσος-μέλλοντας:πλάττω@wordaryElla,
* McsElla.πλασθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:πλάττω@wordaryElla,
* McsElla.ἐπλασάμην!~μέσος-αόριστος:πλάττω@wordaryElla,
* McsElla.ἐπλάσθην!~παθητικός-αόριστος:πλάττω@wordaryElla,
* McsElla.πέπλασμαι!~παθητικός-παρακείμενος:πλάττω@wordaryElla,
παρατήρηση: ο κοινός τύπος είναι πλάσσω.
σημασία1: δίνω σχήμα, μορφή σε ένα εύπλαστο υλικό, πλάθω: πλάττω ζῷον ἐκ πηλοῦ.
σημασία2: διαμορφώνω, διαπλάθω την ψυχή ή το σώμα: πλάττει ἑαυτόν = διαμορφώνει το χαρακτήρα του.
σημασία3: επινοώ κάτι, το πλάθω με τη φαντασία μου: ψευδεῖς πλάττει αἰτίας = επινοεί ψεύτικες κατηγορίες.
οικογένεια: παράγωγα: πλάσμα, πλάσις, πλάστης, πλαστός, πλασμός, σύνθετα: ἀνάπλασις, διάπλασις, μεταπλασμός, ἀδιάπλαστος, ἔμπλαστρον.
Νέα-Ελληνική: πλάθω (με όλες τις σημ.).
ετυμολογία: *πλακ- (πλάξ, πλακ-ός «επίπεδη επιφάνεια») + παρ. επίθ. -jω > πλάττω «εκτείνω, πλάθω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πλατύς-εῖα-ὺ-επίθετο::
* McsElla.πλατύς-εῖα-ὺ-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.πλατύς-εῖα-ὺ@wordaryElla,
* McsElla.πλατύτερος!~συγκριτικός:πλατύς-εῖα-ὺ@wordaryEllα,
* McsElla.πλατύτατος!~υπερθετικός:πλατύς-εῖα-ὺ@wordaryElla,
σημασία: επίπεδος και εκτεταμένος: πότερον ἡ γῆ πλατεῖά ἐστιν ἢ στρογγύλη; = τι από τα δύο, η γη είναι επίπεδη ή στρογγυλή;
οικογένεια: παράγωγα: πλατύτης, πλατέω, πλατεῖα, πλατειάζω, πλάτος, πλατύνω, Πλάτων.
Νέα-Ελληνική: πλατύς.
ετυμολογία: *πλατ- «εκτείνω» + παρ. επίθ. -ύς.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πλέθρον-ου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.πλέθρον-ου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.πλέθρον-ου-τὸ@wordaryElla,
σημασία: μέτρο μήκους ή επιφάνειας.
ετυμολογία: πλέθρον και πέλεθρον < *πελε- (< πέλ-ομαι «κινούμαι») + παρ. επίθ. -θρον.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Πλειάδες-ων-αἱ-ουσιαστικό::
* McsElla.Πλειάδες-ων-αἱ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Πλειάδες-ων-αἱ@wordaryElla,
παρατήρηση: κύριο όνομα οι εφτά κόρες του Άτλαντα και της Πληιόνης, τις οποίες ο Δίας μεταμόρφωσε σε αστέρια.
ετυμολογία: αβέβ. ετυμ., ΙΕ αρχής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πλεῖστος-η-ον-επίθετο::
* McsElla.πλεῖστος-η-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.πλεῖστος-η-ον@wordaryElla,
παρατήρηση: υπερθετικός βαθμός του πολὺς
σημασία1: πάρα πολύς ή πάρα πολύ μεγάλος.
σημασία2: με άρθρο οἱ πλεῖστοι = οι περισσότεροι. ἡ πλείστη στρατιά = το μεγαλύτερο μέρος της στρατιάς.
σημασία3: ως επίρρημα τὸ πλεῖστον κατά το μεγαλύτερο μέρος.
* έκφραση περὶ πλείστου ποιοῦμαί τινα = εκτιμώ κάποιον πάρα πολύ.
Νέα-Ελληνική: πλείστος (λόγ., με όλες τις σημ.).
ετυμολογία: *πλει-, *πλε- (βλέπε πλείων) + παρ. επίθ. -ιστος, παράβαλε μέγ-ιστος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πλείων-πλείων-πλεῖον-επίθετο::
* McsElla.πλείων-πλείων-πλεῖον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.πλείων-πλείων-πλεῖον@wordaryElla,
* McsElla.πλέων-πλέων-πλέον-επίθετο@worderoEll,
* McsElla.επίθετο.πλέων-πλέων-πλέον@worderoEll,
παρατήρηση: συγκριτικός βαθμός του πολὺς.
σημασία1: πιο πολύς ή πιο μεγάλος: ὁ ὄχλος πλείων καὶ πλείων ἐπέρρει = και το πλήθος του λαού όλο και περισσότερο ξεχυνόταν. ὁ πλείων βίος = η μεγαλύτερη διάρκεια της ζωής.
* με άρθρο οἱ πλέονες οι περισσότεροι, δηλαδή ο λαός: οἱ τῶν Σαμίων πλέονες = ο λαός της Σάμου.
σημασία2: ουδέτερο τὸ πλέον
σημασίαα: ως ουσιαστικό περισσότερο: οὐδὲν πλέον ἐπίσταμαι = δε γνωρίζω τίποτε περισσότερο.
σημασίαβ: ως επίρρημα περισσότερο, μάλλον: οὐ χάριτι τὸ πλέον ἢ φόβῳ = μάλλον από φόβο παρά από ευγνωμοσύνη. πλέον ἢ ἔλαττον = περισσότερο ή λιγότερο.
* σε αριθμητικό υπολογισμό ἐν πλέον ἢ διακοσίοις ἔτεσι = σε περισσότερο από διακόσια χρόνια.
Νέα-Ελληνική: πλέον.
ετυμολογία: *πλη- (πίμ-πλη-μι) + παρ. επίθ. -jων > *πλήι- ων > πλείων].
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πλεονάζω-ρήμα::
* McsElla.πλεονάζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.πλεονάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐπλεόναζον!~παρατατικός:πλεονάζω@wordaryElla,
* McsElla.πλεονάσω!~μέλλοντας:πλεονάζω@wordaryElla,
* McsElla.πεπλεόνακα!~παρακείμενος:πλεονάζω@wordaryElla,
* McsElla.πεπλεόνασμαι!~παθητικός-παρακείμενος:πλεονάζω@wordaryElla,
παρατήρηση: για πράγματα είμαι περισσότερος απ' ό,τι χρειάζεται, πλεονάζω.
Νέα-Ελληνική: πλεονάζω.
ετυμολογία: πλέον (< πολύς) + -άζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πλεονεκτέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.πλεονεκτέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.πλεονεκτέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: έχω ή απαιτώ περισσότερα από όσα έχουν οι άλλοι, είμαι πλεονέκτης: ὀλιγαρχία τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι, τῶν δ' ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ καὶ ξύμπαντα ἀφελομένη ἔχει = η ολιγαρχία τους μεν κινδύνους τους μοιράζεται με το λαό, από τα οφέλη όμως όχι μόνο απαιτεί το μεγαλύτερο μέρος αλλά όλα τα αφαιρεί και τα παίρνει.
σημασία2: υπερτερώ, βρίσκομαι σε πλεονεκτική θέση: πλεονεκτῶ τῶν ἐχθρῶν = πλεονεκτώ έναντι των εχθρών.
Νέα-Ελληνική: πλεονεκτώ (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη πλεονέκτης + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πλεονεξία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.πλεονεξία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.πλεονεξία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: απληστία, πλεονεξία.
σημασία2: πλεονέκτημα, όφελος: αἱ πλεονεξίαι αἱ ἴδιαι = τα προσωπικά οφέλη.
σημασία3: πλεονεκτική θέση: μετὰ πλεονεξίας πειρᾶσθε ἀγωνίζεσθαι πρὸς αὐτούς = επιχειρείτε να αγωνιστείτε με αυτούς από πλεονεκτική θέση.
Νέα-Ελληνική: πλεονεξία (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη πλεονέκτης + παρ. επίθ. -ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πλέω-ρήμα::
* McsElla.πλέω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.πλέω@wordaryElla,
* McsElla.ἔπλεον!~παρατατικός:πλέω@wordaryElla,
* McsElla.πλεύσομαι!~μέλλοντας:πλέω@wordaryElla,
* McsElla.πλευσοῦμαι!~μέλλοντας:πλέω@wordaryElla,
* McsElla.ἔπλευσα!~αόριστος:πλέω@wordaryElla,
* McsElla.πέπλευκα!~παρακείμενος:πλέω@wordaryElla,
* McsElla.ἐπεπλεύκειν!~υπερσυντέλικος:πλέω@wordaryElla,
* McsElla.πλευσθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:πλέω@wordaryElla,
* McsElla.πέπλευσμαι!~παθητικός-παρακείμενος:πλέω@wordaryElla,
σημασία1: ταξιδεύω στη θάλασσα, πλέω: ἐπὶ Κέρκυραν ἔπλεον. ὑπὸ τριήρους εὖ πλεούσηςδιώκοντο = καταδιώκονταν από μια τριήρη που έπλεε με ευνοϊκό άνεμο.
σημασία2: μεταφορικά εξελίσσομαι: πάντα ἡμῖν κατ' ὀρθὸν πλεῖ = όλα για μας εξελίσσονται ομαλά.
οικογένεια: παράγωγα: πλεῦσις, πλόος, πλοῖον, σύνθετα: ἀπόπλους, κατάπλους, περίπλους, ἐκπλέω, παραπλέω, διαπλέω.
Νέα-Ελληνική: πλέω (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: *πλεF- , παράβαλε αρχ. ινδ. plávate «πλέω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πληγή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.πληγή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.πληγή-ῆς-ἡ@wordaryElla,
σημασία: χτύπημα με όπλο ή με άλλο όργανο, πλήγμα: τύπτεται τῇ μάστιγι ν΄ πληγάς = δέχεται με το μαστίγιο πενήντα χτυπήματα.
οικογένεια: παράγωγα: πλῆγμα.
Νέα-Ελληνική: πληγή.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *πληγ- (πλήσσω) + παρ. επίθ. -ή].
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πλῆθος-ους-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.πλῆθος-ους-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.πλῆθος-ους-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: μεγάλος αριθμός από πρόσωπα ή πράγματα, πλήθος: πλῆθος στρατοῦ = πολύς στρατός.
σημασία2: ο λαός: ἡ τοῦ πλήθους ἀρχὴ δημοκρατία καλεῖται = η εξουσία στα χέρια του λαού ονομάζεται δημοκρατία. τὸ πλῆθος τῶν Θεσσαλῶν = ο θεσσαλικός λαός.
σημασία3: μέγεθος, ποσό, ποσότητα: διὰ πλῆθος τῆς ζημίας = εξαιτίας του μεγάλου ύψους του προστίμου.
Νέα-Ελληνική: πλήθος (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: *πληθ- (πληθ-ύς, πληθ-ύνω < πίμ-πλη-μι) + παρ. επίθ. -ος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πλήθω-ρήμα::
* McsElla.πλήθω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.πλήθω@wordaryElla,
σημασία: είμαι γεμάτος.
* στην αττική διάλεκτο, μόνο στην έκφραση ἀγορὰ πλήθουσα = η αγορά από τις δέκα έως τις δώδεκα περίπου το πρωί, την ώρα που ήταν γεμάτη (βλέπε ἀγορά).
οικογένεια: παράγωγα: πληθύς, πληθύνω.
ετυμολογία: *πληθ- (πίμ-πλη-μι).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πλημμελέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.πλημμελέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.πλημμελέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: κάνω σφάλμα: οἱ ἑκουσίως πλημμελοῦντες = αυτοί που εν γνώσει τους κάνουν ένα σφάλμα.
σημασία2: παθ. φωνή πλημμελοῦμαι με κακομεταχειρίζονται ή με αδικούν: κατ' οὐδὲν ὑφ' ἡμῶν πεπλημμελημένοι ἐστέ = δεν έχετε υποστεί από εμάς καμιά κακομεταχείριση.
οικογένεια: παράγωγα: πλημμέλημα.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη πλημμελής + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πλὴν-πρόθεση-επίρρημα::
* McsElla.πλὴν-πρόθεση@wordaryElla,
* McsElla.πρόθεση.πλὴν@wordaryElla,
* McsElla.πλὴν-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.πλὴν@wordaryElla,
σημασία: εκτός, πλην.
σημασία1: ως πρόθεση, με γενική σκυλεύουσι τοὺς τελευτήσαντας πλὴν ὅπλων = αφαιρούν από τους νεκρούς όλα εκτός από τα όπλα.
σημασία2: ως επίρρημα πᾶσι πλήν σοι = σε όλους εκτός από σένα. πλὴν εἰ... = εκτός εάν... πλὴν ὅτι... = εκτός του ότι...
Νέα-Ελληνική: πλην (με τη σημ. 1, λ.χ. πλην αυτού).
ετυμολογία: αιτ. ονοματικής ρίζας *πλη- / *πλα- από *πελα- (πέλας), αιολ. πλάν, παράβαλε δωρεάν.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πλήρης-ης-ες-επίθετο::
* McsElla.πλήρης-ης-ες-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.πλήρης-ης-ες@wordaryElla,
* McsElla.πληρέστερος!~συγκριτικός:πλήρης-ης-ες@wordaryEllα,
* McsElla.πληρέστατος!~υπερθετικός:πλήρης-ης-ες@wordaryElla,
σημασία: γεμάτος (με κάτι): ποταμὸς πλήρης ἰχθύων = ποτάμι γεμάτο ψάρια. ἐπὴν πλῆρες ᾖ τὸ θέατρον = κάθε φορά που το θέατρο είναι γεμάτο (με ανθρώπους).
αντώνυμα: κενός.
οικογένεια: παράγωγα: πληρότης, πληρόω, σύνθετα: πληροφορέω, πληροφορία.
Νέα-Ελληνική: πλήρης.
ετυμολογία: *πλη- (πίμ-πλη-μι) + παρ. επίθ. -ρης.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πληρόω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.πληρόω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.πληρόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐπλήρουν!~παρατατικός:πληρόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.πληρώσω!~μέλλοντας:πληρόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.πεπλήρωκα!~παρακείμενος:πληρόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.πληρώσομαι!~μέσος-μέλλοντας-κάποτε-παθητική-σημασία:πληρόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.πληρωθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:πληρόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐπληρωσάμην!~μέσος-αόριστος:πληρόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.πεπλήρωμαι!~παθητικός-παρακείμενος:πληρόω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: γεμίζω κάτι εντελώς: ἐπλήρωσε λάρνακας λίθων = γέμισε κιβώτια με πέτρες. πληρῶ τὰςπιθυμίας = ικανοποιώ εντελώς τις επιθυμίες μου.
σημασία2: συμπληρώνω: πληρῶ τοὺς δέκα μῆνας = συμπληρώνω δέκα μήνες. πεπλήρωται ὁ καιρός = συμπληρώθηκε ο καιρός (έφτασε η ώρα).
σημασία3: εκπληρώνω: πληρῶ τὰς ὑποσχέσεις.
οικογένεια: παράγωγα: πλήρωμα, πλήρωσις.
Νέα-Ελληνική: πληρώ (τις προϋποθέσεις, με σημ. 3) & πληρώνω «καταβάλλω την αξία».
ετυμολογία: παράγ. πλήρης + παρ. επίθ. -όω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πλησμονή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.πλησμονή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.πλησμονή-ῆς-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: το να είναι κάτι εντελώς γεμάτο.
σημασία2: χορτασμός: πλησμονὴ καὶ μέθη.
Νέα-Ελληνική: πλησμονή (λόγ., και με τις δύο σημ.).
ετυμολογία: *πλη- (πί-μ-πλη-μι) > *πληθ- ίσως κατά το ομώνυμο βρίθ-ω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πλήττω-ρήμα::
* McsElla.πλήττω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.πλήττω@wordaryElla,
* McsElla.ἔπληττον!~παρατατικός:πλήττω@wordaryElla,
* McsElla.πλήξω!~μέλλοντας:πλήττω@wordaryElla,
* McsElla.ἔπληξα!~αόριστος:πλήττω@wordaryElla,
* McsElla.πέπληγα!~παρακείμενος:πλήττω@wordaryElla,
* McsElla.πληγήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:πλήττω@wordaryElla,
* McsElla.-πλαγήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:πλήττω@wordaryElla,
* McsElla.ἐπλήγην!~παθητικός-αόριστος:πλήττω@wordaryElla,
* McsElla.-επλάγην!~παθητικός-αόριστος:πλήττω@wordaryElla,
* McsElla.πέπληγμαι!~παθητικός-παρακείμενος:πλήττω@wordaryElla,
παρατήρηση: ο κοινός τύπος είναι πλήσσω.
παρατήρηση: στην αττ. διάλεκτο χρησιμοποιείται μόνο ο παθ. μέλλ., ο αόρ. και ο παρακ. Οι άλλοι χρόνοι αναπληρώνονται από τα ρήματα παίω, πατάσσω, τύπτω.
σημασία: χτυπώ: πότερον πρότερον ἐπλήγην ἢπάταξα; = τι από τα δύο, πρώτα με χτύπησαν ή εγώ τους χτύπησα;
οικογένεια: παράγωγα: πλῆγμα, πλῆκτρον, πλῆξις, σύνθετα: θαλασσόπληκτος, παραπληγικός.
Νέα-Ελληνική: πλήττω (με την ίδια σημ., και «αισθάνομαι πλήξη, στενοχώρια»).
ετυμολογία: *πληκ- / *πλακ-, *πληγ- / *πλαγ- + παρ. επίθ. -jω > πλήττω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πνεῦμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.πνεῦμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.πνεῦμα-ατος-τὸ@wordaryElla,
σημασία: άνεμος: εἰ εὔφορον πνεῦμα εἴη = εάν υπάρχει ευνοϊκός άνεμος. ἐκεῖ σκιά τ' ἐστὶν καὶ πνεῦμα μέτριον = εκεί υπάρχει σκιά και ελαφρό αεράκι.
οικογένεια: παράγωγα: πνευματικός, πνευματίζω, πνευματώδης.
Νέα-Ελληνική: πνεύμα (με την ίδια σημ., και «το Άγιο Πνεύμα»).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *πνευ- (πνέω) + παρ. επίθ. -μα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πνέω-ρήμα::
* McsElla.πνέω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.πνέω@wordaryElla,
* McsElla.ἔπνεον!~παρατατικός:πνέω@wordaryElla,
* McsElla.πνεύσομαι!~μέλλοντας:πνέω@wordaryElla,
* McsElla.πνευσοῦμαι!~μέλλοντας:πνέω@wordaryElla,
* McsElla.ἔπνευσα!~αόριστος:πνέω@wordaryElla,
* McsElla.πέπνευκα!~παρακείμενος:πνέω@wordaryElla,
σημασία: πνέω.
Νέα-Ελληνική: πνέω.
ετυμολογία: *πνε- (πνέ-ω), *πνευ- (πνεῦμα), ινδοευρωπαϊκός αρχής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Πνύξ-Πυκνὸς|Πνυκός-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.Πνύξ-Πυκνὸς|Πνυκός-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Πνύξ-Πυκνὸς|Πνυκός-ἡ@wordaryElla,
σημασία: τοποθεσία, δυτικά της Ακρόπολης στην Αθήνα, όπου συνεδρίαζε η εκκλησία του δήμου.
Νέα-Ελληνική: Πνύκα.
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία, προελληνική λ..
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ποδαπός-ή-ὸν-αντωνυμία::
* McsElla.ποδαπός-ή-ὸν-αντωνυμία@wordaryElla,
* McsElla.αντωνυμία.ποδαπός-ή-ὸν@wordaryElla,
παρατήρηση: ερωτηματική
σημασία1: από ποια χώρα, και γενικότερα από πού: τίς καὶ ποδαπός; = ποιος είναι και από πού έρχεται;
σημασία2: τι είδους, τι λογής: ποδαπός; οἷος... = τι λογής άνθρωπος είναι; τέτοιος που...
ετυμολογία: ερωτημ. μόριο *πο + -δαπὸς κατά το βλέπε ἡμεδαπός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ποδήρης-ης-ες-επίθετο::
* McsElla.ποδήρης-ης-ες-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ποδήρης-ης-ες@wordaryElla,
σημασία: ένδυμα που φτάνει ως τις άκρες των ποδιών: χιτὼν ποδήρης. ποδήρης ἀσπίς = ασπίδα που κάλυπτε το σώμα και τα πόδια.
ετυμολογία: *ποδ- (πούς, ποδός) + παρ. επίθ. -ήρης < ίσως -άρης < ἀρ-αρ-ίσκω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ποθεινός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.ποθεινός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ποθεινός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία: επιθυμητός, ποθητός: ποθεινοτέρα τοῦ πλούτου ἡ τῶν ἐναντίων τιμωρία = πιο επιθυμητή από τα πλούτη είναι η τιμωρία των αντιπάλων.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ποθέω + παρ. επίθ. -εινὸς κατά το αντώνυμο ἀλγεινός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πόθεν-επίρρημα::
* McsElla.πόθεν-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.πόθεν@wordaryElla,
παρατήρηση: ερωτηματικό
σημασία1: για τόπο από πού: ὦ φίλε, ποῖ δὴ καὶ πόθεν; = αγαπητέ μου, πού πας και από πού έρχεσαι; πόθεν οὖν ὁ πόρος τῶν χρημάτων; = από πού λοιπόν βρέθηκαν τόσα χρήματα;
σημασία2: ιδιωτισμός πόθεν; από πού και ως πού;
Νέα-Ελληνική: πόθεν στη φρ. πόθεν έσχες (με σημ. 1).
ετυμολογία: ερωτημ. και αόρ. *πο- < *kwo + παρ. επίθ. -θεν.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ποῖ-επίρρημα::
* McsElla.ποῖ-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ποῖ@wordaryElla,
παρατήρηση: ερωτηματικό προς ποιο μέρος, προς τα πού.
ετυμολογία: *πο- < *kwo + παλιό τοπικό επίθ. -ι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ποιέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ποιέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ποιέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐποίουν!~παρατατικός:ποιέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ποιήσω!~μέλλοντας:ποιέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐποίησα!~αόριστος:ποιέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.πεποίηκα!~παρακείμενος:ποιέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ποιήσομαι!~μέσος-μέλλοντας:ποιέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ποιηθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:ποιέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.πεποίημαι!~μέσος-και-παθητικός-παρακείμενος:ποιέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: κάνω, κατασκευάζω: ποιῶ ναὸν λίθου πωρίνου = κατασκευάζω (χτίζω) ένα ναό με πωρόλιθους.
σημασία2: παράγω, δημιουργώ: ποιῶ σίτου χιλίους μεδίμνους = παράγω χίλιους μεδίμνους σιτάρι.
* μέση φωνή ποιοῦμαι γεννώ: ποιοῦμαι παῖδας.
σημασία3: προκαλώ κάτι: οἱ ἄνεμοι μὲν οὐχ ὁρῶνται, ἃ δὲ ποιοῦσι φανερά = οι άνεμοι δεν είναι ορατοί, όσα όμως προκαλούν είναι ολοφάνερα.
σημασία4: δίνω, παρέχω: ποιῶ ἄδειάν τινι = δίνω αμνηστία σε κάποιον.
σημασία5: βάζω, τοποθετώ: τὰ λεπτὰ πλοῖα ἐντὸς ποιῶ = τοποθετώ τα αδύνατα πλοία στο κέντρο.
σημασία6: μέση φωνή ποιοῦμαί τινα ἑταῖρον = κάνω κάποιον φίλο μου.
* έκφραση περὶ πολλοῦ/περὶ ὀλίγου ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι σπουδαίο/ασήμαντο.
σημασία7: ως συνώνυμο του πράττω ενεργώ, κάνω, πράττω: εὖ ποιῶ τινα = ευεργετώ κάποιον. ἀγαθά/κακά ποιῶ τινα = κάνω καλό/κακό σε κάποιον. ποίει ὅπως βούλει.
οικογένεια: παράγωγα: ποίησις, ποιητής, ποιήτρια, ποίημα, ποιητός, σύνθετα: λογοποιός, τραγῳδοποιός, ἀντιποιέω, ἐκποιέω.
ετυμολογία: *ποιF- + παρ. επίθ. -έω > ποιέω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ποίημα-ατος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ποίημα-ατος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ποίημα-ατος-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: έργο, κατασκεύασμα: ἀνέθηκεν (= αφιέρωσε) εἰς Δελφοὺς κρατῆρα, ποίημα Γλαύκου.
σημασία2: ποιητικό έργο, ποίημα.
Νέα-Ελληνική: ποίημα (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ποιέω + παρ. επίθ. -μα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ποίησις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ποίησις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ποίησις-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: κατασκευή ή παραγωγή: τειχῶν οἰκοδόμησις καὶ νεῶν (= καραβιών) ποίησις.
σημασία2: σύνθεση ποιημάτων, ποίηση.
Νέα-Ελληνική: ποίηση (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ποιέω + παρ. επίθ. -σις.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ποιητής-οῦ-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ποιητής-οῦ-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ποιητής-οῦ-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: κατασκευαστής: ποιητὴς μηχανημάτων.
σημασία2: ποιητής (η εμφάνιση αυτής της σημασίας βασίστηκε στην αντίληψη ότι ο ποιητής ήταν κατασκευαστής στίχων, δηλ. τεχνίτης που συνέθετε στίχους με βάση κάποιους συνειδητοποιημένους κανόνες και με δική του προσπάθεια. Άλλοι θεωρούσαν τον ποιητή άτομο που απλώς ήταν το παθητικό φερέφωνο των Μουσών).
Νέα-Ελληνική: ποιητής (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ποιέω + παρ. επίθ. -τής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ποικίλος-η-ον-επίθετο::
* McsElla.ποικίλος-η-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ποικίλος-η-ον@wordaryElla,
* McsElla.ποικιλώτερος!~συγκριτικός:ποικίλος-η-ον@wordaryEllα,
* McsElla.ποικιλώτατος!~υπερθετικός:ποικίλος-η-ον@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που είναι πολύχρωμος ή που είναι διακοσμημένος με έγχρωμες παραστάσεις: ἡ Ποικίλη Στοά = στοά στην Αθήνα, διακοσμημένη με τοιχογραφίες του Πολυγνώτου.
σημασία2: αυτός που παίρνει διάφορες μορφές: ποικιλώτερος Πρωτέως = πιο πολύμορφος και από τον Πρωτέα (το θαλάσσιο θεό).
σημασία3: πολύπλοκος: ποικίλος νόμος.
Νέα-Ελληνική: ποικίλος.
ετυμολογία: *πεικ- «χρωματίζω με ποικίλα χρώματα, κεντώ».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ποιμαίνω-ρήμα::
* McsElla.ποιμαίνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ποιμαίνω@wordaryElla,
σημασία1: βόσκω: ποιμαίνω πρόβατα.
σημασία2: μεταφορικά φροντίζω για κάποιον ή για κάτι.
Νέα-Ελληνική: ποιμαίνω (στην εκκλησιαστική γλώσσα «φροντίζω για τη σωτηρία των πιστών»).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ποιμήν + παρ. επίθ. -αίνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ποιμήν-ένος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ποιμήν-ένος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ποιμήν-ένος-ὁ@wordaryElla,
σημασία: βοσκός.
οικογένεια: παράγωγα: ποιμαίνω, ποίμνη «κοπάδι», ποίμνιον «μικρό κοπάδι», ποιμαντικός.
Νέα-Ελληνική: ποιμένας.
ετυμολογία: *πωι- «βόσκω», παράβαλε ομηρικό πῶυ, τὸ «κοπάδι», παράβαλε αρχ. περσ. páyu «φύλακας».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ποῖος-ποία-ποῖον-αντωνυμία::
* McsElla.ποῖος-ποία-ποῖον-αντωνυμία@wordaryElla,
* McsElla.αντωνυμία.ποῖος-ποία-ποῖον@wordaryElla,
παρατήρηση: ερωτηματική, συχνά με άρθρο
σημασία: ποιου είδους, τι ποιότητας (είναι αυτός): λέγεις δὲ τὴν ποίαν κατάστασιν ὀλιγαρχίαν; = ποιο είδος πολιτεύματος χαρακτηρίζεις ολιγαρχία;
Νέα-Ελληνική: ποιος (που αντιστοιχεί στο αρχ. τίς).
ετυμολογία: ερωτημ. μόριο *πο- + παρ. επίθ. -(ο)ῖος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πολέμαρχος-άρχου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.πολέμαρχος-άρχου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.πολέμαρχος-άρχου-ὁ@wordaryElla,
παρατήρηση: στην Αθήνα ένας από τους ἐννέα ἄρχοντας (βλέπε ἄρχων).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πολέμιος-ία-ον-επίθετο::
* McsElla.πολέμιος-ία-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.πολέμιος-ία-ον@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που έχει σχέση με τον πόλεμο: τὰ πολέμια = οι πολεμικές επιχειρήσεις.
σημασία2: εχθρικός: ἡ πολεμία γῆ.
* ως ουσιαστικό ὁ πολέμιος = ο εχθρός.
Νέα-Ελληνική: πολέμιος (λόγ., με σημ. 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη πόλεμος + παρ. επίθ. -ιος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πόλις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.πόλις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.πόλις-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: πόλη, αστικό κέντρο.
σημασία2: πολιτεία, κράτος, πόλη-κράτος (η πόλις δεν περιλάμβανε μονάχα ένα αστικό κέντρο αλλά επιπροσθέτως και τη γύρω ύπαιθρο· επιπλέον ήταν ανεξάρτητο κράτος): τὰ τῆς πόλεως = οι υποθέσεις της πολιτείας.
οικογένεια: παράγωγα: πολίζω «ιδρύω πόλη», πόλισμα, πολίτης, σύνθετα: πολιοῦχος.
Νέα-Ελληνική: πόλη (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: *πελ- «φρούριο», λιθουανικός pilis «φρούριο».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πολιτεία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.πολιτεία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.πολιτεία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: τα πολιτικά δικαιώματα: πολιτείαν δίδωμί τινι.
σημασία2: ο καθημερινός τρόπος ζωής ενός πολίτη.
σημασία3: διακυβέρνηση, διοίκηση: ἔφη ἀρίστους εἶναιν πολιτείᾳ τοὺς τὰ πολιτικὰ εὖ πράττοντας = είπε ότι στη διοίκηση είναι άριστοι εκείνοι που χειρίζονται σωστά τις πολιτικές υποθέσεις. ἄγω τὴν πολιτείαν = κατευθύνω (ασκώ) τη διακυβέρνηση.
σημασία4: πολιτικό σύστημα, πολίτευμα: χρώμεθα πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους = έχουμε πολίτευμα το οποίο δε μιμείται τους νόμους των γειτόνων μας.
Νέα-Ελληνική: πολιτεία (με τις σημ. 3, 4).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη πολίτης + παρ. επίθ. -εία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πολιτεύω-ρήμα::
* McsElla.πολιτεύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.πολιτεύω@wordaryElla,
* McsElla.ἐπολίτευον!~παρατατικός:πολιτεύω@wordaryElla,
* McsElla.πολιτεύσω!~μέλλοντας:πολιτεύω@wordaryElla,
* McsElla.πολιτεύσομαι!~μέσος-μέλλοντας:πολιτεύω@wordaryElla,
* McsElla.ἐπολιτευσάμην!~μέσος-αόριστος:πολιτεύω@wordaryElla,
* McsElla.ἐπολιτεύθην!~παθητικός-αόριστος:πολιτεύω@wordaryElla,
* McsElla.πεπολίτευμαι!~παθητικός-παρακείμενος:πολιτεύω@wordaryElla,
σημασία1: ζω ως πολίτης σε ελεύθερη πολιτεία: ἐλευθέρως πολιτεύομεν = ζούμε ελεύθεροι.
σημασία2: κυβερνώ με ορισμένο τρόπο: κατ' ὀλιγαρχίαν πολιτεύουσι = κυβερνούν με ολιγαρχικό τρόπο.
σημασία3: μέση φωνή ως αποθετικό πολιτεύομαι
σημασίαα: ζω ως ελεύθερος πολίτης: πολιτεύομαι ἐν δημοκρατίᾳ/ἐν ἐλευθερίᾳ.
συνώνυμα: πολιτεύω.
σημασίαβ: παίρνω μέρος στη διοίκηση της πόλης: οἱ ἰδιωτεύοντες καὶ οἱ πολιτευόμενοι = όσοι περιορίζονται στην ιδιωτική σφαίρα και όσοι αναμειγνύονται στην πολιτική.
Νέα-Ελληνική: πολιτεύομαι (με τις σημ. 3α, 3β).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη πολίτης + παρ. επίθ. -εύω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πολίτης-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.πολίτης-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.πολίτης-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: ελεύθερος άνθρωπος, που έχει πλήρη πολιτικά δικαιώματα στην πόλη όπου ζει. (Αντίθετα, στην Αθήνα λ.χ., οι γυναίκες, οι δούλοι, οι μέτοικοι και τα παιδιά είχαν περιορισμένα ή καθόλου πολιτικά δικαιώματα).
σημασία2: συμπολίτης: ἐμὸς πολίτης.
οικογένεια: παράγωγα: πολιτεύω, πολιτικός.
Νέα-Ελληνική: πολίτης (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη πόλις + παρ. επίθ. -ίτης.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πολλάκις-επίρρημα::
* McsElla.πολλάκις-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.πολλάκις@wordaryElla,
σημασία1: πολλές φορές: πολλάκις καὶ οὐχ ἅπαξ = πολλές και όχι μία φορά.
σημασία2: εἰ/ἐὰν πολλάκις = εάν κατά τύχη, εάν ίσως.
Νέα-Ελληνική: πολλάκις (λόγ., με τη σημ. 1).
ετυμολογία: πολλά + -άκις κατά το δεκ-άκις.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πολλαχῇ-επίρρημα::
* McsElla.πολλαχῇ-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.πολλαχῇ@wordaryElla,
σημασία1: πολλές φορές.
συνώνυμα: πολλάκις.
σημασία2: με πολλούς τρόπους: πολλαχῇ εἰκάζεται = (κάτι) συμπεραίνεται με πολλούς τρόπους.
ετυμολογία: πολλά + παρ. επίθ. -αχ-ῆ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πολλαχοῦ-επίρρημα::
* McsElla.πολλαχοῦ-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.πολλαχοῦ@wordaryElla,
σημασία: σε πολλά μέρη: ἐμοῦ πολλάκις ἀκηκόατε πολλαχοῦ λέγοντος = εμένα με έχετε ακούσει να μιλώ πολλές φορές και σε πολλά μέρη.
ετυμολογία: πολλά + παρ. επίθ. -αχ-οῦ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πολυπραγμονέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.πολυπραγμονέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.πολυπραγμονέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: ασχολούμαι με πολλά πράγματα.
σημασία2: ανακατεύομαι σε ξένες υποθέσεις: ἕκαστος τὰ ἑαυτοῦ δεῖ πράττειν καὶ μὴ πολυπραγμονεῖν = ο καθένας πρέπει να ασχολείται με τη δουλειά του και να μην ανακατεύεται σε ξένες υποθέσεις.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη πολυπράγμων + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πολυπράγμων-ων-ον-επίθετο::
* McsElla.πολυπράγμων-ων-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.πολυπράγμων-ων-ον@wordaryElla,
παρατήρηση: συνήθως ως αρνητικός χαρακτηρισμός αυτός που ανακατεύεται σε ξένες υποθέσεις, περίεργος.
Νέα-Ελληνική: πολυπράγμων.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη πολύς + *πραγ- (πράττω, πρᾶγ-μα) + παρ. επίθ. -μων.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πολύς-πολλή-πολὺ-επίθετο::
* McsElla.πολύς-πολλή-πολὺ-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.πολύς-πολλή-πολὺ@wordaryElla,
* McsElla.πλείων-πλείων-πλεῖον!~συγκριτικός:πολύς-πολλή-πολὺ@wordaryElla,
* McsElla.πλέων-πλέων-πλέον!~συγκριτικός:πολύς-πολλή-πολὺ@wordaryElla,
* McsElla.πλεῖστος!~υπερθετικός:πολύς-πολλή-πολὺ@wordaryElla,
βαθμοί: βλέπε πλείων.
σημασία1: πολύς (σε αριθμό, πλήθος ή ποσότητα).
αντώνυμα: ὀλίγος.
* ως ουσιαστικό οἱ πολλοὶ ο απλός λαός, οι κοινοί θνητοί, η μάζα.
αντώνυμα: οἱ μείζω κεκτημένοι «οι πλουσιότεροι», οἱ κομψότεροι «οι πιο καλλιεργημένοι».
σημασία2: αυτός που είναι μεγάλος, δυνατός ή έντονος: πολλὴ ἀλογία = μεγάλη απερισκεψία.
σημασία3: αυτός που έχει μεγάλη αξία: περὶ πολλοῦ ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι πολύ σημαντικό.
σημασία4: αυτός που έχει μεγάλη έκταση: πολλὴ ὁδός = μακρύς δρόμος. πολλὴ ἡ Σικελία = η Σικελία είναι μεγάλη.
σημασία5: αυτός που έχει μεγάλη διάρκεια: ἐπὶ πολλῷ = για πολύ χρόνο. πρὸ πολλοῦ = πριν από πολύ χρόνο.
σημασία6: ως επίρρημα
σημασίαα: πολύ, τὸ πολύ, ὡς τὸ πολύ, τὰ πολλά, ὡς τὰ πολλὰ σε μεγάλο βαθμό, ποσότητα ή ένταση, πολύ, πολύ συχνά: τὰ πολλὰ τυραννίδες ἐν ταῖς πόλεσι καθίσταντο = πολύ συχνά στις πόλεις αναλάμβαναν τύραννοι την εξουσία. ὡς τὰ πολλὰ πολεμοῦσιν = πολύ συχνά κάνουν πόλεμο.
σημασίαβ: με προθέσεις διὰ πολλοῦ = σε μεγάλη απόσταση. ἐκ πολλοῦ = από μεγάλη απόσταση. ἐπὶ πολύ = επί πολύ χρόνο ή σε μεγάλη έκταση.
σημασίαγ: με συγκριτικά πολὺ μᾶλλον = πολύ περισσότερο.
οικογένεια: σύνθετα: πολυμήχανος, πολλαπλάσιος, πολλοστός, πολλάκις, πολλαχοῦ.
Νέα-Ελληνική: πολύς (με τις σημ. 1, 2, 5) & πολύ (με σημ. «πολύ» του 6α) & επί πολύ (με σημ. 6β).
ετυμολογία: πολ-ύς, παράβαλε αρχ. ινδ. purú «πολύς».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πομπή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.πομπή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.πομπή-ῆς-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: αποστολή: ἡ τοῦ ἐνυπνίου (= του ονείρου) πομπὴ ὑπὸ Διὸς τῷ Ἀγαμέμνονι. πομπὴ ξύλων = αποστολή ξυλείας.
σημασία2: θρησκευτική πομπή.
οικογένεια: παράγωγα: πομπεύω, πομπεία.
Νέα-Ελληνική: πομπή (με τη σημ. 2, και «στρατιωτική πομπή»).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη πέμπω + παρ. επίθ. -ή, τροπή ε σε ο.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πονέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.πονέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.πονέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐπόνουν!~παρατατικός:πονέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.πονήσω!~μέλλοντας:πονέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐπόνησα!~αόριστος:πονέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.πεπόνηκα!~παρακείμενος:πονέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐπεπονήκειν!~υπερσυντέλικος:πονέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐπονήθην!~παθητικός-αόριστος:πονέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.πεπόνημαι!~παθητικός-παρακείμενος:πονέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: στη μέση φωνή απόλ. πονοῦμαι κοπιάζω, μοχθώ, ασχολούμαι: περί τι πονοῦμαι = ασχολούμαι με κάτι.
σημασία2: με αιτ. κοπιάζω για κάτι: ἀνήνυτα πονῶ = κοπιάζω για κάτι που δεν έχει τελειωμό.
σημασία3: πόνον πονῶ υποβάλλομαι σε κόπους ή ταλαιπωρίες.
οικογένεια: παράγωγα: πόνημα.
Νέα-Ελληνική: πονώ «έχω πόνο, υποφέρω».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη πόνος + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πονηρία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.πονηρία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.πονηρία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: κακή κατάσταση: πονηρία τοῦ σώματος.
σημασία2: κακία, πανουργία: πονηρία ψυχῆς.
Νέα-Ελληνική: πονηρία (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη πονηρός + παρ. επίθ. -ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πονηρός-ά-ὸν-επίθετο::
* McsElla.πονηρός-ά-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.πονηρός-ά-ὸν@wordaryElla,
* McsElla.πονηρότερος!~συγκριτικός:πονηρός-ά-ὸν@wordaryEllα,
* McsElla.πονηρότατος!~υπερθετικός:πονηρός-ά-ὸν@wordaryElla,
σημασία1: που βρίσκεται σε κακή κατάσταση, άχρηστος: πονηρὸν σῶμα = ασθενικό σώμα. πονηρὸν στράτευμα = άχρηστο στράτευμα.
σημασία2: με ηθική σημ. κακός, πανούργος: πονηρὸς καὶ ἐκ πονηρῶν = κακός και από κακούς γονείς.
οικογένεια: παράγωγα: πονηρία, πονηρεύομαι, πονηρῶς ή πονήρως.
Νέα-Ελληνική: πονηρός (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη πονέω + παρ. επίθ. -ηρός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πόνος-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.πόνος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.πόνος-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: κόπος: μετὰ πολλοῦ πόνου = με πολύ κόπο.
σημασία2: πόνος: ὁ πόνος κατέβαινεν ἐς τὰ στήθη = ο πόνος κατέβαινε (από το κεφάλι) στο στήθος.
Νέα-Ελληνική: πόνος (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: *πεν- «κοπιώ, εργάζομαι» (πέν-ομαι).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πόντος-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.πόντος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.πόντος-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: θάλασσα: πνεῦμα (= άνεμος) ἐκ πόντου.
οικογένεια: παράγωγα: ποντίζω, πόντιος, ποντικός.
ετυμολογία: πόντ-ος «γέφυρα που ενώνει τις δύο απέναντι ακτές (π.χ. Ελλήσποντος», ομόρρ. με λατινικός pons, pontis «γέφυρα».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πορθέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.πορθέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.πορθέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: καταστρέφω, λεηλατώ: ἐπόρθουν ἐκ τῶν ἱερῶν τὰ ἀγάλματα = λεηλατούσαν από τους ναούς τα αγάλματα. ὅλη ἡ Ἑλλὰς πεπόρθηται = όλη η Ελλάδα ερημώθηκε.
οικογένεια: παράγωγα: πόρθησις, πορθητής.
ετυμολογία: *περθ-, *πορθ- «καταστρέφω», άγνωστης αρχής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πορίζω-ρήμα::
* McsElla.πορίζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.πορίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐπόριζον!~παρατατικός:πορίζω@wordaryElla,
* McsElla.ποριῶ!~μέλλοντας:πορίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐπόρισα!~αόριστος:πορίζω@wordaryElla,
* McsElla.πεπόρικα!~παρακείμενος:πορίζω@wordaryElla,
* McsElla.ποριοῦμαι!~μέσος-μέλλοντας:πορίζω@wordaryElla,
* McsElla.πορισθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:πορίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐπορισάμην!~μέσος-αόριστος:πορίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐπορίσθην!~παθητικός-αόριστος:πορίζω@wordaryElla,
* McsElla.πεπόρισμαι!~παρακείμενος:πορίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐπεπορίσμην!~παθητικός-υπερσυντέλικος:πορίζω@wordaryElla,
σημασία1: δίνω, παρέχω: πορίζω τροφὴν τοῖς στρατιώταις.
σημασία2:
σημασίαα: μέση φωνή πορίζομαι εξασφαλίζω κάτι για τον εαυτό μου: πορίζομαι τὰ ἐπιτήδεια = προμηθεύομαι τα αναγκαία τρόφιμα.
σημασίαβ: παθ. φωνή πορίζομαι εξασφαλίζομαι: ἤδη τὰ τῆς παρασκευῆς ἐπεπόριστο = τα απαραίτητα εφόδια είχαν ήδη εξασφαλιστεί.
οικογένεια: παράγωγα: πορισμός.
Νέα-Ελληνική: πορίζομαι (με τη σημ. 2α).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη πόρος + παρ. επίθ. -ίζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πόρος-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.πόρος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.πόρος-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: στενός θαλάσσιος δρόμος, πέρασμα.
σημασία2: τρόπος με τον οποίο εξασφαλίζει ή πετυχαίνει κανείς κάτι: οὐδεὶς πόρος ἐφαίνετο τῆς ἁλώσεως = δε φαινόταν να υπάρχει κανένας τρόπος για να πετύχουν την κατάκτηση. πόρος χρημάτων = τρόπος για να βρεθούν χρήματα.
οικογένεια: παράγωγα: πορίζω, πορευτός, πορεία, σύνθετα: ἄπορος, εὔπορος, ἀπορέω, ἀπορία.
Νέα-Ελληνική: πόρος (με τη σημ. 1, και οι πόροι «τα χρηματικά μέσα»).
ετυμολογία: *περ- «εισδύω, διαπερνώ».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πόρρω-επίρρημα::
* McsElla.πόρρω-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.πόρρω@wordaryElla,
* McsElla.πορρωτέρω!~συγκριτικός:πόρρω@wordaryElla,
* McsElla.πορρωτάτω!~υπερθετικός:πόρρω@wordaryElla,
παρατήρηση: ο κοινός τύπος είναι πρόσω.
σημασία1: μακριά: εἴτε ἐγγύς, εἴτε πόρρω. πόρρω που = κάπου μακριά.
αντώνυμα: ἐγγύς, πλησίον.
σημασία2: με γενική
σημασίαα: τοπικά πιο πέρα, παραπέρα: πόρρω τοῦ ποταμοῦ προβαίνω (= προχωρώ). μακριά από: οὐ πόρρω τῶν βωμῶν.
σημασίαβ: χρονικά σε προχωρημένο χρόνο: διελεγόμην πόρρω τῶν νυκτῶν = παρέτεινα τη συζήτηση ως αργά τη νύχτα.
οικογένεια: παράγωγα: πόρρωθεν.
Νέα-Ελληνική: στη φρ. πόρρω απέχει (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: *πρό-τjω (για το σχηματισμό παράβαλε εἴ-σω, ὀπίσω) > πρόσω και (με μετάθεση του -ρ) πόρσω, αττ. πόρρω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πόρρωθεν-επίρρημα::
* McsElla.πόρρωθεν-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.πόρρωθεν@wordaryElla,
σημασία: από μακριά.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη πόρρω + παρ. επίθ. -θεν.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Ποσιδηϊὼν--Ποσιδεών-ῶνος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.Ποσιδηϊὼν-ῶνος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Ποσιδηϊὼν-ῶνος-ὁ@wordaryElla,
* McsElla.Ποσιδεών-ῶνος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Ποσιδεών-ῶνος-ὁ@wordaryElla,
σημασία: ο έκτος μήνας του αττικού έτους, από 15 Νοεμβρίου έως 15 Δεκεμβρίου.
ετυμολογία: Ποσιδ- + επίθ. -ηϊών/-εών, παράβαλε Ποσειδῶν, -ῶνος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πόσος-η-ον-αντωνυμία::
* McsElla.πόσος-η-ον-αντωνυμία@wordaryElla,
* McsElla.αντωνυμία.πόσος-η-ον@wordaryElla,
παρατήρηση: ερωτηματική
σημασία1: πόσος είναι ως προς τον αριθμό: πόσοι εἰσὶν οἱ Λακεδαιμόνιοι.
σημασία2: πόσο μακριά: ἐπήρετο πόση τις ὁδὸς εἴη = ρώτησε πόση είναι η απόσταση (που έπρεπε να διανύσει).
σημασία3: πόσο χρόνο: πόσου χρόνου = πότε.
σημασία4: πόση αξία: πόσου διδάσκει; = πόσα παίρνει για να διδάξει;
σημασία5: πόσο μεγάλος: πόσος πόθος; = πόση επιθυμία;
οικογένεια: παράγωγα: ποσάκις, πόσε «προς τα πού».
Νέα-Ελληνική: πόσος (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: *ποτι- (από ερωτηματ. *πο-) + παρ. επίθ. -ος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ποτέ-μόριο::
* McsElla.ποτέ-μόριο@wordaryElla,
* McsElla.μόριο.ποτέ@wordaryElla,
παρατήρηση: εγκλιτικό κάποτε.
* ποτὲ μέν… ποτὲ δέ… = άλλοτε… άλλοτε…
ετυμολογία: αντων. ρίζα *πο- + παρ. επίθ. -τε, με τονισμό ποτέ ως αντώνυμο του πότε).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πότερος-τέρα-τερον-αντωνυμία::
* McsElla.πότερος-τέρα-τερον-αντωνυμία@wordaryElla,
* McsElla.αντωνυμία.πότερος-τέρα-τερον@wordaryElla,
σημασία1: ερωτηματική ποιος από τους δύο: πότερος καλλίων ἐστί, ὁ πατὴρ ἢ ὁ πάππος;
σημασία2: ως επίρρημα πότερον & πότερα ποιο από τα δύο: ἡ μήτηρ διηρώτα τὸν Κῦρον πότερον βούλοιτο, μένειν ἢ ἀπιέναι = η μητέρα ρωτούσε επίμονα τον Κύρο τι από τα δύο θέλει, να μείνει ή να φύγει.
ετυμολογία: αντων. ρίζα *πο- + παρ. επίθ. -τερος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
που-επίρρημα::
* McsElla.που-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.που@wordaryElla,
παρατήρηση: εγκλιτικό
σημασία1: κάπου: ὁρῶσιν ἱππέας που πέραν τοῦ ποταμοῦ = βλέπουν ιππείς κάπου πέρα από το ποτάμι.
σημασία2: κατά κάποιον τρόπο: εἰ που δέοι τι τῆς φάλαγγος = εάν έχει κατά κάποιον τρόπο ανάγκη η παράταξη.
ετυμολογία: αντων. ρίζα *πο- + παρ. επίθ. -ου.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πούς-ποδός-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.πούς-ποδός-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.πούς-ποδός-ὁ@wordaryElla,
σημασία: πόδι.
οικογένεια: παράγωγα: πόδιον, ποδίζω, σύνθετα: ἄπους, τρίπους, ἐμποδών, ἐμπόδιον, ὑποπόδιον.
Νέα-Ελληνική: πόδι.
ετυμολογία: *πεδ- (πέδ-ον «έδαφος»), λατινικός pes, pedis «πόδι», δωρ. ὁ πός, που οδηγεί στην υποψία ότι η διφθογγος -ου- (πούς) ίσως σχηματίστηκε κατά το ὀδούς].
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πρᾶγμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.πρᾶγμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.πρᾶγμα-ατος-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: κάτι που έχει πραχθεί, που έχει γίνει, το έργο ή η πράξη: γυναίου πρᾶγμα ἐποίει = έκανε ό,τι κάνουν οι γυναικούλες.
σημασία2: υπόθεση, πράγμα: τὸ πρᾶγμα εἰς ὑπέρδεινόν μοι περιέστη = το πράγμα κατέληξε να είναι για μένα φοβερό.
* εκφράσεις πρᾶγμά ἐστί μοι = είναι ανάγκη (να κάνω κάτι). οὐδὲν πρᾶγμα = δε χρειάζεται (να γίνει κάτι), δεν πειράζει.
σημασία3: στον πληθυντικό πράγματα
σημασίαα: περιστάσεις ή υποθέσεις: ἐν εἰρήνῃ καὶ ἐν ἀγαθοῖς πράγμασι αἱ πόλεις ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι = σε καιρό ειρήνης και σε ευνοϊκές περιστάσεις οι πολίτες κρίνουν καλύτερα (απ' ό,τι κρίνουν σε καιρό πολέμου).
σημασίαβ: οι υποθέσεις της πολιτείας: τὰ κοινά/τὰ πολιτικὰ πράγματα. οἱ ἐν τοῖς πράγμασι =οι κυβερνώντες.
σημασίαγ: ενοχλητικές, δυσάρεστες καταστάσεις: πράγματα παρέχω τινί = προκαλώ ενοχλήσεις σε κάποιον.
οικογένεια: παράγωγα: πραγματεία, πραγματεύομαι.
Νέα-Ελληνική: πράγμα (με τις σημ. 1, 2) & πράγματα (με τη σημ. 3β).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *πραγ- (πβ. πράττω) + παρ. επίθ. -μα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πραγματεία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.πραγματεία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.πραγματεία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: σοβαρή απασχόληση με κάτι, και γενικά ασχολία, δραστηριότητα: τοῦ πολιτικοῦ πᾶσα ἡ πραγματεία περὶ πόλιν ἐστί.
σημασία2: πραγμάτευση/μελέτη ενός θέματος.
Νέα-Ελληνική: πραγματεία (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη πραγματεύομαι + παρ. επίθ. -εία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πρᾶξις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.πρᾶξις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.πρᾶξις-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: ενέργεια, πραγματοποίση, εκτέλεση: ἡ πρᾶξις τῶν ἔργων.
σημασία2: καλή ή κακή τύχη: ἀπέκλαιε τὴν ἑαυτοῦ πρᾶξιν = έκλαιγε για την κακή του τύχη.
Νέα-Ελληνική: πράξη (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *πρακ-, *πραγ- (πράττω) + παρ. επίθ. -σις.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πράττω-ρήμα::
* McsElla.πράττω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.πράττω@wordaryElla,
* McsElla.ἔπραττον!~παρατατικός:πράττω@wordaryElla,
* McsElla.πράξω!~μέλλοντας:πράττω@wordaryElla,
* McsElla.ἔπραξα!~αόριστος:πράττω@wordaryElla,
* McsElla.πέπραγα!~παρακείμενος-μεταβατική-και-αμετάβατη-σημασία:πράττω@wordaryElla,
* McsElla.πέπραχα-«έχω-κάνει-κάτι»!~παρακείμενος-μεταβατική-και-αμετάβατη-σημασία:πράττω@wordaryElla,
* McsElla.ἐπεπράχειν!~υπερσυντέλικος-μεταβατική-και-αμετάβατη-σημασία:πράττω@wordaryElla,
* McsElla.ἐπεπράγειν!~υπερσυντέλικος-μεταβατική-και-αμετάβατη-σημασία:πράττω@wordaryElla,
* McsElla.πράξομαι!~μέσος-μέλλοντας:πράττω@wordaryElla,
* McsElla.ἐπραξάμην!~μέσος-αόριστος:πράττω@wordaryElla,
* McsElla.πραχθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:πράττω@wordaryElla,
* McsElla.ἐπράχθην!~παθητικός-αόριστος:πράττω@wordaryElla,
* McsElla.πέπραγμαι!~παρακείμενος:πράττω@wordaryElla,
παρατήρηση: ο κοινός τύπος είναι πράσσω.
σημασία1: πραγματοποιώ, κατορθώνω, ενεργώ: ἔπραξε τὴν Κυπρίων ἀπόστασιν = πραγματοποίησε (πέτυχε) την αποστασία των Κυπρίων. πράττω εἰρήνην/περὶ εἰρήνης = κατορθώνω να γίνει ειρήνη. ἔπρασσεν ὅπως πόλεμος γένηται.
σημασία2: ασχολούμαι με κάτι: ἕκαστος τὰ ἑαυτοῦ πράττει. οἱ τὰ κοινὰ πράττοντες = αυτοί που ασχολούνται με την πόλη.
σημασία3: ως αμετάβ. βρίσκομαι σε μια (καλή ή κακή) κατάσταση: εὖ/κακῶς πράττω = ευτυχώ/δυστυχώ ή ενεργώ καλά/άσχημα. Οἱ μὲν δὴ ἐν τῇ Πλαταίᾳ οὕτως ἐπεπράγεσαν = όσοι μπήκαν στην Πλάταια σε αυτήν την κατάσταση βρέθηκαν.
σημασία4: εισπράττω: πράττω τὰς εἰσφοράς.
* στη μέση φωνή πράττομαι εισπράττω για τον εαυτό μου: τοῦτον χρήματα ἐπράξαντο = από αυτόν εισέπραξαν χρήματα.
οικογένεια: παράγωγα: πρᾶγμα, πρᾶξις, πρακτέος, πρακτικός, πραγματεύομαι, πραγματεία.
Νέα-Ελληνική: πράττω (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: *πρακ- (*πραγ-) + παρ. επίθ. -jω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πρεσβεία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.πρεσβεία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.πρεσβεία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: αξίωμα, αξιοπρέπεια: πρεσβείᾳ ὑπερέχει = υπερέχει κατά το αξίωμα.
σημασία2: αποστολή πρεσβείας, αντιπροσωπεία.
σημασία3: πρεσβευτές, αντιπρόσωποι.
Νέα-Ελληνική: η πρεσβεία «μεσολάβηση», τα πρεσβεία «η τιμή που απολαμβάνουν οι γεροντότεροι».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη πρεσβεύω + παρ. επίθ. -εία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πρεσβεύω-ρήμα::
* McsElla.πρεσβεύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.πρεσβεύω@wordaryElla,
* McsElla.ἐπρέσβευον!~παρατατικός:πρεσβεύω@wordaryElla,
* McsElla.πρεσβεύσω!~μέλλοντας:πρεσβεύω@wordaryElla,
* McsElla.πεπρέσβευκα!~παρακείμενος:πρεσβεύω@wordaryElla,
* McsElla.ἐπρεσβευσάμην!~μέσος-αόριστος:πρεσβεύω@wordaryElla,
* McsElla.πεπρέσβευμαι!~παθητικός-παρακείμενος:πρεσβεύω@wordaryElla,
σημασία1: είμαι μεγαλύτερος στην ηλικία (από άλλους): Ξέρξης ἐπρέσβευε τῶν ἄλλων τέκνων Δαρείου.
σημασία2: τιμώ, εκτιμώ: τὸ πρεσβύτερον τοῦ νεωτέρουστὶ πρεσβευόμενον = ο γεροντότερος πρέπει να τιμάται περισσότερο από τον νεότερο.
σημασία3: πηγαίνω κάπου ως πρεσβευτής: πρὸς τὸν βασιλέα πρεσβεύων ᾤχετο = έφυγε για να πάει ως πρεσβευτής στο βασιλιά.
σημασία4: μέση φωνή πρεσβεύομαι στέλνω πρεσβευτές: Ἀθηναῖοι ἐς τὴν Πελοπόννησονπρεσβεύοντο.
Νέα-Ελληνική: πρεσβεύω «έχω την άποψη, πιστεύω».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη πρέσβης + παρ. επιθ. -εύω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πρεσβύτερος-τέρα-τερον-επίθετο::
* McsElla.πρεσβύτερος-τέρα-τερον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.πρεσβύτερος-τέρα-τερον@wordaryElla,
παρατήρηση: συγκριτικός βαθμός του επιθέτου πρέσβυς
σημασία1: γεροντότερος.
σημασία2: ανώτερος, σπουδαιότερος.
Νέα-Ελληνική: πρεσβύτερος (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη πρέσβυς + παρ. επίθ. -τερος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πρεσβύτης-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.πρεσβύτης-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.πρεσβύτης-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: ηλικιωμένος άνθρωπος, γέροντας.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη πρέσβυς + παρ. επίθ. -της.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πριάμενος-μένη-μενον-επίθετο::
* McsElla.πριάμενος-μένη-μενον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.πριάμενος-μένη-μενον@wordaryElla,
παρατήρηση: μετοχή αορ. β΄ του ὠνέομαι -οῦμαι «αγοράζω».
ετυμολογία: μτχ. από ἐπριάμην, βλέπε ὠνέομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πρὸ-πρόθεση::
* McsElla.πρὸ-πρόθεση@wordaryElla,
* McsElla.πρόθεση.πρὸ@wordaryElla,
σημασίαΑ: με γενική δηλώνει
σημασία1: μπροστά σε: τεθαμμένοι εἰσὶ πρὸ τῶν πυλῶν = είναι θαμμένοι μπροστά στις πύλες.
* με επέκταση στην πρώτη γραμμή για να υπερασπιστώ κάποιον ή κάτι: πρὸ τῆς Ἑλλάδος ἀποθνῄσκειν = το να πεθαίνεις για την Ελλάδα.
σημασία2: πριν από: πρὸ τοῦ θανάτου καὶ μετὰ τὸν θάνατον.
σημασία3: προτίμηση: αἱροῦμαι πρὸ δουλείας θάνατον = προτιμώ το θάνατο από τη δουλεία.
σημασίαΒ: ως α΄ συνθετικό δηλώνει
σημασίαα: μπροστά από κάτι, π.χ. προπύλαια, προβαίνω.
σημασίαβ: πλησίον, κοντά, π.χ. πρόχειρος.
σημασίαγ: πριν από κάτι, π.χ. προλέγω.
Νέα-Ελληνική: προ (λόγ., με σημ. Α1, 2) & προ- (με σημ. Βα, γ).
ετυμολογία: *περ- (πέραν, πείρω), λατινικός pro, αρχ. σλαβ. pro, αρχ. ινδ. pra, πρωΐ από το μακρό θέμα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
προαγορεύω-ρήμα::
* McsElla.προαγορεύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.προαγορεύω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἀγορεύω.
σημασία1: προειδοποιώ για κάτι δημόσια: πολλάκις προηγορεύομεν ἃ ἐμέλλομεν ὑπὸ Ἀθηναίων βλάπτεσθαι = πολλές φορές προειδοποιούσαμε δημόσια για τη ζημιά που θα μας προξενούσαν οι Αθηναίοι.
σημασία2: προλέγω, προμαντεύω: οἱ μάντεις προαγορεύουσι τοῖς ἄλλοις τὸ μέλλον = οι μάντεις προλέγουν στους άλλους αυτά που θα τους συμβούν.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη πρό + ἀγορεύω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
προάγω-ρήμα::
* McsElla.προάγω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.προάγω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἄγω.
σημασία1: οδηγώ προς τα εμπρός ή συνοδεύω κάποιον: προήγαγον αὐτοὺς μέχρι Δήλου = τους συνόδευσαν ως τη Δήλο.
* ως αμετάβ. πηγαίνω μπροστά: σοῦ προάγοντος ἐγὼ ἐφεσπόμην = καθώς πήγαινες εσύ μπροστά, εγώ ακολούθησα.
σημασία2: φέρνω κάτι σε ένα πιο προχωρημένο στάδιο, το εξελίσσω, το προάγω: προάγω τὰ πράγματα ἐπὶ τὸ βέλτιον = οδηγώ την κατάσταση σε ένα καλύτερο σημείο.
* για πρόσωπα προβιβάζω, προάγω.
σημασία3: παρακινώ ή παρασύρω κάποιον: ἐγὼ προήγαγον ἡμᾶς ἄξια τῶν προγόνων φρονεῖν = εγώ σας παρακίνησα να έχετε σύνεση αντάξια των προγόνων σας. εἰς τοῦτο ὀργῆς προήχθησαν ὥστε... = παρασύρθηκαν σε τέτοιο σημείο οργής, ώστε να...
οικογένεια: παράγωγα: προαγωγός.
Νέα-Ελληνική: προάγω (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη πρό + ἄγω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
προαίρεσις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.προαίρεσις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.προαίρεσις-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: προτίμηση, επιλογή: οὐκ ἀναγκαίως... ἀλλ'κ προαιρέσεως καὶ βουλήσεως = (δεν το κάνετε αυτό) αναγκαστικά, αλλά με δική σας επιλογή και θέληση (προαιρετικά). παρὰ προαίρεσιν = παρά τη θέλησή μου.
σημασία2: σκοπός: προαίρεσις βίου = ο σκοπός της ζωής.
σημασία3: προαίρεσις πολιτείας σύστημα ή τρόπος διακυβέρνησης.
Νέα-Ελληνική: προαίρεση «ελεύθερη επιλογή και απόφαση».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη πρό + αἵρεσις.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
προαιρέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.προαιρέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.προαιρέω-ῶ@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε αἱρέω -ῶ.
σημασία1: βγάζω κάτι έξω: ἐντεῦθεν προαιροῦντες τὸν σῖτον ἐπώλουν = αφού έβγαζαν το σιτάρι από εκεί (από την αποθήκη), το πουλούσαν.
σημασία2: μέση φωνή προαιροῦμαι προτιμώ: δεῖ πρὸ του κεκινημένου τὸν σώφρονα προαιρεῖσθαι φίλον = αντί για έναν έξαλλο, πρέπει να προτιμήσει κανείς ένα μυαλωμένο φίλο.
οικογένεια: παράγωγα: προαίρεσις.
Νέα-Ελληνική: προαιρούμαι (λόγ., με τη σημ. 2, λ.χ. δώστε ό,τι προαιρείσθε).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη πρό + αἱρέω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
προακούω-ρήμα::
* McsElla.προακούω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.προακούω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἀκούω.
σημασία: ακούω κάτι από πριν, ενημερώνομαι γι' αυτό: οἱ Ἐφέσιοι οὔτε προακηκοότες ὡς εἶχε περὶ τῶν Χίων... ἔκτεινον αὐτούς = οι Εφέσιοι, επειδή δεν είχαν ενημερωθεί σχετικά με τους Χίους, τους σκότωναν.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη πρό + ἀκούω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
προαποθνῄσκω-ρήμα::
* McsElla.προαποθνῄσκω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.προαποθνῄσκω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε θνῄσκω.
σημασία1: πεθαίνω πριν από κάποιον άλλο.
σημασία2: πεθαίνω πρόωρα (για χάρη κάποιου): Κόδρος προαπέθανε ὑπὲρ τῆς βασιλείας τῶν παίδων = ο βασιλιάς Κόδρος δέχτηκε να πεθάνει πρόωρα για χάρη της βασιλείας των γιων του.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη πρό + ἀποθνῄσκω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
προβαίνω-ρήμα::
* McsElla.προβαίνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.προβαίνω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε βαίνω.
σημασία1: προχωρώ (βλέπε προβιβάζω).
* μεταφορικά προχωρώ, φτάνω στο σημείο: εἰς τοῦτο προβεβήκασιν ἔχθρας ὥστε... = έχουν φτάσει σε τέτοιο σημείο εχθρότητας, ώστε...
σημασία2: για χρόνο προχωρώ, περνώ: ἡ νὺξ προβαίνει. τοῦ χρόνου προβαίνοντος.
σημασία3: προοδεύω: προέβαινε τὸ ἔθνος ἄρχον = προόδευε το έθνος αυξάνοντας την κυριαρχία του.
Νέα-Ελληνική: προβαίνω (λόγ.), με τη σημ. 1 (λ.χ. προβαίνω σε διάβημα).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη πρό + βαίνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
προβάλλω-ρήμα::
* McsElla.προβάλλω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.προβάλλω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε βάλλω.
σημασία1: βάζω ή ρίχνω κάτι μπροστά: προβάλλουσι πυρούς = ρίχνουν σιτάρι (στα πουλιά). τὸ ὄνομα τὸ τῆς εἰρήνης ὑμῖν προβάλλει = ρίχνει μπροστά σας (ως δόλωμα) την ειρήνη.
σημασία2: προτείνω: χαλεπὴν προβέβληκας αἵρεσιν = μου προτείνεις να κάνω μια δύσκολη εκλογή.
σημασία3: μέση φωνή προβάλλομαι
σημασίαα: κρατώ μπροστά ή προτείνω κάτι για άμυνα ή για επίθεση: προβεβλημένοι τοὺς θωρακοφόρους = έχοντας μπροστά τους αυτούς που φορούσαν θώρακα.
σημασίαβ: μεταφορικά προτάσσω, προβάλλω: δεῖ τοὺς ἀγαθοὺς ἄνδρας ἐγχειρεῖν τὴν ἀγαθὴν προβαλλομένους ἐλπίδα = πρέπει οι γενναίοι άντρες να ενεργούν προτάσσοντας την καλή ελπίδα.
οικογένεια: παράγωγα: πρόβλημα.
Νέα-Ελληνική: προβάλλω (με τη σημ. 3β).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη πρό + βάλλω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
προβιβάζω-ρήμα::
* McsElla.προβιβάζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.προβιβάζω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε βιβάζω.
παρατήρηση: ως μεταβατικό του προβαίνω κάνω κάποιον να προχωρήσει, να φτάσει κάπου: ποῖ προβιβᾷς ἡμᾶς; = μέχρι πού θα μας πας;
* μεταφορικά προβιβάζω τινὰ εἰς ἀρετήν = φέρνω κάποιον κοντά στην αρετή.
Νέα-Ελληνική: προβιβάζω «προάγω, ανεβάζω υψηλότερα».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη πρό + βιβάζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πρόβλημα-ατος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.πρόβλημα-ατος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.πρόβλημα-ατος-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: κάτι που προβάλλεται, που προεξέχει ως μέσο άμυνας: προβλήματα ἵππων χαλκᾶ = ο χάλκινος οπλισμός των αλόγων.
σημασία2: πρόβλημα.
Νέα-Ελληνική: πρόβλημα (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη πρό + βλη- (< βάλλω) + παρ. επίθ. -μα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
προβουλεύω-ρήμα::
* McsElla.προβουλεύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.προβουλεύω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε βουλεύω.
σημασία1: φροντίζω εκ των προτέρων, προνοώ: προβουλεύει ὅπως μηδὲν δεήσει = προνοεί πώς δε θα λείψει τίποτε.
σημασία2: για τη Βουλή στην Αθήνα καταρτίζω προβούλευμα ή περνώ προβούλευμα (δηλ. προκαταρκτική απόφαση που έπρεπε στη συνέχεια να εγκριθεί από την εκκλησία του δήμου): ἔδοξε τὴν βουλὴν προβουλεύσασαν εἰσενεγκεῖν ὅτῳ τρόπῳ οἱ ἄνδρες κρίνοιντο = αποφασίστηκε η βουλή να καταρτίσει προβούλευμα και να εισηγηθεί με ποιον τρόπο θα δικάζονταν οι κατηγορούμενοι.
* ως απρόσ. στην παθ. φωνή προβεβούλευται τῇ βουλῇ = η βουλή έχει καταρτίσει προβούλευμα.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη πρό + βουλεύω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
προδίδωμι-ρήμα::
* McsElla.προδίδωμι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.προδίδωμι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε δίδωμι.
σημασία1: δίνω από πριν, προπληρώνω: καὶ τόν τε προὐφειλόμενον μισθὸν ἀπέδωκε καὶ ἔτι μηνὸς προέδωκεν = και το μισθό που οφειλόταν πλήρωσε και προπλήρωσε ακόμη το μισθό ενός μήνα.
σημασία2: παραδίδω στον εχθρό, προδίδω.
οικογένεια: παράγωγα: προδοσία, προδότης, προδοτικός.
Νέα-Ελληνική: προδίδω (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη πρό + δίδωμι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πρόδρομος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.πρόδρομος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.πρόδρομος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία: αυτός που προηγείται, που τρέχει μπροστά: κήρυκας προδρόμους προέπεμψαν = έστειλαν προηγουμένως κήρυκες που πήγαιναν μπροστά.
Νέα-Ελληνική: πρόδρομος «που προηγήθηκε ενός άλλου».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη πρό + *δραμ- (ἔ-δραμ-ον, παράβαλε δρόμος) + παρ. επίθ. -ος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
προεδρία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.προεδρία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.προεδρία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: πρωτοκαθεδρία, το δικαίωμα που είχε ένας επίσημος ξένος ή ένας τιμώμενος πολίτης να κάθεται στις πρώτες θέσεις σε δημόσιους αγώνες, στο θέατρο κτλ.
σημασία2: το αξίωμα του προέδρου.
Νέα-Ελληνική: πρoεδρία (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη πρόεδρος + παρ. επίθ. -ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πρόειμι-ρήμα::
* McsElla.πρόειμι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.πρόειμι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε εἶμι.
σημασία1: προχωρώ: ὀλίγα βήματα προϊόντες = αφού προχώρησαν μερικά βήματα.
* για χρόνο προϊόντος τοῦ χρόνου = καθώς περνά ο καιρός. προϊούσης τῆς νυκτός = καθώς προχωρούσε η νύχτα.
σημασία2: προχωρώ μπροστά: ἐκέλευεν αὐτὸν προϊέναι = τον διέταξε να προχωρήσει μπροστά.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη πρό + εἶμι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
προεῖπον-ρήμα::
* McsElla.προεῖπον!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.προεῖπον@wordaryElla,
παρατήρηση: αόρ. β΄, με ενεστ. το πρόφημι ή το προαγορεύω
σημασία1: είπα κάτι προηγουμένως ή το είπα ως εισαγωγή: οὐδὲν οὐκ ἀληθὲς εἴρηκα ὧν προεῖπον = από όσα είπα προηγουμένως δεν είπα τίποτε που να μην είναι αληθινό.
σημασία2: προκήρυξα: ἐπὰν πόλεμον προείπωσι = όταν προκηρύξουν πόλεμο.
Νέα-Ελληνική: προείπα (με τη σημ. 1).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
προέρχομαι-ρήμα::
* McsElla.προέρχομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.προέρχομαι@wordaryElla,
* McsElla.προὐλήλυθα!~παρακείμενος-συνηρημένος:προέρχομαι@wordaryElla,
παρατήρηση: βλέπε ἔρχομαι.
σημασία1: προχωρώ: ἐς τὸ πλέον οὐκέτι προελθών = χωρίς να προχωρήσει περισσότερο (με το στρατό).
* για χρόνο προελθόντος πολλοῦ χρόνου = αφού πέρασε πολύς καιρός.
σημασία2: προηγούμαι: ὁ νεανίας προελθών τοῦ λοχαγοῦ πρότερος ἐπορεύετο.
σημασία3: μεταφορικά φτάνω σε ένα σημείο (καλό ή κακό): εἰς πᾶν μοχθηρίας προεληλύθασιν = έχουν φτάσει στο έσχατο σημείο της μοχθηρίας.
Νέα-Ελληνική: προέρχομαι «έρχομαι / κατάγομαι από κτλ.».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη πρό + ἔρχομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
προέχω-ρήμα::
* McsElla.προέχω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.προέχω@wordaryElla,
* McsElla.προὔχω!~συνηρημένος-ενεστώτας:προέχω@wordaryElla,
* McsElla.προὐσχόμην!~μέσος-αόριστος-β΄:προέχω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἔχω.
σημασία1: κρατώ κάτι μπροστά ως προστασία.
σημασία2: μεταφορικά στη μέση φωνή προέχομαι προβάλλω ως πρόφαση: ὅπερ μάλιστα προὔχονται = αυτό που κυρίως προβάλλουν ως πρόφαση.
σημασία3: ως αμετάβατο
σημασίαα: προεξέχω: ἀκτὴ προέχουσα εἰς τὸν πόντον = γλώσσα γης που προεξέχει μέσα στη θάλασσα.
σημασίαβ: υπερέχω: πλήθει προὔχοντες καὶ ἐμπειρίᾳ πολεμικῇ = υπερέχοντες ως προς τον αριθμό και ως προς την πείρα την πολεμική.
οικογένεια: παράγωγα: πρόσχημα.
Νέα-Ελληνική: προέχει «έχει την πρώτη θέση/σημασία».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη πρό + ἔχω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
προΐημι-ρήμα::
* McsElla.προΐημι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.προΐημι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἵημι.
σημασία1: στέλνω κάποιον ως προπομπό: πρόετε πρὸς αὐτοὺς τὴν τῶν ἱππέων τάξιν = να στείλετε (στον εχθρικό στρατό) πρώτα το τμήμα των στρατιωτών που είναι ιππείς.
σημασία2: παραδίδω: προεῖσαν αὐτῷ τὰς ναῦς = παρέδωσαν σ' αυτόν τα πλοία.
σημασία3: μέση φωνή προΐεμαι αφήνω, αμολάω, και ειδικότερα
σημασίαα: για ήχο, φωνή, κραυγή κτλ. βγάζω, εκστομίζω: μηδὲ φωνὴν προέσθαι δυνάμενος = χωρίς να μπορεί να βγάλει ούτε καν φωνή (δηλ. εντελώς σιωπηλός).
σημασίαβ: παραδίδω στον εχθρό.
σημασίαγ: εγκαταλείπω: Ἀθηναῖοί φασιν οὐδενὶ ὑμᾶς προέσθαι ἀδικουμένους = οι Αθηναίοι λένε ότι σε καμιά περίπτωση δε σας εγκατέλειψαν να αδικείσθε.
σημασίαδ: παραχωρώ, χαρίζω κάτι: προΐεταί τι τῶν ἰδίων καὶ ποιεῖ πρᾶγμα φιλάνθρωπον καὶ φιλόδωρον = χαρίζει κάτι από αυτά που του ανήκουν και κάνει μια πράξη φιλανθρωπίας και γενναιοδωρίας.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη πρό + ἵημι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
προῖκα-επίρρημα::
* McsElla.προῖκα-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.προῖκα@wordaryElla,
σημασία: δωρεάν, χωρίς να πληρώσω ή να αμειφθώ: προῖκα ἐργάζομαι.
ετυμολογία: αιτιατ. του προίξ, προικὸς ως επίρρ., παράβαλε δωρεάν.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
προΐστημι-ρήμα::
* McsElla.προΐστημι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.προΐστημι@wordaryElla,
* McsElla.προὔστηκα!~συνηρημένος-αόριστος-α΄:προΐστημι@wordaryElla,
* McsElla.προὔστην!~συνηρημένος-αόριστος-β΄:προΐστημι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἵστημι.
σημασία1: στήνω / βάζω κάτι μπροστά.
σημασία2: μέση φωνή προΐσταμαι
σημασίαα: βάζω κάτι μπροστά μου: προστησάμενος τὰ ἅρματα... = αφού έβαλε μπροστά τα άρματα...
σημασίαβ: προβάλλω ως δικαιολογία: προΐσταται τὴν ἀτυχίαν τῆς κακουργίας = προβάλλει ως δικαιολογία της κακοήθειάς του την ατυχία.
σημασία3: παθ. φωνή προΐσταμαι
σημασίαα: είμαι επικεφαλής, είμαι ο ηγέτης, ο κυβερνήτης κτλ.: Περικλῆς προὔστη τῆς πόλεως (τῶν Ἀθηνῶν) = ο Περικλής ήταν ο αρχηγός της πόλης. οἱ προεστῶτες/οἱ προεστηκότες = οι αρχηγοί.
σημασίαβ: προστατεύω: ὁ προστὰς τῆς εἰρήνης = αυτός που προστατεύει την ειρήνη.
Νέα-Ελληνική: προΐσταμαι (με τη σημ. 3α και στη μτχ. προϊστάμενος).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη πρό + ἵστημι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
προκαλέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.προκαλέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.προκαλέω-ῶ@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε καλέω -ῶ.
παρατήρηση: συνήθως στη μέση φωνή προκαλοῦμαι προσκαλώ: προκαλοῦμαι αὐτὸν εἰς τὸ συνδειπνεῖν = τον προσκαλώ σε δείπνο. προκαλούμεθα ὑμᾶς φίλους εἶναι = σας προσκαλούμε (σας προτείνουμε) να είμαστε φίλοι.
Νέα-Ελληνική: προκαλώ «προτρέπω» αλλά και «προκαλώ».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη πρό + καλέω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πρόκειμαι-ρήμα::
* McsElla.πρόκειμαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.πρόκειμαι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε κεῖμαι.
σημασία1: βρίσκομαι μπροστά σε κάποιον: ὁ παῖς οὗτος ὑμῖν πρόκειται = αυτό το παιδί βρίσκεται μπροστά σας. παρὰ ἤπειρον νῆσος πρόκειται = μπροστά στην ηπειρωτική χώρα βρίσκεται ένα νησί.
* χρονικά βρίσκομαι μπροστά σε κάποιον: ὁ προκείμενος ἡμῖν ἀγών = ο αγώνας που βρίσκεται (που έχουμε) μπροστά μας.
σημασία2: μεταφορικά προτείνομαι, συζητούμαι: γνῶμαι τρεῖς πρόκεινται = έχουν προταθεί τρεις γνώμες.
Νέα-Ελληνική: η μετοχ. προκείμενος (με τη σημ. 1 & τις φρ. προκειμένου να.., στο προκείμενο) & το απρόσ. ρ. πρόκειται.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη πρό + κεῖμαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
προκινδυνεύω-ρήμα::
* McsElla.προκινδυνεύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.προκινδυνεύω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε κινδυνεύω.
σημασία: αγωνίζομαι, διακινδυνεύω για τη σωτηρία άλλων: οἱ Ἀθηναῖοι ἔλεγον τοιάδε «...φαμὲν γὰρ Μαραθῶνί τε μόνοι προκινδυνεῦσαι τῷ βαρβάρῳ» = οι Αθηναίοι έλεγαν τα εξής: «...λέμε δηλαδή ότι μόνοι εμείς αγωνιστήκαμε για τη σωτηρία της Ελλάδας εναντίον των βαρβάρων».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη πρό + κινδυνεύω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
προκόπτω-ρήμα::
* McsElla.προκόπτω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.προκόπτω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε κόπτω.
σημασία1: προοδεύω, σημειώνω πρόοδο: οὐδὲν προέκοπτον εἰς τὸ ἀπολέσαι ὑμᾶς = δε σημείωσαν καμιά πρόοδο στην προσπάθειά τους να σας καταστρέψουν.
σημασία2: για χρόνο προχωρώ: ἡ νὺξ προέκοψεν, ἡ δὲ ἡμέρα ἤγγικεν = η νύχτα προχώρησε και η μέρα πλησίασε.
οικογένεια: παράγωγα: προκοπή.
Νέα-Ελληνική: προκόβω (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη πρό + κόπτω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
προκρίνω-ρήμα::
* McsElla.προκρίνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.προκρίνω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε κρίνω.
σημασία: προτιμώ, επιλέγω: προκρίνω τινὰς ἐκ πάντων = επιλέγω μερικούς από το σύνολο.
οικογένεια: παράγωγα: πρόκρισις, πρόκριτος «που έχει προεπιλεγεί».
Νέα-Ελληνική: προκρίνω.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη πρό + κρίνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
προλαμβάνω-ρήμα::
* McsElla.προλαμβάνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.προλαμβάνω@wordaryElla,
* McsElla.προὔλαβον!~συνηρημένος-αόριστος-β΄:προλαμβάνω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε λαμβάνω.
σημασία1: παίρνω κάτι προκαταβολικά: προλαμβάνω τρία τάλαντα παρά τινος.
σημασία2: προλαβαίνω.
οικογένεια: παράγωγα: πρόληψις, προληπτικός.
Νέα-Ελληνική: προλαμβάνω & προλαβαίνω (με σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη πρό + λαμβάνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
προμαχέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.προμαχέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.προμαχέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: μάχομαι στην πρώτη γραμμή: Ἑλλήνων προμαχοῦντες Ἀθηναῖοι Μαραθῶνι = οι Αθηναίοι πολεμώντας στο Μαραθώνα στην πρώτη γραμμή υπέρ των Ελλήνων (κατατρόπωσαν τους Μήδους).
οικογένεια: παράγωγα: πρόμαχος, προμαχέω.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη πρόμαχος + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πρόμαχος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.πρόμαχος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.πρόμαχος-ος-ον@wordaryElla,
παρατήρηση: συνήθως ως ουσιαστ. αυτός που πολεμά στην πρώτη γραμμή: Ἀθηνᾶ Πρόμαχος = η Αθηνά, η προστάτιδα της Αθήνας.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη πρό + μάχομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
προμήθεια-είας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.προμήθεια-είας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.προμήθεια-είας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: προνοητικότητα, πρόνοια.
Νέα-Ελληνική: προμήθεια «εξασφάλιση», οι προμήθειες «τρόφιμα».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη προμηθής + παρ. επίθ. -εια.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πρόξενος-ένου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.πρόξενος-ένου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.πρόξενος-ένου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: άτομο που αντιπροσώπευε τα συμφέροντα ενός ξένου κράτους στο δικό του κράτος. (Ο Αθηναίος Καλλίας, λ.χ., ήταν πρόξενος της Σπάρτης στην Αθήνα.)
οικογένεια: παράγωγα: προξενέω, προξενία.
Νέα-Ελληνική: πρόξενος (με παρόμοια σημ.).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη πρό + ξένος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
προξενέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.προξενέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.προξενέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.προὐξένουν!~παρατατικός:προξενέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.προξενήσω!~μέλλοντας:προξενέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.προὐξένησα!~αόριστος:προξενέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.προὐξένηκα!~παρακείμενος:προξενέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: είμαι πρόξενος: βούλομαι σῶσαι ὑμᾶς... διὰ τὸ προξενεῖν ὑμῶν = θέλω να σας σώσω... γιατί είμαι πρόξενος δικός σας.
σημασία2: προκαλώ, προξενώ: προξενῶ εὐδαιμονίαν / κίνδυνόν τινι = προκαλώ σε κάποιον ευτυχία/κίνδυνο.
σημασία3: συστήνω κάποιον ως κατάλληλο για κάποιο έργο: προξενῶ τινα διδάσκαλον = συστήνω κάποιον ως δάσκαλο.
Νέα-Ελληνική: προξενώ (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη πρόξενος + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πρόοιδα-ρήμα::
* McsElla.πρόοιδα!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.πρόοιδα@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε οἶδα.
σημασία: γνωρίζω εκ των προτέρων.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη πρό + οἶδα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
προοράω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.προοράω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.προοράω-ῶ@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ὁράω -ῶ.
σημασία1: βλέπω μπροστά μου: ἐπεὶ δὲ σκότοςγίγνετο... ἔπιπτον διὰ τὸ μὴ προορᾶν τὰ ἔμπροσθεν = όταν έπεφτε το σκοτάδι... έσκυβαν, γιατί δεν έβλεπαν τι ήταν μπροστά τους.
σημασία2: ενεργ. και μέση φωνή προορῶ / προορῶμαι προβλέπω: προορῶ τὸ μέλλον. ταῦτα προορώμενοι ἡμεῖς τότε καὶ δεδιότες ἐλέγομεν... = επειδή εμείς τότε τα είχαμε προβλέψει αυτά και φοβόμασταν, λέγαμε ότι...
σημασία3: ενεργ. και μέση φωνή προορῶ & προορῶμαι φροντίζω, προνοώ: προορῶ τοῦ σίτου = φροντίζω για τα τρόφιμα. πάντα ἃ προσήκει προορώμενοι = φροντίζοντας για όλα όσα πρέπει.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη πρό + ὁράω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
προπετής-ής-ὲς-επίθετο::
* McsElla.προπετής-ής-ὲς-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.προπετής-ής-ὲς@wordaryElla,
* McsElla.προπετέστερος!~συγκριτικός:προπετής-ής-ὲς@wordaryEllα,
* McsElla.προπετέστατος!~υπερθετικός:προπετής-ής-ὲς@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που γέρνει προς τα εμπρός.
σημασία2: μεταφορικά αυτός που έχει την τάση για κάτι αρνητικό, επιρρεπής: προπετὴς ἦν ἐπὶ τὸ πολλοὺς ἀποκτείνειν = είχε την τάση να διαπράττει πολλούς φόνους.
σημασία3:
σημασίαα: για πράγματα ανεξέλεγκτος, ασυγκράτητος.
σημασίαβ: για πρόσωπα αυτός που βιάζεται, ορμά ή σπεύδει να κάνει ή να πει κάτι χωρίς προηγουμένως να το σκεφτεί, απερίσκεπτος, απόκοτος, ασυλλόγιστα ορμητικός.
οικογένεια: παράγωγα: προπετῶς, προπέτεια.
Νέα-Ελληνική: προπετής (με σημ. 3β).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη πρό + πετ- (πίπτω) + παρ. επίθ. -ής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πρὸς-πρόθεση::
* McsElla.πρὸς-πρόθεση@wordaryElla,
* McsElla.πρόθεση.πρὸς@wordaryElla,
σημασίαΑ: με γενική δηλώνει
σημασία1: τη θέση που έχει κάτι σχετικά με κάτι άλλο, προς την πλευρά: τὸ τεῖχος εἶχε δύο περιβόλους, πρός τε Πλαταιῶν... = το τείχος είχε δύο περιβόλους, τον έναν προς την πλευρά των Πλαταιών...
σημασία2: από την πλευρά (με την έννοια της καταγωγής): πρόγονοι ἢ πρὸς ἀνδρῶν ἢ πρὸς γυναικῶν = πρόγονοι είτε από την πλευρά των ανδρών είτε των γυναικών.
σημασία3: μεταφορικά ενώπιον, στα μάτια κάποιου: δρῶμεν ἄδικον οὐδὲν οὔτε πρὸς θεῶν οὔτε πρὸς ἀνθρώπων = δε διαπράττουμε καμιά αδικία, ούτε στα μάτια των θεών ούτε των ανθρώπων.
* σε όρκους στο όνομα του...: πρὸς Διός = στο όνομα του Δία. πρὸς θεῶν, τίς οὕτως εὐήθης ἐστί; = προς θεού, ποιος είναι τόσο ανόητος;
σημασία4: αυτό που ταιριάζει, αρμόζει σε...: οὐ γὰρ ἦν πρὸς τοῦ Κύρου τρόπου ἔχοντα μὴ ἀποδιδόναι = γιατί δεν ταίριαζε στο χαρακτήρα του Κύρου να έχει χρήματα και να μην πληρώνει.
σημασία5: με παθητικά ρήματα από τον, υπό του: ὁμολογεῖται πρὸς πάντων = ομολογείται από όλους.
σημασίαΒ: με δοτική δηλώνει
σημασία1: κοντά σε: οἱ ποταμοὶ πρὸς ταῖς πηγαῖς οὐ μεγάλοι εἰσί = τα ποτάμια κοντά στις πηγές τους δεν είναι ορμητικά.
σημασία2: εκτός από, επιπλέον: πρὸς τούτοις μανθάνουσι καὶ τοξεύειν = εκτός από αυτά μαθαίνουν και να τοξεύουν.
σημασίαΓ: με αιτιατική δηλώνει
σημασία1: κίνηση ή διεύθυνση προς, σε: πρὸς νότον ὁρᾷ = βλέπει προς το Νότο.
σημασία2: χρονικά περίπου, γύρω: πρὸς ἑσπέραν ἦν = ήταν περίπου βράδυ.
σημασία3: εναντίον κάποιου ή προς κάποιον: ὁ πρὸς ἡμᾶς πόλεμος = ο εναντίον μας πόλεμος. λέξατε πρός με = πείτε μου.
σημασία4: ως προς, σε σχέση με: ἔχουσι χώραν πρὸς τὸ πλῆθος τῶν πολιτῶν ἐλαχίστην = έχουν μια χώρα που σε σχέση με το μεγάλο αριθμό των πολιτών είναι πολύ μικρή.
σημασία5: σύμφωνα με: πρὸς τὴν δύναμιν τὴν αὑτῶν εὖ ποιοῦσι = σύμφωνα με τη δυνατότητα που έχουν, κάνουν το καλό.
σημασίαΔ: ως α΄ συνθετικό δηλώνει
σημασία1: κίνηση προς ένα μέρος, π.χ. προσάγω.
σημασία2: πλησίον, κοντά, π.χ. πρόσκειμαι.
σημασία3: προσθήκη, επιπλέον, π.χ. προστίθημι.
ετυμολογία: *πρετι-, *περ- (περί), παμφυλιακό περτί, κρητικό πρές, ομηρικό προτί, αρχ. ινδ. práti.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
προσαγορεύω-ρήμα::
* McsElla.προσαγορεύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.προσαγορεύω@wordaryElla,
* McsElla.προσερῶ!~μέλλοντας:προσαγορεύω@wordaryElla,
* McsElla.προσεῖπον!~αόριστος:προσαγορεύω@wordaryElla,
* McsElla.προσείρηκα!~παρακείμενος:προσαγορεύω@wordaryElla,
σημασία1: απευθύνω χαιρετισμό σε κάποιον: εἴωθα ἐν ταῖς ἐπιστολαῖς τοὺς φίλους προσαγορεύειν διὰ τοῦ «εὖ πράττειν» = συνηθίζω στις επιστολές να απευθύνω στους φίλους το χαιρετισμό «να είσαι καλά».
σημασία2: ονομάζω, αποκαλώ κάποιον: τὸν Ἀγαμέμνονα προσαγορεύουσι ποιμένα τῶν λαῶν = τον Αγαμέμνονα τον ονομάζουν αρχηγό των λαών.
Νέα-Ελληνική: προσαγορεύω (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη πρός + ἀγορεύω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
προσάγω-ρήμα::
* McsElla.προσάγω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.προσάγω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἄγω.
σημασία1: οδηγώ ή φέρνω κάτι κάπου: προσάγω δῶρά τινι = φέρνω δώρα σε κάποιον.
σημασία2: μεταφορικά φέρνω, προκαλώ: προσάγω φόβον.
σημασία3: μέση φωνή προσάγομαι φέρνω προς το μέρος μου: ἀπάτῃ προσάγονται τὸ πλῆθος = παίρνουν με το μέρος τους το λαό με εξαπάτηση (εξαπατώντας τον).
οικογένεια: παράγωγα: προσαγωγή, προσαγωγός.
Νέα-Ελληνική: προσάγω (λόγ., με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη πρός + ἄγω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
προσβάλλω-ρήμα::
* McsElla.προσβάλλω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.προσβάλλω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε βάλλω.
σημασία: επιτίθεμαι: προσβαλὼν αἱρεῖ τὴν πόλιν = αφού επιτέθηκε στην πόλη, την κυριεύει.
οικογένεια: παράγωγα: προσβολή.
Νέα-Ελληνική: προσβάλλω.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη πρός + βάλλω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
προσβολή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.προσβολή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.προσβολή-ῆς-ἡ@wordaryElla,
σημασία: επίθεση: προσβολὴ ἐγένετο πρὸς τὸ τεῖχος = έγινε επίθεση στο τείχος.
Νέα-Ελληνική: προσβολή.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη προσβάλλω + παρ. επίθ. -ή.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
προσγίγνομαι-ρήμα::
* McsElla.προσγίγνομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.προσγίγνομαι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε γίγνομαι.
σημασία: πηγαίνω ως βοηθός ή ως σύμμαχος: οἱ δὲ Ἀθηναῖοι ὁρῶντες στρατιάν τε ἄλλην προσγεγενημένην τοῖς Λακεδαιμονίοις προεῖπον ἔκπλουν = και οι Αθηναίοι, βλέποντας ότι είχε έρθει και άλλος στρατός για να συμμαχήσει με τους Λακεδαιμόνιους, διέταξαν την αναχώρηση από το λιμάνι.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη πρός + γίγνομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πρόσειμι(Α)-ρήμα::
* McsElla.πρόσειμι(Α)!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.πρόσειμι(Α)@wordaryElla,
παρατήρηση: στην αττ. διάλεκτο ως μέλλ. του προσέρχομαι
χρόνοι: βλέπε εἶμι.
σημασία1: πλησιάζω κάποιον: βραδέως προσῄεσαν = πλησίαζαν αργά αργά.
* πλησιάζω κάποιον εχθρικά: πρόσειμι ἐπί τινα.
σημασία2: παρουσιάζομαι για να μιλήσω: πρόσειμι πρὸς βουλήν.
σημασία3: για χρόνο πλησιάζω: ἑσπέρα προσῄει = πλησίαζε βράδυ.
σημασία4: προσέρχομαι, εισπράττομαι: τὰ προσιόντα χρήματα = τα εισπραττόμενα χρήματα, τα εισοδήματα.
οικογένεια: παράγωγα: προσιτός.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη πρός + εἶμι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πρόσειμι(Β)-ρήμα::
* McsElla.πρόσειμι(Β)!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.πρόσειμι(Β)@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε εἰμὶ.
σημασία1: συνυπάρχω: τῇ βίᾳ πρόσεισιν ἔχθραι καὶ κίνδυνοι = με τη βία συνυπάρχουν οι εχθρότητες και οι κίνδυνοι.
σημασία2: είμαι παρών, υπάρχω: οὐδὲν ἄλλο προσῆν = δεν υπήρχε τίποτε άλλο.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη πρός + εἰμί.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
προσέρχομαι-ρήμα::
* McsElla.προσέρχομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.προσέρχομαι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἔρχομαι.
σημασία1: πηγαίνω σε κάποιον, προσέρχομαι: προσέρχομαι πρός τινα/προς τι.
σημασία2: παρουσιάζομαι για να μιλήσω: προσέρχομαι τῷ δήμῳ.
Νέα-Ελληνική: προσέρχομαι.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη πρός + ἔρχομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
προσέχω-ρήμα::
* McsElla.προσέχω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.προσέχω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἔχω.
σημασία1: πλησιάζω κάτι σε κάτι άλλο: προσέχω γῇ τὸ σῶμα = πλησιάζω το σώμα στη γη. προσέχω ναῦν = φέρνω το πλοίο στο λιμάνι. προσέχω εἰς τὴν Σάμον = προσεγγίζω στη Σάμο.
σημασία2: προσέχω τὸν νοῦν ή απλώς προσέχω (με παράλειψη του νοῦς) δίνω προσοχή σε κάτι, ενδιαφέρομαι για αυτό: προσέχω τῷ πολέμῳ. πρόσχωμεν = ας προσέξουμε.
οικογένεια: παράγωγα: προσεκτικός, προσεχής, προσοχή.
Νέα-Ελληνική: προσέχω (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη πρός + ἔχω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
προσήκω-ρήμα::
* McsElla.προσήκω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.προσήκω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἥκω.
σημασία1: φτάνω ως...: ὄχθαι προσήκουσαι ἐπὶ τὸν ποταμόν = τα υψώματα φτάνουν ως το ποτάμι.
σημασία2: έχω σχέση με κάποιον ή ταιριάζω σ' αυτόν: τῷ βασιλεῖ προσήκει οὐ ῥᾳδιουργία ἀλλὰ καλοκἀγαθία = σε ένα βασιλιά δεν ταιριάζει η επιπολαιότητα αλλά η καλοσύνη. τίνι προσήκει τόδε = ποιος έχει σχέση μ' αυτό (για να το φροντίσει);
σημασία3: ως απρόσ. με απαρέμφατο προσήκει ταιριάζει, πρέπει: τοὐναντίον δρῶν ἢ προσῆκεν αὐτῷ ποιεῖν = κάνοντας τα αντίθετα από ό,τι ταίριαζε (έπρεπε) να κάνει.
σημασία4: μετοχή προσήκων
σημασίαα: αυτός που ανήκει σε κάποιον: τὸ προσῆκον ἑκάστῳ ἀποδιδόναι = να αποδώσει κανείς στον καθένα ό,τι του ανήκει (οφείλεται).
σημασίαβ: αυτός που αρμόζει, που είναι κατάλληλος για κάτι: τελευτήσας τιμαῖς αὐτὸν προσηκούσαις ὁ σύλλογος τιμάτω = όταν θα πεθάνει (ο άξιος πολίτης), να τον τιμήσει η συνέλευση του λαού με τις τιμές που του αρμόζουν.
σημασίαγ: αυτός που έχει σχέση συγγένειας με κάποιον: οἱ προσήκοντές τινος = οι συγγενείς κάποιου.
Νέα-Ελληνική: οι προσήκοντες (με τη σημ. 4γ) & προσήκων, -ουσα, -ον (με τη σημ. 4β).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη πρός + ἥκω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
προσηλόω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.προσηλόω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.προσηλόω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: καρφώνω επάνω σε κάτι: προσηλῶ ψυχὴν πρὸς τὸ σῶμα.
Νέα-Ελληνική: προσηλώνω.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη πρός + ἡλόω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πρόσθεν-πρόθεση-επίρρημα::
* McsElla.πρόσθεν-πρόθεση@wordaryElla,
* McsElla.πρόθεση.πρόσθεν@wordaryElla,
* McsElla.πρόσθεν-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.πρόσθεν@wordaryElla,
σημασίαΑ: ως πρόθεση
σημασία1: μπροστά από κάποιον ή από κάτι: ἐν τῷ πρόσθεν τοῦ στρατεύματος = μπροστά από το στρατό.
σημασία2: πριν από: οὐκ ἐλήξαμεν πρόσθεν ἑσπέρας = δεν τελειώσαμε πριν από το βράδυ.
σημασίαΒ: ως επίρρημα
σημασία1: τοπικά μπροστά.
αντώνυμα: ὄπισθεν.
* με άρθρο ὁ πρόσθεν = ο μπροστινός.
σημασία2: χρονικά προηγουμένως, πριν: ὃ οὐ πρόσθενπεποιήκεσαν = πράγμα που δεν το είχαν κάνει προηγουμένως. σμικρῷ πρόσθεν = λίγο πριν.
* με άρθρο ὁ πρόσθεν ο προηγούμενος: ἡ πρόσθεν ἡμέρα. τὰ πρόσθεν = τα περασμένα.
οικογένεια: παράγωγα: πρόσθιος.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη πρός + παρ. επίθ. -θεν.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
προσίημι-ρήμα::
* McsElla.προσίημι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.προσίημι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἵημι.
σημασία1: στέλνω προς.
σημασία2: μέση φωνή προσίεμαι
σημασίαα: αφήνω κάποιον να πλησιάσει: προσίεμαι τοὺς βαρβάρους = αφήνω τους βαρβάρους να πλησιάσουν.
σημασίαβ: παραδέχομαι, πιστεύω: ἀλλὰ τοῦτο οὐ προσίεμαι = αυτό όμως δεν το πιστεύω.
σημασίαγ: δέχομαι: προσίεμαι ξενικὰ νόμιμα = δέχομαι ξένες συνήθειες.
σημασίαδ: επιδοκιμάζω: ἐγὼ οὐδὲν κακὸν προσήσομαι = εγώ δε θα επιδοκιμάσω καμιά κακή πράξη.
σημασίαε: τολμώ να: οὐ προσίεμαι τοιαύτας πράξεις πράττειν = δεν τολμώ να κάνω τέτοιες πράξεις.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη πρός + ἵημι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
προσκαλέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.προσκαλέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.προσκαλέω-ῶ@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε καλέω -ῶ.
σημασία1: συνήθως στη μέση φωνή προσκαλοῦμαι προσκαλώ.
σημασία2: καταγγέλλω κάποιον στο δικαστήριο: προσκαλῶ τινα δίκην ἀσεβείας = καταγγέλλω κάποιον για ασέβεια.
οικογένεια: παράγωγα: πρόσκλησις.
Νέα-Ελληνική: προσκαλώ (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη πρός + καλέω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πρόσκειμαι-ρήμα::
* McsElla.πρόσκειμαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.πρόσκειμαι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε κεῖμαι.
παρατήρηση: χρησιμοποιείται ως παθ. του προστίθημι
σημασία1: βρίσκομαι κοντά σε κάτι: πρόσκειμαι τῇ θύρᾳ = είμαι κοντά στην πόρτα.
σημασία2: είμαι αφοσιωμένος σε κάτι: πρόσκειμαι τῷ δήμῳ = είμαι αφοσιωμένος στο λαό.
σημασία3: επιμένω παρακαλώντας: προσέκειντο αὐτῷ ἀξιοῦντες... = τον παρακαλούσαν ζητώντας...
σημασία4: επιμένω πιέζοντας τον εχθρό: ἡ ἵππος Μαρδονίου προσέκειτο καὶ ἐλύπει τοὺς Ἕλληνας = το ιππικό του Μαρδονίου πίεζε και παρενοχλούσε τους Έλληνες.
Νέα-Ελληνική: πρόσκειμαι (με τη σημ. 2, λ.χ. πρόσκειμαι στο τάδε κόμμα).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη πρός + κεῖμαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
προσκεφάλαιον-αίου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.προσκεφάλαιον-αίου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.προσκεφάλαιον-αίου-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: μαξιλάρι για το κεφάλι.
σημασία2: γενικότερα μαξιλάρι κάθε είδους: καθῆστοπὶ προσκεφαλαίου τε καὶ δίφρου = καθόταν σ' ένα σκαμνί με μαξιλάρι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
προσκόπτω-ρήμα::
* McsElla.προσκόπτω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.προσκόπτω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε κόπτω.
σημασία: χτυπώ επάνω σε κάτι, σκοντάφτω: προσκόπτω πρὸς λίθον = σκοντάφτω σε πέτρα.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη πρός + κόπτω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
προσκυνέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.προσκυνέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.προσκυνέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.προσεκύνουν!~παρατατικός:προσκυνέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.προσκυνήσω!~μέλλοντας:προσκυνέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.προσεκύνησα!~αόριστος:προσκυνέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: γονατίζω σε ένδειξη σεβασμού και λατρεύω ένα θεό.
οικογένεια: παράγωγα: προσκύνησις, προσκυνητής.
Νέα-Ελληνική: προσκυνώ.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη πρός + κυνέω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
προσλαμβάνω-ρήμα::
* McsElla.προσλαμβάνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.προσλαμβάνω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε λαμβάνω.
σημασία1: παίρνω κάτι επιπλέον: ὄψον ἐσθίων ἄρτον προσέλαβε = τρώγοντας το φαγητό του πήρε και ψωμί.
σημασία2: παίρνω μαζί μου κάποιον: προσέλαβεν ἱππεῖς καὶ πελταστάς = πήρε (για βοήθεια) ιππείς και πελταστές.
οικογένεια: παράγωγα: πρόσληψις.
Νέα-Ελληνική: προσλαμβάνω (με παραπλήσια σημ. προς τη 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη πρός + λαμβάνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πρόσοδος-όδου-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.πρόσοδος-όδου-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.πρόσοδος-όδου-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: προσέγγιση, πλησίασμα: πρόσοδοι χαλεπαὶ πρὸς τὸ χωρίον = δύσβατοι δρόμοι που οδηγούν στο χωριό.
σημασία2: επίθεση, έφοδος: αἱ πρὸς τοὺς πολεμίους πρόσοδοι = οι επιθέσεις εναντίον των εχθρών.
σημασία3: εισόδημα.
Νέα-Ελληνική: πρόσοδος (με τη σημ. 3).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη πρός + ὁδός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
προσπίπτω-ρήμα::
* McsElla.προσπίπτω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.προσπίπτω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε πίπτω.
σημασία1: πέφτω επάνω σε κάτι: διελόντες τοῦ τείχους, ᾗ προσέπιπτε τὸ χῶμα... = αφού χάλασαν ένα μέρος του τείχους, εκεί όπου έπεφτε το χώμα...
σημασία2: επιτίθεμαι: οἱ ἱππεῖς προσπίπτουσι τοῖς ὁπλίταις.
σημασία3: συμβαίνω ξαφνικά: μεγάλαι συμφοραὶ προσέπεσαν = συνέβησαν / τους έπεσαν μεγάλες συμφορές.
σημασία4: πέφτω στα πόδια κάποιου παρακαλώντας, προσπέφτω: ἱκέτης προσπίπτω.
Νέα-Ελληνική: προσπέφτω (με τη σημ. 4).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη πρός + πίπτω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
προσποιέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.προσποιέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.προσποιέω-ῶ@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ποιέω -ῶ.
σημασία1: παραχωρώ: ἐβούλοντο Πλάταιαν τῆς Βοιωτίας Θηβαίοις προσποιῆσαι = ήθελαν να παραχωρήσουν στους Θηβαίους την Πλάταια της Βοιωτίας.
σημασία2: συνήθως στη μέση φωνή προσποιοῦμαι
σημασίαα: παίρνω κάποιον με το μέρος μου: οἱ δυνατώτεροι περιουσίας ἔχοντες προσεποιοῦντο ὑπηκόους τὰς ἐλάσσονας πόλεις = οι ισχυρότεροι που είχαν μεγαλύτερη δύναμη έπαιρναν με το μέρος τους, ως φόρου υποτελείς, τις μικρότερες πόλεις.
σημασίαβ: χρησιμοποιώ ή παρουσιάζω κάτι ξένο ως δικό μου, το ιδιοποιούμαι: ἡ τῶν γεφυρῶν οὐ διάλυσις, ἣν ψευδῶς τότε δι' ἑαυτὸν προσεποιήσατο = η μη καταστροφή (η διάσωση) των γεφυρών, την οποία αναληθώς τότε παρουσίασε ως δικό του έργο.
σημασίαγ: προσποιούμαι.
οικογένεια: παράγωγα: προσποίησις.
Νέα-Ελληνική: προσποιούμαι (με τη σημ. 2γ).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη πρός + ποιέω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
προστάτης-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.προστάτης-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.προστάτης-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: αυτός που είναι υπεύθυνος για κάτι, ο επικεφαλής: Λακεδαιμόνιοι πάσης τῆς Ἑλλάδος προστάται εἰσίν.
οικογένεια: παράγωγα: προστατεύω, προστατέω.
Νέα-Ελληνική: προστάτης.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη πρός + *στατ- (στατός < ἵσταμαι) + παρ. επίθ. -ης.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
προστατέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.προστατέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.προστατέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: είμαι επικεφαλής: προστατῶ τῆς πόλεως/τοῦ ἀγῶνος.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη προστάτης + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
προστάττω-ρήμα::
* McsElla.προστάττω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.προστάττω@wordaryElla,
παρατήρηση: ο κοινός τύπος είναι προστάσσω
χρόνοι: βλέπε τάττω.
σημασία1: παρατάσσω στρατιωτικές δυνάμεις.
σημασία2: εντάσσω ή προσαρτώ, συνενώνω: πρὸς τοῖς ἔθνεσι καὶ τοὺς πλησιοχώρους προσέταξεν = προσάρτησε στους λαούς (των σατραπειών) και όσους γειτόνευαν με αυτούς.
σημασία3: διορίζω: οἱ Λακεδαιμόνιοι προσέταξαν Γύλιππον ἄρχοντα τοῖς Συρακοσίοις = οι Λακεδαιμόνιοι διόρισαν το Γύλιππο διοικητή των Συρακουσίων.
σημασία4: διατάζω: τὰ προσταχθέντα = οι διαταγές που δόθηκαν.
Νέα-Ελληνική: προστάζω (με τη σημ. 4).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη πρός + τάττω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
προστίθημι-ρήμα::
* McsElla.προστίθημι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.προστίθημι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε τίθημι.
σημασία1: τοποθετώ κάτι κοντά σε κάτι άλλο: κλίμακας τοῖς πύργοις προσθέντες = αφού τοποθέτησαν σκάλες στους πύργους των τειχών.
σημασία2: προσθέτω: προστίθημι τῷ νόμῳ = κάνω προσθήκη στο νόμο.
σημασία3: δίνω: προστίθημι χρήματα. επιβάλλω: ζημίαν προστίθημι = επιβάλλω τιμωρία.
σημασία4: μέση φωνή προστίθεμαι
σημασίαα: παίρνω κάποιον με το μέρος μου, τον κάνω φίλο ή σύμμαχο: προστίθεμαι φίλον.
σημασίαβ: συμφωνώ: ταύτῃ τῇ γνώμῃ ἔφη καὶ τοὺς ἄλλους προσθέσθαι = είπε ότι με αυτήν τη γνώμη συμφώνησαν και οι άλλοι.
οικογένεια: παράγωγα: πρόσθεσις, προσθήκη, πρόσθετος.
Νέα-Ελληνική: προσθέτω (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη πρός + τίθημι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
προστυγχάνω-ρήμα::
* McsElla.προστυγχάνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.προστυγχάνω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε τυγχάνω.
σημασία: συναντώ τυχαία: ὁ προστυγχάνων / προστυχών = ο πρώτος άνθρωπος που συναντά τυχαία κάποιος.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη πρός + τυγχάνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
προσφέρω-ρήμα::
* McsElla.προσφέρω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.προσφέρω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε φέρω.
σημασία1: τοποθετώ κάτι κοντά ή επάνω σε κάτι άλλο: μηχανὰς τῇ Ποτειδαίᾳ προσέφερον καὶπειρῶντο ἑλεῖν = τοποθέτησαν στην Ποτείδαια πολιορκητικές μηχανές και προσπαθούσαν να την κυριεύσουν.
σημασία2: προσφέρω: προσφέρω δῶρα/τροφήν.
σημασία3: παθ. φωνή προσφέρομαι
σημασίαα: πηγαίνω εναντίον κάποιου: προσενήνεκτο πρὸς τὴν φάλαγγα = είχε επιτεθεί εναντίον της φάλαγγας.
σημασίαβ: χωρίς εχθρική διάθεση πηγαίνω προς κάποιον ή κάτι, πλησιάζω.
σημασίαγ: φέρομαι, αντιμετωπίζω κάποιον ή κάτι με ένα συγκεκριμένο τρόπο: ἀπὸ τοῦ ἴσου προσφέρομαί τινι = αντιμετωπίζω κάποιον με ίσους όρους.
οικογένεια: παράγωγα: προσφορά, πρόσφορος.
Νέα-Ελληνική: προσφέρω (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη πρός + φέρω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πρόσω-επίρρημα::
* McsElla.πρόσω-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.πρόσω@wordaryElla,
παρατήρηση: βλέπε πόρρω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
προτάττω-ρήμα::
* McsElla.προτάττω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.προτάττω@wordaryElla,
παρατήρηση: ο κοινός τύπος είναι προτάσσω
χρόνοι: βλέπε τάττω.
σημασία1: τοποθετώ μπροστά, προτάσσω.
* μέση φωνή προτάττομαι προτάσσω: προετάξατο τῆς φάλαγγος τοὺς ἱππέας = τοποθέτησε μπροστά από τη φάλαγγα τους ιππείς.
σημασία2: παθ. φωνή προτάττομαι βρίσκομαι μπροστά σε κάποιον για να τον υπερασπιστώ: προταχθέντες ὑπὲρ ἁπάντων = αφού στάθηκαν στην πρώτη γραμμή για την υπεράσπιση όλων.
Νέα-Ελληνική: προτάσσω (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: συνθ. λ. πρό + τάττω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
προτεραῖος-αία-αῖον-επίθετο::
* McsElla.προτεραῖος-αία-αῖον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.προτεραῖος-αία-αῖον@wordaryElla,
σημασία: αυτός που είναι της προηγούμενης ημέρας: τῇ προτεραίᾳ (ἡμέρᾳ) = την προηγουμένη μέρα.
αντώνυμα: τῇ ὑστεραίᾳ (ἡμέρᾳ) = την επόμενη μέρα.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη πρότερος + παρ. επίθ. -αῖος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πρότερος-τέρα-τερον-επίθετο::
* McsElla.πρότερος-τέρα-τερον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.πρότερος-τέρα-τερον@wordaryElla,
σημασία: προηγούμενος: τοὺς προτέρους στρατηγοὺς ἔπαυσαν, ἄλλους δὲ ἀνθείλοντο = απέλυσαν τους προηγούμενους στρατηγούς και εξέλεξαν άλλους στη θέση τους.
οικογένεια: παράγωγα: προτεραία (ἡμέρα).
Νέα-Ελληνική: στη φρ. εκ των προτέρων «από πριν».
ετυμολογία: πρό + παρ. επίθ. -τερος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
προτίθημι-ρήμα::
* McsElla.προτίθημι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.προτίθημι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε τίθημι.
σημασία1: τοποθετώ κάτι μπροστά.
* μέση φωνή προτίθεμαι βάζω κάτι μπροστά σε κάποιον: προτίθεμαι δεῖπνον = προσφέρω φαγητό.
σημασία2: ορίζω, προτείνω: προτίθημί τινι στέφανον τῶν ἀγώνων = ορίζω γι' αυτόν που αγωνίστηκε το στεφάνι του νικητή. προτίθημι θάνατον ζημίαν = ορίζω το θάνατο ως ποινή.
σημασία3: μέση φωνή προτίθεμαι προτείνω για συζήτηση: καὶ σύ, ὦ πρύτανι, γνώμας πρόθες αὖθις Ἀθηναίοις = και συ, πρύτανη, θέσε πάλι για συζήτηση στους Αθηναίους τις προτάσεις.
οικογένεια: παράγωγα: πρόθεσις.
Νέα-Ελληνική: προτίθεμαι «έχω την πρόθεση, σχεδιάζω».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη πρό + τίθημι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
προτιμάω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.προτιμάω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.προτιμάω-ῶ@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε τιμάω -ῶ.
σημασία1: δίνω, συγκριτικά, μεγαλύτερη αξία σε κάποιον/κάτι: ὁ πατὴρ τὸν υἱὸν ἀντὶ πάντων τῶν ἄλλων χρημάτων προτιμᾷ = ο πατέρας δίνει στο γιο του μεγαλύτερη σημασία από ό,τι σε οτιδήποτε άλλο.
σημασία2: προτιμώ: Αἰγύπτιοι προτιμῶσι καθαροὶ εἶναι ἢ εὐπρεπέστεροι = οι Αιγύπτιοι προτιμούν να είναι καθαροί παρά να έχουν καλή εξωτερική εμφάνιση.
σημασία3: φροντίζω, ενδιαφέρομαι για κάποιον ή για κάτι: εἰρήνη δ' ὅπως ἔσται προτιμῶσι οὐδόλως = δεν ενδιαφέρονται όμως καθόλου πώς θα γίνει ειρήνη.
οικογένεια: παράγωγα: προτίμησις.
Νέα-Ελληνική: προτιμώ (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη πρό + τιμάω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
προὔργου-επίρρημα::
* McsElla.προὔργου-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.προὔργου@wordaryElla,
σημασία: ως ουδέτερο επίθετο ωφέλιμο, χρήσιμο: προὔργου ἐστὶν εἴς τι/πρός τι = κάτι είναι χρήσιμο για κάποιο σκοπό.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη πρό + ἔργου.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
προφέρω-ρήμα::
* McsElla.προφέρω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.προφέρω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε φέρω.
σημασία1: προσφέρω: μάντεις σφάγια προέφερον τὰ νομιζόμενα = οι μάντεις πρόσφεραν σφαγμένα ζώα, όπως συνηθιζόταν.
σημασία2: λέω, αναφέρω κάτι: μὴ προφέρετε τὴν τότε γενομένην ξυνωμοσίαν = μην αναφέρετε την ομοσπονδία που είχαμε κάνει τότε.
σημασία3: υπερτερώ: ἡ Νάξος εὐδαιμονίᾳ τῶν νήσων προέφερε = η Νάξος υπερτερούσε ως προς τον πλούτο από τα άλλα νησιά.
οικογένεια: παράγωγα: προφορά.
Νέα-Ελληνική: προφέρω «εκφέρω λέξη, πρόταση κτλ.».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη πρό + φέρω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πρόχους-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.πρόχους-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.πρόχους-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: κανάτα.
ετυμολογία: διαλ. πρόχοος (< προχέω), στα αττ. συνηρημ. πρόχους.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
προώλης-ης-ες-επίθετο::
* McsElla.προώλης-ης-ες-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.προώλης-ης-ες@wordaryElla,
σημασία: αυτός που αξίζει να χαθεί πριν την ώρα του (βλέπε ἐξώλης).
Νέα-Ελληνική: στη φρ. εξώλης και προώλης.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη πρό + ὄλλυμι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πρυτανεῖον-ου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.πρυτανεῖον-ου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.πρυτανεῖον-ου-τὸ@wordaryElla,
σημασία: δημόσιο οικοδόμημα όπου έδρευε ο ἄρχων (δηλ. ο επώνυμος άρχων).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη πρύτανις + παρ. επίθ. -εῖον.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πρυτανεύω-ρήμα::
* McsElla.πρυτανεύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.πρυτανεύω@wordaryElla,
σημασία1: έχω το αξίωμα του πρυτάνεως: πρυτανεύουσα (φυλή) = η φυλή στην οποία ανήκαν οι 50 πρυτάνεις (βλέπε πρύτανις).
σημασία2: διευθύνω: τὴν εἰρήνην ἐπρυτάνευε = διηύθυνε τις διαπραγματεύσεις για την ειρήνη.
Νέα-Ελληνική: πρυτανεύω «βρίσκομαι στην πρώτη θέση».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη πρύτανις + παρ. επίθ. -εύω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πρύτανις-εως-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.πρύτανις-εως-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.πρύτανις-εως-ὁ@wordaryElla,
παρατήρηση: στον πληθ., στην Αθήνα οἱ πρυτάνεις οι 50 βουλευταὶ μιας φυλῆς στο χρονικό διάστημα που αυτοί αποτελούσαν τη διαρκή επιτροπή της Βουλῆς για τις τρέχουσες υποθέσεις του σώματος.
οικογένεια: παράγωγα: πρυτανεῖον, πρυτανεύω, πρυτανεία «η θητεία του πρυτάνεως».
Νέα-Ελληνική: πρύτανης «ο επικεφαλής πανεπιστημίου».
ετυμολογία: αβέβ., πιθ. προελλ., παράβαλε ετρουσκικό puruthn «αρχηγός».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πρῲ-επίρρημα::
* McsElla.πρῲ-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.πρῲ@wordaryElla,
* McsElla.πρῳαίτερον!~συγκριτικός:πρῲ@wordaryElla,
* McsElla.πρῳαίτατα!~υπερθετικός:πρῲ@wordaryElla,
παρατήρηση: ο κοινός τύπος είναι πρωῒ
σημασία1: το διάστημα από την ανατολή έως το μεσημέρι, πρωί.
σημασία2: νωρίς: πρῲ τῆς ὥρας.
Νέα-Ελληνική: πρωί (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: *πρω- (< πρό) + τοπικό επίθ. -ι, παράβαλε πέρυσ-ι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πρώην-επίρρημα::
* McsElla.πρώην-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.πρώην@wordaryElla,
σημασία: προχθές: πρώην καὶ χθές.
Νέα-Ελληνική: ο πρώην «ο τέως, αυτός που δεν έχει πια την προηγούμενή του θέση, τίτλο κτλ.».
ετυμολογία: αιτ. θηλ. αμάρτ. επιθέτου *πρώη ή *πρώ (εκτεταμένη μορφή της πρό, παράβαλε πρῴ) + επίθ. -ην κατά το ἄντην (ἀντί).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πταίω-ρήμα::
* McsElla.πταίω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.πταίω@wordaryElla,
* McsElla.ἔπταιον!~παρατατικός:πταίω@wordaryElla,
* McsElla.πταίσω!~μέλλοντας:πταίω@wordaryElla,
* McsElla.ἔπταισα!~αόριστος:πταίω@wordaryElla,
* McsElla.ἔπταικα!~παρακείμενος:πταίω@wordaryElla,
σημασία1: κάνω κάποιον να σκοντάψει.
* ως αμετάβατο σκοντάφτω.
σημασία2: μεταφορικά κάνω σφάλμα: ὅταν πταίσωσί τι = όταν κάνουν κάποιο σφάλμα.
οικογένεια: παράγωγα: πταῖσμα.
Νέα-Ελληνική: πταίω (λόγ.) & φταίω (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: πετ- , πτ-αίω άγν. ετυμ..
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πτερόν-οῦ-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.πτερόν-οῦ-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.πτερόν-οῦ-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: φτερό.
σημασία2: φτερούγα.
σημασία3: σειρά από κολόνες που περιβάλλουν εξωτερικά ένα ναό.
οικογένεια: παράγωγα: πτερόεις, -εσσα, -εν (ἔπεα πτερόεντα «λόγια που πετούν, δε μένουν»), πτερωτός, πτερόω, πτέρυξ, σύνθετα: ἄπτερος, ἀναπτερόω, ἀναπτέρωσις.
Νέα-Ελληνική: φτερό (με τη σημ. 1) & πτερό (με σημ. 3).
ετυμολογία: *πετ- (πέτομαι «πετώ») + παρ. επίθ. -ρόν.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πτήσσω-ρήμα::
* McsElla.πτήσσω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.πτήσσω@wordaryElla,
* McsElla.ἔπτησσον!~παρατατικός:πτήσσω@wordaryElla,
* McsElla.πτήξω!~μέλλοντας:πτήσσω@wordaryElla,
* McsElla.ἔπτηξα!~αόριστος:πτήσσω@wordaryElla,
* McsElla.ἔπτηχα!~παρακείμενος:πτήσσω@wordaryElla,
σημασία: μαζεύομαι, ζαρώνω από το φόβο μου: δοκεῖ μοι τοῦ αὐτοῦ ἀνδρὸς εἶναι καὶ εὐτυχοῦνταξυβρίσαι καὶ πταίσαντα πτῆξαι = νομίζω πως είναι χαρακτηριστικό του ίδιου ανθρώπου να είναι θρασύς, όταν όλα του πηγαίνουν καλά, και όταν πέσει σε κάποιο λάθος, να ζαρώνει από το φόβο του.
οικογένεια: παράγωγα: πτώξ, ὁ «δειλός» (για το λαγό), πτωχός, πτωχικός, πτωχεύω.
ετυμολογία: *πτηκ- (*πτᾱκ-, *πτωκ- , παράβαλε πέ-πτω-κα < πίπτω, πέτ-ομαι) + παρ. επίθ. -jω > πτήσσω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πτύσσω-ρήμα::
* McsElla.πτύσσω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.πτύσσω@wordaryElla,
* McsElla.ἔπτυσσον!~παρατατικός:πτύσσω@wordaryElla,
* McsElla.πτύξω!~μέλλοντας:πτύσσω@wordaryElla,
* McsElla.ἔπτυξα!~αόριστος:πτύσσω@wordaryElla,
* McsElla.ἐπτύχθην!~παθητικός-αόριστος:πτύσσω@wordaryElla,
σημασία: διπλώνω.
αντώνυμα: ἀναπτύσσω «ξεδιπλώνω».
οικογένεια: παράγωγα: πτυχή.
Νέα-Ελληνική: πτύσσω.
ετυμολογία: *πτυχ- + παρ. επίθ. -jω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πτωχεία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.πτωχεία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.πτωχεία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: επαιτεία, ζητιανιά (βλέπε πενία).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη πτωχός + παρ. επίθ. -εία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Πυανοψιών-ῶνος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.Πυανοψιών-ῶνος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Πυανοψιών-ῶνος-ὁ@wordaryElla,
σημασία: ο τέταρτος μήνας του αττικού έτους, από 15 Σεπτεμβρίου έως 15 Οκτωβρίου.
ετυμολογία: από τη φρ. πύανον ἕψειν «ψήνω κουκιά» + παρ. επίθ. -ιών, όπου πύανος, ὁ = κύαμος, ὁ «κουκί»· ίσως ο πρωτογενής τύπος είναι *πύαμος, αιτ. τὸν *πύαμον > τὸν πύανον (τροπή μ > ν), τὸν κύαμον (τροπή π σε κ στο σχήμα τ-π > τ-κ).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Πύθια-ίων-τὰ-ουσιαστικό::
* McsElla.Πύθια-ίων-τὰ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Πύθια-ίων-τὰ@wordaryElla,
σημασία: πανελλήνιος αθλητικός διαγωνισμός που τελούσαν κάθε τέσσερα χρόνια στους Δελφούς προς τιμήν του Πυθίου Απόλλωνα.
ετυμολογία: Πύθια (ενν. ἱερά), παράγωγη-λέξη Πυθώ, ἡ «παλιό όνομα των Δελφών» + παρ. επίθ. -ια.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Πυθία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.Πυθία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Πυθία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: η ιέρεια του Απόλλωνα στο μαντείο των Δελφών.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη Πυθώ + παρ. επίθ. -ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πυκνός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.πυκνός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.πυκνός-ή-ὸν@wordaryElla,
* McsElla.πυκνότερος!~συγκριτικός:πυκνός-ή-ὸν@wordaryEllα,
* McsElla.πυκνότατος!~υπερθετικός:πυκνός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία1: πυκνός.
αντώνυμα: ἀραιός.
σημασία2: συχνός, πολύς: οὗτοι δὲ πυκνοῖςρωτήμασιν ἐχρῶντο = και αυτοί έκαναν πολλές ερωτήσεις.
σημασία3: για πρόσωπα έξυπνος ή συνετός.
οικογένεια: παράγωγα: πυκνότης, πυκνόω.
Νέα-Ελληνική: πυκνός (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: αρχικά *πυκ-ινός < επίρρ. πύκα «πάγια, στέρεα» άγνωστης αρχής) + παρ. επίθ. -ινός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πύκτης-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.πύκτης-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.πύκτης-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: πυγμάχος.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *πυγ- (πβ. πύξ, πυγ-μάχος) + παρ. επίθ. -της.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πυνθάνομαι-ρήμα::
* McsElla.πυνθάνομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.πυνθάνομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐπυνθανόμην!~παρατατικός:πυνθάνομαι@wordaryElla,
* McsElla.πεύσομαι!~μέλλοντας:πυνθάνομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐπυθόμην!~αόριστος-β΄:πυνθάνομαι@wordaryElla,
* McsElla.πέπυσμαι!~παρακείμενος:πυνθάνομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐπεπύσμην!~υπερσυντέλικος:πυνθάνομαι@wordaryElla,
σημασία: ζητώ να μάθω, μαθαίνω, πληροφορούμαι: ὡςπυνθάνοντο τῆς Πύλου κατειλημμένης = όταν πληροφορήθηκαν ότι κατελήφθη η Πύλος. σὺ ἄρτι πέπυσαι; = εσύ τώρα το έμαθες;
οικογένεια: παράγωγα: ἡ πύστις.
ετυμολογία: *πυνθ- (*πευθ-, κρητικό πεύθω «πληροφορώ», + παρ. επίθ. -αν-ομαι > πυνθάνομαι, για την ανάπτυξη -ν- στο πυ-ν-θ- παράβαλε λιθουανικός bu-n-dú «βρίσκομαι σε εγρήγορση», ινδοευρωπαϊκός *bheudh-.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πὺξ-επίρρημα::
* McsElla.πὺξ-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.πὺξ@wordaryElla,
παρατήρηση: στην πυγμαχία και γενικότερα με τις γροθιές: ἄλλον δὲ κωλύοντα ἡμᾶς πορεύεσθαι ἔπαισα πύξ = και έναν άλλο που μας εμπόδιζε να προχωρήσουμε τον χτύπησα με γροθιές (βλέπε λάξ).
οικογένεια: παράγωγα: πυγμή, πυγμαῖος, πύκτης, πυγμάχος.
Νέα-Ελληνική: στην έκφραση πύξ λάξ «με μπουνιές και κλοτσιές».
ετυμολογία: *πυγ- «κεντρίζω, μπήγω, κτυπώ» + -ς των επιρρημάτων (π.χ. οὕτω-ς), ακριβές αντίστοιχο του λατινικός pugna, pugnare.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πῦρ-πυρός-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.πῦρ-πυρός-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.πῦρ-πυρός-τὸ@wordaryElla,
σημασία: φωτιά.
οικογένεια: παράγωγα: πυρά, πυρετός, πυρρός, πυρσός.
ετυμολογία: *πυρ-, παράβαλε αρμ. hur = πῦρ, ουμβρικό pir (αιτιατ.).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πυρά-ᾶς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.πυρά-ᾶς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.πυρά-ᾶς-ἡ@wordaryElla,
σημασία: φωτιά από συσσωρευμένα ξύλα: νεκρὸς ἐπὶ τῇ πυρᾷ κείμενος = νεκρός που είναι ξαπλωμένος επάνω στη φωτιά (για να καεί).
Νέα-Ελληνική: (λόγιο) πυρά.
ετυμολογία: πῦρ + παρ. επίθ. -ά.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πυρός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.πυρός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.πυρός-οῦ-ὁ@wordaryElla,
σημασία: σιτάρι.
ετυμολογία: *πυρ- + παρ. επίθ. -ός, παράβαλε λιθουανικός pūras «κόκκος σιταριού».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πυρρίχη-ης-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.πυρρίχη-ης-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.πυρρίχη-ης-ἡ@wordaryElla,
σημασία: είδος πολεμικού χορού, πυρρίχιος: ὀρχηστρὶς ὠρχήσατο πυρρίχην = μια χορεύτρια χόρεψε πυρρίχιο.
ετυμολογία: ίσως από τον επινοητή του χορού, κύρ. όν. Πύρριχος, παράβαλε πύρριχος «κοκκινόξανθος».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πυρρός-ά-ὸν-επίθετο::
* McsElla.πυρρός-ά-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.πυρρός-ά-ὸν@wordaryElla,
σημασία: κοκκινωπός.
οικογένεια: σύνθετα: πύρριχος, πυρρόχρους, διάπυρρος «ολοκόκκινος».
ετυμολογία: ίσως *πυρσFός < *πυρσ- (πβ. πυρσ-ός) + παρ. επίθ. -Fός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πυρφόρος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.πυρφόρος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.πυρφόρος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία: αυτός που εκτοξεύει φωτιά: ἐβάλλοντο πυρφόροις οἰστοῖς = δέχονταν χτυπήματα με εμπρηστικά βέλη.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη πῦρ + φέρω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πώγων-ωνος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.πώγων-ωνος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.πώγων-ωνος-ὁ@wordaryElla,
σημασία: γενειάδα, γένια: πώγωνος ὑποπίμπλαται = έχει αρχίσει να γεμίζει γένια.
οικογένεια: παράγωγα: πωγώνιον, σύνθετα: δασυπώγων.
Νέα-Ελληνική: πιγούνι.
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πῶλος-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.πῶλος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.πῶλος-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: πουλάρι.
ετυμολογία: *πωλ- + παρ. επίθ. -ος > πῶλος, ακριβές αντίστοιχο με γερμ. Fohlen «πουλάρι», ίσως ομόρρ. με παῖς και λατινικός puer.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πώποτε-επίρρημα::
* McsElla.πώποτε-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.πώποτε@wordaryElla,
σημασία: κάποτε έως τώρα, κάποια φορά ως τώρα: ἤκουσας πώποτέ τινος τούτων λέγοντος...; = άκουσες ποτέ ως τώρα κανέναν από αυτούς να λέει...; ὅσοι ἐμοῦ πώποτε ἀκηκόατε διαλεγομένου = όσοι με έχετε ακούσει, κάποια φορά ως τώρα, να συζητώ.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη εγκλιτ. πω + ποτέ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πῶς-επίρρημα::
* McsElla.πῶς-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.πῶς@wordaryElla,
παρατήρηση: ερωτηματικό πώς.
Νέα-Ελληνική: πώς.
ετυμολογία: ερωτηματική ρίζα *πω- (*πο-) + ληκτικό -ς των επιρρημάτων, π.χ. οὕτω-ς.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
πως-επίρρημα::
* McsElla.πως-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.πως@wordaryElla,
παρατήρηση: εγκλιτικό κάπως, κατά κάποιον τρόπο: ἀπώκνησάν πως τὸν κίνδυνον μέγαν ἡγησάμενοι = δείλιασαν κάπως, επειδή θεώρησαν μεγάλο τον κίνδυνο.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
letter::
* McsEngl.wordaryElla.ro,
====== langoGreekAncient:
* McsElla.λεξικόΕλλα.Ρ,
Ῥ-ῥ-ῥῶ-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.Ῥ-ῥ-ῥῶ-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Ῥ-ῥ-ῥῶ-τὸ@wordaryElla,
σημασία: το δέκατο έβδομο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου.
* ως αριθμητικό σύμβολο: ρʹ = 100, αλλά ͵ρ = 100.000.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ῥᾴδιος-ία-ιον-επίθετο::
* McsElla.ῥᾴδιος-ία-ιον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ῥᾴδιος-ία-ιον@wordaryElla,
* McsElla.ῥᾴων!~συγκριτικός:ῥᾴδιος-ία-ιον@wordaryEllα,
* McsElla.ῥᾷστος!~υπερθετικός:ῥᾴδιος-ία-ιον@wordaryElla,
σημασία: εύκολος: ῥᾳδία ἡ κρίσις = εύκολη αυτή η κρίση.
αντώνυμα: χαλεπὸς «δύσκολος».
* ῥᾴδιόν (ἐστίν) με απαρέμφατο είναι εύκολο να...: οὐ ῥᾴδιον ποιεῖν ὅ τι ἂν βούλῃ = δεν είναι εύκολο να κάνεις ό,τι θέλεις.
οικογένεια: παράγωγα: ῥᾳδίως, ῥᾳστώνη, σύνθετα: ῥᾳδιουργός, ῥᾳδιουργία.
ετυμολογία: *Fρᾱδ- + παρ. επίθ. –ιος > ῥᾴδιος, παράβαλε ῥᾶ «εύκολα» = αιολικό βρᾶ = Fρᾶ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ῥαθυμέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ῥαθυμέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ῥαθυμέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: μένω αργός, αδρανής, δεν κάνω τίποτα: ἐξὸν δὲ ῥαθυμεῖν βούλεται πονεῖν = αν και είναι δυνατόν να μην κάνει τίποτα, θέλει να κοπιάζει.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ῥάθυμος + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ῥαθυμία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ῥαθυμία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ῥαθυμία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: ανέμελο πνεύμα, άνεση: ῥαθυμίᾳ μᾶλλον ἢ πόνων μελέτῃ ἐθέλομεν κινδυνεύειν = είμαστε πρόθυμοι να αντικρίζουμε τον κίνδυνο με άνεση περισσότερο παρά με επίπονες ασκήσεις.
σημασία2: οκνηρία.
Νέα-Ελληνική: ραθυμία (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ῥάθυμος + παρ. επίθ. -ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ῥάθυμος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ῥάθυμος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ῥάθυμος-ος-ον@wordaryElla,
* McsElla.ῥαθυμότερος!~συγκριτικός:ῥάθυμος-ος-ον@wordaryEllα,
* McsElla.ῥαθυμότατος!~υπερθετικός:ῥάθυμος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία1: αμέριμνος, ανέμελος.
σημασία2: οκνηρός.
σημασία3: για πράγματα ανέμελος, εύκολος: ῥάθυμος βίος = ανέμελη ζωή.
οικογένεια: παράγωγα: ῥαθυμέω, ῥαθυμία.
Νέα-Ελληνική: ράθυμος (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ῥᾱ «εύκολα» + *θυμ- (πβ. θυμός) + παρ. επίθ. -ος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ῥαίνω-ρήμα::
* McsElla.ῥαίνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ῥαίνω@wordaryElla,
* McsElla.ἔρραινον!~παρατατικός:ῥαίνω@wordaryElla,
* McsElla.ῥανῶ!~μέλλοντας:ῥαίνω@wordaryElla,
* McsElla.ἔρρανα!~αόριστος:ῥαίνω@wordaryElla,
σημασία: ραντίζω.
οικογένεια: παράγωγα: ῥανίς, ῥαντίζω, ῥαντισμός.
Νέα-Ελληνική: ραίνω.
ετυμολογία: *ῥάν-jω, αβέβαιης αρχής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ῥαπίζω-ρήμα::
* McsElla.ῥαπίζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ῥαπίζω@wordaryElla,
σημασία1: χτυπώ κάποιον/κάτι με ράβδο: ῥαπίσας αὐτὴν ἀπέπεμψεν τῆς οἰκίας = τη χτύπησε με τη ράβδο και την πέταξε έξω από το σπίτι.
σημασία2: χαστουκίζω κάποιον στο πρόσωπο: ἐπὶ κόρρης ῥαπίζω τινά = χτυπώ κάποιον στο πρόσωπο.
οικογένεια: παράγωγα: ῥάπισμα.
Νέα-Ελληνική: ραπίζω (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ῥαπίς «βέργα» + παρ. επίθ. -ίζω > *ῥαπίδjω > ῥαπίζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ῥᾳστώνη-ης-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ῥᾳστώνη-ης-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ῥᾳστώνη-ης-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: ευκολία (στο να κάνω κάτι λ.χ.): ῥᾳστώνῃ μανθάνω = με ευκολία μαθαίνω.
σημασία2: ανακούφιση από κάτι δυσάρεστο, αναψυχή: ῥᾳστώνην ἐμαυτῷ ἐξηῦρον = εξασφάλισα αναψυχή για τον εαυτό μου.
Νέα-Ελληνική: ραστώνη «τεμπελιά».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ῥᾷστ-ος + παρ. επίθ. -ώνη.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ῥαψῳδέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ῥαψῳδέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ῥαψῳδέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: απαγγέλλω (τα ποιήματα κάποιου ποιητή, κυρίως του Ομήρου): τί δή ποτ’ οὖν ῥαψῳδεῖς περιιὼν τοῖς Ἕλλησι = γιατί τέλος πάντων απαγγέλλεις τα ποιήματα του Ομήρου περιερχόμενος την Ελλάδα;
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ῥαψῳδός (σύνθετα: ῥάπτω + ᾠδή) + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ῥαψῳδία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ῥαψῳδία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ῥαψῳδία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: απαγγελία επικών ποιημάτων: ῥαψῳδίᾳ ἆθλα ἔθεσαν = προκήρυξαν βραβεία για την απαγγελία επικών ποιημάτων.
σημασία2: τμήμα επικού ποίηματος κατάλληλο για απαγγελία σε μια περίσταση (λ.χ. μια ραψωδία της Ιλιάδας ή της Οδύσσειας).
Νέα-Ελληνική: ραψωδία (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ῥαψῳδός (σύνθετα: ῥάπτω + ᾠδή) + παρ. επίθ. -ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ῥεῖθρον-ου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ῥεῖθρον-ου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ῥεῖθρον-ου-τὸ@wordaryElla,
σημασία: ρυάκι, ρεύμα, ποταμός.
Νέα-Ελληνική: ρείθρο.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ῥέω + παρ. επίθ. -θρον > ιων. ῥέ-ε-θρον, αττ. συνηρημ. ῥεῖθρον.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ῥέπω-ρήμα::
* McsElla.ῥέπω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ῥέπω@wordaryElla,
* McsElla.ἔρρεπον!~παρατατικός:ῥέπω@wordaryElla,
* McsElla.ῥέψω!~μέλλοντας:ῥέπω@wordaryElla,
* McsElla.ἔρρεψα!~αόριστος:ῥέπω@wordaryElla,
σημασία: κλίνω, γέρνω: τὸ κάτω ῥέπον βαρύ = αυτό που (στη ζυγαριά) γέρνει προς τα κάτω είναι βαρύ. ἐπὶ τὸ λῆμμα ῥέπω = γέρνω προς το όφελός μου, το κέρδος μου.
οικογένεια: παράγωγα: ῥοπή, ῥόπαλον, ῥόπτρον, σύνθετα: ἰσόρροπος, ἰσορροπία, ἀντίρροπος.
Νέα-Ελληνική: ρέπω «έχω την τάση».
ετυμολογία: *Fρεπ-, *Fροπ-, ίσως συγγενικό με ῥαπίς, ῥαπίζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ῥέω-ρήμα::
* McsElla.ῥέω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ῥέω@wordaryElla,
* McsElla.ἔρρεον!~παρατατικός:ῥέω@wordaryElla,
* McsElla.ῥυήσομαι!~μέλλοντας:ῥέω@wordaryElla,
* McsElla.ἐρρύην!~αόριστος:ῥέω@wordaryElla,
* McsElla.ἐρρύηκα!~παρακείμενος:ῥέω@wordaryElla,
* McsElla.ἐρρυήκειν!~υπερσυντέλικος:ῥέω@wordaryElla,
σημασία1: για υγρά ρέω, τρέχω: φάραγγες ὕδατι ῥέουσαι = φαράγγια που τρέχουν νερό.
σημασία2: μεταβάλλομαι: ἅπανθ’ ὁρῶ ῥέοντα = παρατηρώ ότι όλα μεταβάλλονται. τὰ πάντα ῥεῖ = τα πάντα μεταβάλλονται.
οικογένεια: παράγωγα: ῥεῦμα, ῥεῦσις και ῥύσις, ῥευστὸς και ῥυτός, ῥύαξ, ῥεῖθρον, ῥοῦς, ῥοή, σύνθετα: μελίρρυτος «αυτός από τον οποίο τρέχει μέλι».
Νέα-Ελληνική: ρέω (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: *σρεF- + παρ. επίθ. -ω > *σρέFω > ῥέω, ομόρρ. με αρχ. ινδ. srávati = ῥέω, *srew-, παράβαλε Στρυμών «που ρέει».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ῥήγνυμι--ῥηγνύω-ρήμα::
* McsElla.ῥήγνυμι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ῥηγνύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ῥηγνύω@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ῥήγνυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἐρρήγνυν!~παρατατικός:ῥήγνυμι@wordaryElla,
* McsElla.ῥήξω!~μέλλοντας:ῥήγνυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἔρρηξα!~αόριστος:ῥήγνυμι@wordaryElla,
* McsElla.ῥαγήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:ῥήγνυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἐρρηξάμην!~μέσος-αόριστος:ῥήγνυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἐρράγην!~παθητικός-αόριστος:ῥήγνυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἔρρωγα!~παθητικός-παρακείμενος-αμετάβατη-σημασία:ῥήγνυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἐρρώγειν!~παθητικός-υπερσυντέλικος-αμετάβατη-σημασία:ῥήγνυμι@wordaryElla,
σημασία1: σπάζω: θώρακας ῥήγνυμι.
σημασία2: διασπώ την παράταξη ενός στρατού: φάλαγγα ῥήγνυμι.
σημασία3: σχίζω (συνήθως τα ρούχα μου σε ένδειξη πένθους): ῥήγνυμι πέπλους = σχίζω τα πέπλα.
οικογένεια: παράγωγα: ῥῆγμα, ῥῆξις, ῥαγή, ῥαγάς, ῥαγδαῖος, ῥώξ, ῥωγμή, σύνθετα: ῥηξικέλευθος, ἄρρηκτος.
ετυμολογία: *Fρηγ-, *Fρᾱγ-, ινδοευρωπαϊκός αρχής: *Fρήγ- + παρ. επίθ. -νυ-μι > ῥήγνυμι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ῥῆμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ῥῆμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ῥῆμα-ατος-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: ρήση: τοῦ Πιττακοῦ περιεφέρετο τοῦτο τὸ ῥῆμα = κυκλοφορούσε αυτή η ρήση του Πιττακού.
σημασία2: λέξη: τὸ ῥῆμα τόδε = η λέξη «τόδε».
σημασία3: φράση.
αντώνυμα: όνομα «μεμονωμένη λέξη».
σημασία4: στη γραμματική ρήμα.
αντώνυμα: όνομα «ουσιαστικό».
Νέα-Ελληνική: ρήμα (με τη σημ. 4).
ετυμολογία: *Fερε-, *Fρη- «λέγω» + παρ. επίθ. -μα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ῥῆσις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ῥῆσις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ῥῆσις-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: ομιλία: περὶ σμικροῦ πράγματος ῥήσεις παμμήκεις ποιῶ = για μικρό πράγμα κάνω πολύ μακρόλογες ομιλίες.
σημασία2: έκφραση ή χωρίο (ενός συγγραφέα): ὁμηρικὴ ῥῆσις = έκφραση που χρησιμοποιεί ο Όμηρος.
Νέα-Ελληνική: ρήση «ρητό, γνωμικό κτλ.».
ετυμολογία: *Fερε-, *Fρη- «λέω» + παρ. επίθ. -σις > αρκαδ. Fρῆσις «ομιλία» = ῥῆσις. Ο ενεστ. (F)εἴρω είναι σπάνιος· εδώ βασίζεται ο μέλλ. ἐρῶ (< *Fερέ-σω) του λέγω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ῥητός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.ῥητός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ῥητός-ή-ὸν@wordaryElla,
* McsElla.ῥητότερος!~συγκριτικός:ῥητός-ή-ὸν@wordaryEllα,
* McsElla.ῥητότατος!~υπερθετικός:ῥητός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία1: καθορισμένος: κριθήσεται ἐν ἡμέραις ῥηταῖς = θα δικαστεί σε καθορισμένη ημερομηνία.
σημασία2: αυτός που μπορεί να ειπωθεί, ο ρητός.
αντώνυμα: ἄρρητος.
Νέα-Ελληνική: ρητός (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: *Fερε-, *Fρη- «λέω» + παρ. επίθ. -τός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ῥήτρα-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ῥήτρα-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ῥήτρα-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: συμφωνία (με βάση καθορισμένους όρους): παρὰ τὴν ῥήτραν = αντίθετα προς τη συμφωνία.
σημασία2: στη Σπάρτη η νομοθεσία του Λυκούργου (που προσέλαβε τη μορφή συμφωνίας μεταξύ αυτού και του λαού).
Νέα-Ελληνική: ρήτρα (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: *Fερε-, *Fρη- «λέω» + παρ. επίθ. -τρα, παράβαλε ηλειακό Fράτρᾱ «ρήτρα».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ῥήτωρ-ορος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ῥήτωρ-ορος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ῥήτωρ-ορος-ὁ@wordaryElla,
σημασία: δημόσιος ομιλητής, ρήτορας.
οικογένεια: παράγωγα: ῥητορεύω, ῥητορικός «ικανός στη ρητορεία».
Νέα-Ελληνική: ρήτορας.
ετυμολογία: *Fερε-, *Fρη- «λέγω» + παρ. επίθ. -τωρ, βλέπε ῥῆσις.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ῥῖγος-ους-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ῥῖγος-ους-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ῥῖγος-ους-τὸ@wordaryElla,
σημασία: ψύχος, κρύο: ὑπὸ λιμοῦ καὶ ῥίγους ἀπέθανεν = πέθανε από την πείνα και το κρύο.
Νέα-Ελληνική: ρίγος «κρύο, τρεμούλιασμα».
ετυμολογία: *σριγ- + παρ. επίθ. -ος, *srig-, λατινικός frigus «κρύο».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ῥιγόω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ῥιγόω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ῥιγόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐρρίγων!~παρατατικός:ῥιγόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ῥιγώσω!~μέλλοντας:ῥιγόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐρρίγωσα!~αόριστος:ῥιγόω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: κρυώνω, τρέμω από το κρύο.
Νέα-Ελληνική: ριγώ.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ῥῑγος + παρ. επίθ. -όω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ῥίπτω-ρήμα::
* McsElla.ῥίπτω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ῥίπτω@wordaryElla,
* McsElla.ἔρριπτον!~παρατατικός:ῥίπτω@wordaryElla,
* McsElla.ῥίψω!~μέλλοντας:ῥίπτω@wordaryElla,
* McsElla.ἔρριψα!~αόριστος:ῥίπτω@wordaryElla,
* McsElla.ἔρριφα!~παρακείμενος:ῥίπτω@wordaryElla,
* McsElla.ῥιφθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:ῥίπτω@wordaryElla,
* McsElla.ἐρρίφθην!~παθητικός-αόριστος:ῥίπτω@wordaryElla,
* McsElla.ἐρρίφην!~παθητικός-αόριστος:ῥίπτω@wordaryElla,
* McsElla.ἔρριμμαι!~παθητικός-παρακείμενος:ῥίπτω@wordaryElla,
σημασία: ρίχνω: ἐς ὕδωρ ψυχρὸν ἐμαυτὸν ῥίπτω = ρίχνω τον εαυτό μου σε δροσερό νερό.
οικογένεια: παράγωγα: ῥῖψις, ῥιπή, ῥιπίζω, σύνθετα: ῥιψοκίνδυνος, ἀναρριπίζω, ἀπορρίπτω, καταρρίπτω.
Νέα-Ελληνική: ρίχνω.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *Fριπ- «στρέφω, γυρίζω» + παρ. επίθ. -τ-ω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ῥίς-ῥινός-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ῥίς-ῥινός-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ῥίς-ῥινός-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: μύτη.
* φράση ἕλκω τινὰ τῆς ῥινὸς τραβώ κάποιον από τη μύτη, τον εξουσιάζω ολοκληρωτικά.
σημασία2: πληθυντικός αριθμός ῥῖνες ρουθούνια: διέξοδος κατὰ τὸ στόμα καὶ τὰς ῥῖνας = διέξοδος από το στόμα και τα ρουθούνια.
οικογένεια: σύνθετα: ῥινόκερως, ῥινηλατέω «ψάχνω ίχνη με τη μύτη».
Νέα-Ελληνική: θέμα ριν-, λ.χ. ριν-ικός, ωτο-ρινο-λαρυγγολόγος.
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ῥοδών-ῶνος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ῥοδών-ῶνος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ῥοδών-ῶνος-ὁ@wordaryElla,
σημασία: κήπος με ρόδα (δηλ. τριαντάφυλλα), ροδώνας.
Νέα-Ελληνική: ροδώνας.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ῥόδον + παρ. επίθ. -ών.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ῥοῦς-ῥοῦ-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ῥοῦς-ῥοῦ-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ῥοῦς-ῥοῦ-ὁ@wordaryElla,
παρατήρηση: ο κοινός τύπος είναι ῥόος
σημασία: ροή.
Νέα-Ελληνική: ρους (λόγ.).
ετυμολογία: *ῥο- (ῥέω) + παρ. επίθ. -ος > ῥόος, αττ. συνηρημ. ῥοῦς.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ῥοπή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ῥοπή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ῥοπή-ῆς-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: κλίση, γέρσιμο (κυρίως των δίσκων της ζυγαριάς).
σημασία2: αποφασιστική στιγμή, στιγμή.
Νέα-Ελληνική: ροπή (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: *ροπ- (ῥέπω) + παρ. επίθ. -ή, βλέπε ῥέπω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ῥύαξ-κος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ῥύαξ-κος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ῥύαξ-κος-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: ορμητικό ρεύμα, χείμαρρος.
σημασία2: ορμητικό ρεύμα λάβας (σε έκρηξη ηφαιστείου): ὁ ῥύαξ τοῦ πυρὸς ἐκ τῆς Αἴτνης.
Νέα-Ελληνική: ρυάκι «ποταμάκι».
ετυμολογία: *ρυ- (ῥέω) + παρ. επίθ. -αξ, παράβαλε ἱέρ-αξ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ῥύμη-ης-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ῥύμη-ης-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ῥύμη-ης-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: η δύναμη, η ορμή, ενός σώματος που βρίσκεται σε κίνηση, η φόρα του: ῥύμῃ ἐμπίπτω = πέφτω με φόρα.
σημασία2: ορμητική κίνηση (στρατεύματος): ῥύμῃχώρησαν οἱ στρατιῶται = οι στρατιώτες προχώρησαν ορμητικά.
σημασία3: δρόμος.
Νέα-Ελληνική: στη φρ. εν τη ρύμη του λόγου «στο γρήγορο λόγο».
ετυμολογία: *F(ε)ρυ-, *Fρυ- «σύρω, τραβώ» + παρ. επίθ. -μη.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ῥυπαρός-ά-ὸν-επίθετο::
* McsElla.ῥυπαρός-ά-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ῥυπαρός-ά-ὸν@wordaryElla,
* McsElla.ῥυπαρώτερος!~συγκριτικός:ῥυπαρός-ά-ὸν@wordaryEllα,
* McsElla.ῥυπαρώτατος!~υπερθετικός:ῥυπαρός-ά-ὸν@wordaryElla,
παρατήρηση: κυριολεκτικά και μεταφορικά βρόμικος: βίος δουλοπρεπὴς καὶ ῥυπαρός = δουλοπρεπής και βρόμικος τρόπος ζωής.
Νέα-Ελληνική: ρυπαρός.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ῥύπος + παρ. επίθ. -(α)ρός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ῥωγμή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ῥωγμή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ῥωγμή-ῆς-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: κάταγμα.
σημασία2: σχισμή: ἀμύγδαλον εἰς ῥωγμὴν ξύλου ἐντίθεμαι = τοποθετώ αμύγδαλο μέσα σε σχισμή ξύλου.
Νέα-Ελληνική: ρωγμή (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *Fρηγ- (ῥήγ-νυμι), *Fρωγ- + παρ. επίθ. -μή.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ῥωμαλέος-α-ον-επίθετο::
* McsElla.ῥωμαλέος-α-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ῥωμαλέος-α-ον@wordaryElla,
* McsElla.ῥωμαλεώτερος!~συγκριτικός:ῥωμαλέος-α-ον@wordaryEllα,
* McsElla.ῥωμαλεώτατος!~υπερθετικός:ῥωμαλέος-α-ον@wordaryElla,
σημασία: δυνατός: ῥωμαλέος τῷ σώματι = δυνατός στο σώμα.
Νέα-Ελληνική: ρωμαλέος.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ῥώμη + παρ. επίθ. -(α)λέος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ῥώμη-ης-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ῥώμη-ης-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ῥώμη-ης-ἡ@wordaryElla,
σημασία: δύναμη: ῥώμῃ χειρῶν χρῶμαι = χρησιμοποιώ τη δύναμη των χεριών μου.
οικογένεια: παράγωγα: ῥωμαλέος.
Νέα-Ελληνική: ρώμη, ρωμαλέος.
ετυμολογία: *ῥω- (πβ. ἔρ-ρω-μαι < ῥώννυμαι) + παρ. επίθ. -μη, συγγεν. με ῥώομαι «σπεύδω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ῥώννυμι--ῥωννύω-ρήμα::
* McsElla.ῥώννυμι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ῥωννύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ῥωννύω@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ῥώννυμι@wordaryElla,
* McsElla.ῥώσω!~μέλλοντας:ῥώννυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἔρρωσα!~αόριστος:ῥώννυμι@wordaryElla,
* McsElla.ῥωσθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:ῥώννυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἐρρώσθην!~παθητικός-αόριστος-και-μέση-σημασία:ῥώννυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἔρρωμαι!~παθητικός-παρακείμενος-σημασία-ενεστώτα:ῥώννυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἐρρώμην!~παθητικός-υπερσυντέλικος-σημασία-παρατατικού:ῥώννυμι@wordaryElla,
σημασία1: δίνω δύναμη: τροφὴ ῥώννυσι = η τροφή δίνει δύναμη.
σημασία2: παθ. παρακ. ἔρρωμαι έχω δύναμη: ἐρρωμένος τὴν ψυχήν = δυνατός στην ψυχή.
σημασία3: ἔρρωσο! / ἔρρωσθε! = χαίρε!, να έχεις υγεία! / χαίρετε!, να έχετε υγεία! (πρόκειται για το συνήθη τρόπο κατάληξης των επιστολών).
οικογένεια: παράγωγα: ῥῶσις, ῥώμη, ῥωμαλέος, σύνθετα: ἄρρωστος, ἀρρωστέω, ἀρρωστία, εὔρωστος, εὐρωστία.
ετυμολογία: *ρω- (πβ. ῥώομαι «σπεύδω», ῥώμη) + παρ. επίθ. -νυ -μι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ῥῶσις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ῥῶσις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ῥῶσις-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία: ενδυνάμωση: ῥῶσις καὶ θρέψις σωμάτων = ενδυνάμωση και θρέψη των σωμάτων.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *ῥω- (ῥώννυμι) + παρ. επίθ. -σις.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
letter::
* McsEngl.wordaryElla.siyma,
====== langoGreekAncient:
* McsElla.λεξικόΕλλα.Σ,
Σ-σ-σῖγμα-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.Σ-σ-σῖγμα-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Σ-σ-σῖγμα-τὸ@wordaryElla,
σημασία: το δέκατο όγδοο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου.
* ως αριθμητικό σύμβολο: σ´ = 200, αλλά ͵σ = 200.000.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σάρξ-σαρκός-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.σάρξ-σαρκός-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.σάρξ-σαρκός-ἡ@wordaryElla,
σημασία: σάρκα: σάρκες καὶ ὀστᾶ.
οικογένεια: παράγωγα: σάρκινος, σαρκώδης, σύνθετα: σαρκοβόρος, σαρκοφάγος.
Νέα-Ελληνική: σάρκα.
ετυμολογία: *τFερκ- «δίνω μορφή, δημιουργώ», παράβαλε αρχ. ινδ. tvástar «δημιουργός».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σατράπης-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.σατράπης-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.σατράπης-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: διοικητής περσικής επαρχίας.
οικογένεια: παράγωγα: σατραπεία «διοικητική περιφέρεια», σατραπικός, σατραπεύω.
ετυμολογία: αρχ. περσ. xšaθrapā «προστάτης της χώρας».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σατυρικός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.σατυρικός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.σατυρικός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία: αυτός που έχει σχέση με τους σατύρους.
* σατυρικὸν δρᾶμα είδος δράματος στο οποίο τα μέλη του χορού ήταν μεταμφιεσμένα σε σατύρους.
Νέα-Ελληνική: σατυρικό (δράμα) και σατιρικός (< λατινικός satura < σάτυρα) «κωμικός».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη Σάτυρος + παρ. επίθ. -ικός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σάτυρος-ύρου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.σάτυρος-ύρου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.σάτυρος-ύρου-ὁ@wordaryElla,
* συνήθως στον πληθ. οἱ σάτυροι μικρόσωμα πλάσματα, τράγοι κατά το ήμισυ και άνθρωποι κατά το άλλο, που ήταν ακόλουθοι του Διονύσου.
οικογένεια: παράγωγα: σατυρικός.
Νέα-Ελληνική: σάτυρος (με την ίδια σημ. και «λάγνος»).
ετυμολογία: αβέβ., πιθ. προελλ..
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σβέννυμι--σβεννύω-ρήμα::
* McsElla.σβέννυμι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.σβεννύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.σβεννύω@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.σβέννυμι@wordaryElla,
* McsElla.σβέσω!~μέλλοντας:σβέννυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἔσβεσα!~αόριστος:σβέννυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἔσβηκα-«είμαι-σβηστός|έχω-σβήσει»!~παρακείμενος-αμετάβατος:σβέννυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἐσβήκειν-«ήμουν-σβηστός|είχα-σβήσει»!~υπερσυντέλικος-αμετάβατος:σβέννυμι@wordaryElla,
* McsElla.σβήσομαι!~μέσος-μέλλοντας:σβέννυμι@wordaryElla,
* McsElla.σβεσθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:σβέννυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἐσβεσάμην!~μέσος-αόριστος:σβέννυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἐσβέσθην!~παθητικός-αόριστος:σβέννυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἔσβεσμαι!~παθητικός-παρακείμενος:σβέννυμι@wordaryElla,
σημασία1: σβήνω.
αντώνυμα: ἀνάπτω.
σημασία2: μεταφορικά καθησυχάζω, κατευνάζω: σβέννυμι τὸν θυμόν = κατευνάζω την οργή.
οικογένεια: παράγωγα: σβέσις, σβεστός, σύνθετα: ἄσβεστος, ἀκατάσβεστος.
Νέα-Ελληνική: σβήνω (και με τις δύο σημ.).
ετυμολογία: *gwes-, παράβαλε βαλτικό gès-ti «σβήνομαι»· το αρκτικό σ- στο σβέννυμι μένει ανερμήνευτο.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σέβομαι-ρήμα::
* McsElla.σέβομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.σέβομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐσέφθην!~αόριστος:σέβομαι@wordaryElla,
σημασία: λατρεύω, τιμώ: ὡς θεὸν σέβομαί τινα = λατρεύω κάποιον ως θεό. Λακεδαιμόνιοι σέβονται μεγάλως Λυκοῦργον = οι Λακεδαιμόνιοι τιμούν πολύ το Λυκούργο.
συνώνυμα: τιμάω.
οικογένεια: παράγωγα: σέβας, σεβάσμιος, σεβαστός, σεβασμός, σεμνός (< *σεβ-νός), σεμνότης, σεμνύνω, σοβέω (< *σεβέω < σέβ-ας), σοβαρός, σύνθετα: εὐσεβής, θεοσεβής.
Νέα-Ελληνική: σέβομαι.
ετυμολογία: *σέβ-ω «κάνω πίσω, υποχωρώ», ινδοευρωπαϊκός *tyegw-, παράβαλε αρχ. ινδ. tyájti «παραιτούμαι».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σεισάχθεια-είας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.σεισάχθεια-είας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.σεισάχθεια-είας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: η κατάργηση των χρεών την οποία νομοθέτησε ο Σόλωνας.
ετυμολογία: παράγ./σύνθ. *σεισαχθείς (< σείω + ἄχθος «βάρος») + παρ. επίθ. -εια.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σεμνός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.σεμνός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.σεμνός-ή-ὸν@wordaryElla,
* McsElla.σεμνότερος!~συγκριτικός:σεμνός-ή-ὸν@wordaryEllα,
* McsElla.σεμνότατος!~υπερθετικός:σεμνός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία1: σεβαστός: σεμναὶ θεαί = σεβαστές θεές (δηλαδή οι Ερινύες).
σημασία2: μεγαλοπρεπής, σπουδαίος: σεμνὴν τὴν πόλιν ἐποίησαν = έκαναν σπουδαία την πόλη. σεμνόν τι λέγεις = λες κάτι σπουδαίο.
σημασία3:
σημασίαα: με κακή σημ. υπερόπτης, αλαζόνας
σημασίαβ: με περιφρονητική ή ειρωνική χροιά σπουδαίος: ὡς σεμνὸς ὁ κατάρατος = τι σπουδαίος που είναι, ο καταραμένος!
οικογένεια: παράγωγα: σεμνότης, σεμνόω, σεμνῶς «μεγαλοπρεπώς», σύνθετα: σεμνολογέω.
Νέα-Ελληνική: σεμνός «σοβαρός, μετριόφρονας».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *σέβ- (σέβω) + παρ. επίθ. -νός > *σεβνός > σεμνός, με τροπή του β σε μ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σεμνύνω-ρήμα::
* McsElla.σεμνύνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.σεμνύνω@wordaryElla,
σημασία1: επαινώ, εκθειάζω: πολλοὺς μᾶλλον ἀξίους παρέντες, ἡμεῖς ὑμᾶς ἐσεμνύνομεν = αφού παραλείψαμε πολλούς πιο άξιους, εμείς εσάς επαινούσαμε.
σημασία2: μέση φωνή σεμνύνομαι
σημασίαα: είμαι ή παριστάνω το σπουδαίο: σεμνύνονται ὥς τι ὄντες = παριστάνουν πως κάτι είναι.
σημασίαβ: είμαι υπερήφανος για κάτι, σεμνύνομαι: σεμνύνονται ὡς εὐδαίμονες καὶ λαμπροί = υπερηφανεύονται ότι είναι ευτυχισμένοι και ένδοξοι.
Νέα-Ελληνική: σεμνύνομαι (με τη σημ. 2β).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη σεμνός + παρ. επίθ. -ύνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σηκός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.σηκός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.σηκός-οῦ-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: μαντρί.
σημασία2:
σημασίαα: ο περίβολος του ιερού: ὁ σηκὸς τοῦ ἱεροῦ = o περίβολος του ιερού.
σημασίαβ: το ιερό το ίδιο.
οικογένεια: παράγωγα: σηκάζω «μαντρώνω».
ετυμολογία: αβέβ., καθώς η ερμηνεία από *twāk- > σᾱκός, σηκός (< σάττω «γεμίζω, στουπώνω») δεν επιβεβαιώνεται από άλλες ινδοευρωπαϊκός γλώσσες.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σῆμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.σῆμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.σῆμα-ατος-τὸ@wordaryElla,
σημασία: τάφος, μνημείο.
* δημόσιον σῆμα στην Αθήνα, δημόσιο νεκροταφείο, όπου έθαβαν τους νεκρούς των πολέμων.
οικογένεια: παράγωγα: σημαίνομαι, σημεῖον, σημειόω, σύνθετα: ἄσημος, διάσημος, εὔσημος, πολύσημος.
Νέα-Ελληνική: σήμα «γενικά κάθε διακριτικό σημάδι».
ετυμολογία: ουδ. σε -μα, αβέβ..
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σημαίνω-ρήμα::
* McsElla.σημαίνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.σημαίνω@wordaryElla,
* McsElla.ἐσήμαινον!~παρατατικός:σημαίνω@wordaryElla,
* McsElla.σημανῶ!~μέλλοντας:σημαίνω@wordaryElla,
* McsElla.ἐσήμηνα!~αόριστος:σημαίνω@wordaryElla,
* McsElla.σημανθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:σημαίνω@wordaryElla,
* McsElla.ἐσημάνθην!~παθητικός-αόριστος:σημαίνω@wordaryElla,
* McsElla.σεσήμασμαι!~παθητικός-παρακείμενος:σημαίνω@wordaryElla,
σημασία1: φανερώνω, κάνω κάτι γνωστό: θεοῦ φωνὴ σημαίνει μοι ὅ,τι χρὴ ποιεῖν = η φωνή του θεού μού φανερώνει τι πρέπει να κάνω.
σημασία2: ειδοποιώ ή διατάζω κάποιον να κάνει κάτι: ἐσήμαινε τοῖς δορυφόροις λαμβάνειν τὸν βουκόλον = διέταζε τους σωματοφύλακες να συλλάβουν το βοσκό.
* δίνω το σύνθημα για επίθεση: τοῖς Ἕλλησιν ὡς ἐσήμηνε = όταν δόθηκε το σύνθημα της εφόδου στους Έλληνες
σημασία3: για λέξεις δηλώνω, σημαίνω.
σημασία4: σφραγίζω: τὰ σεσημασμένα = τα σφραγισμένα αντικείμενα, όπως τα νομίσματα.
οικογένεια: παράγωγα: σήμανσις, σημαντήριον, σημαντικός.
Νέα-Ελληνική: σημαίνω (με τις σημ. 1 και κυρίως 3).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη σῆμα + παρ. επίθ. -αίνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σημεῖον-ου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.σημεῖον-ου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.σημεῖον-ου-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: σημάδι με το οποίο αναγνωρίζεται κάποιος: σημεῖα περιῆψαν τῶν δεδικασμένων = (οι δικαστές) τους κρέμασαν στο στήθος σημάδια της απόφασης που είχαν βγάλει.
σημασία2: θεϊκό σημάδι, οιωνός.
σημασία3: ένδειξη ή απόδειξη: ὅτι Μίνως ἀγαθὸς ἦν, τοῦτο μέγιστον σημεῖον, ὅτι ἀκίνητοι αὐτοῦ οἱ νόμοι εἰσίν = αυτό είναι μέγιστη απόδειξη ότι ο Μίνωας ήταν ενάρετος, το ότι οι νόμοι του έχουν μείνει απαραβίαστοι.
Νέα-Ελληνική: σημείο (κυρίως με τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη σῆμα + παρ. επίθ. -εῖον.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σήπω-ρήμα::
* McsElla.σήπω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.σήπω@wordaryElla,
* McsElla.σήψω!~μέλλοντας:σήπω@wordaryElla,
* McsElla.ἔσηψα!~αόριστος:σήπω@wordaryElla,
* McsElla.σέσηπα-«έχω-σαπεί|είμαι-σάπιος»!~παρακείμενος-παθητική-σημασία:σήπω@wordaryElla,
* McsElla.σαπήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:σήπω@wordaryElla,
* McsElla.ἐσάπην!~παθητικός-αόριστος-β´:σήπω@wordaryElla,
σημασία1: κάνω κάτι να σαπίσει.
σημασία2: παθητική φωνή σήπομαι/σέσηπα σαπίζω: τριήρης ὑπὸ τερηδόνων σαπεῖσα = τριήρης που σάπισε από τα σκουλήκια.
οικογένεια: παράγωγα: σηπεδών «σήψη», σηπτικός, σῆψις, σαπρός, σαπρότης, σαπρόομαι.
ετυμολογία: αβέβ..
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σθένος-ους-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.σθένος-ους-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.σθένος-ους-τὸ@wordaryElla,
σημασία: δύναμη: παντὶ σθένει = με όλη τη δύναμη (που διαθέτει κάποιος).
αντώνυμα: ἀσθένεια «έλλειψη δύναμης».
οικογένεια: παράγωγα: σθένω, σθεναρός, σύνθετα: ἀσθενής, ἀσθένεια.
Νέα-Ελληνική: σθένος.
ετυμολογία: αβέβ., καθώς δεν είναι ασφαλής η σύνδεση με το ρ. εὐ-θενέω «αφθονώ» με τη βοήθεια ενός πρόσθετου σ- για να σχηματιστεί η ρίζα *σ-θεν-.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Σίβυλλα-ύλλης-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.Σίβυλλα-ύλλης-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Σίβυλλα-ύλλης-ἡ@wordaryElla,
παρατήρηση: κύριο όνομα προφήτιδα που έκανε γνωστή τη θέληση του θεού στους ανθρώπους.
οικογένεια: παράγωγα: σιβυλλιάω «ζητώ χρησμό από τη Σίβυλλα».
ετυμολογία: πιθ. προελλ.]
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σίδηρος-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.σίδηρος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.σίδηρος-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: εργαλείο κατασκευασμένο από σίδερο, και ειδικότερα τα όπλα.
οικογένεια: παράγωγα: σιδηροῦς, σιδηρώδης, σύνθετα: σιδηροφόρος, σιδηρουργῶ.
Νέα-Ελληνική: σίδηρος & σίδερο.
ετυμολογία: πιθ. προελλ., καθώς ο σίδηρος δεν είναι γνωστός στους ΙΕ· η συσχέτιση με το καυκασιανό zido «σίδηρος» δε λύνει το πρόβλημα της ετυμολογίας.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σιμός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.σιμός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.σιμός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία: αυτός που έχει πλατιά, πλακουτσωτή, μύτη.
οικογένεια: παράγωγα: σιμότης, σιμόω.
ετυμολογία: επίθετο σε -μὸς με βάση *σι-, άγν. ετυμ..
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σιτευτός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.σιτευτός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.σιτευτός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία: παχύς, θρεμμένος: παῖδες τῶν εὐδαιμόνων σιτευτοί = θρεμμένα παιδιά πλούσιων γονιών. μόσχος σιτευτός = μοσχάρι που το έχουν παχύνει.
Νέα-Ελληνική: στη φρ. μόσχος ο σιτευτός.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη σιτεύ-ω (παράγ. σῖτος + παρ. επίθ. -εύω) + παρ. επίθ. -τός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σιτίζω-ρήμα::
* McsElla.σιτίζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.σιτίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐσίτισα!~αόριστος:σιτίζω@wordaryElla,
* McsElla.σιτιοῦμαι!~μέσος-μέλλοντας:σιτίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐσιτισάμην!~μέσος-αόριστος:σιτίζω@wordaryElla,
* McsElla.σεσίτισμαι!~παθητικός-παρακείμενος:σιτίζω@wordaryElla,
σημασία: δίνω τροφή σε κάποιον.
Νέα-Ελληνική: σιτίζω.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη σῖτος (ίσως δάνεια λ.) + παρ. επίθ. -ίζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σιτίον-ου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.σιτίον-ου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.σιτίον-ου-τὸ@wordaryElla,
παρατήρηση: συνήθως στον πληθυντικό σιτία
σημασία1: τροφή παρασκευασμένη από σιτάρι.
σημασία2: γενικά τροφή: λαβόντες τριῶν ἡμερῶν σιτία ἀνήγοντο ὡς ἐπὶ ναυμαχίαν = αφού πήραν τροφές για τρεις ημέρες, ανοίγονταν στο πέλαγος για να ναυμαχήσουν.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη σῖτος + παρ. επίθ. -ίον.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σῖτος-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.σῖτος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.σῖτος-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: σιτάρι, και γενικά, σιτηρά (σιτάρι και κριθάρι): σῖτος ἀληλεσμένος = αλεσμένο σιτάρι.
σημασία2: γενικά τροφή, τρόφιμα: ἡ πόλις παρεχέτω τοῖς βοηθοῦσι τριάκοντα ἡμερῶν σῖτον = η πόλη να προσφέρει σε όσους έρχονται να βοηθήσουν τροφές για τριάντα ημέρες.
οικογένεια: παράγωγα: σίτισις, σιτισμός, σιτηρός, σιτίζω, σιτίον, σύνθετα: σιτοδεία, σιτοβολών, σιτωνία «αγορά σιταριού».
Νέα-Ελληνική: σίτος, σ(ι)τάρι.
ετυμολογία: πιθ. προελλ..
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σιωπάω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.σιωπάω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.σιωπάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐσιώπων!~παρατατικός:σιωπάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.σιωπήσομαι!~μέλλοντας:σιωπάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.σιωπήσω-μεταγενέστερος!~μέλλοντας:σιωπάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐσιώπησα!~αόριστος:σιωπάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.σεσιώπηκα!~παρακείμενος:σιωπάω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: σωπαίνω.
σημασία2: κρατώ ένα μυστικό, δεν το αποκαλύπτω.
* παθητική φωνή σιωπῶμαι δεν αποκαλύπτομαι, μένω κρυφός: οὐ τὸ αἰσχρὸν σιωπηθήσεται = δε θα μείνει κρυφή η κακοήθεια.
οικογένεια: παράγωγα: σιώπησις, σύνθετα: ἀποσιώπησις, παρασιώπησις.
Νέα-Ελληνική: σιωπώ & σωπαίνω (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη σιωπή (δωρ. σιωπά) + παρ. επίθ. -άω· η βάση *σιω- είναι ηχομιμητ., όπως και στα σιγή, σιγάω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σκάπτω-ρήμα::
* McsElla.σκάπτω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.σκάπτω@wordaryElla,
* McsElla.σκάψω!~μέλλοντας:σκάπτω@wordaryElla,
* McsElla.ἔσκαψα!~αόριστος:σκάπτω@wordaryElla,
* McsElla.ἔσκαφα!~παρακείμενος:σκάπτω@wordaryElla,
* McsElla.σκαφήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:σκάπτω@wordaryElla,
* McsElla.ἐσκάφην!~παθητικός-αόριστος:σκάπτω@wordaryElla,
* McsElla.ἔσκαμμαι!~παθητικός-παρακείμενος:σκάπτω@wordaryElla,
σημασία: σκάβω.
Νέα-Ελληνική: σκάβω.
ετυμολογία: *σκαφ- + παρ. επίθ. τ-ω > σκάπτω, ομόρρ. με λατινικός scabō, αρχ. γερμ. scaban, λιθουανικός skabiù «κόβω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σκεδάννυμι-ρήμα::
* McsElla.σκεδάννυμι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.σκεδάννυμι@wordaryElla,
* McsElla.σκεδάσω!~μέλλοντας:σκεδάννυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἐσκέδασα!~αόριστος:σκεδάννυμι@wordaryElla,
* McsElla.σκεδασθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:σκεδάννυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἐσκεδάσθην!~παθητικός-αόριστος:σκεδάννυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἐσκέδασμαι!~παθητικός-παρακείμενος:σκεδάννυμι@wordaryElla,
σημασία: διασκορπίζω.
* παθ. φωνή σκεδάννυμαι διασκορπίζομαι: διέφθειραν τῶν ψιλῶν τινας ἐσκεδασμένους = σκότωσαν μερικούς από τους ελαφρά οπλισμένους στρατιώτες που είχαν διασκορπιστεί.
οικογένεια: παράγωγα: σκέδασις, σκεδαστός, σύνθετα: διασκεδάζω.
Νέα-Ελληνική: το σύνθ. διασκεδάζω με την αρχαία σημ., λ.χ. διασκεδάζω τις υποψίες (αλλά και τις στενοχώριες, γλεντώ).
ετυμολογία: *(σ)κεδ- «σκίζω», πιθ. ομόρρ. με αρχ. περσ. sčandayeiti «καταστρέφω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σκέπη-ης-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.σκέπη-ης-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.σκέπη-ης-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: σκέπασμα, κάλυμμα.
σημασία2: προστασία: ἡ λασία κεφαλὴ θέρους χειμῶνός τε σκιὰν καὶ σκέπην παρέχει = το κεφάλι με τα πυκνά μαλλιά και το καλοκαίρι και το χειμώνα δίνει σκιά και προστασία.
οικογένεια: παράγωγα: σκέπω, σκεπάζω, σκέπασμα, σκέπαστρον, σύνθετα: ἀποσκέπω, κατασκεπάζω.
Νέα-Ελληνική: σκέπη (με τη σημ. 1) & στη φρ. υπό την σκέπην (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: *σκεπ- «καλύπτω» (πβ. και σκέπας, τό), αβέβαιη-ετυμολογία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σκευάζω-ρήμα::
* McsElla.σκευάζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.σκευάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐσκεύαζον!~παρατατικός:σκευάζω@wordaryElla,
* McsElla.σκευάσω!~μέλλοντας:σκευάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐσκεύασα!~αόριστος:σκευάζω@wordaryElla,
* McsElla.σκευασθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:σκευάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐσκευασάμην!~μέσος-αόριστος:σκευάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐσκεύασμαι!~παθητικός-παρακείμενος:σκευάζω@wordaryElla,
σημασία1: μαγειρεύω: σκευάζει τὸ δεῖπνον = μαγειρεύει το βραδινό φαγητό.
σημασία2: φτιάχνω κάτι: ὁ χαλκεὺς χαλινὸν σκευάζει = ο χαλκουργός φτιάχνει το χαλινάρι.
σημασία3: ντύνω κάποιον: ἐσκεύασάν τινας ἐς στρατιώτας = μερικούς τους έντυσαν στρατιώτες.
οικογένεια: παράγωγα: σκευασία, σκεύασμα, σκευαστός, σκευαστής, σύνθετα: ἐπισκευάζω, παρασκευάζω.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη σκεῦος + παρ. επίθ. -άζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σκευή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.σκευή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.σκευή-ῆς-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: ένδυμα ή στολή: σκευὰς Μηδικὰς ἐνεδύθη = ντύθηκε με ρούχα σαν αυτά που φορούν οι Μήδοι (Πέρσες).
σημασία2: εξοπλισμός: ψιλὴ σκευή = ελαφρός οπλισμός.
Νέα-Ελληνική: σκευή (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: *(σ)κευ- «παρασκευάζω» + παρ. επίθ. -ή (πβ. σκεῦος, τὸ «εργαλείο»), αβέβαιη-ετυμολογία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σκευωρέομαι-οῦμαι-ρήμα::
* McsElla.σκευωρέομαι-οῦμαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.σκευωρέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐσκευωρησάμην!~αόριστος:σκευωρέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐσκευώρημαι!~παρακείμενος-μέση-και-παθητική-σημασία:σκευωρέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
σημασία: μηχανεύομαι κάτι με σκοπό την εξαπάτηση: καὶ ἐν Εὐβοίᾳ τυραννίδα κατασκευάζεται καὶ τὰ ἐν Πελοποννήσῳ σκευωρεῖται = και στην Εύβοια ετοιμάζεται να εγκαταστήσει τυραννικό καθεστώς και στην Πελοπόννησο μηχανεύεται πράγματα.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη σκευωρός + παρ. επίθ. -έομαι· σκευωρός, ὁ (σκεῦος + ὁράω) «που φυλάγει τα σύνεργα, τις αποσκευές» > σκευωρέω «προσέχω, εξετάζω από κοντά, μηχανεύομαι».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σκευωρία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.σκευωρία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.σκευωρία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: τέχνασμα για εξαπάτηση.
Νέα-Ελληνική: σκεωρία.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη σκευωρός + παρ. επίθ. -ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σκέψις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.σκέψις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.σκέψις-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: παρατήρηση, αντίληψη διά των αισθήσεων: ἡ διὰ τῶν ὀμμάτων σκέψις = η παρατήρηση με τα μάτια (του σώματος).
σημασία2: εξέταση, έρευνα: τοῦτο βραχείας σκέψεώςστι = αυτό το ζήτημα χρειάζεται σύντομη εξέταση.
οικογένεια: παράγωγα: σκεπτικός.
Νέα-Ελληνική: σκέψη «νοητή σύλληψη».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *σκεπ- (σκέπ-τομαι) + παρ. επίθ. -σις· αρχικά *σκέπ-jομαι, ομόρρ. με λατινικός speciō, αρχ. περσ. spasyeiti.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σκήπτω-ρήμα::
* McsElla.σκήπτω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.σκήπτω@wordaryElla,
* McsElla.ἔσκηπτον!~παρατατικός:σκήπτω@wordaryElla,
* McsElla.σκήψω!~μέλλοντας:σκήπτω@wordaryElla,
* McsElla.ἔσκηψα!~αόριστος:σκήπτω@wordaryElla,
* McsElla.σκήψομαι!~μέσος-μέλλοντας:σκήπτω@wordaryElla,
* McsElla.ἐσκηψάμην!~μέσος-αόριστος:σκήπτω@wordaryElla,
* McsElla.ἐσκήφθην!~παθητικός-αόριστος:σκήπτω@wordaryElla,
* McsElla.ἔσκημμαι!~παθητικός-παρακείμενος:σκήπτω@wordaryElla,
σημασία1: στηρίζω κάτι.
σημασία2: μέση φωνή, μεταφορικά σκήπτομαι
σημασίαα: στηρίζομαι: σὺ δὲ ἑνὶ σκήπτει μάρτυρι = και εσύ στηρίζεσαι σε ένα (μόνο) μάρτυρα.
σημασίαβ: προφασίζομαι: οὐ σκήψομαι τὸ μὴ εἰδέναι = δεν προφασίζομαι ότι δεν ξέρω.
οικογένεια: παράγωγα: σκῆπτρον «ράβδος», σκῆψις «στήριγμα, δικαιολογία».
ετυμολογία: *σκαπ- (πβ. σκᾶπος, τὸ «κλάδος, κλαδί»), ομόρρ. με αρχ. γερμ. skaft «ράβδος».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σκίμπους-οδος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.σκίμπους-οδος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.σκίμπους-οδος-ὁ@wordaryElla,
σημασία: απλό είδος κρεβατιού.
ετυμολογία: απλολ., σύνθετη-λέξη *σκιμβόπους < σκιμβὸς «χωλός, κουτσός» + πούς, όπου το σκιμβὸς παράλληλο του σκαμβὸς «χωλός».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Σκιροφοριών-ῶνος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.Σκιροφοριών-ῶνος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Σκιροφοριών-ῶνος-ὁ@wordaryElla,
σημασία: ο δωδέκατος μήνας του αττικού έτους, από 15 Μαΐου έως 15 Ιουνίου, κατά τον οποίο γιορτάζονταν τα Σκιροφόρια.
ετυμολογία: γιορτή Σκιροφόρια + παρ. επίθ. -ιών, όπου Σκιροφόρια, τά = Σκίρα, τά (η ίδια γιορτή), που ετυμολογικά συνδέεται με σκίρον, τὸ «είδος ομπρέλας κτλ.», συγγεν. με σκιά, ἡ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σκολιός-ά-ὸν-επίθετο::
* McsElla.σκολιός-ά-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.σκολιός-ά-ὸν@wordaryElla,
σημασία1: κυρτωμένος, στραβός.
* αυτός που έχει πολλές στροφές: σκολιὰ ὁδός.
σημασία2: μεταφορικά άδικος, κακός: σκολιὰ πράττω = ενεργώ με τρόπο κακό.
οικογένεια: παράγωγα: σκολιότης, σκόλιον (ενν. μέλος) «είδος άσματος», σκολιώδης, σκολίωσις.
Νέα-Ελληνική: το παράγ. σκολίωσις «στράβωμα της σπονδυλικής στήλης».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *σκολ- (< σκέλ-ος) + παρ. επίθ. -ιός, όπου *σκελ- ομόρρ. με λατινικός sclus «κυρτός».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σκοπέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.σκοπέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.σκοπέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐσκόπουν!~παρατατικός:σκοπέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐσκοπούμην!~παρατατικός:σκοπέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.σκέψομαι!~μέλλοντας:σκοπέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐσκεψάμην!~αόριστος-α´:σκοπέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἔσκεμμαι!~παρακείμενος-μέση-και-παθητική-σημασία:σκοπέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐσκέμμην!~υπερσυντέλικος:σκοπέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: εξετάζω: σκοπεῖτε ἂν ἀληθῆ λέγω = εξετάστε (σκεφτείτε) μήπως λέω την αλήθεια.
* μέση φωνή, με ενεργητική σημασία σκοποῦμαι: μὴ πάθοιμι, ὅπερ οἱ τὸν ἥλιον ἐκλείποντα θεωροῦντες καὶ σκοπούμενοι πάσχουσιν = μακάρι να μην πάθω αυτό που παθαίνουν όσοι κοιτούν και εξετάζουν την έκλειψη ηλίου (δηλαδή, καταστρέφουν τα μάτια τους).
οικογένεια: παράγωγα: σκοπός, σκόπιμος, σκοπιά, σκοπεύω, σύνθετα: ἄσκοπος, ἐπίσκοπος, οἰωνοσκόπος, σκοπιωρὸς «φρουρός».
ετυμολογία: *σκεπ-/*σκοπ- + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σκότος-ου-ὁ--σκότος-ους-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.σκότος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.σκότος-ου-ὁ@wordaryElla,
* McsElla.σκότος-ους-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.σκότος-ους-τὸ@wordaryElla,
σημασία: σκοτάδι.
οικογένεια: παράγωγα: σκοτεινός, σκοτία, σκοτίζω, σκοτόω, σύνθετα: σκοτοδινέω, σκοτοδινία, σκοτοδινίη.
Νέα-Ελληνική: το σκότος (λόγ. αντί του λαϊκού σκοτάδι).
ετυμολογία: *σκοτ- «σκοτάδι», ομόρρ. με γοτθ. skadus «σκιά», αρχ. ιρλ. scāth «σκιά», ινδοευρωπαϊκός *skoto-.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σκύλαξ-ακος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.σκύλαξ-ακος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.σκύλαξ-ακος-ὁ@wordaryElla,
σημασία: σκυλάκι: συνέβαλον σκύμνον λέοντος σκύλακι κυνός = έβαλαν να μαλώσουν το μικρό ενός λιονταριού με το μικρό ενός σκυλιού.
οικογένεια: παράγωγα: σκυλάκιον, σύνθετα: σκυλακοτρόφος.
Νέα-Ελληνική: σκυλάκι (από όπου σκύλος, παράβαλε σκύλλον· τὴν κύνα λέγουσιν).
ετυμολογία: αβέβ., πιθ. συγγεν. με λιθουανικός skalìkas «κυνηγόσκυλο».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σκυλεύω-ρήμα::
* McsElla.σκυλεύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.σκυλεύω@wordaryElla,
σημασία: αφαιρώ ως λάφυρα τα όπλα ενός σκοτωμένου εχθρού: τοὺς ἑαυτῶν ἀνελόμενοι νεκροὺς τούς τε τῶν πολεμίων σκυλεύσαντες ἀνεχώρησαν = αφού έθαψαν τους δικούς τους νεκρούς και λαφυραγώγησαν τους νεκρούς των εχθρών, έφυγαν.
Νέα-Ελληνική: σκυλεύω.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη σκῦλον + παρ. επίθ. -εύω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σκῦλον-ου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.σκῦλον-ου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.σκῦλον-ου-τὸ@wordaryElla,
παρατήρηση: συνήθως στον πληθ. σκῦλα τα όπλα του νεκρού που τα παίρνουν ως λάφυρα: τὰ σκῦλα ἐς Δελφοὺς ἀπέπεμψαν = έστειλαν τα λάφυρα στους Δελφούς (ως αφιέρωμα).
ετυμολογία: *σκυλ- «σκαλίζω, ξύνω, αποσπώ» + παρ. επίθ. -ον, παράβαλε σκύλλειν· τοῖς ὄνυξι σπᾶν, παράλλ. του σκάλλω «σκαλίζω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σκύμνος-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.σκύμνος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.σκύμνος-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: λιονταράκι, και γενικότερα, το μικρό ζώου (λ.χ. λύκου, αρκούδας, ελέφαντα).
ετυμολογία: πιθ. συγγεν. με σκύλαξ, *σκυ- + παρ. επίθ. -μνος, παράβαλε στά-μνος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σκυτάλη-ης-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.σκυτάλη-ης-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.σκυτάλη-ης-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: ράβδος ή ρόπαλο.
σημασία2: στη Σπάρτη κυλινδρική ράβδος γύρω από την οποία τύλιγαν δερμάτινο ή παπύρινο λουρί, όπου έγραφαν κρυπτογραφικά μηνύματα.
σημασία3: το ίδιο το κρυπτογραφικό μήνυμα.
οικογένεια: παράγωγα: σκύταλον, σκυτάλιον.
Νέα-Ελληνική: σκυτάλη (με σημ. παραπλήσια με την 1).
ετυμολογία: ίσως σκῦτος «δέρμα» + παρ. επίθ. -άλη, όπως σπατ-άλη.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σκύτινος-ίνη-ινον-επίθετο::
* McsElla.σκύτινος-ίνη-ινον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.σκύτινος-ίνη-ινον@wordaryElla,
σημασία: δερμάτινος.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη σκῦτος + παρ. επίθ. -ινος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σκῦτος-ους-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.σκῦτος-ους-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.σκῦτος-ους-τὸ@wordaryElla,
σημασία: κατεργασμένο δέρμα: ἐμβάται σκύτους = δερμάτινα παπούτσια.
οικογένεια: παράγωγα: σκυτεύς, σκυτεύω, σύνθετα: σκυτοδέψης, σκυτοτόμος.
ετυμολογία: *σκυτ-, συγγεν. με *kut- στο λατινικός cut-is «δέρμα» = κύτος, τό.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σκυτοτόμος-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.σκυτοτόμος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.σκυτοτόμος-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: υποδηματοποιός, τσαγκάρης.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη σκῦτος + τέμνω, *τομ- < *τεμ-.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σκῶμμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.σκῶμμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.σκῶμμα-ατος-τὸ@wordaryElla,
σημασία: αστείο, πείραγμα: ἀγοραῖα σκώμματα = χυδαία αστεία.
Νέα-Ελληνική: σκώμμα.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη σκώπ-τω + παρ. επίθ. -μα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σκώπτω-ρήμα::
* McsElla.σκώπτω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.σκώπτω@wordaryElla,
* McsElla.ἔσκωπτον!~παρατατικός:σκώπτω@wordaryElla,
* McsElla.σκώψομαι!~μέλλοντας:σκώπτω@wordaryElla,
* McsElla.ἔσκωψα!~αόριστος-α´:σκώπτω@wordaryElla,
* McsElla.ἐσκωψάμην!~μέσος-αόριστος:σκώπτω@wordaryElla,
* McsElla.ἐσκώφθην!~παθητικός-αόριστος:σκώπτω@wordaryElla,
* McsElla.ἔσκωμμαι!~παθητικός-παρακείμενος:σκώπτω@wordaryElla,
σημασία1: περιπαίζω, κοροϊδεύω κάποιον: σκώπτει τοὺς φαλακρούς.
σημασία2: λέω αστεία, αστειεύομαι: σκώψας εἶπε = αστειευόμενος είπε.
οικογένεια: παράγωγα: σκῶμμα, σκῶψις, σκωπτικός, σύνθετα: φιλοσκώπτης.
Νέα-Ελληνική: σκώπτω (και με τις δύο σημ.).
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σμικρὸς::
* McsElla.σμικρὸς@wordaryElla,
παρατήρηση: βλέπε μικρός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σοβαρός-ά-ὸν-επίθετο::
* McsElla.σοβαρός-ά-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.σοβαρός-ά-ὸν@wordaryElla,
σημασία: αλαζονικός: σοβαρὸς καὶ ὀλίγωρος = αλαζονικός και αδιάφορος.
Νέα-Ελληνική: σοβαρός.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη σοβ-έω «απομακρύνω, εμποδίζω» (< σέβ-ω) + παρ. επίθ. -αρός, όπως γερ-αρός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σορός-οῦ-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.σορός-οῦ-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.σορός-οῦ-ἡ@wordaryElla,
σημασία: φέρετρο: ἀνὴρ νεκρὸς ἐν σορῷ.
Νέα-Ελληνική: η σορός.
ετυμολογία: *τFορὸς «που περιέχει», *twer-, λιθουανικός tveriù «περικυκλώνω, επικεντρώνω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σός-σή-σὸν-αντωνυμία::
* McsElla.σός-σή-σὸν-αντωνυμία@wordaryElla,
* McsElla.αντωνυμία.σός-σή-σὸν@wordaryElla,
παρατήρηση: κτητική δικός σου, δική σου, δικό σου: πάντα τὰ ἐμὰ σά ἐστι = όλα τα δικά μου είναι δικά σου.
ετυμολογία: *τFός, *τFά, *τFὸν από τύ = σύ, αιτ. *τFέ > σέ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σοφία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.σοφία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.σοφία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: επιδεξιότητα, ικανότητα: δημηγορικὴ σοφία = η ικανότητα να μιλά κανείς σε δημόσια συνάθροιση.
σημασία2: η πρακτική γνώση και σύνεση: ἡ περὶ τὸν βίον σοφία = η γνώση που βοηθάει τον άνθρωπο να ζήσει.
σημασία3: επιστημονική γνώση, σοφία.
Νέα-Ελληνική: σοφία «μέγιστη γνώση».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη σοφός + παρ. επίθ. -ία· το σοφὸς χωρίς σαφή ετυμ..
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σοφίζομαι-ρήμα::
* McsElla.σοφίζομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.σοφίζομαι@wordaryElla,
σημασία1: επεξεργάζομαι κάτι λεπτομερώς, λεπτολογώ.
σημασία2: μεταχειρίζομαι έξυπνα ή παραπλανητικά επιχειρήματα, σοφίζομαι: ἀεὶ καινὰς ἰδέας σοφίζεται = συνεχώς επινοεί καινούριους έξυπνους τρόπους.
Νέα-Ελληνική: σοφίζομαι (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη σοφός + παρ. επίθ. -ίζομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σοφιστής-οῦ-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.σοφιστής-οῦ-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.σοφιστής-οῦ-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: αρχική σημ. άνθρωπος έμπειρος και σοφός.
σημασία2: στην Αθήνα αυτός που δίδασκε με αμοιβή μαθήματα γλώσσας, ρητορική, μαθηματικά και την τέχνη της πολιτικής (λ.χ. Πρωταγόρας, Πρόδικος, Γοργίας).
σημασία3: άνθρωπος που διαστρεβλώνει την αλήθεια με σοφίσματα.
οικογένεια: παράγωγα: σοφιστεύω, σοφιστεία, σοφιστικός.
Νέα-Ελληνική: σοφιστής (με τις σημ. 2, 3).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη σοφίζομαι + παρ. επίθ. -τής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σπάνις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.σπάνις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.σπάνις-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία: σπανιότητα ή έλλειψη: σπάνις ἀργυρίου = έλλειψη χρημάτων.
οικογένεια: παράγωγα: σπάνιος, σπανίζω.
Νέα-Ελληνική: σπάνις (λόγ.).
ετυμολογία: παράγ. *σπάν- + παρ. επίθ. -ις, αβέβαιη-ετυμολογία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σπάω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.σπάω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.σπάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἔσπων!~παρατατικός:σπάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.σπάσω!~μέλλοντας:σπάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἔσπασα!~αόριστος:σπάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἔσπακα!~παρακείμενος:σπάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.σπάσομαι!~μέσος-μέλλοντας:σπάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.σπασθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:σπάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐσπασάμην!~μέσος-αόριστος:σπάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐσπάσθην!~παθητικός-αόριστος:σπάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἔσπασμαι«έχω-αρπάξει-κτλ.»-ή-«έχω-αρπαχτεί-κτλ.»!~παθητικός-παρακείμενος-μέση-και-παθητική-σημασία:σπάω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: αποσπώ, αρπάζω: σπῶ πῶλον ἀπὸ τῆς ἀγέλης = αποσπώ το πουλάρι από την αγέλη.
σημασία2: μεταφορικά παρασύρω: τὰ πάθη σπῶσιν ἡμᾶς = τα πάθη μας παρασύρουν.
σημασία3: μέση φωνή σπῶμαι (για ξίφος και άλλα σχετικά) τραβώ: σπασάμενος τὴν μάχαιραν ἔπαισε τὸν δοῦλον = αφού τράβηξε το μαχαίρι, χτύπησε το δούλο.
οικογένεια: παράγωγα: σπασμός, σπαστικός, σύνθετα: ἀνάσπαστος, νευρόσπαστος.
Νέα-Ελληνική: σπάζω «κομματιάζω κτλ.».
ετυμολογία: *σπα-, αβέβαιη-ετυμολογία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σπείρω-ρήμα::
* McsElla.σπείρω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.σπείρω@wordaryElla,
* McsElla.ἔσπειρον!~παρατατικός:σπείρω@wordaryElla,
* McsElla.σπερῶ!~μέλλοντας:σπείρω@wordaryElla,
* McsElla.ἔσπειρα!~αόριστος:σπείρω@wordaryElla,
* McsElla.ἐσπάρην!~μέσος-αόριστος-β´:σπείρω@wordaryElla,
* McsElla.ἔσπαρμαι!~παθητικός-παρακείμενος:σπείρω@wordaryElla,
σημασία1: σπέρνω: ἐξῆλθεν ὁ σπείρων τοῦ σπεῖραι = βγήκε ο σπορέας (στο χωράφι) για να σπείρει. αἰσχρῶς μὲν ἔσπειρας, κακῶς δὲ ἐθέρισας = άσχημα έσπειρες, άσχημα και θα θερίσεις.
* παροιμία σπείρω ἐς πέτρας καὶ λίθους = σπέρνω στους βράχους και στις πέτρες (δηλαδή άδικα κοπιάζω).
σημασία2: διασκορπίζω (όπως σκορπίζουν το σπόρο).
* μέση φωνή σπείρομαι διασκορπίζομαι: οἱ μὲν τῶν Αἰγινητῶν εἰς Ἀργολίδα ᾤκησαν, οἱ δὲ ἐσπάρησαν κατὰ τὴν ἄλλην Ἑλλάδα = άλλοι από τους Αιγινήτες κατοίκησαν στην Αργολίδα και άλλοι διασκορπίστηκαν στην υπόλοιπη Ελλάδα.
οικογένεια: παράγωγα: σπέρμα, σπορά, σπόρος, σπαρτός, σποράδην, σύνθετα: πανσπερμία, κατάσπαρτος.
Νέα-Ελληνική: σπέρνω (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: *σπερ- + παρ. επίθ. -jω > σπείρω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σπένδω-ρήμα::
* McsElla.σπένδω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.σπένδω@wordaryElla,
* McsElla.ἔσπενδον!~παρατατικός:σπένδω@wordaryElla,
* McsElla.σπείσω!~μέλλοντας:σπένδω@wordaryElla,
* McsElla.ἔσπεισα!~αόριστος:σπένδω@wordaryElla,
* McsElla.ἐσπεισάμην!~μέσος-αόριστος:σπένδω@wordaryElla,
* McsElla.ἐσπείσθην!~παθητικός-αόριστος:σπένδω@wordaryElla,
* McsElla.ἔσπεισμαι!~μέσος-παρακείμενος-και-παθητική-σημασία:σπένδω@wordaryElla,
σημασία1: προσφέρω, χύνω στο θεό σπονδή (ποτό): χρυσῇ φιάλῃ ἔσπεισαν τῷ ἱερῷ τοῦ Ἡφαίστου = πρόσφεραν σπονδή από χρυσό δοχείο στο ναό του Ηφαίστου.
σημασία2: μέση φωνή σπένδομαι προσφέρω σπονδή μαζί με κάποιον άλλο, συνήθως κατά τη σύναψη μιας συμφωνίας.
* με επέκταση συνθηκολογώ: Σικελιῶταισπείσαντο Ἀθηναίοις = οι Σικελιώτες συνθηκολόγησαν με τους Αθηναίους.
οικογένεια: παράγωγα: σπονδή, σύνθετα: ἄσπονδος, παράσπονδος, παρασπονδέω, ὑπόσπονδος.
ετυμολογία: *σπενδ- «χύνω υγρό», ομόρρ. με λατινικός spondeō.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σπεύδω-ρήμα::
* McsElla.σπεύδω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.σπεύδω@wordaryElla,
* McsElla.ἔσπευδον!~παρατατικός:σπεύδω@wordaryElla,
* McsElla.σπεύσω!~μέλλοντας:σπεύδω@wordaryElla,
* McsElla.ἔσπευσα!~αόριστος:σπεύδω@wordaryElla,
σημασία1: προσπαθώ να πετύχω κάτι, επιδιώκω: ἔσπευδε τὴν ἡγεμονίαν = προσπαθούσε να αναλάβει την αρχηγία.
σημασία2: ως αμετάβ. κινούμαι βιαστικά, σπεύδω: καταλιπὼν τὸν ἵππον ἔσπευδε πεζῇ = αφού άφησε το άλογο, προχώρησε βιαστικά πεζός. σπεύδων ἐβοήθει = βοηθούσε με ταχύτητα και προθυμία.
οικογένεια: παράγωγα: σπουδή, σπουδαῖος, σπουδαιότης, σπουδάζω, σπουδαστής, σύνθετα: ἐπισπεύδω, ἀσπουδ(ε)ὶ «χωρίς βία».
Νέα-Ελληνική: σπεύδω, με σημ. 2.
ετυμολογία: *σπεFδ- «επείγομαι, πιέζω», ομόρρ. με λιθουανικός spáusti «πιέζω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σποδός-οῦ-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.σποδός-οῦ-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.σποδός-οῦ-ἡ@wordaryElla,
σημασία: στάχτη.
Νέα-Ελληνική: σποδός.
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σπονδή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.σπονδή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.σπονδή-ῆς-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: το κρασί που έχυναν από το ποτήρι, πριν το πιούν, ως προσφορά στους θεούς.
σημασία2: πληθυντικός αἱ σπονδαὶ επίσημη συμφωνία (επειδή κατά τη σύναψη συμφωνίας έκαναν σπονδές στους θεούς): ἐλύθησαν αἱ πρὸς Πελοποννησίους σπονδαί = ακυρώθηκε η συμφωνία με τους Πελοποννησίους.
Νέα-Ελληνική: σπονδή (με σημ. 1) & σπονδές (με σημ. 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *σπένδ- (σπένδω) + παρ. επίθ. -ή.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σπουδάζω-ρήμα::
* McsElla.σπουδάζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.σπουδάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐσπούδαζον!~παρατατικός:σπουδάζω@wordaryElla,
* McsElla.σπουδάσομαι!~μέλλοντας:σπουδάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐσπούδασα!~αόριστος:σπουδάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐσπούδακα!~παρακείμενος:σπουδάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐσπούδασμαι!~παθητικός-παρακείμενος:σπουδάζω@wordaryElla,
σημασία1: ασχολούμαι με πολύ ενδιαφέρον με κάτι: περὶ τὰ χρήματα σπουδάζουσι = ασχολούνται με ενδιαφέρον με την απόκτηση χρημάτων.
* για πρόσωπα ενδιαφέρομαι για κάποιον.
σημασία2: σοβαρολογώ.
αντώνυμα: παίζω «αστειεύομαι».
σημασία3: ως μεταβατικό επιδιώκω κάτι.
* παθ. φωνή σπουδάζομαι επιδιώκομαι: χρήματα μετὰ πολλῆς δαπάνης σπουδάζεται = επιδιώκεται η απόκτηση χρημάτων για να γίνουν μεγάλες δαπάνες.
οικογένεια: παράγωγα: σπουδαστός, σπούδασμα, σπουδαστής.
Νέα-Ελληνική: σπουδάζω, με άλλη σημ.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη σπουδή + παρ. επίθ. -άζω, βλέπε σπεύδω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σπουδή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.σπουδή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.σπουδή-ῆς-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: βιασύνη: μὴ θαυμάσῃς τὴν σπουδὴν τῆςμῆς ἀφίξεως = μην απορήσεις για τη βιασύνη μου να έρθω.
σημασία2: ενδιαφέρον, ζήλος: μανθάνω τι μετὰ πολλῆς σπουδῆς = ερευνώ κάτι με πολύ ζήλο.
σημασία3: ως επίρρημα σπουδῇ
σημασίαα: βιαστικά, επειγόντως: ἦγε τὴν στρατιὰν σπουδῇ εἰς τὰς Ἀθήνας = οδήγησε το στρατό βιαστικά στην Αθήνα.
σημασίαβ: σοβαρά: οἱ νέοι σπουδῇ ἀκούοιεν ταῦτα = οι νέοι ας τα ακούν αυτά στα σοβαρά.
οικογένεια: παράγωγα: σπουδαῖος, σπουδαιότης, σύνθετα: σπουδάρχης, σπουδαρχία.
Νέα-Ελληνική: σπουδή, με άλλες σημ.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *σπουδ- (< σπεύδ-ω) + παρ. επίθ. - ή, βλέπε σπεύδω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σταδιοδρομέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.σταδιοδρομέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.σταδιοδρομέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: αγωνίζομαι σε αγώνα δρόμου.
Νέα-Ελληνική: σταδιοδρομώ, με άλλη σημ.
ετυμολογία: παράγ/σύνθ. λ. σταδιοδρόμος (< στάδιον + *δρομ- < δραμεῖν) + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
στάδιον-ίου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.στάδιον-ίου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.στάδιον-ίου-τὸ@wordaryElla,
παρατήρηση: πληθ. τὰ στάδια & οἱ στάδιοι
σημασία1: μονάδα μήκους που ισούται με 185 μέτρα περίπου: τὰ μακρὰ τείχη πρὸς τὸν Πειραιᾶ τεσσαράκοντα σταδίων ἦσαν.
σημασία2: αγώνας δρόμου (επειδή η διαδρομή του αγωνίσματος στην Ολυμπία είχε μήκος ενός σταδίου): νικῶ στάδιον = νικώ σε αγώνα δρόμου.
οικογένεια: σύνθετα: σταδιοδρόμος, σταδιοδρομέω.
Νέα-Ελληνική: στάδιο, με άλλη σημ.
ετυμολογία: ουσιαστικ. του επιθέτου στάδιος, -ιον (ενν. πεδίον) «σταθερό έδαφος» < επίρρ. στάδ-ην (< ἵσταμαι) «ίσια, ολόισια» + παρ. επίθ. -ιος, -ιον.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σταθμάω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.σταθμάω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.σταθμάω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: υπολογίζω το μήκος ή το βάρος.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη σταθμός, ὁ «μέτρο μήκους» / σταθμόν, τό «μέτρο βάρους» + παρ. επίθ. -άω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σταθμός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.σταθμός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.σταθμός-οῦ-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: χώρος κατάλληλος για τη διανυκτέρευση ταξιδιωτών ή στρατιωτών.
* στην Περσία πορεία μιας ημέρας.
σημασία2: ζυγαριά: σταθμῷ ἵστημί τι = βάζω κάτι στη ζυγαριά.
σημασία3: βάρος: σταθμὸν ἔχει ταλάντου = έχει βάρος ενός ταλάντου.
οικογένεια: παράγωγα: στάθμιον και σταθμίον, σταθμίζω, σταθμεύω, σταθμόω, σύνθετα: ναύσταθμος, βούσταθμος.
Νέα-Ελληνική: σταθμός «σημείο στάσης κτλ.».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *στα- (ἵστημι) + παρ. επίθ. -(θ)-μός, παράβαλε στά-θ-μη.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
στάσις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.στάσις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.στάσις-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: στήσιμο, τοποθέτηση: ἡ στάσις τῶν κλιμάκων.
σημασία2: θέση: ἔχοντες στάσιν ταύτην εἰς ἣν ἔστημεν ἀρχήν = έχοντας την ίδια θέση στην οποία σταθήκαμε από την αρχή.
σημασία3: εξέγερση, στάση ή διχόνοια: στάσεις ἐν ταῖς πόλεσινγίγνοντο = γίνονταν εξεγέρσεις στις πόλεις. στάσιν παύω καὶ ὁμόνοιαν ἐμποιῶ = σταματώ τη διχόνοια και δημιουργώ ομόνοια.
οικογένεια: παράγωγα: στασιάζω, στασιώδης, σύνθετα: προστασία, ἐπιστασία.
Νέα-Ελληνική: στάση (με τις σημ. 2, 3).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *στα- (< ἵστημι) + παρ. επίθ. -σις.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
στατήρ-ῆρος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.στατήρ-ῆρος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.στατήρ-ῆρος-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: μέτρο βάρους.
σημασία2: χρυσό ή ασημένιο νόμισμα.
οικογένεια: παράγωγα: στατικός.
Νέα-Ελληνική: στατήρας.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *στα- (< ἵστημι) + παρ. επίθ. -τήρ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
στέγω-ρήμα::
* McsElla.στέγω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.στέγω@wordaryElla,
σημασία1: καλύπτω κάτι για να το προστατέψω από το νερό και την υγρασία: οἰκίαι τοιαῦται, ὥστε στέγειν ἱκανὰς εἶναι = τέτοια σπίτια που να μην μπάζουν νερά.
σημασία2: γενικά καλύπτω, προστατεύω: αἱ ἀσπίδες στεγάζουσι τὰ σώματα.
σημασία3: ανέχομαι: ἡ ἀγάπη πάντα στέγει, πάντα ὑπομένει = όποιος αγαπάει όλα τα ανέχεται (όλα τα υπομένει).
οικογένεια: παράγωγα: στέγη, στεγνός, στεγνότης, στεγάζω, στέγασις, στεγανός, στέγαστρον, σύνθετα: ἄστεγος, ξυλοστεγής.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *(σ)τεγ- «στεγάζω», ομόρρ. με ιρλ. tech = τὸ στέγος, λατινικός tegula «στέγη».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
στέλλω-ρήμα::
* McsElla.στέλλω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.στέλλω@wordaryElla,
* McsElla.ἔστελλον!~παρατατικός:στέλλω@wordaryElla,
* McsElla.στελῶ!~μέλλοντας:στέλλω@wordaryElla,
* McsElla.ἔστειλα!~αόριστος:στέλλω@wordaryElla,
* McsElla.ἔσταλκα!~παρακείμενος:στέλλω@wordaryElla,
* McsElla.σταλήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:στέλλω@wordaryElla,
* McsElla.ἐστάλην!~παθητικός-αόριστος-β´:στέλλω@wordaryElla,
* McsElla.ἔσταλμαι!~παθητικός-παρακείμενος:στέλλω@wordaryElla,
σημασία1: προετοιμάζω, προπαρασκευάζω: οἱ Ἀθηναῖοι ναῦς τριάκοντα ἔστειλαν = οι Αθηναίοι προπαρασκεύασαν (για ναυμαχία) τριάντα πλοία.
* παθ. φωνή στέλλομαι: στρατὸς κάλλιστασταλμένος = στρατός πολύ καλά εξοπλισμένος.
σημασία2: στέλλω & μέσο στέλλομαι ξεκινώ, ετοιμάζομαι να φύγω: κατὰ γῆν ἐστέλλοντο = ξεκίνησαν να πάνε από τη στεριά.
οικογένεια: παράγωγα: στόλος, στολή, σύνθετα: ἀναστέλλω, περιστέλλω, ἀπόστολος, διαστολή, ἐπιστολή, ἀποστολή, ἀποστολεύς.
Νέα-Ελληνική: στέλνω (με ανομοίωση λ-λ σε λ-ν· το στέλνω αντιστοιχεί στο αρχ. πέμπω).
ετυμολογία: *στελ- + παρ. επίθ. -jω > στέλλω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
στέμμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.στέμμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.στέμμα-ατος-τὸ@wordaryElla,
σημασία: στεφάνι από φύλλα δάφνης.
Νέα-Ελληνική: στέμμα.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη στέφ-ω + παρ. επίθ. -μα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
στενοχωρία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.στενοχωρία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.στενοχωρία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: στενότητα χώρου: ὁπλῖται δὲ ἀμφοτέρων οὐκ ὀλίγοι ἐν στενοχωρίᾳ ἀνεστρέφοντο = και οι στρατιώτες και των δύο παρατάξεων μέσα σε στενότητα χώρου κινούνταν για να αντιμετωπίσουν τον εχθρό.
Νέα-Ελληνική: στενοχώρια «ψυχική ταλαιπωρία».
ετυμολογία: παράγ./σύνθ. στενόχωρος (< στενός < *στε-νFός + χῶρος) + παρ. επίθ. -ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
στέργω-ρήμα::
* McsElla.στέργω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.στέργω@wordaryElla,
* McsElla.στέρξω!~μέλλοντας:στέργω@wordaryElla,
* McsElla.ἔστερξα!~αόριστος:στέργω@wordaryElla,
* McsElla.ἐστέρχθην!~παθητικός-αόριστος-α´:στέργω@wordaryElla,
* McsElla.ἔστεργμαι!~παθητικός-παρακείμενος:στέργω@wordaryElla,
σημασία1: αγαπώ, δείχνω στοργή σε κάποιο πρόσωπο: παῖς στέργει τε καὶ στέργεται ὑπὸ τῶν γεννησάντων = το παιδί αγαπά και αγαπιέται από τους γονείς.
σημασία2: με ικανοποιεί κάτι ή μου είναι ανεκτό: στέργω τὴν τυραννίδα = ανέχομαι την απόλυτη εξουσία του άρχοντα.
οικογένεια: παράγωγα: στοργή, σύνθετα: φιλόστοργος.
Νέα-Ελληνική: στέργω «συμφωνώ, εγκρίνω».
ετυμολογία: *στέργ-, ομόρρ. με ιρλ. serc «έρωτας».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
στέφω-ρήμα::
* McsElla.στέφω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.στέφω@wordaryElla,
σημασία: στεφανώνω.
οικογένεια: παράγωγα: στέμμα, στέψις, σύνθετα: χρυσοστεφής.
Νέα-Ελληνική: στέφω.
ετυμολογία: *στεφ-.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
στήλη-ης-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.στήλη-ης-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.στήλη-ης-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: στήλη επάνω στην οποία ήταν χαραγμένες συμφωνίες, αφιερώσεις, συνθήκες, νόμοι κτλ.: γράφω τινὰ εἰς στήλην = αναγράφω το όνομα κάποιου σε στήλη (σε ένδειξη τιμής).
σημασία2: η συμφωνία που ήταν χαραγμένη σε στήλη: κατὰ τὴν στήλην = κατά τη συμφωνία.
σημασία3: στήλη που χρησίμευε στον καθορισμό ορίων ή συνόρων.
οικογένεια: παράγωγα: στηλίτης (θηλ. στηλῖτις) «γραμμένος σε στήλη», στηλιτεύω.
Νέα-Ελληνική: στήλη (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: *στελ- (βλέπε στέλλω) + παρ. επίθ. -να > *στάλνα > στάλᾱ/στήλη, αιολ. στάλλᾱ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
στοιχέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.στοιχέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.στοιχέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: βαδίζω κατά στοίχους, σε σειρές τη μία πίσω από την άλλη: οὐδ᾿ ἐγκαταλείψω τὸν παραστάτην ὅτῳ ἂν στοιχήσω = ούτε θα εγκαταλείψω το συστρατιώτη μου δίπλα στον οποίο θα βρεθώ στη μάχη (από τον όρκο των Αθηναίων εφήβων).
οικογένεια: παράγωγα: στοιχίζω, στοιχεῖον, στοιχειώδης, σύνθετα: ἀντίστοιχος.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη στοῖχ-ος + παρ. επίθ. -έω, όπου στοῖχος, ὁ < στείχω «βαδίζω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
στοῖχος-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.στοῖχος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.στοῖχος-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: σειρά, αράδα: δύο στοῖχοι ὁπλιτῶν ἑκατέρωθεν παρατεταγμένων = δύο σειρές στρατιωτών που είναι παραταγμένοι και στις δύο πλευρές.
οικογένεια: παράγωγα: στοιχέω.
Νέα-Ελληνική: στοίχος.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *στοιχ- (< στείχω) + παρ. επίθ. -ος, βλέπε στοιχέω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
στόλος-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.στόλος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.στόλος-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: προετοιμασία για πόλεμο, εκστρατεία: ἐλέγετο ὁ στόλος εἶναι εἰς Πισίδας = λεγόταν ότι η εκστρατεία ήταν εναντίον των Πισιδών.
σημασία2: ναυτική δύναμη, στόλος.
Νέα-Ελληνική: στόλος (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: *στόλ- (< στέλλω) + παρ. επίθ. -ος, βλέπε στέλλω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
στοχάζομαι-ρήμα::
* McsElla.στοχάζομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.στοχάζομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐστοχαζόμην!~παρατατικός:στοχάζομαι@wordaryElla,
* McsElla.στοχάσομαι!~μέλλοντας:στοχάζομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐστοχασάμην!~αόριστος:στοχάζομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐστόχασμαι!~παρακείμενος:στοχάζομαι@wordaryElla,
σημασία1: σκοπεύω, σημαδεύω: ἀνθρώπου στοχάζομαι = σημαδεύω έναν άνθρωπο.
* μεταφορικά έχω ως στόχο, ως σκοπό: ὁ νομοθέτης τίθησι τοὺς νόμους στοχαζόμενος τοῦ μεγίστου ἀγαθοῦ = ο νομοθέτης νομοθετεί έχοντας ως στόχο το άριστο (για την πόλη).
σημασία2: υποθέτω ή συμπεραίνω: οὐ γιγνώσκω, ἀλλὰ στοχάζομαι = δε γνωρίζω, αλλά υποθέτω.
οικογένεια: παράγωγα: στοχασμός, στοχαστής, στοχαστικός.
Νέα-Ελληνική: στοχάζομαι «σκέπτομαι βαθιά».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη στόχ-ος + παρ. επίθ. -άζομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
στρατεία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.στρατεία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.στρατεία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: στρατιωτική επιχείρηση, εκστρατεία: Ἀθηναῖοι στρατείαν ἐποιήσαντο ἐπὶ Χαλκιδεῖς = οι Αθηναίοι εκστράτευσαν εναντίον των Χαλκιδέων.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη στρατ-εύω/-εύομαι + παρ. επίθ. -εία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
στρατεύω-ρήμα::
* McsElla.στρατεύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.στρατεύω@wordaryElla,
σημασία: εκστρατεύω: Ἀθηναῖοι στρατεύσαντες ἐς Πλάταιαν φρουροὺς ἐγκατέλιπον = οι Αθηναίοι, αφού εκστράτευσαν εναντίον των Πλαταιών, άφησαν εκεί φρουρά.
* μέση φωνή στρατεύομαι με την ίδια σημ. στρατεύομαι ἐς τὴν Ἀσίαν = εκστρατεύω εναντίον της Ασίας.
Νέα-Ελληνική: στρατεύομαι «κατατάσσομαι στο στρατό».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη στρατ-ός + παρ. επίθ. -εύω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
στρατηγέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.στρατηγέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.στρατηγέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: είμαι στρατηγός ή αρχηγός στρατεύματος: ἐστρατήγει τῶν μὲν νεῶν Ἀριστεύς, τοῦ δὲ πεζοῦ Ἀρχέτιμος = αρχηγός του στόλου ήταν ο Αριστέας και του πεζικού ο Αρχέτιμος.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη στρατηγός + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
στρατηγός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.στρατηγός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.στρατηγός-οῦ-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: αρχηγός ή διοικητής στρατεύματος, στρατηγός.
σημασία2: στην Αθήνα στρατηγοὶ ονομάζονταν οι δέκα αξιωματούχοι τους οποίους οι πολίτες εξέλεγαν με ψήφο (δεν τους αναδείκνυαν με κλήρωση) και τους καθιστούσαν αρχηγούς των ναυτικών και χερσαίων ενόπλων δυνάμεων. Η θητεία τους ήταν ετήσια και είχαν απεριόριστο δικαίωμα επανεκλογής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
στρατηλατέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.στρατηλατέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.στρατηλατέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: οδηγώ το στρατό στον πόλεμο.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη στρατηλάτης (< παράγωγα: στρατός +λάτης < ἐλαύνω) + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
στρατόπεδον-έδου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.στρατόπεδον-έδου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.στρατόπεδον-έδου-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: στρατόπεδο.
σημασία2: στρατός, στράτευμα: στρατόπεδα ναυτικὰ καὶ πεζικά = ναυτικό και πεζικό.
οικογένεια: παράγωγα: στρατοπεδεύω, στρατοπέδευσις, στρατοπεδεία.
Νέα-Ελληνική: στρατόπεδο (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στρατός + πέδον.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
στρέφω-ρήμα::
* McsElla.στρέφω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.στρέφω@wordaryElla,
* McsElla.ἔστρεφον!~παρατατικός:στρέφω@wordaryElla,
* McsElla.στρέψω!~μέλλοντας:στρέφω@wordaryElla,
* McsElla.ἔστρεψα!~αόριστος:στρέφω@wordaryElla,
* McsElla.στρέψομαι!~μέσος-μέλλοντας-μέση-ή-παθητική-σημασία:στρέφω@wordaryElla,
* McsElla.στραφήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:στρέφω@wordaryElla,
* McsElla.ἐστρεψάμην!~μέσος-αόριστος:στρέφω@wordaryElla,
* McsElla.ἐστράφην!~παθητικός-αόριστος:στρέφω@wordaryElla,
* McsElla.ἔστραμμαι!~παθητικός-παρακείμενος-μέση-ή-παθητική-σημασία:στρέφω@wordaryElla,
* McsElla.ἐστράμμην!~παθητικός-υπερσυντέλικος:στρέφω@wordaryElla,
σημασία: στρέφω.
ετυμολογία: *στρεφ-, *στροφ-, χωρίς σαφή ετυμ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
στρουθός-οῦ-ὁ-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.στρουθός-οῦ-ὁ-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.στρουθός-οῦ-ὁ-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: σπουργίτι.
σημασία2: μέγας στρουθὸς στρουθοκάμηλος.
οικογένεια: παράγωγα: στρουθίον «σπουργιτάκι».
ετυμολογία: *(σ)τρόζδ-, ομόρρ. με ρωσ. drozd «κοτσύφι».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
στυγνός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.στυγνός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.στυγνός-ή-ὸν@wordaryElla,
* McsElla.στυγνότερος!~συγκριτικός:στυγνός-ή-ὸν@wordaryEllα,
* McsElla.στυγνότατος!~υπερθετικός:στυγνός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία: σκυθρωπός, κατηφής.
αντώνυμα: φαιδρός.
Νέα-Ελληνική: στυγνός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σὺ-αντωνυμία::
* McsElla.σὺ-αντωνυμία@wordaryElla,
* McsElla.αντωνυμία.σὺ@wordaryElla,
παρατήρηση: β΄ πρόσωπο ενικού της προσωπικής αντωνυμίας.
σημασία: εσύ.
Νέα-Ελληνική: εσύ.
ετυμολογία: ινδοευρωπαϊκός *tū, *tŭ, από όπου λατινικός tū «εσύ», βαλτοσλαβ. tù, ελλ. τύ, που εξελίχθηκε σε σὺ αναλογικά προς την αιτ. σέ < ινδοευρωπαϊκός *tvē = αρχ. ινδ. tvā.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
συγγίγνομαι-ρήμα::
* McsElla.συγγίγνομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.συγγίγνομαι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε γίγνομαι.
σημασία: συναναστρέφομαι κάποιον: χαλεπὸς συγγενέσθαι = άνθρωπος που είναι δύσκολο να τον συναναστραφείς.
* ειδικότερα παρακολουθώ τη διδασκαλία κάποιου: οὐκ ἀκηκόατε περὶ τῶν τοιούτων Φιλολάῳ συγγεγονότες; = δεν έχετε ακούσει γι᾿ αυτά τα ζητήματα εσείς που παρακολουθήσατε το Φιλόλαο;
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη σύν + γίγνομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
συγγιγνώσκω-ρήμα::
* McsElla.συγγιγνώσκω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.συγγιγνώσκω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε γιγνώσκω.
σημασία1: συμφωνώ με κάποιον: ἐγὼ συνεγίγνωσκον αὐτοῖς, οἳ ἐνόμιζον μακαρίαν εἶναι ταύτην τὴν βιοτήν = εγώ συμφωνούσα με αυτούς, οι οποίοι θεωρούσαν ευτυχισμένη αυτήν τη ζωή.
σημασία2: συγγιγνώσκω ἐμαυτῷ έχω τη συναίσθηση ότι..: συγγιγνώσκω ἐμαυτῷ ἡμαρτηκότι = έχω τη συναίσθηση ότι έκανα λάθος.
σημασία3: παραδέχομαι, ομολογώ: οἱ δὲ ξυνεγίγνωσκον καὶ αὐτοὶ οὐχ ἧσσον ταῦτα ἐκείνου = και αυτοί οι ίδιοι τα παραδέχονταν αυτά, όχι λιγότερο από εκείνον.
σημασία4: συγχωρώ: οὐ συγγιγνώσκεις τῷ κλέπτοντι, ἀλλὰ κολάζεις = δε συγχωρείς τον κλέφτη, αλλά τον τιμωρείς.
οικογένεια: παράγωγα: συγγνώμη, συγγνώμων.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη σύν + γιγνώσκω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
συγγνώμη--ξυγγνώμη-ης-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.συγγνώμη--ξυγγνώμη-ης-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.συγγνώμη--ξυγγνώμη-ης-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: παραδοχή, αναγνώριση: συγγνώμην ἔχω = παραδέχομαι.
σημασία2: συγχώρηση, συγγνώμη: συγγνώμην ἔχω τινί = συγχωρώ κάποιον. συγγνώμης τυγχάνω παρά τινος = συγχωρούμαι από κάποιον.
Νέα-Ελληνική: συγγνώμη (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη σύν + γνώμη.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
συγγνώμων-ων-σύγγνωμον-επίθετο::
* McsElla.ξυγγνώμων-ων-ξύγγνωμον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ξυγγνώμων-ων-ξύγγνωμον@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που έχει την ίδια γνώμη με άλλον: ὑμᾶς δὲ ἡμῖν βουλόμεθα συγγνώμονας γίγνεσθαι = θέλουμε να συμφωνήσετε με μας.
σημασία2: αυτός που συγχωρεί: παραιτοῦ τοὺς θεοὺς συγγνώμονάς σοι εἶναι = να παρακαλείς τους θεούς να σε συγχωρήσουν.
ετυμολογία: παράγ./σύνθ. συγγνώμη (σύν + γνώμη) + παρ. επίθ. -ων.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
συγγράφω-ρήμα::
* McsElla.συγγράφω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.συγγράφω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε γράφω.
σημασία1: καταγράφω κάτι.
* μέση φωνή συγγράφομαι φροντίζω να καταγραφεί κάτι: συγγραψάμενοι ὅσα τὸ χρηστήριον ἐθέσπισε = αφού φρόντισαν να καταγραφούν οι χρησμοί του μαντείου.
σημασία2: περιγράφω: ὁποῖον μὲν εἶδος ἔχει ἡ κάμηλος οὐ συγγράφω = δεν περιγράφω τη μορφή που έχει η καμήλα.
σημασία3: γράφω ένα έργο, συγγράφω: Θουκυδίδης Ἀθηναῖος ξυνέγραψε τὸν πόλεμον τῶν Πελοποννησίων καὶ Ἀθηναίων.
σημασία4: μέση φωνή συγγράφομαι κάνω γραπτή συμφωνία: συγγράφομαι εἰρήνην πρός τινα = γράφω τους όρους της συνθήκης ειρήνης με κάποιον.
οικογένεια: παράγωγα: συγγραφεύς, συγγραφή.
Νέα-Ελληνική: συγγράφω (με τη σημ. 3).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη σύν + γράφω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
συγγραφή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.συγγραφή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.συγγραφή-ῆς-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: καταγραφή, σημείωση: θαύματα ἡ Λυδίας συγγραφὴν οὐκ ἔχει = η Λυδία δεν έχει αξιοπερίεργα πράγματα για καταγραφή.
σημασία2: διήγηση, ιστορία: Θουκυδίδου ξυγγραφή = η ιστορία που έγραψε ο Θουκυδίδης.
σημασία3: γραπτή συμφωνία: κατὰ τὰς συγγραφάς = σύμφωνα με τις συμφωνίες.
Νέα-Ελληνική: συγγραφή (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη σύν + γραφή, ως παράγωγα: του συγγράφω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
συγκαταβαίνω-ρήμα::
* McsElla.συγκαταβαίνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.συγκαταβαίνω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε βαίνω.
σημασία1: κατεβαίνω μαζί με άλλον: ξυγκατέβη δὲ ἐς τὸν Πειραιᾶ καὶ ὁ ἄλλος ὅμιλος ἅπας = και κατέβηκε μαζί τους στον Πειραιά και όλο το άλλο πλήθος.
σημασία2: δείχνω συγκατάβαση, κατανόηση.
οικογένεια: παράγωγα: συγκατάβασις.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη σύν + καταβαίνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σύγκειμαι-ρήμα::
* McsElla.σύγκειμαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.σύγκειμαι@wordaryElla,
παρατήρηση: λειτουργεί ως παθητικό του συντίθημι
χρόνοι: βλέπε κεῖμαι.
σημασία1: αποτελούμαι: ἡ φύσις ἡμῶν ἔκ τε τοῦ σώματος σύγκειται καὶ τῆς ψυχῆς = η ανθρώπινη φύση μας αποτελείται από το σώμα και από την ψυχή.
σημασία2: συμφωνούμαι από δύο μέρη: ταῦτα ἡμῖν οὕτω συγκείσθω = ας συμφωνηθούν κατ᾿ αυτόν τον τρόπο από εμάς αυτά τα ζητήματα.
* ως απρόσ. σύγκειται: καθάπερ ξυνέκειτο = όπως συμφωνήθηκε.
Νέα-Ελληνική: σύγκειμαι (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη σύν + κεῖμαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
συγκεράννυμαι-ρήμα::
* McsElla.συγκεράννυμαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.συγκεράννυμαι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε κεράννυμι.
σημασία1: συνενώνομαι: συγκέκραται αὐτῶν ἡ φύσις = έχει συνενωθεί η φύση (του σκύλου και της αλεπούς).
σημασία2: συνδέομαι φιλικά με κάποιον: Κῦρος ταχὺ τοῖς ἡλικιώταις συνεκέκρατο = ο Κύρος είχε συνδεθεί γρήγορα με τους συνομηλίκους του.
οικογένεια: παράγωγα: σύγκρασις, σύγκραμα.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη σύν + κεράννυμαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
συγκλείω--ξυγκλῄω-ρήμα::
* McsElla.συγκλείω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ξυγκλῄω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ξυγκλῄω@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.συγκλείω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε κλείω.
σημασία1: κλείνω μέσα: ξυνέκλῃσαν τὴν ἐκκλησίαν ἐς τὸ ἱερὸν Ποσειδῶνος = συγκέντρωσαν την εκκλησία του δήμου μέσα στον περιφραγμένο ναό του Ποσειδώνα.
σημασία2: κλείνω καλά: συγκλείω τὰς πύλας.
σημασία3: αμετάβατο έρχομαι προς το τέλος μου: τῆς ὥρας ἤδη συγκλειούσης = καθώς η προθεσμία πλησίαζε να τελειώσει.
οικογένεια: παράγωγα: σύγκλεισις, αττ. σύγκλῃσις, συγκλεισμός.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη σύν + κλείω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
συγκροτέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.συγκροτέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.συγκροτέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: χτυπώ δύο πράγματα μεταξύ τους: συνεκρότησε τὼ χεῖρε καὶ τῷ γέλωτι ηὐφραίνετο = χτύπησε τα χέρια από χαρά και διασκέδαζε γελώντας.
σημασία2: χειροκροτώ, επιδοκιμάζω.
σημασία3: οργανώνω: συγκροτῶ στράτευμα.
Νέα-Ελληνική: συγκροτώ (με τη σημ. 3).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη σύν + κροτέω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
συγκρούω-ρήμα::
* McsElla.συγκρούω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.συγκρούω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε κρούω.
σημασία1:
σημασίαα: χτυπώ το ένα επάνω στο άλλο: τοῖς δόρασι τὰς ἀσπίδας συγκρούω = χτυπώ με τα δόρατα τις ασπίδες.
σημασίαβ: αμετάβατο συγκρούομαι: νῆες ἀλλήλαις συγκρούουσαι = πλοία συγκρουόμενα μεταξύ τους.
σημασία2: μεταφορικά προκαλώ αντιπαλότητα: ἐβούλοντο ξυγκρούειν αὐτοὺς ἀλλήλοις = ήθελαν (οι Αθηναίοι) να προκαλέσουν αντιπαλότητα ανάμεσά τους (στους Κορινθίους και στους Κερκυραίους).
οικογένεια: παράγωγα: σύγκρουσις, συγκρουστικός.
Νέα-Ελληνική: συγκρούομαι (με τη σημ. 1β).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη σύν + κρούω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
συγχωρέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.συγχωρέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.συγχωρέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.συνεχώρουν!~παρατατικός:συγχωρέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.συγχωρήσω!~μέλλοντας:συγχωρέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.συνεχώρησα!~αόριστος:συγχωρέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.συγκεχώρηκα!~παρακείμενος:συγχωρέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: υποχωρώ, συμβιβάζομαι: οἷς εἰ ξυγχωρήσετε, καὶ ἄλλο τι μεῖζον εὐθὺς ἐπιταχθήσεσθε = αν υποχωρήσετε σε αυτά, θα διαταχθείτε αμέσως να υποχωρήσετε και σε κάτι άλλο μεγαλύτερο.
σημασία2: συμφωνώ, συναινώ: οὕτω συνεχώρησαν Αἰγύπτιοι τοὺς Φρύγας πρεσβυτέρους εἶναι ἑαυτῶν = έτσι συμφώνησαν οι Αιγύπτιοι ότι οι Φρύγες είναι αρχαιότερος λαός από αυτούς.
οικογένεια: παράγωγα: συγχώρησις, συγχωρητέος.
Νέα-Ελληνική: συγχωρώ «δίνω άφεση, παραγράφω».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη σύν + χωρέω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
συκέα -ῆ-ῆς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.συκέα -ῆ-ῆς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.συκέα -ῆ-ῆς-ἡ@wordaryElla,
σημασία: συκιά.
οικογένεια: παράγωγα: συκίδιον, συκεών, συκίτης (οἶνος).
Νέα-Ελληνική: συκιά.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη σῦκον + -έα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
συλάω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.συλάω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.συλάω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: αφαιρώ τα όπλα νεκρού, και κατ' επέκταση, αρπάζω, ληστεύω: ἀνελεύθερον οὐ δοκεῖ νεκρὸν συλᾶν; = δε νομίζεις ότι είναι χυδαίο να ληστεύεις ένα νεκρό;
οικογένεια: παράγωγα: σύλησις, σύνθετα: ἄσυλον, ἀσυλία, ἱερόσυλος, ἱεροσυλέω, ἱεροσυλία.
Νέα-Ελληνική: συλώ.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη σύλα/σύλη, ἡ και σῦλον, τὸ «το δικαίωμα της κατάσχεσης πλοίου ή του φορτίου του ως αντιστάθμισμα ζημιών εκ μέρους εμπόρου» + παρ. επίθ. -άω· αβέβαιη-ετυμολογία, ίσως συγγεν. με βλέπε σκῦλον.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
συλλαμβάνω-ρήμα::
* McsElla.συλλαμβάνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.συλλαμβάνω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε λαμβάνω.
σημασία1: συναθροίζω: συλλαβὼν τὸ στράτευμα ἀπῄει = αφού συγκέντρωσε το στράτευμα, έφυγε.
σημασία2: πιάνω, συλλαμβάνω: συλλαμβάνω ὅμηρον.
σημασία3: βοηθώ: οὔτε χρήμασιν οὔτε σώμασι συνελάμβανον ἡμῖν = δε μας βοήθησαν ούτε με υλική βοήθεια ούτε με τα σώματά τους (με τη συστράτευσή τους).
σημασία4: αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω: συνέλαβε τὸ χρηστήριον = κατάλαβε το νόημα του χρησμού.
οικογένεια: παράγωγα: συλλαβή, συλλαβίζω, συλλήβδην, σύλληψις.
Νέα-Ελληνική: συλλαμβάνω (με τις σημ. 2, 4).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη σύν + λαμβάνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
συλλέγω-ρήμα::
* McsElla.συλλέγω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.συλλέγω@wordaryElla,
* McsElla.συν-έλεγον!~παρατατικός:συλλέγω@wordaryElla,
* McsElla.συλ-λέξω!~μέλλοντας:συλλέγω@wordaryElla,
* McsElla.συν-έλεξα!~αόριστος:συλλέγω@wordaryElla,
* McsElla.συν-είλοχα!~παρακείμενος:συλλέγω@wordaryElla,
* McsElla.συλ-λεγήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:συλλέγω@wordaryElla,
* McsElla.συν-ελεξάμην!~μέσος-αόριστος:συλλέγω@wordaryElla,
* McsElla.συν-ελέγην!~παθητικός-αόριστος:συλλέγω@wordaryElla,
* McsElla.συν-ελέχθην!~παθητικός-αόριστος:συλλέγω@wordaryElla,
* McsElla.συν-είλεγμαι!~παθητικός-παρακείμενος:συλλέγω@wordaryElla,
* McsElla.συν-ειλέγμην!~παθητικός-υπερσυντέλικος:συλλέγω@wordaryElla,
σημασία: συλλέγω.
Νέα-Ελληνική: συλλέγω.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη σύν + βλέπε λέγω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
συμβαίνω-ρήμα::
* McsElla.συμβαίνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.συμβαίνω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε βαίνω.
σημασία1: έρχομαι σε συμφωνία με κάποιον: λόγων πρῶτον γενομένων, ἤν τι ξυμβαίνωσι = αφού γίνουν πρώτα διαπραγματεύσεις, για να δουν μήπως έρθουν σε κάποια συμφωνία.
σημασία2: για πράγματα συμβαδίζω, ταιριάζω, συμφωνώ με κάτι.
σημασία3: για γεγονότα γίνομαι, συμβαίνω: χρηστόν τι συμβαίνει = συμβαίνει κάτι καλό.
* ως απρόσ. ὅσα ξυμβαίνει γίγνεσθαι = όσα συμβαίνει να γίνονται (όσα συμβαίνουν).
σημασία4: αποβαίνω, καταλήγω: πόλεμος κακῶς συμβάς = πόλεμος που κατέληξε σε ήττα.
* πετυχαίνω: ἢν ξυμβῇ ἡ πεῖρα = αν πετύχει η απόπειρα.
σημασία5: μετοχή ως ουσιαστ. τὸ συμβεβηκὸς το τυχαίο γεγονός.
οικογένεια: παράγωγα: σύμβασις, συμβατικός, συμβατός.
Νέα-Ελληνική: συμβαίνω (με τη σημ. 3).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη σύν + βαίνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
συμβάλλω-ρήμα::
* McsElla.συμβάλλω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.συμβάλλω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε βάλλω.
σημασία1: βάζω μαζί: ταῦτα συμβάλλουσιν εἰς ταὐτὸν ὅμοια νομίσαντες = τα βάζουν όλα μαζί στο ίδιο μέρος, γιατί τα θεώρησαν όμοια.
σημασία2: μέση φωνή συμβάλλομαι
σημασίαα: συνεισφέρω: καὶ χρήματα συνεβάλλοντο αὐτῷ εἰς τὴν τροφὴν τῶν στρατιωτῶν = και χρήματα έδιναν σε αυτόν ως συνεισφορά για την τροφή των στρατιωτών.
σημασίαβ: συντελώ: μέγα συμβάλλεταί τι εἰς τὸ κρατεῖν = κάτι συντελεί πολύ στη νίκη.
σημασία3: βάζω τον έναν εναντίον του άλλου: συνέβαλον ἄνδρα ἀνδρί.
* ως αμετάβ. συμπλέκομαι: συμβάλλω πρός τινα = συμπλέκομαι με κάποιον.
σημασία4: παραβάλλω, συγκρίνω: Κύρῳ οὐδεὶς Περσῶν ἠξίωσε ἑαυτὸν συμβαλεῖν = κανένας Πέρσης δε θεώρησε σωστό να συγκρίνει τον εαυτό του με τον Κύρο.
οικογένεια: παράγωγα: συμβόλαιον, συμβολή, σύμβολον, συμβολικός.
Νέα-Ελληνική: συμβάλλω (με τις σημ. 2α και 2β).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη σύν + βάλλω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
συμμείγνυμι--συμμειγνύω-ρήμα::
* McsElla.συμμείγνυμι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.συμμειγνύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.συμμειγνύω@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.συμμείγνυμι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε μείγνυμι.
σημασία1: ανακατεύω: χρώματα συμμείγνυμι.
* συνενώνω: συνέμειξαν τὰ στρατόπεδα = συνένωσαν τα στρατεύματα.
σημασία2: ως αμετάβ., στην ενεργ. και παθ. φωνή
σημασίαα: συναναστρέφομαι κάποιον: συμμείγνυται πονηροῖς ἀνθρώποις = κάνει παρέα με κακούς ανθρώπους.
σημασίαβ: συμπλέκομαι με κάποιον: συμμείγνυμι τοῖς πολεμίοις = συμπλέκομαι με τους εχθρούς.
οικογένεια: παράγωγα: σύμμεικτος, σύμμειξις, σύμμιγα (επίρρ.), συμμιγής.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη σύν + μείγνυμι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
συμμορία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.συμμορία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.συμμορία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: στην Αθήνα καθεμία από τις είκοσι ομάδες στις οποίες είχαν διαιρεθεί οι πλουσιότεροι πολίτες για σκοπούς φορολογίας.
Νέα-Ελληνική: συμμορία «ομάδα ανθρώπων παράνομων».
ετυμολογία: σύνθ./παράγ. σύν + *μορ- (ἔ-μορ-ον < μείρομαι, από όπου μόρα, ἡ «ομάδα») + παρ. επίθ. -ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σύμπας-σύμπασα-σύμπαν-επίθετο::
* McsElla.σύμπας-σύμπασα-σύμπαν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.σύμπας-σύμπασα-σύμπαν@wordaryElla,
* McsElla.ξύμπας-ξύμπασα-ξύμπαν-επίθετο-αττ@worderoEll,
* McsElla.επίθετο.ξύμπας-ξύμπασα-ξύμπαν-αττ@worderoEll,
παρατήρηση: συνήθως στον πληθυντικό όλοι μαζί, συνολικά: ξύμπαντες ἐγένοντο τετρακισχίλιοι = όλοι μαζί ήταν τέσσερις χιλιάδες. ξύμπαντες θεοί τε καὶ ἄνθρωποι.
* στον ενικό με περιληπτική σημασία σύμπασα ἡ πόλις = η πόλη ως ένα σώμα και όχι ως άθροισμα ξεχωριστών πολιτών.
Νέα-Ελληνική: το σύμπαν «το σύνολο του ορατού και αόρατου κόσμου».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη σύν + πᾶς.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
συμπεραίνω-ρήμα::
* McsElla.συμπεραίνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.συμπεραίνω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε περαίνω.
σημασία1: βοηθώ στην εκτέλεση ενός έργου.
σημασία2: αποτελειώνω, αποπερατώνω: καὶ ταῦτα οὕτω συνεπεραίνετο = και αυτά (οι πολεμικές προετοιμασίες) με αυτό τον τρόπο αποπερατώθηκαν.
σημασία3: συμπεραίνω.
Νέα-Ελληνική: συμπεραίνω (με τη σημ. 3).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη σύν + περαίνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
συμπεριφέρω-ρήμα::
* McsElla.συμπεριφέρω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.συμπεριφέρω@wordaryElla,
σημασία: περιφέρω, μεταφέρω εδώ και εκεί διάφορα πράγματα μαζί.
* παθ. φωνή συμπεριφέρομαι περιφέρομαι μαζί με άλλον ή άλλα: συμπεριφερόμενοι ἀστέρες.
Νέα-Ελληνική: συμπεριφέρομαι «έχω μια συγκεκριμένη αγωγή».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη σύν + περιφέρω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
συμπίπτω-ρήμα::
* McsElla.συμπίπτω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.συμπίπτω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε πίπτω.
σημασία1: συγκρούομαι: ἔδεισα μὴ συμπίπτοντες πολεμίοις πολλοῖς πάθοιτέ τι = φοβήθηκα μήπως, αν συγκρουστείτε με πολυάριθμους εχθρούς, σας συμβεί κάτι κακό. ξυμπίπτει ναῦς νηί = συγκρούεται το ένα πλοίο με το άλλο.
σημασία2: συμβαίνω τυχαία συγχρόνως με κάτι άλλο: τοιούτων καιρῶν συμπεσόντων = αν και υπήρχε σύμπτωση τέτοιων ευκαιριών.
* ως απρόσ. συμπίπτει συμβαίνει κατά τύχη: ξυνέπεσεν εἰς τοῦτο ἀνάγκης ὥστε... = τα πράγματα έφτασαν τυχαίως σε τέτοια δύσκολη κατάσταση, ώστε...
σημασία3: συμφωνώ: ἐμοὶ σὺ συμπέπτωκας εἰς ταὐτόν = εσύ συμφωνείς με μένα.
σημασία4: γκρεμίζομαι: πόλις ὑπὸ σεισμοῦ ξυμπεπτωκυῖα = πόλη που έχει γκρεμιστεί από σεισμό.
οικογένεια: παράγωγα: σύμπτωμα, σύμπτωσις.
Νέα-Ελληνική: συμπίπτω (με τις σημ. 2, 3).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη σύν + πίπτω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
συμπολιτεύω-ρήμα::
* McsElla.συμπολιτεύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.συμπολιτεύω@wordaryElla,
σημασία: είμαι πολίτης της ίδιας πόλης με κάποιον άλλον/άλλους: νόμοις τοῖς αὐτοῖς χρῶνται καὶ συμπολιτεύουσι = έχουν τους ίδιους νόμους και ζουν ως συμπολίτες.
* μέση φωνή, με τη σημασία της ενεργητικής συμπολιτεύομαι: οἱ συμπολιτευόμενοι = οι συμπολίτες.
οικογένεια: παράγωγα: συμπολιτεία, συμπολίτης.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη σύν + πολιτεύω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
συμφέρω-ρήμα::
* McsElla.συμφέρω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.συμφέρω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε φέρω.
σημασία1: φέρνω, βάζω μαζί: συνενεγκὼν εἰς ταὐτὸ τὰ μὴ δῆλα τοῖς φανεροῖς... = αφού έβαλε μαζί τα άγνωστα με τα φανερά...
* συνεισφέρω: ἡ δαπάνη ἣν ἐκεῖνοι ξυνέφερον = τα χρήματα που συνεισέφεραν εκείνοι.
σημασία2: ως αμετάβ. είμαι χρήσιμος, συμφέρω: προπαρασκευάζει ὅσα ἂν οἴηται συνοίσειν αὐτοῖς πρὸς τὸν βίον = προετοιμάζει όσα νομίζει ότι θα τους είναι χρήσιμα για τη ζωή τους.
* ως απρόσ. συμφέρει ωφελεί, συμφέρει.
σημασία3: παθ. φωνή συμφέρομαι
σημασίαα: συγκρούομαι: πεζῇ συμφέρομαί τινι = συγκρούομαι με κάποιον ως πεζός.
σημασίαβ: συμφωνώ ή έχω φιλικές σχέσεις με κάποιον: συμφέρονται δὲ καὶ τόδε Αἰγύπτιοι Λακεδαιμονίοις = συμφωνούν και σε τούτο οι Αιγύπτιοι με τους Λακεδαιμονίους.
σημασίαγ: συμβαίνω: οὐδὲ πυθέσθαι ῥᾴδιον ἦν, ὅτῳ τρόπῳ ἕκαστα ξυνηνέχθη = ούτε ήταν εύκολο να μάθει κανείς πώς συνέβη καθένα από τα γεγονότα.
οικογένεια: παράγωγα: συμφορά, σύμφορος, συμφορέω, συμφόρησις.
Νέα-Ελληνική: συμφέρω (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη σύν + φέρω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σύμφημι-ρήμα::
* McsElla.σύμφημι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.σύμφημι@wordaryElla,
* McsElla.συμφήσω!~μέλλοντας:σύμφημι@wordaryElla,
* McsElla.συνέφησα!~αόριστος:σύμφημι@wordaryElla,
* McsElla.συνέφην!~αόριστος-β´:σύμφημι@wordaryElla,
σημασία: συμφωνώ απολύτως: ταῦτα καὶ οἱ ἄλλοι πάντες ξυνέφασαν = σ᾿ αυτά συμφώνησαν και όλοι οι άλλοι. σύμφαθι ἢ ἄπειπε = συμφώνησε ή διαφώνησε.
οικογένεια: παράγωγα: συμφάσκω, συμφατικός.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη σύν + φημί.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
συμφορά-ᾶς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.συμφορά-ᾶς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.συμφορά-ᾶς-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: συμβάν, περίσταση: οἱ ἄνθρωποι πρὸς τὰς ξυμφορὰς καὶ τὰς γνώμας τρέπονται = οι άνθρωποι ανάλογα με τις περιστάσεις αλλάζουν και τις αποφάσεις τους.
σημασία2: άτυχη περίσταση, συμφορά: ὑπὸ τῆς συμφορᾶς ἐκπεπληγμένος = ταραγμένος από το κακό που τον βρήκε.
Νέα-Ελληνική: συμφορά (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: παράγ./σύνθ. συμφέρ-ω (σύν + φέρω) + παρ. επίθ. -ά, παράβαλε φορά < φέρω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σύμφορος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.σύμφορος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.σύμφορος-ος-ον@wordaryElla,
* McsElla.συμφορώτερος!~συγκριτικός:σύμφορος-ος-ον@wordaryEllα,
* McsElla.συμφορώτατος!~υπερθετικός:σύμφορος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία: χρήσιμος, ωφέλιμος.
Νέα-Ελληνική: σύμφορος.
ετυμολογία: παράγ./σύνθ. συμφέρ-ω + παρ. επίθ. -ος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
συμφωνέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.συμφωνέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.συμφωνέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: ηχώ όμοια με κάτι άλλο.
σημασία2: μεταφορικά συμφωνώ: συμφωνεῖς τοῖς προειρημένοις; = συμφωνείς με όσα έχουν λεχθεί προηγουμένως;
* κάνω συμφωνία: οὐ δηναρίου συνεφώνησάς μοι; = δεν έκανες συμφωνία μαζί μου να σου δώσω (για το αντικείμενο αυτό) ένα δηνάριο;
Νέα-Ελληνική: συμφωνώ (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη σύν + φωνέω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
συμφωνία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.συμφωνία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.συμφωνία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: για ήχους αρμονία.
σημασία2: συμφωνία.
Νέα-Ελληνική: συμφωνία (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη σύμφωνος + παρ. επίθ. -ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σύμφωνος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.σύμφωνος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.σύμφωνος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία1: για ήχους αρμονικός.
σημασία2: αυτός που βρίσκεται σε συμφωνία, σε αρμονία με κάτι άλλο: τὰ λεγόμενα οὔτε σύμφορα ἡμῖν οὔτε σύμφωνα αὐτὰ ἑαυτοῖς = αυτά τα λόγια δεν είναι ούτε προς το συμφέρον μας ούτε σε συμφωνία με το ίδιο το νόημά τους.
Νέα-Ελληνική: σύμφωνος (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: παράγ./σύνθ. λ. *συμφων- (σύν + φωνέω) + παρ. επίθ. -ος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σὺν-πρόθεση::
* McsElla.σὺν-πρόθεση@wordaryElla,
* McsElla.πρόθεση.σὺν@wordaryElla,
παρατήρηση: στην αρχαιότερη αττ. διάλεκτο ξὺν
σημασίαΑ: με δοτική
σημασία1: μαζί: ἐπαιδεύετο σὺν τῷ ἀδελφῷ = εκπαιδευόταν μαζί με τον αδερφό του.
* δηλώνει βοήθεια σὺν θεῷ = με τη βοήθεια του θεού. μάχομαι σύν τινι = μάχομαι ως σύμμαχος μαζί με κάποιον.
σημασία2: με κάτι (ως εφόδιο): σὺν ναυσὶ προσέπλεον = έπλεαν με πλοία εναντίον (του εχθρού). σὺν ὅπλοις = οπλισμένοι.
σημασία3: σύμφωνα με: σὺν τοῖς νόμοις = σύμφωνα με τους νόμους, νόμιμα.
σημασίαΒ: ως β΄ συνθετικό η συν- δηλώνει
σημασία1: μαζί με κάποιον ή συγχρόνως, π.χ. συμβιῶ (= συζώ), συγκρούω.
σημασία2: εντελώς, πλήρως, π.χ. συγκόπτω.
ετυμολογία: αρχικά ξύν [ksin] και με έκπτωση του κ στην πρόκλιση > σύν [sin] , όπου το -ν δεν είναι πρωτογενές (πβ. μεταξ-ύ), ίσως συγγεν. με το ξύω «ψαύω, ακουμπώ»].
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
συναγείρω-ρήμα::
* McsElla.συναγείρω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.συναγείρω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἀγείρω.
σημασία: συναθροίζω, συγκεντρώνω, κυρίως, στρατιώτες: Ἕλληνες στόλον μέγαν συνήγειραν καὶ εἰς τὴν Ἀσίαν ἦλθον = οι Έλληνες συγκέντρωσαν μεγάλο στόλο και πήγαν στην Ασία.
οικογένεια: παράγωγα: συναγερμός.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη σύν + ἀγείρω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
συναγορεύω-ρήμα::
* McsElla.συναγορεύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.συναγορεύω@wordaryElla,
* McsElla.συνηγόρευον!~παρατατικός:συναγορεύω@wordaryElla,
* McsElla.συνερῶ!~μέλλοντας:συναγορεύω@wordaryElla,
* McsElla.συνεῖπον!~αόριστος:συναγορεύω@wordaryElla,
* McsElla.συνείρηκα!~παρακείμενος:συναγορεύω@wordaryElla,
σημασία: υποστηρίζω μια άποψη, συνηγορώ: πολλοὶ συνηγόρευον στρατιὰν ποιεῖν = πολλοί υποστήριζαν την άποψη να κάνουν εκστρατεία. ἤκουσαν οἱ Ἀθηναῖοι τῶν Ἐγεσταίων καὶ τῶν ξυναγορευόντων αὐτοῖς = οι Αθηναίοι άκουσαν τους Εγεσταίους και όσους τους υποστήριζαν.
οικογένεια: παράγωγα: συναγόρευσις.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη σύν + ἀγορεύω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
συνάγω-ρήμα::
* McsElla.συνάγω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.συνάγω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἄγω.
σημασία1: οδηγώ σε έναν τόπο συγκέντρωσης, και γενικά, συναθροίζω, συγκαλώ: συνήγαγονκκλησίαν = συγκάλεσαν την εκκλησία του δήμου. συνήγαγε στρατιώτας ἐκ τῶν ἐν τῇ ἠπείρῳ ἑλληνίδων πόλεων = συνάθροισε στρατιώτες από τις ελληνικές ηπειρωτικές πόλεις.
* για πράγματα συγκεντρώνω: συνάγω εἰς τὰς ἀποθήκας τοὺς καρπούς.
σημασία2: συμπεραίνω, συνάγω.
οικογένεια: παράγωγα: συναγωγή, συναγωγός, συναγωγεύς.
Νέα-Ελληνική: συνάγω (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη σύν + ἄγω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
συναγωγή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.συναγωγή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.συναγωγή-ῆς-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: συνάθροιση: συναγωγὴ ἀνδρῶν.
* συγκέντρωση: συναγωγὴ σίτου.
σημασία2: συμπέρασμα.
Νέα-Ελληνική: συναγωγή (και με τις δύο σημ.).
ετυμολογία: παράγ./σύνθ. λ. *συναγωγ- (σύν + *ἀγωγ- < ἄγω) + παρ. επίθ. -ή.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
συναιρέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.συναιρέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.συναιρέω-ῶ@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε αἱρέω -ῶ.
παρατήρηση: για ομιλία περιορίζω, συνοψίζω: ξυνελὼν λέγω = συνοψίζοντας λέω, με δυο λόγια λέω. ἄνευ ἀρχόντων οὐδὲν ἂν οὔτε καλὸν οὔτε ἀγαθὸν γένοιτο ὡς συνελόντι εἰπεῖν οὐδαμοῦ = χωρίς αρχηγούς δεν μπορεί να γίνει τίποτε, ούτε καλό ούτε χρήσιμο, γενικώς μπορώ να πω, πουθενά.
οικογένεια: παράγωγα: συναίρεσις.
Νέα-Ελληνική: συναίρεση «συνένωση δύο συλλαβών» (γραμματική).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη σύν + αἱρέω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
συναλλάττω-ρήμα::
* McsElla.συναλλάττω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.συναλλάττω@wordaryElla,
παρατήρηση: ο κοινός τύπος είναι συναλλάσσω
χρόνοι: βλέπε ἀλλάττω.
σημασία: συμφιλιώνω: συναλλάττω τινά τινι = συμφιλιώνω κάποιον με κάποιον άλλο.
* μέση και παθ. φωνή συναλλάττομαι συμφιλιώνομαι ή συμμαχώ με κάποιον.
οικογένεια: παράγωγα: συναλλαγή, συνάλλαγμα.
Νέα-Ελληνική: συναλλάσσομαι «έχω σχέσεις με κάποιον».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη σύν + ἀλλάττω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
συνάπτω-ρήμα::
* McsElla.συνάπτω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.συνάπτω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἅπτω.
σημασία1: συνδέω: συνῆψαν τὰς χεῖρας = έδωσαν τα χέρια.
σημασία2: συνάπτω μάχην = μάχομαι.
Νέα-Ελληνική: συνάπτω (λόγ., π.χ. συνάπτω φιλία, σχέσεις).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη σύν + ἅπτω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
συναρμόττω-ρήμα::
* McsElla.συναρμόττω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.συναρμόττω@wordaryElla,
παρατήρηση: ο κοινός τύπος είναι συναρμόζω
χρόνοι: βλέπε ἁρμόττω.
σημασία1: ενώνω, συναρμόζω.
σημασία2: μεταφορικά συμφωνώ: οὗτοι οι λόγοι οὐ συναρμόττουσιν ἀλλήλοις = αυτά τα λόγια δε συμφωνούν μεταξύ τους.
Νέα-Ελληνική: συναρμόζω (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη σύν + ἁρμόττω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
συνδυάζω-ρήμα::
* McsElla.συνδυάζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.συνδυάζω@wordaryElla,
* McsElla.συνεδύαζον!~παρατατικός:συνδυάζω@wordaryElla,
* McsElla.συνδυάσω!~μέλλοντας:συνδυάζω@wordaryElla,
* McsElla.συνεδυάσθην!~παθητικός-αόριστος:συνδυάζω@wordaryElla,
* McsElla.συνδεδύασμαι!~παθητικός-παρακείμενος:συνδυάζω@wordaryElla,
σημασία: συνδέω δύο πράγματα, τα ζευγαρώνω.
* παθ. φωνή συνδυάζομαι συνδέομαι, και ειδικότερα, ενώνομαι με γάμο.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη σύν + δυάζω (παράγωγη-λέξη δύο + -άζω) «είμαι διπλός».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σύνεγγυς-επίρρημα::
* McsElla.σύνεγγυς-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.σύνεγγυς@wordaryElla,
σημασία: πολύ κοντά: ἡ πόλις ἔχει μάλα σύνεγγυς ὄρη = η πόλη έχει πολύ κοντά της βουνά.
Νέα-Ελληνική: στη φρ. εκ του σύνεγγυς «από πολύ κοντά».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη σύν + ἐγγύς.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σύνειμι(Α)-ρήμα::
* McsElla.σύνειμι(Α)!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.σύνειμι(Α)@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε εἰμὶ.
σημασία1: είμαι μαζί, συνυπάρχω: οἱ τῆς ἀρετῆς ἄπειροι, εὐτυχίαις ἀεὶ συνόντες, διὰ βίου πλανῶνται = όσοι δεν ξέρουν τι είναι αρετή, ζώντας συνεχώς με γλέντια, σ᾿ όλη τους τη ζωή δεν μπορούν να βρουν το σωστό δρόμο.
σημασία2: για πρόσωπα ζω ή έχω σχέσεις με κάποιον: φιλικῶς σύνειμί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιον.
* μετοχή οἱ συνόντες οι μαθητές ή οι ακόλουθοι.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη σύν + εἰμί.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σύνειμι(Β)-ρήμα::
* McsElla.σύνειμι(Β)!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.σύνειμι(Β)@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε εἶμι.
σημασία1: συνέρχομαι, συναντιέμαι: κατὰ τὸν χρόνον τὸν εἰρημένον ξυνῇσαν τὰ δύο μέρη ἐς τὸν Ἰσθμόν = στο χρόνο που είχε συμφωνηθεί συναντήθηκαν τα δύο τμήματα του στρατού στον Ισθμό.
σημασία2: προχωρώ σε πόλεμο: ἥ τε ἄλλη Ἑλλὰς ἅπασα μετέωρος ἦν ξυνιουσῶν τῶν πρώτων πόλεων = και ολόκληρη η υπόλοιπη Ελλάδα βρισκόταν σε κατάσταση αβεβαιότητας, καθώς οι μεγαλύτερες πόλεις (Αθήνα και Σπάρτη) επρόκειτο να πολεμήσουν.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη σύν + εἶμι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
συνεργέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.συνεργέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.συνεργέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.συνήργουν!~παρατατικός:συνεργέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: συνεργάζομαι: ὁ τοῖς πονηροῖς συνεργῶν = αυτός που συνεργάζεται με τους κακούς.
Νέα-Ελληνική: συνεργώ.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη/σύνθετη-λέξη συνεργός (σύν + *ἐργ- < ἔργον) + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
συνέρχομαι-ρήμα::
* McsElla.συνέρχομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.συνέρχομαι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἔρχομαι.
σημασία1: έρχομαι, συγκεντρώνομαι στο ίδιο μέρος μαζί με άλλους: ἐς Μαντίνειαν πρεσβεῖαι ἀπὸ τῶν πόλεων ξυνῆλθον = απεσταλμένοι από τις πόλεις συγκεντρώθηκαν στη Μαντίνεια.
σημασία2: για πρόσωπα συνδέομαι φιλικά: δύο οἰκίαι συνελθοῦσαι εἰς ταὐτόν = δύο οικογένειες που συνδέθηκαν μεταξύ τους.
σημασία3: συμπλέκομαι: συνέρχομαι εἰς μάχην.
Νέα-Ελληνική: συνέρχομαι (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη σύν + ἔρχομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σύνεσις--ξύνεσις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.σύνεσις--εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.σύνεσις-εως-ἡ@wordaryElla,
* McsElla.ξύνεσις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ξύνεσις-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία: γρήγορη αντίληψη, εξυπνάδα.
Νέα-Ελληνική: σύνεση «φρονιμάδα».
ετυμολογία: παράγ./σύνθ. συνίημι (σύν + ἵημι) + παρ. επίθ. -σις, παράβαλε ἀφίη-μι/ἄφε-σις.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
συνέχω-ρήμα::
* McsElla.συνέχω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.συνέχω@wordaryElla,
* McsElla.συνεσχέθην!~παθητικός-αόριστος:συνέχω@wordaryElla,
χρόνοι: άλλους βλέπε ἔχω.
σημασία1: συγκρατώ: συνέχω ἐντὸς τοῦ τείχους.
σημασία2: παθ. φωνή συνέχομαι πιέζομαι, βασανίζομαι από κάτι: δίψῃ ἀπαύστῳ ξυνείχοντο = βασανίζονταν από συνεχή δίψα.
Νέα-Ελληνική: συνέχω (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη σύν + ἔχω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
συνήθεια-είας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.συνήθεια-είας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.συνήθεια-είας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: γνωριμία, σχέση φιλική: τὴν τῶν φαύλων συνήθειαν ὀλίγος χρόνος διέλυσε = τη φιλία με τιποτένιους ανθρώπους τη διαλύει και λίγος χρόνος.
σημασία2: συνήθεια.
Νέα-Ελληνική: συνήθεια (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη συνήθης + παρ. επίθ. -εια.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
συνήθης-ης-σύνηθες-επίθετο::
* McsElla.συνήθης-ης-σύνηθες-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.συνήθης-ης-σύνηθες@wordaryElla,
σημασία1: συγγενής ή φίλος.
σημασία2: συνηθισμένος σε κάτι: πρὶν αὐτὸν συνήθη γενέσθαι τῷ σκότῳ = προτού συνηθίσει αυτός στο σκοτάδι.
σημασία3: για πράγματα αυτός που γίνεται συχνά, συνηθισμένος, συνήθης.
* τὸ σύνηθες το έθιμο.
Νέα-Ελληνική: συνήθης (με τις σημ. 2 και 3).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη/σύνθετη-λέξη *συνηθ- (< σύν + ἦθος) + παρ. επίθ. -ης.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
συνθήκη-ης-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.συνθήκη-ης-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.συνθήκη-ης-ἡ@wordaryElla,
σημασία: συμφωνία.
* πληθυντικός συνθῆκαι τα άρθρα μιας συμφωνίας ή η συμφωνία μεταξύ προσώπων ή πόλεων: συνθῆκαι περὶ εἰρήνης = συμφωνία για ειρήνη. συνθήκας ποιοῦμαί τινι = κάνω (υπογράφω) συμφωνία με κάποιον. συνθήκας λύω = ακυρώνω τη συμφωνία.
Νέα-Ελληνική: συνθήκη.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη/σύνθετη-λέξη *συνθηκ- (< σύν + *θηκ- < τίθημι, ἔ-θηκ-α) + παρ. επίθ. -η.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σύνθημα-ατος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.σύνθημα-ατος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.σύνθημα-ατος-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: σημάδι ή λέξη που έχει συμφωνηθεί για να χρησιμεύει ως μέσο μυστικής συνεννόησης ή αναγνώρισης, σύνθημα: τοῖς ἐρωτήμασι τοῦ ξυνθήματος πυκνοῖςχρῶντο = χρησιμοποιούσαν συχνά τις ερωτήσεις του συνθήματος (για να αναγνωριστούν μεταξύ τους)
σημασία2: συμφωνία, συνθήκη: σύνθημα ποιοῦμαι = κάνω συμφωνία.
Νέα-Ελληνική: σύνθημα (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη/σύνθετη-λέξη *συνθη- (σύν + θη- < τίθη- μι, ἔ-θη-κα) + παρ. επίθ. -μα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
συνίημι--ξυνίημι-ρήμα::
* McsElla.συνίημι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ξυνίημι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ξυνίημι@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.συνίημι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἵημι.
σημασία: αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω: ξυνίει δὲ καὶ αὐτὸς ἑλληνιστὶ τὰ πλεῖστα = καταλάβαινε και αυτός τα περισσότερα από όσα λέγονταν στα ελληνικά. συνίης; = καταλαβαίνεις (τι θέλω να πω);
οικογένεια: παράγωγα: σύνεσις, συνετός.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη σύν + ἵημι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
συνίστημι-ρήμα::
* McsElla.συνίστημι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.συνίστημι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἵστημι.
σημασία1: συνενώνω: ξυνίστασαν τῶν ἀνθρώπων τοὺς ἐπιτηδείους ἐς ξυνωμοσίαν = συνένωναν (και οργάνωναν) αυτούς που ήταν κατάλληλοι για να πάρουν μέρος στη συνωμοσία.
* μέση φωνή συνίσταμαι συνθέτω: συνίσταμαι τὸ ὅλον = συνθέτω το όλο (από τα μέρη).
σημασία2: συστήνω κάποιον (ως κατάλληλο): ἥκω, ἵνα τῳ τούτων τῶν σοφιστῶν συστήσω τουτονί = έρχομαι για να συστήσω αυτόν εδώ σε κάποιον από αυτούς τους σοφιστές.
σημασία3: παθητική φωνή (με ενεργ. αόρ. β´ συνέστην και παρακ. συνέστηκα) συνίσταμαι
σημασίαα: στέκομαι μαζί με άλλους και, ειδικότερα για στρατιώτες, παρατάσσομαι: τὸ δεξιὸν κέρας ἐπὶ λόφου συνέστη = το δεξιό τμήμα του στρατού παρατάχθηκε σε λόφο.
* για εχθρική συνάντηση αντιπάλων χρόνον πολὺν συνέστησαν μαχόμενοι = για μεγάλο χρονικό διάστημα ήταν παραταγμένοι και πολεμούσαν.
σημασίαβ: ενώνομαι για συνεργασία ή συμμαχία: συνίσταντο ἀλλήλοις καὶ συνετίθεντο ὡςπιθησόμενοι τῇ Χίῳ = ενώθηκαν και συμφώνησαν να επιτεθούν στη Χίο.
σημασίαγ: σχηματίζομαι: ἡ πόλις ἐξ οἰκιῶν συνίσταται = η πόλη σχηματίζεται από σπίτια.
* συγκροτούμαι: πόλις οὕτως συστᾶσα = πόλη συγκροτημένη με αυτόν τον τρόπο. ἱππικὸν συνεστηκός = συγκροτημένο ιππικό.
οικογένεια: παράγωγα: σύστασις, σύστημα, συστηματικός.
Νέα-Ελληνική: συνιστώ «συμβουλεύω» & συνίσταμαι (με τη σημ. 3γ) & συστήνω (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη σύν + ἵστημι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
συννοέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.συννοέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.συννοέω-ῶ@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε νοέω.
σημασία1: σκέπτομαι: ταῦτα χρὴ συννοεῖν καὶ εἰδέναι... = αυτά πρέπει να σκέφτεσαι και να γνωρίζεις πως...
σημασία2: καταλαβαίνω: ὑποπτεύω, οὐ μὴν ἱκανῶς γε συννοῶ = το υποψιάζομαι, όμως δεν το καταλαβαίνω αρκετά.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη σύν + νοέω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σύνοδος-όδου-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.σύνοδος-όδου-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.σύνοδος-όδου-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: συνέλευση: ἐλθόντων τῶν πρέσβεων ἀπὸ τῆς ξυμμαχίας καὶ ξυνόδου γενομένης... = και αφού ήρθαν οι απεσταλμένοι των συμμάχων και έγινε η συνέλευση...
σημασία2: για πράγματα συνάθροιση, συγκέντρωση: χρημάτων σύνοδοι.
Νέα-Ελληνική: σύνοδος (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη σύν + ὁδός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σύνοιδα-ρήμα::
* McsElla.σύνοιδα!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.σύνοιδα@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε οἶδα.
σημασία1: γνωρίζω κάτι, έχω συναίσθηση ενός γεγονότος ή μιας κατάστασης: ξύνοιδα ἐμαυτῷ οὐδ᾿ ὁτιοῦν σοφὸς ὤν = έχω συναίσθηση ότι δεν είμαι καθόλου σοφός.
σημασία2: μετοχή
σημασίαα: ὁ συνειδώς = ο συνεργός.
σημασίαβ: τὸ συνειδός = η συνείδηση, η συναίσθηση.
οικογένεια: παράγωγα: συνείδησις.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη σύν + οἶδα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
συνοικέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.συνοικέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.συνοικέω-ῶ@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε οἰκέω -ῶ.
σημασία1: κατοικώ ή ζω μαζί με άλλον ή άλλους.
* συζώ ως σύζυγος: γυναικὶ συνοικῶ Λευκίππῃ = είμαι παντρεμένος με τη Λευκίππη.
σημασία2: καταλαμβάνω μια χώρα και την κατοικώ μαζί με άλλους.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη σύν + οἰκέω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
συνοικίζω-ρήμα::
* McsElla.συνοικίζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.συνοικίζω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε οἰκίζω.
σημασία1: συνενώνω οικισμούς σε μία πόλη: Θησεὺς τὰς δώδεκα πόλεις εἰς τὸ αὐτὸ συνῴκισε = ο Θησέας συνένωσε τις δώδεκα πόλεις (της Αττικής) σε μία πόλη (την Αθήνα).
σημασία2: ιδρύω μια πόλη ή μια αποικία μαζί με άλλους: Ἐπίδαμνον ἀπῴκισαν μὲν Κερκυραῖοι, ξυνῴκισαν δὲ καὶ Κορινθίων τινές = την Επίδαμνον την ίδρυσαν ως αποικία οι Κερκυραίοι και στην ίδρυση συμμετείχαν και μερικοί Κορίνθιοι.
οικογένεια: παράγωγα: συνοίκισις, συνοικισμός.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη σύν + οἰκίζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
συνοικία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.συνοικία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.συνοικία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1:
σημασίαα: ομάδα ανθρώπων που κατοικούν στον ίδιο τόπο: ταύτῃ τῇ συνοικίᾳ ἐθέμεθα πόλιν ὄνομα = σ᾿ αυτήν τη συνάθροιση στον ίδιο τόπο δώσαμε την ονομασία «πόλη».
σημασίαβ: γειτονιά, συνοικία.
σημασία2: κτίριο που στεγάζει πολλές οικογένειες.
Νέα-Ελληνική: συνοικία (με τη σημ. 1β).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη/σύνθετη-λέξη συνοικῶ (σύν + οἰκέω) + παρ. επίθ. -ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σύνοικος-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.σύνοικος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.σύνοικος-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: συγκάτοικος.
σημασία2: συμπολίτης.
Νέα-Ελληνική: σύνοικος (λόγ., με τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη/σύνθετη-λέξη συνοικῶ (σύν + οἰκέω) + παρ. επίθ. -ος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
συνόμνυμι--συνομνύω-ρήμα::
* McsElla.συνόμνυμι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.συνομνύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.συνομνύω@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.συνόμνυμι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ὄμνυμι.
σημασία1: ορκίζομαι μαζί με άλλον ή άλλους.
σημασία2: συμμαχώ με κάποιον: λύουσι σπονδὰς οἱ μὴ βοηθοῦντες οἷς ἂν ξυνομόσωσιν = παραβιάζουν τις συμφωνίες αυτοί που δε βοηθούν αυτούς με τους οποίους συμμάχησαν.
σημασία3: συνωμοτώ: συνώμοσαν ἀποκτενεῖν αὐτόν = συνωμότησαν να τον σκοτώσουν.
οικογένεια: παράγωγα: συνωμότης, συνωμοσία.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη σύν + ὄμνυμι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
συνομολογέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.συνομολογέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.συνομολογέω-ῶ@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ὁμολογέω -ῶ.
σημασία1: συμφωνώ, έχω την ίδια γνώμη με κάποιον: μὴ ὀκνεῖτε ἀποκρίνεσθαι, ἵνα εἰδῶμεν ὅσα ἂν συνομολογῶμεν = μη διστάζετε να δίνετε απαντήσεις, για να μάθουμε ποια είναι αυτά στα οποία συμφωνούμε. τὰ ἄλλα συνωμολόγηται = τα άλλα έχουν συμφωνηθεί (και μένει μόνο τούτο).
σημασία2: υπόσχομαι: συνωμολόγησε δασμὸν οἴσειν = υποσχέθηκε να πληρώσει φόρο.
Νέα-Ελληνική: συνομολογώ (με σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη σύν + ὁμολογέω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
συνουσία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.συνουσία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.συνουσία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: σχέση, συναναστροφή: ἡ πρὸς Σωκράτην συνουσία αὐτῶν = η συναναστροφή τους με το Σωκράτη.
Νέα-Ελληνική: συνουσία «συνεύρεση».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη σύν + οὐσία ως παράγ. του σύνειμι (σύν + εἰμί): *συνοντία > *συνονσία > συνουσία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σύνταξις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.σύνταξις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.σύνταξις-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία: τακτοποίηση, ειδικότερα παράταξη στρατιωτών: οἱ στρατηγοὶ ἐποιήσαντο σύνταξιν τοῦ στρατεύματος = οι στρατηγοί τακτοποίησαν σε παράταξη τους στρατιώτες.
Νέα-Ελληνική: σύνταξη (με την ίδια σημ.).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη σύν + τάξις.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
συντάττω-ρήμα::
* McsElla.συντάττω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.συντάττω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε τάττω.
παρατήρηση: ο κοινός τύπος είναι συντάσσω
σημασία1: παρατάσσω στρατιώτες: συντάττω πεζοὺς τῷ ἱππικῷ = παρατάσσω τους πεζούς στην ίδια γραμμή με τους ιππείς. οὗτοι δὲ ξυντεταγμένοι ἀνεχώρησαν = και αυτοί έφυγαν παραταγμένοι (και όχι άτακτα).
σημασία2: οργανώνω: συντεταγμένη πολιτεία.
σημασία3: μέση φωνή συντάττομαι συμφωνώ: συνετάξαντο πρὸς ἀλλήλους = συμφώνησαν μεταξύ τους.
σημασία4: διατυπώνω κάτι γραπτά, συντάσσω.
οικογένεια: παράγωγα: σύνταγμα, σύνταξις.
Νέα-Ελληνική: συντάσσω (με τις σημ. 1, 4).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη σύν + τάττω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
συντέλεια-είας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.συντέλεια-είας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.συντέλεια-είας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: συνεισφορά για δημόσιες δαπάνες: συντέλεια χρημάτων = συνεισφορά χρημάτων υπέρ του δημοσίου.
σημασία2: συμπλήρωση, τερματισμός: ἡ συντέλεια τοῦ ἀγῶνος.
Νέα-Ελληνική: συντέλεια του κόσμου «τέλος, καταστροφή του κόσμου».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη συντελέω + παρ. επίθ. -εια.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
συντελέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.συντελέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.συντελέω-ῶ@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε τελέω -ῶ.
σημασία1: συνεισφέρω στις δημόσιες δαπάνες: συντελῶ ἑξήκοντα τάλαντα = δίνω ως συνεισφορά εξήντα τάλαντα. συντελῶ εἰς τὸν πόλεμον = συνεισφέρω στις πολεμικές δαπάνες.
σημασία2: συμπληρώνω, τελειώνω κάτι.
Νέα-Ελληνική: συντελώ «συνεισφέρω, στέκομαι ως αιτία».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη σύν + τελέω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
συντίθημι-ρήμα::
* McsElla.συντίθημι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.συντίθημι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε τίθημι.
παρατήρηση: ως παθ. χρησιμεύει και το σύγκειμαι
σημασία1: τοποθετώ πράγματα μαζί: συνέθεσαν τὰ ὅπλαν τῷ ναῷ = τοποθέτησαν τα όπλα στο ναό.
σημασία2: κατασκευάζω: συντίθημι τριήρεις.
σημασία3: σχηματίζω.
* παθ. φωνή συντίθεμαι σχηματίζομαι: ἐκ συλλαβῶν τὰ ὀνόματα συντίθεται = οι λέξεις σχηματίζονται από συλλαβές.
σημασία4: επινοώ, μηχανεύομαι: ψευδεῖς αἰτίας συντίθησι = επινοεί ψεύτικες κατηγορίες.
σημασία5: μέση φωνή συντίθεμαι κάνω συμφωνία, συμφωνώ: συνέθεντο ἀλλήλοις μήτε ἀδικεῖν μήτε ἀδικεῖσθαι = συμφώνησαν μεταξύ τους ούτε να αδικούν ούτε να αδικούνται.
οικογένεια: παράγωγα: σύνθεσις, συνθέτης, συνθετικός, σύνθετος, συνθήκη, σύνθημα.
Νέα-Ελληνική: συνθέτω (με τη σημ. 3).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη σύν + τίθημι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
συντρέχω-ρήμα::
* McsElla.συντρέχω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.συντρέχω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε τρέχω.
σημασία1: συνέρχομαι, συγκεντρώνομαι.
σημασία2: συμφωνώ με κάποιον, συμπίπτουν οι γνώμες μας: ἀμφοτέρων τῶν μαντείων ἐς τὸ αὐτὸ αἱ γνῶμαι συνέδραμον = και των δύο μαντείων οι απαντήσεις συμφώνησαν στο ίδιο πράγμα.
σημασία3: συμπίπτω χρονικά με κάτι άλλο: εἰς ταὐτὸν τὸ δίκαιον ἅμα καὶ ὁ καιρὸς καὶ τὸ συμφέρον συνδεδράμηκε = το δίκαιο μαζί και οι ευνοϊκές περιστάσεις και το συμφέρον έχουν συμπέσει.
Νέα-Ελληνική: συντρέχω «βοηθώ».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη σύν + τρέχω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
συντρίβω-ρήμα::
* McsElla.συντρίβω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.συντρίβω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε τρίβω.
σημασία1: τρίβω το ένα με το άλλο: συντρίβω τὰ πυρεῖα = τρίβω ξυλαράκια μεταξύ τους, για να ανάψω φωτιά.
σημασία2: συντρίβω.
Νέα-Ελληνική: συντρίβω (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη σύν + τρίβω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
συντυγχάνω-ρήμα::
* McsElla.συντυγχάνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.συντυγχάνω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε τυγχάνω.
σημασία1: συναντώ τυχαία κάποιον.
σημασία2: μετοχή ὁ συντυχών = ο οποιοσδήποτε, ο πρώτος τυχών. τὸ συντυχόν = το οτιδήποτε ασήμαντο: οὐ γὰρ τοῦτο συντυχὸν φαίνεταί μοι ἔργον εἶναι = γιατί αυτό (ο αμφορέας) δε μου φαίνεται να είναι ένα τυχαίο έργο.
σημασία3: για τυχαία γεγονότα συμβαίνω.
* ως απρόσ. συνετύγχανε / συνέτυχε συνέβαινε / συνέβη ώστε...
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη σύν + τυγχάνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σῦριγξ-ιγγος-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.σῦριγξ-ιγγος-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.σῦριγξ-ιγγος-ἡ@wordaryElla,
σημασία: ποιμενικός αυλός.
οικογένεια: παράγωγα: συρίγγιον, συρίζω, σύριγμα, συριστικός, σύνθετα: συριγγοποιός.
Νέα-Ελληνική: σύριγγα.
ετυμολογία: δάν. μεσογειακό ή ανατολικό, όπως και το ταυτόσημο αρμ. sring «αυλός».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σῦς::
* McsElla.σῦς@wordaryElla,
παρατήρηση:βλέπε ὗς.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
συσταδὸν--συστάδην-επίρρημα::
* McsElla.συσταδὸν-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.συσταδὸν@wordaryElla,
* McsElla.συστάδην-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.συστάδην@wordaryElla,
παρατήρηση: για μάχη σώμα με σώμα, εκ του συστάδην: συσταδὸν μάχαις ἐχρῶντο = πολεμούσαν σώμα με σώμα.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη/παράγωγη-λέξη *συ-στα-δ (συν-στα- < ἵ-στα-μαι) + παρ. επίθ. -ην.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σύστασις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.σύστασις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.σύστασις-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: μάχη σώμα με σώμα: ἐν τῇ συστάσει ἐμάχετο.
σημασία2: συνάθροιση ή ομάδα ανθρώπων: κατὰ ξυστάσεις τε γιγνόμενοι ἐν πολλῇ ἔριδι ἦσαν = και αφού χωρίστηκαν σε ομάδες, βρίσκονταν σε μεγάλη διαμάχη.
σημασία3: σύνθεση στοιχείων που αποτελούν κάτι: ἡ τοῦ κόσμου σύστασις ἐκ πυρός, ὕδατος, ἀέρος καὶ γῆς = η σύνθεση (κατασκευή) του σύμπαντος από φωτιά, νερό, αέρα και χώμα.
Νέα-Ελληνική: σύσταση (με τη σημ. 3).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *συ-στα- (< συν-στα- < ἵ-σταμαι) + παρ. επίθ. -σις.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σφάλλω-ρήμα::
* McsElla.σφάλλω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.σφάλλω@wordaryElla,
* McsElla.ἔσφαλλον!~παρατατικός:σφάλλω@wordaryElla,
* McsElla.σφαλῶ!~μέλλοντας:σφάλλω@wordaryElla,
* McsElla.ἔσφηλα!~αόριστος:σφάλλω@wordaryElla,
* McsElla.ἔσφαλα!~αόριστος:σφάλλω@wordaryElla,
* McsElla.ἔσφαλκα!~παρακείμενος:σφάλλω@wordaryElla,
* McsElla.σφαλήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:σφάλλω@wordaryElla,
* McsElla.σφαλοῦμαι-παθητική-σημασία!~παθητικός-μέλλοντας:σφάλλω@wordaryElla,
* McsElla.ἐσφάλην!~παθητικός-αόριστος-β´:σφάλλω@wordaryElla,
* McsElla.ἔσφαλμαι!~παθητικός-παρακείμενος:σφάλλω@wordaryElla,
* McsElla.ἐσφάλμην!~παθητικός-υπερσυντέλικος:σφάλλω@wordaryElla,
σημασία1: ρίχνω κάποιον κάτω, τον κάνω να πέσει, τον ανατρέπω: ὁ ἵππος σφάλλει τὸν ἀναβάτην = το άλογο ανατρέπει τον αναβάτη.
σημασία2: μεταφορικά ανατρέπω, καταστρέφω: ἀνθρώπων κακῶν ὁμιλίαι σφάλλουσιν = οι σχέσεις με κακούς ανθρώπους καταστρέφουν.
σημασία3: παθητική φωνή σφάλλομαι
σημασίαα: πέφτω σε ατυχία ή καταστρέφομαι: ταῖς τύχαις ἐνδέχεται σφάλλεσθαι τοὺς ἀνθρώπους = είναι ενδεχόμενο να καταστρέφονται οι άνθρωποι από τις δυστυχίες.
σημασίαβ: κάνω λάθος, σφάλλω: σφαλέντες γνώμῃ = κάνουν λάθος στην κρίση τους.
οικογένεια: παράγωγα: σφάλμα, σφαλερός, σύνθετα: ἀσφαλής, ἀσφάλεια.
Νέα-Ελληνική: σφάλλω (με τη σημ. 3β).
ετυμολογία: σφάλ- + παρ. επίθ. -jω, αβέβ..
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σφεῖς-αντωνυμία::
* McsElla.σφεῖς-αντωνυμία@wordaryElla,
* McsElla.αντωνυμία.σφεῖς@wordaryElla,
παρατήρηση: ονομαστική πληθυντικού, αρσενικού και θηλυκού, της προσωπικής αντωνυμίας γ´ προσώπου.
σημασία: αυτοί, αυτές.
ετυμολογία: ινδοευρωπαϊκός *swe- > *σφε- + -εῖς (κατά το ἡμ-εῖς) > σφεῖς, παράβαλε λατινικός sibi < *swe-bhei.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σφέτερος-τέρα-τερον-αντωνυμία::
* McsElla.σφέτερος-τέρα-τερον-αντωνυμία@wordaryElla,
* McsElla.αντωνυμία.σφέτερος-τέρα-τερον@wordaryElla,
παρατήρηση: κτητική, που συσχετίζεται με τη σφεῖς
σημασία: ο δικός τους: αἱ σφέτεραι νῆες = τα καράβια τους.
οικογένεια: παράγωγα: σφετερίζω.
ετυμολογία: *σφε- (σφεῖς) + παρ. επίθ. -τερος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σφήξ-σφηκός-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.σφήξ-σφηκός-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.σφήξ-σφηκός-ὁ@wordaryElla,
σημασία: η σφήκα.
Νέα-Ελληνική: σφήκα.
οικογένεια: παράγωγα: ἡ σφηκιὰ «φωλιά σφηκών», σύνθετα: σφηκοειδής.
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Σφίγξ-Σφιγγός-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.Σφίγξ-Σφιγγός-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Σφίγξ-Σφιγγός-ἡ@wordaryElla,
σημασία: μυθολογικό τέρας με πρόσωπο και στήθος γυναίκας και με φτερωτό σώμα λέαινας.
Νέα-Ελληνική: Σφίγγα.
ετυμολογία: αιγυπτ. δάν..
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σφόδρα-επίρρημα::
* McsElla.σφόδρα-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.σφόδρα@wordaryElla,
σημασία: πάρα πολύ, υπερβολικά: κολάζει σφόδρα = τιμωρεί πολύ αυστηρά. σφόδρα ἄδικος.
Νέα-Ελληνική: σφόδρα (λόγ.).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη σφοδρός + παρ. επίθ. -α, με μετάθεση τόνου.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σφοδρός-ά-ὸν-επίθετο::
* McsElla.σφοδρός-ά-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.σφοδρός-ά-ὸν@wordaryElla,
* McsElla.σφοδρότερος!~συγκριτικός:σφοδρός-ά-ὸν@wordaryEllα,
* McsElla.σφοδρότατος!~υπερθετικός:σφοδρός-ά-ὸν@wordaryElla,
σημασία: ορμητικός ή υπερβολικός: σφοδρὸν μῖσος.
* παράφορος: σφοδρὸς νέος.
Νέα-Ελληνική: σφοδρός.
ετυμολογία: *σφοδ- + παρ. επίθ. -ρός, συγγεν. με σφεδ-α-νὸς «βίαιος, ορμητικός», παράβαλε σφεδανῶν· φονεύων, αβέβαιη-ετυμολογία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σφῦρα-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.σφῦρα-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.σφῦρα-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: σφυρί.
οικογένεια: παράγωγα: σφυρόν, σφυράς, σύνθετα: σφυρήλατος, σφυρηλατέω, σφυροκόπος, σφυροκοπέω.
ετυμολογία: *σφῠρ- + παρ. επίθ. -jᾰ > σφῦρα, συγγεν. με σφαῖρα, ομόρρ. με αρχ. ινδ. sphuráti «αναπηδώ, πάλλομαι».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σχέσις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.σχέσις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.σχέσις-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: το είδος ενός πράγματος, η φύση του, η ποιότητά του: ἡ τοῦ βίου σχέσις = το είδος ζωής.
σημασία2: σχέση: σχέσις ἀνδρὸς πρὸς γυναῖκα = η σχέση που υπάρχει ανάμεσα στον άνδρα και στη γυναίκα.
Νέα-Ελληνική: σχέση (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: *σεχ- (ἔχω), *σχέ- + παρ. επίθ. -σις.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σχῆμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.σχῆμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.σχῆμα-ατος-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: μορφή, σχήμα: τὸ σχῆμα τῆς φάλαγγος = η μορφή της στρατιωτικής παράταξης.
σημασία2: πρόσχημα: σχήματι ξενίας = με το πρόσχημα της φιλοξενίας.
σημασία3: η έκφραση του προσώπου: σχήματι φαιδρός = με χαρούμενη έκφραση.
σημασία4: ενδυμασία: τὸ σχῆμα ὃ σὺ περιβέβλησαι = η ενδυμασία που φοράς (πβ. ιερατικό σχήμα).
Νέα-Ελληνική: σχήμα (με τις σημ. 1, 4).
ετυμολογία: *σχη- (σχή-σω < ἔχω) + παρ. επίθ. -μα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σχηματίζω-ρήμα::
* McsElla.σχηματίζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.σχηματίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐσχημάτιζον!~παρατατικός:σχηματίζω@wordaryElla,
* McsElla.σχηματίσω!~μέλλοντας:σχηματίζω@wordaryElla,
* McsElla.σχηματιῶ!~μέλλοντας:σχηματίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐσχημάτισμαι!~παθητικός-παρακείμενος-και-μέση-σημασία:σχηματίζω@wordaryElla,
σημασία1: αμετάβατο παίρνω μια μορφή ή μια θέση: ὅσα σχηματίζουσι τὰ στρατόπεδα ἐν ταῖς μάχαις = όποια θέση (διάταξη) παίρνει ο στρατός στη μάχη.
σημασία2: ως μεταβατικό δίνω σχήμα, σχηματίζω.
σημασία3: μέση φωνή σχηματίζομαι προσποιούμαι: σχηματίζονται ἀμαθεῖς εἶναι = προσποιούνται (κάνουν) πως είναι αμόρφωτοι.
Νέα-Ελληνική: σχηματίζω (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη σχῆμα, -ατος + παρ. επίθ. -ίζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σχολάζω-ρήμα::
* McsElla.σχολάζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.σχολάζω@wordaryElla,
σημασία1: δεν έχω καμιά ασχολία, ξεκουράζομαι: σχολάζω ἀπό τινος = σταματώ να κάνω κάτι και ξεκουράζομαι.
αντώνυμα: ἀσχολοῦμαι.
σημασία2: αφιερώνω τον ελεύθερο χρόνο μου σε κάτι: σχολάζω φιλοσοφίᾳ = επιδίδομαι στη φιλοσοφία κατά τον ελεύθερό μου χρόνο. οὔπω πρὸς ταῦτα ἐσχόλασα = δε βρήκα ακόμη καιρό να ασχοληθώ με αυτά.
οικογένεια: παράγωγα: σχολαστής, σχολαστικός.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη σχολή + παρ. επίθ. -άζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σχολαστικός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.σχολαστικός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.σχολαστικός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που δεν ασχολείται με κάτι, που ξεκουράζεται.
σημασία2: αυτός που αφιερώνει τον ελεύθερο χρόνο του στη μόρφωση.
* μορφωμένος άνθρωπος που ασχολείται όμως με ασήμαντες λεπτομέρειες.
Νέα-Ελληνική: σχολαστικός «που ασχολείται με λεπτομέρειες».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη σχολαστής (παράγωγη-λέξη σχολάζω + παρ. επίθ. -τής) + παρ. επίθ. -ικός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σχολή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.σχολή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.σχολή-ῆς-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: η έλλειψη ασχολίας, ο ελεύθερος χρόνος: σχολὴν ἄγω = δεν κάνω τίποτε, ξεκουράζομαι. ἔστι σοι σχολὴ ἀκούειν; = έχεις καιρό να ακούσεις (τι θα πω); οὐ σχολή μοι = δεν έχω καιρό.
σημασία2: η μελέτη, η μόρφωση στην οποία αφιερώνει κανείς το χρόνο του.
σημασία3: ο τόπος όπου μελετούν και διδάσκονται, η σχολή.
σημασία4: ως επίρρημα σχολῇ
σημασίαα: αργά, με βραδύτητα.
σημασίαβ: μόλις και μετά βίας ή καθόλου: μὴ γιγνώσκων τὴν οὐσίαν σχολῇ τήν γε ὀρθότητα διαγνώσεται = ένας άνθρωπος που δεν ξέρει τι πραγματικά είναι κάτι, με πολλή δυσκολία θα διακρίνει αν είναι σωστό ή όχι.
Νέα-Ελληνική: σχολή (με τη σημ. 3).
οικογένεια: παράγωγα: σχολαῖος, σχόλιον, σχολάζω, σύνθετα: ἀσχολία, ἀσχολέω, ἀσχολέομαι.
ετυμολογία: *σεχ- (ἔχω), *σχ-ο- (σχ-εῖν), όπου όμως το -ο- δεν ερμηνεύτηκε ικανοποιητικά, παράβαλε βολ-ή < βάλ-λω, στολ-ή < στέλ-λω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σῴζω-ρήμα::
* McsElla.σῴζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.σῴζω@wordaryElla,
* McsElla.ἔσῳζον!~παρατατικός:σῴζω@wordaryElla,
* McsElla.σώσω!~μέλλοντας:σῴζω@wordaryElla,
* McsElla.σέσωκα!~παρακείμενος:σῴζω@wordaryElla,
* McsElla.σώσομαι!~μέσος-μέλλοντας:σῴζω@wordaryElla,
* McsElla.σωθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:σῴζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐσωσάμην!~μέσος-αόριστος:σῴζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐσώθην!~παθητικός-αόριστος:σῴζω@wordaryElla,
* McsElla.σέσωσμαι!~παθητικός-παρακείμενος:σῴζω@wordaryElla,
σημασία1: σώζω κάποιον από το θάνατο.
σημασία2: διατηρώ κάτι, το προστατεύω από τη φθορά: σῴζω τὴν δημοκρατίαν.
σημασία3: μέση φωνή σῴζομαι διατηρώ κάτι στη μνήμη μου, δεν το ξεχνώ: μηδὲν ὧν ἔμαθε σῴζεσθαι δύναται = δεν μπορεί να θυμηθεί τίποτε από όσα έμαθε.
οικογένεια: παράγωγα: σωστός, σωστέος, σωστικός, σῶστρα (τά), σύνθετα: ἄσωστος, θεόσωστος, ἀνασῴζω, διασῴζω.
Νέα-Ελληνική: σώζω (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: επίθετο σῶ-ς (και σῶος) «ζωντανός, εν ζωή» + παρ. επίθ. -ίζω > σωΐζω και σῴζω, βλέπε σῶς.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σωμασκέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.σωμασκέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.σωμασκέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: γυμνάζω το σώμα μου.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη σῶμα + ἀσκέω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σῶς-σῶς-σῶν-επίθετο::
* McsElla.σῶς-σῶς-σῶν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.σῶς-σῶς-σῶν@wordaryElla,
σημασία: σώος.
ετυμολογία: σῶς και σῶος από *σαF-ος ομόρρ. με αρχ. ινδ. tavas «ισχυρός».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σώτειρα-είρας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.σώτειρα-είρας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.σώτειρα-είρας-ἡ@wordaryElla,
παρατήρηση: θηλυκό του σωτὴρ
σημασία: αυτή που σώζει ή ελευθερώνει.
Νέα-Ελληνική: σώτειρα (λόγιο).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *σώτερ- + παρ. επίθ. -jα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σωτήρ-ῆρος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.σωτήρ-ῆρος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.σωτήρ-ῆρος-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που σώζει, ελευθερώνει ή απαλλάσσει από κάτι κακό, ο σωτήρας.
* ως επίθετο του Δία Ζεὺς Σωτήρ.
οικογένεια: παράγωγα: σωτηρία, σωτήριος.
Νέα-Ελληνική: σωτήρας.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *σώ- (σῶ-ς/σῶ-ος/σῴ-ζω) + παρ. επίθ. -τήρ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σωτηρία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.σωτηρία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.σωτηρία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: σωτηρία.
σημασία2: η ασφαλής επιστροφή: ἡ ἐς τὴν πατρίδα σωτηρία.
σημασία3: για πράγματα διατήρηση: τῶν νόμων σωτηρία.
Νέα-Ελληνική: σωτηρία (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη σωτήρ + παρ. επίθ. -ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
σωφρονέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.σωφρονέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.σωφρονέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: είμαι συνετός, σώφρων (στο μυαλό).
σημασία2: είμαι μετρημένος, δείχνω εγκράτεια: ὁ μὲν μαίνεται, ὁ δὲ σωφρονεῖ.
οικογένεια: παράγωγα: σωφροσύνη.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη σώφρων, -ονος + παρ. επίθ. -έω· ακριβέστερα σῶος + φρήν > σώφρων (στον Όμηρο σαόφρων < *σοόφρων, σόος - σῶος).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
letter::
* McsEngl.wordaryElla.taf,
====== langoGreekAncient:
* McsElla.λεξικόΕλλα.Τ,
Τ-τ-ταῦ-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.Τ-τ-ταῦ-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Τ-τ-ταῦ-τὸ@wordaryElla,
σημασία: το δέκατο ένατο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου.
* ως σύμϐολο αριθμού τ´ = 300, αλλά ͵τ = 300.000.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τάλαντον-ου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.τάλαντον-ου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.τάλαντον-ου-τὸ@wordaryElla,
σημασία: μονάδα βάρους: χίλια τάλαντα ἀνηνέγκαμεν νομίσματος εἰς τὴν Ἀκρόπολιν = ανεβάσαμε στην Ακρόπολη χίλια τάλαντα χρήματος.
παρατήρηση: Το τάλαντον είχε ανταλλακτική αξία και το χρησιμοποιούσαν ως χρήμα. Στην Αθήνα 1 τάλαντον ισοδυναμούσε με 60 μνᾶς και κάθε μνᾶ με 100 δραχμάς. 1 δραχμὴ ισοδυναμούσε με 6 ὀβολούς.
οικογένεια: παράγωγα: ταλαντεύω, σύνθετα: ταλαντοῦχος, ἡμιτάλαντον, ἀτάλαντος «ισοβαρής».
Νέα-Ελληνική: τάλαντο.
ετυμολογία: *ταλα- «βάρος που ζυγίζεται» + παρ. επίθ. -ντ-ον, ομόρρ. με ταλαντ-εύομαι «ισορροπώ στη ζυγαριά», συγγενικό του επιθέτου βλέπε τάλας, αινα, -αν.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τάλας-τάλαινα-τάλαν-επίθετο::
* McsElla.τάλας-τάλαινα-τάλαν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.τάλας-τάλαινα-τάλαν@wordaryElla,
σημασία: δύστυχος: ὦ τάλας ἐγώ = εγώ ο δύστυχος!
ετυμολογία: *ταλα- «υποφέρω» + παρ. επίθ. -ν-ς > τάλας, *τάλαν-jα > τάλαινα, τάλα-ν.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τάξις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.τάξις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.τάξις-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: διάταξη, τάξη: συνέχουσιν τὴν τῶν ὅλων τάξιν ἀγήρατον καὶ ἀναμάρτητον = συγκρατούν τη διάταξη του σύμπαντος έτσι, ώστε να είναι αγέραστη και χωρίς σφάλματα.
αντώνυμα: ἀταξία.
σημασία2: στρατιωτική παράταξη (και ιδιαίτερα της μάχης): εἰς τάξιν καθίσταμαι = μπαίνω στην παράταξη για μάχη.
Νέα-Ελληνική: τάξη (και με τις δύο σημ.).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *τάγ- (τάττω) + παρ. επίθ. -σις.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ταπεινός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.ταπεινός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ταπεινός-ή-ὸν@wordaryElla,
* McsElla.ταπεινότερος!~συγκριτικός:ταπεινός-ή-ὸν@wordaryEllα,
* McsElla.ταπεινότατος!~υπερθετικός:ταπεινός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία1: χαμηλός: ταπεινὰ χωρία = χαμηλοί τόποι.
αντώνυμα: ὑψηλός.
σημασία2: για πρόσωπα ταπεινωμένος, υποταγμένος: ταπεινοὺς ὑμῖν παρέχω τοὺς Μυσούς = κάνω τους Μυσούς να υποταχθούν σε σας.
σημασία3: με αρνητική ηθική σημ. πρόστυχος, ευτελής: ταπεινὸς φαίνεται = φαίνεται ευτελής.
σημασία4: με θετική ηθική σημ. ταπεινόφρων: πραΰς εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ = είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά.
οικογένεια: παράγωγα: ταπεινότης, ταπεινόω, ταπείνωσις, σύνθετα: ταπεινόφρων, ταπεινοφροσύνη.
Νέα-Ελληνική: ταπεινός (με τη σημ. 3, π.χ. ταπεινά ελατήρια, και τη σημ. 4).
ετυμολογία: πιθ. *ταπ- «χαμηλός».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ταράττω-ρήμα::
* McsElla.ταράττω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ταράττω@wordaryElla,
* McsElla.ἐτάραττον!~παρατατικός:ταράττω@wordaryElla,
* McsElla.ταράξω!~μέλλοντας:ταράττω@wordaryElla,
* McsElla.ἐτάραξα!~αόριστος:ταράττω@wordaryElla,
* McsElla.ταράξομαι-«θα-ταραχθώ»!~μέσος-μέλλοντας-παθητική-σημασία:ταράττω@wordaryElla,
* McsElla.ταραχθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:ταράττω@wordaryElla,
* McsElla.ἐταράχθην!~παθητικός-αόριστος:ταράττω@wordaryElla,
* McsElla.τετάραγμαι!~παθητικός-παρακείμενος:ταράττω@wordaryElla,
παρατήρηση: ο κοινός τύπος είναι ταράσσω.
σημασία: ταράσσω, αναστατώνω: ἄνεμοι ταράττουσι θάλατταν. φόβος ταράττει τὴν ψυχήν = ο φόβος αναστατώνει την ψυχή.
οικογένεια: παράγωγα: ταραχή, τάραχος, ταραχώδης, σύνθετα: ἀτάραχος, πολυτάραχος.
Νέα-Ελληνική: ταράζω.
ετυμολογία: *ταραχ- (πβ. ταραχ-ή) + παρ. επίθ. -jω, αβέβαιη-ετυμολογία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τάττω-ρήμα::
* McsElla.τάττω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.τάττω@wordaryElla,
* McsElla.ἔταττον!~παρατατικός:τάττω@wordaryElla,
* McsElla.τάξω!~μέλλοντας:τάττω@wordaryElla,
* McsElla.ἔταξα!~αόριστος:τάττω@wordaryElla,
* McsElla.τέταχα!~παρακείμενος:τάττω@wordaryElla,
* McsElla.τάξομαι!~μέσος-μέλλοντας:τάττω@wordaryElla,
* McsElla.ταχθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:τάττω@wordaryElla,
* McsElla.ταγήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:τάττω@wordaryElla,
* McsElla.ἐταξάμην!~μέσος-αόριστος:τάττω@wordaryElla,
* McsElla.ἐτάχθην!~παθητικός-αόριστος:τάττω@wordaryElla,
* McsElla.ἐτάγην!~παθητικός-αόριστος:τάττω@wordaryElla,
* McsElla.τέταγμαι!~παθητικός-παρακείμενος:τάττω@wordaryElla,
παρατήρηση: ο κοινός τύπος είναι τάσσω.
σημασία1: παρατάσσω: τοὺς ὁπλίτας τάττω.
σημασία2: διατάζω: τοὺς μὲν αὐτῶν ἔταξε τοὺς θησαυροὺς παραλαμβάνειν = διέταξε μερικούς από αυτούς να παραλάβουν τους θησαυρούς.
σημασία3: τοποθετώ: ἀργύριον τὸ κάλλιστον πρῶτον τάττω = τοποθετώ πρώτο το πιο όμορφο χρήμα.
οικογένεια: παράγωγα: τάγμα, τάξις, τακτικός, σύνθετα: ταγματάρχης, ταξίαρχος, διάταξις, ἐπίταξις.
Νέα-Ελληνική: τάσσω (με σημ. 3) & τάζω «υπόσχομαι».
ετυμολογία: *ταγ- (πβ. ταγ-ὸς «αρχηγός») + παρ. επίθ. -jω, αβέβαιη-ετυμολογία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ταῦτα-επίρρημα::
* McsElla.ταῦτα-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ταῦτα@wordaryElla,
σημασία: βλέπε οὗτος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ταύτῃ-επίρρημα::
* McsElla.ταύτῃ-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ταύτῃ@wordaryElla,
σημασία: βλέπε οὗτος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ταὐτός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.ταὐτός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ταὐτός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία: ο ίδιος.
οικογένεια: παράγωγα: ταὐτότης, ταὐτίζω, σύνθετα: ταὐτολόγος, ταὐτολογία.
ετυμολογία: από το ουδ. τὸ αὐτόν (όπου το -ν δεν είναι οργανικό, παράβαλε ουδ. αὐτό) > ταὐτόν (κράση), που επεκτάθηκε και στο αρσ. και θηλ..
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τάφος-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.τάφος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.τάφος-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: τάφος, μνήμα.
σημασία2: οι τελετές της κηδείας: τοιόσδε μὲν ὁ τάφοςγένετο = τέτοιες υπήρξαν οι τελετές της κηδείας τους.
οικογένεια: παράγωγα: τάφρος, σύνθετα: ἐνταφιάζω,νταφιασμός, ἐπιτάφιος.
Νέα-Ελληνική: τάφος (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: *ταφ- (< *θάπ-τω) + παρ. επίθ. -ος, ινδοευρωπαϊκός *dhmοbh-, παράβαλε αρμ. dambam «τάφρος».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τάχα-επίρρημα::
* McsElla.τάχα-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.τάχα@wordaryElla,
παρατήρηση: συνήθως συνδυάζεται με τα ἄν, τάχ’ ἂν και ακολουθείται κυρίως από ευκτική
σημασία: ίσως, πιθανώς: τάχ’ ἄν τις θαρσοίη ὅτι τοῖς ὅπλοις αὐτῶν ὑπερφέρομεν = ίσως παίρνει κανείς θάρρος, επειδή είμαστε στα όπλα υπέρτεροι από αυτούς.
Νέα-Ελληνική: τάχα «δήθεν».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ταχ-ύς + παρ. επίθ. -α.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τάχος-ους-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.τάχος-ους-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.τάχος-ους-τὸ@wordaryElla,
σημασία: ταχύτητα.
* χρησιμοποιείται συχνά σε επιρρηματικές φράσεις που ισοδυναμούν με το «ταχέως» ἐν τάχει, κατὰ τάχος γρήγορα, ταχέως: κατὰ τάχοςτῷ στρατῷ ἀνεχώρησεν = αποσύρθηκε γρήγορα με το στρατό του.
Νέα-Ελληνική: στη φρ. εν τάχει.
ετυμολογία: ταχ-ύς + παρ. επίθ. -ος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ταχύς-εῖα-ὺ-επίθετο::
* McsElla.ταχύς-εῖα-ὺ-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ταχύς-εῖα-ὺ@wordaryElla,
* McsElla.θάττων-θᾶττον!~συγκριτικός:ταχύς-εῖα-ὺ@wordaryEllα,
* McsElla.θάσσων-θᾶσσον!~συγκριτικός:ταχύς-εῖα-ὺ@wordaryEllα,
* McsElla.τάχιστος!~υπερθετικός:ταχύς-εῖα-ὺ@wordaryElla,
σημασία1: ταχύς, γρήγορος: πτέρωσόν με ταχέσι καὶ κούφοις πτεροῖς = φτέρωσέ με με γρήγορα και ελαφρά φτερά.
αντώνυμα: βραδύς.
σημασία2: ο συγκριτικός βαθμός του επιρρήματος θᾶττον συνδυάζεται με συνδέσμους ἐπειδὴ θᾶττον & ὰν θᾶττον & ἢν θᾶττον μόλις: ἐπειδὴ θᾶττον συνεσκότασεν, εὐθὺς ὡς ἡμᾶς εἰσεπήδησαν = μόλις έπεσε το σκοτάδι, αμέσως πήδησαν προς το μέρος μας. ἢν τὰ τῶν θεῶν ἡμῖν θᾶττον συγκαταινῇ... = μόλις οι θεοί μας δώσουν τη συγκατάθεσή τους...
σημασία3: Ο υπερθετικός βαθμός του επιρρήματος τάχιστα συνδυάζεται με συνδέσμους ὅτι τάχιστα = ὅπως τάχιστα = ὡς τάχιστα όσο το δυνατόν συντομότερα: οὗτος τὸ πλεῖστον τῆς γνώμης εἶχεν ὅτι τάχιστα τῇ Πελοποννήσῳ πάλιν προσμεῖξαι = αυτός έκλινε κυρίως προς τη γνώμη να επιστρέψει στην Πελοπόννησο όσο το δυνατόν συντομότερα.
σημασία4: ὅταν τάχιστα μόλις: ἡμεῖς δὲ πειρασόμεθα παρεῖναι, ὅταν τάχιστα διαπραξώμεθα τἀγαθὰ ἅ... = εμείς όμως θα προσπαθήσουμε να έρθουμε σε σένα, μόλις πραγματοποιήσουμε τα καλά που...
σημασία5: τὴν ταχίστην (ενν. ὁδόν) από το συντομότερο δρόμο, πολύ γρήγορα: εἰς τὴν Κιλικίαν ἀποπέμπει αὐτὴν τὴν ταχίστην ὁδόν = τη στέλνει στην Κιλικία από το συντομότερο δρόμο.
οικογένεια: παράγωγα: τάχος, ταχυτής (και ταχύτης), ταχύνω, σύνθετα: ἐπιταχύνω, Τάχιππος.
Νέα-Ελληνική: ταχύς (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: *ταχ- + παρ. επίθ. -ύς > ταχύς, και *θᾱχ- + παρ. επίθ. -jων > θάσσων/θάττων (το *ταχ- από *θαχ- με ανομοίωση του πρώτου από τα δύο δασέα).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ταὼς--ταῶς-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ταὼς-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ταὼς-ὁ@wordaryElla,
* McsElla.ταῶς-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ταῶς-ὁ@wordaryElla,
σημασία: παγόνι. Το πτηνό ήρθε από την Ινδία μέσω της Περσίας.
ετυμολογία: ανατολικό δάνειο.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τε-μόριο::
* McsElla.τε-μόριο@wordaryElla,
* McsElla.μόριο.τε@wordaryElla,
παρατήρηση: χρησιμοποιείται ως συμπλεκτικός σύνδεσμος
σημασία1: τε... τε... και... και...: ἥ τε νῆσος πολεμία τοῖς Ἀθηναίοις ἔσται ἥ τε ἤπειρος = και το νησί θα είναι εχθρικό στους Αθηναίους και η ηπειρωτική χώρα.
σημασία2: τε... καί... (το τε προαναγγέλλει το καὶ και δε χρειάζεται να μεταφραστεί) και: βούλεταί τε καὶπίσταται = επιθυμεί και γνωρίζει.
ετυμολογία: μυκην. qe = kwe > τε, παράβαλε λατινικός que.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τέγγω-ρήμα::
* McsElla.τέγγω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.τέγγω@wordaryElla,
* McsElla.ἔτεγγον!~παρατατικός:τέγγω@wordaryElla,
* McsElla.τέγξω!~μέλλοντας:τέγγω@wordaryElla,
* McsElla.ἔτεγξα!~αόριστος:τέγγω@wordaryElla,
* McsElla.ἐτέγχθην!~παθητικός-αόριστος:τέγγω@wordaryElla,
σημασία1: βρέχω, υγραίνω: τέγγω ἐν θαλάττῃ τοὺς πόδας.
σημασία2: χύνω υγρό και ιδίως δάκρυα: τέγγω δάκρυα.
οικογένεια: παράγωγα: τέγξις «βούτηγμα στο νερό», σύνθετα: ἄτεγκτος.
ετυμολογία: *τέγγ- + παρ. επίθ. -ω, ομόρρ. με λατινικός tingō «εμποτίζω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τείνω-ρήμα::
* McsElla.τείνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.τείνω@wordaryElla,
* McsElla.ἔτεινον!~παρατατικός:τείνω@wordaryElla,
* McsElla.τενῶ!~μέλλοντας:τείνω@wordaryElla,
* McsElla.ἔτεινα!~αόριστος:τείνω@wordaryElla,
* McsElla.τέτακα!~παρακείμενος:τείνω@wordaryElla,
* McsElla.τενοῦμαι!~μέσος-μέλλοντας:τείνω@wordaryElla,
* McsElla.ταθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:τείνω@wordaryElla,
* McsElla.ἐτεινάμην!~μέσος-αόριστος:τείνω@wordaryElla,
* McsElla.ἐτάθην!~παθητικός-αόριστος:τείνω@wordaryElla,
* McsElla.τέταμαι!~παθητικός-παρακείμενος:τείνω@wordaryElla,
σημασία: τεντώνω: κυκλοτερὲς μέγα τόξον ἔτεινε = τέντωνε το μεγάλο κυκλικό τόξο.
οικογένεια: παράγωγα: τένων, τόνος, τονωτικός, τονίζω, τάσις, τετανός «τεντωμένος» (και τέτανος «αρρώστια»), σύνθετα: ἀνα-, ἐπι-, παρα-, προτείνω, εὐθυτενής, ἄτονος, βαρύτονος, χειροτονέω, συντονίζω, παράτασις, πρότασις.
Νέα-Ελληνική: τείνω (με την ίδια σημ. και στη φρ. τείνω ευήκοον ους «τεντώνω τα αφτιά για να ακούσω καθαρά»).
ετυμολογία: *τέν- + παρ. επίθ. -jω > τείνω, ομόρρ. με λατινικός tenus, -oris «τεντωμένος ιμάντας».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τεκμαίρομαι-ρήμα::
* McsElla.τεκμαίρομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.τεκμαίρομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐτεκμαιρόμην!~παρατατικός:τεκμαίρομαι@wordaryElla,
* McsElla.τεκμαροῦμαι!~μέλλοντας:τεκμαίρομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐτεκμηράμην!~αόριστος-β΄:τεκμαίρομαι@wordaryElla,
σημασία: συμπεραίνω με βάση κάποιες ενδείξεις, υπολογίζω: τὰ μέλλοντα τοῖς γεγενημένοις τεκμαίρομαι = συμπεραίνω το μέλλον με βάση όσα έγιναν στο παρελθόν.
οικογένεια: παράγωγα: τέκμαρσις, τεκμαρτός, τεκμήριον, τεκμηριόω, σύνθετα: ἀτέκμαρτος.
Νέα-Ελληνική: τεκμαίρομαι (λόγ.).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη τέκμαρ- «σημείο, όριο, τέλος» + παρ. επίθ. -jομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τεκμήριον-ίου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.τεκμήριον-ίου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.τεκμήριον-ίου-τὸ@wordaryElla,
σημασία: απόδειξη: τεκμήρια ἀνδρείας παρέχομαι = δίνω αποδείξεις για την ανδρεία μου.
οικογένεια: παράγωγα: τεκμηριόω.
Νέα-Ελληνική: τεκμήριο.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη τεκμαρ- «σημείο, όριο» / *τεκμηρ- + παρ. επίθ. -ιον.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τέκνον-ου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.τέκνον-ου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.τέκνον-ου-τὸ@wordaryElla,
σημασία: παιδί.
συνώνυμα: παῖς, ὁ/ἡ.
οικογένεια: παράγωγα: τεκνίδιον, τεκνίον.
Νέα-Ελληνική: τέκνο (λόγιο αντί του παιδί).
ετυμολογία: *τεκ- (ἔ-τεκ-ον < τίκτω) + παρ. επίθ. -νον.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τεκταίνομαι-ρήμα::
* McsElla.τεκταίνομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.τεκταίνομαι@wordaryElla,
σημασία1: εκτελώ την εργασία του ξυλουργού, κάνω κατασκευές από ξύλο: τεκταίνομαι ναῦς = κατασκευάζω πλοία.
σημασία2: μεταφορικά γενικά δημιουργώ: τεκταίνομαι ἔπη / μαθήματα.
Νέα-Ελληνική: η μτχ. τα τεκταινόμενα «αυτά που συμβαίνουν, κατασκευάζονται».
ετυμολογία: *τεκτ- (τέκτ-ων) + παρ. επίθ. -αν-jομαι .
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τέκτων-ονος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.τέκτων-ονος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.τέκτων-ονος-ὁ@wordaryElla,
σημασία: ξυλουργός: τέκτονες ἄνδρες ἐποίησαν θάλαμον.
οικογένεια: παράγωγα: τεκτονικός.
Νέα-Ελληνική: τέκτονας και συνήθως αρχιτέκτονας.
ετυμολογία: *τεκτ- «κατασκευάζω με ξύλινα υλικά» + παρ. επίθ. -ων.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τέλειος-α|-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.τέλειος-α|-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.τέλειος-α|-ος-ον@wordaryElla,
* McsElla.τελειότερος!~συγκριτικός:τέλειος-α|-ος-ον@wordaryEllα,
* McsElla.τελεώτερος!~συγκριτικός:τέλειος-α|-ος-ον@wordaryEllα,
* McsElla.τελειότατος!~υπερθετικός:τέλειος-α|-ος-ον@wordaryEllα,
* McsElla.τελεώτατος!~υπερθετικός:τέλειος-α|-ος-ον@wordaryElla,
* McsElla.τέλεος-α|-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.τέλεος-α|-ος-ον@wordaryElla,
σημασία1: για σφάγια ακέραιος, που βρίσκεται στην πλήρη ανάπτυξή του: ἱερὰ τέλεια = σφάγια στην πλήρη ανάπτυξή τους.
σημασία2: για ανθρώπους ενήλικος: ὁπόσοιπερ ἂν ὦσιν γυναικῶν εἴτε ἀνδρῶν τέλειοι = όσοι τυχόν από τις γυναίκες ή τους άνδρες είναι ενήλικοι.
σημασία3: τέλειος στο είδος του, καλά καταρτισμένος: τούτους φημὶ καὶ φρονίμους εἶναι καὶ τελέους ἄνδρας = λέγω ότι αυτοί είναι και σοφοί και τέλειοι άνδρες.
σημασία4: για προσευχές, τάματα εκπληρωμένος: τέλεον ἄρα ἡμῖν τὸ ἐνύπνιον ἀποτετέλεσται = το όνειρό μας βγήκε αληθινό.
οικογένεια: παράγωγα: τελειότης, τελειόω.
Νέα-Ελληνική: τέλειος (με τη σημ. 3).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *τελεσ- (τέλος) + παρ. επίθ. -ιος > *τελεσιος > τέλειος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τελειόω--τελεόω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.τελειόω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.τελεόω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.τελειόω@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.τελεόω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: τελειώνω, περατώνω, εκτελώ, συμπληρώνω: ἐτελέωσαν τὰς σπονδάς = τέλειωσαν τη συνθήκη.
σημασία2: τελειοποιώ.
Νέα-Ελληνική: τελειώνω (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη τέλει-ος + παρ. επίθ. -όω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τελευτάω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.τελευτάω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.τελευτάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐτελεύτων!~παρατατικός:τελευτάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.τελευτήσω!~μέλλοντας:τελευτάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.τετελεύτηκα!~παρακείμενος:τελευτάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.τελευτήσομαι-«θα-τερματιστώ|θα-τελειώσω»!~μέσος-μέλλοντας-παθητική-σημασία:τελευτάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐτελευτήθην!~παθητικός-αόριστος:τελευτάω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: μεταβατικό τερματίζω, τελειώνω κάτι: λόγου τελευτῶ.
σημασία2: απολύτως πεθαίνω: ἐκ τῆς πληγῆς τοῦ τραύματος ἐτελεύτησεν.
σημασία3: αμετάβατο έρχομαι στο τέλος μου, τελειώνω: ὅταν ὁ χειμὼν τελευτήσῃ = όταν τελειώσει ο χειμώνας.
σημασία4: τελευτῶν, -ῶσα, -ῶν η μετοχή χρησιμοποιείται με ρήματα ως επίρρημα τελικά, εν τέλει: καὶ πόλεις ἐκάλουν καὶ τελευτῶντες Λακεδαιμονίους = και πόλεις παρακαλούσαν (για να τους βοηθήσουν) και τελικά τους Λακεδαιμονίους.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη τελευτή + παρ. επίθ. -άω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τελευτή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.τελευτή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.τελευτή-ῆς-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: τέλος, τερματισμός: ἡ τελευτὴ τοῦ πολέμου.
σημασία2: θάνατος: τῆς εὐπρεπεστάτης λαγχάνω τελευτῆς = μου λαχαίνει ο πιο ένδοξος θάνατος.
οικογένεια: παράγωγα: τελευτάω, τελευταῖος.
ετυμολογία: *τελεσ- (*τέλεσ-ος > τέλους) + παρ. επίθ. -jω > τελέω, τελείω > *τελέFω > *τελεύ-ω + παρ. επίθ. -τή > τελευτή (ενν. ὥρα = η τελευταία ώρα) κατά τα ρηματικά επίθετα σε -τός, -τή, -τόν.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τελέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.τελέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.τελέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐτέλουν!~παρατατικός:τελέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.τελῶ!~μέλλοντας:τελέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐτέλεσα!~αόριστος:τελέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.τετέλεκα!~παρακείμενος:τελέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐτετελέκειν!~υπερσυντέλικος:τελέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.τελεσθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:τελέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐτελεσάμην!~μέσος-αόριστος:τελέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐτελέσθην!~παθητικός-αόριστος:τελέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.τετέλεσμαι!~μέσος-και-παθητικός-παρακείμενος:τελέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐτετελέσμην!~παθητικός-υπερσυντέλικος:τελέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: πληρώνω (τέλος, μισθόν).
σημασία2: ειδικότερα πληρώνω το φόρο: τελῶ μετοίκιον = πληρώνω το φόρο του μετοίκου.
σημασία3: γενικά ξοδεύω: ἐς τὸ δεῖπνον τετρακόσια τάλαντα τετελεσμένα εἰσί = ξοδεύτηκαν στο δείπνο τετρακόσια τάλαντα.
σημασία4: εκτελώ, πραγματοποιώ.
οικογένεια: παράγωγα: τελέω, τέλειος, τελευτή, τέλεσις, τελεστικός, σύνθετα: διατελέω, ἐκτελέω,κτέλεσις, ἀποτέλεσμα, ἀτέλεια, ἀτέλεστος.
Νέα-Ελληνική: τελώ (με τη σημ. 4, π.χ. τελώ μνημόσυνο).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη τέλος + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τέλος-ους-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.τέλος-ους-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.τέλος-ους-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: εκπλήρωση: ἢν θεὸς ἀγαθὸν τέλος διδῷ αὐτῷ = αν ο θεός του δώσει καλή εκπλήρωση.
σημασία2: σκοπός: τέλος ἐστὶν ἁπασῶν τῶν πράξεων τὸ ἀγαθόν = σκοπός όλων των πράξεων είναι το καλό.
ετυμολογία: *τελ- «ανυψώνω» (πβ. τέλλω «ανατέλλω», ανατολή) + παρ. επίθ. -ος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τελώνης-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.τελώνης-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.τελώνης-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: φοροεισπράκτορας: οἱ τελῶναι τέληκλέγουσι = οι φοροεισπράκτορες συλλέγουν φόρους.
οικογένεια: παράγωγα: τελωνέω, τελωνία.
Νέα-Ελληνική: τελώνης.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη τέλος + -ων (< ὠνέομαι «αγοράζω, εισπράττω») + -ης.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τέμενος-ους-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.τέμενος-ους-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.τέμενος-ους-τὸ@wordaryElla,
σημασία: τεμάχιο γης περιφραγμένο και αφιερωμένο σε ένα θεό, περίβολος.
οικογένεια: παράγωγα: τεμενίζω, τεμένιος, τεμενίτης.
Νέα-Ελληνική: τέμενος (λόγ.).
ετυμολογία: *τεμε- (< τέμνω) + παρ. επίθ. -νος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τέμνω-ρήμα::
* McsElla.τέμνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.τέμνω@wordaryElla,
* McsElla.ἔτεμνον!~παρατατικός:τέμνω@wordaryElla,
* McsElla.τεμῶ!~μέλλοντας:τέμνω@wordaryElla,
* McsElla.ἔτεμον!~αόριστος-β΄:τέμνω@wordaryElla,
* McsElla.τέτμηκα!~παρακείμενος:τέμνω@wordaryElla,
* McsElla.τεμοῦμαι!~μέσος-μέλλοντας:τέμνω@wordaryElla,
* McsElla.τμηθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:τέμνω@wordaryElla,
* McsElla.ἐτεμόμην!~μέσος-αόριστος-β΄:τέμνω@wordaryElla,
* McsElla.ἐτμήθην!~παθητικός-αόριστος:τέμνω@wordaryElla,
* McsElla.τέτμημαι!~παθητικός-παρακείμενος:τέμνω@wordaryElla,
* McsElla.τετμήσομαι!~παθητικός-συντελεσμένος-μέλλοντας:τέμνω@wordaryElla,
σημασία1: κόβω: ὁδὸν ἐποιήσατο τεμὼν τὴν ὕλην = έκανε δρόμο κόβοντας το δάσος.
σημασία2: κόβω σε κομματάκια: τέμνω ἰχθῦς.
σημασία3: διαιρώ: ὁ ποταμὸς μέσην τέμνει Λιβύην = ο ποταμός διαιρεί στα δύο τη Λιβύη.
σημασία4: στην αριθμητική διαιρώ: τέμνω ἀριθμὸν ἀρτίῳ καὶ περιττῷ = διαιρώ τον αριθμό σε άρτιο και περιττό.
οικογένεια: παράγωγα: τέμενος, τμῆμα, τμῆσις, τμητός, τομή, τόμος, τεμάχιον, σύνθετα: ἄτομος, ἄτμητος,πίτομος, ἀπότομος.
Νέα-Ελληνική: τέμνω (με τη σημ. 1, στη γεωμετρία).
ετυμολογία: *τεμ- «κόβω», παράβαλε ιρλ. tamnaid «κόβει».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τέρας-ατος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla. τέρας-ατος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό. τέρας-ατος-τὸ@wordaryElla,
σημασία: θεϊκό σημείο, θαυματουργικό σημάδι: τοῖς Ἕλλησι τέρατα πέμπουσιν οἱ θεοί = οι θεοί στέλνουν σημάδια στους Έλληνες.
οικογένεια: παράγωγα: τερατώδης, τεράστιος, σύνθετα: τερατολόγος, τερατοσκόπος, τερατουργός.
Νέα-Ελληνική: τέρας «αλλόκοτο, μη φυσικό ον».
ετυμολογία: *τερ- «ουράνιο σημείο, αστέρι», παράβαλε αρχ. ινδ. tárah «αστέρια».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τερπνός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.τερπνός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.τερπνός-ή-ὸν@wordaryElla,
* McsElla.τερπνότερος!~συγκριτικός:τερπνός-ή-ὸν@wordaryEllα,
* McsElla.τερπνότατος!~υπερθετικός:τερπνός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία: ευχάριστος: τερπνὴ ἀκοή = ευχάριστο άκουσμα.
Νέα-Ελληνική: τερπνός.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη τέρπ-ω + παρ. επίθ. -νός, παράβαλε αρχ. ινδ. tropyati «είμαι ικανοποιημένος».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τέρπω-ρήμα::
* McsElla.τέρπω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.τέρπω@wordaryElla,
* McsElla.ἔτερπον!~παρατατικός:τέρπω@wordaryElla,
* McsElla.τέρψω!~μέλλοντας:τέρπω@wordaryElla,
* McsElla.ἔτερψα!~αόριστος:τέρπω@wordaryElla,
* McsElla.ἐτέρφθην!~παθητικός-αόριστος:τέρπω@wordaryElla,
σημασία: ευχαριστώ κάποιον: ἔπεσι μὲν τὸ αὐτίκα ἡμᾶς τέρψει = με τα έπη του για την παρούσα στιγμή θα μας ευχαριστήσει.
συνώνυμα: εὐφραίνω.
οικογένεια: παράγωγα: τερπνός, τέρψις, σύνθετα: Τερψιχόρη, Εὐτέρπη.
Νέα-Ελληνική: τέρπω.
ετυμολογία: *τερπ-, βλέπε τερπνός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τέρψις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.τέρψις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.τέρψις-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία: απόλαυση, ευχαρίστηση: τέρψιν παρέχω τινί = δίνω σε κάποιον ευχαρίστηση.
Νέα-Ελληνική: τέρψη.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη τέρπ-ω + παρ. επίθ. -σις.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τετταράκοντα-οἱ-αἱ-τὰ-επίθετο::
* McsElla.τετταράκοντα-οἱ-αἱ-τὰ-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.τετταράκοντα-οἱ-αἱ-τὰ@wordaryElla,
παρατήρηση: ο κοινός τύπος είναι τεσσαράκοντα
σημασία: σαράντα.
οικογένεια: παράγωγα: τετταρακοστός, σύνθετα: τετταρακονταετής.
Νέα-Ελληνική: σαράντα.
ετυμολογία: *τετFορ- + παρ. επίθ. -άκοντα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τέτταρες-τέτταρες-τέτταρα-οἱ-αἱ-τὰ-επίθετο::
* McsElla.τέτταρες-τέτταρες-τέτταρα-οἱ-αἱ-τὰ-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.τέτταρες-τέτταρες-τέτταρα-οἱ-αἱ-τὰ@wordaryElla,
παρατήρηση: ο κοινός τύπος είναι τέσσαρες, τέσσαρα
σημασία: τέσσερις, τέσσερα.
Νέα-Ελληνική: τέσσερις, τέσσερα.
ετυμολογία: *τετFορ- + παρ. επίθ. -ες, παράβαλε λατινικός quattuor, ομόρρ. με αρχ. ινδ. catrávas.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τετταρεσκαίδεκα-οἱ-αἱ-τὰ-επίθετο::
* McsElla.τετταρεσκαίδεκα-οἱ-αἱ-τὰ-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.τετταρεσκαίδεκα-οἱ-αἱ-τὰ@wordaryElla,
σημασία: δεκατέσσερις, δεκατέσσερα.
οικογένεια: παράγωγα: τετταρεσκαιδέκατος.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη τέτταρες + καί + δέκα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τέττιξ-ιγος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.τέττιξ-ιγος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.τέττιξ-ιγος-ὁ@wordaryElla,
σημασία: τζίτζικας.
ετυμολογία: ηχομιμ., με εμφατικό διπλασιασμό του τ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τέφρα-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.τέφρα-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.τέφρα-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: στάχτη.
οικογένεια: παράγωγα: τεφρός, τεφρόω.
Νέα-Ελληνική: τέφρα (λόγ.).
ετυμολογία: *θεχ- «καίω», *τεφ- + παρ. επίθ. -ρα, ομόρρ. με αρχ. ινδ. dáhati «καίω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τέχνη-ης-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.τέχνη-ης-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.τέχνη-ης-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: ο τρόπος ή τα μέσα με τα οποία επιτυγχάνεται κάτι: ἐδεῖτο αὐτῶν πάσῃ τέχνῃ μὴ ἀπολείπεσθαι = τους παρακαλούσε με κάθε τρόπο να μη μένουν πίσω.
σημασία2: τέχνη, μαστορική: τῆς τέχνης ἔμπειρος ἦν.
σημασία3: σύνολο κανόνων για την κατασκευή κάποιου πράγματος ή μέθοδος για την επίτευξη κάποιου στόχου: ἡ περὶ τοὺς λόγους τέχνη = η μέθοδος για την επίτευξη της πειστικότητας στο λόγο, η ρητορική τέχνη.
οικογένεια: παράγωγα: τεχνικός, σύνθετα: ἄτεχνος, κακότεχνος, τεχνολόγος.
Νέα-Ελληνική: τέχνη (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: *τεκτ- (πβ. τέκτ-ων) + παρ. επίθ. -σνᾱ > τέχνᾱ, τέχνη.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τῇδε-επίρρημα::
* McsElla.τῇδε-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.τῇδε@wordaryElla,
σημασία: με αυτόν τον τρόπο: ἐννοήσωμεν καὶ τῇδε = ας σκεφθούμε και με αυτόν τον τρόπο.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη δεικτ. αντων. τῇ + παρ. επίθ. -δε.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τήκω-ρήμα::
* McsElla.τήκω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.τήκω@wordaryElla,
* McsElla.ἔτηκον!~παρατατικός:τήκω@wordaryElla,
* McsElla.τήξω!~μέλλοντας:τήκω@wordaryElla,
* McsElla.ἔτηξα!~αόριστος:τήκω@wordaryElla,
* McsElla.τέτηκα-«είμαι-λιωμένος|έχω-λιώσει»!~παρακείμενος-αμετάβατη-σημασία:τήκω@wordaryElla,
* McsElla.ἐτετήκειν-«είχα-λιώσει»!~υπερσυντέλικος-αμετάβατη-σημασία:τήκω@wordaryElla,
* McsElla.τήξομαι!~μέσος-μέλλοντας-παθητική-σημασία:τήκω@wordaryElla,
* McsElla.ἐτήχθην!~παθητικός-αόριστος-α΄:τήκω@wordaryElla,
* McsElla.ἐτάκην!~παθητικός-αόριστος-β΄:τήκω@wordaryElla,
* McsElla.τέτηγμαι!~παθητικός-παρακείμενος:τήκω@wordaryElla,
σημασία: λιώνω.
ετυμολογία: ινδοευρωπαϊκός *tē, ελλ. *τηκ- (προέκταση με κ-), ομόρρ. με οσετικό ta-in «λιώνω», λατινικός tā-bēs (προέκταση με b-) «ρευστοποίηση».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τηλικόσδε-ήδε-όνδε-αντωνυμία::
* McsElla.τηλικόσδε-ήδε-όνδε-αντωνυμία@wordaryElla,
* McsElla.αντωνυμία.τηλικόσδε-ήδε-όνδε@wordaryElla,
σημασία: τέτοιας ηλικίας: τούτων οὐδὲν ποιῶ καὶ τηλικόσδε ὤν = από αυτά τίποτε δεν κάνω, έστω και αν είμαι τέτοιας ηλικίας.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη τηλίκος + παρ. επίθ. -δε.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τηλικοῦτος-αύτη-οῦτο(ν)-αντωνυμία::
* McsElla.τηλικοῦτος-αύτη-οῦτο(ν)-αντωνυμία@wordaryElla,
* McsElla.αντωνυμία.τηλικοῦτος-αύτη-οῦτο(ν)@wordaryElla,
σημασία1: σημαίνει ό,τι το τηλικόσδε.
σημασία2: τόσο μεγάλος: τὸ γεγενημένον ἀδίκημα τηλικοῦτον ἔχει τὸ μέγεθος = το αδίκημα που έχει γίνει έχει τόσο μεγάλο μέγεθος.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη τηλίκος + -ουτος κατά την αντων. οὗτος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τηνικάδε-επίρρημα::
* McsElla.τηνικάδε-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.τηνικάδε@wordaryElla,
σημασία: τέτοια ώρα, τόσο νωρίς: τί τηνικάδε ἀφῖξαι; = γιατί ήρθες τόσο νωρίς;
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη τηνίκα «αυτή την ώρα» + παρ. επίθ. -δε.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τηνικαῦτα-επίρρημα::
* McsElla.τηνικαῦτα-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.τηνικαῦτα@wordaryElla,
σημασία: εκείνη τη στιγμή, τότε ακριβώς: ἡνίκα ἂνγχειρῶμεν τοῖς πολεμίοις, τηνικαῦτα ὁρμήσεται Ἀβραδάτας σὺν τοῖς ἅρμασιν εἰς τοὺς ἐναντίους = όταν πλησιάσουμε τους εχθρούς, εκείνη τη στιγμή θα ορμήσει ο Αβραδάτας με τα άρματά του κατά των εχθρών.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη τηνίκα (δεικτ. αντων. τήν + -ίκα) + -αύτα κατά το αὐτά.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τηρέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.τηρέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.τηρέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: προσέχω, λαμβάνω τα μέτρα μου: τηρῶ ὅπως κρεῖττον ἔσται τοῦτο τοῦ ἄλλου = λαμβάνω τα μέτρα μου, ώστε τούτο να είναι ισχυρότερο από το άλλο.
σημασία2: παραφυλάω: ἔνδον ὄντα ἐτήρησαν αὐτόν = παραφύλαξαν, ώστε να είναι μέσα αυτός.
οικογένεια: παράγωγα: τήρησις, τηρητής, σύνθετα: ἀτήρητος, παρατήρησις, ἐπιτήρησις.
Νέα-Ελληνική: τηρώ «φυλάσσω, δεν παραβαίνω».
ετυμολογία: *τηρ- «παρατηρώ», συγγεν. με αρχ. ινδ. cāra- «κατάσκοπος».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τῆτες-επίρρημα::
* McsElla.τῆτες-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.τῆτες@wordaryElla,
σημασία: αυτήν τη χρονιά, φέτος.
οικογένεια: παράγωγα: τητινὸς «φετινός».
ετυμολογία: *τη- (πβ. τή-μερον = σήμερον) + *-Fετες < *Fέτος = ἔτος .
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τίθημι-ρήμα::
* McsElla.τίθημι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.τίθημι@wordaryElla,
* McsElla.ἐτίθην!~παρατατικός:τίθημι@wordaryElla,
* McsElla.θήσω!~μέλλοντας:τίθημι@wordaryElla,
* McsElla.ἔθηκα!~αόριστος-β΄:τίθημι@wordaryElla,
* McsElla.τέθηκα-ή-τέθεικα!~παρακείμενος:τίθημι@wordaryElla,
* McsElla.τίθεμαι!~μέσος-και-παθητικός-ενεστώτας:τίθημι@wordaryElla,
* McsElla.ἐτιθέμην!~μέσος-και-παθητικός-παρατατικός:τίθημι@wordaryElla,
* McsElla.θήσομαι!~μέσος-μέλλοντας:τίθημι@wordaryElla,
* McsElla.τεθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:τίθημι@wordaryElla,
* McsElla.ἐθέμην!~μέσος-αόριστος-β΄:τίθημι@wordaryElla,
* McsElla.ἐτέθην!~παθητικός-αόριστος:τίθημι@wordaryElla,
* McsElla.τέθειμαι!~παθητικός-παρακείμενος:τίθημι@wordaryElla,
σημασία1: τοποθετώ, βάζω: οὐκ ἔχω ὅποι ταῦτα θήσω = δεν ξέρω πού να τα τοποθετήσω αυτά.
σημασία2: ειδικές χρήσεις
σημασίαα: τίθεμαι τὴν ψῆφον ρίχνω την ψήφο μου.
σημασίαβ: καταθέτω: θεὶς ἐπὶ τὴν τράπεζαν τὰς τετταράκοντα μνᾶς = αφού κατέθεσε στην τράπεζα τις 40 μνες.
σημασίαγ: καταβάλλω, πληρώνω: τόκον τίθημι.
σημασίαδ: η φράση τίθεμαι τὰ ὅπλα σημαίνει α) αποθέτω τα όπλα χωρίς όμως να χάσω την ετοιμότητά μου να τα ξαναπάρω, ώστε να πολεμήσω, β) παίρνω τα όπλα, πολεμώ, γ) παραδίδομαι, καταθέτω τα όπλα.
σημασίαε: για το νομοθέτη τίθημι νόμον θεσπίζω νόμο.
σημασίαστ: για το λαό τίθεμαι νόμον βάζω να μου κάνουν ένα νόμο για δική μου χρήση.
σημασία3: θεωρώ, υποθέτω.
οικογένεια: παράγωγα: θέσις, θήκη, θέμα, θετός, θετικός, σύνθετα: ἀνάθεσις, διάθεσις, ἐπίθημα, ἀγωνοθέτης, νομοθέτης, ἀντίθετος.
Νέα-Ελληνική: θέτω (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: *θη- με αναδιπλασιασμό (*θί-θη-μι).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τίκτω-ρήμα::
* McsElla.τίκτω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.τίκτω@wordaryElla,
* McsElla.ἔτικτον!~παρατατικός:τίκτω@wordaryElla,
* McsElla.τέξομαι!~μέλλοντας:τίκτω@wordaryElla,
* McsElla.ἔτεκον!~αόριστος-β΄:τίκτω@wordaryElla,
* McsElla.τέτοκα!~παρακείμενος:τίκτω@wordaryElla,
* McsElla.τεχθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:τίκτω@wordaryElla,
* McsElla.ἐτέχθην!~παθητικός-αόριστος:τίκτω@wordaryElla,
* McsElla.τέτεγμαι!~παθητικός-παρακείμενος:τίκτω@wordaryElla,
σημασία: γεννώ: ἐτέχθη ἡμῖν σήμερον σωτήρ = γεννήθηκε σήμερα ο σωτήρας μας (για το Χριστό).
οικογένεια: παράγωγα: τέκνον, τεκνόω, τοκεύς, τόκος, σύνθετα: ἐπίτοκος, πρωτότοκος, τοκογλύφος.
ετυμολογία: τίκ-τω, αβέβαιη-ετυμολογία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τίλλω-ρήμα::
* McsElla.τίλλω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.τίλλω@wordaryElla,
* McsElla.ἔτιλλον!~παρατατικός:τίλλω@wordaryElla,
* McsElla.τιλῶ!~μέλλοντας:τίλλω@wordaryElla,
* McsElla.ἔτιλα!~αόριστος:τίλλω@wordaryElla,
* McsElla.τέτιλκα!~παρακείμενος:τίλλω@wordaryElla,
σημασία: μαδώ, ξεπουπουλίζω.
οικογένεια: παράγωγα: τίλσις, τίλμα.
ετυμολογία: ίσως πτιλ- (< πτίλον «πούπουλο») + παρ. επίθ. -jω > *πτίλλω > τίλλω με ανομοιωτική έκπτωση του π- σε σύνθετα με ἀπό, παρά, περί, *ἀποπτίλλω > *ἀποτίλλω κτλ..
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τιμάω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.τιμάω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.τιμάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.τιμήσω!~μέλλοντας:τιμάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐτίμησα!~αόριστος:τιμάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.τετίμηκα!~παρακείμενος:τιμάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.τιμήσομαι-«θα-τιμηθώ-κτλ.»!~μέσος-μέλλοντας-παθητική-σημασία:τιμάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐτιμησάμην!~μέσος-αόριστος:τιμάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.τιμηθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:τιμάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐτιμήθην!~παθητικός-αόριστος:τιμάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.τετίμημαι!~παθητικός-παρακείμενος:τιμάω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: τιμώ, σέβομαι: τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου.
σημασία2: μέση φωνή τιμῶμαι υπολογίζω την αξία ενός αγαθού: διακοσίων ταλάντων ἐτιμήσατο τὰ αὑτοῦ (= την περιουσία του).
σημασία3: καθορίζω ποινή.
οικογένεια: παράγωγα: τίμιος, τιμητής, τιμητικός, σύνθετα: προτιμάω, ὑποτιμάω, ἄτιμος, φιλότιμος,πιτιμάω.
Νέα-Ελληνική: τιμώ (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη τιμή + παρ. επίθ. -άω, παράβαλε τί-ω «τιμώ, σέβομαι» + -μή > τιμή.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τίμιος-ία-ιον-επίθετο::
* McsElla.τίμιος-ία-ιον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.τίμιος-ία-ιον@wordaryElla,
* McsElla.τιμιώτερος!~συγκριτικός:τίμιος-ία-ιον@wordaryEllα,
* McsElla.τιμιώτατος!~υπερθετικός:τίμιος-ία-ιον@wordaryElla,
σημασία: ακριβός, που έχει ψηλή τιμή, πολύτιμος: τίμιος ἦν ὁ σῖτος = το σιτάρι ήταν ακριβό.
Νέα-Ελληνική: τίμιος «που έχει τιμή, υπόληψη».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη τιμή + παρ. επίθ. -ιος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τιμωρέω-ρήμα::
* McsElla.τιμωρέω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.τιμωρέω@wordaryElla,
* McsElla.ἐτιμώρουν!~παρατατικός:τιμωρέω@wordaryElla,
* McsElla.τιμωρήσω!~μέλλοντας:τιμωρέω@wordaryElla,
* McsElla.τιμωρήσομαι!~μέσος-μέλλοντας:τιμωρέω@wordaryElla,
* McsElla.ἐτιμωρησάμην!~μέσος-αόριστος:τιμωρέω@wordaryElla,
* McsElla.ἐτιμωρήθην!~παθητικός-αόριστος:τιμωρέω@wordaryElla,
* McsElla.τετιμώρημαι!~παθητικός-παρακείμενος:τιμωρέω@wordaryElla,
σημασία1: παίρνω εκδίκηση για κάτι υπέρ κάποιου: εἰ τιμωρήσεις Πατρόκλῳ τῷ ἑταίρῳ τὸν φόνον = αν πάρεις εκδίκηση υπέρ του συντρόφου σου Πατρόκλου, για το φόνο του.
* μέση φωνή τιμωροῦμαι εκδικούμαι: τιμωρεῖσθε τὸν ἀποκτείναντα = εκδικηθείτε το φονιά. «Ἑαυτὸν τιμωρούμενος» κωμωδία του Μενάνδρου.
σημασία2: βοηθώ, συμπαρίσταμαι: τοῖς ξυμμάχοις τιμωρῶ = συμπαρίσταμαι στους συμμάχους μου.
συνώνυμα: ἐπικουρέω.
οικογένεια: παράγωγα: τιμώρησις, τιμωρητέος, τιμωρία, τιμωρητικός.
Νέα-Ελληνική: τιμωρώ «επιβάλλω ποινή» (με εξέλιξη της σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη τιμωρός + παρ. επίθ. -έω, όπου τιμωρός < τιμή + ὁράω, δωρ. τιμάορος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τιμωρία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.τιμωρία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.τιμωρία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: εκδίκηση: τιμωρίαν ποιοῦμαι = παίρνω εκδίκηση.
σημασία2: βοήθεια, συμπαράσταση: περιγιγνόμεθα τῇ ἀφ’ ὑμῶν τιμωρίᾳ = διασωζόμαστε εξαιτίας της βοήθειάς σας.
Νέα-Ελληνική: τιμωρία «επιβολή ποινής» (από σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη τιμωρός + παρ. επίθ. -ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τίνω-ρήμα::
* McsElla.τίνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.τίνω@wordaryElla,
* McsElla.ἔτινον!~παρατατικός:τίνω@wordaryElla,
* McsElla.τείσω!~μέλλοντας:τίνω@wordaryElla,
* McsElla.τίσω!~μέλλοντας:τίνω@wordaryElla,
* McsElla.ἔτεισα!~αόριστος:τίνω@wordaryElla,
* McsElla.ἔτισα!~αόριστος:τίνω@wordaryElla,
* McsElla.τέτεικα!~παρακείμενος:τίνω@wordaryElla,
* McsElla.ἐτεισάμην!~μέσος-αόριστος:τίνω@wordaryElla,
* McsElla.ἐτείσθην!~παθητικός-αόριστος:τίνω@wordaryElla,
* McsElla.τέτεισμαι!~παθητικός-παρακείμενος:τίνω@wordaryElla,
σημασία: πληρώνω την τιμή ενός αντικειμένου (συνήθως ως πρόστιμο ή τιμωρία): τίνω τιμήν τινι = πληρώνω σε κάποιον την τιμή (ενός αντικειμένου).
ετυμολογία: *τί-νFω, *τεί-νFω, ινδοευρωπαϊκός αρχής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τίς-τίς-τὶ-αντωνυμία::
* McsElla.τίς-τίς-τὶ-αντωνυμία@wordaryElla,
* McsElla.αντωνυμία.τίς-τίς-τὶ@wordaryElla,
παρατήρηση: ερωτηματική
σημασία1: σε ερωτηματικές προτάσεις ποιος; ποια; ποιο; / τι;: ὦ ξένοι, τίνες ἐστέ; = ξένοι, ποιοι είστε;
σημασία2: το ουδέτερο τί; χρησιμοποιείται ως επίρρημα με ποικίλους τρόπους
σημασίαα: τί μοι/σοι; τι με ενδιαφέρει εμένα; τι σε ενδιαφέρει εσένα;: τί σοι ταῦτα; = τι σε νοιάζουν εσένα αυτά; (κοίτα τη δουλειά σου!).
σημασίαβ: γιατί; για ποιο λόγο;: τί δὴ οὕτω πρῲ ἀφῖξαι; = γιατί έχεις φτάσει τόσο πρωί;
Νέα-Ελληνική: στη στρατιωτική φρ. αλτ! τις ει; (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: *kwis, θεσσαλ. κις, κυπρ. σις, λατινικός quis.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τις-τις-τι-αντωνυμία-επίθετο::
* McsElla.τις-τις-τι-αντωνυμία@wordaryElla,
* McsElla.αντωνυμία.τις-τις-τι@wordaryElla,
* McsElla.τις-τις-τι-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.τις-τις-τι@wordaryElla,
σημασία1: ως αόριστη αντωνυμία κάποιος, κάποια, κάποιο πράγμα: ἤν τις παραβαίνῃ, ζημίαν αὐτῷ ἐπέθεσαν = αν κάποιος έκανε παρανομία, του επέβαλαν ποινή.
σημασία2: ως επίθετο κάποιος, κάποια, κάποιο: ἄνθρωπός τις εἶχεν δύο υἱούς = κάποιος άνθρωπος είχε δύο γιους.
ετυμολογία: βλέπε το προηγούμενο λήμμα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τίσις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.τίσις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.τίσις-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία: ανταπόδοση, εκδίκηση: τίσις τῶν τοιούτωνν Ἅιδου γίγνεται = στον Άδη λαμβάνεται εκδίκηση για τέτοιου είδους πράξεις.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη τί-νω «πληρώνω» + παρ. επίθ. -σις.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τιτρώσκω-ρήμα::
* McsElla.τιτρώσκω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.τιτρώσκω@wordaryElla,
* McsElla.ἐτίτρωσκον!~παρατατικός:τιτρώσκω@wordaryElla,
* McsElla.τρώσω!~μέλλοντας:τιτρώσκω@wordaryElla,
* McsElla.ἔτρωσα!~αόριστος:τιτρώσκω@wordaryElla,
* McsElla.τέτρωκα!~παρακείμενος:τιτρώσκω@wordaryElla,
* McsElla.ἐτετρώκειν!~υπερσυντέλικος:τιτρώσκω@wordaryElla,
* McsElla.τρωθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:τιτρώσκω@wordaryElla,
* McsElla.ἐτρώθην!~παθητικός-αόριστος:τιτρώσκω@wordaryElla,
* McsElla.τέτρωμαι!~παθητικός-παρακείμενος:τιτρώσκω@wordaryElla,
* McsElla.ἐτετρώμην!~παθητικός-υπερσυντέλικος:τιτρώσκω@wordaryElla,
σημασία: πληγώνω.
ετυμολογία: *τρω- (πβ. τρω-τός) με ενεστωτικό αναδιπλασιασμό τι- + παρ. επίθ. -σκω: τι-τρώ-σκω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τλήμων-ονος-επίθετο::
* McsElla.τλήμων-ονος-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.τλήμων-ονος@wordaryElla,
παρατήρηση: κλητ. τλῆμον.
σημασία1: υπομονετικός, ανεκτικός: θαρσαλέοι καὶ τλήμονες ἄνδρες.
σημασία2: δύστυχος, κακόμοιρος: οὐδὲ ἀποθανεῖν οἱ τλήμονες δύνανται = ούτε να πεθάνουν οι δύστυχοι δεν μπορούν.
οικογένεια: παράγωγα: τλημοσύνη.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη τλάω «τολμώ» (< *τλα-, τελα- (τάλας «δυστυχισμένος») + παρ. επίθ. -ήμων.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τοίνυν-μόριο::
* McsElla.τοίνυν-μόριο@wordaryElla,
* McsElla.μόριο.τοίνυν@wordaryElla,
παρατήρηση: συμπερασματικό
σημασία: επομένως, ως εκ τούτου, άρα: φανερὸν τοίνυν ὅτι... = είναι επομένως φανερό ότι...
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη βεβαιωτ. τοι + εγκλιτ. μόριο νυν.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τοιόσδε-άδε-όνδε-αντωνυμία::
* McsElla.τοιόσδε-άδε-όνδε-αντωνυμία@wordaryElla,
* McsElla.αντωνυμία.τοιόσδε-άδε-όνδε@wordaryElla,
παρατήρηση: δεικτική αντωνυμία που συνήθως συσχετίζεται με την αντωνυμία οἷος
σημασία: τέτοιος: τοσόσδε καὶ τοιόσδε = τόσος και τέτοιος. τοιόνδε τελευτὴν λέγω, οἷον πέρας καὶ ἔσχατον = ως θάνατο εννοώ κάτι τέτοιο, όπως είναι το πέρας και το έσχατο σημείο.
* ουδέτερο πληθυντικού (στις αφηγήσεις του πεζού λόγου) τοιάδε τα εξής, τα ακόλουθα.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη τοῑος + δεικτ. μόρ. -δε· ακριβέστερα η δεικτική αντων. τοῖος προέρχεται από τη γεν. πληθ. (και για τα τρία γένη ὁ, ἡ, τό) τοίων, που αντιστοιχεί στο αρχ. ινδ. tésān, ινδοευρωπαϊκός *toisōm.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τοιοῦτος-αύτη-οῦτο(ν)-αντωνυμία::
* McsElla.τοιοῦτος-αύτη-οῦτο(ν)-αντωνυμία@wordaryElla,
* McsElla.αντωνυμία.τοιοῦτος-αύτη-οῦτο(ν)@wordaryElla,
παρατήρηση: δεικτική, που συσχετίζεται με την αντωνυμία οἷος
σημασία: τέτοιος, τέτοιου είδους: τοιοῦτός ἐστι ὁ ἔρως, οἷος τῆς μητρὸς πρὸς τὰ τέκνα = ο έρωτας είναι τέτοιος, όπως της μητέρας προς τα παιδιά της.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη τοῑος + -ουτος κατά την αντων. οὗτος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τόλμα--τόλμη-ης-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.τόλμα--τόλμη-ης-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.τόλμα--τόλμη-ης-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: θάρρος, τόλμη: τόλμα καλῶν = θάρρος για τα καλά πράγματα.
αντώνυμα: δειλία.
σημασία2: με κακή σημ. θράσος, ιταμότητα: εἰς τοῦτο τόλμης καὶ ἀναιδείας ἥκει, ὥστε... = έφτασε σε τέτοιο σημείο θράσους και αναίδειας, ώστε...
Νέα-Ελληνική: τόλμη (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: *τολ- (τλῆναι, τάλας, τλήμων) + παρ. επίθ. -μα / -μη.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τόμος-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.τόμος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.τόμος-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: κομμάτι, φέτα: τόμος ἀλλάντων / τυροῦ = κομμάτι από σαλάμι / τυρί.
σημασία2: κύλινδρος παπύρου, αργότερα τόμος ενός έργου.
ετυμολογία: *τομ- (τέμ-νω) + -ος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τόνος-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.τόνος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.τόνος-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: τέντωμα.
σημασία2: για ήχους ένταση, ύψωση: τὰ δάκρυα καὶ ὁ τόνος τῆς φωνῆς = τα δάκρυα και η ύψωση της φωνής.
σημασία3: στη γραμματική τόνος λέξης ή συλλαβής.
οικογένεια: παράγωγα: τοναῖος, τονόω.
Νέα-Ελληνική: τόνος (με τις σημ. 2, 3).
ετυμολογία: *τον- (τείνω) + -ος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τοξεύω-ρήμα::
* McsElla.τοξεύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.τοξεύω@wordaryElla,
σημασία: τοξεύω.
Νέα-Ελληνική: τοξεύω.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη τόξον + παρ. επίθ. –εύω· το τόξον είναι δάν. από τη γλώσσα των Σκυθών, παράβαλε σκυθικό κύρ. όν. Τόξαρις και περσ. taχš «τόξο».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τοξότης-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.τοξότης-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.τοξότης-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: τοξότης.
* στον πληθυντικό οἱ τοξόται η αστυνομία της αρχαίας Αθήνας (την οποία αποτελούσαν κυρίως Σκύθες μετανάστες, ένας βάρβαρος λαός του βόρειου Εύξεινου Πόντου): τοξότας τριακοσίους Σκύθας ἐπριάμεθα = αγοράσαμε Σκύθες αστυνομικούς.
Νέα-Ελληνική: τοξότης.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη τόξον (περσ. δάν.) + παρ. επίθ. -της.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τοσόσδε-ήδε-όνδε-αντωνυμία::
* McsElla.τοσόσδε-ήδε-όνδε-αντωνυμία@wordaryElla,
* McsElla.αντωνυμία.τοσόσδε-ήδε-όνδε@wordaryElla,
σημασία: τόσος δα: τοσόνδε μέντοι χάρισαί μοι = κάνε μου όμως τόση δα χάρη.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη τόσος + δεικτ. μόρ. -δε.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τοσοῦτος-αύτη-οῦτο(ν)-αντωνυμία::
* McsElla.τοσοῦτος-αύτη-οῦτο(ν)-αντωνυμία@wordaryElla,
* McsElla.αντωνυμία.τοσοῦτος-αύτη-οῦτο(ν)@wordaryElla,
παρατήρηση: δεικτική, που συσχετίζεται με την αντωνυμία ὅσος
σημασία1: τόσο μεγάλος: πόλις ἑτέρα ἐστὶν τοσαύτη ὅσαι αἱ Συρακοῦσαί εἰσιν = υπάρχει άλλη πόλη τόσο μεγάλη όσο οι Συρακούσες.
σημασία2: το ουδέτερο γένος ως ουσιαστ. (και συχνά με προθέσεις) τοσοῦτον: παρὰ τοσοῦτον ἡ Μυτιλήνη ἦλθε κινδύνου = σε τέτοιο βαθμό κινδύνου έφτασε η Μυτιλήνη.
σημασία3: το ουδέτερο γένος ως επίρρημα τοσοῦτον κατά τόσο, τόσο: ἡ ναῦς τοσοῦτον ἔφτασε ὅσον Πάχητα ἀνεγνωκέναι τὸ ψήφισμα = το καράβι έφθασε πριν από αυτούς τόσο όσο ο Πάχης να προλάβει να διαβάσει το ψήφισμα.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη τόσος + -ουτος κατά την οὗτος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τοτὲ-επίρρημα::
* McsElla.τοτὲ-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.τοτὲ@wordaryElla,
* τοτὲ μέν... τοτὲ δέ... = άλλοτε... άλλοτε.
ετυμολογία: δεικτ. αντων. *το- + παρ. επίθ. -τε, όπως ὅτε, πότε.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τουτέστι-επίρρημα::
* McsElla.τουτέστι-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.τουτέστι@wordaryElla,
σημασία: = τοῦτ’ ἔστι.
σημασία: δηλαδή: εἶδόν τινας κοιναῖς χερσὶ τοῦτ’ ἔστι ἀνίπτοις ἐσθίοντας ἄρτους = είδαν κάποιους να τρώνε ψωμί με τα χέρια τους όπως ήταν, δηλαδή άπλυτα.
Νέα-Ελληνική: τουτέστι (λόγ.).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη τοῦτον + ἐστίν.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τράγος-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.τράγος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.τράγος-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: αρσενικό κατσίκι.
αντώνυμα: ἡ αἴξ «το θηλυκό κατσίκι».
οικογένεια: παράγωγα: τραγίσκος, σύνθετα: τραγέλαφος, τραγοπώγων.
Νέα-Ελληνική: τράγος.
ετυμολογία: *τραγ- (τραγεῑν «τραγανίζω», ἔ-τραγ-ον < τρώγω).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τραγῳδία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.τραγῳδία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.τραγῳδία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: τραγωδία: oἱ κωμῳδίαν καὶ τραγῳδίαν ποιοῦντες = αυτοί που συνθέτουν κωμωδίες και τραγωδίες (οι ποιητές).
Νέα-Ελληνική: τραγωδία & τραγούδι (< *τραγῴδιον).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη τραγῳδός + παρ. επίθ. -ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τραγῳδός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.τραγῳδός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.τραγῳδός-οῦ-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: μέλος της ομάδας χορευτών μιας τραγωδίας: οὐ καλῶς ὀρχεῖται ὁ τραγῳδὸς οὑτοσί = δε χορεύει καλά αυτός ο χορευτής.
σημασία2: στον πληθ. τραγῳδοί τραγωδία ή παράσταση τραγωδίας: τραγῳδοῖς = στη διάρκεια των παραστάσεων τραγωδίας. τυγχάνω τραγῳδοῖς νενικηκώς = έχω νικήσει σε παράσταση τραγωδίας.
σημασία3: εκτελεστής, δηλ. υποκριτής ή τραγουδιστής τραγωδίας.
σημασία4: τραγικός ποιητής.
οικογένεια: παράγωγα: τραγῳδία, τραγῳδέω, τραγῴδημα, σύνθετα: τραγῳδιογράφος.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη τράγων + ᾠδή + -ός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τράπεζα-ης-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.τράπεζα-ης-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.τράπεζα-ης-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: τραπέζι.
σημασία2: πάγκος των τραπεζιτών: εἴωθα λέγειν ἐν ἀγορᾷ ἐπὶ τῶν τραπεζῶν = συνηθίζω να μιλώ στην αγορά στους πάγκους των τραπεζιτών.
Νέα-Ελληνική: στη φρ. Αγία Τράπεζα (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: μυκην. torpeza = τόρπεζα = τρά-πεζα, όπου το πεζα- από πεδ- (πβ. πέδον «έδαφος», πούς) + -ja· το έπιπλο που στηρίζεται σε τέσσερα πόδια.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τρεῖς-τρεῖς-τρία-οἱ-αἱ-τὰ-επίθετο::
* McsElla.τρεῖς-τρεῖς-τρία-οἱ-αἱ-τὰ-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.τρεῖς-τρεῖς-τρία-οἱ-αἱ-τὰ@wordaryElla,
σημασία: τρεις, τρία.
Νέα-Ελληνική: τρεις, τρία.
ετυμολογία: *τρεj-ες, παράβαλε λατινικός tres.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τρέπω-ρήμα::
* McsElla.τρέπω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.τρέπω@wordaryElla,
* McsElla.ἔτρεπον!~παρατατικός:τρέπω@wordaryElla,
* McsElla.τρέψω!~μέλλοντας:τρέπω@wordaryElla,
* McsElla.ἔτρεψα!~αόριστος:τρέπω@wordaryElla,
* McsElla.τέτροφα!~παρακείμενος:τρέπω@wordaryElla,
* McsElla.τρέψομαι!~μέσος-μέλλοντας:τρέπω@wordaryElla,
* McsElla.τραπήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας-β΄:τρέπω@wordaryElla,
* McsElla.ἐτρεψάμην!~μέσος-αόριστος:τρέπω@wordaryElla,
* McsElla.ἐτρέφθην!~παθητικός-αόριστος-α΄:τρέπω@wordaryElla,
* McsElla.ἐτράπην!~παθητικός-αόριστος-β΄:τρέπω@wordaryElla,
* McsElla.τέτραμμαι!~παθητικός-παρακείμενος:τρέπω@wordaryElla,
* McsElla.ἐτετράμμην!~παθητικός-υπερσυντέλικος:τρέπω@wordaryElla,
σημασία: στρέφω, κατευθύνω κάτι προς κάτι: τὴν διάνοιάν τινος ἄλλοσε τρέπω = στρέφω το μυαλό κάποιου προς άλλο σημείο.
οικογένεια: παράγωγα: τροπή, τρόπος, σύνθετα: ἀνατρέπω, μετατρέπω κτλ.
Νέα-Ελληνική: τρέπω.
ετυμολογία: *τρεπ- «στρέφω», αρχ. ινδ. trápate «ντρέπομαι».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τρέφω-ρήμα::
* McsElla.τρέφω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.τρέφω@wordaryElla,
* McsElla.ἔτρεφον!~παρατατικός:τρέφω@wordaryElla,
* McsElla.θρέψω!~μέλλοντας:τρέφω@wordaryElla,
* McsElla.ἔθρεψα!~αόριστος:τρέφω@wordaryElla,
* McsElla.τέτροφα!~παρακείμενος:τρέφω@wordaryElla,
* McsElla.θρέψομαι-«θα-τραφώ-από-άλλον»!~μέσος-μέλλοντας.-παθητική-σημασία:τρέφω@wordaryElla,
* McsElla.τραφήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:τρέφω@wordaryElla,
* McsElla.ἐθρεψάμην!~μέσος-αόριστος:τρέφω@wordaryElla,
* McsElla.ἐθρέφθην!~παθητικός-αόριστος-α΄:τρέφω@wordaryElla,
* McsElla.ἐτράφην!~παθητικός-αόριστος-β΄:τρέφω@wordaryElla,
* McsElla.τέθραμμαι!~παθητικός-παρακείμενος:τρέφω@wordaryElla,
* McsElla.ἐτεθράμμην!~παθητικός-υπερσυντέλικος:τρέφω@wordaryElla,
σημασία: ανατρέφω: τοὺς παῖδας αὐτῶν ἡ πόλις μέχρι ἥβης θρέψει = τα παιδιά τους θα τα αναθρέψει η πόλη μέχρι την εφηβική ηλικία.
οικογένεια: παράγωγα: τροφή, τροφός, τρόφιμος, τροφεῖα (τά), θρεπτός, θρεπτικός, θρέμμα, θρέψις, σύνθετα: εὐτροφία, γηροτρόφος.
Νέα-Ελληνική: τρέφω.
ετυμολογία: *θρεφ- «ενεργώ να αυξηθεί κάτι, λ.χ. το τυρί», ρωσ. drobá «μαγιά της μπίρας».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τρέχω-ρήμα::
* McsElla.τρέχω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.τρέχω@wordaryElla,
* McsElla.ἔτρεχον!~παρατατικός:τρέχω@wordaryElla,
* McsElla.δραμοῦμαι!~μέλλοντας:τρέχω@wordaryElla,
* McsElla.ἔδραμον!~αόριστος-β΄:τρέχω@wordaryElla,
* McsElla.δεδράμηκα!~παρακείμενος:τρέχω@wordaryElla,
* McsElla.ἐδεδραμήκειν!~υπερσυντέλικος:τρέχω@wordaryElla,
σημασία: τρέχω.
Νέα-Ελληνική: τρέχω.
ετυμολογία: ινδοευρωπαϊκός *dhregh-, ομόρρ. με αρχ. ιρλ. droch (= τροχός) αρμ. durgn «τροχός του αγγειοπλάστη».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τριάκοντα-οἱ-αἱ-τὰ-επίθετο::
* McsElla.τριάκοντα-οἱ-αἱ-τὰ-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.τριάκοντα-οἱ-αἱ-τὰ@wordaryElla,
σημασία: τριάντα.
οικογένεια: παράγωγα: τριακοστός, σύνθετα: τριακονταέτης
(και τριακοντούτης), τριακονθήμερος.
Νέα-Ελληνική: τριάντα.
ετυμολογία: τρία + κοντα- (*(δ)κμοτ-, *δεκομ- του δέκα), ινδοευρωπαϊκός *ákomt > *κοντα, όπου το α ανερμήνευτο.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τρίβος-ου-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.τρίβος-ου-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.τρίβος-ου-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: μονοπάτι.
σημασία2: μεταφορικά βιότου τρίβον ὁδεύω = περπατώ το δρόμο της ζωής.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη τρίβω + -ος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τρίβω-ρήμα::
* McsElla.τρίβω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.τρίβω@wordaryElla,
* McsElla.ἔτριβον!~παρατατικός:τρίβω@wordaryElla,
* McsElla.τρίψω!~μέλλοντας:τρίβω@wordaryElla,
* McsElla.ἔτριψα!~αόριστος:τρίβω@wordaryElla,
* McsElla.τέτριφα!~παρακείμενος:τρίβω@wordaryElla,
* McsElla.τρίψομαι!~μέσος-μέλλοντας:τρίβω@wordaryElla,
* McsElla.τριφθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας-α΄:τρίβω@wordaryElla,
* McsElla.τριβήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας-β΄:τρίβω@wordaryElla,
* McsElla.ἐτριψάμην!~μέσος-αόριστος:τρίβω@wordaryElla,
* McsElla.ἐτρίφθην!~παθητικός-αόριστος-α΄:τρίβω@wordaryElla,
* McsElla.ἐτρίβην!~παθητικός-αόριστος-β΄:τρίβω@wordaryElla,
* McsElla.τέτριμμαι!~παθητικός-παρακείμενος:τρίβω@wordaryElla,
σημασία1: τρίβω: τόν πόδα μύροις τρίβω.
σημασία2: παθ. τρίβομαι
σημασίαα: για το χρόνο ξοδεύομαι, δαπανώμαι: ἐν τούτοις τρίβεται χρόνοςνίοτε μακρός.
σημασίαβ: ενδιατρίβω σε κάτι, αποκτώ πείρα σε κάτι: τρίβομαι ἐν πολέμῳ. οἱ ἐν ποιήμασι τριβόμενοι.
Νέα-Ελληνική: τρίβω (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: *τριβ- < *τερ(ε)ι- ή από *τερ- (τείρω), ινδοευρωπαϊκός *terbh-.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τρίβων(Α)-ωνος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.τρίβων(Α)-ωνος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.τρίβων(Α)-ωνος-ὁ@wordaryElla,
σημασία: πανωφόρι, παλτό, που φορούσαν οι Σπαρτιάτες: λακωνίζειν καὶ τρίβωνας ἔχειν.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη τρίβω + παρ. επίθ. -ων.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τρίβων(Β)-ωνος-επίθετο::
* McsElla.τρίβων(Β)-ωνος-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.τρίβων(Β)-ωνος@wordaryElla,
σημασία: έμπειρος, πεπειραμένος: τρίβων τῆς ἱππικῆς / τῶν λόγων.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη τρίβω + παρ. επίθ. -ων.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τριηραρχέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.τριηραρχέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.τριηραρχέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: διοικώ τριήρη.
σημασία2: στην αρχαία Αθήνα εξοπλίζω με δικά μου έξοδα μια τριήρη (η οποία ανήκε στο κράτος. Τα έξοδα αυτά θεωρούνταν λειτουργία, δηλ. συνεισφορά ενός πολίτη από το δικό του βαλάντιο σε έναν κοινωφελή σκοπό): πολλὰ τριηραρχεῖ καὶ λαμπρῶς χορηγεῖ = εξοπλίζει συχνά τριήρεις και υποστηρίζει οικονομικά ομάδες χορευτών.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη τριήραρχος (σύνθετα: τριήρης + ἄρχω) + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τριήρης-ους-επίθετο::
* McsElla.τριήρης-ους-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.τριήρης-ους@wordaryElla,
παρατήρηση: υπονοείται το ουσιαστικό ἡ ναῦς «το πλοίο»
σημασία: πολεμικό πλοίο (που είχε σε κάθε μακριά πλευρά του τρεις σειρές καθισμάτων τοποθετημένες σε τρία επίπεδα διαφορετικού ύψους. Στην καθεμία καθόταν μία σειρά κωπηλατών): τριήρεις ναυπηγῶ.
οικογένεια: παράγωγα: τριηρικός, σύνθετα: τριήραρχος.
ετυμολογία: τρι- (τρία, τρεῑς) + *-ηρη (ἐρέτης «κωπηλάτης»).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τρίπους-ποδος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.τρίπους-ποδος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.τρίπους-ποδος-ὁ@wordaryElla,
σημασία: τρίποδας, δηλ. λέβητας με τρία πόδια (που τον πρόσφεραν ως βραβείο σε διαγωνισμούς, ως τιμητικό δώρο ή ως ανάθημα σε ναούς και κυρίως στον Απόλλωνα των Δελφών. Υπήρχε στην Αθήνα μια οδός που ήταν στολισμένη με αναθηματικούς τρίποδες και γι’ αυτό λεγόταν οἱ Τρίποδες. Από έναν τρίποδα επίσης η ιέρεια των Δελφών εκφωνούσε τους χρησμούς).
Νέα-Ελληνική: τρίποδας.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη τρι- (τρία, τρεῑς) + πούς.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τριττύς-ύος-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.τριττύς-ύος-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.τριττύς-ύος-ἡ@wordaryElla,
σημασία: στην Αθήνα το 1/3 της φυλής.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη τριττός, τρισσός (< *τριχ-jος, ομορρ. με τρίς, τρεῖς) +παρ. επίθ. -ύς.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τρόπαιον--τροπαῖον-ου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.τρόπαιον--τροπαῖον-ου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.τρόπαιον--τροπαῖον-ου-τὸ@wordaryElla,
σημασία: τρόπαιο (δηλ. μνημείο που διακηρύσσει την ήττα του αντιπάλου· συνήθως το κατασκεύαζαν από ξύλο αλλά κάποτε και από χαλκό ή πέτρα): τροπαῖον ἵστημι = στήνω τρόπαιο.
οικογένεια: σύνθετα: τροπαιοφόρος.
Νέα-Ελληνική: τρόπαιο.
ετυμολογία: παραγ. λ. ουσιαστικοπ. του ουδ. του επιθέτου τροπαῖος < τρέπω + παρ. επίθ. -αῑος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τρύξ-τρυγός-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.τρύξ-τρυγός-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.τρύξ-τρυγός-ἡ@wordaryElla,
σημασία: φρέσκο κρασί που δεν έχει ακόμη ζυμωθεί και στραγγιστεί, μούστος: τρυγὸς ὄζεις = μυρίζεις κρασί (τα χνώτα σου!).
οικογένεια: παράγωγα: τρυγία, τρυγικός.
ετυμολογία: *τρυγ- συγγεν. με τρυγ-άω, που είναι από τις δάνειες λέξεις του υποστρώματος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τρυφάω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.τρυφάω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.τρυφάω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: ζω πολυτελώς: ἐῶσι τοὺς δούλους τρυφᾶν αὐτόθι = αφήνουν τους δούλους να ζουν πολυτελώς εκεί.
οικογένεια: παράγωγα: τρύφημα, τρυφερός, τρυφηλός, σύνθετα: ἐντρυφής, ἐντρύφημα.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη τρυφή + παρ. επίθ. -άω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τρυφερός-ά-ὸν-επίθετο::
* McsElla.τρυφερός-ά-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.τρυφερός-ά-ὸν@wordaryElla,
παρατήρηση: για πρόσωπα, για τον τρόπο ζωής τους και τις συνήθειές τους λεπτός, απαλός, αβρός.
οικογένεια: παράγωγα: τρυφερότης.
Νέα-Ελληνική: τρυφερός.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη τρυφή + παρ. επίθ. -ερός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τρυφή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.τρυφή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.τρυφή-ῆς-ἡ@wordaryElla,
σημασία: πολυτέλεια.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *θρευφ- (θρύπτω) + παρ. επίθ. -ή.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τρώγω-ρήμα::
* McsElla.τρώγω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.τρώγω@wordaryElla,
* McsElla.ἔτρωγον!~παρατατικός:τρώγω@wordaryElla,
* McsElla.τρώξομαι!~μέλλοντας:τρώγω@wordaryElla,
* McsElla.ἔτραγον!~αόριστος-β΄:τρώγω@wordaryElla,
* McsElla.τέτρωγμαι!~παθητικός-παρακείμενος:τρώγω@wordaryElla,
σημασία: τρώω τραγανίζοντας, ροκανίζω.
οικογένεια: παράγωγα: τραγανός, τράγος, τρωκτικός.
Νέα-Ελληνική: τρώγω, τρώω, που αντιστοιχεί στο αρχ. ἐσθίω.
ετυμολογία: *τρωγ-/*τραγ-, ινδοευρωπαϊκός *trōg- «τρώγω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τυγχάνω-ρήμα::
* McsElla.τυγχάνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.τυγχάνω@wordaryElla,
* McsElla.ἐτύγχανον!~παρατατικός:τυγχάνω@wordaryElla,
* McsElla.τεύξομαι!~μέλλοντας:τυγχάνω@wordaryElla,
* McsElla.ἔτυχον!~αόριστος-β΄:τυγχάνω@wordaryElla,
* McsElla.τετύχηκα!~παρακείμενος:τυγχάνω@wordaryElla,
* McsElla.ἐτετυχήκειν!~υπερσυντέλικος:τυγχάνω@wordaryElla,
σημασία1:για γεγονότα και αντικείμενα συμβαίνω σε κάποιον.
* μετοχή αορίστου ὁ τυχὼν ο πρώτος τυχών, ο οποιοσδήποτε: ὁ τυχὼν ἔρχεται ἐπ’ αὐτό = καταπιάνεται με αυτό ο πρώτος τυχών.
* το ουδέτερο μετοχής αορ. ως επίρρημα τυχὸν κατά τύχη, ίσως: τυχὸν ἄν τι συνεπέραιναν = ίσως θα μας βοηθούσαν να επιτελέσουμε κάτι.
σημασία2: συνδέεται συνήθως με μετοχή άλλου ρήματος, για να δηλώσει σύμπτωση ἔτυχον ἐς Κύπρον στρατευόμενοι = έτυχε να βρίσκονται σε εκστρατεία στην Κύπρο.
σημασία3: πετυχαίνω το σκοπό μου, πετυχαίνω: τυγχάνουσιν καὶ ἀποτυγχάνουσιν = πετυχαίνουν το σκοπό τους και αποτυγχάνουν.
αντώνυμα: ἁμαρτάνω «αστοχώ».
σημασία4: συναντώ: ἔτυχον ἀγαθῶν ἀνδρῶν = συνάντησαν γενναίους άντρες.
σημασία5: αποκτώ κάτι, τυγχάνω κάποιου πράγματος: ἀξιῶ ὑμῶν ξυγγνώμης τυγχάνειν = έχω την αξίωση να τύχω της συγγνώμης σας.
Νέα-Ελληνική: τυγχάνω «συμβαίνει να είμαι» & τυχαίνω «αποκτώ κατά τύχη».
ετυμολογία: *τευχ- (τεύχ-ω) + -άν-ω, ινδοευρωπαϊκός *dheugh-.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τύμβος-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.τύμβος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.τύμβος-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: ο τόπος όπου θάβεται το σώμα του νεκρού και το χώμα που σωρεύεται πάνω από αυτό σχηματίζοντας μικρό λόφο, τάφος.
Νέα-Ελληνική: τύμβος.
ετυμολογία: παράβαλε λατινικός tum-ulus «λοφίσκος» και tum-eō «διογκώνομαι», που φαίνεται να συγγενεύουν με το τύμβος, το οποίο θεωρείται κατ’ άλλους παράλληλος τύπος του τάφος, που οφείλεται σε ξένη ινδοευρωπαϊκός γλώσσα. Η λ. η τούμπα, προέρχεται απευθείας από το λατινικός tumba < αρχ. ελλ. τύμβη, ἡ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τύπος-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.τύπος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.τύπος-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: εντύπωμα (σφραγίδας).
σημασία2: κεντρική ιδέα: ἔχεις τὸν τύπον ὧν λέγω; = συλλαμβάνεις την κεντρική ιδέα των όσων λέω;
σημασία3: υπόδειγμα: περὶ πάντα παρεχόμενος σεαυτὸν τύπον καλῶν ἔργων = παρουσιάζοντας σε όλα τον εαυτό σου ως υπόδειγμα καλών έργων.
οικογένεια: παράγωγα: τυπόω, τύπωμα.
Νέα-Ελληνική: τύπος (και στη φρ. τύπος και υπογραμμός με τη σημ. 3).
ετυμολογία: τύπ-τω + -ος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τύπτω-ρήμα::
* McsElla.τύπτω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.τύπτω@wordaryElla,
* McsElla.ἔτυπτον!~παρατατικός:τύπτω@wordaryElla,
* McsElla.τυπτήσω!~μέλλοντας:τύπτω@wordaryElla,
χρόνοι: αναπληρώνονται από τα πατάσσω, παίω, πλήττω.
σημασία: χτυπώ, χαστουκίζω: ἐπὶ κόρρης τύπτω τινά = χαστουκίζω κάποιον στον κρόταφο.
συνώνυμα: πατάσσω, παίω, πλήττω.
οικογένεια: παράγωγα: τύψις, τύπος, σύνθετα: ἀποτύπωσις, ἀνατύπωσις, ἀντίτυπος, ζηλότυπος.
Νέα-Ελληνική: μόνο στη φρ. με τύπτει η συνείδησή μου.
ετυμολογία: *τυπ- «κτυπώ» + -τ-ω, παράβαλε αρχ. ινδ. tupáti «πληγώνω», αρχ. σλαβ. túpati «κτύπος της καρδιάς».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τυραννεύω--τυραννέω-ρήμα::
* McsElla.τυραννεύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.τυραννέω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.τυραννέω@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.τυραννεύω@wordaryElla,
* McsElla.τυραννεύσω!~μέλλοντας:τυραννεύω@wordaryElla,
* McsElla.τυραννήσω!~μέλλοντας:τυραννεύω@wordaryElla,
* McsElla.ἐτυράννευσα!~αόριστος:τυραννεύω@wordaryElla,
* McsElla.ἐτυράννησα!~αόριστος:τυραννεύω@wordaryElla,
* McsElla.τετυράννευκα!~παρακείμενος:τυραννεύω@wordaryElla,
* McsElla.τετυράννηκα!~παρακείμενος:τυραννεύω@wordaryElla,
* McsElla.τυραννηθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:τυραννεύω@wordaryElla,
* McsElla.τυραννήσομαι-«θα-διακυβερνώμαι-δεσποτικά»!~μέσος-μέλλοντας-παθητική-σημασία:τυραννεύω@wordaryElla,
* McsElla.ἐτυραννεύθην!~παθητικός-αόριστος:τυραννεύω@wordaryElla,
σημασία: είμαι απόλυτος άρχοντας, μονάρχης: Πολυκράτης Σάμου τυραννῶν ἦν = ο Πολυκράτης ήταν ο απόλυτος άρχοντας της Σάμου.
Νέα-Ελληνική: τυραννώ «βασανίζω».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη τύραννος + παρ. επίθ. -εύω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
τύραννος-τυράννου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.τύραννος-τυράννου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.τύραννος-τυράννου-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: απόλυτος άρχοντας, απόλυτος μονάρχης (του οποίου η εξουσία δε στηριζόταν σε κληρονομικό δικαίωμα ούτε περιοριζόταν από σύνταγμα ή νομοθεσία).
σημασία2: με αρνητ. σημ. τυραννικός άρχοντας, τύραννος.
οικογένεια: παράγωγα: τυραννεύω, τυραννέω, τυραννίζω, τυραννικός, τυραννίς.
Νέα-Ελληνική: τύραννος (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: μικρασ. δάν. όπως και τα ἄναξ, βασιλεύς.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
letter::
* McsEngl.wordaryElla.ipsilon,
====== langoGreekAncient:
* McsElla.λεξικόΕλλα.Υ,
Υ-υ-ὗ-ψιλόν-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.Υ-υ-ὗ-ψιλόν-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Υ-υ-ὗ-ψιλόν-τὸ@wordaryElla,
σημασία: το εικοστό γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Στην αττική διάλεκτο της κλασικής περιόδου προφερόταν ως [ü], όπως δηλ. το u στο γαλλικό lune. Η αρχαία ονομασία του είναι ὗ. Στα βυζαντινά χρόνια ονόμασαν το γράμμα αυτό ὗ ψιλόν, που σημαίνει «ὗ λιτό, που γράφεται δηλ. με ένα μόνο γράμμα», για να το διακρίνουν από τη δίφθογγο οι, η oποία από τον 3ο αι. π.Χ. έως τον 11ο αι. μ.Χ. προφερόταν με τον ίδιο τρόπο, δηλ. ως [ü], αλλά γραφόταν με δύο γράμματα.
* ως αριθμητικό σύμϐολο υ´ = 400, αλλά ͵υ = 400.000.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὑβρίζω-ρήμα::
* McsElla.ὑβρίζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ὑβρίζω@wordaryElla,
* McsElla.ὕβριζον!~παρατατικός:ὑβρίζω@wordaryElla,
* McsElla.ὑβριῶ!~μέλλοντας:ὑβρίζω@wordaryElla,
* McsElla.ὕβρισα!~αόριστος:ὑβρίζω@wordaryElla,
* McsElla.ὕβρικα!~παρακείμενος:ὑβρίζω@wordaryElla,
* McsElla.ὑβρίκειν!~υπερσυντέλικος:ὑβρίζω@wordaryElla,
* McsElla.ὑβριοῦμαι!~μέσος-μέλλοντας:ὑβρίζω@wordaryElla,
* McsElla.ὑβρισθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:ὑβρίζω@wordaryElla,
* McsElla.ὑβρίσθην!~παθητικός-αόριστος:ὑβρίζω@wordaryElla,
* McsElla.ὕβρισμαι!~παθητικός-παρακείμενος:ὑβρίζω@wordaryElla,
σημασία1: συμπεριφέρομαι με αυθάδεια και προκλητικότητα, ξεπερνώ τα όρια (στη χρήση δύναμης, εξουσίας ή στην εντρύφηση σε ηδονές).
σημασία2: με νομική σημ. προκαλώ σωματική βλάβη σε κάποιον, τον κακοποιώ.
οικογένεια: παράγωγα: ὕβρισμα, ὑβρισμός, ὑβριστής, ὑβριστικός, σύνθετα: ἐξυβρίζω, περιυβρίζω.
Νέα-Ελληνική: υβρίζω (λόγ.) & βρίζω.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ὕβρις + παρ. επίθ. -ίζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὕβρις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ὕβρις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ὕβρις-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: αλαζονεία, αυθάδεια, θράσος (κυρίως απέναντι στους θεούς): ὕβρις τάδ’ ἐστί, κρείσσω δαιμόνων εἶναι θέλειν = αλαζονεία είναι αυτό, το να θέλεις να είσαι ανώτερος από τους θεούς.
σημασία2: με νομική σημ. σωματική βλάβη, κακοποίηση.
οικογένεια: παράγωγα: ὑβρίζω, ὑβριστής.
Νέα-Ελληνική: ύβρις (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία, καθώς η παραδοσιακή ανάλυση ὑ/ὐ + βρι-αρὸς δεν είναι τεκμηριωμένη.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὑγίεια-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ὑγίεια-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ὑγίεια-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: υγεία.
Νέα-Ελληνική: υγεία (μεταγεν. ὑγεία).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ὑγιής + παρ. επίθ. -εια, ὑγιής < ινδοευρωπαϊκός *su-gwiy-es, όπου το *su ταυτίζεται σημασιολογικά με το εὖ, ενώ το *gwiy- έδωσε τα ζῆν/βίος, παράβαλε αρχ. ινδ. hu-ĵya-ti = εὖ ζῆν.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὕδωρ-ὕδατος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ὕδωρ-ὕδατος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ὕδωρ-ὕδατος-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: νερό: πότιμον ὕδωρ = πόσιμο νερό.
σημασία2: βροχή: ξυνέβη γενέσθαι ὕδωρ πολύ = συνέβη να πέσουν πολλές βροχές.
σημασία3: ο χρόνος που απαιτείται μέχρι να εξαντληθεί το νερό της κλεψύδρας (στα δικαστήρια): οὐκ ἱκανόν μοι τὸ ὕδωρ = δεν έχω αρκετό χρόνο (για να σας πω και τα υπόλοιπα).
οικογένεια: παράγωγα: ὑδρία, ὑδρεύομαι, σύνθετα: ἄνυδρος, ὑδραγωγός, ὑδράργυρος.
Νέα-Ελληνική: ύδωρ ως λόγιο αντί του νερό (με σημ. 1) και σε σύνθετα, όπως υδρ-αγωγός κτλ.
ετυμολογία: *ud-, ινδοευρωπαϊκός u(e)d- + επίθ. r, που εναλλάσσεται με το no (*ὕδ-no-τος), ομόρρ. με αρχ. ινδ. udan-yati = ὑδαίνω > ὑδραίνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὑετός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ὑετός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ὑετός-οῦ-ὁ@wordaryElla,
σημασία: βροχή, ιδιαίτερα η καταρρακτώδης βροχή, η μπόρα (βλέπε ὄμβρος).
ετυμολογία: *ὑ- (ὕει «βρέχει» + παρ. επίθ. -ετός (πβ. παγετός, νιφ-ετός), όπου το ὕει ομόρρ. με τοχαρικό swese «βροχή».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
υἱός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.υἱός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.υἱός-οῦ-ὁ@wordaryElla,
σημασία: στην αττική διάλεκτο αρχικά χρησιμοποιούσαν τους τύπους υἱέος και υἱεῖ για τη γεν. και δοτ. ενικού και για τον πληθ. τους τύπους υἱεῖς, υἱέων, υἱέσι, υἱεῖς. Από το 350 π.Χ. άρχισαν να επικρατούν οι δευτερόκλιτοι τύποι του ουσιαστικού. γιος.
Νέα-Ελληνική: γιος.
ετυμολογία: < αρχαιότερο ὑύς, ὁ «γιος» < ινδοευρωπαϊκός *sū-yús, παράβαλε αρχ. ινδ. sute «γεννώ», τοχαρικό se (γεν. soyā) «γιος».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὑλακή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ὑλακή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ὑλακή-ῆς-ἡ@wordaryElla,
σημασία: γάβγισμα.
Νέα-Ελληνική: υλακή (λόγ.).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ὑλά-ω «γαβγίζω» + παρ. επίθ. -κ-ή, ηχομιμ. λ..
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὑλακτέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ὑλακτέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ὑλακτέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: γαβγίζω: κύων ὑλακτῶν οὐ δάκνει = σκυλί που γαβγίζει δε δαγκώνει.
οικογένεια: παράγωγα: ὑλακτικός.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *ὑλάκτης + -ακτέω, παράβαλε πυρ-ακτέω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὕλη-ης-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ὕλη-ης-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ὕλη-ης-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: δάσος: τὰ δένδρα καὶ ἡ ὕλη = τα οπωροφόρα δέντρα και το δάσος (= τα δέντρα του δάσους).
σημασία2: το υλικό (αρχικά από ξύλο) από το οποίο κατασκευάζεται κάτι, ύλη.
οικογένεια: παράγωγα: ὑλικός, ὑλώδης, σύνθετα: ὑλοκόμος, ὑλοτόμος, ὑλοτομία, ὑλουργός, ὑλαγωγός.
Νέα-Ελληνική: ύλη (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: άγνωστης αρχής, καμιά σχέση με το λατ. silva «δάσος».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὑλοτόμος-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ὑλοτόμος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ὑλοτόμος-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: ξυλοκόπος.
Νέα-Ελληνική: υλοτόμος.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ὑλοτομ-έω (σύνθετα: ὕλη + τέμνω) + παρ. επίθ. -ος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὑμεῖς-αντωνυμία::
* McsElla.ὑμεῖς-αντωνυμία@wordaryElla,
* McsElla.αντωνυμία.ὑμεῖς@wordaryElla,
σημασία: εσείς.
ετυμολογία: ινδοευρωπαϊκός αρχής, παράβαλε αρχ. ινδ. yusmān = ὑμᾶς, λατινικός vos.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὑμέναιος-αίου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ὑμέναιος-αίου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ὑμέναιος-αίου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: το γαμήλιο εμβατήριο ή το τραγούδι της νύμφης (το τραγουδούσαν οι παράνυμφες, καθώς την οδηγούσαν στο σπίτι του γαμπρού): ἰαχὴ ὑμεναίων = χαρούμενες φωνές γαμήλιων τραγουδιών.
ετυμολογία: ὑμήν, -ένος, ὁ «γαμήλια κραυγή στην ιεροτελεστία του γάμου» + παρ. επίθ. -αιος, ίσως από το όνομα προελληνικού θεού που προστάτευε το γάμο.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὑμέτερος-τέρα-τερον-αντωνυμία::
* McsElla.ὑμέτερος-τέρα-τερον-αντωνυμία@wordaryElla,
* McsElla.αντωνυμία.ὑμέτερος-τέρα-τερον@wordaryElla,
παρατήρηση: κτητική δικός σας: ἡ ὑμετέρα πόλις = η δική σας πόλη, η πόλη σας.
ετυμολογία: *ὑμε- (από όπου ὑμέ-ες > ὑμεῖς) + επίθ. -τερος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὑπαίθριος-ιος|ία-ιον-επίθετο::
* McsElla.ὑπαίθριος-ιος|ία-ιον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ὑπαίθριος-ιος|ία-ιον@wordaryElla,
σημασία: αυτός που συμβαίνει ή υπάρχει σε ανοικτό, όχι σε στεγασμένο χώρο, στο ύπαιθρο: σκηνοῦμεν ὑπαίθριοι = κατασκηνώνουμε στο ύπαιθρο.
Νέα-Ελληνική: υπαίθριος.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ὑπό + αἴθριος «καθαρός, διαυγής (για τον ουρανό)» < αἴθρα, ἡ «καθαρός ουρανός» < αἴθω «καίω, λάμπω» + -ρα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὑπακούω-ρήμα::
* McsElla.ὑπακούω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ὑπακούω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἀκούω.
σημασία1: απαντώ: τῷ παιδίῳ ὑπάκουσον = απάντησε στο παιδί.
σημασία2: ακούω προσεκτικά, δίνω προσοχή: ὑπακούω τῶν νόμων = δίνω προσοχή στους νόμους.
Νέα-Ελληνική: υπακούω (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ὑπό + ἀκούω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὑπαντάω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ὑπαντάω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ὑπαντάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ὑπαντήσομαι!~μέλλοντας:ὑπαντάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ὑπήντησα!~αόριστος:ὑπαντάω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: έρχομαι ή πηγαίνω να συναντήσω κάποιον: ὑπήντησαν τῷ Ἰησοῦ δύο δαιμονιζόμενοι = πήγαν να συναντήσουν τον Ιησού δύο δαιμονισμένοι.
οικογένεια: παράγωγα: ὑπάντησις.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ὑπό + ἀντάω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὕπαρ-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ὕπαρ-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ὕπαρ-τὸ@wordaryElla,
σημασία: πραγματική οπτασία που βλέπει κανείς ξύπνιος.
αντώνυμα: ὄναρ «όνειρο».
* ως επίρρημα σε κατάσταση ξύπνιου: ὄναρ ἢ ὕπαρ δοκεῖ σοι αὐτὸν ζῆν; = στον ύπνο σου ή στον ξύπνιο σου σου φαίνεται ότι αυτός ζει;
ετυμολογία: ίσως παράγωγη-λέξη *ὕπ- (< ὕπ-νος) + -αρ (< ὄναρ), καθώς ο ύπνος και το όνειρο ταυτίζονται σε ορισμένες γλώσσες, παράβαλε ρωσ. son «ύπνος και όνειρο».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὑπάρχω-ρήμα::
* McsElla.ὑπάρχω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ὑπάρχω@wordaryElla,
* McsElla.ὑπῆρχον!~παρατατικός:ὑπάρχω@wordaryElla,
* McsElla.ὑπάρξω!~μέλλοντας:ὑπάρχω@wordaryElla,
* McsElla.ὑπῆρξα!~αόριστος:ὑπάρχω@wordaryElla,
* McsElla.ὑπαρχθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:ὑπάρχω@wordaryElla,
* McsElla.ὑπῆργμαι!~παθητικός-παρακείμενος:ὑπάρχω@wordaryElla,
σημασία1: κάνω την αρχή, εγκαινιάζω: ὑπῆρξαν τῆςλευθερίας ἁπάσῃ τῇ Ἑλλάδι = εγκαινίασαν την ελευθερία για όλη την Ελλάδα.
σημασία2: είμαι: τὸ χωρίον καρτερὸν ὑπῆρχε = ο τόπος ήταν ισχυρός.
σημασία3: ανήκω σε κάποιον, πέφτω στο μερίδιό του: τὸ μισεῖσθαι πᾶσι ὑπάρχει ὅσοι ἕτεροι ἑτέρων ἠξίωσαν ἄρχειν = το να επισύρουν εις βάρος τους το μίσος είναι η μοίρα όλων όσοι φιλοδόξησαν να εξουσιάσουν άλλους.
Νέα-Ελληνική: υπάρχω (με σημ. παραπλήσιες των 2, 3).
οικογένεια: παράγωγα: ὕπαρξις.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ὑπό + ἄρχω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὕπατος-άτη-ατον-επίθετο::
* McsElla.ὕπατος-άτη-ατον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ὕπατος-άτη-ατον@wordaryElla,
σημασία: ύψιστος, υψηλότατος: βωμὸς Διὸς Ὑπάτου = βωμός του Διός του Υψίστου.
συνώνυμα: ὕψιστος.
οικογένεια: παράγωγα: ὑπατεύω, ὑπατεία, ὑπατικός.
Νέα-Ελληνική: ύπατος.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ὑπ- (< ὑπ-έρ) + επίθ. υπερθετ. -ατος, παράβαλε και ἔσχ-ατος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὑπείκω-ρήμα::
* McsElla.ὑπείκω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ὑπείκω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε εἴκω.
σημασία: υποκύπτω: οἱ ἀδύνατοι τοῖς ἰσχυροῖς ὑπείκουσι = οι αδύνατοι υποκύπτουν στους ισχυρούς.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ὑπό + εἴκω «υποχωρώ».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὑπὲρ-πρόθεση::
* McsElla.ὑπὲρ-πρόθεση@wordaryElla,
* McsElla.πρόθεση.ὑπὲρ@wordaryElla,
σημασίαΑ: με γενική
σημασία1: για τόπο πάνω από κάτι, πέρα από κάτι: λιμὴν καὶ ὑπὲρ αὐτοῦ πόλις κεῖται = υπάρχει ένα λιμάνι και πέρα από αυτό βρίσκεται μια πόλη.
σημασία2: για χάρη, για το καλό κάποιου προσώπου ή πράγματος: ἱερὰ ὑπὲρ τῆς πόλεως θυόμενα = θυσίες προσφερόμενες για το καλό της πόλης.
σημασία3: στο όνομα κάποιου, εκ μέρους κάποιου: ἐγώ σοι ὑπὲρ ἐκείνου ἀποκρινοῦμαι = εγώ θα σου απαντήσω εκ μέρους εκείνου.
σημασία4: για παράπτωμα ή καλή πράξη εξαιτίας, για: ὑπὲρ τούτων μεγάλας τὰς τιμωρίαςποιήσασθε = για τα παραπτώματα αυτά ορίσατε σοβαρές τιμωρίες.
σημασίαΒ: με αιτιατική
σημασία1: πάνω από κάτι, έξω από κάτι: ὑπὲρ Ἡρακλείας στήλας οἰκοῦσι = κατοικούν έξω από τις Ηράκλειες στήλες (το σημερινό Γιβραλτάρ).
σημασία2: πάνω από ένα μέτρο: ὑπὲρ δύναμιν = πάνω από τις δυνάμεις κάποιου. ὑπὲρ ἡμᾶς = πάνω από τις δυνάμεις μας. ὑπὲρ δέκα μνᾶς = (συμβόλαιο) πάνω από δέκα μνες.
σημασία3: για χρόνο πέρα από, πριν από: ὁ ὑπὲρ τὰ Μηδικὰ πόλεμος = ο πόλεμος πριν από τους Περσικούς πολέμους.
σημασίαΓ: στη σύνθεση η ὑπὲρ σημαίνει
σημασία1: για τόπο πάνω από κάτι: ὑπέργειος.
σημασία2: προς υπεράσπιση κάποιου: ὑπερμαχῶ.
σημασία3: πάνω από το σωστό μέτρο: ὑπέργηρως.
οικογένεια: σύνθετα: ὑπερβαίνω, ὑπερτίθημι, ὑπερφρονέω.
ετυμολογία: ομόρρ. με λατινικός super, ενώ οι άλλες ινδοευρωπαϊκός γλώσσες δεν έχουν αρκτικό s-, παράβαλε αρχ. ινδ. upári = ὑπέρ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὑπερβαίνω-ρήμα::
* McsElla.ὑπερβαίνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ὑπερβαίνω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε βαίνω.
σημασία1: περνώ πάνω από κάτι: ἐπιβουλεύουσιν ὑπερβῆναι τὰ τείχη τῶν πολεμίων = καταστρώνουν σχέδιο να περάσουν πάνω από τα τείχη των εχθρών.
σημασία2: μεταφορικά για ηλικία ὑπερέβη τὰ ἑβδομήκοντα ἔτη.
οικογένεια: παράγωγα: ὑπέρβασις, ὑπερβατός.
Νέα-Ελληνική: υπερβαίνω (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ὑπὲρ + βαίνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὑπερβάλλω-ρήμα::
* McsElla.ὑπερβάλλω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ὑπερβάλλω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε βάλλω.
σημασία1: τοπικά και χρονικά υπερβαίνω, ξεπερνώ: ὁ ῥιφθείς λίθος λόφον ὑπερέβαλεν = η πέτρα που πέταξαν ξεπέρασε το λόφο. ἡ νόσος ὑπερβάλλει τὰς τρεῖς ἡμέρας = η αρρώστια ξεπερνά τις τρεις μέρες.
σημασία2: μεταφορ. ξεπερνώ το σωστό μέτρο: ἅπαντας ἀνθρώπους ὠμότητι ὑπερέβαλεν = ξεπέρασε στην αγριότητα όλους τους ανθρώπους.
οικογένεια: παράγωγα: ὑπερβολή.
Νέα-Ελληνική: υπερβάλλω (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ὑπὲρ + βάλλω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὑπερέχω-ρήμα::
* McsElla.ὑπερέχω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ὑπερέχω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἔχω.
σημασία1: ως αμετάβατο προεξέχω, εξέχω: σκεύη ὑπερέχοντα τοῦ τειχίου = σκεύη που προεξέχουν από το τοιχάκι.
σημασία2: ως μεταβατικό είμαι ανώτερος, υπερέχω: σωφροσύνῃ πάντων ὑπερέχει = όλους τους ξεπερνά στη σωφροσύνη.
οικογένεια: παράγωγα: ὑπεροχή, ὑπέροχος.
Νέα-Ελληνική: υπερέχω (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ὑπέρ + ἔχω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὑπερηφανία-ίας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ὑπερηφανία-ίας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ὑπερηφανία-ίας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: αλαζονεία, υπεροψία.
Νέα-Ελληνική: (υ)περηφάνια.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ὑπερήφανος + παρ. επίθ. -ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὑπερτίθημι-ρήμα::
* McsElla.ὑπερτίθημι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ὑπερτίθημι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε τίθημι.
σημασία1: ως μέσο ὑπερτίθεμαι
σημασίαα: τοπικά τοποθετώ πέρα: ὑπερτίθεμαί τινα πέραν ποταμοῦ = περνώ κάποιον πέρα από το ποτάμι.
σημασίαβ: χρονικά αναβάλλω: ὑπερτίθεμαι τὴν ἐπὶ τὸ Ῥίον ταχθεῖσαν ἡμέραν = αναβάλλω τη μέρα που καθορίστηκε για τη συνάντηση στο Ρίο.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ὑπέρ + τίθημι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὑπερφρονέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ὑπερφρονέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ὑπερφρονέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: ως αμετάβατο είμαι υπερήφανος, αλαζόνας: μὴ ὑπερφρονεῖν, ἀλλὰ σωφρονεῖν χρή = ο άνθρωπος δεν πρέπει να είναι αλαζόνας, αλλά να είναι μετρημένος.
σημασία2: ως μεταβατικό περιφρονώ: πέφυκεν ἄνθρωπος τὸ θεραπεῦον ὑπερφρονεῖν = ο άνθρωπος από τη φύση του περιφρονεί αυτούς που τον υπηρετούν.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ὑπέρ + φρονέω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὑπερῷον-ῴου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ὑπερῷον-ῴου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ὑπερῷον-ῴου-τὸ@wordaryElla,
σημασία: δωμάτιο στον πάνω όροφο: ἀνέβησαν εἰς τὸ ὑπερῷον.
Νέα-Ελληνική: υπερώο (ενός θεάτρου κτλ.).
ετυμολογία: επίθ. ὑπερῷος, -α, -ον < ὑπερῴα, ἡ «το υψηλότερο σημείο του σπιτιού» < επίρρ. *ὑπέρ-ω κατά τα ἄν-ω, κάτ-ω, παράβαλε ὑπερώτατος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὑπηρεσία-ίας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ὑπηρεσία-ίας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ὑπηρεσία-ίας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: σώμα από κωπηλάτες, πλήρωμα πλοίου: ὑπηρεσίαν ἐμισθωσάμην = μίσθωσα κωπηλάτες.
σημασία2: γενικά υπηρεσία: αἱ πρὸς τὴν πόλιν ὑπηρεσίαι.
Νέα-Ελληνική: υπηρεσία (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ὑπηρέτης (σύνθετα: ὑπό + ἐρέτης «κωπηλάτης») + παρ. επίθ. -ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὑπισχνέομαι-οῦμαι-ρήμα::
* McsElla.ὑπισχνέομαι-οῦμαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ὑπισχνέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.ὑπισχνούμην!~παρατατικός:ὑπισχνέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.ὑποσχήσομαι!~μέλλοντας:ὑπισχνέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.ὑπεσχόμην!~αόριστος-β΄:ὑπισχνέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.ὑπέσχημαι!~παρακείμενος:ὑπισχνέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.ὑπεσχήμην!~υπερσυντέλικος:ὑπισχνέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
σημασία1: υπόσχομαι: ὑπισχνοῦμαι χρυσῆν εἰκόνα εἰς Δελφοὺς ἀναθήσειν = υπόσχομαι να αφιερώσω χρυσό άγαλμα στους Δελφούς.
σημασία2: ισχυρίζομαι: οὐδεὶς ὑπέσχετο εἰδέναι τοῦ Νείλου τὰς πηγάς = κανείς δεν ισχυρίστηκε ότι γνωρίζει τις πηγές του Νείλου.
οικογένεια: παράγωγα: ὑπόσχεσις.
Νέα-Ελληνική: υπόσχομαι.
ετυμολογία: ὑπίσχ-ομαι (σύνθετη-λέξη ὑπό + *ἴσχομαι) κατά το αντώνυμο ἀρ-νέομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὑπὸ-πρόθεση::
* McsElla.ὑπὸ-πρόθεση@wordaryElla,
* McsElla.πρόθεση.ὑπὸ@wordaryElla,
σημασίαΑ: με γενική, συνήθως κοντά σε ρήματα παθ. φωνής από κάποιον, από κάτι: ὑπὸ τῶν πολεμίων ἡ πόλις πολιορκεῖται = η πόλη πολιορκείται από τους εχθρούς.
σημασίαΒ: με δοτική
σημασία1: κάτω από κάτι/κάποιον: ὑπὸ τοῖς χιτωνίσκοις περιζώματα φοροῦσιν = κάτω από τους χιτώνες φορούν πουκάμισα.
σημασία2: δηλώνει εξάρτηση υπό την εξουσία κάποιου: μέγας ὁ κίνδυνος εἰ ἐσόμεθα ὑπ’ αὐτοῖς = ο κίνδυνος θα είναι μεγάλος, αν θα είμαστε υπό την εξουσία τους.
σημασίαΓ: με αιτιατική κάτω από κάτι/κάποιον: ὑπὸ τὴν ἀκρόπολιν = κάτω από την ακρόπολη.
σημασίαΔ: στη σύνθεση δηλώνει
σημασία1: κάτω από κάτι/ κάποιον: ὕπειμι = βρίσκομαι κάτω από κάποιον.
σημασία2: μείξη κάποιας ύλης με άλλη: ὑπάργυρος.
σημασία3: υποταγή ή εξάρτηση: ὑπόκειμαι (τῷ ἄρχοντι) = υποτάσσομαι (στον άρχοντα).
σημασία4: αυτό που παρουσιάζεται σε μικρό βαθμό ή συμβαίνει βαθμιαία, κάπως, λίγο λίγο: ὑπόλευκος.
σημασία5: αυτό που συμβαίνει στα κρυφά: ὑπεισέρχομαι = μπαίνω στα κρυφά, χωρίς να γίνω αντιληπτός.
ετυμολογία: μυκην. upo, παράβαλε αρχ. ινδ. úpa, αρχ. περσ. upa «κοντά, προς».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὑπόγυιος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ὑπόγυιος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ὑπόγυιος-ος-ον@wordaryElla,
* McsElla.ὑπογυιότερος!~συγκριτικός:ὑπόγυιος-ος-ον@wordaryEllα,
* McsElla.ὑπογυιότατος!~υπερθετικός:ὑπόγυιος-ος-ον@wordaryElla,
* McsElla.ὑπόγυος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ὑπόγυος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία1: άμεσος, πρόχειρος, επικείμενος: ὑπόγυιος ἡ τελευτὴ τοῦ βίου = το τέλος της ζωής πλησιάζει.
σημασία2: πρόσφατος: ὁ πόλεμος ὁ ὑπογυιότατος = ο πρόσφατος πόλεμος.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ὑπό + γυῖα, τὰ «τα μέλη του ανθρώπινου σώματος» + παρ. επίθ. -ος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὑποδέχομαι-ρήμα::
* McsElla.ὑποδέχομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ὑποδέχομαι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε δέχομαι.
σημασία1: καλωσωρίζω: ὑποδέχομαί τινα = καλωσωρίζω κάποιον.
σημασία2: αναλαμβάνω, υπόσχομαι: ἃ ὑπεδέξατο οὐκπετέλει = αυτά που ανέλαβε δεν ήταν πρόθυμος να τα υλοποιήσει.
οικογένεια: παράγωγα: ὑποδοχή.
Νέα-Ελληνική: υποδέχομαι (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ὑπό + δέχομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὑποδέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ὑποδέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ὑποδέω-ῶ@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε δέω(Β).
παρατήρηση: μέση φωνή ὑποδοῦμαι δένω κάτω από τα πόδια μου, φορώ τα παπούτσια μου: ὑποδεδεμένοι ἐκοιμῶντο = κοιμούνταν με τα παπούτσια.
οικογένεια: παράγωγα: ὑπόδεσις, ὑπόδημα.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ὑπό + δέω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὑπόδημα-ὑποδήματος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ὑπόδημα-ὑποδήματος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ὑπόδημα-ὑποδήματος-τὸ@wordaryElla,
σημασία: σόλα δεμένη κάτω από το πόδι, σανδάλι.
οικογένεια: σύνθετα: ὑποδηματοποιός, ὑποδηματορράφος.
Νέα-Ελληνική: υπόδημα ως λόγιο αντί του παπούτσι.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *ὑπόδε-τον (< ὑποδέω) + παρ. επίθ. -μα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὑποζύγιον-ίου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ὑποζύγιον-ίου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ὑποζύγιον-ίου-τὸ@wordaryElla,
σημασία: ζώο για ζεύγμα ή μεταφορά αντικειμένων: ἡμίονοι καὶ βόες ὑποζύγιά εἰσιν = τα μουλάρια και τα βόδια είναι φορτηγά ζώα.
Νέα-Ελληνική: υποζύγιο.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ὑπόζυγος (< ζευγνύω) + παρ. επίθ. -ιον.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὑπόκειμαι-ρήμα::
* McsElla.ὑπόκειμαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ὑπόκειμαι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε κεῖμαι.
σημασία1: βρίσκομαι από κάτω: οἱ θεμέλιοι παντοίων λίθων ὑπόκεινται = οι πέτρες των θεμελίων βρίσκονται κάτω από κάθε λογής πέτρες.
σημασία2: λαμβάνομαι ως υπόθεση: ὀρθῶς ἡ ἀρχὴ ὑπόκειται αὕτη; = ορθά λαμβάνεται ως υπόθεση η αρχή αυτή;
σημασία3: υποτάσσομαι: ὑπόκειμαι τῷ ἄρχοντι = υποτάσσομαι στον κυβερνήτη.
Νέα-Ελληνική: υπόκειμαι (με σημ. 1, αλλά μεταφορικά).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ὑπό + κεῖμαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὑπολαμβάνω-ρήμα::
* McsElla.ὑπολαμβάνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ὑπολαμβάνω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε λαμβάνω.
σημασία1: καταλαμβάνω, πιάνω: πυρετὸς ὑπολαμβάνει αὐτούς = τους πιάνει πυρετός.
σημασία2: καταλαβαίνω, κατανοώ: εἰ μὴ σὺ φράζεις, πῶς ὑπολάβοιμ’ ἂν λόγον; = αν εσύ δε μιλάς, πώς θα μπορούσα να καταλάβω τι εννοείς;
σημασία3: παραλαμβάνω, προστατεύω: ὁ Κῦρος ὑπέλαβεν τοὺς φεύγοντας = ο Κύρος προστάτεψε τους εξόριστους.
σημασία4: απαντώ: οἱ Λακεδαιμόνιοι ὑπελάμβανον οὐ χρεὼν εἶναι... = οι Σπαρτιάτες απαντούσαν ότι δεν είναι αναγκαίο...
οικογένεια: παράγωγα: ὑπόλημμα, ὑπόληψις.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ὑπό + λαμβάνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὑπομένω-ρήμα::
* McsElla.ὑπομένω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ὑπομένω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε μένω.
σημασία1: περιμένω: διὰ τοῦτό σε οὐχ ὑπέμενον = γι’ αυτό δε σε περίμενα.
σημασία2: υπομένω: δουλείαν ὑπομένω.
οικογένεια: παράγωγα: ὑπομονή.
Νέα-Ελληνική: υπομένω (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ὑπό + μένω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὑπομιμνήσκω-ρήμα::
* McsElla.ὑπομιμνήσκω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ὑπομιμνήσκω@wordaryElla,
* McsElla.ὑπομνήσω!~μέλλοντας:ὑπομιμνήσκω@wordaryElla,
* McsElla.ὑπέμνησα!~αόριστος:ὑπομιμνήσκω@wordaryElla,
σημασία: υπενθυμίζω, θυμίζω κάτι σε κάποιον: ὑπέμνησαν αὐτοὺς τῶν ὁρκίων = τους θύμισαν τους όρκους.
οικογένεια: παράγωγα: ὑπόμνησις, ὑπόμνημα.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ὑπό + μιμνήσκω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὑπόμνημα-ατος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ὑπόμνημα-ατος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ὑπόμνημα-ατος-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: υπενθύμιση: ἵν’ ὑπομνήματα τοῖςπιγιγνομένοις ᾖ τῆς τῶν βαρβάρων ἀσεβείας = για να είναι υπενθύμιση της ασέβειας των βαρβάρων στις μελλοντικές γενιές.
σημασία2: στον πληθ. ὑπομνήματα σημειώσεις.
Νέα-Ελληνική: υπόμνημα.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ὑπό + *μνη- (< μι-μνή-σκω) + παρ. επίθ. -μα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὑπόμνησις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ὑπόμνησις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ὑπόμνησις-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία: υπενθύμιση: τοῦτο ὑπόμνησίς ἐστι τοῦ φθαρτὸν εἶναι τὸ γεννητόν = αυτό είναι υπενθύμιση για το ότι ό,τι γεννιέται είναι φθαρτό.
Νέα-Ελληνική: υπόμνηση.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ὑπό + *μνη- (< μι-μνή-σκω) + παρ. επίθ. -σις.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὑπονοέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ὑπονοέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ὑπονοέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: υποψιάζομαι: ὑπενόησεν αὐτῶν τὴν διάνοιαν = υποψιάστηκε την πρόθεσή τους.
συνώνυμα: ὑποπτεύω.
οικογένεια: παράγωγα: ὑπόνοια.
Νέα-Ελληνική: υπονοώ «υποδεικνύω με έμμεσο τρόπο».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ὑπό + νοέω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὑποπτεύω-ρήμα::
* McsElla.ὑποπτεύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ὑποπτεύω@wordaryElla,
σημασία: βλέπω με υποψία, υποψιάζομαι: πρὸς τὰς τοῦ Πεδαρίτου ἐπιστολὰς ὑπώπτευον αὐτόν = εξαιτίας των επιστολών του Πεδαρίτου τον έβλεπαν με υποψία. ὑπώπτευον ὑμᾶς ἔκπληξιν ἔχειν = υποψιαζόμουν ότι έχετε κυριευτεί από τρόμο.
συνώνυμα: ὑπονοέω.
Νέα-Ελληνική: υποπτεύομαι.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ὕποπτ-ος (< ὑφοράω, μέλλ. ὑπόψομαι) + παρ. επίθ. -εύω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὑποστέλλω-ρήμα::
* McsElla.ὑποστέλλω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ὑποστέλλω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε στέλλω.
σημασία1: χαμηλώνω, κατεβάζω: ὑποστέλλω ἱστίον = κατεβάζω τα πανιά. ὑποστέλλω τὴν οὐράν = κατεβάζω την ουρά (για τα σκυλιά).
σημασία2: παθητικό ὑποστέλλομαι συμμαζεύομαι: ὑποστέλλεται τὸ πλῆθος = ελαττώνεται το πλήθος.
οικογένεια: παράγωγα: ὑποστολή.
Νέα-Ελληνική: υποστέλλω (με τη σημ. 1, λ.χ. υποστέλλω τη σημαία).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ὑπό + στέλλω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὑποστρέφω-ρήμα::
* McsElla.ὑποστρέφω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ὑποστρέφω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε στρέφω. αμετάβατο γυρίζω πίσω, επιστρέφω: ὑποστρέψαντες ᾖσαν τὴν πρὸς τὸ ὄρος ὁδὸν τὴν φέρουσαν εἰς Ἐρύθρας = αφού γύρισαν πίσω, βάδιζαν το δρόμο για το βουνό που οδηγεί στις Ερυθρές.
οικογένεια: παράγωγα: ὑποστροφή.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ὑπό + στρέφω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὑποτίθημι-ρήμα::
* McsElla.ὑποτίθημι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ὑποτίθημι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε τίθημι.
σημασία1: τοποθετώ από κάτω.
σημασία2: θέτω ενώπιον κάποιου, εισηγούμαι: καὶ τὴν δικαιοτάτην ὑπόθεσιν ἔχω ὑποτιθέναι = μπορώ να εισηγηθώ την πιο δίκαιη εισήγηση.
σημασία3: μέση φωνή ὑποτίθεμαι συμβουλεύω: εἶπεν αὐτοῖς ὑποτιθέμενος... = είπε συμβουλεύοντάς τους.
σημασία4: μέση φωνή ὑποτίθεμαι υιοθετώ ως πολιτική μου: τοῦτο ὑπέθετο, ὅπως ἐν ἐκείνῳ εἴη φάναι... = αυτό το υιοθέτησε ως πολιτική του, για να είναι στο χέρι του να λέει...
σημασία5: μέση φωνή ὑποτίθεμαι υποθέτω: τὴν ἀρετὴν διδακτὸν ὑπεθέμεθα = υποθέσαμε ότι η αρετή μπορεί να διδαχθεί.
σημασία6: υποθηκεύω: τὴν οἰκίαν ὑπέθηκεν = υποθήκευσε το σπίτι του.
οικογένεια: παράγωγα: ὑπόθεσις, ὑποθήκη.
Νέα-Ελληνική: υποθέτω (με τη σημ. 5).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ὑπό + τίθημι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὑπουργέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ὑπουργέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ὑπουργέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: προσφέρω υπηρεσία σε κάποιον, τον βοηθώ: ἐδόκει αὐτοῖς ὑπουργεῖν τοῖς Συρακουσίοις = αποφάσισαν να βοηθούν τους Συρακουσίους.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ὑπουργ-ός < ὑποεργός (< ὑπό + ἐργ-άζομαι, ἔργον) + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὑποφαίνω-ρήμα::
* McsElla.ὑποφαίνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ὑποφαίνω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε φαίνω.
παρατήρηση: αμετάβατο, για την αυγή, την ημέρα κτλ. αρχίζω να χαράζω: ἡμέρα σχεδὸν ὑπέφαινεν = η ημέρα σχεδόν άρχισε να χαράζει.
οικογένεια: παράγωγα: ὑπόφασις.
Νέα-Ελληνική: ο υποφαινόμενος.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ὑπό + φαίνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὑποχείριος-ιος|ία-ιον-επίθετο::
* McsElla.ὑποχείριος-ιος|ία-ιον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ὑποχείριος-ιος|ία-ιον@wordaryElla,
σημασία: αυτός που βρίσκεται υπό τον έλεγχο κάποιου, υποχείριος: μηδέποτε γενώμεθα ὑποχείριοι τοῖς πολεμίοις = ας μη γίνουμε ποτέ υποχείριοι στους εχθρούς.
Νέα-Ελληνική: υποχείριος.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ὑπό + *χείρ-ιος (χείρ, χειρός).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὑποχωρέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ὑποχωρέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ὑποχωρέω-ῶ@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε χωρέω -ῶ.
σημασία1: οπισθοχωρώ, αποσύρομαι: ὑπεχώρησαν ἐς τὴν Σάμον.
σημασία2: με αιτιατική υποχωρώ μπροστά σε κάτι: ὄχλον Πελοποννησίων νεῶν ὑποχωρῶ = υποχωρώ μπροστά στο πλήθος των πελοποννησιακών πλοίων.
σημασία3: με δοτική υποχωρώ σε κάποιον: τὸ δημοκρατικὸν ὑπεχώρησε τῷ ὀλιγαρχικῷ = οι δημοκρατικοί υποχώρησαν στους ολιγαρχικούς.
οικογένεια: παράγωγα: ὑποχώρησις.
Νέα-Ελληνική: υποχωρώ (με όλες τις σημ).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ὑπό + χωρέω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὗς-ὑὸς--σῦς-ὁ-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ὗς-ὑὸς-ὁ-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ὗς-ὑὸς-ὁ-ἡ@wordaryElla,
* McsElla.σῦς-ὁ-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.σῦς-ὁ-ἡ@wordaryElla,
σημασία: γουρούνι: ὗς ἀγρίους πλέγμασι δολῶ = παγιδεύω αγριογούρουνα με δίκτυα.
ετυμολογία: *sus, λατινικός sus, suris, γερμ. Sau, αγγλ. sow.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὑστεραῖος-αία-αῖον-επίθετο::
* McsElla.ὑστεραῖος-αία-αῖον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ὑστεραῖος-αία-αῖον@wordaryElla,
σημασία: επόμενος: τῇ ὑστεραίᾳ (ενν. ἡμέρᾳ) = κατά την επόμενη ημέρα.
αντώνυμα: προτεραῖος «προηγούμενος».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ὕστερος + παρ. επίθ. -αῑος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὑστερέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ὑστερέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ὑστερέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ὑστέρουν!~παρατατικός:ὑστερέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ὑστερήσω!~μέλλοντας:ὑστερέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ὑστέρησα!~αόριστος:ὑστερέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ὑστέρηκα!~παρακείμενος:ὑστερέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ὑστερήκειν!~υπερσυντέλικος:ὑστερέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ὑστερήθην!~παθητικός-αόριστος:ὑστερέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: μένω πίσω, έρχομαι αργότερα, καθυστερώ: ὑστέρησαν οὐ πολλῷ = καθυστέρησαν λίγο.
αντώνυμα: προτερέω.
σημασία2: υστερώ σε σχέση με κάποιον, είμαι υποδεέστερός του: ἐμπειρίᾳ τῶν ἄλλων ὑστεροῦσιν = υστερούν σε εμπειρία σε σχέση με τους άλλους.
Νέα-Ελληνική: υστερώ (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ὕστερος + παρ. επίθ. -έω, ακριβές αντίστοιχο του αρχ. ινδ. úttara.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὑφίστημι-ρήμα::
* McsElla.ὑφίστημι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ὑφίστημι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἵστημι.
σημασία1: παθ. φωνή ὑφίσταμαι δεσμεύομαι, υπόσχομαι: ἤγαγε τοὺς ἄνδρας, ὥσπερ ὑπέστη = μετέφερε τους άντρες (στην Αθήνα), όπως υποσχέθηκε.
σημασία2: παθ. φωνή ὑφίσταμαι υφίσταμαι, συγκατατίθεμαι: τὸν κίνδυνον ὑφίσταμαι καὶ οὐ φεύγω = υφίσταμαι τον κίνδυνο και δεν τον αποφεύγω.
οικογένεια: παράγωγα: ὑπόστασις, ὑποστατικός.
Νέα-Ελληνική: υφίσταμαι (με τη σημ. 2, «υπομένω»).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ὑπό + ἵσταμαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὑψηλός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.ὑψηλός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ὑψηλός-ή-ὸν@wordaryElla,
* McsElla.ὑψηλότερος!~συγκριτικός:ὑψηλός-ή-ὸν@wordaryEllα,
* McsElla.ὑψηλότατος!~υπερθετικός:ὑψηλός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία: υψηλός: ἡ πόλις ἐφ’ ὑψηλῶν χωρίων ἦν = η πόλη βρισκόταν πάνω σε υψηλό τόπο.
Νέα-Ελληνική: (υ)ψηλός.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη επίρρ. ὕψι «υψηλά» + παρ. επίθ. -ηλός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὕψιστος-ίστη-ιστον-επίθετο::
* McsElla.ὕψιστος-ίστη-ιστον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ὕψιστος-ίστη-ιστον@wordaryElla,
σημασία: υψηλότατος
συνώνυμα: ὕπατος.
Νέα-Ελληνική: ύψιστος.
ετυμολογία: επίρρ. ὕψι «υψηλά» + παρ. επίθ. -σ-τος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὕω-ρήμα::
* McsElla.ὕω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ὕω@wordaryElla,
* McsElla.ὗον!~παρατατικός:ὕω@wordaryElla,
* McsElla.ὕσω!~μέλλοντας:ὕω@wordaryElla,
* McsElla.ὗσα!~αόριστος-β΄:ὕω@wordaryElla,
* McsElla.ὕσομαι!~μέσος-μέλλοντας:ὕω@wordaryElla,
* McsElla.ὕσθην!~παθητικός-αόριστος:ὕω@wordaryElla,
σημασία: ρίχνω βροχή, βρέχω: ἀνηγάγετο ἐπὶ τὴν Κύζικον ὕοντος πολλῷ = απέπλευσε για την Κύζικο, ενώ έριχνε πολλή βροχή.
* συνήθως στο γ΄ ενικό ὕει = βρέχει.
ετυμολογία: *seu-/su «πιέζω, φιλτράρω» > *ὕyω > ὕω]
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
letter::
* McsEngl.wordaryElla.fi,
====== langoGreekAncient:
* McsElla.λεξικόΕλλα.Φ,
Φ-φ-φεῖ-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.Φ-φ-φεῖ-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Φ-φ-φεῖ-τὸ@wordaryElla,
σημασία: το εικοστό πρώτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Κατά την κλασική περίοδο (5ος-4ος αι. π.Χ.) προφερόταν ως [p] με δασύτητα, δηλ. ως [p], κατά την προφορά του οποίου εκβαλλόταν από το στόμα ελαφρό ρεύμα αέρα, όπως περίπου προφέρεται το p στο αγγλικό pen.
* ως αριθμητικό σύμϐολο φ´ = 500, αλλά ͵φ = 500.000.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
φαγεῖν::
* McsElla.φαγεῖν@wordaryElla,
παρατήρηση: απαρέμφατο του ἔφαγον που χρησιμοποιείται ως αόρ. β΄ του ἐσθίω
* ἔφαγον έφαγα, καταβρόχθισα: ἔχει δύναμιν τοῦ φαγεῖν παντοδαπά = έχει την ικανότητα να φάει κάθε είδους τροφή.
Νέα-Ελληνική: έφαγα.
ετυμολογία: *φαγ-, παράβαλε αρχ. ινδ. bhajati «διανέμω, διαμοιράζω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
φαιδρός-ά-ὸν-επίθετο::
* McsElla.φαιδρός-ά-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.φαιδρός-ά-ὸν@wordaryElla,
* McsElla.φαιδρότερος!~συγκριτικός:φαιδρός-ά-ὸν@wordaryEllα,
* McsElla.φαιδρότατος!~υπερθετικός:φαιδρός-ά-ὸν@wordaryElla,
σημασία: αυτός που λάμπει, λαμπερός: φαιδρὸς κρατήρ = λαμπερός κρατήρας.
οικογένεια: παράγωγα: φαιδρότης, φαιδρύνω, Φαῖδρος, Φαίδρα, σύνθετα: φαιδρωπός.
Νέα-Ελληνική: φαιδρός «γελαστός, χαρούμενος» ή «χαζοχαρούμενος, γελοίος».
ετυμολογία: *φαιδ- (πβ. φαίδ-ιμος «λαμπρός, ένδοξος») + παρ. επίθ. -ρός, παράβαλε λιθουανικός gaidrà «καθαρός ουρανός χωρίς σύννεφα».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
φαίνω-ρήμα::
* McsElla.φαίνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.φαίνω@wordaryElla,
* McsElla.ἔφαινον!~παρατατικός:φαίνω@wordaryElla,
* McsElla.φανῶ!~μέλλοντας:φαίνω@wordaryElla,
* McsElla.ἔφηνα!~αόριστος:φαίνω@wordaryElla,
* McsElla.-πέφαγκα-«έχω-φανερώσει»!~παρακείμενος:φαίνω@wordaryElla,
* McsElla.-πέφηνα-αμετάβατο«έχω-φανερωθεί|έχω-παρουσιαστεί»!~παρακείμενος:φαίνω@wordaryElla,
* McsElla.φανοῦμαι-«θα-φανερώσω-ή-θα-φανερωθώ-(από-μόνος-μου)»!~μέσος-μέλλοντας-κάποτε-αμετάβατη-σημασία:φαίνω@wordaryElla,
* McsElla.ἐφηνάμην-«φανέρωσα»!~μέσος-αόριστος:φαίνω@wordaryElla,
* McsElla.φανήσομαι-«θα-φανώ|θα-φανερωθώ-(από-μόνος-μου)»!~παθητικός-μέλλοντας-αμετάβατη-σημασία:φαίνω@wordaryElla,
* McsElla.ἐφάνην-«φάνηκα|φανερώθηκα-(από-μόνος-μου)»!~παθητικός-αόριστος-αμετάβατη-σημασία:φαίνω@wordaryElla,
* McsElla.πέφασμαι!~παθητικός-παρακείμενος:φαίνω@wordaryElla,
* McsElla.ἐπεφάσμην!~παθητικός-υπερσυντέλικος:φαίνω@wordaryElla,
σημασία1: φέρνω στο φως, φανερώνω: φαίνω θησαυρόν = αποκαλύπτω θησαυρό.
σημασία2: καταγγέλλω: φανῶ σε τοῖς πρυτάνεσι = θα σε καταγγείλω στους πρυτάνεις.
σημασία3: στην παθ. φωνή φαίνομαι
σημασίαα: έρχομαι στο φως, αποκαλύπτομαι, φαίνομαι.
σημασίαβ: με μετοχή είμαι ολοφάνερα κάτι: φαίνεται εὔνους ἡμῖν ὤν = είναι ολοφάνερα ευνοϊκός προς εμάς.
σημασίαγ: με απαρέμφατο δίνω την εντύπωση ότι, φαίνομαι να...: σὺ μέγα πλουτεῖν φαίνει = φαίνεσαι να είσαι πολύ πλούσιος.
Νέα-Ελληνική: φαίνομαι (με τις σημ. 3α, 3β).
ετυμολογία: *φαν-, *φάν-jω > φαίνω «φέρνω στο φως της ημέρας», ομόρρ. με αρχ. ινδ. bha-ti «φωτίζω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
φάλαγξ-αγγος-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.φάλαγξ-αγγος-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.φάλαγξ-αγγος-ἡ@wordaryElla,
σημασία: παράταξη ὁπλιτῶν, δηλ. βαριά οπλισμένων στρατιωτών, σε ετοιμότητα για μάχη: αἱ φάλαγγες τέτταρα στάδια ἀπ’ ἀλλήλων διέχουσιν = οι παρατάξεις των οπλιτών χωρίζονται η μια από την άλλη με τέσσερα στάδια.
Νέα-Ελληνική: φάλαγγα.
ετυμολογία: φαλαγγ- «δοκός, δοκάρι», συγγεν. με γερμ. *belkan-, *balkan- «δοκάρι».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
φάραγξ-αγγος-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.φάραγξ-αγγος-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.φάραγξ-αγγος-ἡ@wordaryElla,
σημασία: φαράγγι.
Νέα-Ελληνική: φαράγγι.
ετυμολογία: φάραγξ «γη που έχει διακοπεί» < *φαρ- «τρυπώ, κόβω» (πβ. φάρος, το «άροτρο, αλέτρι, δηλ. όργανο που τρυπάει τη γη») + επίθ. -αγγ-, όπως σῆρ-αγξ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
φαῦλος-φαύλη|φαῦλος-φαῦλον-επίθετο::
* McsElla.φαῦλος-φαύλη|φαῦλος-φαῦλον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.φαῦλος-φαύλη|φαῦλος-φαῦλον@wordaryElla,
* McsElla.φαυλότερος!~συγκριτικός:φαῦλος-φαύλη|φαῦλος-φαῦλον@wordaryEllα,
* McsElla.φαυλότατος!~υπερθετικός:φαῦλος-φαύλη|φαῦλος-φαῦλον@wordaryElla,
σημασία1: για πράγματα
σημασίαα: εύκολος, ασήμαντος: τὸ ζήτημα ᾧ ἐπιχειροῦμεν οὐ φαῦλον = η έρευνα που αναλαμβάνουμε δεν είναι εύκολη.
σημασίαβ: απλός, συνηθισμένος: ποτὰ πίνεις τὰ φαυλότατα = πίνεις τα πιο απλά ποτά.
σημασίαγ: ευτελής, κακός: φαῦλοι λόγοι = κακά λόγια.
σημασία2: για πρόσωπα
σημασίαα: χαμηλής κοινωνικής τάξεως.
σημασίαβ: ανίκανος, κακός: φαῦλος αὐλητής.
σημασίαγ: απαίδευτος, αμόρφωτος.
Νέα-Ελληνική: φαύλος (με τις σημ. 1γ, 2α).
οικογένεια: παράγωγα: φαυλότης.
ετυμολογία: *φλαῦ-λος > φλαῦρος > φαῦλος ή ενδεχομένως φλαῦ-ρος, καθώς τα -λος/-ρος εναλλάσσονται, φλαυ- αβέβαιη-ετυμολογία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
φέρω-ρήμα::
* McsElla.φέρω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.φέρω@wordaryElla,
* McsElla.ἔφερον!~παρατατικός:φέρω@wordaryElla,
* McsElla.οἴσω!~μέλλοντας:φέρω@wordaryElla,
* McsElla.ἤνεγκα!~αόριστος-α΄:φέρω@wordaryElla,
* McsElla.ἤνεγκον!~αόριστος-β΄:φέρω@wordaryElla,
* McsElla.ἐνήνοχα!~παρακείμενος:φέρω@wordaryElla,
* McsElla.ἐνηνόχειν!~υπερσυντέλικος:φέρω@wordaryElla,
* McsElla.οἴσομαι!~μέσος-μέλλοντας:φέρω@wordaryElla,
* McsElla.οἰσθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:φέρω@wordaryElla,
* McsElla.ἐνεχθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:φέρω@wordaryElla,
* McsElla.ἠνεγκάμην!~μέσος-αόριστος-α΄:φέρω@wordaryElla,
* McsElla.ἠνέχθην!~παθητικός-αόριστος:φέρω@wordaryElla,
* McsElla.ἐνήνεγμαι!~παθητικός-παρακείμενος:φέρω@wordaryElla,
* McsElla.ἐνηνέγμην!~παθητικός-υπερσυντέλικος:φέρω@wordaryElla,
σημασία1: μεταφέρω.
σημασία2: υποφέρω, υφίσταμαι, πάσχω: τὰς συμφορὰς οἷός τ’ ἐστι φέρειν = είναι ικανός να υποφέρει τις συμφορές.
σημασία3: πληρώνω, καταβάλλω: δασμὸν ἡμῖν φέρουσιν τεταγμένον = μας πληρώνουν καθορισμένο δασμό.
σημασία4: παράγω αποφέρω: γῆ καρπὸν φέρει = η γη παράγει καρπό.
σημασία5: στην ενεργ. ή μέση φωνή φέρω ή φέρομαι κερδίζω: τὰ νικητήρια φέρω = κερδίζω το βραβείο της νίκης.
οικογένεια: παράγωγα: φορά, φόρος, φορέω, σύνθετα: ἀναφέρω, ἀποφέρω, φερέγγυος, φερέοικος (για το σαλιγκάρι που κουβαλάει το σπίτι του), περιφερής, θεοφόρος, λεωφόρος, κυοφορέω, οἰσοφάγος.
Νέα-Ελληνική: φέρνω (με τη σημ. 1 και φέρω με τη σημ. 2 στη φρ. φέρω κάτι βαρέως).
ετυμολογία: φέρ-ω, παράβαλε αρχ. ινδ. bhárati «μεταφέρει», λατινικός ferō, γοτθ. baira (ai = e) «μεταφέρω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
φεύγω-ρήμα::
* McsElla.φεύγω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.φεύγω@wordaryElla,
* McsElla.ἔφευγον!~παρατατικός:φεύγω@wordaryElla,
* McsElla.φεύξομαι!~μέλλοντας:φεύγω@wordaryElla,
* McsElla.φευξοῦμαι!~μέλλοντας:φεύγω@wordaryElla,
* McsElla.ἔφυγον!~αόριστος-β΄:φεύγω@wordaryElla,
* McsElla.πέφευγα!~παρακείμενος:φεύγω@wordaryElla,
* McsElla.ἐπεφεύγειν!~υπερσυντέλικος:φεύγω@wordaryElla,
σημασία1: καταφεύγω (γιατί με καταδιώκουν): Κροῖσοςπὶ Σάρδεις ἔφευγεν = ο Κροίσος κατέφευγε προς τις Σάρδεις.
σημασία2: αποφεύγω: χρὴ φεύγειν τὰ παχύνοντα = πρέπει κανείς να αποφεύγει όσα παχαίνουν.
σημασία3: εξορίζομαι: οἱ φεύγοντες = οι εξόριστοι. φεύγω ἐξ Ἀρείου πάγου = εξορίζομαι από τον Άρειο πάγο.
σημασία4: ως δικανικός όρος κατηγορούμαι, ενάγομαι: φεύγω δίκην φόνου = κατηγορούμαι για φόνο. ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος. ἀσεβείας φεύγω ὑπὸ Μελήτου = κατηγορούμαι για ασέβεια από το Μέλητο. παρανόμων (γεν. πληθ. ουδ.) φεύγω = κατηγορούμαι για πρόταση ψηφίσματος που αντίκειται στους κειμένους νόμους.
αντώνυμα: διώκω «κατηγορώ, ενάγω».
οικογένεια: παράγωγα: φυγή, φυγάς, φυγαδεύω, φευκτέος, σύνθετα: ἀποφεύγω, διαφεύγω, φυγόδικος, φυγόπονος, πρόσφυξ, κρησφύγετον.
Νέα-Ελληνική: φεύγω, που αντιστοιχεί στο αρχ. ἄπειμι.
ετυμολογία: *bheu-g- > φεύγ-ω (πβ. λιθουανικός baugùs «που φεύγει, δειλός»), *bhu-g- > φυγεῖν (πβ. λατινικός fuga).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
φημὶ-ρήμα::
* McsElla.φημὶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.φημὶ@wordaryElla,
* McsElla.φήσω!~μέλλοντας:φημὶ@wordaryElla,
* McsElla.ἔφησα!~αόριστος-α΄:φημὶ@wordaryElla,
* McsElla.ἔφην!~αόριστος-β΄:φημὶ@wordaryElla,
σημασία1: λέγω, ισχυρίζομαι: ὅτι οἷος μὴ αἰσχύνεσθαι καὶ αὐτὸς φῄς = ότι μπορείς να μην ντρέπεσαι και ο ίδιος το λες.
σημασία2: οὔ φημι + απαρέμφατο αρνούμαι, λέγω ότι δεν...: οὐκ ἔφασαν ἐπιτρέψειν ταῦτα γενέσθαι = είπαν ότι δε θα επιτρέψουν να γίνουν αυτά τα πράγματα.
σημασία3: σε απαντήσεις
σημασίαα: φημὶ ή οὕτως φημὶ ναι: Σωκράτης: Χρὴ τὸν λόγον ἐξετάζοντα σκοπεῖν εἰ συμφωνεῖ. – Φαῖδρος: Φημί = Σ.: Πρέπει εξετάζοντας κανείς τη λογική να παρατηρήσει αν αυτή συμφωνεί (με τον Ιπποκράτη). – Φ.: Ναι.
σημασίαβ: οὔ φημι λέω όχι: ἤρετο εἰ αἰσθάνοιτο, ὁ δ’ οὐκ ἔφη = τον ρώτησε αν το έμαθε και εκείνος είπε όχι.
σημασία4: προστάζω: ἔφην τῷ Ὀρθοβούλῳ ἐξαλεῖψαί με ἐκ τοῦ καταλόγου = πρόσταξα τον Ορθόβουλο να με σβήσει από τον κατάλογο.
οικογένεια: παράγωγα: φήμη, φάσις, φατὸς «που μπορεί να ειπωθεί», σύνθετα: ἀπόφημι «αρνούμαι», σύμφημι «συμφωνώ», ἐπευφημία, περίφημος, εὐφημέω, κακόφημος, προφήτης, ἀντίφασις, θέσφατος «εκφρασμένος από το θεό», ἀφασία.
ετυμολογία: φημί, δωρ. φᾱμί, παράβαλε αρμ. bam = φημί, για το φήμη/φάμᾱ παράβαλε λατινικός fāma, fabula «διήγηση, μύθος».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
φθάνω-ρήμα::
* McsElla.φθάνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.φθάνω@wordaryElla,
* McsElla.ἔφθανον!~παρατατικός:φθάνω@wordaryElla,
* McsElla.φθήσομαι!~μέλλοντας:φθάνω@wordaryElla,
* McsElla.φθάσω!~μέλλοντας:φθάνω@wordaryElla,
* McsElla.ἔφθασα!~αόριστος:φθάνω@wordaryElla,
* McsElla.ἔφθην!~αόριστος:φθάνω@wordaryElla,
* McsElla.ἔφθακα!~παρακείμενος:φθάνω@wordaryElla,
* McsElla.ἐφθάκειν!~υπερσυντέλικος:φθάνω@wordaryElla,
σημασία1: έρχομαι πρώτος, ενεργώ πρώτος, προφθάνω κάποιον: πρὶν ἐλθεῖν αὐτοὺς φθάσαιβούλοντο = ήθελαν να ενεργήσουν πρώτοι, πριν έρθουν αυτοί.
σημασία2: με μετοχή προφθάνω, πρώτος κάνω κάτι: ἔφθασε ὁ Ἡρακλῆς τοξεύσας καὶ ἀνελὼν αὐτόν = πρόφθασε ο Ηρακλής να τον τοξεύσει και να τον σκοτώσει.
οικογένεια: σύνθετα: καταφθάνω, προφθάνω.
Νέα-Ελληνική: φθάνω & φτάνω. Οι αρχαίοι για το σημερινό φτάνω χρησιμοποιούσαν το ἀφικνοῦμαι.
ετυμολογία: φθάνω < *φθάνFω < *φθάνευμι/*φθάνυμι, χωρίς αντιστοιχία στις λοιπές ινδοευρωπαϊκός γλώσσες.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
φθείρω-ρήμα::
* McsElla.φθείρω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.φθείρω@wordaryElla,
* McsElla.ἔφθειρον!~παρατατικός:φθείρω@wordaryElla,
* McsElla.φθερῶ!~μέλλοντας:φθείρω@wordaryElla,
* McsElla.ἔφθειρα!~αόριστος:φθείρω@wordaryElla,
* McsElla.ἔφθαρκα!~παρακείμενος:φθείρω@wordaryElla,
* McsElla.ἐφθάρκειν!~υπερσυντέλικος:φθείρω@wordaryElla,
* McsElla.φθεροῦμαι-«θα-φθαρώ»!~μέσος-μέλλοντας-παθητική-σημασία:φθείρω@wordaryElla,
* McsElla.φθαρήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:φθείρω@wordaryElla,
* McsElla.ἐφθάρην!~παθητικός-αόριστος:φθείρω@wordaryElla,
* McsElla.ἔφθαρμαι!~παθητικός-παρακείμενος:φθείρω@wordaryElla,
* McsElla.ἐφθάρμην!~παθητικός-υπερσυντέλικος:φθείρω@wordaryElla,
σημασία: φθείρω.
Νέα-Ελληνική: φθείρω.
ετυμολογία: *φθέρ- + παρ. επίθ. -jω > φθείρω, ινδοευρωπαϊκός αρχής με αρχική σημ. «προκαλώ τη ρευστοποίηση, εξαφανίζω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
φθίνω--φθίω-ρήμα::
* McsElla.φθίνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.φθίω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.φθίω@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.φθίνω@wordaryElla,
* McsElla.ἔφθινον!~παρατατικός:φθίνω@wordaryElla,
* McsElla.φθ(ε)ίσω!~μέλλοντας:φθίνω@wordaryElla,
* McsElla.ἔφθ(ε)ισα!~αόριστος:φθίνω@wordaryElla,
* McsElla.ἔφθ(ε)ικα!~παρακείμενος:φθίνω@wordaryElla,
σημασία1: για χρόνο τελειώνω, λήγω μὴν φθίνων = το τελευταίο δεκαήμερο του μήνα. ἄρχει τῶν σπονδῶν ἄρχων Ἀλκαῖος Ἐλαφηβολιῶνος μηνὸς ἕκτῃ φθίνοντος = θα εγκαινιάσει τη συνθήκη ο άρχοντας Αλκαίος, έξι μέρες πριν τελειώσει ο μήνας Ελαφηβολιών.
αντώνυμα: μὴν ἱστάμενος «το πρώτο δεκαήμερο του μήνα», μὴν μεσῶν «το μεσαίο δεκαήμερο του μήνα».
σημασία2: φθίνω, παρακμάζω.
οικογένεια: παράγωγα: φθίσις, φθισικός, φθιτός. σύνθετα: ἀποφθίνω, φθινόπωρον, ἄφθιτος «αθάνατος».
Νέα-Ελληνική: φθίνω (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: φθίνω < *φθίνFω < *φθίνυμι (από όπου φθινύω), χωρίς βέβαιη αντιστοιχία στις λοιπές ινδοευρωπαϊκός γλώσσες.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
φιλέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.φιλέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.φιλέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐφίλουν!~παρατατικός:φιλέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.φιλήσω!~μέλλοντας:φιλέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐφίλησα!~αόριστος:φιλέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.πεφίληκα!~παρακείμενος:φιλέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.φιλήσομαι-«θα-αγαπηθώ-κτλ.»!~μέσος-μέλλοντας-παθητική-σημασία:φιλέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐφιλήθην!~παθητικός-αόριστος:φιλέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.πεφίλημαι!~παθητικός-παρακείμενος:φιλέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: μεταβατικό αγαπώ: εἰκὸς οὓς ἄν τις ἡγῆται χρηστοὺς φιλεῖν = είναι λογικό να αγαπά κανείς εκείνους που θεωρεί καλούς.
αντώνυμα: μισέω.
σημασία2: φιλώ.
σημασία3: αμετάβατο συμβαίνω συνήθως, συνηθίζω: φιλεῖ τὸ πλῆθος ἐν τούτοις τὸν βίον διάγειν = συνηθίζουν οι απλοί πολίτες να περνούν τη ζωή τους με αυτά.
οικογένεια: παράγωγα: φίλημα, φιλία, φίλτρον.
Νέα-Ελληνική: φιλώ (με σημ. 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη φίλος + παρ. επίθ. -έω, βλέπε φίλος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
φιλία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.φιλία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.φιλία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: φιλία.
σημασία2: αγάπη.
ετυμολογία: ουσιαστικοποίηση του θηλ. του επιθ. βλέπε φίλιος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
φίλιος-ία-ιον-επίθετο::
* McsElla.φίλιος-ία-ιον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.φίλιος-ία-ιον@wordaryElla,
* McsElla.φιλιώτερος!~συγκριτικός:φίλιος-ία-ιον@wordaryElla,
σημασία: φιλικός: ἦν τὸ Ῥίον φίλιον τοῖς Ἀθηναίοις = ήταν το Ρίο φιλικό προς τους Αθηναίους.
Νέα-Ελληνική: φίλιος (στη στρατιωτική φρ. φίλιες δυνάμεις).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη φίλος + παρ. επίθ. -ιος, βλέπε φίλος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
φιλοκαλέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.φιλοκαλέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.φιλοκαλέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: αγαπώ το ωραίο: φιλοκαλοῦμεν μετ’ εὐτελείας = αγαπούμε το ωραίο με απλότητα.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη φιλόκαλος (σύνθετα: φίλος/φιλέω + καλόν) + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
φιλόλογος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.φιλόλογος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.φιλόλογος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που αγαπά τα πολλά λόγια, φλύαρος: ἡ πόλις ἡμῶν (αἱ Ἀθῆναι) φιλόλογόςστι καὶ πολύλογος.
αντώνυμα: βραχύλογος.
σημασία2: φίλος της φιλοσοφικής συζήτησης.
αντώνυμα: μισόλογος.
σημασία3: φίλος των γραμμάτων: Λακεδαιμόνιοι Χίλωνα τῶν γερόντων ἐποίησαν ἥκιστα φιλόλογοι ὄντες = οι Λακεδαιμόνιοι έκαναν το Χίλωνα μέλος της γερουσίας, αν και ήταν ελάχιστα φίλοι των γραμμάτων.
σημασία4: μελετητής, λόγιος.
οικογένεια: παράγωγα: φιλολογία.
Νέα-Ελληνική: φιλόλογος (ουσιαστικοπ., κυρίως με τη σημ. 4).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη φίλος/φιλέω + λόγος, παράβαλε φιλόλογος = ὁ φιλῶν λόγους.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
φιλονικέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.φιλονικέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.φιλονικέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: αγαπώ τη νίκη, επιδιώκω να υπερισχύσω ανταγωνιζόμενος τους άλλους, λογομαχώ: φιλονικοῦσιν καὶ οὐ τὸ προκείμενον ζητοῦσιν = επιδιώκει ο καθένας τους να υπερισχύσει και δε διερευνούν το προκείμενο θέμα.
σημασία2: με θετική σημ. συναγωνίζομαι, εκδηλώνω άμιλλα: περὶ καλλίστων ἐφιλονίκουν = συναγωνίζονταν για τα πιο ωραία πράγματα.
Νέα-Ελληνική: φιλονικώ «λογομαχώ».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη φιλόνικος (σύνθετη-λέξη φιλέω + νίκη) + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
φιλοπονέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.φιλοπονέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.φιλοπονέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: εκδηλώνω μεγάλη εργατικότητα: τῇ ἑαυτοῦ γνώμῃ φιλοπονεῖ = εκδηλώνει μεγάλη εργατικότητα με δική του θέληση.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη φιλόπονος (σύνθετη-λέξη φίλος / φιλέω + πόνος) + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
φίλος-η-ον-επίθετο::
* McsElla.φίλος-η-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.φίλος-η-ον@wordaryElla,
* McsElla.φίλτερος!~συγκριτικός:φίλος-η-ον@wordaryEllα,
* McsElla.φιλαίτερος!~συγκριτικός:φίλος-η-ον@wordaryEllα,
* McsElla.φιλώτερος!~συγκριτικός:φίλος-η-ον@wordaryEllα,
* McsElla.φίλτατος!~υπερθετικός:φίλος-η-ον@wordaryEllα,
* McsElla.φιλαίτατος!~υπερθετικός:φίλος-η-ον@wordaryElla,
σημασία1: για πρόσωπα αγαπητός.
αντώνυμα: ἐχθρὸς «μισητός».
* στην αττική διάλεκτο η κλητική του ενικού φίλε σχηματίζεται και ως φίλος: ὦ φίλος, ὦ φίλος = αγαπητέ μου, αγαπητέ μου.
σημασία2: ως ουσιαστικό ὁ φίλος φίλος.
οικογένεια: παράγωγα: φιλία, φιλότης, φιλέω, φίλημα, φιλικός, φίλτρον «ο τρόπος να είσαι αγαπητός», φίλιος, σύνθετα: ἄφιλος, θεοφιλής, φιλόσοφος, φιλοσοφία.
Νέα-Ελληνική: φίλος (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: άγνωστης ετυμ., φίλ-ος, χωρίς αντιστοιχία στις λοιπές ινδοευρωπαϊκός γλώσσες.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
φιλοσοφέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.φιλοσοφέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.φιλοσοφέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: αμετάβατο αγαπώ τη σοφία, τη γνώση, την επιδιώκω: διὰ τὸ θαυμάζειν οἱ ἄνθρωποι ἤρξαντο φιλοσοφεῖν = οι άνθρωποι άρχισαν να επιδιώκουν τη γνώση, επειδή είχαν (πολλές) απορίες.
σημασία2: μεταβατικό συζητώ, ερευνώ, μελετώ: φιλοσοφῶ τὰ τοῦ βίου πράγματα = μελετώ τις συνθήκες της ζωής.
Νέα-Ελληνική: φιλοσοφώ «μετριάζω τη σοβαρότητα μιας κατάστασης».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη φιλόσοφος (σύνθετη-λέξη φίλος/φιλέω + σοφία) + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
φιλοτησία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.φιλοτησία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.φιλοτησία-ας-ἡ@wordaryElla,
παρατήρηση: με ή χωρίς το κύλιξ (= ποτήρι) το ποτήρι της φιλίας ή της αγάπης: συνεστεφανοῦτο Φιλίππῳ καὶ φιλοτησίας προύπινεν = φορούσε μαζί με το Φίλιππο στεφάνια και έπινε στην υγειά της φιλίας τους.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη φιλότης + παρ. επίθ. -ήσιος, με ουσιαστικοπ..
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
φιλοτιμέομαι-οῦμαι-ρήμα::
* McsElla.φιλοτιμέομαι-οῦμαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.φιλοτιμέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐφιλοτιμούμην!~παρατατικός:φιλοτιμέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.φιλοτιμήσομαι!~μέλλοντας:φιλοτιμέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.φιλοτιμηθήσομαι-μεταγενέστερος!~μέλλοντας:φιλοτιμέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐφιλοτιμήθην!~αόριστος:φιλοτιμέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐφιλοτιμησάμην-μεταγενέστερος!~αόριστος:φιλοτιμέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.πεφιλοτίμημαι!~παρακείμενος:φιλοτιμέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
σημασία1: αγαπώ ή επιζητώ την τιμή ή τη δόξα: ἐφιλοτιμήθην ὡς ὑὸς ὢν ἐκείνου = επιζητούσα τις τιμές, καθώς ήμουν γιος εκείνου.
σημασία2: είμαι περήφανος: οὐ φιλοτιμοῦμαι ἐπὶ τοῖς πεπραγμένοις = δεν είμαι περήφανος για αυτά που έχουν γίνει.
σημασία3: αγωνίζομαι με ζήλο: φιλοτιμοῦμαί σοι φίλῳ χρῆσθαι = αγωνίζομαι να σε κάνω φίλο μου.
Νέα-Ελληνική: φιλοτιμούμαι «ενεργώ με ελατήριο τη φιλοτιμία».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη φιλότιμος (σύνθετη-λέξη φίλος/φιλέω + τιμή) + παρ. επίθ. -έομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
φιλότιμος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.φιλότιμος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.φιλότιμος-ος-ον@wordaryElla,
* McsElla.φιλοτιμότερος!~συγκριτικός:φιλότιμος-ος-ον@wordaryEllα,
* McsElla.φιλοτιμότατος!~υπερθετικός:φιλότιμος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία1: με θετική ή αρνητική σημ. αυτός που αγαπά τις τιμές και διακρίσεις, ο φιλόδοξος, ο κενόδοξος.
σημασία2: φιλότιμος ἐπί τινι αυτός που επιδιώκει να διακρίνεται σε κάτι.
Νέα-Ελληνική: φιλότιμος «που ενεργεί από ηθική υποχρέωση».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
φιλοφρονέομαι-οῦμαι-ρήμα::
* McsElla.φιλοφρονέομαι-οῦμαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.φιλοφρονέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐφιλοφρονούμην!~παρατατικός:φιλοφρονέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.φιλοφρονήσομαι!~μέλλοντας:φιλοφρονέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐφιλοφρονησάμην!~αόριστος:φιλοφρονέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐφιλοφρονήθην!~αόριστος:φιλοφρονέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
σημασία1: με αιτιατική προσώπου ως αντικείμενο συμπεριφέρομαι με ευμένεια προς κάποιον: φιλοφρονοῦνται ἀλλήλους = συμπεριφέρεται ο ένας προς τον άλλο με ευμένεια.
σημασία2: με δοτική προσώπου ως αντικείμενο συμπεριφέρομαι φιλικά σε κάποιον: φιλοφρονοῦμαί τινι.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη φιλόφρων + παρ. επίθ. -εόμαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
φίλτρον-ου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.φίλτρον-ου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.φίλτρον-ου-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: μέσο για να γίνεις αγαπητός σε κάποιον, ερωτικά μάγια: φίλτρα καὶ θελκτήρια ἔρωτος = ελκυστικά και θελκτικά μέσα για τον έρωτα.
σημασία2: αγάπη, αφοσίωση: τὸ πρὸς τὴν πατρίδα φίλτρον.
Νέα-Ελληνική: φίλτρο (και με τις δύο σημ.).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη φίλ- (φίλος, φιλέω) + παρ. επίθ. -τρον, βλέπε φίλος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
φλόξ-φλογός-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.φλόξ-φλογός-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.φλόξ-φλογός-ἡ@wordaryElla,
σημασία: φλόγα.
οικογένεια: παράγωγα: φλογίζω, φλογισμός, φλογερός, σύνθετα: φλογοειδής, ἀφλόγιστος.
Νέα-Ελληνική: φλόγα.
ετυμολογία: φλόξ < *φλόγ-ς < φλέγ-ω, *bhel- «καίω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
φοιτάω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.φοιτάω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.φοιτάω-ῶ@wordaryElla,
παρατήρηση: αμετάβατο, για πρόσωπα συχνά πηγαίνω κάπου, συχνάζω (σε φίλο για επίσκεψη ή σε δάσκαλο για μάθηση): εἰώθαμεν φοιτᾶν παρὰ τὸν Σωκράτη = συνηθίσαμε να συχνάζουμε στο Σωκράτη. παῖς ὢν ἐφοίτας ἐς τίνος διδασκάλου (ενν.: οἶκον); = όταν ήσουν παιδί σε ποιο δάσκαλο σύχναζες;
οικογένεια: παράγωγα: φοίτησις, φοιτητής, σύνθετα: ἀποφοιτάω, ἐπιφοίτησις.
Νέα-Ελληνική: φοιτώ (με την ίδια σημ. και «είμαι φοιτητής»).
ετυμολογία: *φοι- + -*ιτάω, άγνωστης αρχής, πιθανόν *gwh-.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
φορά-ᾶς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.φορά-ᾶς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.φορά-ᾶς-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: καταβολή, πληρωμή: χρημάτων φορά = καταβολή χρημάτων.
σημασία2: κίνηση, κατεύθυνση: ἄστρων φοραί = κινήσεις των άστρων.
σημασία3: δημιουργία, παραγωγή: φορὰ καρποῦ, φορά πτηνῶν.
Νέα-Ελληνική: φορά (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: φέρ-ω + παρ. επίθ. -ά, με τροπή του ε σε ο, βλέπε φέρω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
φορτικός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.φορτικός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.φορτικός-ή-ὸν@wordaryElla,
* McsElla.φορτικώτερος!~συγκριτικός:φορτικός-ή-ὸν@wordaryEllα,
* McsElla.φορτικώτατος!~υπερθετικός:φορτικός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία1: φορτηγός, μεταφορικός: φορτικὸν πλοῖον = μεταφορικό πλοίο.
σημασία2: κουραστικός: ἡ λειτουργία ἦν φορτικωτάτη.
σημασία3: κοινός, της μάζας, του όχλου: οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι = οι κοινοί άνθρωποι που είναι και ο όχλος.
οικογένεια: παράγωγα: φορτηγός, φορτίζω, φορτόω, σύνθετα: κατάφορτος.
Νέα-Ελληνική: φορτικός (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη φόρτ-ος (< φέρω + -τος) + παρ. επίθ. -ικός, βλέπε φέρω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
φρίττω-ρήμα::
* McsElla.φρίττω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.φρίττω@wordaryElla,
* McsElla.ἔφριττον!~παρατατικός:φρίττω@wordaryElla,
* McsElla.φρίξω!~μέλλοντας:φρίττω@wordaryElla,
* McsElla.ἔφριξα!~αόριστος:φρίττω@wordaryElla,
* McsElla.πέφρικα!~παρακείμενος:φρίττω@wordaryElla,
* McsElla.ἐφριξάμην!~μέσος-αόριστος:φρίττω@wordaryElla,
παρατήρηση: o κοινός τύπος είναι φρίσσω.
σημασία: ανατριχιάζω: τοῦτο τίς οὐκ ἂν ἔφριξε ποιῆσαι; = αυτό ποιος δε θα ανατρίχιαζε να το κάνει;
οικογένεια: παράγωγα: φρίκη, φρικαλέος, φρικώδης, φρικτός, Φρῖξος.
Νέα-Ελληνική: φρίττω (με την ίδια σημ.).
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία, ίσως *bhreg-, παράβαλε γαλατ. brig «κορυφή (δέντρου)», *φρίκ- (φρίξ, φρικός, ἡ «φρικίαση, ελαφρός κυματισμός της θάλασσας») + παρ. επίθ. -jω > φρίττω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
φρήν-φρενός-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.φρήν-φρενός-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.φρήν-φρενός-ἡ@wordaryElla,
σημασία: ο νους (ως έδρα της λογικής και των διανοητικών διεργασιών του ανθρώπου), αντίληψη, σκέψη.
* στον πληθυντικό αἱ φρένες τα λογικά: ἐξέστην φρενῶν = έχασα τα λογικά μου.
οικογένεια: παράγωγα: φρονέω, φρόνημα, φροντίζω, φροντίς, σύνθετα: φρενήρης, φρενοβλαβής, εὔφρων,χέφρων, παράφρων.
Νέα-Ελληνική: στις φρ. έξω φρενών, έχω σώας τας φρένας.
ετυμολογία: ομόρρ. του φράζω «δίνω στον άλλο να καταλάβει», *φραδ-, *φρνο-δ-, για το επίθ. -ὴν παράβαλε ἀδήν, αὐχήν, σπλήν, που είναι όλα όργανα του σώματος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
φρονέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.φρονέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.φρονέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐφρόνουν!~παρατατικός:φρονέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.φρονήσω!~μέλλοντας:φρονέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐφρόνησα!~αόριστος:φρονέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.πεφρόνηκα!~παρακείμενος:φρονέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: σκέπτομαι, είμαι συνετός: ἐν τούτῳ τῆς ἡλικίας καθέστηκα ἐν ᾧ κράτιστός εἰμι φρονεῖν = έχω φτάσει σε τέτοια ηλικία που μπορώ να σκέπτομαι άριστα.
σημασία2: με επιρρήματα εὖ φρονῶ
σημασίαα: σκέπτομαι ορθά, είμαι στα λογικά μου: αὐτὸς εὖ φρονῶν διέθετο = ο ίδιος συνέταξε τη διαθήκη του, όταν ήταν στα λογικά του.
σημασίαβ: έχω συγκεκριμένη διάθεση απέναντι σε κάποιον: εὖ φρονοῦντες εἰς ὑμᾶς τυγχάνουσιν = τυχαίνει να έχουν απέναντί σας θετική διάθεση.
σημασία3: μέγα φρονῶ
σημασίαα: έχω μεγάλη ιδέα για κάτι, υπερηφανεύομαι: ἐφ’ ἑαυτῷ μέγα φρονεῖ = έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του.
σημασίαβ: μικρὸν φρονῶ έχω δουλικό φρόνημα: μελετῶντες πάντα τρόπον μικρὸν φρονεῖν = εκπαιδεύοντας με κάθε τρόπο τον εαυτό τους να έχουν δουλικό φρόνημα.
σημασία4: τά τινος φρονῶ είμαι υποστηρικτής κάποιου: φρονεῖ τὰ Βρασίδου = είναι υποστηρικτής του Βρασίδα.
Νέα-Ελληνική: φρονώ «πιστεύω ακράδαντα».
ετυμολογία: *φρεν- (φρήν, φρενός) + παρ. επίθ. -έω, με τροπή του ε σε ο, βλέπε φρήν.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
φρόνημα-ατος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.φρόνημα-ατος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.φρόνημα-ατος-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: γνώμη, πεποίθηση, φρόνημα: ἐν ἐλευθέρῳ φρονήματι βεβίωκα = έχω ζήσει με ελεύθερο φρόνημα.
σημασίαα: με θετική σημ. μεγαλοφροσύνη, υψηλό φρόνημα: ἀνὴρ φρόνημα ἔχων = άντρας με υψηλό φρόνημα.
σημασίαβ: με αρνητική σημ. αλαζονεία, έπαρση: τὸ τῶν μάντεων σχῆμα φρονήματος πληροῦται = η συντεχνία των μάντεων είναι γεμάτη αλαζονεία.
Νέα-Ελληνική: φρόνημα (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: φρον-έω + παρ. επίθ. -η-μα, βλέπε φρονέω, φρήν.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
φροντίζω-ρήμα::
* McsElla.φροντίζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.φροντίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐφρόντιζον!~παρατατικός:φροντίζω@wordaryElla,
* McsElla.φροντιῶ!~μέλλοντας:φροντίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐφρόντισα!~αόριστος:φροντίζω@wordaryElla,
* McsElla.πεφρόντικα!~παρακείμενος:φροντίζω@wordaryElla,
* McsElla.φροντιοῦμαι!~μέσος-μέλλοντας:φροντίζω@wordaryElla,
* McsElla.πεφρόντισμαι!~παθητικός-παρακείμενος:φροντίζω@wordaryElla,
σημασία1: με γενική περιποιούμαι: φροντίζω τῶν οἰκετῶν = περιποιούμαι τους δούλους.
σημασία2: με πλάγια ερωτηματική πρόταση εξετάζω, μεριμνώ: οὐ φροντίζω ὅ τι βούλεται ἑαυτὸν καλεῖν = δε μεριμνώ για το πώς θέλει να ονομάζει τον εαυτό του. οὐ φροντίζουσιν ὅπως φίλους κτήσωνται = δε μεριμνούν πώς να αποκτήσουν φίλους.
σημασία3: με τελική μετοχή ετοιμάζομαι, παίρνω τα μέτρα μου: φροντίζεθ’ ὡς μαχούμενοι = ετοιμαστείτε να πολεμήσετε.
Νέα-Ελληνική: φροντίζω (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: φροντίς (βλέπε φρήν) + παρ. επίθ. -ίζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
φυγή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.φυγή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.φυγή-ῆς-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: φυγή (στη μάχη): οἱ δὲ πλεῖστοι εἰς φυγὴν ὥρμων = οι περισσότεροι ορμούσαν σε φυγή.
σημασία2: αποφυγή: νόσων ἀμηχάνων φυγή = η δυνατότητα αποφυγής των ακαταπολέμητων ασθενειών.
σημασία3: εξορία: φυγὴν κατέγνωσαν αὐτῶν = τους καταδίκασαν σε εξορία.
Νέα-Ελληνική: φυγή (με τις σημ. 1, 2).
ετυμολογία: φυγ- (ἔ-φυγ-ον) + παρ. επίθ. -ή, βλέπε φεύγω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
φυλακή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.φυλακή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.φυλακή-ῆς-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: φύλαξη, φρούρηση: φυλακὴν εἶχεν μὴ ἐκ Κορίνθου ἐκπλεῖν μηδένα = φρουρούσε, ώστε κανείς να μην εκπλεύσει από την Κόρινθο. ἐν φυλακῇ ἔχω τινά = φυλάσσω κάποιον.
σημασία2: στρατιωτικός σταθμός: φυλακὴ ἀνδρῶν.
σημασία3: ημερήσια ή νυκτερινή βάρδια: φυλακαὶ νυκτεριναὶ καὶ ἡμεριναί.
Νέα-Ελληνική: φυλακή «τόπος τιμωρημένων».
ετυμολογία: *φυλακ- (πβ. φυλάττω/φυλάσσω < *φυλάκ-j- ω) + παρ. επίθ. -ή.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
φύλαξ-ακος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.φύλαξ-ακος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.φύλαξ-ακος-ὁ@wordaryElla,
σημασία: φύλακας, φρουρός: φύλακας τοῦ ἡμίσεος τείχους κατέλιπον = άφησαν φρουρούς αρκετούς για το μισό τείχος.
Νέα-Ελληνική: φύλακας.
ετυμολογία: άγνωστης αρχής, *φύλακ-ς < αρχαιότερο φυλακός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
φυλάττω-ρήμα::
* McsElla.φυλάττω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.φυλάττω@wordaryElla,
* McsElla.ἐφύλαττον!~παρατατικός:φυλάττω@wordaryElla,
* McsElla.φυλάξω!~μέλλοντας:φυλάττω@wordaryElla,
* McsElla.ἐφύλαξα!~αόριστος:φυλάττω@wordaryElla,
* McsElla.πεφύλαχα!~παρακείμενος:φυλάττω@wordaryElla,
* McsElla.φυλάξομαι!~μέσος-μέλλοντας:φυλάττω@wordaryElla,
* McsElla.φυλαχθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:φυλάττω@wordaryElla,
* McsElla.ἐφυλαξάμην!~μέσος-αόριστος:φυλάττω@wordaryElla,
* McsElla.ἐφυλάχθην!~παθητικός-αόριστος:φυλάττω@wordaryElla,
* McsElla.πεφύλαγμαι!~παθητικός-παρακείμενος:φυλάττω@wordaryElla,
παρατήρηση: ο κοινός τύπος είναι φυλάσσω.
σημασία1: φρουρώ: ἐφύλαττον τὰ βασίλεια = φρουρούσαν τα ανάκτορα.
σημασία2: μεταφορ. τηρώ, εφαρμόζω: τοὺς νόμους, τὰς συνθήκας.
σημασία3: ως μέσο φυλάττομαι
σημασίαα: αμετάβατο προφυλάγομαι: πορεύονται φυλαττόμενοι = προχωρούν προσέχοντας τον εαυτό τους.
σημασίαβ: μεταβατικό με αιτιατική προφυλάγομαι από κάτι/ κάποιον: φυλάττομαί τι/τινα.
οικογένεια: παράγωγα: φυλακή, φύλαξ, φύλαξις.
Νέα-Ελληνική: φυλάω, φυλάσσω (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: *φυλάκ-jω (φύλαξ, -ακ-ος) > φυλάττω / φυλάσσω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
φῦλον-ου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.φῦλον-ου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.φῦλον-ου-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: φυλή, τάξη: ἡρωικὸν φῦλον = η τάξη των ηρώων. τὸ τῶν σοφιστῶν φῦλον = η τάξη των σοφιστών.
σημασία2: φύλο: τὸ θῆλυ φῦλον, τὸ ἄρρεν φῦλον.
σημασία3: εθνότητα: φῦλα Πελασγῶν = οι εθνότητες των Πελασγών.
οικογένεια: παράγωγα: φυλετικός, σύνθετα: φύλαρχος, ἀλλόφυλος, ὁμόφυλος.
Νέα-Ελληνική: φύλο (με τις σημ. 2, 3).
ετυμολογία: φῦλον, φυλή < *φυ- (φύ-ομαι) + παρ. επίθ. -λον/-λη με αρχική σημ. «αυτός που έχει αναπτυχθεί μέσα σε μια ομάδα», παράβαλε φυτόν = αρχ. σλαβ. bylĭje «φυτό».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
φύρω-ρήμα::
* McsElla.φύρω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.φύρω@wordaryElla,
* McsElla.ἔφυρον!~παρατατικός:φύρω@wordaryElla,
* McsElla.φύρσω!~μέλλοντας:φύρω@wordaryElla,
* McsElla.ἔφυρα!~αόριστος:φύρω@wordaryElla,
* McsElla.ἐφύρθην!~παθητικός-αόριστος:φύρω@wordaryElla,
* McsElla.ἐφύρην!~παθητικός-αόριστος-β΄:φύρω@wordaryElla,
* McsElla.πέφυρμαι!~παθητικός-παρακείμενος:φύρω@wordaryElla,
σημασία: αναμειγνύω: γῆ αἵματι πεφυρμένη = χώμα ανακατωμένο με αίμα.
οικογένεια: παράγωγα: φυράω, φύραμα, φύρδην.
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία, ίσως ομόρρ. με λατινικός ferveō «κοχλάζω», fermentum «προζύμι», *φύρ-jω > φύρω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
φύσις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.φύσις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.φύσις-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: ο χαρακτήρας κάποιου, η ιδιοσυγκρασία του: οὐ δημοτικὸς τὴν φύσιν ἐστίν = δεν είναι δημοκρατικός στην ιδιοσυγκρασία.
σημασία2: η κανονική τάξη της φύσης, ο νόμος της φύσης: ἄνοια παρὰ φύσιν δοκοῦσα εἶναι = τρέλα που φαίνεται να είναι παρά φύσιν.
* σε δοτική ως επίρρ. φύσει εκ φύσεως: ὁ ἄνθρωπος φύσει πολιτικὸν ζῷόν ἐστιν.
σημασία3: είδος: ἐκλέγονται ἐκ τοσούτων χρωμάτων μίαν φύσιν τὴν τῶν λευκῶν = διαλέγουν από τα τόσα χρώματα ένα είδος, το είδος του λευκού.
οικογένεια: παράγωγα: φυσικός, σύνθετα: φυσιογνώμων, φυσιολόγος.
Νέα-Ελληνική: φύση (με τις σημ. 1, 2).
ετυμολογία: *φυ- (φύ-ομαι) + παρ. επίθ. -σις > φύσις «ό,τι αποτελεί τη φυσική πραγματικότητα, φύση», βλέπε φύω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
φυτεύω-ρήμα::
* McsElla.φυτεύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.φυτεύω@wordaryElla,
* McsElla.ἐφύτευον!~παρατατικός:φυτεύω@wordaryElla,
* McsElla.φυτεύσω!~μέλλοντας:φυτεύω@wordaryElla,
* McsElla.ἐφύτευσα!~αόριστος:φυτεύω@wordaryElla,
* McsElla.πεφύτευκα!~παρακείμενος:φυτεύω@wordaryElla,
* McsElla.φυτεύσομαι!~μέσος-μέλλοντας:φυτεύω@wordaryElla,
* McsElla.ἐφυτευσάμην!~μέσος-αόριστος:φυτεύω@wordaryElla,
* McsElla.φυτευθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:φυτεύω@wordaryElla,
* McsElla.ἐφυτεύθην!~παθητικός-αόριστος:φυτεύω@wordaryElla,
σημασία: φυτεύω.
Νέα-Ελληνική: φυτεύω.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη φυτός (< φύ-ομαι + -τός) «καμωμένος από τη φύση» + παρ. επίθ. -εύω, βλέπε φύω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
φύω-ρήμα::
* McsElla.φύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.φύω@wordaryElla,
* McsElla.ἔφυον!~παρατατικός:φύω@wordaryElla,
* McsElla.φύσω!~μέλλοντας:φύω@wordaryElla,
* McsElla.ἔφυσα!~αόριστος-α΄:φύω@wordaryElla,
* McsElla.ἔφυν-σημασία-3-4!~αόριστος-β΄-αμετάβατος:φύω@wordaryElla,
* McsElla.πέφυκα-σημασία-3-4-5!~παρακείμενος-αμετάβατος:φύω@wordaryElla,
* McsElla.ἐπεφύκειν!~υπερσυντέλικος-αμετάβατος:φύω@wordaryElla,
* McsElla.φύσομαι!~μέσος-και-παθητικός-μέλλοντας:φύω@wordaryElla,
σημασία1: κάνω κάτι να φυτρώσει: ὅσα ἡ γῆ φύει = όσα κάνει η γη να φυτρώσουν.
σημασία2: στον ενεστ. παθ. φωνής φύομαι είμαι γεννημένος από τη φύση, γίνομαι: πιστοὺς μὴ νόμιζε φύσει φύεσθαι ἀνθρώπους = μη θεωρείς ότι οι άνθρωποι εκ φύσεως γίνονται πιστοί.
σημασία3: με σημ. ενεστ. πέφυκα και ἔφυν είμαι εκ φύσεως, έχω φυσική κλίση: οἱ ἄνθρωποι πρὸς τὸ ἀληθὲς πεφύκασιν ἱκανῶς = οι άνθρωποι έχουν επαρκή φυσική κλίση προς την αλήθεια.
σημασία4: με απαρέμφατο πέφυκα και ἔφυν είμαι εκ φύσεως διαμορφωμένος έτσι, ώστε...: πεφύκασι δ’ ἅπαντες καὶ ἰδίᾳ καὶ δημοσίᾳ ἁμαρτάνειν = όλοι είναι έτσι εκ φύσεως διαμορφωμένοι, ώστε να κάνουν λάθη και στον ιδιωτικό και στο δημόσιο τομέα.
σημασία5: ως απρόσωπο πέφυκε είναι φυσικό, συμβαίνει κατά φυσικό τρόπο: καὶ τὰς κρήνας ἐπιλείπειν πέφυκεν, ἄν τις αὐτῶν ἁθρόα πολλὰ λαμβάνῃ = και οι κρήνες είναι φυσικό να στερεύουν, αν κανείς αντλεί από αυτές διαρκώς.
οικογένεια: παράγωγα: φυτόν, φυτεύω, φύσις, φυσικός, σύνθετα: εὐφυής, εὐφυΐα, μεγαλοφυής, αὐτόφυτος, διφυής.
Νέα-Ελληνική: φύομαι «βλαστάνω, βλασταίνω» (πβ. σημ. 1).
ετυμολογία: *bhū- «αναπτύσσομαι», παράβαλε αρχ. ινδ. bhūmī- «γη, έδαφος», αρχ. σλαβ. bylĭje «φυτό», αλβ. bimē «φυτό», φύ-ω / φύ-ομαι, αόρ. ἔ-φυ-ν = λατινικός fui.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
φωνή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.φωνή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.φωνή-ῆς-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: γλώσσα: καὶ φωνὴ μεταξὺ τῆς τε Χαλκιδέων καὶ Δωρίδος ἐκράθη = και η γλώσσα (της Ιμέρας) ήταν μείγμα μεταξύ της γλώσσας των Χαλκιδέων και της δωρικής.
σημασία2: φράση: ἐρώμεθα οὖν Πρόδικον· δίκαιον γὰρ τὴν Σιμωνίδου φωνὴν τοῦτον ἐρωτᾶν = ας ρωτήσουμε τον Πρόδικο· γιατί είναι ορθό αυτόν να ρωτήσουμε για τη φράση του Σιμωνίδη.
οικογένεια: παράγωγα: φωνέω, φώνημα, φώνησις, σύνθετα: φωνασκέω, διαφωνέω, βαρβαρόφωνος, ὁμόφωνος, συμφωνέω.
Νέα-Ελληνική: φωνή «έναρθροι ήχοι ως μέσο επικοινωνίας των ανθρώπων».
ετυμολογία: *φω- (συγγεν. με φη-μί) + παρ. επίθ. -νή > φωνή, δωρ. φωνά.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
φῶς-φωτός-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.φῶς-φωτός-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.φῶς-φωτός-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: φυσικό φως: oὐράνιον φῶς, αἰθέρος φῶς, ἡλίου φῶς, σελήνης φῶς.
σημασία2: τεχνητό φως (με δάδα, ξύλα κτλ.): φῶς ποιεῖν = κάνω τεχνητό φως. πρὸς φῶς πίνειν = πίνω κρασί στο φως του τζακιού.
σημασία3: το φως των ματιών: φῶς ὀμμάτων.
σημασία4: μεταφορικά φῶς καὶ ζωή ἐστιν ὁ θεός.
οικογένεια: παράγωγα: φαεινός (φαεινότερος), Φα-έθων, φανός «φωτεινὸς, λαμπρός» (> αττ. ουσ. φανός, ὁ «πυρσός», μεσν. φαν-άριον), φωτεινός, φωτισμός, σύνθετα: διαφαύσκω = διαφώσκω = διαφωτίζω, ὑποφαύσκω = ὑποφώσκω.
Νέα-Ελληνική: φως (με όλες τις σημ.).
ετυμολογία: φῶς συνηρημένο από φάος < *φᾰF-, παράβαλε αρχ. ινδ. bhá-ti «φέγγει», του οποίου η βάση *bha- επανεμφανίζεται στο ομηρικό πε-φή-σεται (φαίνω) «θα φανερώσει», παράβαλε φάντα· λάμποντα < *φᾱμὶ «λάμπω»· πρόκειται για την ίδια ρίζα που υπάρχει και στο φημί, βλέπε και φαίνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
letter::
* McsEngl.wordaryElla.hhi,
====== langoGreekAncient:
* McsElla.λεξικόΕλλα.Χ,
Χ-χ-χεῖ-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.Χ-χ-χεῖ-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Χ-χ-χεῖ-τὸ@wordaryElla,
σημασία: το εικοστό δεύτερο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Κατά την κλασική περίοδο (5ος-4ος αι. π.Χ.) προφερόταν ως [k] με δασύτητα, δηλ. ως [k], κατά την προφορά του οποίου εκβαλλόταν από το στόμα ελαφρό ρεύμα αέρα, όπως περίπου προφέρεται το c στο αγγλικό cat.
* ως αριθμητικό σύμβολο: χ΄ = 600, αλλά ͵χ = 600.000.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
χαίρω-ρήμα::
* McsElla.χαίρω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.χαίρω@wordaryElla,
* McsElla.ἔχαιρον!~παρατατικός:χαίρω@wordaryElla,
* McsElla.χαιρήσω!~μέλλοντας:χαίρω@wordaryElla,
* McsElla.ἐχαίρησα!~αόριστος:χαίρω@wordaryElla,
* McsElla.κεχάρηκα!~παρακείμενος:χαίρω@wordaryElla,
* McsElla.χαρήσομαι-«θα-χαρώ»!~μέσος-μέλλοντας-ενεργητικού-σημασία:χαίρω@wordaryElla,
* McsElla.ἐχάρην-«χάρηκα»!~παθητικός-αόριστος-β΄-σημασία-ενεργητικού:χαίρω@wordaryElla,
* McsElla.κεχάρημαι-«έχω-χαρεί»!~παθητικός-παρακείμενος-σημασία-ενεργητικού:χαίρω@wordaryElla,
σημασία1: χαίρομαι: ἐπὶ φαύλοις χαίρει = χαίρεται με ασήμαντα πράγματα.
σημασία2: συχνά στην προστακτική β΄ προσ. χαῖρε/ χαίρετε
σημασίαα: κατά τη συνάντηση φίλων χαίρε/χαίρετε, γεια σου/γεια σας: χαῖρ’ ὡς μέγιστα, χαῖρε = γεια σου και χαρά σου!
σημασίαβ: κατά τον αποχωρισμό τους αφήνω γεια: καὶ χαῖρε πόλλ’ ὦδελφέ = αφήνω γεια, αδελφέ μου.
σημασία3: στην προστακτική γ΄ προσ. χαιρέτω / χαιρόντων ας πάει στο καλό / ας πάνε στο καλό: εἴτ’γένετο ἄνθρωπος εἴτ’ ἐστὶ δαίμων, χαιρέτω = είτε άνθρωπος ήταν είτε είναι θεός, ας πάει στο καλό (έννοια που μας έπιασε!).
σημασία4: στην αρχή επιστολών χρησιμοποιείται το απαρέμφατο Κῦρος Κυαξάρῃ χαίρειν (ενν. εὔχεται, λέγει) = Κυαξάρη, εγώ ο Κύρος σε χαιρετώ!
σημασία5: ἐῶ τινα/τι χαίρειν (ή παρόμοιες εκφράσεις) δεν ασχολούμαι με κάποιον/κάτι: ἔα αὐτὸν χαίρειν = μην ασχολείσαι μαζί του.
σημασία6: η μετοχή χαίρων σε συνδυασμό με ρήμα με το αζημίωτο (σε αρνητικές προτάσεις): τοῦτον οὐδεὶς χαίρων ἀδικήσει = αυτόν κανένας δε θα τον αδικήσει με το αζημίωτο (αντίθετα, θα υ ποστεί τη δέουσα τιμωρία).
οικογένεια: παράγωγα: χάρις, χαρά, χάρμα (τό), χαρμονή, Χάρων, χαιρετίζω, χαιρετισμός, σύνθετα: περιχαρής, χαιρέκακος.
Νέα-Ελληνική: χαίρομαι & χαίρω (λόγ.) με τη σημ. 1.
ετυμολογία: *χάρ-jω > χαίρω, *gher- «χαίρομαι», παράβαλε αρχ. ινδ. háryati «αγαπώ, χαίρομαι», γερμ. be-gehren «επιθυμώ», γοτθ. gairnei «ευχή, επιθυμία».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
χάλασις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.χάλασις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.χάλασις-εως-ἡ@wordaryElla,
παρατήρηση: κυριολεκτικά και μεταφορικά χαλάρωση: ψέγεται ἐπὶ τῇ χαλάσει αὐτοῦ = κατηγορείται για τη χαλάρωση αυτού του στοιχείου.
συνώνυμα: ἄνεσις «χαλάρωση».
αντώνυμα: ἐπίτασις «τέντωμα».
ετυμολογία: *χαλα- (< χαλάω) + παρ. επίθ. -σις.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
χαλάω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.χαλάω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.χαλάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐχάλων!~παρατατικός:χαλάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.χαλάσω!~μέλλοντας:χαλάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐχάλασα!~αόριστος:χαλάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐχαλασάμην!~μέσος-αόριστος:χαλάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐχαλάσθην!~παθητικός-αόριστος:χαλάω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: χαλαρώνω: χαλῶ τόξα = χαλαρώνω τα τόξα. χαλῶ τὰ νεῦρα = χαλαρώνω τους τένοντές μου.
συνώνυμα: ἀνίημι «χαλαρώνω».
αντώνυμα: συντείνω «τεντώνω».
οικογένεια: παράγωγα: χάλασις, χαλασμός, χαλαρός, χαλαρότης, χαλαρόομαι.
Νέα-Ελληνική: χαλάω «δίνω τέλος, καταστρέφω κτλ.».
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία, *χαλά-ω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
χαλεπαίνω-ρήμα::
* McsElla.χαλεπαίνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.χαλεπαίνω@wordaryElla,
* McsElla.ἐχαλέπαινον!~παρατατικός:χαλεπαίνω@wordaryElla,
* McsElla.χαλεπανῶ!~μέλλοντας:χαλεπαίνω@wordaryElla,
* McsElla.ἐχαλέπηνα!~αόριστος:χαλεπαίνω@wordaryElla,
* McsElla.ἐχαλεπάνθην!~παθητικός-αόριστος:χαλεπαίνω@wordaryElla,
σημασία: είμαι βίαιος απέναντι σε κάποιον, οργίζομαι πάρα πολύ: πρὸς τὴν μητέρα χαλεπαίνει = είναι βίαιος απέναντι στη μητέρα του.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *χαλεπ- (χαλεπ-ός) + παρ. επίθ. -αίνω (< *-ανjω) > χαλεπαίνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
χαλεπός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.χαλεπός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.χαλεπός-ή-ὸν@wordaryElla,
* McsElla.χαλεπώτερος!~συγκριτικός:χαλεπός-ή-ὸν@wordaryEllα,
* McsElla.χαλεπώτατος!~υπερθετικός:χαλεπός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία1: δύσκολος: χαλεπὰ τὰ καλά = δύσκολα είναι τα όμορφα πράγματα.
αντώνυμα: ῥᾴδιος «εύκολος».
σημασία2: επικίνδυνος: χαλεποὶ λιμένες. χαλεπὴ θάλαττα.
σημασία3: για πρόσωπα δύσκολος, σκληρός, άγριος: χαλεπός τε καὶ ἄγριος = είναι δύσκολος και άγριος.
Νέα-Ελληνική: χαλεπός (λόγ., με τη σημ. 1 σε φρ. όπως χαλεποί καιροί).
ετυμολογία: μεμονωμένο επίθετο χωρίς αρχαία ετυμολογική παράδοση· είναι εξεζητημένη η ερμηνεία από χωλός + προελληνικό επίθ. *-πο-ς.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
χαλεπῶς-επίρρημα::
* McsElla.χαλεπῶς-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.χαλεπῶς@wordaryElla,
σημασία1: δύσκολα: τῶν πραγμάτων τούτων τὴν ἀκρίβειαν χαλεπῶς ἔγνων = δύσκολα κατάλαβα την ακριβή αλήθεια για τα πράγματα αυτά.
σημασία2: για πρόσωπα με οργή, με σκληρότητα: χαλεπῶς τινα τιμωροῦμαι = τιμωρώ κάποιον με σκληρότητα.
* χαλεπῶς ἔχω είμαι οργισμένος: πρὸς τοὺς λόγους χαλεπῶς ἔχει = είναι εχθρικός προς τη ρητορική.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη χαλεπ-ός + παρ. επίθ. -ῶς.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
χαλκεύς-έως-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.χαλκεύς-έως-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.χαλκεύς-έως-ὁ@wordaryElla,
σημασία: αυτός που κατεργάζεται το χαλκό, χαλκουργός.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη χαλκ-ός + παρ. επίθ. -εύς.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
χαλκοῦς-ῆ-οῦν-επίθετο::
* McsElla.χαλκοῦς-ῆ-οῦν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.χαλκοῦς-ῆ-οῦν@wordaryElla,
παρατήρηση: ο ασυναίρετος τύπος είναι χάλκεος, -έα, -εον
σημασία: χάλκινος.
Νέα-Ελληνική: χάλκινος.
ετυμολογία: χαλκ-ός + παρ. επίθ. -εος > χαλκοῦς· η συναίρεση στα αττικά έγινε στις πλάγιες πτώσεις, χαλκέου -οῦ, χαλκέῳ -ῷ κτλ., δάνεια λ., παράβαλε σουμερ. kalga «χαλκός».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
χαμαὶ-επίρρημα::
* McsElla.χαμαὶ-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.χαμαὶ@wordaryElla,
σημασία: χάμω, στο δάπεδο, στο έδαφος: ποιῶ νεοττιὰν χαμαί = (για πουλιά) κάνω τη φωλιά μου στο έδαφος.
Νέα-Ελληνική: χάμω.
ετυμολογία: αρχικά τοπική πτώση ενός ουσ. *χαμὰ «έδαφος», παράβαλε λατινικός humī «χαμηλά», που είναι τοπική πτώση του ουσ. humus «γη, έδαφος», για το ληκτικό -αι παράβαλε αρχ. πρωσ. semmai «στο έδαφος» και την πρόθεση παραί = παρά.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
χαρίεις-χαρίεσσα-χαρίεν-επίθετο::
* McsElla.χαρίεις-χαρίεσσα-χαρίεν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.χαρίεις-χαρίεσσα-χαρίεν@wordaryElla,
* McsElla.χαριέστερος!~συγκριτικός:χαρίεις-χαρίεσσα-χαρίεν@wordaryEllα,
* McsElla.χαριέστατος!~υπερθετικός:χαρίεις-χαρίεσσα-χαρίεν@wordaryElla,
σημασία: χαριτωμένος, όμορφος: ὡς χαρίεν ἅνθρωπος (= ὁ ἄνθρωπος), ὅταν ἄνθρωπος ᾖ = πόσο χαριτωμένη ύπαρξη είναι ο άνθρωπος, όταν είναι πραγματικά άνθρωπος.
ετυμολογία: χάρις, *χαρίFεντ-ς > χαρίεις, *χαρίFεντ-jα > χαρίεσσα, *χαρίFεντ > χαρίεν.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
χαρίζομαι-ρήμα::
* McsElla.χαρίζομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.χαρίζομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐχαριζόμην!~παρατατικός:χαρίζομαι@wordaryElla,
* McsElla.χαριοῦμαι!~μέλλοντας:χαρίζομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐχαρισάμην!~αόριστος:χαρίζομαι@wordaryElla,
* McsElla.κεχάρισμαι-«έχω-κάνει-τοχατίρι»!~παρακείμενος-ενεργητική-σημασία:χαρίζομαι@wordaryElla,
σημασία: κάνω το χατίρι κάποιου, κάνω χάρη σε κάποιον: ἐγὼ τῷ Καλλίᾳ χαριζόμενος παρέμεινα = εγώ έμεινα κάνοντας το χατίρι του Καλλία.
Νέα-Ελληνική: χαρίζομαι.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη χάρις + παρ. επίθ. -ίζομαι, βλέπε χάρις.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
χάρις-χάριτος-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.χάρις-χάριτος-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.χάρις-χάριτος-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: ευνοϊκή διάθεση προς κάποιον: τῶν Μεσσηνίων χάριτι ἐπείσθη = πείστηκε από ευνοϊκή διάθεση προς τους Μεσσηνίους.
σημασία2: ευγνωμοσύνη: πολλὴν Μενελάῳ χάριν ἀπέδωκεν ὑπὲρ τῶν πόνων οὓς δι’ ἐκείνην ὑπέμεινεν = έδειξε μεγάλη ευγνωμοσύνη στο Μενέλαο για τους κόπους που υπέμεινε εξαιτίας της. χάριν οἶδά τινι = δείχνω ευγνωμοσύνη σε κάποιον.
σημασία3: χατίρι.
Νέα-Ελληνική: χάρη (με τις σημ. 1, 2, 3).
ετυμολογία: *χάρ- (χαίρω < *χάρ-jω) + παρ. επίθ. -ις ή παλιό θέμα σε -ι, χαρι- (: χαίρω) + -ς.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
χάσκω-ρήμα::
* McsElla.χάσκω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.χάσκω@wordaryElla,
* McsElla.ἔχασκον!~παρατατικός:χάσκω@wordaryElla,
* McsElla.χανοῦμαι!~μέλλοντας:χάσκω@wordaryElla,
* McsElla.ἔχανον!~αόριστος-β΄:χάσκω@wordaryElla,
* McsElla.κέχηνα!~παρακείμενος:χάσκω@wordaryElla,
* McsElla.ἐκεχήνειν!~υπερσυντέλικος:χάσκω@wordaryElla,
σημασία1: ανοίγω το στόμα: λύκος ἔχανεν = ο λύκος άνοιξε το στόμα.
σημασία2: χαζεύω, βλέπω κάτι έκπληκτος με ανοιχτό το στόμα: πρὸς ταῦτα ἦν κεχηνώς = έμεινε κατάπληκτος για αυτά (που άκουσε).
οικογένεια: παράγωγα: χάσμα, χασμάομαι, χασμωδία, σύνθετα: ἀχανής.
Νέα-Ελληνική: χάσκω (με τις σημ. 1, 2).
ετυμολογία: χά-σκω (πβ. φά-σκω < φαμί, φημί), που είναι αρχαιότερος τύπος του χαίνω (< *χάνjω), *ghno- , αρχ. ισλανδ. gan «κραυγή».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
χειμάζω-ρήμα::
* McsElla.χειμάζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.χειμάζω@wordaryElla,
παρατήρηση: αμετάβ. περνώ το χειμώνα μου, διαχειμάζω.
οικογένεια: παράγωγα: χειμάδιον «κατάλυμα για το χειμώνα», σύνθετα: διαχειμάζω, παραχειμάζω.
Νέα-Ελληνική: σύνθετα: διαχειμάζω.
ετυμολογία: χεῖμα, τὸ «κρύο, χειμώνας, θύελλα» + παρ. επίθ. -άζω > χειμάζω, *gheim- (+ -en/-on): αρχ. ινδ. héman «κατά το χειμώνα», που αντιστοιχεί στο χειμερινός, λατινικός hībernus.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
χειμών-ῶνος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.χειμών-ῶνος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.χειμών-ῶνος-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: χειμώνας: χειμῶνος ὥρᾳ = στην εποχή του χειμώνα.
αντώνυμα: θέρος.
σημασία2: καταιγίδα: μέγας χειμὼν ἐπέπεσε = ενέσκηψε μεγάλη καταιγίδα.
Νέα-Ελληνική: χειμώνας (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: χεῖμα, τὸ «χειμώνας, κρύο» + παρ. επίθ. -ών > χειμών, *gheim-, βλέπε χειμάζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
χείρ-χειρός-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.χείρ-χειρός-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.χείρ-χειρός-ἡ@wordaryElla,
σημασία: χέρι: γέροντα χειρὸς ἀνίστημι = σηκώνω το γέροντα πιάνοντάς τον από το χέρι. ἐπὶ δεξιὰ χειρός = στα δεξιά του χεριού. ἐπ’ ἀριστερὰ χειρός = στα αριστερά του χεριού.
οικογένεια: παράγωγα: χειρόω, σύνθετα: χειρῶναξ, χειροτεχνία, χειροτονία, χειρουργός, αὐτόχειρ,πίχειρα (τά), ἐπιχειρέω, ἐγχειρέω, ἐγχειρίδιον.
Νέα-Ελληνική: χέρι.
ετυμολογία: *χερσ- (πβ. αιολ. χέρρας αιτιατ. πληθ., δωρ. χήρ, αιτιατ. χῆρα), από όπου ονομ. χείρ, πληθ. χεῖρες, *gher-s ή προτιμότερο *ghesr-.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
χειροτονέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.χειροτονέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.χειροτονέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: εκλέγω κάποιον σηκώνοντας το χέρι μου: ἐχειροτονεῖτε στρατηγούς = εκλέγατε στρατηγούς. ἐπὶ τοῦτο ἐχειροτονήθησαν, ἵνα... = εξελέγησαν για τούτο, για να...
αντώνυμα: κληρόω «αναδεικνύω κάποιον σε ένα αξίωμα με τη μέθοδο της κλήρωσης».
σημασία2: ψηφίζω κάποιο πράγμα: χειροτονῶ ὅ τι ἂνμοὶ δοκῇ συμφέρειν τῇ πόλει = ψηφίζω οτιδήποτε μου φαίνεται ότι συμφέρει την πόλη.
Νέα-Ελληνική: χειροτονώ «απονέμω εκκλησιαστικό αξίωμα».
ετυμολογία: επίθετο χειροτόνος «που σηκώνει το χέρι» (χείρ + τείνω) + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
χέρνιψ-χέρνιβος-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.χέρνιψ-χέρνιβος-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.χέρνιψ-χέρνιβος-ἡ@wordaryElla,
σημασία: το εξαγιασμένο νερό που χρησιμοποιούσαν για να πλένουν τα χέρια τους πριν από θυσίες: τὸ κανοῦν αἴρεσθε καὶ τὴν χέρνιβα = φέρτε το καλάθι και το εξαγιασμένο νερό.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη *χερ- (< χερρ-, βλέπε χείρ) + νίζω «νίβω, πλένω» (<*nigw-, για την εξέλιξη του υπερωικοχειλικού *gw παράβαλε νίζω «πλύνω» αλλά ἄ-νιπ-τος «άπλυτος».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
χέω-ρήμα::
* McsElla.χέω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.χέω@wordaryElla,
* McsElla.ἔχεον!~παρατατικός:χέω@wordaryElla,
* McsElla.χέω!~μέλλοντας:χέω@wordaryElla,
* McsElla.ἔχεα!~αόριστος:χέω@wordaryElla,
* McsElla.κέχυκα!~παρακείμενος:χέω@wordaryElla,
* McsElla.ἐχεάμην!~μέσος-αόριστος:χέω@wordaryElla,
* McsElla.χυθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:χέω@wordaryElla,
* McsElla.ἐχύθην!~παθητικός-αόριστος:χέω@wordaryElla,
* McsElla.κέχυμαι!~παθητικός-παρακείμενος:χέω@wordaryElla,
* McsElla.ἐκεχύμην!~παθητικός-υπερσυντέλικος:χέω@wordaryElla,
παρατήρηση: μεταβατικό χύνω: δάκρυα χέω = χύνω δάκρυα.
οικογένεια: παράγωγα: χοή, χοῦς (< χόος) «σωρός χώματος», χοάνη, χυτός, χύτρα (ἡ), χύδην, χυδαῖος, σύνθετα: οἰνοχόη «κανάτι κρασιού», ὑδροχόος.
Νέα-Ελληνική: χύνω.
ετυμολογία: χέω < *χέFω, *χευ-: *ghew-, παράβαλε γερμ. giessen «χύνω», λατινικός fundo «χέω, χύνω» < *gheu-d-.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
χθόνιος-ία-ιον-επίθετο::
* McsElla.χθόνιος-ία-ιον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.χθόνιος-ία-ιον@wordaryElla,
σημασία: αυτός που βρίσκεται στη γη ή κάτω από τη γη: χθόνιος θεός = θεός του Κάτω Κόσμου.
αντώνυμα: οὐράνιος.
Νέα-Ελληνική: χθόνιος (και στο σύνθ. καταχθόνιος κτλ.).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη χθών + παρ. επίθ. -ιος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
χθών-χθονός-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.χθών-χθονός-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.χθών-χθονός-ἡ@wordaryElla,
παρατήρηση: λέξη ποιητική γη.
οικογένεια: παράγωγα: χθόν-ιος, χθαμ-αλός, χαμ-ηλός, σύνθετα: καταχθόνιος, ὑποχθόνιος, αὐτόχθων.
ετυμολογία: *χθώμ (πβ. χθαμ-αλὸς «ίσος με το έδαφος, χαμηλός»), λατινικός humus.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
χίμαιρα-χιμαίρας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.χίμαιρα-χιμαίρας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.χίμαιρα-χιμαίρας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: κατσίκα: χιμαίρας καταθύω τῇ θεῷ = θυσιάζω κατσίκες στη θεά.
Νέα-Ελληνική: χίμαιρα «μυθικό όν με μορφή κατσίκας».
ετυμολογία: χίμαιρα < *χίμα-ρjα < χεῖμα, τό + παρ. επίθ. -ρjα, βλέπε χειμὼν και παράβαλε χίμαροι· αἶγες χειμέριαι και χίμαιρα· ἡ ἐν χειμῶνι τεχθεῖσα, οἷον ἕνα χειμῶνα ἔχουσα· το χίμαρος, ὁ «κατσικάκι» πρέπει να είναι νεότερος σχηματισμός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
χιτών-ῶνος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.χιτών-ῶνος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.χιτών-ῶνος-ὁ@wordaryElla,
σημασία: χιτώνας (το κυριότερο ρούχο των αρχαίων Ελλήνων, το οποίο φορούσαν κατάσαρκα. Πάνω από το χιτώνα φορούσαν, αν ήταν κρύο, το ἱμάτιον).
οικογένεια: παράγωγα: χιτώνιον, χιτωνίσκος, σύνθετα: ἀχίτων, φαιοχίτων.
Νέα-Ελληνική: χιτώνας.
ετυμολογία: σημιτικό δάνειο χιτὼν και κιθών (με αντιμετάθεση δασύτητας) < *χιτ- + παρ. επίθ. -ών, παράβαλε φοινικικό kīn «ρούχο από λινάρι».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
χιών-όνος-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.χιών-όνος-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.χιών-όνος-ἡ@wordaryElla,
σημασία: χιόνι.
οικογένεια: παράγωγα: χιονίζω, χιονώδης, σύνθετα: χιονοβόλος, χιονόβλητος «σκεπασμένος με χιόνι».
Νέα-Ελληνική: χιόνι.
ετυμολογία: χιών < *χιώμ, λατινικός hiems «χειμώνας», αρμ. jiwn «χιόνι», *gh(i)yem-/* gh(i)yom-, ομόρρ. του βλέπε χειμών.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
χλαῖνα-χλαίνης-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.χλαῖνα-χλαίνης-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.χλαῖνα-χλαίνης-ἡ@wordaryElla,
σημασία: πανωφόρι που φορούσαν πάνω από το χιτῶνα το χειμώνα.
Νέα-Ελληνική: χλαίνη.
ετυμολογία: *χλάμ-jᾰ > *χλάν-jᾰ > χλαῖνα, *χλαμ- (από όπου χλαμ-ύς), άγνωστης αρχής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
χλαμύς-ύδος-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.χλαμύς-ύδος-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.χλαμύς-ύδος-ἡ@wordaryElla,
σημασία: κοντός μανδύας που φορούσαν κυρίως οι ιππείς.
Νέα-Ελληνική: χλαμύδα.
ετυμολογία: *χλαμ- + παρ. επίθ. -ύς, βλ χλαῖνα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
χλευάζω-ρήμα::
* McsElla.χλευάζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.χλευάζω@wordaryElla,
σημασία: εμπαίζω: διασύρω τινὰ χλευάζων = διασύρω κάποιον εμπαίζοντάς τον.
οικογένεια: παράγωγα: χλευασμός, χλευαστής, χλευαστικός.
Νέα-Ελληνική: χλευάζω (λόγ.).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη χλεύη «κοροϊδία» + παρ. επίθ. -άζω > χλευάζω, IE αρχής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
χορηγέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.χορηγέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.χορηγέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: είμαι ο κορυφαίος μιας ομάδας χορευτών.
σημασία2: αναλαμβάνω τα έξοδα για την εκπαίδευση και τον εξοπλισμό μιας ομάδας χορευτών που θα συμμετάσχει σε δημόσια γιορτή, είμαι χορηγός (βλέπε χορηγός): χορηγεῖ παισὶ Διονύσια = είναι χορηγός σε χορό αγοριών στα Διονύσια.
σημασία3: χορηγώ.
Νέα-Ελληνική: χορηγώ (με τη σημ. 3).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη χορηγὸς + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
χορηγία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.χορηγία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.χορηγία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: οι υπηρεσίες του χορηγού (βλέπε χορηγός) στην Αθήνα: αἱ χορηγίαι εὐδαιμονίας ἱκανὸν σημεῖόν εἰσι = οι χορηγίες (που ανέλαβε) είναι επαρκής απόδειξη του πλούτου του.
Νέα-Ελληνική: χορηγία «οικονομική στήριξη για κοινωφελείς σκοπούς».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη χορηγὸς + παρ. επίθ. -ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
χορηγικός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.χορηγικός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.χορηγικός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία: αυτός που ανήκει σε χορηγό: χορηγικοὶ τρίποδες (τους αφιέρωνε σε κάποιο θεό ο βλέπε χορηγός, εάν η ομάδα των χορευτών που χρηματοδότησε νικούσε στο διαγωνισμό).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη χορηγός + παρ. επίθ. -ικός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
χορηγός-οῦ-ὁ-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.χορηγός-οῦ-ὁ-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.χορηγός-οῦ-ὁ-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: ο αρχηγός, ο κορυφαίος, σε μια ομάδα χορευτών.
σημασία2: στην Αθήνα και αλλού ο πολίτης που κάλυπτε τις δαπάνες που απαιτούνταν για την εκπαίδευση και τον εξοπλισμό μιας ομάδας χορευτών που θα συμμετείχε σε δημόσια γιορτή: καταστὰς χορηγὸς τραγῳδοῖς ἀνήλωσα τριάκοντα μνᾶς = αφού ορίστηκα χορηγός σε παράσταση τραγωδίας, δαπάνησα τριάντα μνες.
σημασία3: γενικά άτομο που αναλαμβάνει τα έξοδα για οποιαδήποτε δημόσια εκδήλωση.
οικογένεια: παράγωγα: χορηγέω, χορηγία, χορήγημα, χορήγησις.
Νέα-Ελληνική: χορηγός (με τη σημ. 3).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη χορηγός «ο αρχηγός του χορού», δωρ. χορᾱγὸς < χορός + ἡγέομαι/δωρ. *ἁγέομαι, παράβαλε λοχᾱγός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
χορικός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.χορικός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.χορικός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία: ο σχετιζόμενος με το χορό, την ομάδα χορευτών.
* τὸ χορικὸν ως ουσιαστικό το μέρος εκείνο του δράματος που ανήκει στην ομάδα των χορευτών (όχι στους ηθοποιούς).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη χορός + παρ. επίθ. -ικός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
χορός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.χορός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.χορός-οῦ-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: χορός (ως μορφή ψυχαγωγίας ή δημόσιας θρησκευτικής εκδήλωσης).
σημασία2: ομάδα χορευτών.
οικογένεια: παράγωγα: χορικός, χορευτής, χορευτικός, σύνθετα: φιλόχορος, Στησίχορος, χορίαμβος.
Νέα-Ελληνική: χορός (και με τις δύο σημ.).
ετυμολογία: άγνωστης αρχής, ατεκμηρίωτη η συσχέτιση με τα χῶρος (ὁ) και χόρτος (ὁ), ίσως *gher- «πιάνομαι από το χέρι».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
χόω-ρήμα::
* McsElla.χόω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.χόω@wordaryElla,
* McsElla.ἔχουν!~παρατατικός:χόω@wordaryElla,
* McsElla.χώσω!~μέλλοντας:χόω@wordaryElla,
* McsElla.ἔχωσα!~αόριστος:χόω@wordaryElla,
* McsElla.κέχωκα!~παρακείμενος:χόω@wordaryElla,
* McsElla.χωσθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:χόω@wordaryElla,
* McsElla.ἐχωσάμην!~μέσος-αόριστος:χόω@wordaryElla,
* McsElla.ἐχώσθην!~παθητικός-αόριστος:χόω@wordaryElla,
* McsElla.κέχωσμαι!~παθητικός-παρακείμενος:χόω@wordaryElla,
σημασία1: για χώμα στοιβάζω, συσσωρεύω: χῶμα ἔχουν πρὸς τὴν πόλιν = στοίβαζαν σωρό χώματος προς τα τείχη της πόλης.
σημασία2: παθητικό σκεπάζομαι με χώμα ή με άλλο υλικό: πορθμὸς χωσθείς = πορθμός που σκεπάστηκε με χώμα (βλέπε χῶμα).
ετυμολογία: *χό- (< χό-ος/χοῦς < χέω) + παρ. επίθ. -ω > χόω, βλέπε χέω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
χράομαι-ῶμαι-ρήμα::
* McsElla.χράομαι-ῶμαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.χράομαι-ῶμαι@wordaryElla,
βλέπε χράω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
χράω-ρήμα::
* McsElla.χράω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.χράω@wordaryElla,
* McsElla.χρήσω!~μέλλοντας:χράω@wordaryElla,
* McsElla.ἔχρησα!~αόριστος:χράω@wordaryElla,
* McsElla.ἐχρώμην!~μέσος-παρατατικός:χράω@wordaryElla,
* McsElla.χρήσομαι!~μέσος-μέλλοντας:χράω@wordaryElla,
* McsElla.ἐχρήσθην!~παθητικός-αόριστος-σημασία2:χράω@wordaryElla,
* McsElla.ἐχρησάμην!~μέσος-αόριστος:χράω@wordaryElla,
* McsElla.κέχρημαι!~μέσος-παρακείμενος:χράω@wordaryElla,
* McsElla.κέχρησμαι!~παθητικός-παρακείμενος-σημασία2:χράω@wordaryElla,
* McsElla.ἐκεχρήμην!~μέσος-υπερσυντέλικος:χράω@wordaryElla,
σημασία1: στην ενεργητική φωνή, για τους θεούς και τους χρησμούς τους καθοδηγώ με χρησμό, χρησμοδοτώ: λέγεται Ἀλκμέωνι τὸν Ἀπόλλω ταύτην τὴν γῆν χρῆσαι οἰκεῖν = λέγεται ότι ο Απόλλωνας χρησμοδότησε στον Αλκμέωνα να κατοικήσει σε αυτό το μέρος.
σημασία2: στη μέση φωνή, για ανθρώπους χρῶμαι συμβουλεύομαι (θεό ή μαντείο): οἱ θύοντες και οἱ χρώμενοι τῷ θεῷ = όσοι προσφέρουν θυσίες και όσοι συμβουλεύονται το θεό.
σημασία3: στη μέση φωνή χρῶμαι
σημασίαα: με δοτική χρησιμοποιώ: χρῶμαι ἀργυρίῳ = χρησιμοποιώ χρήματα.
σημασίαβ: για εξωτερικά γεγονότα υφίσταμαι, υπόκειμαι σε: ἐτύχομεν χειμῶνί τινι χρησάμενοι = συνέβη να υποστούμε καταιγίδα.
ετυμολογία: χράω (γ΄ εν. χρῇ και χρᾷ, απαρέμφ. χρᾶν), προβληματική η συσχέτιση με χρὴ «είναι ανάγκη» και *gher- (> λατινικός hortor).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
χρεία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.χρεία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.χρεία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: έλλειψη, ανάγκη: ἵππων χρεία οὐκ ἔστι = δεν υπάρχει ανάγκη για άλογα.
οικογένεια: παράγωγα: χρειώδης «αναγκαίος», ἀχρεῖος (και ἄχρειος) «μη ωφέλιμος», ἀχρειόω.
Νέα-Ελληνική: χρεία (με την ίδια σημ.).
ετυμολογία: χρεία, ιων. χρείη, *χρα- (χρά-ομαι), *χρη- (κέ-χρη-μαι), βλέπε χράομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
χρεὼν--χρεών-ἐστι::
* McsElla.χρεὼν--χρεών-ἐστι@wordaryElla,
παρατήρηση: απρόσωπη έκφραση που ακολουθείται από απαρέμφατο είναι αναγκαίο: οὐ χρεών ἐστιπαγγεῖλαι τοῦτο εἰς τὴν Λακεδαίμονα = δεν είναι αναγκαίο να το αναγγείλουν αυτό στη Σπάρτη.
ετυμολογία: χρὴ ὄν > χρεὼν ή ενδεχομένως χρεώ, ἡ/τό + -ν κατά το δέο-ν.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
χρὴ-ρήμα::
* McsElla.χρὴ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.χρὴ@wordaryElla,
* McsElla.χρῆν!~παρατατικός:χρὴ@wordaryElla,
* McsElla.ἐχρῆν!~παρατατικός:χρὴ@wordaryElla,
* McsElla.χρἤσται!~μέλλοντας:χρὴ@wordaryElla,
* McsElla.χρῆσται!~μέλλοντας:χρὴ@wordaryElla,
σημασία: είναι αναγκαίο, πρέπει: χρὴ ἐλαύνειν τινὰς ἡμῶν ἐπ’ αὐτούς = πρέπει κάποιοι από εμάς να επιτεθούν σε αυτούς.
συνώνυμα: δεῖ.
οικογένεια: παράγωγα: χρείᾱ (ἡ) σύνθετα: ἀξιόχρεως, ὑπόχρεως (και ὑπόχρεος), χρεωκοπέω, χρεωφειλέτης.
ετυμολογία: χρὴ «(είναι) ανάγκη» (αρχικά ουδ. ουσ.), που συνδυάζεται με το εἰμὶ για να σχηματίσει ένα είδος κλίσης, π.χ. χρὴ ἦν > χρῆν, ἐχρῆν, χρὴ ἔσται > χρἤσται, χρὴ εἶναι > χρῆναι, χρὴ ὄν > χρεών, ιων. χρεόν· το χρὴ θεωρείται η βάση για το χρῆσθαι, βλέπε χράω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
χρῆμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.χρῆμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.χρῆμα-ατος-τὸ@wordaryElla,
σημασία: ό,τι κανείς χρειάζεται ή χρησιμοποιεί.
σημασία1: στον πληθ. χρήματα
σημασίαα: αγαθά, περιουσία: τοῖς σκεύεσι καὶ τοῖς χρήμασι ἀποθήκη = αποθήκη για τα σκεύη και τα αγαθά τους.
σημασίαβ: χρήματα, λεφτά: ζημιοῦμαι χρήμασιν = μου επιβάλλεται χρηματικό πρόστιμο.
σημασία2: πράγμα, υπόθεση, κατάσταση: πάντων χρημάτων μέτρον ἄνθρωπος = μέτρο όλων των πραγμάτων είναι ο άνθρωπος.
οικογένεια: παράγωγα: χρηματίζω, χρηματισμὸς «ευεργεσία», χρηματιστὴς «έμπορος», χρηματιστήριον «χώρος αγοραπωλησιών», σύνθετα: παραχρῆμα «αμέσως», ἀχρήματος, φιλοχρήματος.
Νέα-Ελληνική: χρήμα (με τη σημ. 1β).
ετυμολογία: χρή + παρ. επίθ. -μα > χρῆμα (αρχικά «τα αγαθά, ο πλούτος», κατόπιν «το νόμισμα», οπότε αντιτέθηκε προς το κτῆμα «κτηματική περιουσία»).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
χρηματίζω-ρήμα::
* McsElla.χρηματίζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.χρηματίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐχρημάτιζον!~παρατατικός:χρηματίζω@wordaryElla,
* McsElla.χρηματιῶ!~μέλλοντας:χρηματίζω@wordaryElla,
* McsElla.κεχρημάτικα!~παρακείμενος:χρηματίζω@wordaryElla,
* McsElla.χρηματιοῦμαι!~μέσος-μέλλοντας:χρηματίζω@wordaryElla,
* McsElla.κεχρημάτισμαι!~μέσος-παρακείμενος:χρηματίζω@wordaryElla,
σημασία1: διαπραγματεύομαι (ιδιαίτερα χρηματικές υποθέσεις).
σημασία2: συνήθως στη μέση φωνή χρηματίζομαι διαπραγματεύομαι ή διεξάγω εμπορικές συναλλαγές με στόχο το κέρδος, κερδίζω χρήματα: οἴονται χρηματιεῖσθαι μᾶλλον ἢ μαχεῖσθαι = φαντάζονται ότι θα κερδίσουν χρήματα μάλλον παρά ότι θα πολεμήσουν.
οικογένεια: παράγωγα: χρηματισμός, χρηματιστής.
Νέα-Ελληνική: χρηματίζω «υπηρετώ σε μια θέση» & χρηματιζομαι «επιδιώκω το χρήμα, δωροδοκούμαι».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη χρῆμα, -ατος + παρ. επίθ. -ίζω > χρηματίζω, βλέπε χρῆμα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
χρηστός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.χρηστός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.χρηστός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία: χρήσιμος, καλός για κάτι: χρηστόν/πονηρὸν περὶ τὸ σῶμα = χρήσιμο/κακό για το σώμα.
οικογένεια: παράγωγα: χρηστικός, σύνθετα: ἄχρηστος, δύσχρηστος, καταχρηστικός.
Νέα-Ελληνική: χρηστός «αγαθός».
ετυμολογία: χρή- (< χράομαι «μεταχειρίζομαι») + παρ. επίθ. -σ-τός > χρηστός, καθώς οι λέξεις χρηστήρ, χρήστης συνδέονται ετυμολογικά με το χρη-σμός, που εδώ αναλύθηκε ως χρησ-μός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
χρίω-ρήμα::
* McsElla.χρίω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.χρίω@wordaryElla,
* McsElla.ἔχριον!~παρατατικός:χρίω@wordaryElla,
* McsElla.χρίσω!~μέλλοντας:χρίω@wordaryElla,
* McsElla.ἔχρισα!~αόριστος:χρίω@wordaryElla,
* McsElla.κέχρικα!~παρακείμενος:χρίω@wordaryElla,
* McsElla.χρίσομαι!~μέσος-μέλλοντας:χρίω@wordaryElla,
* McsElla.χρισθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:χρίω@wordaryElla,
* McsElla.ἐχρίσθην!~παθητικός-αόριστος:χρίω@wordaryElla,
* McsElla.κέχρι(σ)μαι!~παθητικός-παρακείμενος:χρίω@wordaryElla,
* McsElla.ἐκεχρίσμην!~παθητικός-υπερσυντέλικος:χρίω@wordaryElla,
σημασία: αλείφω, χρίω.
Νέα-Ελληνική: χρίω.
ετυμολογία: *χρισ- (πβ. χρῖσ-μα) + παρ. επίθ. -jω, ινδοευρωπαϊκός αρχής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
χρόνος-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.χρόνος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.χρόνος-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: χρονικό διάστημα.
σημασία2: καθυστέρηση: οὐκ ἀνέμενον τὸν κήρυκα οὐδ’ ἐνεποίησαν χρόνον οὐδένα = δεν περίμεναν τον κήρυκα ούτε σημείωσαν καμιά καθυστέρηση.
σημασία3: επιρρηματικές και άλλες χρήσεις: πολὺν χρόνον. ὀλίγον χρόνον. οὐκ ὀλίγον χρόνον. τοῦτον τὸν χρόνον. οὐ πολὺς χρόνος ἐξ οὗ = δεν πέρασε πολύς χρόνος από τότε που.
Νέα-Ελληνική: χρόνος (με τη σημ. 1). Για τη σημ. «έτος» οι αρχαίοι χρησιμοποιούσαν τα ἔτος, ἐνιαυτός.
ετυμολογία: άγν. ετυμ., καθώς η σύνδεση του χρόνος με το κείρω «κόβω» ως «τμήμα χρονικής διάρκειας» ή το γέρων είναι ατεκμηρίωτη.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
χρυσοῦς-ῆ-οῦν-επίθετο::
* McsElla.χρυσοῦς-ῆ-οῦν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.χρυσοῦς-ῆ-οῦν@wordaryElla,
σημασία: καμωμένος από χρυσό, χρυσός: χρυσᾶ τάλαντα. χρυσῆ Ἀφροδίτη = χρυσό άγαλμα της Αφροδίτης.
Νέα-Ελληνική: χρυσός.
ετυμολογία: χρύσεος > χρυσοῦς, χρυσέη > χρυσῆ, χρύσεον > χρυσοῦν (η συναίρεση έγινε με το κατέβασμα του τόνου στις πλάγιες πτώσεις, π.χ. χρυσέου > χρυσοῦ), σημιτ. δάνειο, παράβαλε ακκαδ. hurāsu «χρυσός», εβρ. hārus, φοινικικό hrs, ενώ οι λοιπές ινδοευρωπαϊκός γλώσσες είχαν άλλη λ. για τον χρυσό, π.χ. λατινικός aurum.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
χρῶμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.χρῶμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.χρῶμα-ατος-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: δέρμα (ιδιαίτερα του ανθρώπου).
σημασία2: χρώμα του δέρματος: χρῶμα μέλας = μαύρος ως προς το χρώμα του δέρματος.
σημασία3: γενικά χρώμα.
Νέα-Ελληνική: χρώμα (με τη σημ. 3).
ετυμολογία: *χρω- (< χρῶ-σις «χρωματισμός» < χρώς, χρωτός, ὁ «το δέρμα του ανθρώπου») + παρ. επίθ. -μα > χρῶμα, βλέπε χρώς.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
χρώς-χρωτός-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.χρώς-χρωτός-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.χρώς-χρωτός-ὁ@wordaryElla,
σημασία: το δέρμα του ανθρώπου.
* ἐν χρῷ πολύ κοντά στο δέρμα: ἐν χρῷ κεκαρμένος = κουρεμένος σύρριζα.
οικογένεια: παράγωγα: χροιά, χρῶμα, χρώννυμι «χρωματίζω» (*χρώσ-νυ-μι), χρῶμα, σύνθετα: μελανόχροος, συγχρωτίζομαι.
ετυμολογία: χρώς, γεν. χροὸς και χρωτός, αρχικά *χροF- οσός > (συναίρεση) *χροFώς > (συναίρεση) χρώς, συγγεν. με χραύω/-ομαι «εφάπτομαι».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
χυδαῖος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.χυδαῖος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.χυδαῖος-ος-ον@wordaryElla,
* McsElla.χυδαιότερος!~συγκριτικός:χυδαῖος-ος-ον@wordaryEllα,
* McsElla.χυδαιότατος!~υπερθετικός:χυδαῖος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία1: συνηθισμένος, συνήθης, κοινός: χυδαῖοι φοίνικες.
σημασία2: για πρόσωπα της μάζας, του όχλου: χυδαῖος ὄχλος = ο κοινός όχλος, η μάζα.
Νέα-Ελληνική: χυδαίος (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: επίρρ. χύδ-ην «χύμα, σε σκόρπια κατάσταση» (< χέω, χεῦ-μα) + παρ. επίθ. -αῖος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
χωλός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.χωλός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.χωλός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία: κουτσός.
οικογένεια: παράγωγα: χωλότης, χωλαίνω, σύνθετα: χωλόπους, χωλίαμβος.
Νέα-Ελληνική: χωλός.
ετυμολογία: *χω- «χωλαίνω, κουτσαίνω» + παρ. επίθ. -λός, που συνήθως συνοδεύει επίθετα που δηλώνουν αναπηρία (στρεβλός, σιφλός, τραυλός, τυφλός κτλ.), ανετυμολόγητο· η συσχέτιση με χαλάω είναι εξεζητημένη.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
χῶμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.χῶμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.χῶμα-ατος-τὸ@wordaryElla,
σημασία: σωρός χώματος (που στοίβαζαν οι εχθροί δίπλα στα τείχη μιας πόλης, για να μπορέσουν να ανέβουν σε αυτά και να την καταλάβουν): χῶμα ἔχουν πρὸς τὴν πόλιν = στοίβαζαν σωρό χώματος κοντά στα τείχη της πόλης.
οικογένεια: παράγωγα: χωματισμός, χωματικός, σύνθετα: ἀνάχωμα, περίχωμα.
Νέα-Ελληνική: χώμα. Το σημερινό χώμα οι αρχαίοι το δήλωναν με τη λέξη γῆ.
ετυμολογία: *χω- (πβ. χῶσαι, αόρ. του χώννυμι και χωννύω «συσσωρεύω») + παρ. επίθ. -μα > χῶμα, βλέπε χέω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
χώρα-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.χώρα-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.χώρα-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: χώρα.
σημασία2: χώρος: τοῦτο χώρας μεγάλης δεῖται = αυτό χρειάζεται μεγάλο χώρο.
σημασία3: η κοινωνική θέση κάποιου: ἐν ἀνδραπόδων χώρᾳ ἐσόμεθα = θα έχουμε το status των δούλων.
οικογένεια: παράγωγα: χωρίον, χωρικός, χωρέω, χωρίζω, χωρίς, σύνθετα: καταχωρίζω «βάζω στον τόπο», πλησιόχωρος, στενόχωρος, εὐρύχωρος,γχώριος.
Νέα-Ελληνική: χώρα (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: ίσως χώρ-α, που θα μπορούσε να συσχετίζεται με το χορός, ὁ «οριοθετημένο έδαφος για χορό».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
χωρέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.χωρέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.χωρέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐχώρουν!~παρατατικός:χωρέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.χωρήσομαι!~μέλλοντας:χωρέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.-χωρήσω!~μέλλοντας:χωρέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐχώρησα!~αόριστος:χωρέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.κεχώρηκα!~παρακείμενος:χωρέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.χωρηθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:χωρέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐχωρήθην!~παθητικός-αόριστος:χωρέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.κεχώρημαι!~παθητικός-παρακείμενος:χωρέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: προχωρώ, πηγαίνω, έρχομαι.
σημασία2: χωράω: οὐκ ἐχώρησεν αὐτοὺς ἡ πόλις.
Νέα-Ελληνική: χωρώ (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: *χωρ- (πβ. χώρα) + παρ. επίθ. -έω > χωρ-έω, ίσως συγγεν. με χορός, ὁ που δηλώνει «περιορισμένο χώρο».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
χωρὶς-επίρρημα-πρόθεση::
* McsElla.χωρὶς-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.χωρὶς@wordaryElla,
* McsElla.χωρὶς-πρόθεση@wordaryElla,
* McsElla.πρόθεση.χωρὶς@wordaryElla,
σημασία1: ως επίρρημα χωριστά, χώρια: ἔθεντο χίλια τάλαντα χωρίς = έβαλαν χώρια χίλια τάλαντα.
σημασία2: ως πρόθεση με γενική
σημασίαα: χωρίς.
σημασίαβ: χωριστά από κάτι, μακριά από κάτι: αὐτὴ καθ’ αὑτὴν ἡ ψυχὴ ἔσται χωρὶς τοῦ σώματος = η ψυχή θα είναι μόνη της χωριστά από το σώμα.
Νέα-Ελληνική: χωρίς (με τη σημ. 2α).
ετυμολογία: επίρρ. και πρόθεση χωρίς, δωρ. χῶρι < χώρα στη σημ. «σε ξεχωριστό χώρο, εκτός, άνευ», βλέπε χώρα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
letter::
* McsEngl.wordaryElla.psi,
====== langoGreekAncient:
* McsElla.λεξικόΕλλα.Ψ,
Ψ-ψ-ψεῖ-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.Ψ-ψ-ψεῖ-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Ψ-ψ-ψεῖ-τὸ@wordaryElla,
σημασία: το εικοστό τρίτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου.
* ως σύμβολο αριθμού ψ΄= 700, αλλά ͵ψ = 700.000.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ψάλλω-ρήμα::
* McsElla.ψάλλω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ψάλλω@wordaryElla,
* McsElla.ἔψαλλον!~παρατατικός:ψάλλω@wordaryElla,
* McsElla.ψαλῶ!~μέλλοντας:ψάλλω@wordaryElla,
* McsElla.ἔψηλα!~αόριστος:ψάλλω@wordaryElla,
σημασία: πάλλω (τις χορδές μουσικού οργάνου με τα δάκτυλά μου και όχι με το πλήκτρο): τὰς χορδὰς ψάλλω, οὐ πλήκτρῳ κρούω = πάλλω τις χορδές με τα δάκτυλά μου, δεν τις κτυπώ με το πλήκτρο.
* παροιμία ῥᾷον ἤ τις ἂν χορδὴν ψήλειε = ευκολότερο από αν έψαυε κανείς μια χορδή.
οικογένεια: παράγωγα: ψαλμός, ψάλτης, ψαλτήριον, σύνθετα: ψαλμῳδός.
Νέα-Ελληνική: ψάλλω, ψέλνω (λ.χ. στην εκκλησία).
ετυμολογία: *ψήλ-/*ψάλ- + παρ. επίθ. -jω > *ψάλ-jω > ψάλλω, ομόρρ. του *ψήω «ξύνω» (απαρέμφ. ψῆν, ψήσω, ἔψησα), που δεν έχει, όπως και το ψάλλω, ασφαλή ετυμολογία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ψαύω-ρήμα::
* McsElla.ψαύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ψαύω@wordaryElla,
* McsElla.ἔψαυον!~παρατατικός:ψαύω@wordaryElla,
* McsElla.ψαύσω!~μέλλοντας:ψαύω@wordaryElla,
* McsElla.ἔψαυσα!~αόριστος:ψαύω@wordaryElla,
* McsElla.ἔψαυκα!~παρακείμενος:ψαύω@wordaryElla,
* McsElla.ἐψαύσθην!~παθητικός-αόριστος:ψαύω@wordaryElla,
* McsElla.ἔψαυσμαι!~παθητικός-παρακείμενος:ψαύω@wordaryElla,
σημασία: πιάνω με το χέρι, ψαύω, ακουμπώ: μὴ ψαῦε ἀδικίας ὃν τρόπον οὐδὲ πυρός = μην ακουμπάς την αδικία όπως δεν ακουμπάς ούτε τη φωτιά.
οικογένεια: παράγωγα: ψαῦσις, ψαῦσμα, σύνθετα: ἐπιψαύω, προσψαύω.
Νέα-Ελληνική: ψαύω (λόγ., με την ίδια σημ.).
ετυμολογία: ψαύ-ω, ομόρρ. με ψῆν < *ψάω «ξέω, ξύνω», βλέπε ψάλλω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ψέγω-ρήμα::
* McsElla.ψέγω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ψέγω@wordaryElla,
* McsElla.ψέξω!~μέλλοντας:ψέγω@wordaryElla,
* McsElla.ἔψεξα!~αόριστος-β΄:ψέγω@wordaryElla,
* McsElla.ἔψεγμαι!~παθητικός-παρακείμενος:ψέγω@wordaryElla,
σημασία: κατηγορώ: λόγον δίδωμι περὶ ὧν με ψέγουσιν = λογοδοτώ για όσα με κατηγορούν.
συνώνυμα: αἰτιάομαι.
αντώνυμα: ἐπαινέω.
οικογένεια: παράγωγα: ψόγος, ψογερός, σύνθετα: ἐπίψογος, φιλόψογος.
Νέα-Ελληνική: ψέγω.
ετυμολογία: *ψεγ-, *ψογ-, αβέβαιη-ετυμολογία, όπως άλυτο παραμένει και το ερώτημα ποια από τις λέξεις ψέγω και ψόγος προϋποθέτει την άλλη στο σχήμα ε-ο.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ψελλός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.ψελλός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ψελλός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία: αυτός που κάνει λάθη στην ομιλία, τραυλός: ψελλός ἐστι καὶ καλεῖ τὴν ἄρκτον ἄρτον = είναι τραυλός και λέγει την άρκτον («αρκούδα») άρτον («ψωμί»).
συνώνυμα: τραυλός.
οικογένεια: παράγωγα: ψελλισμός.
Νέα-Ελληνική: ψελλός.
ετυμολογία: *ψελ- «τραυλίζω» + παρ. επίθ. -λός, ηχομιμητικό.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ψεύδω-ρήμα::
* McsElla.ψεύδω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ψεύδω@wordaryElla,
* McsElla.ψεύσομαι!~μέσος-μέλλοντας:ψεύδω@wordaryElla,
* McsElla.ἐψευσάμην!~μέσος-αόριστος:ψεύδω@wordaryElla,
* McsElla.ἔψευσμαι!~μέσος-παρακείμενος:ψεύδω@wordaryElla,
σημασία1: μέση φωνή, απόλ. ψεύδομαι ψεύδομαι.
αντώνυμα: ἀληθεύω «λέω την αλήθεια».
σημασία2: μέση φωνή ψεύδομαι παραβαίνω, αθετώ: συνθήκας ψεύδομαι = παραβαίνω τις συμφωνίες.
σημασία3: παθ. φωνή ψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι ως προς την ελπίδα μου.
οικογένεια: παράγωγα: ψεῦδος, ψεύστης, ψεῦσμα, ψευδής, σύνθετα: διάψευσις, φιλοψευδής, ψεδομαρτυρέω.
Νέα-Ελληνική: ψεύδομαι (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: ψεύδ-ομαι, *bhseu- «φυσώ, ψεύδομα», παράβαλε αρχ. ινδ. bhástra «ασκός, φυσητήρι», για τη σημασιολογική εξέλιξη «φυσώ, φυσώ αέρα» > «ψεύδομαι» παράβαλε ομηρικό ἀνεμώλια βάζεις «λέγεις λόγια του αέρα».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ψῆγμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ψῆγμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ψῆγμα-ατος-τὸ@wordaryElla,
σημασία: ρίνισμα, ροκάνισμα, ελάχιστο μέρος ενός υλικού: ψῆγμα χρυσοῦ, ψῆγμα σιδήρου.
Νέα-Ελληνική: ψήγμα.
ετυμολογία: *ψηγ- (ψήχ-ω «ρινίζω, κόβω σε πολύ μικρά κομματάκια» + παρ. επίθ. -μα > ψῆγμα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ψηλαφάω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ψηλαφάω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ψηλαφάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐψηλάφων!~παρατατικός:ψηλαφάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ψηλαφήσω!~μέλλοντας:ψηλαφάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐψηλάφησα!~αόριστος-β΄:ψηλαφάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ψηλαφηθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:ψηλαφάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐψηλαφήθην!~παθητικός-αόριστος:ψηλαφάω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: ψαχουλεύω, αισθάνομαι με την αφή: ἐψηλαφῶμεν ἐν σκότει τὰ πράγματα = ψάχναμε στο σκοτάδι τα πράγματα.
οικογένεια: παράγωγα: ψηλάφημα, ψηλάφησις, σύνθετα: ἀναψηλαφάω.
Νέα-Ελληνική: ψηλαφώ & ψηλαφίζω.
ετυμολογία: ίσως σύνθετα: από ψάλλω + ἁφάω (ἁφή) «πιάνω με το χέρι».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ψηφίζω-ρήμα::
* McsElla.ψηφίζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ψηφίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐψήφιζον!~παρατατικός:ψηφίζω@wordaryElla,
* McsElla.ψηφιῶ!~μέλλοντας:ψηφίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐψήφισα!~αόριστος:ψηφίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐψήφικα!~παρακείμενος:ψηφίζω@wordaryElla,
* McsElla.ψηφιοῦμαι!~μέσος-μέλλοντας:ψηφίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐψηφισάμην!~μέσος-αόριστος:ψηφίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐψήφισμαι!~μέσος-παρακείμενος:ψηφίζω@wordaryElla,
σημασία1: μετρώ κάτι χρησιμοποιώντας ψήφους, δηλ. πετραδάκια.
σημασία2: μέση φωνή ψηφίζομαι ψηφίζω υπέρ κάποιου πράγματος: ψηφίζεσθε τὸν πόλεμον = ψηφίστε υπέρ του πολέμου.
σημασία3: παθ. φωνή ψηφίζομαι αποφασίζομαι με ψηφοφορία: τὰ ἐνθάδε ψηφισθησόμενα = όσα θα αποφασιστούν με ψηφοφορία εδώ.
Νέα-Ελληνική: ψηφίζω (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη φῆφος + παρ. επίθ. -ίζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ψῆφος-ου-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ψῆφος-ου-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ψῆφος-ου-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: μικρή στρογγυλή πέτρα, πετραδάκι, χαλίκι.
σημασία2: πετραδάκι, χαλίκι, που το χρησιμοποιούσαν στην ψηφοφορία, ψήφος: ψῆφον φέρω = ρίχνω την ψήφο μου.
οικογένεια: παράγωγα: ψηφίς, -ῖδος «πετραδάκι», ψηφίζω, ψήφισμα, σύνθετα: ψηφοκλέπτης, ψηφοφορέω.
Νέα-Ελληνική: ψήφος (από τη σημ. 2).
ετυμολογία: *ψᾱφ-, *ψᾰφ-, δωρ. ψᾶφος, ομόρρ. του *ψάω (ψῆν), βλέπε ψάλλω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ψιλός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.ψιλός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ψιλός-ή-ὸν@wordaryElla,
παρατήρηση: ως στρατιωτικός όρος ελαφρά οπλισμένος.
αντώνυμα: ὁπλίτης «βαριά οπλισμένος».
σημασία2: για φθόγγους αυτός που προφέρεται λιτά και απέριττα, δηλ. χωρίς δασεία, δασύτητα, λ.χ. τα σύμφωνα τ, π, κ.
αντώνυμα: δασύς.
Νέα-Ελληνική: ψιλός, και με τις δύο σημ.
ετυμολογία: *ψι- (ομόρρ. του ψῆ), βλέπε ψάλλω) + παρ. επίθ. -λός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ψόγος-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ψόγος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ψόγος-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: επίκριση: ψόγον ἐπιφέρω τινί = διατυπώνω επικρίσεις εις βάρος κάποιου.
Νέα-Ελληνική: ψόγος.
ετυμολογία: *ψεγ-, *ψογ- (< ψέγω) + παρ. επίθ. -ος > ψόγος, βλέπε ψέγω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ψοφέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ψοφέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ψοφέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐψόφηκα!~παρακείμενος:ψοφέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: κτυπώ, κάνω θόρυβο: ψοφοῦντες ποταμοί. ψοφῶ τὴν θύραν = κάνω θόρυβο στην πόρτα (κλείνοντάς την καθώς βγαίνω από το σπίτι). Το «κτυπώ την πόρτα από έξω, ώστε να μου ανοίξουν, για να μπω μέσα στο σπίτι» λεγόταν κόπτω ή πατάσσω ή κρούω τὴν θύραν.
Νέα-Ελληνική: ψοφώ «πεθαίνω (για ζώο)».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ψόφος «θόρυβος»+ παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ψυχή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ψυχή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ψυχή-ῆς-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: το άυλο και αθάνατο μέρος της ύπαρξης του ανθρώπου: ἀθάνατος ἡμῶν ἡ ψυχὴ καὶ οὐδέποτε ἀπόλλυται = αθάνατη είναι η ψυχή μας και ποτέ δε χάνεται.
σημασία2: η ψυχή ως έδρα των επιθυμιών και συναισθημάτων.
σημασία3: η ζωή: ἀγωνίζονται περὶ τῆς ψυχῆς.
οικογένεια: παράγωγα: ψυχικός, ψύχωσις, σύνθετα: ἄψυχος, ἔμψυχος, μετεμψύχωσις, μεγαλόψυχος, ψυχοπομπός, ψυχαγωγέω.
Νέα-Ελληνική: ψυχή (με όλες τις σημ.).
ετυμολογία: ψῡχ-ή μεταρρημ. ουσ. από ψύχω «βγάζω πνοή», *bhes- «πνέω, φυσώ», παράβαλε αρχ. ινδ. bhás-trā- «πνοή».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ψύχω-ρήμα::
* McsElla.ψύχω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ψύχω@wordaryElla,
* McsElla.ἔψυχον!~παρατατικός:ψύχω@wordaryElla,
* McsElla.ψύξω!~μέλλοντας:ψύχω@wordaryElla,
* McsElla.ἔψυξα!~αόριστος:ψύχω@wordaryElla,
* McsElla.ἔψυχα!~παρακείμενος:ψύχω@wordaryElla,
* McsElla.ψυχθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:ψύχω@wordaryElla,
* McsElla.ψυγήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας-β΄:ψύχω@wordaryElla,
* McsElla.ἐψύχθην!~παθητικός-αόριστος:ψύχω@wordaryElla,
* McsElla.ἐψύχην/ἐψύγην!~παθητικός-αόριστος-β΄:ψύχω@wordaryElla,
* McsElla.ἔψυγμαι!~παθητικός-παρακείμενος:ψύχω@wordaryElla,
σημασία: κάνω κάτι κρύο, του ρίχνω τη θερμοκρασία: θερμαίνω καὶ ψύχω τὰ σώματα.
αντώνυμα: θερμαίνω.
Νέα-Ελληνική: ψύχω.
ετυμολογία: ψύχω, άγν. ετυμ. αλλά διαφορετικό από το ψῡχ-ή· τα ψῡχ-ρὸς και ψῡχος εναλλάσσονται συμπληρωματικά, όπως τα κυδ-ρὸς και κῡδος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
letter::
* McsEngl.wordaryElla.oméya,
====== langoGreekAncient:
* McsElla.λεξικόΕλλα.Ω,
Ω-ω-ὦ-μέγα-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.Ω-ω-ὦ-μέγα-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Ω-ω-ὦ-μέγα-τὸ@wordaryElla,
σημασία: το εικοστό τέταρτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Για την προφορά και ονομασία του, βλέπε Ο.
* ως αριθμητικό σύμβολο: ω΄ = 800, αλλά ͵ω = 800 000.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὧδε-επίρρημα::
* McsElla.ὧδε-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ὧδε@wordaryElla,
σημασία: ως εξής, με αυτόν τον τρόπο.
ετυμολογία: δεικτικό επίρρ. ὥς «έτσι» + εγκλιτικό μόριο δε.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ᾠδή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ᾠδή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ᾠδή-ῆς-ἡ@wordaryElla,
σημασία: τραγούδι.
οικογένεια: παράγωγα: ᾠδικός, Ὠδεῖον, ἀοίδιμος «τραγουδισμένος, φημισμένος», σύνθετα: ἐπῳδή.
Νέα-Ελληνική: ωδή.
ετυμολογία: ᾠδή συνηρημένο από ἀοιδή < ἀείδω «τραγουδώ» < ἀFείδω, συγγεν. με αὐδή «φωνή».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ᾠδικός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.ᾠδικός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ᾠδικός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία: αυτός που τραγουδά.
αντώνυμα: ὀρχηστικὸς «που χορεύει».
Νέα-Ελληνική: στη φρ. ωδικά πτηνά.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ᾠδή + παρ. επίθ. -ικός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὠδίς-ῖνος-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ὠδίς-ῖνος-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ὠδίς-ῖνος-ἡ@wordaryElla,
παρατήρηση: στον πληθ. κυρίως αἱ ὠδῖνες
σημασία: οι πόνοι του τοκετού, της γέννας.
οικογένεια: παράγωγα: ὠδίνω, σύνθετα: δυσώδινος.
Νέα-Ελληνική: ωδίνες.
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία, ίσως συγγενικό με ὀδύνη < *ἐδ- (ἔδω «τρώγω») + παρ. επίθ. -ύνη, για την αλλαγή ε σε ο παράβαλε ἔδοντες > ὀδόντες και για τη σημασιολογική εξέλιξη «τρώγω» > «κατατρώγω, λυπώ» παράβαλε λατινικός curae edaces «φροντίδες που κατατρώγουν, που προξενούν λύπη».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὠθέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ὠθέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ὠθέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐώθουν!~παρατατικός:ὠθέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ὤσω!~μέλλοντας:ὠθέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἔωσα!~αόριστος:ὠθέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἔωκα!~παρακείμενος:ὠθέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐώκειν!~υπερσυντέλικος:ὠθέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ὤσομαι!~μέσος-μέλλοντας:ὠθέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ὠσθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:ὠθέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐωσάμην!~μέσος-αόριστος:ὠθέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐώσθην!~παθητικός-αόριστος:ὠθέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἔωσμαι!~παθητικός-παρακείμενος:ὠθέω-ῶ@wordaryElla,
παρατήρηση: συνήθως για την ανθρώπινη δύναμη
σημασία1: ωθώ, σπρώχνω: χερσὶν καὶ ποσὶν τὸν λίθον ὠθῶ. ἐπὶ κεφαλὴν ὠθῶ τινα = σπρώχνω κάποιον, ώστε να πέσει κατακέφαλα.
αντώνυμα: ἕλκω.
σημασία2: μέση φωνή ὠθοῦμαι απωθώ, αποκρούω: ἐώσαντο τὸ εὐώνυμον κέρας = απέκρουσαν το αριστερό κέρας.
οικογένεια: παράγωγα: ὦσις, ὤθησις, ὠσμός, ὠστισμός, σύνθετα: προωθέω, παρωθέω, ἀπωθέω, ἐξωθέω, ἀπωστικός, προωστικός.
Νέα-Ελληνική: ωθώ (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: το ὠθέω εμφανίζεται ως θαμιστικός τύπος ενός ρήματος *ἔθω (*ἔθω/ὠθέω, παράβαλε πέλομαι/πωλέομαι), παράβαλε ἔθων = βλάπτων, χωρίς σαφή ετυμολογία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὠνέομαι-οῦμαι-ρήμα::
* McsElla.ὠνέομαι-οῦμαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ὠνέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐωνούμην!~παρατατικός:ὠνέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.ὠνήσομαι!~μέλλοντας:ὠνέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.ὠνηθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:ὠνέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐωνησάμην!~αόριστος:ὠνέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐπριάμην!~αόριστος:ὠνέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐωνήμην-«είχα-αγοράσει-ή-είχα-αγοραστεί»!~υπερσυντέλικος-ενεργητική-και-παθητική-σημασία:ὠνέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐωνήθην!~παθητικός-αόριστος:ὠνέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐώνημαι-«έχω-αγοράσει-ή-έχω-αγοραστεί»!~παρακείμενος-ενεργητική-και-παθητική-σημασία:ὠνέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
σημασία: αγοράζω: ὠνοῦμαί τι παρά τινος = αγοράζω κάτι από κάποιον.
αντώνυμα: πωλέω.
συνώνυμα: ἀγοράζω.
οικογένεια: παράγωγα: ὤνιος, ὤνησις, ὠνήσιμος, ὠνητής, σύνθετα: ὀψώνιον, τελώνης.
ετυμολογία: *ων- «αγοράζω» (από όπου ὦν-ος «τιμή αγοράς», ὠν-έομαι, ὠν-ὴ «αγορά», χωρίς να υπάρχει η δυνατότητα προσδιορισμού της αρχικής λέξης), *wes-no, αρχ. ινδ. vasná «τιμή», αιολ. ὄννα = ὠνή.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὥρα(Α)-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ὥρα(Α)-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ὥρα(Α)-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: εποχή: ἦρος ὥρα = εποχή της άνοιξης. ὥρα θερινή = καλοκαιρινή εποχή. χειμῶνος ὥρᾳ = στην εποχή του χειμώνα.
σημασία2: στους ιστορικούς η εποχή των εκστρατειών, το καλοκαίρι: ἐν καλύβαις πνιγηραῖς ὥρᾳ ἔτους διαιτωμένων... = καθώς διέμεναν σε αποπνικτικές καλύβες κατά το καλοκαίρι...
σημασία3:
σημασίαα: η ώρα, χρονική υποδιαίρεση του εικοσιτετραώρου: νυκτὸς ἐν ὥρᾳ = τη νύκτα.
σημασίαβ: το έτος γενικά:
* ἐν τῇ πέρυσιν ὥρᾳ = πέρυσι.
* εἰς ὥρας/εἰς ἄλλας ὥρας = το επόμενο έτος, του χρόνου.
σημασία4: ο κατάλληλος χρόνος ή εποχή για κάτι: ὅταν ὥρᾳ ἥκῃ = όταν φτάσει ο κατάλληλος χρόνος. ἐμοὶ δοκεῖ οὐχ ὥρα εἶναι καθεύδειν = μου φαίνεται ότι δεν είναι ο κατάλληλος χρόνος να κοιμάται κανείς.
σημασία5: η ακμή της νιότης, η νεότητα: πάντες οἱ ἐν ὥρᾳ = όλοι όσοι βρίσκονται στην ακμή της νιότης τους.
οικογένεια: παράγωγα: ὡραῖος, ὥριμος, σύνθετα: ἄωρος «ο εκτός εποχής», δωδεκάωρος, ὡρολόγιον, ὡροσκόπιον.
Νέα-Ελληνική: ώρα (με τις σημ. 3α, 4).
ετυμολογία: ὥρ-α, ινδοευρωπαϊκός *yōrā, λατινικός hornus «αυτού του έτους», αρχ. γερμ. jār «έτος, χρόνος» (σύγχρονο γερμ. Jahr), αρχ. ισλανδικό ār «έτος».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὤρα(Β)-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ὤρα(Β)-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ὤρα(Β)-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: φροντίδα.
οικογένεια: παράγωγα: ὀλίγωρος, ὀλιγωρέω, τιμωρός, θεωρός.
Νέα-Ελληνική: στα σύνθ. ολιγωρώ, ολιγωρία.
ετυμολογία: ὤρα, ιων. ὤρη < *Fώρᾱ, *wer-, *wor- «παρατηρώ, επαγρυπνώ», ομόρρ. του ὁράω < *Fοράω· η ψίλωση οφείλεται καταρχήν στην ανατολική ιωνική (και τις άλλες ψιλωτικές διαλέκτους).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὡραῖος-αία-αῖον-επίθετο::
* McsElla.ὡραῖος-αία-αῖον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ὡραῖος-αία-αῖον@wordaryElla,
* McsElla.ὡραιότερος!~συγκριτικός:ὡραῖος-αία-αῖον@wordaryEllα,
* McsElla.ὡραιότατος!~υπερθετικός:ὡραῖος-αία-αῖον@wordaryElla,
σημασία: αυτός που βρίσκεται στην κατάλληλη ώρα, έγκαιρος: ἔστι μοι θυγάτηρ γάμου ὡραία = έχω κόρη που είναι στην ώρα της για γάμο.
Νέα-Ελληνική: ωραίος «όμορφος».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ὥρα + παρ. επίθ. -αῖος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὡς-επίρρημα-σύνδεσμος-πρόθεση::
* McsElla.ὡς-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ὡς@wordaryElla,
* McsElla.ὡς-σύνδεσμος@wordaryElla,
* McsElla.σύνδεσμος.ὡς@wordaryElla,
* McsElla.ὡς-πρόθεση@wordaryElla,
* McsElla.πρόθεση.ὡς@wordaryElla,
Α. ΩΣ ΕΠΙΡΡΗΜΑ
σημασία1: αναφορικό επίρρημα (συχνά αλλά όχι πάντοτε προηγείται δεικτικό επίρρημα) όπως: οὕτως, ὡς... = έτσι, όπως...
* ὡς + υπερθετικός επιρρήματος ή επιθέτου όσο το δυνατόν πιο...: ὡς ρᾷστα = όσο το δυνατόν πιο εύκολα. ὡς βέλτιστοι = όσο το δυνατόν πιο καλοί.
Β. ΩΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ
σημασία1: ειδικός σύνδεσμος ότι: λέγει ὡς ἄδικός εἰμι = λέει ότι είμαι άδικος.
σημασία2: τελικός σύνδεσμος για να, να.
συνώνυμα: ἵνα, ὅπως.
* ὡς + απαρέμφατο χρησιμοποιείται για να περιορίσει ισχυρισμό: ὡς δὲ συντόμως εἰπεῖν... = και για να μιλήσω με συντομία...
σημασία3: συμπερασματικός σύνδεσμος, όπως ο ὥστε ώστε, με αποτέλεσμα: ὁ ποταμὸς τοσοῦτος τὸ βάθος ὡς μηδὲ τὰ δόρατα ὑπερέχειν = ο ποταμός ήταν τόσος στο βάθος, ώστε ούτε καν τα δόρατα να υπερέχουν.
σημασία4: αιτιολογικός σύνδεσμος επειδή, γιατί, διότι: τί ποτε λέγεις, ὦ τέκνον; ὡς οὐ μανθάνω = τι λες τέλος πάντων, παιδί μου; γιατί δεν καταλαβαίνω.
σημασία5: χρονικός σύνδεσμος όταν: ὡς γὰρ ὁ θροῦς διῆλθε τῆς ἐμῆς συμφορᾶς = όταν διαδόθηκε η είδηση για τη συμφορά μου...
Γ. ΜΠΡΟΣΤΑ ΑΠΟ ΜΕΤΟΧΕΣ το ὡς όταν τάσσεται μπροστά από μετοχές δηλώνει την αιτία ή το σκοπό της ενέργειας που εκφράζει το ρήμα: οἱ Ἀθηναῖοι παρεσκευάζοντο ὡς πολεμήσοντες = οι Αθηναίοι ετοιμάζονταν να πολεμήσουν. ἀγανακτοῦσιν ὡς ἀδικούμενοι = αγανακτούν με την ιδέα ότι αδικούνται.
Δ. ΩΣ ΠΡΟΘΕΣΗ το ὡς όταν λειτουργεί ως πρόθεση συντάσσεται με αιτιατική και δηλώνει κίνηση σε πρόσωπο: ἀφίκετο ὡς Περδίκκαν = έφθασε στον Περδίκκα.
* το ὡς σε ανεξάρτητες προτάσεις χρησιμοποιείται ως επιφώνημα που συνήθως συνοδεύει επιρρήματα ή επίθετα
σημασία: πώς! πόσο!, τι!: ὡς ἀστεῖος ὁ ἄνθρωπος = τι ευγενικός αυτός ο άνθρωπος!
ετυμολογία: επίρρ. και πρόθεση ὡς, παλιά οργανική πτώση *yō ενός θέματος *yo + -ς των επιρρημάτων (π.χ. οὕτω-ς).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὡσὰν--ὡς-ἂν::
* McsElla.ὡσὰν--ὡς-ἂν@wordaryElla,
σημασία: σαν να, σαν: προπετῶς ἐπερωτᾷ ὡσὰν παῖς = με απερισκεψία ρωτά σαν παιδί.
ετυμολογία: επίρρ. της σύγκρισης ὡς + ἄν, βλέπε ὡς.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὡσαύτως-επίρρημα::
* McsElla.ὡσαύτως-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ὡσαύτως@wordaryElla,
σημασία: κατά τον ίδιο τρόπο: ὡσαύτως καὶ τὸ σμικρὸν τὸ ἐν ἡμῖν οὐκ ἐθέλει ποτὲ μέγα γίγνεσθαι = κατά τον ίδιο τρόπο και το μικρό που βρίσκεται μέσα μας δεν μπορεί να γίνει μεγάλο.
ετυμολογία: επίρρ. της σύγκρισης ὡς + αὔτως, βλέπε ὡς.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὥσπερ-επίρρημα::
* McsElla.ὥσπερ-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ὥσπερ@wordaryElla,
σημασία1: όπως: μέγα ἠτύχησαν οὗτοι, ὥσπερ ἐγώ = μεγάλη συμφορά έπαθαν αυτοί, όπως εγώ.
σημασία2: χρησιμοποείται για να περιορίσει ή να τροποποιήσει κάποιον ισχυρισμό σαν να, κατά κάποιον τρόπο, τρόπον τινά: ὥσπερ ὑπεφθόνει = τους ζήλευε τρόπον τινά (σαν να τους ζήλευε).
ετυμολογία: επίρρ. σύγκρισης ὡς + βεβαιωτικό μόριο περ,βλέπε ὡς.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ὥστε-σύνδεσμος::
* McsElla.ὥστε-σύνδεσμος@wordaryElla,
* McsElla.σύνδεσμος.ὥστε@wordaryElla,
παρατήρηση: σύνδεσμος συμπερασματικός, που εκφράζει το πραγματικό ή το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα της ενέργειας του ρήματος της κύριας πρότασης
σημασία1: συχνά με απαρέμφατο ώστε να, με αποτέλεσμα να: καὶ τὸν προοφειλόμενον μισθὸν ἀπέδωκεν, ὥστε τὸ στράτευμα πολὺ προθυμότερον εἶναι = τους πλήρωσε και το μισθό τον καθυστερημένο, ώστε να είναι το στράτευμα πολύ προθυμότερο.
σημασία2: με οριστική, όταν δηλώνει το πραγματικό αποτέλεσμα ἃ δὴ παντὸς ἄξια δοκεῖ εἶναι, ὥστε πάντες τὸ καταλιπεῖν αὐτὰ φεύγομεν = αυτά φαίνονται ότι είναι πιο αξιόλογα από το καθετί, ώστε όλοι αποφεύγουμε να τα εγκαταλείπουμε.
Νέα-Ελληνική: ώστε.
ετυμολογία: επίρρ. ὥς (ή ὡς) + συμπλεκτικός σύνδεσμος τε.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
name::
* McsEngl.wordaryElla'Infrsc,
description::
Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας. Α', Β', Γ' ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ. ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΔΙΔΑΚΤΙΚΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ. ΑΘΗΝΑ. {2021}
* html-format,
* http://ebooks.edu.gr/ebooks/handle/8547/281: pdf-format,
ISBN 978-960-06-2697-1
name::
* McsEngl.irBook.000009-Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ.ΟΕΔΒ.{2021},
* McsEngl.irBook.Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ.ΟΕΔΒ.{2021},
* McsElla.Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ.ΟΕΔΒ.{2021}.book,
name::
* McsEngl.evoluting-of-wordaryElla,
* McsEngl.wordaryElla'evoluting,
{2022-01-04}::
=== McsHitp-creation:
· creation of current concept.
name::
* McsEngl.wordaryElla'part-whole-tree,
* McsEngl.wordaryElla'whole-part-tree,
whole-tree-of-wordaryElla::
*
* ... Sympan.
name::
* McsEngl.wordaryElla'generic-specific-tree,
* McsEngl.wordaryElla'specific-generic-tree,
generic-tree-of-wordaryElla::
* ,
* ... entity.
this page was-visited times since {2022-01-04}
page-wholepath: synagonism.net / worldviewSngo / dirLag / wordaryElla
SEARCH::
· this page uses 'locator-names', names that when you find them, you find the-LOCATION of the-concept they denote.
⊛ GLOBAL-SEARCH:
· clicking on the-green-BAR of a-page you have access to the-global--locator-names of my-site.
· use the-prefix 'wordaryElla' for sensorial-concepts related to current concept 'wordary-of-Ancient-Greek'.
⊛ LOCAL-SEARCH:
· TYPE CTRL+F "McsLag4.words-of-concept's-name", to go to the-LOCATION of the-concept.
· a-preview of the-description of a-global-name makes reading fast.
webpage-versions::
• version.last.dynamic: McsLag000022.last.html,
• version.draft.creation: McsLag000022.0-1-0.2022-01-04.last.html,