description::
· a-wordary of Ancient-Greek.
· Ά Α ά α ἀ ἁ ἂ ἃ ἄ ἅ ἆ ἇ Ἀ Ἁ Ἂ Ἃ Ἄ Ἅ Ἆ Ἇ ὰ ά ᾀ ᾁ ᾂ ᾃ ᾄ ᾅ ᾆ ᾇ ᾈ ᾉ ᾊ ᾋ ᾌ ᾍ ᾎ ᾏ ᾰ ᾱ ᾲ ᾳ ᾴ ᾶ ᾷ Ᾰ Ᾱ Ὰ Ά ᾼ Β β Γ γ Δ δ Έ Ε έ ε ἐ ἑ ἒ ἓ ἔ ἕ Ἐ Ἑ Ἒ Ἓ Ἔ Ἕ ὲ έ Ὲ Έ Ζ ζ Ή Η ή η ἠ ἡ ἢ ἣ ἤ ἥ ἦ ἧ Ἠ Ἡ Ἢ Ἣ Ἤ Ἥ Ἦ Ἧ ὴ ή ᾐ ᾑ ᾒ ᾓ ᾔ ᾕ ᾖ ᾗ ᾘ ᾙ ᾚ ᾛ ᾜ ᾝ ᾞ ᾟ ῂ ῃ ῄ ῆ ῇ Ὴ Ή ῌ Θ θ Ί Ι ί ι ἰ ἱ ἲ ἳ ἴ ἵ ἶ ἷ Ἰ Ἱ Ἲ Ἳ Ἴ Ἵ Ἶ Ἷ ὶ ί ῐ ῑ ῒ ΐ ῖ ῗ Ῐ Ῑ Ὶ Ί Κ κ Λ λ Μ μ Ν ν Ξ ξ Ό Ο ο ό ὀ ὁ ὂ ὃ ὄ ὅ Ὀ Ὁ Ὂ Ὃ Ὄ Ὅ ὸ ό Π π Ρ ρ ῤ ῥ Ῥ Σ σ Τ τ Ύ Υ υ ύ ὐ ὑ ὒ ὓ ὔ ὕ ὖ ὗ Ὑ Ὓ Ὕ Ὗ ὺ ύ ῠ ῡ ῢ ΰ ῦ ῧ Ῠ Ῡ Ὺ Ύ Φ φ Χ χ Ψ ψ Ώ Ω ω ώ ὠ ὡ ὢ ὣ ὤ ὥ ὦ ὧ Ὠ Ὡ Ὢ Ὣ Ὤ Ὥ Ὦ Ὧ ὼ ώ ᾠ ᾡ ᾢ ᾣ ᾤ ᾥ ᾦ ᾧ ᾨ ᾩ ᾪ ᾫ ᾬ ᾭ ᾮ ᾯ ῲ ῳ ῴ ῶ ῷ Ὸ Ό Ὼ Ώ ῼ
· ΛΑΘΗ: άν δύο αρχαίες λέξεις είναι ενωμένες, πολύ πιθανό λείπει το "ἐ".
name::
* McsEngl.McsLag000022.last.html//dirLag//dirMcs!⇒wordaryElla,
* McsEngl.dirLag/McsLag000022.last.html!⇒wordaryElla,
* McsEngl.wordary-of-Ancient-Greek!⇒wordaryElla,
* McsEngl.wordaryElla,
* McsEngl.wordaryElla'(wordary-of-Ancient-Greek)!⇒wordaryElla,
====== langoGreek:
* McsElln.λεξικό-Αρχαίας-Ελληνικής!=wordaryElla,
letter::
* McsEngl.wordaryElla.alfa,
====== langoGreekAncient:
* McsElla.λεξικόΕλλα.Α,
Α-α-ἄλφα-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.Α-α-ἄλφα-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Α-α-ἄλφα-τὸ@wordaryElla,
* McsElla.ἄλφα-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἄλφα-τὸ@wordaryElla,
σημασία: το πρώτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου.
* ως αριθμητικό σύμβολο α´ =1, αλλά ͵α = 1.000.
* στη σύνθεση εμφανίζεται ως:
** ἀ-/ἀν- στερητικό (ΙΕ προέλευσης): εκφράζει έλλειψη, στέρηση ή απουσία, π.χ. σοφός - ἄσοφος (= αυτός που χαρακτηρίζεται από έλλειψη σοφίας)· πριν από φωνήεν, το στερητικό ἀ- εμφανίζεται ως ἀν-, π.χ. ἀνέστιος (= αυτός που δεν έχει εστία).
** ἁ-/ἁμ- αθροιστικό (ΙΕ προέλευσης). Πιο ορθά ἁ- (με δασεία), π.χ. ἁπλοῦς, ἁθρόος. Συχνά όμως ἀ- (με ψιλή), λόγω ανομοίωσης προς δασέα σύμφωνα που ακολουθούν, π.χ. ἄλοχος (= σύζυγος).
** ἀ- προθετικό (ΙΕ προέλευσης): εμφανίζεται στην αρχή της λέξης (όπου σε ομόρριζους τύπους άλλων ΙΕ γλωσσών μπορεί να μην υπάρχει: ἀνήρ - αρχαίος-ιταλικός ner-, ἀστήρ - λατινικός stella).
ετυμολογία: αρχαίο-φοινικικό alef «βόδι» > ἄλφα· το στερητικό ἀ- ή ἀν- προέρχεται από το ινδοευρωπαϊκό στερητικό μόριο *nο-, παράβαλε λατινικός amicus «φίλος» αλλά in-imicus «εχθρός».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄβαξ-ακος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἄβαξ-ακος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἄβαξ-ακος-ὁ@wordaryElla,
σημασία: πλάκα, σανίδα (τη χρησιμοποιούσαν για την καταμέτρηση των ψήφων): τὰς ψήφους διαριθμῶ ἐπὶ τοῦ ἄβακος = καταμετρώ τις ψήφους πάνω στην υπολογιστική πλάκα.
οικογένεια: παράγωγα: ἀβάκιον.
Νέα-Ελληνική: άβακας.
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία, πιθ. δάνειο.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Ἀβδηρίτης-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.Ἀβδηρίτης-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Ἀβδηρίτης-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: άνδρας κατάγομενος από τα Άβδηρα, που ήταν πόλη της Θράκης.
* ως Ἀβδηρίτας οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν παροιμιωδώς τους ηλίθιους.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη Ἄβδηρα + παρ. επίθ. -ίτης.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀβέβαιος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἀβέβαιος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀβέβαιος-ος-ον@wordaryElla,
* McsEll.ἀβεβαιότερος!~συγκριτικός:ἀβέβαιος-ος-ον@wordaryEllα,
* McsEll.ἀβεβαιότατος!~υπερθετικός:ἀβέβαιος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία: αναξιόπιστος, ασταθής, άστατος: ἀβέβαιός ἐστιν ὁ πλοῦτος = ο πλούτος είναι αναξιόπιστο πράγμα.
συνώνυμα: ἄπιστος, ἐπισφαλής.
αντώνυμα: ἀξιόπιστος, πιστός.
Νέα-Ελληνική: αβέβαιος «όχι ασφαλής» (μέλλον αβέβαιο).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερ. ἀ- + βέβαιος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀβέλτερος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἀβέλτερος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀβέλτερος-ος-ον@wordaryElla,
* McsEll.ἀβελτερώτερος!~συγκριτικός:ἀβέλτερος-ος-ον@wordaryEllα,
* McsEll.ἀβελτερώτατος!~υπερθετικός:ἀβέλτερος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία: ηλίθιος: ἀβέλτερος φαίνεται = φαίνεται ηλίθιος.
συνώνυμα: εὐήθης, ἄνους.
αντώνυμα: δεινός «έξυπνος».
οικογένεια: παράγ. ἀβελτερία, -ας, ἡ «ηλιθιότητα».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερ. ἀ- + βέλτ-ερος (πβ. βελτ-ίων).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀβίωτος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἀβίωτος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀβίωτος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία: αυτός τον οποίο δεν μπορεί κανείς να ζήσει, ανυπόφορος: ἀβίωτον πεποίηκέν μοι τὸν βίον = μου έχει κάνει τη ζωή ανυπόφορη.
αντώνυμα: βιωτός.
Νέα-Ελληνική: αβίωτος.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερ. ἀ- + βιωτός (< βιόω + παρ. επίθ. -τός).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄβουλος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἄβουλος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἄβουλος-ος-ον@wordaryElla,
* McsEll.ἀβουλότερος!~συγκριτικός:ἄβουλος-ος-ον@wordaryEllα,
* McsEll.ἀβουλότατος!~υπερθετικός:ἄβουλος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία: απερίσκεπτος: ἀνὴρ ἄβουλος = απερίσκεπτος άντρας.
συνώνυμα: ἀπερίσκεπτος.
αντώνυμα: εὔβουλος, φρόνιμος.
οικογένεια: παράγωγα: ἀβουλία, -ας, ἡ «απερισκεψία».
Νέα-Ελληνική: άβουλος (που του λείπει η θέληση).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερ. ἀ- + βούλ-ομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἁβρύνω-ρήμα::
* McsElla.ἁβρύνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἁβρύνω@wordaryElla,
σημασία1: κάνω κάποιον λεπτό στους τρόπους ή μεταχειρίζομαι κάποιον με λεπτότητα.
σημασία2: μέση φωνή ἁβρύνομαι καυχιέμαι: ἵπποις ἡϐρύνετο = καυχιόταν για τα άλογά του.
συνώνυμα: ἀγάλλομαι, μέγα φρονῶ ἐπί τινι.
οικογένεια: παράγωγα: ἁβρυντικός, σύνθετα: ἐναβρύνομαι.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἁβρός + παρ. επίθ. -ύνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀγαθός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.ἀγαθός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀγαθός-ή-ὸν@wordaryElla,
* McsEll.ἀμείνων!~συγκριτικός:ἀγαθός-ή-ὸν@wordaryEllα,
* McsEll.ἀρείων!~συγκριτικός:ἀγαθός-ή-ὸν@wordaryEllα,
* McsEll.βελτίων!~συγκριτικός:ἀγαθός-ή-ὸν@wordaryEllα,
* McsEll.κρείττων!~συγκριτικός:ἀγαθός-ή-ὸν@wordaryEllα,
* McsEll.λῴων!~συγκριτικός:ἀγαθός-ή-ὸν@wordaryEllα,
* McsEll.ἄριστος!~υπερθετικός:ἀγαθός-ή-ὸν@wordaryEllα,
* McsEll.βέλτιστος!~υπερθετικός:ἀγαθός-ή-ὸν@wordaryEllα,
* McsEll.κράτιστος!~υπερθετικός:ἀγαθός-ή-ὸν@wordaryEllα,
* McsEll.λῷστος!~υπερθετικός:ἀγαθός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασίαΑ: για πρόσωπα
σημασία1: ο υψηλής καταγωγής: δεσπότης ἀγαθὸς καὶξ ἀγαθῶν = άρχοντας υψηλής καταγωγής και προερχόμενος από άτομα υψηλής καταγωγής.
συνώνυμα: γενναῖος, εὐγενής.
αντώνυμα: ἀγεννής, φαῦλος.
σημασία2: μέλος της πολιτικής μερίδας των αριστοκρατών (ιδιαίτερα στη φρ. καλοὶ κἀγαθοί). βλέπε βέλτιστος, κράτιστος.
σημασία3: γενναίος (καθώς η ανδρεία αποδιδόταν σε άτομα υψηλής καταγωγής).
συνώνυμα: ἀνδρεῖος.
αντώνυμα: δειλός.
σημασία4: ικανός: ἀγαθὸς πύκτης = ικανός πυγμάχος.
αντώνυμα: φαῦλος «ανίκανος, κακός».
σημασία5: με ηθική σημ. καλός, ενάρετος: τὸν κακὸν ἄνδρα ἀγαθὸν ποιῶ = κάνω τον κακό άνθρωπο καλό.
σημασία6: ὦ ᾿γαθὲ καλέ μου φίλε (χρησιμοποιείται ως μορφή ήπιας συμϐουλής ή ήπιας επίπληξης): μήπω, ὦ ᾿γαθέ, ἐκεῖσε ἴωμεν = ας μην πάμε ακόμη προς τα εκεί, καλέ μου φίλε.
σημασίαΒ: για πράγματα
σημασία1: χρήσιμος: οἶδά τι πυρετοῦ ἀγαθόν = γνωρίζω κάτι χρήσιμο για τον πυρετό.
σημασία2: ηθικά καλός: ἔργα ἀγαθά = καλά έργα.
συνώνυμα: σπουδαῖος «ηθικά καλός».
αντώνυμα: πονηρός.
σημασία3: ως ουσιαστικό για πρόσωπα ή πράγματα τὸ ἀγαθὸν καλό πράγμα, ευλογία, ευεργεσία, αγαθό: ὦ μέγα ἀγαθὸν σὺ τοῖς φίλοις, Κῦρε = εσύ, μεγάλη ευλογία για τους φίλους, Κύρε.
* ἐπ' ἀγαθῷ τινος για το καλό κάποιου: ἐπ' ἀγαθῷ τῆς Πελοποννήσου ποιῶ τι = κάνω κάτι για το καλό της Πελοποννήσου.
* στον πληθ. τὰ ἀγαθά αγαθά, τα καλά της τύχης, θησαυροί, πλούτη.
οικογένεια: παράγωγα: ἀγαθωσύνη, ἀγαθότης, Ἀγάθων, σύνθετα: ἀγαθοεργός, ἀγαθοποιός.
Νέα-Ελληνική: αγαθός (με τη σημ. Α5, λ.χ. αγαθή ψυχή).
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀγάλλω-ρήμα::
* McsElla.ἀγάλλω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀγάλλω@wordaryElla,
* McsElla.ἤγαλλον!~παρατατικός:ἀγάλλω@wordaryElla,
* McsElla.ἀγαλῶ!~μέλλοντας:ἀγάλλω@wordaryElla,
* McsElla.ἤγηλα!~αόριστος:ἀγάλλω@wordaryElla,
* McsElla.ἀγάλλομαι!~παθητικός-ενεστώτας:ἀγάλλω@wordaryElla,
* McsElla.ἠγαλλόμην!~παθητικός-παρατατικός:ἀγάλλω@wordaryElla,
σημασία1: εξυμνώ, τιμώ: τοὺς θεοὺς ἀγάλλω = εξυμνώ τους θεούς.
συνώνυμα: τιμάω.
σημασία2: μέση φωνή ἀγάλλομαι χαίρομαι, καυχιέμαι: εὐτυχίαις ἠγάλλεσθε = καυχόσασταν για την ευτυχισμένη ζωή σας.
συνώνυμα: μέγα φρονῶ ἐπί τινι
οικογένεια: παράγωγα: ἄγαλμα, σύνθετα: ἐπαγάλλω.
Νέα-Ελληνική: αγάλλομαι (σε ποιητικό λόγο) «χαίρομαι» (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία, *ἀγάλ-jομαι, παράβαλε ἄγαλ-μα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄγαμαι-ρήμα::
* McsElla.ἄγαμαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἄγαμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἠγάμην!~παρατατικός:ἄγαμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἀγάσομαι!~μέλλοντας:ἄγαμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἀγασθήσομαι!~μέσος-μέλλοντας:ἄγαμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἠγασάμην!~αόριστος:ἄγαμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἠγάσθην!~μέσος-αόριστος:ἄγαμαι@wordaryElla,
σημασία1: θαυμάζω: ἄγαμαί τινα τῆς ἀνδρείας = θαυμάζω κάποιον για τη γενναιότητά του.
συνώνυμα: ζηλόω.
σημασία2: εκπλήσσομαι: ἠγάσθην αὐτοῦ εἰπόντος ταῦτα = έμεινα έκπληκτος που είπε αυτά τα πράγματα.
συνώνυμα: θαυμάζω.
σημασία3: ευχαριστιέμαι: ἄγαμαι τοῖς ἔργοις τινός = ευχαριστιέμαι με τα έργα κάποιου.
συνώνυμα: ἥδομαι, χαίρω.
οικογένεια: παράγωγα: ἀγαστός, ἄγασμα, σύνθετα: ὑπεράγαμαι.
Νέα-Ελληνική: λόγ. επίθετο αγαστός «θαυμαστός».
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία, παράβαλε ἄγαν.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄγαν-επίρρημα::
* McsElla.ἄγαν-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ἄγαν@wordaryElla,
σημασία: πάρα πολύ: ἄγαν κοῦφος = πάρα πολύ ελαφρός. ἡ ἄγαν ἐλευθερία = η υπερϐολική ελευθερία.
συνώνυμα: λίαν, σφόδρα.
αντώνυμα: ἐλάχιστα, ἥκιστα.
* έκφραση μηδὲν ἄγαν τίποτε (να μην κάνεις) σε υπερβολικό βαθμό (παροιμιώδης φράση, την οποία ο Αριστοτέλης αποδίδει στο Χίλωνα τον Λακεδαιμόνιο, έναν από τους επτά σοφούς της αρχαίας Ελλάδας).
ετυμολογία: αρχικά αιτιατ. ἄγαν του ουσ. *ἄγᾱ = ἄγη, ἡ «σεβασμός, θαυμασμός», παράβαλε δωρεάν.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀγανακτέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἀγανακτέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀγανακτέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: δυσαρεστούμαι: ἀγανακτεῖ τοῖς σκώμμασι = δυσαρεστείται με τα αστεία.
συνώνυμα: δυσχεραίνωπί τινι.
αντώνυμα: ἥδομαι, ἀγάλλομαι, τέρπομαι, εὐφραίνομαι.
σημασία2: αγανακτώ: ταῦτ' ἀγανακτοῦσιν, ὅτι ἐγὼ τῷ πατρὶ φόνου ἐπεξέρχομαι = γι' αυτόν το λόγο αγανακτούν, διότι εγώ ασκώ δίωξη κατά του πατέρα μου για φόνο.
συνώνυμα: ἄχθομαί τινι
οικογένεια: παράγωγα: ἀγανάκτησις.
Νέα-Ελληνική: αγανακτώ (σημ. 2).
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία, ίσως σύνθετη-λέξη * ἀγανέκτης «που έχει τραβήξει πολλά» (< ἄγαν + ἔχω) > *ἀγανάκτης (αφομοίωση α-έ > α-ά).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀγαπάω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἀγαπάω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀγαπάω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: αγαπώ: οἱ πατέρες τοὺς αὑτῶν παῖδας ἀγαπῶσιν = οι πατέρες αγαπούν τα παιδιά τους.
συνώνυμα: φιλέω «αγαπώ».
αντώνυμα: μισέω.
σημασία2: είμαι ικανοποιημένος: ἀγαπήσω, εἰ τὸ σῶμα σώσω = θα είμαι ικανοποιημένος, αν σώσω τον εαυτό μου. οὐκ ἀγαπῶ τοῖς ὑπάρχουσιν ἀγαθοῖς = δεν είμαι ικανοποιημένος με τα πλούτη που έχω.
συνώνυμα: ἀρκεῖ μοι...
οικογένεια: παράγωγα: ἀγαπητός, ἀγαπητικός, ἀγάπησις, σύνθετα: ὑπεραγαπάω.
Νέα-Ελληνική: αγαπώ (σημ. 1).
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία, εφόσον η συνήθης σύνδεση με το ἄγαν δεν ικανοποιεί και δε δικαιολογεί το -π.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄγγαρος-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἄγγαρος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἄγγαρος-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: Πέρσης έφιππος ταχυδρόμος (που μετέφερε παραγγέλματα ή μηνύματα του βασιλιά).
Νέα-Ελληνική: το ομόρριζο η αγγαρεία.
ετυμολογία: δάν. από την αρχ. περσική.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀγγέλλω-ρήμα::
* McsElla.ἀγγέλλω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀγγέλλω@wordaryElla,
* McsElla.ἤγγελλον!~παρατατικός:ἀγγέλλω@wordaryElla,
* McsElla.ἀγγελῶ!~μέλλοντας:ἀγγέλλω@wordaryElla,
* McsElla.ἤγγειλα!~αόριστος:ἀγγέλλω@wordaryElla,
* McsElla.ἤγγελκα!~παρακείμενος:ἀγγέλλω@wordaryElla,
* McsElla.ἠγγειλάμην!~μέσος-αόριστος:ἀγγέλλω@wordaryElla,
* McsElla.ἀγγελθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:ἀγγέλλω@wordaryElla,
* McsElla.ἤγγελμαι!~παθητικός-παρακείμενος:ἀγγέλλω@wordaryElla,
* McsElla.ἠγγέλμην!~παθητικός-υπερσυντέλικος:ἀγγέλλω@wordaryElla,
σημασία: αγγέλλω, αναγγέλλω.
συνώνυμα: καταγγέλλω «αγγέλλω».
οικογένεια: παράγωγα: ἄγγελμα, σύνθετα: ἐξαγγέλλω, καταγγέλλω, προαγγέλλω, ἐπαγγέλλομαί τι.
Νέα-Ελληνική: αγγέλλω.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἄγγελ-ος + παρ. επίθ. -jω (*ἀγγέλ-jω > ἀγγέλλω).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄγγελος-ου-ὁ-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἄγγελος-ου-ὁ-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἄγγελος-ου-ὁ-ἡ@wordaryElla,
σημασία: αγγελιοφόρος, απεσταλμένος.
οικογένεια: παράγωγα: ἀγγελία, ἀγγελικός, ἀγγέλλω, σύνθετα: εὐάγγελος, εὐαγγελίζομαι.
Νέα-Ελληνική: άγγελος (με άλλη σημ., πτερωτό ον κτλ.).
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία, πιθανό δάν. από γλώσσα της Ανατολής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄγε--ἄγετε-ρήμα::
* McsElla.ἄγε!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ἄγετε!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἄγετε@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἄγε@wordaryElla,
παρατήρηση: προστακτικές του ἄγω που χρησιμοποιούνται ως επιρρήματα εμπρός!, έλα!: «Ἄγε τοίνυν», ἔφη ὁ Κῦρος, «σκοπῶμεν νῦν τὰ ἐμοὶ πεπραγμένα πάντα» = «εμπρός λοιπόν» είπε ο Κύρος «ας εξετάσουμε τώρα όλα τα κατορθώματά μου».
συνώνυμα: φέρε «εμπρός».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀγείρω-ρήμα::
* McsElla.ἀγείρω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀγείρω@wordaryElla,
* McsElla.ἤγειρον!~παρατατικός:ἀγείρω@wordaryElla,
* McsElla.ἀγερῶ!~μέλλοντας:ἀγείρω@wordaryElla,
* McsElla.ἤγειρα!~αόριστος-αʹ:ἀγείρω@wordaryElla,
* McsElla.ἠγειράμην!~μέσος-αόριστος-αʹ:ἀγείρω@wordaryElla,
* McsElla.ἠγέρθην!~παθητικός-αόριστος-αʹ:ἀγείρω@wordaryElla,
* McsElla.ἀγήγερμαι!~παθητικός-παρακείμενος:ἀγείρω@wordaryElla,
σημασία: συγκεντρώνω: τὸν στόλον ἀγείρω = συγκεντρώνω το στόλο.
συνώνυμα: συνάγω.
αντώνυμα: διασκεδάννυμι «διασκορπίζω».
οικογένεια: παράγωγα: ἀγορά, σύνθετα: συναγείρω, πανήγυρις.
ετυμολογία: πιθ. σύνθετη-λέξη αθρ. ἀ- + *γερ- (πβ. ἄγρα, ἀγρέω) > *ἀγέρ-j-ω > ἀγείρω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀγενής-ής-ὲς-επίθετο::
* McsElla.ἀγενής-ής-ὲς-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀγενής-ής-ὲς@wordaryElla,
* McsEll.ἀγενέστερος!~συγκριτικός:ἀγενής-ής-ὲς@wordaryEllα,
* McsEll.ἀγενέστατος!~υπερθετικός:ἀγενής-ής-ὲς@wordaryElla,
σημασία1: αγέννητος, αδημιούργητος (δηλ. άναρχος): γέγονεν ἢ ἀγενές ἐστιν; = (το σύμπαν) έχει δημιουργηθεί ή είναι αδημιούργητο;
σημασία2: άτεκνος.
σημασία3: ποταπός, χαμερπής.
Νέα-Ελληνική: αγενής «που του λείπουν οι καλοί τρόποι».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη στερ. ἀ- + γέν-ος < γίγνομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀγεννής-ής-ὲς-επίθετο::
* McsElla.ἀγεννής-ής-ὲς-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀγεννής-ής-ὲς@wordaryElla,
* McsEll.ἀγεννέστερος!~συγκριτικός:ἀγεννής-ής-ὲς@wordaryEllα,
* McsEll.ἀγεννέστατος!~υπερθετικός:ἀγεννής-ής-ὲς@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που έχει ταπεινή, άσημη καταγωγή: οἱ ἀγεννεῖς πλείους τὸν ἀριθμόν εἰσι τῶν γενναίων = οι ταπεινής καταγωγής άνθρωποι είναι περισσότεροι στον αριθμό από τους υψηλής καταγωγής.
αντώνυμα: γενναῖος «ο υψηλής καταγωγής», ἀγαθός.
σημασία2: για πράγματα άθλιος, αχρείος: βωμολοχεύματ' ἀγεννῆ = άθλιες βωμολοχίες.
οικογένεια: παράγωγα: ἀγέννεια, ἀγεννησία, ἀγέννητος.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερητ. ἀ- + γέννα, ἡ «ευγενής καταγωγή», ρ. γεννάω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄγημα-ατος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἄγημα-ατος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἄγημα-ατος-τὸ@wordaryElla,
σημασία: τμήμα στρατεύματος.
Νέα-Ελληνική: άγημα.
ετυμολογία: δωρ. ἄγημα = ἥγημα < ἡγέομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀγήρατος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἀγήρατος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀγήρατος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία: αγέραστος: ἡ ταῖς ψυχαῖς ῥώμη τῶν ἀγαθῶν ἀνδρῶν ἀγήρατός ἐστι = η ψυχική δύναμη των ενάρετων ανδρών είναι αγέραστη.
Νέα-Ελληνική: αγέραστος.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη στερ. ἀ- + *γηρα-τός (< γηράσκω + παρ. επίθ. –τος).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἅγιος-ία-ιον-επίθετο::
* McsElla.ἅγιος-ία-ιον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἅγιος-ία-ιον@wordaryElla,
* McsEll.ἁγιώτερος!~συγκριτικός:ἅγιος-ία-ιον@wordaryEllα,
* McsEll.ἁγιώτατος!~υπερθετικός:ἅγιος-ία-ιον@wordaryElla,
σημασία1: για πράγματα αφιερωμένος στους θεούς, ιερός, άγιος: ἐν μέσῳ ἱερὸν ἅγιον ἦν = στο μέσο υπήρχε άγιο ιερό.
σημασία2: για πρόσωπα άγιος, αγνός: ὑμᾶς πάντες πρότερον ἁγίους ἐνόμιζον = προηγουμένως όλοι σας θεωρούσαν αγνούς.
οικογένεια: παράγωγα: ἁγιότης, ἁγιάζω, ἁγιωσύνη, σύνθετα: ἁγιοφόρος, ἁγιογράφος.
Νέα-Ελληνική: άγιος (και με τις δύο σημ.).
ετυμολογία: *jαγ- (πβ. ἄγ-ος, ἁγ-νός), παράβαλε αρχ. ινδ. yájati «τιμώ με προσευχές ή θυσίες»· η ψιλή στο ἄγος αντί *ἅγος επικράτησε για να μη συμπέσει με τις ιερές λέξεις ἅγιος, ἁγνός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀγνοέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἀγνοέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀγνοέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠγνόουν!~παρατατικός:ἀγνοέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀγνοήσω!~μέλλοντας:ἀγνοέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠγνόησα!~αόριστος:ἀγνοέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠγνόηκα!~παρακείμενος:ἀγνοέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀγνοήσομαι-«θα-αγνοηθώ»!~μέσος-μέλλοντας-παθητική-σημασία:ἀγνοέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀγνοηθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:ἀγνοέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠγνοήθην!~παθητικός-αόριστος:ἀγνοέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠγνόημαι!~μέσος-παρακείμενος:ἀγνοέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: αγνοώ: ἀγνοεῖ πάντα καὶ οὐδὲν οἶδεν = αγνοεί τα πάντα και δε γνωρίζει τίποτε.
συνώνυμα: οὐ γιγνώσκω, οὐκ οἶδα.
αντώνυμα: οἶδα, γιγνώσκω, ἐπίσταμαι.
οικογένεια: παράγωγα: ἄγνοια.
Νέα-Ελληνική: αγνοώ.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη στερ. ἀ - + γνο- (*γνω- του γι-γνώ-σκω) + παρ. επίθ. -έ-ω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄγνυμι-ρήμα::
* McsElla.ἄγνυμι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἄγνυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἄξω!~μέλλοντας:ἄγνυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἔαξα!~αόριστος:ἄγνυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἔαγα-«έχω-θραυσθεί»!~παρακείμενος-παθητική-σημασία:ἄγνυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἐάγην!~παθητικός-αόριστος:ἄγνυμι@wordaryElla,
παρατήρηση: ρήμα του ποιητικού λόγου. Στον πεζό λόγο χρησιμοποιείται το σύνθετο βλέπε κατάγνυμι.
σημασία: σπάζω, συντρίβω.
ετυμολογία: *Fαγ-, συγγεν. με τοχαρι. wâk- «σκάζω» .
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀγορά-ᾶς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀγορά-ᾶς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀγορά-ᾶς-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: η συνέλευση του λαού ή ο τόπος της συνέλευσης αυτής.
σημασία2: ο τόπος αγοραπωλησιών, αγορά, ή τα ίδια τα προϊόντα που πουλιούνται στην αγορά: οὐ δέχομαί τινα ἀγορᾷ οὐδ' ἄστει = δεν επιτρέπω την είσοδο σε κάποιον, ούτε στην αγορά ούτε στην πόλη.
σημασία3: ως ένδειξη χρόνου ἀγορὰ πλήθουσα το χρονικό διάστημα από τις δέκα το πρωί έως τις δώδεκα το μεσημέρι, όταν η ἀγορά (σημ. 2) ήταν γεμάτη με κόσμο: πρῴ τε γὰρ εἰς τοὺς περιπάτους καὶ τὰ γυμνάσια ᾔει καὶ πληθούσης ἀγορᾶς ἐκεῖ φανερὸς ἦν = και διότι το πρωί πήγαινε στους χώρους των περιπάτων και στα γυμναστήρια και κατά το μεσημέρι παρουσιαζόταν εκεί.
* έκφραση ἀγορᾶς διάλυσις το χρονικό διάστημα μετά την αποχώρηση του κόσμου από την ἀγοράν (σημ. 2), το απόγευμα.
οικογένεια: παράγωγα: ἀγοραῖος, ἀγοράζω, σύνθετα: ἀγορανόμος, ἀγορανομία.
Νέα-Ελληνική: αγορά (σημ. 2).
ετυμολογία: *ἀγορ- (< *ἀγερ-, παράβαλε ἀγείρω «συγκεντρώνω» < *ἀγέρ-jω) + παρ. επίθ. -ά. Πβ. αιολ. ἄγυρις «συγκέντρωση», απ' όπου σύνθετα: ὁμ-ήγυρις, παν-ήγυρις.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀγοράζω-ρήμα::
* McsElla.ἀγοράζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀγοράζω@wordaryElla,
* McsElla.ἠγόραζον!~παρατατικός:ἀγοράζω@wordaryElla,
* McsElla.ἀγοράσω!~μέλλοντας:ἀγοράζω@wordaryElla,
* McsElla.ἠγόρασα!~αόριστος:ἀγοράζω@wordaryElla,
* McsElla.ἠγόρακα!~παρακείμενος:ἀγοράζω@wordaryElla,
* McsElla.ἠγορασάμην!~μέσος-αόριστος:ἀγοράζω@wordaryElla,
* McsElla.ἠγοράσθην!~παθητικός-αόριστος:ἀγοράζω@wordaryElla,
* McsElla.ἠγόρασμαι!~παθητικός-παρακείμενος:ἀγοράζω@wordaryElla,
σημασία1: συχνάζω στην ἀγοράν (σημ. 2).
σημασία2: συγκεντρώνομαι στην ἀγοράν (σημ. 2): ἐσελθόντες ἐς τὴν πόλιν ἠγόραζον = αφού εισήλθαν στην πόλη, συγκεντρώθηκαν στην αγορά.
σημασία3: αγοράζω: ἐκ τῆς πόλεως ἠγόραζον τὰπιτήδεια = αγόραζαν τις προμήθειες από την πόλη.
συνώνυμα: ὠνέομαι «αγοράζω».
αντώνυμα: πωλέω.
* μέση φωνή ἀγοράζομαι: αγοράζω για τον εαυτό μου: εἶπε τὰ ἐπιτήδεια ἀγοράζεσθαι καὶ συσκευάζεσθαι = είπε να αγοράσουν για τον εαυτό τους τις προμήθειες και να τις συσκευάσουν.
οικογένεια: παράγωγα: ἀγοραστής, ἀγοραστικός, σύνθετα: ἀγορανόμος, ἀγορανομέω.
Νέα-Ελληνική: αγοράζω (με τη σημ. 3).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀγορά + παρ. επίθ. -άζω < *-άδjω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀγοραῖος-αῖος-αῖον-επίθετο::
* McsElla.ἀγοραῖος-αῖος-αῖον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀγοραῖος-αῖος-αῖον@wordaryElla,
σημασία1: εκείνος που συχνάζει στην ἀγοράν (σημ. 2): ὁ ἀγοραῖος ὄχλος = ο κόσμος που συχνάζει στην αγορά.
* οἱ ἀγοραῖοι οι κοινοί θνητοί, ο όχλος: τὰ συμπόσια τῶν ἀγοραίων.
σημασία2: για πράγματα συνηθισμένος, κοινός, χυδαίος: σκώμματα ἀγοραῖα.
Νέα-Ελληνική: αγοραίος «χυδαίος».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀγορά + παρ. επίθ. -αῖος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀγορεύω-ρήμα::
* McsElla.ἀγορεύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀγορεύω@wordaryElla,
* McsElla.ἠγόρευον!~παρατατικός:ἀγορεύω@wordaryElla,
* McsElla.-αγορεύσω!~μέλλοντας:ἀγορεύω@wordaryElla,
* McsElla.-ερῶ!~μέλλοντας:ἀγορεύω@wordaryElla,
* McsElla.-ηγόρευσα!~αόριστος:ἀγορεύω@wordaryElla,
* McsElla.-εῖπον!~αόριστος:ἀγορεύω@wordaryElla,
* McsElla.-είρηκα!~παρακείμενος:ἀγορεύω@wordaryElla,
* McsElla.-ειρήκειν!~υπερσυντέλικος:ἀγορεύω@wordaryElla,
* McsElla.-αγορεύσομαι!~μέσος-μέλλοντας:ἀγορεύω@wordaryElla,
* McsElla.-ρηθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:ἀγορεύω@wordaryElla,
* McsElla.-ηγορεύθην!~παθητικός-αόριστος:ἀγορεύω@wordaryElla,
* McsElla.-ερρήθην!~παθητικός-αόριστος:ἀγορεύω@wordaryElla,
* McsElla.-είρημαι!~παθητικός-παρακείμενος:ἀγορεύω@wordaryElla,
* McsElla.-ειρήμην!~παθητικός-υπερσυντέλικος:ἀγορεύω@wordaryElla,
σημασία: μιλώ στην ἀγοράν (σημ. 1): τίς ἀγορεύειν βούλεται; = ποιος θέλει να απευθυνθεί στη συνέλευση; (ερώτηση την οποία υπέϐαλλε ο κήρυκας στα μέλη της εκκλησίας του δήμου των Αθηναίων).
συνώνυμα: δημηγορέω, ῥητορεύω.
οικογένεια: παράγωγα: ἀγόρευσις, σύνθετα: ἀναγορεύω, ἀπαγορεύω.
Νέα-Ελληνική: αγορεύω (κυρίως στη βουλή και το δικαστήριο).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀγορά + παρ. επίθ. -εύω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄγρα-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἄγρα-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἄγρα-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: κυνήγι, καταδίωξη: ἐς ἄγρας ἔρχομαι = πηγαίνω στα κυνήγια. ἄγρα ἀνθρώπων = καταδίωξη ανθρώπων.
συνώνυμα: κυνηγέσιον, θήρα.
οικογένεια: παράγωγα: ἀγραῖος.
Νέα-Ελληνική: άγρα (λ.χ. άγρα ψήφων).
ετυμολογία: *ἀγ- (ἄγω), παράβαλε ἀγρέω «συλλαμβάνω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀγρεύω-ρήμα::
* McsElla.ἀγρεύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀγρεύω@wordaryElla,
* McsElla.ἤγρευον!~παρατατικός:ἀγρεύω@wordaryElla,
* McsElla.ἀγρεύσω!~μέλλοντας:ἀγρεύω@wordaryElla,
* McsElla.ἤγρευσα!~αόριστος:ἀγρεύω@wordaryElla,
* McsElla.ἠγρεύθην!~παθητικός-αόριστος:ἀγρεύω@wordaryElla,
σημασία: πιάνω στο κυνήγι ή στο ψάρεμα, αρπάζω: ἀγρεύω τῷ ἀμφιϐλήστρῳ ἰχθῦς = πιάνω ψάρια με το δίχτυ.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἄγρα + παρ. επίθ. -εύω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄγριος-ία|ιος-ιον-επίθετο::
* McsElla.ἄγριος-ία|ιος-ιον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἄγριος-ία|ιος-ιον@wordaryElla,
* McsEll.ἀγριώτερος!~συγκριτικός:ἄγριος-ία|ιος-ιον@wordaryEllα,
* McsEll.ἀγριώτατος!~υπερθετικός:ἄγριος-ία|ιος-ιον@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που ζει στους αγρούς.
αντώνυμα: ἥμερος (για ζώα).
σημασία2: με ηθική σημ. άγριος, άξεστος.
συνώνυμα: ἀπαίδευτος.
οικογένεια: παράγωγα: ἀγριότης, ἀγριόω, ἀγρίως, ἀγριαίνω, σύνθετα: ἀγριέλαιος, ἀγριόφωνος.
Νέα-Ελληνική: άγριος (με όλες τις σημ).
ετυμολογία: *ἀγ- (ἄγω) + παρ. επίθ. -ρ-ιος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄγροικος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἄγροικος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἄγροικος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που κατοικεί στους αγρούς, στην πεδιάδα: ἄγροικα ζῷα = ζώα των αγρών.
αντώνυμα: ὄρεια ζῷα = ζώα του βουνού.
σημασία2: ο άνθρωπος της υπαίθρου, ο χωρικός.
σημασία3: ο χωριάτης, ο άξεστος: ἄγροικός ἐστιν = είναι χωριάτης.
αντώνυμα: ἀστεῖος «άνθρωπος του άστεως, της πόλης».
οικογένεια: παράγωγα: ἀγροικίζομαι, ἀγροικία «χωριατοσύνη».
Νέα-Ελληνική: αγροίκος (με μετάθεση του τόνου και σημ. 3).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀγρός + οἰκέω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀγρός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀγρός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀγρός-οῦ-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: ως επί το πλείστον στον πληθυντικό ἀγροί χωράφια.
συνώνυμα: κτήματα.
σημασία2: η ύπαιθρος (σε αντιδιαστολή προς τα ἄστυ, πόλις, κώμη): κατ' ἀγροὺς τῆς χώρας γίγνεταί τι = συμϐαίνει κάτι στην ύπαιθρο της χώρας.
οικογένεια: παράγωγα: ἀγρότης, ἀγροτικός, σύνθετα: ἀγροκόμος, ἀγρονόμος.
Νέα-Ελληνική: αγρός (σημ. 1).
ετυμολογία: *ἀγ- (ἄγω) + παρ. επίθ. -ρός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄγχι-επίρρημα::
* McsElla.ἄγχι-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ἄγχι@wordaryElla,
* McsElla.ἆσσον!~συγκριτικός:ἄγχι@wordaryElla,
* McsElla.ἄσσον!~συγκριτικός:ἄγχι@wordaryElla,
* McsElla.ἄγχιστα!~υπερθετικός:ἄγχι@wordaryElla,
παρατήρηση: λέξη αυστηρά ποιητική, που όμως απαντά σε σύνθετες λέξεις του πεζού λόγου ως πρώτο συνθετικό, λ.χ. ἀγχέμαχος «αυτός που μάχεται από κοντά» κτλ.
σημασία: κοντά. = ἐγγύς, πλησίον, πέλας.
αντώνυμα: μακράν, πόρρω.
οικογένεια: παράγωγα: ἀγχιστεία, σύνθετα: ἀγχέμαχος, ἀγχίνους, ἀγχίνοια.
ετυμολογία: *ἀνχ- (ἄγχω), βλέπε ἄγχω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀγχιστεία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀγχιστεία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀγχιστεία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: στενή συγγένεια: ὑπάρχει μοι ἀγχιστεία πρός τινα = έχω στενή συγγένεα με κάποιον.
συνώνυμα: συγγένεια.
σημασία2: κληρονομικά δικαιώματα.
Νέα-Ελληνική: αγχιστεία (με την αντίθετη σημ.: «μη εξ αίματος συγγένεια, επιγαμία»).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀγχιστής «στενός συγγενής» + παρ. επίθ. -εία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄγχω-ρήμα::
* McsElla.ἄγχω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἄγχω@wordaryElla,
σημασία: στραγγαλίζω, απαγχονίζω: τὸν Κέρβερον ἄγχω. = πνίγω, ἀπάγχω
οικογένεια: παράγωγα: ἀγχόνη, σύνθετα: ἀπάγχω.
Νέα-Ελληνική: παράβαλε άγχος, αγχόνη.
ετυμολογία: *ἀνχ- (ἄγχι), παράβαλε λατινικός angō.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄγω-ρήμα::
* McsElla.ἄγω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἄγω@wordaryElla,
* McsElla.ἦγον!~παρατατικός:ἄγω@wordaryElla,
* McsElla.ἄξω!~μέλλοντας:ἄγω@wordaryElla,
* McsElla.ἦξα!~αόριστος-α´:ἄγω@wordaryElla,
* McsElla.ἤγαγον!~αόριστος-β´:ἄγω@wordaryElla,
* McsElla.ἀγήοχα!~παρακείμενος:ἄγω@wordaryElla,
* McsElla.ἦχα!~παρακείμενος:ἄγω@wordaryElla,
* McsElla.ἀγηόχειν!~υπερσυντέλικος:ἄγω@wordaryElla,
* McsElla.ἄξομαι!~μέσος-μέλλοντας-παθητική-σημασία:ἄγω@wordaryElla,
* McsElla.ἀχθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:ἄγω@wordaryElla,
* McsElla.ἠγαγόμην!~μέσος-αόριστος-β´:ἄγω@wordaryElla,
* McsElla.ἤχθην!~παθητικός-αόριστος-α´:ἄγω@wordaryElla,
* McsElla.ἦγμαι!~παθητικός-παρακείμενος:ἄγω@wordaryElla,
σημασία1: οδηγώ, μεταφέρω: ἄγω στρατιάν = οδηγώ το στράτευμα.
συνώνυμα: φέρω.
σημασία2: αμετάβ. προελαύνω, πηγαίνω: θᾶσσον ὁ Νικίας ἦγε = ο Νικίας προήλαυνε γρηγορότερα. ἄγωμεν εἰς τὰς ἐχομένας κωμοπόλεις = ας πάμε στις κοντινές κωμοπόλεις.
σημασία3: διευθύνω: ἄγω τὴν πολιτείαν = διευθύνω τα δημόσια πράγματα.
συνώνυμα: διοικέω, διατίθημι.
σημασία4: ανατρέφω, εκπαιδεύω: οἱ κακῶς ἀχθέντες = οι κακώς εκπαιδευμένοι.
σημασία5: γιορτάζω: Ἀπατούρια ἄγουσιν = γιορτάζουν τα Απατούρια.
σημασία6: θεωρώ: τιμιώτερόν τινα ἄγω = θεωρώ κάποιον πιο αξιότιμο.
σημασία7: σε εκφράσεις
σημασίαα: εἰρήνην ἄγω πρός τινα έχω ειρηνικές σχέσεις με κάποιον.
σημασίαβ: ἡσυχίαν / σχολὴν ἄγω ησυχάζω, έχω ελεύθερο χρόνο.
οικογένεια: παράγωγα: ἀγωγή, ἀγωγός, ἄγημα, ἀγώγιμος, ἀγέλη, ἀκτίς, σύνθετα: ἀνάγω, κατάγομαι, παράγω, ἐξάγω.
Νέα-Ελληνική: άγω στη λόγ. φρ. άγομαι και φέρομαι «κατευθύνομαι από άλλους».
ετυμολογία: *ἀγ-, ομόρρ. με αρχ. ινδ. ájati, λατ. agō.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀγωγή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀγωγή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀγωγή-ῆς-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: μεταφορά: πρὸς τὰς ἀγωγὰς χρῶμαι ὑποζυγίοις = για τις μεταφορές χρησιμοποιώ υποζύγια.
σημασία2: καθοδήγηση: ἡ ἀγωγὴ τοῦ νόμου = η καθοδήγηση από το νόμο.
σημασία3: εκπαίδευση, αγωγή: ἐκ νέων ἀγωγῆς ὀρθῆς τυγχάνω = λαμβάνω ορθή αγωγή από τη νεανική μου ηλικία.
οικογένεια: σύνθετα: συναγωγή, διαγωγή, καταγωγή, ἀπαγωγή.
Νέα-Ελληνική: αγωγή (με σημ. 3).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *ἀγ-αγ- (πβ. ἤγαγ-ον, ἀγαγ-εῖν < ἄγω), *ἀγ-ωγ- + παρ. επίθ. -ή, για τον αναδιπλασιασμό βλέπε ἐδωδή.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀγών-ῶνος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀγών-ῶνος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀγών-ῶνος-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: συγκέντρωση (κυρίως η συγκέντρωση των Ελλήνων κατά τους πανελλήνιους αγώνες): ποιῶ τὸν Ὀλυμπικὸν ἀγῶνα, ἵνα τοὺς Ἕλληνας ἅπαντας ξυναγείρω = κάνω τη συγκέντρωση στην Ολυμπία, για να μαζέψω όλους τους Έλληνες.
σημασία2: διαγωνισμός (για τη λήψη βραβείου στους ἀγῶνας, σημ. 1): ἀγὼν γυμνικός, μουσικός = αθλητικός, μουσικός διαγωνισμός. ἀγὼν στεφανηφόρος / στεφανίτης = διαγωνισμός στον οποίο το βραβείο ήταν στεφάνι. ἀγῶνα καθίστημι = καθιερώνω διαγωνισμό.
συνώνυμα: ἅμιλλα.
σημασία3: μάχη, αγώνας: ὁ Φίλιππος, πρὸς ὃν ἦν ἡμῖν ὁ ἀγών = ο Φίλιππος, εναντίον του οποίου ήταν ο αγώνας μας.
σημασία4: δίκη, δικαστικός αγώνας: εἰς ἀγῶνα καθίστημι ἀνθρώπους = οδηγώ ανθρώπους σε δίκη.
σημασία5: ψυχική ταλαιπωρία: πολὺν τὸν ἀγῶνα ἔχω = έχω μεγάλη ψυχική ταλαιπωρία.
οικογένεια: παράγωγα: ἀγωνία, ἀγωνίζομαι, ἀγωνιστής, ἀγώνισμα, σύνθετα: ἀγωνοθέτης, ἀγωνοδίκης.
Νέα-Ελληνική: αγώνας (με τις σημ. 2, 3).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἄγω + παρ. επίθ. -ών.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀγωνία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀγωνία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀγωνία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: διαγωνισμός: δημοτικὴ ἀγωνία = διαγωνισμός του δήμου.
συνώνυμα: ἀγών.
σημασία2: γυμναστική άσκηση: μουσικὴν καὶ ἀγωνίαν παιδεύω τινά = εκπαιδεύω κάποιον στη μουσική και στις γυμναστικές ασκήσεις.
σημασία3: αγωνία: ἐν φόβῳ καὶ πολλῇ ἀγωνίᾳ εἰμί = βρίσκομαι σε φόβο και μεγάλη αγωνία.
οικογένεια: παράγωγα: ἀγωνιάω.
Νέα-Ελληνική: αγωνία (σημ. 3 ως επακόλουθο του ανταγωνισμού στους αθλητικούς αγώνες).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀγών + παρ. επίθ. -ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀγωνιάω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἀγωνιάω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀγωνιάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠγωνίων!~παρατατικός:ἀγωνιάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀγωνιάσω!~μέλλοντας:ἀγωνιάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠγωνίασα!~αόριστος:ἀγωνιάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠγωνίακα!~παρακείμενος:ἀγωνιάω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: συναγωνίζομαι: πρὸς ἀλλήλους ἀγωνιῶσιν = συναγωνίζονται μεταξύ τους.
συνώνυμα: ἀγωνίζομαι, ἁμιλλάομαι.
σημασία2: αγωνιώ: ἐδόκει μοι ὁ Πρωταγόρας ἀγωνιᾶν = μου φαινόταν ότι ο Πρωταγόρας αγωνιούσε.
συνώνυμα: ἀνιῶμαι.
αντώνυμα: ἡσυχάζω.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀγωνία + παρ. επίθ. -άω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀγωνίζομαι-ρήμα::
* McsElla.ἀγωνίζομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀγωνίζομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἀγωνιοῦμαι-«θα-κριθώ»!~μέλλοντας-παθητική-σημασία4:ἀγωνίζομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἀγωνισθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:ἀγωνίζομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἠγωνισάμην!~αόριστος:ἀγωνίζομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἠγωνίσθην!~παθητικός-αόριστος:ἀγωνίζομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἠγώνισμαι!~παρακείμενος:ἀγωνίζομαι@wordaryElla,
σημασία1: διαγωνίζομαι (για τη λήψη βραβείου): Ὀλυμπίασιν ἀγωνίζομαι = διαγωνίζομαι στην Ολυμπία.
συνώνυμα: ἁμιλλάομαι.
σημασία2: μάχομαι, πολεμώ: περὶ τῶν ἁπάντων ἀγωνίζομαι = μάχομαι για τα πάντα.
συνώνυμα: μάχομαί τινι.
σημασία3: ως όρος δικανικός αντιδικώ, εμπλέκομαι σε δίκη: πάνυ ἔμπειρος τοῦ ἀγωνίζεσθαι = πολύ έμπειρος στο να συμμετέχει σε δίκες.
σημασία4: στην παθ. φωνή ἀγωνίζομαι κρίνομαι.
οικογένεια: παράγωγα: ἀγώνισμα, ἀγώνισις, ἀγωνιστής, σύνθετα: ἀνταγωνίζομαι, συναγωνίζομαι, διαγωνίζομαι.
Νέα-Ελληνική: αγωνίζομαι (με τις σημ. 1, 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀγών + παρ. επίθ. -ίζομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀγώνισμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀγώνισμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀγώνισμα-ατος-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: κατόρθωμα: Ἄγιδος τὸ ἀγώνισμα τοῦτογένετο = το κατόρθωμα αυτό υπήρξε του Άγιδος.
σημασία2: εκείνο με το οποίο κάποιος συμμετέχει σε διαγωνισμό, δημηγορία: κτῆμα ἐς αἰεὶ μᾶλλον ἢ ἀγώνισμα ἐς τὸ παραχρῆμα ἀκούειν ξύγκειται = (το έργο) έχει συντεθεί πιο πολύ ως παντοτινό μελέτημα, παρά σαν πρόσκαιρη δημηγορία για να την ακούουν κάποιοι.
Νέα-Ελληνική: αγώνισμα (είδος αθλήματος).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *ἀγωνισ- (< ἀγωνίζομαι) + παρ. επίθ. -μα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀδαής-ής-ὲς-επίθετο::
* McsElla.ἀδαής-ής-ὲς-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀδαής-ής-ὲς@wordaryElla,
σημασία: αυτός που δε γνωρίζει: ἀδαὴς γίγνομαί τινος = δε γνωρίζω κάτι.
συνώνυμα: ἀνεπιστήμων.
Νέα-Ελληνική: αδαής.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερ. ἀ- + *δασ- (πβ. δαῆναι < διδάσκω, δαή-μων «γνώστης») + παρ. επίθ. -ής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀδεής-ής-ὲς-επίθετο::
* McsElla.ἀδεής-ής-ὲς-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀδεής-ής-ὲς@wordaryElla,
* McsEll.ἀδεέστερος!~συγκριτικός:ἀδεής-ής-ὲς@wordaryEllα,
* McsEll.ἀδεέστατος!~υπερθετικός:ἀδεής-ής-ὲς@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που δε νιώθει φόϐο, ο άφοβος: θανάτου ἀδεής = αυτός που δε φοβάται το θάνατο.
συνώνυμα: θαρραλέος.
αντώνυμα: περιδεὴς «φοβισμένος».
* ως ουσιαστικό τὸ ἀδεὲς η έλλειψη φόβου, η ασφάλεια.
σημασία2: αυτός που δεν προκαλεί φόβο, ο μη φοβερός: ἀδεές ἐστί τι πρὸς τοὺς ἐχθρούς = κάτι δεν προκαλεί φόϐο στους εχθρούς.
αντώνυμα: δεινός «φοβερός».
σημασία3: επίρρημα ἀδεῶς
σημασίαα: χωρίς φόβο ή δισταγμό: ἀδεῶς τινα ὠφελοῦμεν = ωφελούμε κάποιον χωρίς φόβο.
σημασίαβ: χωρίς φόϐο ότι θα μου επιβληθεί ποινή (βλέπε ἄδεια, σημ. 3): μηνύω τὸ ἀσέϐημα ἀδεῶς = καταγγέλλω την ασεϐή πράξη χωρίς φόβο ότι θα μου επιϐληθεί ποινή.
οικογένεια: παράγωγα: ἄδεια.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερ. ἀ- + δέ-ος + παρ. επίθ. -ής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄδεια-είας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἄδεια-είας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἄδεια-είας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: αφοβία, αίσθημα ασφάλειας: πύλαι διὰ τὴν ἄδειαν ἀνεῳγμέναι = πύλες ανοικτές, λόγω του αισθήματος ασφάλειας.
συνώνυμα: ἀφοβία.
αντώνυμα: δέος «φόβος», φόβος.
σημασία2: αμνηστία: τοῖς ἄλλοις Μυτιληναίοις ἄδειανδώκατε οἰκεῖν τὴν σφετέραν αὐτῶν = στους άλλους Μυτιληναίους παραχωρήσατε αμνηστία, με την οποία τους επιτρέπατε να κατοικούν στη δική τους πόλη.
σημασία3: άδεια που ζητούσε ένας πολίτης από το δήμο, προκειμένου να υποβάλει πρόταση που συγκρουόταν με ισχύοντα νόμο ή για να ασκήσει δίωξη εναντίον κάποιου: ἄδειαν αἰτοῦμαι ἐπὶ μηνύσει τινός = ζητώ άδεια να καταγγείλω κάποιον.
Νέα-Ελληνική: άδεια (συγκατάθεση σε αίτημα).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀδε-ής + παρ. επίθ. -ια.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀδέκαστος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἀδέκαστος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀδέκαστος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία: αδωροδόκητος, αμερόληπτος: ἀδέκαστος κρίνω τι = κρίνω κάτι αμερόληπτα.
Νέα-Ελληνική: αδέκαστος.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερητ. ἀ- + *δεκαστὸς «που μπορεί να δεκαστεί, να δωροδοκηθεί» < δεκ-άζω (πβ. δέχ-ομαι) «προσφέρω δώρο».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀδελφιδοῦς-οῦ-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀδελφιδοῦς-οῦ-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀδελφιδοῦς-οῦ-ὁ@wordaryElla,
* McsElla.ἀδελφιδῆ-ῆς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀδελφιδῆ-ῆς-ἡ@wordaryElla,
σημασία: ανιψιός, ανιψιά.
ετυμολογία: ασυναίρετο ἀδελφ-ιδέος > συνηρημένο αττ. ἀδελφ-ιδοῦς.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄδηλος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἄδηλος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἄδηλος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία1: αόρατος.
αντώνυμα: δῆλος «φανερός».
σημασία2: άγνωστος: ἄδηλος ὁ κτείνας ἐστίν = ο φονιάς είναι άγνωστος.
* ἄδηλόν ἐστι, εἰ... = είναι αβέβαιο εάν...
οικογένεια: παράγωγα: ἀδηλότης, ἀδηλία, ἀδήλως, σύνθετα: κατάδηλος.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερ. ἀ- + δῆλος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ᾍδης-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ᾍδης-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ᾍδης-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: ο Άδης (για τους αρχαίους Έλληνες, ο Άδης ήταν ο θεός των νεκρών. Ήταν παιδί του Κρόνου και της Ρέας και αδελφός του Δία, του Ποσειδώνα, της Ήρας, της Δήμητρας και της Εστίας. Όταν έγινε η διανομή της εξουσίας του σύμπαντος, ο Άδης έλαβε τον κάτω κόσμο, ο Ποσειδώνας τη θάλασσα και ο Δίας πήρε τον έλεγχο του ουρανού και της γης).
* ἐν ᾍδου (ενν. οἴκῳ) μέσα στο σπίτι του Άδη. εἰς ᾍδου (ενν. οἶκον) προς το σπίτι του Άδη.
σημασία2: τόπος όπου πηγαίνουν οι ψυχές μετά το θάνατο του σώματος.
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία, ίσως σύνθετη-λέξη στερ. ἀ- + *F(ε)ιδ-(εἶδον) με τη σημ. του τόπου που δεν είναι ορατός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀδιάλλακτος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἀδιάλλακτος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀδιάλλακτος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία: ασυμφιλίωτος: τὰ πρὸς ὑμᾶς ἀδιάλλακτα ὑπάρχει = οι σχέσεις μου με εσάς δεν επιδέχονται συμφιλίωση.
οικογένεια: παράγωγα: ἀδιαλλάκτως.
Νέα-Ελληνική: αδιάλλακτος.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη στερ. ἀ- + *διαλλακτός (πβ. διαλλακτής) < διαλλάσσομαι + παρ. επίθ. -τός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀδικέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἀδικέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀδικέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠδίκουν!~παρατατικός:ἀδικέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀδικήσω!~μέλλοντας:ἀδικέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠδίκησα!~αόριστος:ἀδικέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠδίκηκα!~παρακείμενος:ἀδικέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀδικοῦμαι!~παθητικός-ενεστώτας:ἀδικέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀδικήσομαι-«θα-αδικηθώ»!~μέσος-μέλλοντας-παθητική-σημασία:ἀδικέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀδικηθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:ἀδικέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠδικήθην!~παθητικός-αόριστος:ἀδικέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠδίκημαι!~παθητικός-παρακείμενος:ἀδικέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: διαπράττω αδίκημα, παραβιάζω το νόμο: Σωκράτης ἀδικεῖ ζητῶν τὰ ἐπουράνια = ο Σωκράτης διαπράττει αδίκημα που διερευνά τα επουράνια.
σημασία2: έχω άδικο, κάνω λάθος: εἰ μὴ ἀδικῶ γε = αν βέβαια δεν έχω άδικο.
συνώνυμα: ἀπατῶμαι περί τι.
σημασία3: αδικώ κάποιον: ἀδικῶ τοὺς δεσπότας = αδικώ τους ηγεμόνες. ἀδικῶ τινά τι = αδικώ κάποιον σε κάτι.
σημασία4: βλάπτω: ἀδικῶ γῆν τὴν Πλαταιίδα = βλάπτω την πλαταιική γη.
συνώνυμα: κακῶς ποιῶ τι.
αντώνυμα: ὠφελέω.
οικογένεια: παράγωγα: ἀδίκημα, ἀδικία, σύνθετα: ἀνταδικέω.
Νέα-Ελληνική: αδικώ (με σημ. 3).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἄδικος + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀδόκητος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἀδόκητος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀδόκητος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία: απροσδόκητος: ξυμφορὰ ἀδόκητος = απροσδόκητη συμφορά.
συνώνυμα: ἀπροσδόκητος.
αντώνυμα: παράβαλε πρὸς προσδοκίαν «σύμφωνα με ό,τι αναμενόταν».
οικογένεια: παράγωγα: ἀδοκήτως, σύνθετα: ἀπροσδόκητος.
Νέα-Ελληνική: αδόκητος (στη φρ. κυρίως αδόκητος θάνατος).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερ. ἀ- + δοκέω + παρ. επίθ. -τος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀδολέσχης-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀδολέσχης-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀδολέσχης-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: φλύαρος: ἀδολέσχης σοφιστής = φλύαρος σοφιστής.
οικογένεια: παράγωγα: ἀδολεσχία, ἀδολεσχέω «φλυαρώ».
ετυμολογία: αυτός του οποίου ο διαρκής λόγος ενοχλεί, σύνθετη-λέξη στερητ. ἀ- + *Fαδο- (= ἥδομαι, παράβαλε ἀαδεῖν· ὀχλεῖν) + λέσχη «συζήτηση, λόγος» > *ἀαδολέσχης > ἀδολέσχης.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄδοξος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἄδοξος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἄδοξος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία: που δεν έχει φήμη, άσημος, ασήμαντος.
οικογένεια: παράγωγα: ἀδοξέω «δεν έχω καλή φήμη», ἀδοξία «έλλειψη καλής φήμης».
Νέα-Ελληνική: άδοξος.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερητ. ἀ- + δόξα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἁδρός-ά-ὸν-επίθετο::
* McsElla.ἁδρός-ά-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἁδρός-ά-ὸν@wordaryElla,
* McsEll.ἁδρότερος!~συγκριτικός:ἁδρός-ά-ὸν@wordaryEllα,
* McsEll.ἁδρότατος!~υπερθετικός:ἁδρός-ά-ὸν@wordaryElla,
σημασία1: πυκνός, παχύς, αδρός: χιὼν ἁδρά = πυκνό χιόνι.
συνώνυμα: παχύς.
αντώνυμα: ἰσχνός.
σημασία2: εύσωμος: ἁδροὶ παῖδες = εύσωμα παιδιά.
οικογένεια: παράγωγα: ἁδροσύνη, ἁδρόομαι, ἁδρύνω, σύνθετα: ἁδρομερής.
Νέα-Ελληνική: αδρός (και με τις δύο σημ.).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἁδ- (ἅδην «άφθονα») + παρ. επίθ. -ρός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄδυτος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἄδυτος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἄδυτος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία: αυτός στον οποίο δεν επιτρέπεται να μπει κανείς.
συνώνυμα: ἄβατος.
αντώνυμα: βέβηλος «αυτός στον οποίο επιτρέπεται η είσοδος, μη ιερός».
* ως ουσιαστικό τὸ ἄδυτον το εσωτερικό τμήμα ενός ιερού, το άδυτο: ἡ Πυθία εἰς τὸ ἄδυτον κατῆλθεν.
Νέα-Ελληνική: το άδυτο (με τις δύο σημ.).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερ. ἀ- + δύω + παρ. επίθ. -τος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ᾄδω-ρήμα::
* McsElla.ᾄδω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ᾄδω@wordaryElla,
* McsElla.ᾖδον!~παρατατικός:ᾄδω@wordaryElla,
* McsElla.ᾄσομαι-«θα-τραγουδήσω»!~μέλλοντας-ενεργητική-σημασία:ᾄδω@wordaryElla,
* McsElla.ᾖσα!~αόριστος:ᾄδω@wordaryElla,
* McsElla.ᾔσθην!~παθητικός-αόριστος:ᾄδω@wordaryElla,
* McsElla.ᾖσμαι!~παθητικός-παρακείμενος:ᾄδω@wordaryElla,
σημασία: τραγουδώ: οἱ τῶν γερόντων ἐν Λακεδαίμονι χοροὶ ᾄδουσιν «ἁμὲς ποτ' ἦμες ἄλκιμοι νεανίαι» = οι χοροί των γερόντων στη Σπάρτη τραγουδούν «κάποτε εμείς ήμασταν γενναίοι νέοι».
οικογένεια: παράγωγα: ᾆσμα, ἀηδών, ᾠδή, ἀοιδὸς «τραγουδιστής».
ετυμολογία: ασυναίρετο ἀείδω > συνηρημένο ᾄδω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀεὶ-επίρρημα::
* McsElla.ἀεὶ-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ἀεὶ@wordaryElla,
σημασία1: πάντοτε: ἀεὶ θεοῖς ἐχθρός ἐστιν = πάντοτε είναι μισητός στους θεούς.
αντώνυμα: οὔποτε «ποτέ δεν», μήποτε «ποτέ να μη».
* με το άρθρο οἱ ἀεὶ ὄντες οι αθάνατοι (οι θεοί).
* αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων πάντοτε να είσαι άριστος και να ξεπερνάς τους άλλους (Ομ. Ιλ. Ζ 208). Πρόκειται για στίχο που έχει αποκτήσει ευρεία διάδοση ως ευχή αναγραφόμενη σε βραβεία, τιμητικές πλακέτες κτλ.
σημασία2: ὁ ἀεὶ ο εκάστοτε: οἱ ἀεὶ δικάζοντες = οι εκάστοτε δικαστές.
οικογένεια: σύνθετα: ἀείμνηστος, ἀειθαλής, ἀειφυγία «παντοτινή εξορία».
ετυμολογία: μαρτυρείται ως αἰFεί, παράβαλε λατινικός aevum, αἰών.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀείμνηστος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἀείμνηστος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀείμνηστος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία: αυτός που τον θυμούνται για πάντα: ἀείμνηστος ἡ ἁμαρτία = το σφάλμα θα το θυμούνται για πάντα.
Νέα-Ελληνική: αείμνηστος.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀεί + μνηστός < μιμνήσκομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀειφυγία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀειφυγία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀειφυγία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: παντοτινή εξορία: φευγέτω ἀειφυγίαν = ας εξοριστεί για πάντα.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀεί + *φυγ- (ἔ-φυγ-ον) + παρ. επίθ. -ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀέναος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἀέναος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀέναος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που πάντοτε κυλά: ποταμὸς ἀέναος = ποταμός που πάντοτε κυλά.
σημασία2: αιώνιος, παντοτινός: ἀέναον τὴν τροφὴν παρέχω = παρέχω αιώνια τροφή.
οικογένεια: παράγωγα: ἀενάως.
Νέα-Ελληνική: αέναος (με σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀεί + νάω «ρέω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀζήμιος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἀζήμιος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀζήμιος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία1: αποζημιωμένος: ἀζήμιον παρέχω τινά = αποζημιώνω κάποιον.
σημασία2: ατιμώρητος: ὁ συλλήπτωρ ἀζήμιος ἀπέφυγεν = ο συνεργός ξέφυγε ατιμώρητος.
συνώνυμα: ἀθῷος, ἀτιμώρητος.
σημασία3: αυτός που δεν προξενεί ζημιά, ο μη βλαβερός: ἀζήμιοι ἀχθηδόνες = ενοχλήσεις που δεν προξενούν ζημιά.
αντώνυμα: βλαβερός.
οικογένεια: παράγωγα: ἀζημίως.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερ. ἀ- + ζημία + παρ. επίθ. -ος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀηδών-όνος-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀηδών-όνος-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀηδών-όνος-ἡ@wordaryElla,
σημασία: αηδόνι.
Νέα-Ελληνική: αηδόνι.
ετυμολογία: *ἀFηδών (πβ. ἀFείδω > ἀείδω «τραγουδώ») κατά το χελιδὼν κτλ..
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀήθεια-είας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀήθεια-είας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀήθεια-είας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: έλλειψη πείρας, απειρία: ἀήθεια τοῦ κακοπραγεῖν = απειρία στις αποτυχίες.
συνώνυμα: ἀπειρία, ἀνεπιστημοσύνη.
αντώνυμα: ἐμπειρία.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀήθης + παρ. επίθ. -εια.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀήθης-ης-ἄηθες-επίθετο::
* McsElla.ἀήθης-ης-ἄηθες-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀήθης-ης-ἄηθες@wordaryElla,
* McsEll.ἀηθέστερος!~συγκριτικός:ἀήθης-ης-ἄηθες@wordaryEllα,
* McsEll.ἀηθέστατος!~υπερθετικός:ἀήθης-ης-ἄηθες@wordaryElla,
σημασία1: ασυνήθιστος, παράξενος.
σημασία2: ασυνήθιστος σε κάτι: ἀήθεις τοιαύτης μάχης = ασυνήθιστοι σε τέτοια μάχη.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερ. ἀ- + ἦθος + παρ. επίθ. -ης.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀήρ-ἀέρος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀήρ-ἀέρος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀήρ-ἀέρος-ὁ@wordaryElla,
σημασία: αέρας.
οικογένεια: παράγωγα: ἀέριος, σύνθετα: ἀερώδης, ἀεροειδής.
Νέα-Ελληνική: αέρας.
ετυμολογία: ἀήρ «κρέμασμα ατμοσφαιρικό» < *ἀFήρ- (πβ. ἄημι, αὔρα) < ἀFείρω = αττ. αἴρω «υψώνω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Ἀθῆναι-ῶν-αἱ-ουσιαστικό::
* McsElla.Ἀθῆναι-ῶν-αἱ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Ἀθῆναι-ῶν-αἱ@wordaryElla,
σημασία1: η πόλη της Αθήνας (Ο πληθυντικός αριθμός σε ονόματα πόλεων, λ.χ. αἱ Θῆϐαι, αἱ Μυκῆναι κτλ., οφείλεται στο γεγονός ότι οι πόλεις αυτές προήλθαν από συνένωση πολλών γειτονικών δήμων).
* επιρρήματα
σημασίαα: Ἀθήναζε προς την Αθήνα.
σημασίαβ: Ἀθήνηθεν από την Αθήνα.
σημασίαγ: Ἀθήνησιν στην Αθήνα.
σημασία2: η Αττική (στο σύνολό της).
οικογένεια: παράγωγα: Ἀθηναῖος, σύνθετα: Παναθήναια.
Νέα-Ελληνική: Αθήνα (από την έκφραση εἰς πόλιν Ἀθήνας (= τὰς Ἀθήνας, αιτ. πληθ.), που εκλήφθηκε ως γεν. ενικού, της Αθήνας).
ετυμολογία: Ἀθηνᾶ (η θεά) > Ἀθῆναι με μετακίνηση τόνου και τροπή σε πληθ., επειδή πολλοί συνοικισμοί αποτελούσαν την πόλη.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄθλιος-ία|ιος-ιον-επίθετο::
* McsElla.ἄθλιος-ία|ιος-ιον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἄθλιος-ία|ιος-ιον@wordaryElla,
* McsEll.ἀθλιώτερος!~συγκριτικός:ἄθλιος-ία|ιος-ιον@wordaryEllα,
* McsEll.ἀθλιώτατος!~υπερθετικός:ἄθλιος-ία|ιος-ιον@wordaryElla,
παρατήρηση: με ηθική σημ. αξιολύπητος, άθλιος.
συνώνυμα: οἰκτρός, ἐλεεινός.
οικογένεια: παράγωγα: ἀθλιότης, ἀθλίως, σύνθετα: πανάθλιος.
Νέα-Ελληνική: άθλιος.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη (ἄεθλον >) ἆθλον + παρ. επίθ. -ιος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἆθλον-ου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἆθλον-ου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἆθλον-ου-τὸ@wordaryElla,
σημασία: έπαθλο (ενός διαγωνισμού): ἆθλα ὁ ἄρχων προτίθησιν = ο κυϐερνήτης ορίζει έπαθλα. τὰ πρῶτα τῶν ἄθλων ἠνεγκάμην = κέρδισα τα καλύτερα έπαθλα.
συνώνυμα: τὰ πρωτεῖα «το πρώτο βραβείο».
οικογένεια: παράγωγα: ἄθλιος, σύνθετα: πένταθλον, ἀθλοθετέω, ἀθλοθεσία, ἀθλοθέτης.
ετυμολογία: μαρτυρείται ως ἄFε-θλον, αβέβαιη-ετυμολογία· ωστόσο παράβαλε αρχ. ινδ. vāyati «κάμνω, είμαι κουρασμένος».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἁθροίζω-ρήμα::
* McsElla.ἁθροίζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἁθροίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἥθροιζον!~παρατατικός:ἁθροίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἥθροισα!~αόριστος:ἁθροίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἥθροικα!~παρακείμενος:ἁθροίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἡθροίσθην!~παθητικός-αόριστος:ἁθροίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἥθροισμαι!~παθητικός-παρακείμενος:ἁθροίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἡθροίσμην!~παθητικός-υπερσυντέλικος:ἁθροίζω@wordaryElla,
παρατήρηση: η οικογένεια των λέξεων του ἁθροίζω στην αττική διάλεκτο εμφανίζεται με δασεία, στις λοιπές διαλέκτους με ψιλή.
σημασία1: συγκεντρώνω: ἁθροίζει τό τε βαρβαρικὸν καὶ τὸ ἑλληνικόν = συγκεντρώνει και το βαρβαρικό και το ελληνικό στράτευμα.
συνώνυμα: ἀγείρω.
αντώνυμα: διασκεδάννυμι «διασκορπίζω».
σημασία2: στην παθ. φωνή για το νου ἁθροίζομαι εἰς ἐμαυτὸν συγκεντρώνομαι, συμμαζεύω το νου μου.
συνώνυμα: συντείνω ἐμαυτόν, συναγείρω ἐμαυτόν.
οικογένεια: παράγωγα: ἄθροισμα, ἄθροισις.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἁθρό-ος + παρ. επίθ. -ίζω > ἁθροίζω, βλέπε ἁθρόος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἁθρόος-α|ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἁθρόος-α|ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἁθρόος-α|ος-ον@wordaryElla,
σημασία1: κατά πλήθη, στοίβες ή μάζες συγκεντρωμένες μαζί.
* για στρατιώτες συντεταγμένοι: λείπουσιν τὸν λόφον οὐ μὴν ἔτι ἁθρόοι ἀλλ᾿ ἄλλοι ἄλλοθεν = εγκαταλείπουν το λόφο, όχι πια συντεταγμένοι, αλλά άλλοι από εδώ και άλλοι από εκεί.
σημασία2: όλος συνολικά, όλος μαζί: ἡ πόλις ἁθρόα σφάλλεται = όλη συνολικά η πόλη σημειώνει αποτυχίες. ἁθρόον ἦν τὸ στράτευμα = το στράτευμα ήταν όλο μαζί (δηλαδή συγκεντρωμένο).
οικογένεια: παράγωγα: ἀθρόως
Νέα-Ελληνική: παράβαλε αθρόα προσέλευση.
ετυμολογία: με τη σημασία αυτού που εμφανίζεται ως συνολική εικόνα πιθ. αθροιστικό ἁ- (< ινδοευρωπαϊκός *smo-) + -θροος, παράβαλε ἀθρέω «προσαρμόζω το βλέμμα, παρατηρώ».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀθυμέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἀθυμέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀθυμέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: αποκαρδιώνομαι, χάνω το θάρρος μου: οὐ μὴν ἐπὶ τούτοις ἀθυμήσας εἱλόμην ῥᾳθυμεῖν = ασφαλώς δεν επέλεξα να αδρανώ, επειδή έχασα το θάρρος μου από αυτά.
οικογένεια: παράγωγα: ἀθυμία.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερ. ἀ- + θυμός + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄθυρμα-ματος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἄθυρμα-ματος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἄθυρμα-ματος-τὸ@wordaryElla,
σημασία: παιχνίδι.
Νέα-Ελληνική: παράβαλε άθυρμα της μοίρας ο άνθρωπος.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀθύρω «παίζω» + παρ. επίθ. -μα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀθῷος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἀθῷος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀθῷος-ος-ον@wordaryElla,
* McsEll.ἀθῳότερος!~συγκριτικός:ἀθῷος-ος-ον@wordaryEllα,
* McsEll.ἀθῳότατος!~υπερθετικός:ἀθῷος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία: άτρωτος, απρόσβλητος, ατιμώρητος, αζημίωτος: ἀθῷος ἅπασι = άτρωτος από κάθε άποψη. ἀθῷοι τῶν ἀδικημάτων τούτων = ατιμώρητοι για αυτά τα αδικήματα. οὐκ ἀθῷος ἄπεισιν = δε θα ξεφύγει ατιμώρητος (με το αζημίωτο).
οικογένεια: παράγωγα: ἀθῳόω.
Νέα-Ελληνική: αθώος (απαλλαγμένος από ενοχή, τιμωρία κτλ.).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη στερ. ἀ- + θω-ὴ «τιμωρία» (< *θη- < τί-θη-μι) + παρ. επίθ. -ιος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
αἰγιαλός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.αἰγιαλός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.αἰγιαλός-οῦ-ὁ@wordaryElla,
σημασία: παραλία, ακροθαλασσιά.
Νέα-Ελληνική: γιαλός.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη *αἰγι- (πβ. «αἶγες· τὰ κύματα Δωριεῖς» και «τὰ μεγάλα κύματα αἶγας λέγομεν») + -αλός (< ἁλὸς «της θάλασσας» ή -αλός < ἅλλομαι «πηδώ»), παράβαλε ΝΕ τα προβατάκια της θάλασσας = τα κύματα].
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
αἰγίς-ίδος-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.αἰγίς-ίδος-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.αἰγίς-ίδος-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: το δέρμα της κατσίκας (που φορούσαν ως ένδυμα).
σημασία2: η δερμάτινη ασπίδα του Δία.
Νέα-Ελληνική: αιγίδα (στη φρ. υπό την αιγίδα κάποιου = υπό την προστασία).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη αἴξ, αἰγ-ός + παρ. επίθ. -ίς.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
αἰδέομαι-οῦμαι-ρήμα::
* McsElla.αἰδέομαι-οῦμαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.αἰδέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.ᾐδούμην!~παρατατικός:αἰδέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.αἰδέσομαι!~μέλλοντας:αἰδέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.ᾐδεσάμην!~μέσος-αόριστος:αἰδέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.ᾐδέσθην!~παθητικός-αόριστος-μέση-σημασία:αἰδέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.ᾔδεσμαι!~παρακείμενος:αἰδέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
σημασία1: ντρέπομαι. = αἰσχύνομαι.
σημασία2: αισθάνομαι δέος (δηλ. φόβο ανάμεικτο με σεβασμό): φοβοῦμαί γε τοὺς μοχθηρούς (οὐ γὰρ δήποτε εἴποι' ἂν ὥς γε αἰδοῦμαι) = φοβούμαι βέβαια τους μοχθηρούς (γιατί ποτέ δε θα έλεγα ότι νιώθω δέος γι' αυτούς).
σημασία3: ως δικανικός όρος συγχωρώ: αἰδοῦμαί τινα καὶ ἀφίημι = συγχωρώ κάποιον και τον αθωώνω.
οικογένεια: παράγωγα: αἰδοῖος, αἰδώς, αἰδήμων.
ετυμολογία: *αισ-δ- (> αἰδώς) βλέπε αἰδώς.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
αἰδήμων-ων-αἰδῆμον-επίθετο::
* McsElla.αἰδήμων-ων-αἰδῆμον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.αἰδήμων-ων-αἰδῆμον@wordaryElla,
* McsEll.αἰδημονέστερος!~συγκριτικός:αἰδήμων-ων-αἰδῆμον@wordaryEllα,
* McsEll.αἰδημονέστατος!~υπερθετικός:αἰδήμων-ων-αἰδῆμον@wordaryElla,
σημασία: ντροπαλός.
συνώνυμα: αἰσχυντηλός.
αντώνυμα: ἀναίσχυντος.
οικογένεια: παράγωγα: αἰδημόνως.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη αἰδέ-ομαι + παρ. επίθ. -μων.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀΐδιος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἀΐδιος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀΐδιος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία: αιώνιος: ἔχθραν τινὶ ἀΐδιον ἔχω = έχω αιώνιο μίσος προς κάποιον.
συνώνυμα: αἰώνιος.
οικογένεια: παράγωγα: ἀϊδιότης.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀεί + παρ. επίθ. -ιος με επένθεση ενός δ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
αἰδώς-οῦς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.αἰδώς-οῦς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.αἰδώς-οῦς-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: ντροπή: αἰδώς τίς μ' ἔχει ποιοῦντα τοῦτο = με διακατέχει κάποια ντροπή που το κάνω αυτό.
συνώνυμα: αἰσχύνη.
αντώνυμα: ἀναισχυντία, ἀναίδεια.
σημασία2: σεβασμός, συμπάθεια: αἰδοῦς οὐδεμιᾶς ἔτυχον = δεν έτυχα καμιάς συμπάθειας.
σημασία3: συγχώρεση: ἄξιόν ἐστι αἰδοῦς αὐτὸν τυγχάνειν παρ' ὑμῶν = είναι ορθό να πάρει συγχώρεση από εσάς.
Νέα-Ελληνική: αιδώς (στη νομική φρ. προσβολή της δημοσίας αιδούς).
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία, όμως για τη σημ. «φοβούμαι, ευλαβούμαι» παράβαλε γοτθ. aislan «φοβούμαι, σέβομαι» και αρχ. ινδ. īdé «τιμώ».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
αἰθήρ-έρος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.αἰθήρ-έρος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.αἰθήρ-έρος-ὁ@wordaryElla,
σημασία: αιθέρας, ουρανός (το πέμπτο από τα βασικά συστατικά του υλικού κόσμου. Λέγεται και πέμπτη ουσία, απ᾿ όπου προήλθε το ουσιαστικό πεμπτ-ουσία. Τα υπόλοιπα τέσσερα είναι γῆ, ἀήρ, ὕδωρ και πῦρ, δηλαδή χώμα, αέρας, νερό και φωτιά).
οικογένεια: παράγωγα: αἰθέριος, αἰθεριώδης, αἰθερώδης.
Νέα-Ελληνική: αιθέρας.
ετυμολογία: *αἰθ- (αἴθω, ἰθαρός) + παρ. επίθ. -ήρ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
αἴθριος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.αἴθριος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.αἴθριος-ος-ον@wordaryElla,
παρατήρηση: για τον καιρό καθαρός, ασυννέφιαστος.
συνώνυμα: ἀνέφελος.
αντώνυμα: ἐπινέφελος.
οικογένεια: αἰθρία «καθαρός ουρανός».
Νέα-Ελληνική: αίθριος.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη αἴθρη (αἰθήρ) + παρ. επίθ. -ιος]
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
αἰνίττομαι-ρήμα::
* McsElla.αἰνίττομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.αἰνίττομαι@wordaryElla,
* McsElla.ᾐνιττόμην!~παρατατικός:αἰνίττομαι@wordaryElla,
* McsElla.αἰνίξομαι!~μέλλοντας:αἰνίττομαι@wordaryElla,
* McsElla.ᾐνιξάμην!~αόριστος:αἰνίττομαι@wordaryElla,
* McsElla.ᾐνίχθην!~παθητικός-αόριστος:αἰνίττομαι@wordaryElla,
* McsElla.ᾔνιγμαι!~παθητικός-παρακείμενος:αἰνίττομαι@wordaryElla,
παρατήρηση: ο κοινός τύπος είναι αἰνίσσομαι.
σημασία: υπαινίσσομαι: τί αἰνίττεται ὁ θεός; = τι υπαινίσσεται ο θεός;
οικογένεια: παράγωγα: αἴνιγμα, αἰνιγμός.
ετυμολογία: αἶνος, ὁ «λόγος με ιδιαίτερη σημασία» + παρ. επίθ. -ίττομαι/-ίσσομαι < *-ίκ/γομαι (πβ. αἰνίξομαι, αἴνιγμα).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
αἴξ-αἰγός-ὁ-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.αἴξ-αἰγός-ὁ-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.αἴξ-αἰγός-ὁ-ἡ@wordaryElla,
σημασία: κατσίκα (κυρίως θηλυκή): αἲξ ἄγριος = άγριο κατσίκι (πβ. αἴγαγρος).
* παροιμία αἲξ Σκυρία κατσίκι από τη Σκύρο. (Οι αρχαίοι έλεγαν ότι η κατσίκα αυτή, μόλις την αρμέξουν, αναποδογυρίζει το σκεύος με το γάλα. Η παροιμία χρησιμοποιείται για τους αχάριστους ανθρώπους).
Νέα-Ελληνική: αίγα, συχνότερα κατσίκα.
ετυμολογία: λ. που δανείστηκαν οι ινδοευρωπαϊκός, παράβαλε αρχ. περσ. izaēna «καμωμένος από δέρμα κατσίκας».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Αἰολεύς-έως-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.Αἰολεύς-έως-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Αἰολεύς-έως-ὁ@wordaryElla,
σημασία: ο κάτοικος της Αιολίδας ή αυτός που ανήκει στην αιολική φυλή.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη αἰόλος + παρ. επίθ. -εὺς με τη σημ. «ποικίλος» ή «γρήγορος», παράβαλε αἰόλειος· ὁ ποικίλος καὶ αἰολίδας· ποικίλους, ταχεῑς.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
αἰπόλος-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.αἰπόλος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.αἰπόλος-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: βοσκός κατσικιών, κατσικοβοσκός. βλέπε βουκόλος.
οικογένεια: παράγωγα: αἰπολέω «βόσκω κατσίκες», αἰπόλια, τὰ «κοπάδια κατσικιών».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη αἴξ (πβ. αρχ. ινδ. aja) + *kwol-os (πβ. πέλομαι «περιφέρομαι»).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
αἵρεσις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.αἵρεσις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.αἵρεσις-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: κατάληψη (κυρίως μιας πόλης).
συνώνυμα: ἅλωσις.
σημασία2: επιλογή: ποιοῦμαι τὴν αἵρεσιν = κάνω την επιλογή μου.
σημασία3: εκλογή (αξιωματούχων): ἐκ δημοκρατίας αἱρέσεως γιγνομένης ῥᾷόν τις τὰ ἀποβαίνοντα φέρει = στη δημοκρατία, επειδή γίνεται εκλογή των αρχόντων (και όχι λ.χ. διορισμός τους), ευκολότερα ανέχεται κάποιος το αποτέλεσμα.
σημασία4: σύστημα φιλοσοφικών αρχών, ή το σύνολο των διανοουμένων που πρεσβεύουν τέτοιες αρχές.
σημασία5: θρησκευτική αίρεση.
οικογένεια: σύνθετα: αἱρεσιάρχης, καθαίρεσις, προαίρεσις, συναίρεσις.
Νέα-Ελληνική: αίρεση (με τη σημ. 5).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη αἱρέω + παρ. επίθ. -σις.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
αἱρετικός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.αἱρετικός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.αἱρετικός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που επιλέγει: αἱρετικὸς ὧν χρή = άτομο που επιλέγει αυτά που πρέπει.
σημασία2: με τη θρησκευτική σημ. αιρετικός.
οικογένεια: παράγωγα: αἱρετικῶς.
Νέα-Ελληνική: αιρετικός (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη αἱρετ-ός + παρ. επίθ. -ικός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
αἱρετός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.αἱρετός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.αἱρετός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που μπορεί να καταληφθεί: δόλῳ αἱρετοί = που μπορούν να καταληφθούν με δόλο.
συνώνυμα: ἁλωτός.
αντώνυμα: ἀπόρθητος.
σημασία2: αυτός που μπορεί να επιλεγεί, επιλέξιμος: ἆρ' οὖν αἱρετὸς ἡμῖν βίος ὁ τοιοῦτος; = συνεπώς, είναι επιλέξιμη για μας μια τέτοια ζωή;
συνώνυμα: ἐκλεκτός, ἐπίλεκτος.
σημασία3: για αξιωματούχο εκλεγμένος (σε αντιδιαστολή προς το κληρωτός = αυτός που έχει αναλάβει ένα αξίωμα με κλήρωση)
οικογένεια: παράγωγα: αἱρετιστής, αἱρετικός, αἱρετίζω.
Νέα-Ελληνική: αιρετός (με σημ. 3).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη αἱρέ-ω + παρ. επίθ. -τός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
αἱρέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.αἱρέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.αἱρέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ᾕρουν!~παρατατικός:αἱρέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.αἱρήσω!~μέλλοντας:αἱρέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.εἷλον!~αόριστος-β΄:αἱρέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ᾕρηκα!~παρακείμενος:αἱρέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.αἱρήσομαι!~μέσος-μέλλοντας:αἱρέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.αἱρεθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:αἱρέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.εἱλόμην!~μέσος-αόριστος-β´:αἱρέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ᾑρέθην!~παθητικός-αόριστος:αἱρέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ᾕρημαι!~μέσος-και-παθητικός-παρακείμενος:αἱρέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ᾑρήμην!~μέσος-και-παθητικός-υπερσυντέλικος:αἱρέω-ῶ@wordaryElla,
παρατήρηση: ως παθητική φωνή της σημ. 4 χρησιμοποιείται το βλέπε ἁλίσκομαι.
σημασία1: παίρνω με το χέρι, αρπάζω, δράττομαι: χειρὸς αἱρῶ τινα = παίρνω κάποιον από το χέρι.
σημασία2: για συναισθήματα, επιθυμίες, ασθένεια καταλαμβάνω: αὐτὸν αἱρεῖ τὸ νόσημα = τον καταλαμβάνει το νόσημα.
σημασία3: για άψυχα πράγματα παίρνω, αποκτώ: αἱρῶ τι = αποκτώ κάτι.
σημασία4: για έμψυχα όντα συλλαμβάνω, αιχμαλωτίζω: αἱρῶ τινα τῶν πολεμίων = αιχμαλωτίζω έναν από τους εχθρούς. Με τη σημ. «αιχμαλωτίζομαι» χρησιμοποιείται το βλέπε ἁλίσκομαι.
σημασία5: ως δικανικός όρος καταδικάζω: αἱρῶ τινα ἀκουσίου φόνου = καταδικάζω κάποιον για ακούσιο φόνο.
* αἱρῶ δίκην/γραφὴν λαμβάνω έγκριση για καταδίκη: μεγάλας γραφὰς διώξας οὐδεμίαν εἷλεν = αν και πολλές καταγγελίες του είχε προσάψει, δεν εξασφάλισε καμία έγκριση για καταδίκη του.
σημασία6: μέση φωνή αἱροῦμαι παίρνω για τον εαυτό μου, επιλέγω, προτιμώ: τὴν ἐλευθερίαν ἑλοίμην ἂν ἀντὶ ὧν ἔχω = θα προτιμούσα την ελευθερία μου αντί γι' αυτά που έχω.
σημασία7: μέση φωνή αἱροῦμαι εκλέγω: αἱροῦνται γοῦν αὐτὸν ἐπὶ τὰς μεγίστας ἀρχάς = τον εκλέγουν λοιπόν στα πιο υψηλά αξιώματα.
σημασία8: παθ. φωνή αἱροῦμαι εκλέγομαι: ᾕρημαι στρατηγεῖν = έχω εκλεγεί να είμαι στρατηγός.
οικογένεια: παράγωγα: αἵρεσις, αἱρετός, αἱρετέον, σύνθετα: ἀφαιρέω, διαιρέω, ἐξαιρέω, καθαιρέω.
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία, για τον αόρ. ἑλεῖν παράβαλε γοτθ. saljan «προσφέρω στους θεούς, θυσιάζω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
αἴρω-ρήμα::
* McsElla.αἴρω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.αἴρω@wordaryElla,
* McsElla.ᾖρον!~παρατατικός:αἴρω@wordaryElla,
* McsElla.ἀρῶ!~μέλλοντας:αἴρω@wordaryElla,
* McsElla.ἦρα!~αόριστος:αἴρω@wordaryElla,
* McsElla.ἦρκα!~παρακείμενος:αἴρω@wordaryElla,
* McsElla.ἤρκειν!~υπερσυντέλικος:αἴρω@wordaryElla,
* McsElla.αἴρομαι!~μέσος-και-παθητικός-ενεστώτας:αἴρω@wordaryElla,
* McsElla.ᾐρόμην!~μέσος-και-παθητικός-παρατατικός:αἴρω@wordaryElla,
* McsElla.ἀροῦμαι!~μέσος-μέλλοντας:αἴρω@wordaryElla,
* McsElla.ἀρθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:αἴρω@wordaryElla,
* McsElla.ἠράμην!~μέσος-αόριστος:αἴρω@wordaryElla,
* McsElla.ἤρθην!~παθητικός-αόριστος:αἴρω@wordaryElla,
* McsElla.ἦρμαι!~μέσος-παρακείμενος:αἴρω@wordaryElla,
παρατήρηση: ο ασυναίρετος τύπος είναι ἀείρω (ποιητ.).
σημασία1: σηκώνω, υψώνω: ἀπὸ γῆς αἴρω τι.
σημασία2: αμετάβ. ξεκινώ, αναχωρώ: ἄρας τῷ στρατῷ προὐχώρει ἐς τὴν γῆν αὐτῶν = αφού ξεκίνησε με το στρατό προχωρούσε προς τη χώρα τους.
οικογένεια: παράγωγα: ἄρσις, ἄρδην, ἀρτηρία, ἀορτή, αἰώρα.
Νέα-Ελληνική: αίρω (στη φρ. αίρω την εμπιστοσύνη μου).
ετυμολογία: *αFερ- + παρ. επίθ. -jω > ἀείρω (ποιητ.) > αἴρω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
αἰσθάνομαι-ρήμα::
* McsElla.αἰσθάνομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.αἰσθάνομαι@wordaryElla,
* McsElla.ᾐσθανόμην!~παρατατικός:αἰσθάνομαι@wordaryElla,
* McsElla.αἰσθήσομαι!~μέλλοντας:αἰσθάνομαι@wordaryElla,
* McsElla.ᾐσθόμην!~αόριστος-β´:αἰσθάνομαι@wordaryElla,
* McsElla.ᾔσθημαι!~παρακείμενος:αἰσθάνομαι@wordaryElla,
σημασία1: αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις: ἐξ ὧνγὼ ἀκοῇ αἰσθάνομαι = από όσα εγώ ακούω (αντιλαμβάνομαι μέσω της ακοής). ὁπότε τις αἴσθοιτο κάμνων = κάθε φορά που κάποιος αντιλαμβανόταν ότι κουραζόταν.
σημασία2: καταλαβαίνω (για διανοητική αντίληψη): ᾐσθόμην τὸ πραχθέν = κατάλαβα αυτό που έγινε.
συνώνυμα: μανθάνω «καταλαβαίνω».
σημασία3: πληροφορούμαι, μαθαίνω: ᾔσθετο ὅτι τὸ στράτευμα ἤδη ἐν Κιλικίᾳ ἦν = έμαθε ότι ήδη το στράτευμα βρισκόταν στην Κιλικία.
συνώνυμα: πυνθάνομαι, ἀκούω, μανθάνω.
οικογένεια: παράγωγα: αἴσθημα, αἴσθησις, αἰσθητήριον, αἰσθητός.
Νέα-Ελληνική: αισθάνομαι.
ετυμολογία: *αFισ-θ- (ἀΐω), παράβαλε λατινικός audio.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
αἴσθησις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.αἴσθησις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.αἴσθησις-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: αισθητηριακή αντίληψη.
σημασία2: αισθητήριο όργανο: πᾶσαι αἱ αἰσθήσεις ἐν τῇ κεφαλῇ εἰσιν = όλα τα αισθητήρια όργανα βρίσκονται στο κεφάλι.
σημασία3: γνώση, κατανόηση, αντίληψη (για διανοητική διεργασία): ἐν αἰσθήσει τῶν ἀποριῶνγένετο, αἷς συνείχοντο οἱ στρατιῶται = έλαβε γνώση των ελλείψεων που καταπίεζαν τους στρατιώτες του.
* για πράγματα αἴσθησιν ἔχω/παρέχω γίνομαι αντιληπτός, αισθητός: διέχοντες ᾖσαν ὅπως τὰ ὅπλα μὴ κρουόμενα πρὸς ἄλληλα αἴσθησιν παρέχοι = βάδιζαν απέχοντας ο ένας από τον άλλο, για να μη γίνονται αισθητά τα όπλα, όταν συγκρούονταν μεταξύ τους.
οικογένεια: παράγωγα: αἰσθησιακός.
Νέα-Ελληνική: αίσθηση (με σημ. 1 και 3).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *αἰσθη- (πβ. αἰσθη-τός, αἴσθ-ομαι) + παρ. επίθ. -σις.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
αἰσχρός-ὰ|ός-ὸν-επίθετο::
* McsElla.αἰσχρός-ὰ|ός-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.αἰσχρός-ὰ|ός-ὸν@wordaryElla,
* McsEll.αἰσχίων-αἰσχίων-αἴσχιον!~συγκριτικός:αἰσχρός-ὰ|ός-ὸν@wordaryEllα,
* McsEll.αἴσχιστος-η-ον!~υπερθετικός:αἰσχρός-ὰ|ός-ὸν@wordaryElla,
σημασία1: για εξωτερική εμφάνιση άσχημος: αἰσχρὰ παρθένος = άσχημη νεαρή.
αντώνυμα: καλὸς «όμορφος».
σημασία2: με ηθική σημ. κακοήθης, άτιμος, που προκαλεί ντροπή, επαίσχυντος: ἔργον αἰσχρόν = άτιμη πράξη.
αντώνυμα: ἀγαθὸς «καλός».
* ως ουσιαστικό τὸ αἰσχρόν η ατιμία, η κακία: τὸ καλὸν καὶ τὸ αἰσχρόν = η αρετή και η κακία.
οικογένεια: παράγωγα: αἰσχρότης, σύνθετα: αἰσχρουργός, αἰσχροπρεπής, αἰσχροπραγέω.
Νέα-Ελληνική: αισχρός (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη αἶσχ-ος + παρ. επίθ. -ρός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
αἰσχύνη-ης-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.αἰσχύνη-ης-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.αἰσχύνη-ης-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: ντροπή: ἐς αἰσχύνην μεγάλην φέρει τι = κάτι προκαλεί μεγάλη ντροπή.
σημασία2: αίσθημα ντροπής: ἐπὶ τοῖς αἰσχροῖς αἰσχύνη = αίσθημα ντροπής απέναντι στα άτιμα έργα.
αντώνυμα: ἀναισχυντία.
Νέα-Ελληνική: αισχύνη (με τις σημ. 1, 2).
ετυμολογία: παράγωγα: αἶσχ-ος + παρ. επίθ. -ύνη.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
αἰσχύνω-ρήμα::
* McsElla.αἰσχύνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.αἰσχύνω@wordaryElla,
* McsElla.ᾔσχυνον!~παρατατικός:αἰσχύνω@wordaryElla,
* McsElla.αἰσχυνῶ!~μέλλοντας:αἰσχύνω@wordaryElla,
* McsElla.ᾔσχυνα!~αόριστος:αἰσχύνω@wordaryElla,
* McsElla.ᾔσχυγκα!~παρακείμενος:αἰσχύνω@wordaryElla,
* McsElla.αἰσχυνοῦμαι-«θα-ντραπώ»!~παθητικός-μέλλοντας:αἰσχύνω@wordaryElla,
* McsElla.ᾐσχύνθην-«ντράπηκα»!~παθητικός-αόριστος:αἰσχύνω@wordaryElla,
* McsElla.ᾔσχυμμαι!~παθητικός-παρακείμενος:αἰσχύνω@wordaryElla,
σημασία1: ασχημίζω κάποιον ή κάτι: αἰσχύνω τὸν ἵππον = ασχημίζω το άλογο.
σημασία2: με ηθική σημ. ντροπιάζω, ατιμάζω: τοὺς ἡμετέρους πατέρας αἰσχύνομεν = ντροπιάζουμε τους πατέρες μας.
σημασία3: παθ. φωνή αἰσχύνομαι ντρέπομαι: αἰσχυνόμενος τῇ συμφορᾷ ἠνειχόμην = επειδή ντρεπόμουν για τη συμφορά, τα δεχόμουν. ᾐσχύνοντο ὅτι ἦσαν οἱ βάρβαροι αὐτῶν ἐν τῇ χώρᾳ = ένιωθαν ντροπή που ήταν οι βάρβαροι στη χώρα τους.
* με μετοχή αἰσχύνομαι ποιῶν τι ντρέπομαι που κάνω κάτι (το οποίο όμως κάνω): οὐκ αἰσχύνῃ εἰς τοιαῦτα ἄγων, ὦ Σώκρατες, τοὺς λόγους; = δεν ντρέπεσαι, Σωκράτη, που οδηγείς τη συζήτηση σε τέτοια θέματα;
* με απαρέμφατο αἰσχύνομαι ποιεῖν τι ντρέπομαι να κάνω κάτι (και επομένως δεν το κάνω): ᾐσχύνου τὸ ψεῦδος λέγειν = ντρεπόσουν να πεις το ψέμα.
οικογένεια: παράγωγα: αἰσχυντηλός.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη αἶσχος + παρ. επίθ. -ύνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
αἰτέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.αἰτέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.αἰτέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ᾔτουν!~παρατατικός:αἰτέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.αἰτήσω!~μέλλοντας:αἰτέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ᾔτησα!~αόριστος:αἰτέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ᾔτηκα!~παρακείμενος:αἰτέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ᾔτημαι!~παθητικός-παρακείμενος:αἰτέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: ζητώ: αἰτῶ τινά τι = ζητώ κάτι από κάποιον. αἰτῶ τινα ποιῆσαί τι = ζητώ από κάποιον να κάνει κάτι. (Δεν είναι συνώνυμο προς το αἰτῶ τo ρήμα ζητῶ, επειδή το τελευταίο στα αρχαία ελλ. σημαίνει «ψάχνω», όχι «ζητώ»: αἰτεῖτε, καὶ δοθήσεται ὑμῖν· ζητεῖτε, καὶ εὑρήσετε = να ζητείτε και θα σας δίνεται, να ψάχνετε και θα βρίσκετε).
σημασία2: μέση φωνή αἰτοῦμαι ζητώ: Λύσανδρον ἄρχοντα ᾐτήσατο = ζήτησε το Λύσανδρο ως άρχοντα.
σημασία3: παθ. φωνή αἰτοῦμαι μου ζητείται: ᾐτήθησαν (οὗτοι) χρήματα = τους ζητήθηκαν χρήματα.
οικογένεια: παράγωγα: αἴτησις, αἴτημα, αἰτητής.
Νέα-Ελληνική: λόγ. αιτούμαι (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: *αἶτος «αιτία» (βλέπε αἰτία) + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
αἰτία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.αἰτία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.αἰτία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: ενοχή, ευθύνη.
σημασία2: κατηγορία.
* αἰτίαν ἔχω / φέρομαι κατηγορούμαι: ἔχω αἰτίαν τοῦ φόνου = κατηγορούμαι για το φόνο. ἕξετε καὶ αἰτίαν ὡς Σωκράτη ἀπεκτόνατε = θα κατηγορηθείτε ότι έχετε σκοτώσει το Σωκράτη.
συνώνυμα: μομφή, ψόγος.
σημασία3: αιτία.
οικογένεια: παράγωγα: αἰτιάομαι, αἴτιος, σύνθετα: αἰτιολογέω.
Νέα-Ελληνική: αιτία.
ετυμολογία: *αἶτος «αιτία» (πβ. ἔξ-αιτος, αἶσα «μερίδιο», αἴνυμαι «λαμβάνω»).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
αἰτιάομαι-ῶμαι-ρήμα::
* McsElla.αἰτιάομαι-ῶμαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.αἰτιάομαι-ῶμαι@wordaryElla,
* McsElla.ᾐτιώμην!~παρατατικός:αἰτιάομαι-ῶμαι@wordaryElla,
* McsElla.αἰτιάσομαι!~μέλλοντας:αἰτιάομαι-ῶμαι@wordaryElla,
* McsElla.ᾐτιασάμην!~αόριστος:αἰτιάομαι-ῶμαι@wordaryElla,
* McsElla.ᾐτίαμαι-«έχω-κατηγορήσει»-ή-«έχω-κατηγορηθεί»!~παρακείμενος-μέση-ή-παθητική-σημασία:αἰτιάομαι-ῶμαι@wordaryElla,
* McsElla.ᾐτιάθην-«κατηγορήθηκα»!~παθητικός-αόριστος:αἰτιάομαι-ῶμαι@wordaryElla,
σημασία1: κατηγορώ: αἰτιῶμαί τινά τινος = κατηγορώ κάποιον για κάτι
συνώνυμα: μέμφομαι, ψέγω, ἐγκαλῶ.
αντώνυμα: ἐπαινέω.
σημασία2: ισχυρίζομαι: τὸν λόγον ᾐτιᾶτο δυσχερῆ εἶναι = ισχυριζόταν ότι η άποψη αυτή τον έφερνε σε δύσκολη θέση.
οικογένεια: παράγωγα: αἰτιατός, αἰτίασις «κατηγορία».
Νέα-Ελληνική: λόγ. αιτιώμαι (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη αἰτία + παρ. επίθ. -άομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
αἴτιος-ία|ιος-ιον-επίθετο::
* McsElla.αἴτιος-ία|ιος-ιον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.αἴτιος-ία|ιος-ιον@wordaryElla,
* McsEll.αἰτιώτερος!~συγκριτικός:αἴτιος-ία|ιος-ιον@wordaryEllα,
* McsEll.αἰτιώτατος!~υπερθετικός:αἴτιος-ία|ιος-ιον@wordaryElla,
σημασία1: ένοχος.
σημασία2: αίτιος, υπεύθυνος (για κάτι): ἐν τούτῳ ὑμᾶς αἰτιωτέρους ἡγήσονται = γι' αυτό το κακό εσάς θα θεωρήσουν πιο υπεύθυνους (παρά εμάς).
οικογένεια: παράγωγα: αἰτιώδης.
Νέα-Ελληνική: αίτιος (και με τις δύο σημ.).
ετυμολογία: *αἶτος «αιτία» (βλέπε αἰτία) + παρ. επίθ. -ιος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
αἰών-ῶνος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.αἰών-ῶνος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.αἰών-ῶνος-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: η ζωή, η χρονική διάρκεια της ζωής.
σημασία2: εποχή, γενεά: προγόνων ἢ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος εἶχεν λόγον = λογάριαζε τους προγόνους ή τις μελλοντικές γενιές.
σημασία3: μεγάλο χρονικό διάστημα: σύνοικον αὑτῇ εἰς ἅπαντα τὸν αἰῶνα κατεστήσατο = τον έκανε σύνοικό της για πάντα.
* στον πληθ. οἱ αἰῶνες η αιωνιότητα: εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων = αιώνια, παντοτινά.
οικογένεια: παράγωγα: αἰωνίως, αἰώνιος, αἰωνιότης, σύνθετα: αἰωνόβιος, μακραίων.
Νέα-Ελληνική: αιώνας (με τη σημ. 3).
ετυμολογία: *αἰFι- (> αἰεί), παράβαλε λατινικός aevum «αιώνας».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Ἀκαδήμεια--Ἀκαδημία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.Ἀκαδήμεια-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Ἀκαδήμεια-ας-ἡ@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Ἀκαδημία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: η Ακαδημία· ήταν γυμνάσιον, δηλαδή γυμναστήριο, στα δυτικά προάστια της Αθήνας, το οποίο πήρε το όνομά του από τον ήρωα Ακάδημο.
σημασία2: η φιλοσοφική σχολή του Πλάτωνα, η Ακαδημία (ονομάστηκε έτσι, επειδή ο Πλάτωνας την ίδρυσε στο χώρο της Ακαδημίας).
Νέα-Ελληνική: Ακαδημία (λ.χ. Παιδαγωγική, Επιστημών κτλ.).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀκαιρία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀκαιρία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀκαιρία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: κακοκαιρία: ἐνιαυτῶν πολλῶν ἀκαιρία = κακοκαιρία πολλών χρόνων.
σημασία2: έλλειψη ευκαιρίας: τὴν ἀκαιρίαν τὴν κείνου καιρὸν ἡμέτερον νομίζω = θεωρώ δική μας ευκαιρία τη δική του έλλειψη ευκαιρίας.
αντώνυμα: καιρός «ευκαιρία».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἄκαιρ-ος + παρ. επίθ. -ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀκαρής-ής-ὲς-επίθετο::
* McsElla.ἀκαρής-ής-ὲς-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀκαρής-ής-ὲς@wordaryElla,
παρατήρηση: για χρονικά διαστήματα ελάχιστος: ἐν ἀκαρεῖ χρόνου = σε μια στιγμή, στο πι και φι.
οικογένεια: παράγωγα: ἀκαριαῖος, ἀκαριαίως.
Νέα-Ελληνική: επίθετο ακαριαίος «που συμβαίνει στο πι και φι».
ετυμολογία: σύνθετα: στερ. ἀ- + *καρ- (πβ. ἐ-κάρ-ην, αόρ. β΄ του κείρω «κουρεύω»· η πρώτη σημ. του ἀκαρὴς ήταν σχετική με τα μαλλιά, «τόσο κοντός που δεν μπορεί να κοπεί περισσότερο») + παρ. επίθ. -ής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀκέομαι-οῦμαι-ρήμα::
* McsElla.ἀκέομαι-οῦμαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀκέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἀκοῦμαι!~μέλλοντας:ἀκέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἠκεσάμην!~αόριστος:ἀκέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
σημασία1: θεραπεύω.
συνώνυμα: ἰάομαι.
σημασία2: μεταφορικά επανορθώνω: ἀδίκημά τι ἀκοῦμαι = επανορθώνω κάποια άδικη πράξη.
οικογένεια: παράγωγα: ἄκεσις, ἀκεσία, ἀκέσιμος, ἀκέσιος, ἄκεσμα, σύνθετα: συνακέομαι, ἀνήκεστος.
ετυμολογία: *jακ- (ἄκος, τὸ «θεραπεία») + παρ. επίθ. -έομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀκκίζομαι-ρήμα::
* McsElla.ἀκκίζομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀκκίζομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἀκκιοῦμαι!~μέλλοντας:ἀκκίζομαι@wordaryElla,
παρατήρηση: εύχρηστο ιδίως στον ενεστώτα.
σημασία: προσποιούμαι ότι αγνοώ, προσποιούμαι: οἶσθα, ἀλλ' ἀκκίζει = τα γνωρίζεις, αλλά προσποιείσαι ότι τα αγνοείς.
οικογένεια: παράγωγα: ἀκκισμός.
Νέα-Ελληνική: λόγ. ακκίζομαι.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀκκώ, ἡ «φόβητρο των παιδιών» + παρ. επίθ. -ίζομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄκλητος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἄκλητος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἄκλητος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία: απρόσκλητος.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερητ. ἀ- + κλητός < καλῶ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀκμάζω-ρήμα::
* McsElla.ἀκμάζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀκμάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἤκμαζον!~παρατατικός:ἀκμάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἀκμάσω!~μέλλοντας:ἀκμάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἤκμασα!~αόριστος:ἀκμάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἤκμακα!~παρακείμενος:ἀκμάζω@wordaryElla,
σημασία1: θάλλω.
συνώνυμα: θάλλω, ἀνθέω.
σημασία2: για πρόσωπα
σημασίαα: είμαι ακμαίος: ἀκμάζω τῷ σώματι = είμαι ακμαίος στο σώμα.
αντώνυμα: παρακμάζω.
σημασίαβ: έχω κάτι σε αφθονία: χρήμασιν ἀκμάζει = έχει αφθονία χρημάτων.
σημασίαγ: είμαι αρκετά δυνατός: ἀκμάζω ἐρύκειν ἀπ'μαυτοῦ τὰ κακά = είμαι αρκετά δυνατός, για να απομακρύνω τους κινδύνους από τον εαυτό μου.
οικογένεια: παράγωγα: ἀκμαῖος, ἀκμαστικός, σύνθετα: συνακμάζω.
Νέα-Ελληνική: ακμάζω (με τις σημ. 2α, 2β).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀκμή + παρ. επίθ. -άζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀκολουθέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἀκολουθέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀκολουθέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: με δοτική ακολουθώ: ἠκολούθουν οὗτοι τῷ ἡγουμένῳ = αυτοί ακολουθούσαν αυτόν που προηγείτο.
συνώνυμα: ἕπομαι «ακολουθώ»
αντώνυμα: ἡγέομαι, πρόειμι «προπορεύομαι».
σημασία2: με δοτική υπακούω: ἀκολουθῶ τοῖς ἄρχουσι καὶ τοῖς νόμοις = υπακούω στους αξιωματούχους και στους νόμους.
οικογένεια: παράγωγα: ἀκολουθία, ἀκολούθησις, ἀκολουθητέον, ἀκολουθητικός, σύνθετα: παρακολουθέω, συνακολουθέω, ἐπακολουθέω.
Νέα-Ελληνική: ακολουθώ (με τις σημ. 1, 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀκόλουθ-ος + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀκόντως-επίρρημα::
* McsElla.ἀκόντως-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ἀκόντως@wordaryElla,
σημασία: αθέλητα, ακουσίως: ὡμολόγησεν καὶ μάλ' ἀκόντως = το παραδέχτηκε, και μάλιστα πολύ απρόθυμα.
συνώνυμα: ἀκουσίως.
αντώνυμα: ἑκουσίως.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἄκων, -οντος + παρ. επίθ. -ως.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀκόσμητος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἀκόσμητος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀκόσμητος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία1: ατακτοποίητος: καὶ ψυχὴ κόσμον ἔχουσα ἀμείνων τῆς ἀκοσμήτου; = και η ψυχή που έχει τάξη είναι καλύτερη από την ατακτοποίητη;
σημασία2: ο μη διακοσμημένος: πόλις ἀκόσμητος. = ἀκαλλώπιστος.
αντώνυμα: εὐπρεπής, κόσμιος.
οικογένεια: παράγωγα: ἀκοσμία, ἀκόσμως.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερ. ἀ- + κοσμέω + παρ. επίθ. -τος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀκούσιος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἀκούσιος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀκούσιος-ος-ον@wordaryElla,
παρατήρηση: ο ασυναίρετος τύπος είναι ἀ-εκούσιος.
σημασία: μη θεληματικός: ἀκούσιος φόνος.
συνώνυμα: ἄκων.
αντώνυμα: ἑκούσιος, ἑκών.
οικογένεια: παράγωγα: ἀκουσίως.
Νέα-Ελληνική: ακούσιος.
ετυμολογία: παράγ. ἀέκων > ἄκων, ἄκοντος + παρ. επίθ. -ιος > *ἀκόντιος > *ἀκόνσιος > ἀκούσιος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀκούω-ρήμα::
* McsElla.ἀκούω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀκούω@wordaryElla,
* McsElla.ἤκουον!~παρατατικός:ἀκούω@wordaryElla,
* McsElla.ἀκούσομαι!~μέλλοντας:ἀκούω@wordaryElla,
* McsElla.ἤκουσα!~αόριστος:ἀκούω@wordaryElla,
* McsElla.ἀκήκοα!~παρακείμενος:ἀκούω@wordaryElla,
* McsElla.ἠκηκόειν!~υπερσυντέλικος:ἀκούω@wordaryElla,
* McsElla.ἀκουσθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:ἀκούω@wordaryElla,
* McsElla.ἠκούσθην!~παθητικός-αόριστος:ἀκούω@wordaryElla,
* McsElla.ἤκουσμαι!~παθητικός-παρακείμενος:ἀκούω@wordaryElla,
σημασία1: ακούω: βούλομαι δ' ὑμᾶς ἀκοῦσαι τοῦ ὅρκου = θέλω εσείς να ακούσετε τον όρκο. ἀκούω τι ἀπό τινος / ἔκ τινος / παρά τινος = ακούω κάτι από κάποιον. ἀκούω σου λέγοντος ταῦτα = σε ακούω να λες αυτά.
σημασία2: δίνω προσοχή, υπακούω: Φωκυλίδου οὐκ ἀκούεις; = δε δίνεις προσοχή στο Φωκυλίδη;
αντώνυμα: ἀνηκουστέω «απειθαρχώ».
σημασία3: είμαι μαθητής: Παρμενίδης Ἀναξιμάνδρου ἤκουσεν = ο Παρμενίδης ήταν μαθητής του Αναξιμάνδρου.
* εὖ ἀκούω ὑπό τινος επαινούμαι από κάποιον.
* κακῶς ἀκούω ὑπό τινος κακολογούμαι από κάποιον.
οικογένεια: παράγωγα: ἄκουσμα, ἀκοή, ἀκουστέον, ἀκουστός, σύνθετα: ἀνήκοος, ἐπήκοος, ὑπήκοος, ἀνήκουστος, κατακούω, ἐπακούω, εἰσακούω, ὑπακούω.
Νέα-Ελληνική: ακούω (με τις σημ. 1, 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη προθετ. ἀ- + κοέω «ακούω, καταλαβαίνω», παράβαλε γοτθ. hausjan «ακούω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄκρα-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἄκρα-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἄκρα-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: ακρωτήριο.
σημασία2: κορυφή (όρους), ύψωμα.
* κατ' ἄκρας ολοκληρωτικά: κατ' ἄκρας τὴν πόλιν αἱρῶ = κυριεύω ολοκληρωτικά την πόλη.
σημασία3: οχυρό, φρούριο (οικοδομημένο σε απόκρημνο βράχο): ὁ Ἐτεόνικος εἰς τὴν ἄκραν ἀποφεύγει = ο Ετεόνικος δραπετεύει στο φρούριο.
συνώνυμα: ἀκρόπολις.
σημασία4: η άκρη (ενός πράγματος).
ετυμολογία: *ακ- (ἀκμή) + παρ. επίθ. -ρα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀκράδαντος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἀκράδαντος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀκράδαντος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία: άσειστος.
οικογένεια: παράγωγα: ἀκραδάντως.
Νέα-Ελληνική: επίρρ. ακράδαντα.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερ. ἀ- + κραδαίνω «σείω, κινώ» (*κραδαντός) + παρ. επίθ. -τος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀκράτεια-είας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀκράτεια-είας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀκράτεια-είας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: έλλειψη αυτοκυριαρχίας: ἀκράτεια ἡδονῶν καὶ ἐπιθυμιῶν = έλλειψη αυτοκυριαρχίας στις ηδονές και στις επιθυμίες.
συνώνυμα: ἀκρασία.
αντώνυμα: ἐγκράτεια, σωφροσύνη.
Νέα-Ελληνική: λόγ. ακράτεια (λ.χ. ούρων).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερ. ἀ- + κρατέ-ω + παρ. επίθ. -ια.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀκρατής-ής-ὲς-επίθετο::
* McsElla.ἀκρατής-ής-ὲς-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀκρατής-ής-ὲς@wordaryElla,
σημασία: αυτός που δεν έχει αυτοκυριαρχία: ἀκρατὴς ὀργῆς, ἀφροδισίων = αυτός που δεν έχει αυτοκυριαρχία στην οργή, στις σωματικές ηδονές.
αντώνυμα: ἐγκρατής, σώφρων.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερ. ἀ- + κρατέω + παρ. επίθ. -ής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀκρατίζομαι-ρήμα::
* McsElla.ἀκρατίζομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀκρατίζομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἀκρατιοῦμαι!~μέλλοντας:ἀκρατίζομαι@wordaryElla,
σημασία1: πίνω το κρασί ανόθευτο (χωρίς δηλαδή να το αναμειγνύω με νερό).
σημασία2: προγευματίζω: ἀκρατίζομαι κοκκύμηλα = προγευματίζω με δαμάσκηνα. (Η σημασία προγευματίζω προέκυψε επειδή το πρόγευμα ήταν ψωμί βουτηγμένο σε ανόθευτο κρασί).
οικογένεια: παράγωγα: ἀκράτισμα, ἀκράτισις, σύνθετα: συνακρατίζω.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἄκρατος (οἶνος) + παρ. επίθ. -ίζομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀκράτισμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀκράτισμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀκράτισμα-ατος-τὸ@wordaryElla,
σημασία: πρόγευμα: ἕως ἀκρατίσματος ὥρας = μέχρι την ώρα του προγεύματος.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀκρατίζομαι + παρ. επίθ. -μα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄκρατος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἄκρατος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἄκρατος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία1: ανόθευτος (για υγρά και ιδιαίτερα για το κρασί, όταν δεν το αναμείγνυαν με νερό): οἶνος πάνυ ἄκρατος = πάρα πολύ δυνατό κρασί.
σημασία2: για καταστάσεις αμιγής, απόλυτος: ὀλιγαρχία ἄκρατος = απόλυτη ολιγαρχία.
συνώνυμα: ἀμιγής.
αντώνυμα: μεικτός, συμμιγής.
οικογένεια: παράγωγα: ἀκράτως, σύνθετα: ἀκρατοποτέω.
Νέα-Ελληνική: λόγ. άκρατος (λ.χ. οίνος).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερ. ἀ- + *κρατ- (κεράννυμι) + παρ. επίθ. -τος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀκρίβεια-είας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀκρίβεια-είας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀκρίβεια-είας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: ακρίβεια.
σημασία2: αυστηρότητα: τὰ πλήθη καὶ αἱ ἀκρίβειαι τῶν νόμων = η πληθώρα και η αυστηρότητα των νόμων.
Νέα-Ελληνική: ακρίβεια (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀκριβής + παρ. επίθ. -εια.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀκριβής-ής-ὲς-επίθετο::
* McsElla.ἀκριβής-ής-ὲς-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀκριβής-ής-ὲς@wordaryElla,
σημασία1: ακριβής.
σημασία2: αυστηρός: δικασταὶ ἀκριϐεῖς = αυστηροί δικαστές.
οικογένεια: παράγωγα: ἀκριβῶς, ἀκριβόω, ἀκρίβεια, σύνθετα: ἀκριβοδίκαιος, ἀκριβολόγος.
Νέα-Ελληνική: ακριβής (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία, α΄ συνθ. ἄκρος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀκριβόω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἀκριβόω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀκριβόω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: κάνω κάτι με ακρίβεια: ἡ ἀνάγκη ἡμᾶς ταῦτα ἀκριϐοῦν ἐδίδαξεν = η ανάγκη μας δίδαξε να τα κάνουμε αυτά με ακρίϐεια.
σημασία2: παθ. φωνή ἀκριβοῦμαι είμαι ακριβής, τελειοποιούμαι: ἠκρίϐωμαι πρὸς πᾶσαν ἀρετήν = έχω τελειοποιηθεί για κάθε αρετή.
σημασία3: ερευνώ με ακρίβεια, κατανοώ πλήρως: ὁ γι'μὸς λόχος σοι ἀκριβοῖ πάντα τὰ παρὰ σοῦ = ο δικός μου βέβαια λόχος κατανοεί πλήρως όλες τις εντολές σου.
οικογένεια: παράγωγα: ἀκριβωτέον, ἀκρίβωσις, ἀκρίβωμα, σύνθετα: διακριβόω, ἐξακριβόω.
Νέα-Ελληνική: σύνθ. εξακριβώνω (διαπιστώνω, καταλήγω σε συμπέρασμα).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀκριβ-ής + παρ. επίθ. -όω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀκροαματικός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.ἀκροαματικός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀκροαματικός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία: αυτός που προορίζεται μόνο να ακουστεί.
* ἀκροαματικαὶ διδασκαλίαι διδασκαλίες που οι φιλόσοφοι παρέδιδαν μόνο προφορικά και αποκλειστικά στο στενό κύκλο των μαθητών τους, όχι στο ευρύ κοινό.
Νέα-Ελληνική: στη φρ. ακροαματική διαδικασία και στο ουσ. ακροαματικότητα.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀκρόαμα, -ατ-ος + παρ. επίθ. -ικός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀκροάομαι-ῶμαι-ρήμα::
* McsElla.ἀκροάομαι-ῶμαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀκροάομαι-ῶμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἠκροώμην!~παρατατικός:ἀκροάομαι-ῶμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἀκροάσομαι!~μέλλοντας:ἀκροάομαι-ῶμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἠκροασάμην!~αόριστος:ἀκροάομαι-ῶμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἠκροάθην!~παθητικός-αόριστος:ἀκροάομαι-ῶμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἠκρόαμαι!~παρακείμενος:ἀκροάομαι-ῶμαι@wordaryElla,
σημασία1: ακούω προσεκτικά: τῶν ἀγωνιζομένων ἀκροῶμαι = ακούω προσεκτικά όσους διεξάγουν δίκη. ἀκροῶμαί τινός τι = ακούω προσεκτικά από κάποιον κάτι.
* ὁ ἀκροώμενος ο αναγνώστης, ο μελετητής: ἀνὴρ Ἀριστοτέλους ἠκροαμένος = άντρας, μελετητής του Αριστοτέλη.
σημασία2: υπακούω: οὐκ ἠκροῶντο τῶν ἀρχόντων = δεν υπάκουαν τους αξιωματούχους.
οικογένεια: παράγωγα: ἀκρόασις, ἀκρόαμα, ἀκροατήριον, ἀκροαματικός.
ετυμολογία: τεντώνω το αυτί: ἄκρον οὖς + παρ. επίθ. -άομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀκρόασις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀκρόασις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀκρόασις-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: προσεκτική ακρόαση.
σημασία2: υπακοή: τῶν ἐν ἀρχῇ ὄντων ἀκρόασις καὶ τῶν νόμων = υπακοή στους αξιωματούχους και στους νόμους.
σημασία3: μάθημα: ἀκροάσεις ποιοῦμαι = παραδίδω μαθήματα. φυσικὴ ἀκρόασις = μάθημα για τη φύση (πρόκειται για τον τίτλο έργου του Αριστοτέλη).
Νέα-Ελληνική: ακρόαση (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀκροά-ομαι + παρ. επίθ. -σις.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀκροβολίζομαι-ρήμα::
* McsElla.ἀκροβολίζομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀκροβολίζομαι@wordaryElla,
σημασία: κάνω βολή εναντίον κάποιου από μακριά (με ακόντια, βέλη κτλ.), αψιμαχώ: πρὸς ἀλλήλους ἠκροβολίσαντο = (οι αντίπαλοι) αντάλλαξαν από μακριά βολές.
οικογένεια: παράγωγα: ἀκροβόλισμα, ἀκροβολιστής, ἀκροβολισμός, ἀκροβόλισις.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἄκρος + *βολ- (βολή, βάλλω) + παρ. επίθ. -ίζομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀκρογωνιαῖος-αία-αῖον-επίθετο::
* McsElla.ἀκρογωνιαῖος-αία-αῖον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀκρογωνιαῖος-αία-αῖον@wordaryElla,
σημασία: αυτός που βρίσκεται στην έσχατη γωνιά: ἀκρογωνιαῖος λίθος.
Νέα-Ελληνική: στη φρ. ακρογωνιαίος λίθος.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἄκρος + γωνιαῖος (< γωνία + παρ. επίθ. -αῖος).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄκρον-ου-τό-ουσιαστικό::
* McsElla.ἄκρον-ου-τό-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἄκρον-ου-τό@wordaryElla,
σημασία1: κορυφή (βουνού): τὰ ἄκρα τῆς Εὐβοίας = οι κορυφές των βουνών της Εύβοιας.
συνώνυμα: ἄκρα,ἡ.
σημασία2: ακρωτήριο.
σημασία3: εσχατιά: ἐπὶ τὰ ἄκρα τῆς θαλάττης ἀφικνοῦμαι = φθάνω στις εσχατιές της θάλασσας.
σημασία4: μεταφορικά ο ύψιστος βαθμός: σοφίας ἄκρον = ο ύψιστος βαθμός σοφίας.
Νέα-Ελληνική: άκρο (με τις σημ. 3, 4).
ετυμολογία: ουσιαστικοπ. του ἄκρος, -ον (ὕψος, ὅριον).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀκρόπολις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀκρόπολις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀκρόπολις-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: η άνω πόλη ή το υψηλότερο μέρος της πόλης, κατά συνέπεια η ακρόπολη, το oχυρό: ἄμαχος ἀκρόπολις = ακαταμάχητη, απόρθητη ακρόπολη.
σημασία2: η Ακρόπολη (δηλαδή ειδικά η ακρόπολη της Αθήνας).
* εἰς ἀκρόπολιν ἀνηνέχθην = καταγράφηκα ως οφειλέτης του κράτους (καθώς η Ακρόπολη της Αθήνας λειτουργούσε και ως θησαυροφυλάκιο).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἄκρα + πόλις.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄκρος-α-ον-επίθετο::
* McsElla.ἄκρος-α-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἄκρος-α-ον@wordaryElla,
* McsEll.ἀκρότερος!~συγκριτικός:ἄκρος-α-ον@wordaryEllα,
* McsEll.ἀκρότατος!~υπερθετικός:ἄκρος-α-ον@wordaryElla,
σημασία1: ανώτατος, ύψιστος: ἐν ἄκρῳ Ὀλύμπῳ = στο πιο ψηλό σημείο του Ολύμπου.
σημασία2: ο πιο μακρινός, απώτατος, ακρινός: ἄκρα χείρ = το ακρινό σημείο του χεριού.
αντώνυμα: ἐγγύτατος, πλησιέστατος.
σημασία3: έξοχος: ἄκροι εἰς φιλοσοφίαν = άνθρωποι έξοχοι στη φιλοσοφία.
οικογένεια: παράγωγα: ἄκρως, ἀκρότης, σύνθετα: ἔπακρος, ἀκροσφαλής.
ετυμολογία: *ακ- (ἀκ-τή, ἀκ-μή) + παρ. επίθ. -ρος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀκρωτήριον-ίου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀκρωτήριον-ίου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀκρωτήριον-ίου-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: ακρωτήριο.
σημασία2: η άκρη (ενός πράγματος): ἀκρωτήριον νεώς = η άκρη του πλοίου, επομένως η πλώρη.
* στον πληθυντικό τὰ ἀκρωτήρια τα άκρα του σώματος (χέρια και πόδια, δάκτυλα χεριών και ποδιών): τὰ ἀκρωτήρια τινὸς περικόπτω = κατακόϐω τα άκρα κάποιου.
σημασία3: σε ναούς αγάλματα ή κομψοτεχνήματα τοποθετημένα στις γωνιές αετώματος.
οικογένεια: παράγωγα: ἀκρωτηριώδης.
Νέα-Ελληνική: ακρωτήριο, ακρωτήρι (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *ἄκρω- (μακρό θέμα του ἄκρο-ς) + παρ. επίθ. -τήριον.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀκτή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀκτή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀκτή-ῆς-ἡ@wordaryElla,
σημασία: ακρωτήριο: ἡ Ἰασονία ἀκτή = το ακρωτήριο του Ιάσονα.
οικογένεια: παράγωγα: Ἀττική < *Ἀκτ-ική (που περιβάλλεται από ακτή).
Νέα-Ελληνική: ακτή (ακρογιαλιά).
ετυμολογία: *ακ- (ἀκ-μή, ἄκ-ρος) + παρ. επίθ. -τ-ή.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀκτίς-ῖνος-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀκτίς-ῖνος-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀκτίς-ῖνος-ἡ@wordaryElla,
σημασία: ακτίνα.
οικογένεια: σύνθετα: ἀκτινοβολία, ἀκτινογραφία, ἀκτινοειδής, ἀκτινωτός.
Νέα-Ελληνική: ακτίνα.
ετυμολογία: *ἀκτ-, παράβαλε αρχ. ινδ. aktú- «ακτίνωση».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄκυρος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἄκυρος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἄκυρος-ος-ον@wordaryElla,
* McsEll.ἀκυρότερος!~συγκριτικός:ἄκυρος-ος-ον@wordaryEllα,
* McsEll.ἀκυρότατος!~υπερθετικός:ἄκυρος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία1: για νόμους αυτός που δεν έχει κύρος, άκυρος: ἄκυρον ψήφισμα.
σημασία2: για πρόσωπα αυτός που δεν έχει δικαίωμα: ἡμᾶς ἀκύρους τίθεται ποιεῖν τοῦτο = μας θεωρεί άτομα που δεν έχουν το δικαίωμα να κάνουν αυτό.
αντώνυμα: κύριος «που έχει το δικαίωμα».
σημασία3: για πράγματα ο μη έγκυρος: ἄκυρος κρίσις = μη έγκυρη γνώμη.
οικογένεια: παράγωγα: ἀκυρόω, ἀκύρωσις, ἀκύρως, σύνθετα: ἀκυρολογέω, ἀκυρολογία.
Νέα-Ελληνική: άκυρος (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερ. ἀ- + κῦρος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄκων-ἄκουσα-ἆκον-επίθετο::
* McsElla.ἄκων-ἄκουσα-ἆκον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἄκων-ἄκουσα-ἆκον@wordaryElla,
παρατήρηση: ο ασυναίρετος τύπος είναι ἀέκων.
σημασία: αθέλητος, απρόθυμος: τίς οὖν ὁ λύσων ἐστὶν ἄκοντος Διός; = ποιος λοιπόν θα σε λυτρώσει χωρίς τη θέληση του Δία;
αντώνυμα: ἑκών.
ετυμολογία: στερητ. ἀ- + Fεκών (= ἑκών) > ἄκων, ινδοευρωπαϊκός *wek-, παράβαλε χετιτ. wek-mi «θέλω». Τη ρηματική σημ. ανέλαβαν τα βούλομαι και ἐθέλω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀλαζονεία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀλαζονεία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀλαζονεία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: ανυπόστατη καύχηση: τοῦτο ἐξετάσωμεν μὴ τῇ τούτου προσέχοντες ἀλαζονείᾳ τὸν νοῦν, ἀλλὰ τὸ πρᾶγμα οἷον γέγονεν τῇ ἀληθείᾳ σκοποῦντες = ας το εξετάσουμε τούτο, χωρίς να δίνουμε προσοχή στις ανυπόστατες καυχήσεις του, αλλά μελετώντας πώς έγινε το πράγμα στ' αλήθεια.
Νέα-Ελληνική: λόγ. αλαζονεία.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀλαζονε-ύομαι + παρ. επίθ. -ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀλαζονεύομαι-ρήμα::
* McsElla.ἀλαζονεύομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀλαζονεύομαι@wordaryElla,
σημασία: υπερηφανεύομαι, μεγαλοπιάνομαι: τοῦ ἀλαζονεύεσθαι ἀποτρέπω τοὺς συνόντας = αποτρέπω τους μαθητές μου από το να μεγαλοπιάνονται.
συνώνυμα: μεγαλαυχέω, ἐπαίρομαι, ὑπεροράω, κομπάζω.
οικογένεια: παράγωγα: ἀλαζονεία, ἀλαζονικός.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀλαζών, -όνος + παρ. επίθ. -εύομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀλγέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἀλγέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀλγέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: αισθάνομαι σωματικό πόνο: τὸν δάκτυλον ἀλγῶ = με πονάει το δάκτυλο.
σημασία2: αισθάνομαι ψυχικό πόνο, θλίβομαι: περὶ τὰ οἰκεῖα ἀλγῶ = πονώ για τα δεινά μου.
συνώνυμα: ἀνιῶμαι.
αντώνυμα: ἥδομαι, εὐφραίνομαι, χαίρω.
οικογένεια: παράγωγα: ἀλγηδών, σύνθετα: ἀνάλγητος.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἄλγ-ος + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄλγος-ους-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἄλγος-ους-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἄλγος-ους-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: σωματικός πόνος.
σημασία2: ψυχικός πόνος, θλίψη.
οικογένεια: παράγωγα: ἀλγεινός.
Νέα-Ελληνική: σύνθ. οδοντ-αλγία, κεφαλ-αλγία.
ετυμολογία: παράγωγα: του ἀλέγω «προσέχω, φροντίζω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀλείφω-ρήμα::
* McsElla.ἀλείφω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀλείφω@wordaryElla,
* McsElla.ἤλειφον!~παρατατικός:ἀλείφω@wordaryElla,
* McsElla.ἀλείψω!~μέλλοντας:ἀλείφω@wordaryElla,
* McsElla.ἤλειψα!~αόριστος:ἀλείφω@wordaryElla,
* McsElla.ἀλήλιφα!~παρακείμενος:ἀλείφω@wordaryElla,
* McsElla.ἀλείψομαι!~μέσος-μέλλοντας:ἀλείφω@wordaryElla,
* McsElla.ἀλειφθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:ἀλείφω@wordaryElla,
* McsElla.ἠλειψάμην!~μέσος-αόριστος:ἀλείφω@wordaryElla,
* McsElla.ἠλείφθην!~παθητικός-αόριστος-α΄:ἀλείφω@wordaryElla,
* McsElla.ἠλίφην!~παθητικός-αόριστος-β΄:ἀλείφω@wordaryElla,
* McsElla.ἀλήλιμμαι!~μέσος-παρακείμενος:ἀλείφω@wordaryElla,
σημασία1: αλείφω το δέρμα κάποιου με λάδι (όπως γινόταν μετά το μπάνιο ή πριν από τις ασκήσεις γυμναστικής).
* μέση φωνή ἀλείφομαι αλείφω το δικό μου δέρμα με λάδι: λίπα ἠλείψαντο = αλείφτηκαν με πολύ λάδι.
σημασία2: μεταφορικά προετοιμάζω: Θεμιστοκλῆς ἑαυτὸν ὑπὲρ τῆς ὅλης Ἑλλάδος ἤλειφε = ο Θεμιστοκλής προετοιμαζόταν για το καλό ολόκληρης της Ελλάδας.
οικογένεια: παράγωγα: ἄλειμμα, ἄλειψις, ἀλοιφή, σύνθετα: ἐξαλείφω, ἀπαλείφω.
Νέα-Ελληνική: αλείφω (με γενίκευση της σημ. 1).
ετυμολογία: συγγεν. με λίπος, αθροιστ. ἀ- + λείφ-, ινδοευρωπαϊκός *leibh-.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀλεκτρυών-όνος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀλεκτρυών-όνος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀλεκτρυών-όνος-ὁ@wordaryElla,
σημασία: πετεινός, κόκορας.
συνώνυμα: ἀλέκτωρ.
ετυμολογία: ομόρρ. με βλέπε ἀλέκτωρ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀλέκτωρ-ορος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀλέκτωρ-ορος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀλέκτωρ-ορος-ὁ@wordaryElla,
σημασία: πετεινός, κόκορας.
συνώνυμα: ἀλεκτρυών.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀλέξω + παρ. επίθ. -τωρ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Ἀλέξανδρος-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.Ἀλέξανδρος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Ἀλέξανδρος-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: κύριο όνομα που σημαίνει αυτόν που απομακρύνει τους άντρες του εχθρού (βλέπε ἀλέξω).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀλέξω-ρήμα::
* McsElla.ἀλέξω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀλέξω@wordaryElla,
* McsElla.ἀλεξήσω!~μέλλοντας:ἀλέξω@wordaryElla,
* McsElla.ἀλέξω!~μέλλοντας:ἀλέξω@wordaryElla,
* McsElla.ἠλέξησα!~αόριστος:ἀλέξω@wordaryElla,
* McsElla.ἤλεξα!~αόριστος:ἀλέξω@wordaryElla,
* McsElla.ἀλέξομαι!~μέσος-ενεστώτας:ἀλέξω@wordaryElla,
* McsElla.ἀλεξήσομαι!~μέσος-μέλλοντας:ἀλέξω@wordaryElla,
* McsElla.ἠλεξάμην!~μέσος-αόριστος:ἀλέξω@wordaryElla,
σημασία1: αποτρέπω.
σημασία2: βοηθώ, υπερασπίζω: προθύμως ἀλέξω τινί = βοηθώ κάποιον πρόθυμα.
σημασία3: στη μέση φωνή ἀλέξομαι ανταμείβω κάποιον: τοὺς εὖ ποιοῦντας ἀλέξομαι = ανταμείβω όσους με ευεργέτησαν.
οικογένεια: παράγωγα: ἀλεξητήριος, ἀλέξημα, ἀλεξητήρ, σύνθετα: ἀλεξίκακος, ἀλέξανδρος (και Ἀλέξανδρος), ἀλεξιφάρμακος.
Νέα-Ελληνική: στα σύνθ. λόγ. αλεξικέραυνο, αλεξίσφαιρο, αλεξίπτωτο.
ετυμολογία: *αλεκ- (ἀλκή), ομόρρ. με αρχ. ινδ. raks- «προστατεύω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀλέω-ρήμα::
* McsElla.ἀλέω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀλέω@wordaryElla,
* McsElla.ἤλεον!~παρατατικός:ἀλέω@wordaryElla,
* McsElla.ἤλεσα!~αόριστος-α΄:ἀλέω@wordaryElla,
* McsElla.ἀλήλεκα!~παρακείμενος:ἀλέω@wordaryElla,
* McsElla.ἠλέσθην!~παθητικός-αόριστος:ἀλέω@wordaryElla,
* McsElla.ἀλήλε(σ)μαι!~παθητικός-παρακείμενος:ἀλέω@wordaryElla,
σημασία: αλέθω.
οικογένεια: παράγωγα: ἄλεσις, ἄλεσμα, ἀλέτης.
ετυμολογία: *αλεFω > ἀλέω (από όπου ἄλευ-ρον, αρμεν. alewr «αλεύρι».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀλήθεια-είας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀλήθεια-είας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀλήθεια-είας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: αλήθεια: ἡ ἀλήθεια περὶ τῆς ἀποστάσεως = η αλήθεια για την αποστασία.
αντώνυμα: ψεῦδος.
* ως επίρρημα τῇ ἀληθείᾳ πραγματικά, αληθινά: τῇ ἀληθείᾳ φίλους πιστοτάτους ἡγοῦμαι αὐτούς = τους θεωρώ πραγματικά φίλους αξιόπιστους.
οικογένεια: παράγωγα: ἀληθότης.
Νέα-Ελληνική: αλήθεια.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀληθής + παρ. επίθ. -εια.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀληθής-ής-ὲς-επίθετο::
* McsElla.ἀληθής-ής-ὲς-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀληθής-ής-ὲς@wordaryElla,
* McsEll.ἀληθέστερος!~συγκριτικός:ἀληθής-ής-ὲς@wordaryEllα,
* McsEll.ἀληθέστατος!~υπερθετικός:ἀληθής-ής-ὲς@wordaryElla,
σημασία1: αληθινός, πραγματικός.
αντώνυμα: ψευδής, ἀναληθής.
σημασία2: για πρόσωπα φιλαλήθης, ειλικρινής. = ἀληθευτικός «φιλαλήθης».
* παροιμία οἶνος ἀληθής το κρασί είναι φιλάληθες (δηλαδή από το μεθυσμένο μαθαίνεις την αλήθεια).
* επίρρημα (ὡς) ἀληθῶς αληθινά, πραγματικά.
οικογένεια: παράγωγα: ἀληθεύω, ἀληθινός, ἀλήθεια, ἀληθότης, ἀληθοσύνη, ἀληθῶς, σύνθετα: φιλαλήθης, ἀναληθής.
Νέα-Ελληνική: αληθής (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερ. ἀ- +*λαθ- (λανθάνω) + παρ. επίθ. -ής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἁλιεύς-έως-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἁλιεύς-έως-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἁλιεύς-έως-ὁ@wordaryElla,
σημασία: ψαράς.
οικογένεια: παράγωγα: ἁλιεύω, ἁλίευσις, ἁλιευτής.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἁλι- (ίσως παλιό ουδ. όνομα παράλληλο προς το ἅλς, ἁλός) + παρ. επίθ. -εύς.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἅλις-επίρρημα::
* McsElla.ἅλις-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ἅλις@wordaryElla,
σημασία: επαρκώς, αρκετά: περὶ τούτων ἅλις = γι' αυτό το θέμα αρκετά.
συνώνυμα: ἱκανῶς «αρκετά».
ετυμολογία: *Fελ-, *Fαλ- (ἁλής «αθρόος»).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἁλίσκομαι-ρήμα::
* McsElla.ἁλίσκομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἁλίσκομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἡλισκόμην!~παρατατικός:ἁλίσκομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἁλώσομαι!~μέλλοντας-παθητική-σημασία:ἁλίσκομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἥλων!~αόριστος-β΄-παθητική-σημασία:ἁλίσκομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἑάλων!~αόριστος-β΄-παθητική-σημασία:ἁλίσκομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἥλωκα!~παρακείμενος-παθητική-σημασία:ἁλίσκομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἑάλωκα!~παρακείμενος-παθητική-σημασία:ἁλίσκομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἡλώκειν!~υπερσυντέλικος-παθητική-σημασία:ἁλίσκομαι@wordaryElla,
παρατήρηση: χρησιμοποιείται ως παθητική φωνή του βλέπε αἱρέω.
σημασία1: για τοποθεσίες κυριεύομαι: ἡ πόλις ἑάλω = η πόλη κυριεύτηκε.
σημασία2: για πρόσωπα και πράγματα συλλαμβάνομαι, αρπάζομαι: ἁλίσκομαι πράττων τι = συλλαμβάνομαι (επ' αυτοφώρω) να κάνω κάτι.
συνώνυμα: ζωγρέομαι «συλλαμβάνομαι».
σημασία3: ως νομικός όρος καταδικάζομαι: λιποταξίου γραφὴν ἥλωκεν = έχει καταδικαστεί για λιποταξία. ἑάλωσαν ἀστρατείας (δηλ. γραφήν) = καταδικάστηκαν για μη εκπλήρωση της στρατιωτικής τους θητείας.
οικογένεια: παράγωγα: ἅλωσις, ἁλωτός, σύνθετα: εὐάλωτος, αἰχμάλωτος.
ετυμολογία: *Fαλ-, *Fελ- (εἵλωτες), παράβαλε γοτθ. wilwan «αρπάζω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄλκιμος-ιμος|ίμη-ιμον-επίθετο::
* McsElla.ἄλκιμος-ιμος|ίμη-ιμον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἄλκιμος-ιμος|ίμη-ιμον@wordaryElla,
* McsEll.ἀλκιμώτερος!~συγκριτικός:ἄλκιμος-ιμος|ίμη-ιμον@wordaryEllα,
* McsEll.ἀλκιμώτατος!~υπερθετικός:ἄλκιμος-ιμος|ίμη-ιμον@wordaryElla,
σημασία: εύρωστος, γενναίος.
* παροιμία πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι κάποτε στο παρελθόν ήταν γενναίοι οι Μιλήσιοι. (Χρησιμοποιούσαν την παροιμία αυτή, για να δηλώσουν ότι οι καιροί άλλαξαν πια).
οικογένεια: παράγωγα: ἀλκιμότης, σύνθετα: ἀλκίφρων.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀλκή + παρ. επίθ. -ιμος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀλκυονίς-ίδος-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀλκυονίς-ίδος-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀλκυονίς-ίδος-ἡ@wordaryElla,
* ως επίθετο με ή χωρίς ουσιαστικό ἡμέραι αἱ ἀλκυονίδες ημέρες του χειμώνα, κατά τη διάρκεια των οποίων η θάλασσα είναι ήρεμη και έτσι η αλκυών μπορεί να κτίσει τη φωλιά της: ἀλκυονίδας ἄγω ἡμέρας ἀεί = πάντοτε έχω αδιατάρακτη γαλήνη.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀλκυών + παρ. επίθ. -ίς, βλέπε ἀλκυών.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀλκυών-όνος-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀλκυών-όνος-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀλκυών-όνος-ἡ@wordaryElla,
σημασία: μυθικό πουλί που ταυτίζουν με το ψαροπούλι.
οικογένεια: παράγωγα: ἀλκυονίς, ἀλκυονίδες.
ετυμολογία: πιθ. δάνεια, μεσογειακή λ., από ἅλς + κύω «κυοφορώ» σύμφωνα με την αρχ. παράδοση.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀλλὰ-σύνδεσμος::
* McsElla.ἀλλὰ-σύνδεσμος@wordaryElla,
* McsElla.σύνδεσμος.ἀλλὰ@wordaryElla,
παρατήρηση: αντιθετικός.
σημασία1: με τη σημερινή σημ. αλλά.
σημασία2: στην απόδοση υποθετικών λόγων όμως, τουλάχιστον: εἰ δὲ μὴ ὁρῶ, ἀλλ' ἀκούω γε = αν δε βλέπω, τουλάχιστον ακούω.
σημασία3: παρά μόνον: ἡδέα δ' οὐκ ἔστιν, ἀλλὰ τούτοις = ευχάριστα δεν είναι παρά μόνον σε αυτούς.
σημασία4: οὐ μὴν ἀλλά / οὐ μέντοι ἀλλά παρ' όλα αυτά, εντούτοις: ὁ ἵππος πίπτει καὶ μικροῦ αὐτὸν ἐξετραχήλισεν· οὐ μὴν ἀλλὰ ἐπέμεινεν ὁ Κῦρος = το άλογο πέφτει και λίγο έλειψε να τον ρίξει κάτω· παρ' όλα αυτά ο Κύρος κρατήθηκε στη θέση του.
σημασία5: ἀλλ' οὖν πάντως, εν πάση περιπτώσει: τοὺς πρώτους χρόνους ἀλλ' οὖν προσεποιοῦνθ' ὑμῖν εἶναι φίλους = πάντως τον πρώτο καιρό προσποιούνταν ότι ήταν φίλοι σας.
Νέα-Ελληνική: αλλά (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: ουδ. πληθ. της αντων. ἄλλος με μετατόπιση του τόνου: ἄλλα > ἀλλά.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀλλαγή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀλλαγή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀλλαγή-ῆς-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: αλλαγή.
σημασία2: ανταλλαγή, δοσοληψία.
Νέα-Ελληνική: αλλαγή (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *ἀλλαγ- (< ἀλλάττω) + παρ. επίθ. -ή.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀλλᾶς-ᾶντος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀλλᾶς-ᾶντος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀλλᾶς-ᾶντος-ὁ@wordaryElla,
σημασία: αλλαντικό (λουκάνικα κτλ.): ἀλλᾶντας πωλῶ = πουλώ αλλαντικά.
Νέα-Ελληνική: αλλαντικό.
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία, όπως και πολλοί άλλοι όροι της μαγειρικής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀλλάττω-ρήμα::
* McsElla.ἀλλάττω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀλλάττω@wordaryElla,
* McsElla.ἤλλαττον!~παρατατικός:ἀλλάττω@wordaryElla,
* McsElla.ἀλλάξω!~μέλλοντας:ἀλλάττω@wordaryElla,
* McsElla.ἤλλαξα!~αόριστος-α΄:ἀλλάττω@wordaryElla,
* McsElla.ἤλλαχα!~παρακείμενος:ἀλλάττω@wordaryElla,
* McsElla.ἀλλάξομαι!~μέσος-μέλλοντας:ἀλλάττω@wordaryElla,
* McsElla.ἀλλαχθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:ἀλλάττω@wordaryElla,
* McsElla.ἀλλαγήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:ἀλλάττω@wordaryElla,
* McsElla.ἠλλαξάμην!~μέσος-αόριστος:ἀλλάττω@wordaryElla,
* McsElla.ἠλλάχθην!~παθητικός-αόριστος:ἀλλάττω@wordaryElla,
* McsElla.ἠλλάγην!~παθητικός-αόριστος:ἀλλάττω@wordaryElla,
* McsElla.ἤλλαγμαι!~μέσος-και-παθητικός-παρακείμενος:ἀλλάττω@wordaryElla,
* McsElla.ἠλλάγμην!~παθητικός-υπερσυντέλικος:ἀλλάττω@wordaryElla,
παρατήρηση: ο κοινός τύπος είναι ἀλλάσσω
σημασία1: αλλάζω.
σημασία2: στην ενεργ. και τη μέση φωνή ανταλλάσσω: ἠλλάξαντο πολλῆς εὐδαιμονίας πολλὴν κακοδαιμονίαν = αντάλλαξαν πολλή ευτυχία με πολλή δυστυχία (δηλαδή έδωσαν αυτοί ευτυχία και έλαβαν από άλλους δυστυχία).
σημασία3: μέση φωνή ἀλλάττομαι αγοράζω: ἀντ' ἀργυρίου ἀλλάττομαί τι = αγοράζω κάτι έναντι χρημάτων.
οικογένεια: παράγωγα: ἀλλακτέον, ἀλλαγή, ἄλλαγμα, σύνθετα: διαλλάττω, συνδιαλλάττω, ἀπαλλάττω, παραλλάττω.
Νέα-Ελληνική: αλλάζω (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἄλλος + παρ. επίθ. -άττω < *-αγ-j-ω).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀλλαχῇ-επίρρημα::
* McsElla.ἀλλαχῇ-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ἀλλαχῇ@wordaryElla,
σημασία: αλλού, σε άλλον τόπο: ἄλλοτε ἀλλαχῇ = άλλοτε σε έναν τόπο και άλλοτε σε άλλον.
συνώνυμα: ἀλλαχόθι «αλλού».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἄλλ-ος + ένθημα -αχ- + επίθ. -ῇ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀλλαχόθεν-επίρρημα::
* McsElla.ἀλλαχόθεν-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ἀλλαχόθεν@wordaryElla,
σημασία: από αλλού, από άλλον τόπο.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀλλαχοῦ + παρ. επίθ. -θεν.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀλλαχόσε-επίρρημα::
* McsElla.ἀλλαχόσε-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ἀλλαχόσε@wordaryElla,
σημασία: προς άλλον τόπο.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀλλαχοῦ + παρ. επίθ. -σε.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀλλαχοῦ-επίρρημα::
* McsElla.ἀλλαχοῦ-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ἀλλαχοῦ@wordaryElla,
σημασία: αλλού, σε άλλον τόπο.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἄλλος + ένθ. -αχ- + παρ. επίθ. -οῦ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄλλῃ-επίρρημα::
* McsElla.ἄλλῃ-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ἄλλῃ@wordaryElla,
σημασία1: με γενική τοπική σε άλλον τόπο: ἄλλοι ἄλλῃ τῆς πόλεως ἀπώλλυντο = σκοτώνονταν άλλοι σε έναν τόπο της πόλης και άλλοι σε άλλον.
σημασία2: κατά άλλον τρόπο, αλλιώς: ἄλλῃ ἐν νῷ ἔχω λέγειν = έχω κατά νου να μιλήσω αλλιώς.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἄλλος + παρ. επίθ. -ῃ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀλλ'-ἢ-σύνδεσμος::
* McsElla.ἀλλ'-ἢ-σύνδεσμος@wordaryElla,
* McsElla.σύνδεσμος.ἀλλ'-ἢ@wordaryElla,
παρατήρηση: έπειτα από λέξεις που δηλώνουν άρνηση παρά μόνον: τούτου ἔμελλε οὐδεὶς ἄρξειν ἄλλ' ἢκείνη = αυτόν δε θα τον εξουσίαζε κανένας άλλος παρά μόνον εκείνη.
ετυμολογία: ἀλλὰ ἤ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀλλοδαπός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.ἀλλοδαπός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀλλοδαπός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία: που ανήκει σε άλλο λαό ή σε άλλη χώρα, ξένος.
ετυμολογία: *ἀλλοδ- (πβ. λατινικός aliud = ἄλλο) + παρ. επίθ. -απός < ινδοευρωπαϊκός -*nokwos.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄλλοσε-επίρρημα::
* McsElla.ἄλλοσε-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ἄλλοσε@wordaryElla,
σημασία: προς άλλον τόπο.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *ἄλλοδ- (πβ. ἀλλοδ-απός) + παρ. επίθ. -σε.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀλλότριος-ία-ιον-επίθετο::
* McsElla.ἀλλότριος-ία-ιον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀλλότριος-ία-ιον@wordaryElla,
σημασία: αυτός που ανήκει σε άλλον, ξένος.
συνώνυμα: ξένος, ἀνοίκειος.
αντώνυμα: ἴδιος, οἰκεῖος, γηγενής.
οικογένεια: παράγωγα: ἀλλοτρίως, ἀλλοτριότης, σύνθετα: ἀλλοτριοπράγμων.
Νέα-Ελληνική: αλλότριος.
ετυμολογία: ἄλλος + συγκριτ. επίθ. -τερος + -ιος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀλλοτριόω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἀλλοτριόω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀλλοτριόω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: αποστερώ, αποξενώνω: τῶν σωμάτων τὴν πόλιν ἀλλοτριῶ = αποστερώ την πόλη από τους πολίτες της.
σημασία2: κάνω κάτι εχθρικό προς κάποιον άλλο: ταῦτα τοῖς συμμάχοις ἀλλοτριώσει τὴν χώραν = αυτά θα κάνουν τη χώρα τους εχθρική προς τους συμμάχους της.
συνώνυμα: ἀποξενόω.
αντώνυμα: συνδιαλλάττω.
οικογένεια: παράγωγα: ἀλλοτρίωσις, σύνθετα: ἀπαλλοτριόω.
Νέα-Ελληνική: λόγ. αλλοτριώνω, απαλλοτριώνω.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀλλότρ-ιος + παρ. επίθ. -όω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀλλοτρίωσις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀλλοτρίωσις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀλλοτρίωσις-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία: αποξένωση: κακοῦ παντὸς ἀλλοτρίωσις = αποξένωση από κάθε κακό.
Νέα-Ελληνική: λόγ. αλλοτρίωση.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀλλοτρι-όω + παρ. επίθ. -σις.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄλλως-επίρρημα::
* McsElla.ἄλλως-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ἄλλως@wordaryElla,
σημασία1: διαφορετικά, με άλλον τρόπο (συνήθως με άλλα επιρρήματα) ἄλλως πως: ἄλλως οὐ δύναμαι τὴν πόλιν ἑλεῖν = δεν μπορώ να κυριεύσω την πόλη με άλλον τρόπο.
σημασία2: καὶ ἄλλως και εκτός αυτού, επιπλέον: ἄριστος καὶ ἄλλως φρονιμώτατος καὶ δικαιότατος.
σημασία3: ἄλλως τε καὶ ιδίως, πρό πάντων: βασιλικόν τι κάλλος ἄλλως τε καὶ ἂν μετ' αἰδοῦς καὶ σωφροσύνης κεκτῆταί τις αὐτό = η ομορφιά είναι κάτι το βασιλικό, ιδίως αν κάποιος τη συνδυάζει με αιδώ και εγκράτεια.
Νέα-Ελληνική: άλλως (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἄλλος + παρ. επίθ. -ως.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄλογος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἄλογος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἄλογος-ος-ον@wordaryElla,
* McsEll.ἀλογώτερος!~συγκριτικός:ἄλογος-ος-ον@wordaryEllα,
* McsEll.ἀλογώτατος!~υπερθετικός:ἄλογος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία1: ο στερούμενος λόγου (φωνής), ο άφωνος: ἄλογος σιγή = άφωνη σιωπή.
σημασία2: αυτός που δεν υπακούει στο λογιστικό μέρος της ψυχής, στη λογική: τὴν τοῦ σώματος ἕξιν τῇ ἀλόγῳ ἡδονῇ ἐπιτρέπω = εμπιστεύομαι την κατάσταση του σώματός μου στην άλογη ηδονή. ἄλογος δόξα = υποκειμενική άποψη που δε σχηματίστηκε σύμφωνα με τις επιταγές του λογιστικού μέρους της ψυχής.
αντώνυμα: ἡ μετὰ λόγου δόξα.
σημασία3: τὰ ἄλογα τα ζώα.
σημασία4: παράλογος, ανόητος: ἀνδρὶ τυράννῳ οὐδὲν ἄλογον ὅ,τι συμφέρον = στον τύραννο τίποτε που είναι συμφέρον δεν είναι παράλογο.
οικογένεια: παράγωγα: ἀλόγως.
Νέα-Ελληνική: άλογο (με τη σημ. 3), άλογος (με σημ. 4).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερ. ἀ- + λόγος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἅλς(Α)-ἁλός-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἅλς(Α)-ἁλός-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἅλς(Α)-ἁλός-ὁ@wordaryElla,
παρατήρηση: στον πληθ. oἱ ἅλες, τῶν ἁλῶν αλάτι.
* παροιμία τοὺς ἅλας συναναλίσκω (τινί) τρώω μαζί με κάποιον αλάτι (δηλαδή συνδέομαι μαζί του με στενή φιλία).
ετυμολογία: *σαλ- (ἅλμη), παράβαλε λατινικό sal.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἅλς(Β)-ἁλός-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἅλς(Β)-ἁλός-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἅλς(Β)-ἁλός-ἡ@wordaryElla,
παρατήρηση: λέξη που απαντά αποκλειστικά στην ποίηση και ιδιαίτερα στα ομηρικά έπη.
σημασία: θάλασσα: παρὰ θῖν' ἁλός = στην ακτή της θάλασσας, δίπλα στο γιαλό.
οικογένεια: παράγωγα: ἅλιος, ἅλμη.
Νέα-Ελληνική: στη φρ. παρὰ θῖν' ἁλός.
ετυμολογία: βλέπε το προηγούμενο λήμμα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄλφιτον-ίτου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἄλφιτον-ίτου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἄλφιτον-ίτου-τὸ@wordaryElla,
παρατήρηση: στον πληθ. ἄλφιτα αλεύρι από κριθάρι, κριθάλευρο.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀλωπεκῆ-ῆς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀλωπεκῆ-ῆς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀλωπεκῆ-ῆς-ἡ@wordaryElla,
σημασία: δέρμα αλεπούς.
οικογένεια: παράγωγα: ἀλωπεκία.
Νέα-Ελληνική: λόγ. η αλωπεκία.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη επίθ. ἀλωπεκέη > συνηρημ. ἀλωπεκῆ < βλέπε ἀλώπηξ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀλώπηξ-εκος-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀλώπηξ-εκος-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀλώπηξ-εκος-ἡ@wordaryElla,
σημασία: αλεπού.
* παροιμία ἡ κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ = η ουρά αποτελεί μαρτυρία για την αλεπού (δηλαδή ένα μικρό μέρος επαρκεί, για να δώσει σαφή εικόνα για το όλον, παράβαλε ἐξ ὄνυχος τὸν λέοντα).
ετυμολογία: συγγεν. με αρμεν. ałues, λατινικός volpes.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἅλως-ἅλω-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἅλως-ἅλω-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἅλως-ἅλω-ἡ@wordaryElla,
σημασία: αλώνι.
οικογένεια: παράγωγα: ἁλώνιον, ἁλωνίζω.
Νέα-Ελληνική: αλώνι.
ετυμολογία: *ἀλω-, ἀλFω- (ἀλωή, ἡ «ανοικτός χώρος, κήπος», παράβαλε κυπρ. ἀλFω = ἅλω, γεν.).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἅμα-επίρρημα-πρόθεση-σύνδεσμος::
* McsElla.ἅμα-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ἅμα@wordaryElla,
* McsElla.ἅμα-πρόθεση@wordaryElla,
* McsElla.πρόθεση.ἅμα@wordaryElla,
* McsElla.ἅμα-σύνδεσμος@wordaryElla,
* McsElla.σύνδεσμος.ἅμα@wordaryElla,
σημασίαΑ: ΕΠΙΡΡΗΜΑ
σημασία1: συγχρόνως: τοῦ εὐτυχεῖν καὶ τοῦ καλῶς βουλεύεσθαι οὐχ ἅμ' ἡ κτῆσις παραγίγνεται τοῖς ἀνθρώποις = δε συμβαίνει στους ανθρώπους συγχρόνως η απόκτηση της ευτυχίας και της ορθής σκέψης. ἅμα εἰπὼν ἀνέστη = μίλησε και συγχρόνως σηκώθηκε (δηλ. μίλησε και αμέσως μετά σηκώθηκε, μόλις τέλειωσε να μιλά, σηκώθηκε).
σημασία2: ἅμα μέν… ἅμα δέ… …και συγχρόνως…: παραμυθοῦμαι ἅμα μὲν ὑμᾶς, ἅμα δ' ἐμαυτόν = παρηγορώ εσάς και συγχρόνως τον εαυτό μου.
σημασία3: ἅμα δέ… καί… / ἅμα τε… καί… / ἅμα… καί… μόλις… και αμέσως μετά: ἅμα διαλλάττομαι πρός τινα καὶ τῆς ἔχθρας τῆς γεγενημένηςπιλανθάνομαι = μόλις συμφιλιωθώ με κάποιον, ξεχνώ την έχθρα (συμφιλιώνομαι με κάποιον και αμέσως μετά ξεχνώ την έχθρα).
σημασία4: παροιμία ἅμ' ἔπος ἅμ' ἔργον από τα λόγια στην πράξη, πες το κι έγινε.
σημασίαΒ: ΠΡΟΘΕΣΗ που συντάσσεται με δοτική την ίδια ώρα με, μαζί με: ἅμα ἕῳ = με την αυγή. οἱ ἅμα Γυλίππῳ ὄντες = όσοι είναι μαζί με το Γύλιππο.
σημασίαΓ: ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ μόλις: ἅμα δ' ἂν ἡβήσῃ τις τῶν ὀρφανῶν = μόλις ένας ορφανός φτάσει στην εφηβική ηλικία.
Νέα-Ελληνική: άμα (με σημ. Γ).
ετυμολογία: *σεμ- (εἷς, μία, ὁμοῦ).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Ἀμάλθεια-είας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.Ἀμάλθεια-είας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Ἀμάλθεια-είας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: κατσίκα, η οποία θήλασε το Δία στην Κρήτη (από το κέρατό της έρρεε ό,τι αγαθό επιθυμούσε ο κάτοχός της).
* παροιμία κέρας Ἀμαλθείας το κέρατο της Αμαλθείας (δηλ. πηγή κάθε είδους αγαθών): ἀγρὸν λέγουσιν Ἀμαλθείας κέρας εἶναι = λένε ότι το χωράφι αυτό είναι κέρας της Αμαλθείας (πολύ εύφορο).
ετυμολογία: θηλ. ενός κύριου ονόματος *Ἀμαλθεὺς «γενναιόδωρος», συγγεν. του μαλθ-ακός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἁμαρτάνω-ρήμα::
* McsElla.ἁμαρτάνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἁμαρτάνω@wordaryElla,
* McsElla.ἡμάρτανον!~παρατατικός:ἁμαρτάνω@wordaryElla,
* McsElla.ἁμαρτήσομαι!~μέλλοντας:ἁμαρτάνω@wordaryElla,
* McsElla.ἁμαρτήσω-μεταγενέστερος!~μέλλοντας:ἁμαρτάνω@wordaryElla,
* McsElla.ἥμαρτον!~αόριστος-β´:ἁμαρτάνω@wordaryElla,
* McsElla.ἡμάρτησα!~αόριστος-α´-μεταγενέστερος:ἁμαρτάνω@wordaryElla,
* McsElla.ἡμάρτηκα!~παρακείμενος:ἁμαρτάνω@wordaryElla,
* McsElla.ἡμαρτήθην!~παθητικός-αόριστος:ἁμαρτάνω@wordaryElla,
* McsElla.ἡμάρτημαι!~παθητικός-παρακείμενος:ἁμαρτάνω@wordaryElla,
* McsElla.ἡμαρτήμην!~παθητικός-υπερσυντέλικος:ἁμαρτάνω@wordaryElla,
σημασία1: αστοχώ: τοῦ σκοποῦ ἁμαρτάνω = αστοχώ στο στόχο μου. γνώμης ἁμαρτάνει καὶ οὐκ αἰσθάνεται = αστοχεί στην κρίση του και δεν το αντιλαμβάνεται.
σημασία2: κάνω λάθος: ἄκοντες ἁμαρτάνομεν = κάνουμε λάθος χωρίς τη θέλησή μας. ἡμαρτήκασι περὶ τῆς ὄντως οὐσίας θεῶν = έκαναν λάθος σχετικά με την πραγματική ουσία των θεών.
οικογένεια: παράγωγα: ἁμάρτημα, ἁμαρτία, ἁμαρτωλός, σύνθετα: ἀναμάρτητος.
Νέα-Ελληνική: αμαρτάνω «κάνω αμαρτία, ηθική παράβαση».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερ. ἁ- + *μερ- (μείρομαι, μόρος) + παρ. επίθ. -άνω, δηλ. *ἁμορτάνω > ἁμαρτάνω, παράβαλε νη-μερ-τὴς «αναμάρτητος».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἁμάρτημα-ατος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἁμάρτημα-ατος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἁμάρτημα-ατος-τὸ@wordaryElla,
σημασία: λάθος: γνώμης ἁμάρτημα = λάθος στην κρίση.
Νέα-Ελληνική: αμάρτημα.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἁμαρτάνω + παρ. επίθ. -μα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἁμαρτία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἁμαρτία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἁμαρτία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: λάθος: ἁμαρτία δόξης = λάθος στην κρίση.
σημασία2: με τη θρησκευτική σημ. αμαρτία.
Νέα-Ελληνική: αμαρτία (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἁμαρτάνω + παρ. επίθ. -ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀμείνων-ἀμείνων-ἄμεινον-επίθετο::
* McsElla.ἀμείνων-ἀμείνων-ἄμεινον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀμείνων-ἀμείνων-ἄμεινον@wordaryElla,
παρατήρηση: συγκριτικός βαθμός του ἀγαθός (βλέπε ἀγαθός).
σημασία: καλύτερος: ἄμεινόν ἐστι καταβαίνειν τοὺς στρατιώτας ἐκ τοῦ χωρίου = είναι καλύτερο να κατεβούν οι στρατιώτες από τον τόπο αυτόν.
ετυμολογία: επίθετο θετικού βαθμού *ἀμείν-, που θεωρήθηκε συγκριτικού, δηλ. δεν έχουμε *ἀμέν-jων > ἀμείνων.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄμεμπτος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἄμεμπτος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἄμεμπτος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία: άψογος: δεῖπνον ἄμεμπτον παρέθηκας = παρέθεσες άψογο δείπνο.
οικογένεια: παράγωγα: ἀμέμπτως.
Νέα-Ελληνική: άμεμπτος.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερ. ἀ- + μεμπτός (< μέμφομαι + παρ. επίθ. -τός).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἅμιλλα-ίλλης-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἅμιλλα-ίλλης-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἅμιλλα-ίλλης-ἡ@wordaryElla,
σημασία: συναγωνισμός (για το ποιος θα υπερισχύσει): ἅμιλλα ἀγαθῶν ἀνδρῶν = συναγωνισμός γενναίων ανδρών.
Νέα-Ελληνική: άμιλλα.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἅμα «συγχρόνως» + παρ. επίθ. -ιλλα < *-ιλ-jα με τη σημ. δύο ατόμων που συναγωνίζονται.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἁμιλλάομαι-ῶμαι-ρήμα::
* McsElla.ἁμιλλάομαι-ῶμαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἁμιλλάομαι-ῶμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἁμιλλήσομαι!~μέλλοντας:ἁμιλλάομαι-ῶμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἡμιλλήθην!~παθητικός-αόριστος-μέση-σημασία:ἁμιλλάομαι-ῶμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἡμιλλησάμην!~αόριστος-μεταγενέστερος:ἁμιλλάομαι-ῶμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἡμίλλημαι!~παρακείμενος:ἁμιλλάομαι-ῶμαι@wordaryElla,
σημασία1: συναγωνίζομαι (κάποιον): ἁμιλλῶμαί τινα τόξοις = συναγωνίζομαι κάποιον στην τοξοβολία.
σημασία2: προσπαθώ (να πετύχω κάτι).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη βλέπε ἅμιλλα + παρ. επίθ. -ομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄμουσος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἄμουσος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἄμουσος-ος-ον@wordaryElla,
* McsEll.ἀμουσότερος!~συγκριτικός:ἄμουσος-ος-ον@wordaryEllα,
* McsEll.ἀμουσότατος!~υπερθετικός:ἄμουσος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία1: απαίδευτος, άξεστος.
* παροιμία τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος = πιο άξεστος από τους Λειβηθρίους (δηλώνει τον κατώτατο βαθμό πνευματικής καλλιέργειας).
σημασία2: αυτός που δε γνωρίζει μουσική.
σημασία3: για ήχους κακόηχος: ἄμουσος ᾠδή.
οικογένεια: παράγωγα: ἀμουσία, σύνθετα: φιλόμουσος.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερ. ἀ- + μοῦσα + παρ. επίθ. -ος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄμπελος-έλου-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἄμπελος-έλου-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἄμπελος-έλου-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: το κλήμα (το συγκεκριμένο φυτό, που λέγεται και αμπέλι).
σημασία2: έκταση γης φυτεμένης με κλήματα, αμπέλι.
οικογένεια: παράγωγα: ἀμπελών, ὁ «αμπέλι, αμπελώνας», σύνθετα: ἀμπελουργός, ἀμπελόφυτος.
Νέα-Ελληνική: αμπέλι.
ετυμολογία: προελλ., μεσογ. λ..
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀμπέχω--ἀμπίσχω-ρήμα::
* McsElla.ἀμπέχω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ἀμπίσχω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀμπίσχω@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀμπέχω@wordaryElla,
* McsElla.ἀμφέξω!~μέλλοντας:ἀμπέχω@wordaryElla,
* McsElla.ἤμπεσχον!~αόριστος-β´:ἀμπέχω@wordaryElla,
* McsElla.ἀμπέχομαι!~μέσος-ενεστώτας:ἀμπέχω@wordaryElla,
* McsElla.ἀμπίσχομαι!~μέσος-ενεστώτας:ἀμπέχω@wordaryElla,
* McsElla.ἠμπειχόμην!~μέσος-παρατατικός:ἀμπέχω@wordaryElla,
* McsElla.ἀμφέξομαι!~μέσος-μέλλοντας:ἀμπέχω@wordaryElla,
* McsElla.ἠμπεσχόμην!~μέσος-αόριστος-β´:ἀμπέχω@wordaryElla,
σημασία1: ντύνω: δούλους ἀμπίσχω = ντύνω τους δούλους.
συνώνυμα: ἐνδύω.
αντώνυμα: ἐκδύω.
σημασία2: μέση φωνή ἀμπέχομαι ντύνομαι, φορώ: τὸ τῆς γυναικὸς ἀμπέχει χιτώνιον; = φορείς το χιτώνα της γυναίκας σου;
σημασία3: περιβάλλω: ἀμπίσχω τινὰ σμικρότητι = περιβάλλω κάποιον με μικρότητα, δηλαδή δεν τον εκτιμώ.
οικογένεια: παράγωγα: ἀμπεχόνη, ἀμπέχονον.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀμφί + ἔχω > ἀμφέχω > ἀμπέχω, με ανομοίωση δασέων.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄμπωτις-εως & -ιδος-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἄμπωτις-εως & -ιδος-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἄμπωτις-εως & -ιδος-ἡ@wordaryElla,
σημασία: το τράβηγμα των θαλάσσιων νερών προς τα μέσα.
αντώνυμα: παλίρροια.
Νέα-Ελληνική: άμπωτη.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνά + *πωτ- (< πίνω, παράβαλε ποτ-όν, ποτ-ίζω), παράγωγα: ουσ. του ἀναπίνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀμύνω-ρήμα::
* McsElla.ἀμύνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀμύνω@wordaryElla,
* McsElla.ἤμυνον!~παρατατικός:ἀμύνω@wordaryElla,
* McsElla.ἀμυνῶ!~μέλλοντας:ἀμύνω@wordaryElla,
* McsElla.ἤμυνα!~αόριστος:ἀμύνω@wordaryElla,
* McsElla.ἀμυνοῦμαι!~μέσος-μέλλοντας:ἀμύνω@wordaryElla,
* McsElla.ἠμυνάμην!~μέσος-αόριστος:ἀμύνω@wordaryElla,
σημασία1: αποκρούω: ἀμύνω τὸν βάρβαρον = αποκρούω τους βαρβάρους.
σημασία2: μέση φωνή ἀμύνομαι αποκρούω, υπερασπίζω: οἱ περὶ τῶν οἰκείων ἀμυνόμενοι = όσοι υπερασπίζουν τα σπίτια τους.
σημασία3: μέση φωνή ἀμύνομαι αμύνομαι.
οικογένεια: παράγωγα: ἄμυνα, ἀμυντήριος, ἀμυντικός.
Νέα-Ελληνική: αμύνομαι (σημ. 3).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη αθροιστ. ἀ- + μύνη «πρόφαση».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀμφὶ-πρόθεση::
* McsElla.ἀμφὶ-πρόθεση@wordaryElla,
* McsElla.πρόθεση.ἀμφὶ@wordaryElla,
σημασία1: γύρω από (χρησιμοποιείται κυρίως για ομάδα ατόμων τα οποία περιστοιχίζουν άλλο άτομο): οἱ ἀμφὶ Πρωταγόραν = οι οπαδοί του Πρωταγόρα.
σημασία2: για χρόνο κατά τη διάρκεια: τὸν μὲν ἀμφὶ τὸν χειμῶνα χρόνον διῆγεν ἐν Βαβυλῶνι ἑπτὰ μῆνας = και κατά τη διάρκεια του χειμώνα περνούσε επτά μήνες στη Βαβυλώνα.
σημασία3: για αριθμούς περίπου: ἀμφὶ τὰς δώδεκα μυριάδας = περίπου 120.000.
σημασία4: ως α΄ συνθετικό δηλώνει
σημασίαα: και στις δύο πλευρές: ἀμφίστομος = αυτός που έχει στόμα και από τη μια και από την άλλη πλευρά.
σημασίαβ: σε όλες τις πλευρές, ολόγυρα: ἀμφιβάλλω = βάζω κάτι από όλες τις πλευρές.
σημασίαγ: για χάρη κάποιου, για κάτι: ἀμφιμάχονται τείχους = μάχονται για το τείχος.
Νέα-Ελληνική: σε σύνθ. λέξεις, λ.χ. αμφίβιος.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη *αμ- (< ἀνά) + παρ. επίθ. -φι, παράβαλε λατινικός ambi.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀμφιέννυμι-ρήμα::
* McsElla.ἀμφιέννυμι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀμφιέννυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἠμφιέννυν!~παρατατικός:ἀμφιέννυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἀμφιῶ-(-εῖς-εῖ)!~μέλλοντας:ἀμφιέννυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἠμφίεσα!~αόριστος:ἀμφιέννυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἀμφιέσομαι!~μέσος-μέλλοντας:ἀμφιέννυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἠμφιεσάμην!~μέσος-αόριστος:ἀμφιέννυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἠμφιέσθην!~παθητικός-αόριστος:ἀμφιέννυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἠμφίεσμαι!~παρακείμενος:ἀμφιέννυμι@wordaryElla,
σημασία1: περιβάλλω, ντύνω: ἀμφιέννυμι ἱμάτιόν τινα = περιβάλλω κάποιον με μανδύα.
συνώνυμα: ἐνδύω.
αντώνυμα: ἐκδύω.
σημασία2: μέση φωνή ἀμφιέννυμαι ντύνομαι: ἀρετὴν ἀντὶ ἱματίων ἀμφιέσονται = θα ντυθούν με αρετή αντί με μανδύες.
οικογένεια: παράγωγα: ἀμφίεσις, ἀμφίεσμα, ἀμφιεσμός.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀμφί + ἕννυμι < *ἕσ-νυ-μι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀμφιθέατρος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἀμφιθέατρος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀμφιθέατρος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία: αυτός που έχει θέσεις για θεατές ολόγυρα.
* ως ουσιαστικό τὸ ἀμφιθέατρον αμφιθέατρο.
Νέα-Ελληνική: αμφιθέατρο.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀμφί + θέατρον.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀμφισβητέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἀμφισβητέω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀμφισβητέω@wordaryElla,
* McsElla.ἠμφεσβήτουν!~παρατατικός:ἀμφισβητέω@wordaryElla,
* McsElla.ἀμφισβητήσω!~μέλλοντας:ἀμφισβητέω@wordaryElla,
* McsElla.ἠμφεσβήτησα!~αόριστος:ἀμφισβητέω@wordaryElla,
* McsElla.ἀμφισβητήσομαι-«θα-αμφισβητηθώ»!~μέσος-μέλλοντας-παθητική-σημασία:ἀμφισβητέω@wordaryElla,
* McsElla.ἠμφεσβητήθην!~παθητικός-αόριστος:ἀμφισβητέω@wordaryElla,
σημασία1: διαφωνώ: ὁ ἕτερος τῶν λόγων τῷ πρότερον λεχθέντι ἀμφισβητεῖ = η άλλη εκδοχή διαφωνεί με την εκδοχή που λέχθηκε προηγουμένως. περὶ δὲ τούτων ἠμφεσβήτουν = σχετικά με αυτά διαφωνούσα.
* οἱ ἀμφισβητοῦντες οι διάδικοι.
σημασία2: αμφισβητώ: ὅτι μὲν οὖν τό γε εἶδος ὅμοιος εἶ τούτοις, ὦ Σώκρατες, οὔτ' αὐτὸς ἄν που ἀμφισβητήσαις = ούτε ο ίδιος, Σωκράτη, θα μπορούσες να αμφισβητήσεις ότι τουλάχιστον στην εμφάνιση είσαι όμοιος με αυτούς.
οικογένεια: παράγωγα: ἀμφισβητήσιμος, ἀμφισβήτησις, σύνθετα: ἀναμφισβήτητος.
Νέα-Ελληνική: αμφισβητώ (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη πρόθ. ἀμφίς (σπάνια μορφή της ἀμφί από το επίρρ. ἀμφίς) + *βατ-, *βητ- (βαίνω, βατός) + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀμφισβήτησις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀμφισβήτησις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀμφισβήτησις-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: αμφισβήτηση: ἀμφισϐήτησις ἔσται τίνας ἄρχειν δεῖ = θα υπάρξει αμφισβήτηση για το ποιοι πρέπει να κυβερνούν.
σημασία2: διεκδίκηση (συνήθως κληρονομιάς) : τὴν ἀμφισβήτησιν ποιοῦμαι πρός τινα = διεκδικώ την κληρονομιά από κάποιον.
Νέα-Ελληνική: αμφισβήτηση (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀμφισβητέω + παρ. επίθ. -σις.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀμφότερος-τέρα-τερον-αντωνυμία::
* McsElla.ἀμφότερος-τέρα-τερον-αντωνυμία@wordaryElla,
* McsElla.αντωνυμία.ἀμφότερος-τέρα-τερον@wordaryElla,
παρατήρηση: σπάνια στον ενικό, κυρίως στον πληθυντικό. ἀμφότεροι, -αι, -α και ο ένας και ο άλλος, και οι δύο: ἀμφότεροι ἤκουσαν Ἀναξαγόρου = και οι δύο ήταν μαθητές του Αναξαγόρα.
οικογένεια: παράγωγα: ἀμφοτέρωθεν «και από τις δύο πλευρές».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη δυικός ἄμφω (< ἀμφί) + παρ. επίθ. -τερος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἂν-μόριο::
* McsElla.ἂν-μόριο@wordaryElla,
* McsElla.μόριο.ἂν@wordaryElla,
σημασία1: χρησιμοποιείται με οριστική παρελθοντικού χρόνου, για να σχηματίσει τη λεγόμενη δυνητική οριστική, που δηλώνει το μη πραγματικό: ἦλθες ἄν = θα ερχόσουν (ενν.: αλλά δεν ήλθες). εἰ μὴπλούτουν, οὐκ ἂν ἦρχον = αν δεν ήμουν πλούσιος, δε θα κυβερνούσα (όμως κυβερνώ). ἠγνόεις ἄν, εἰ οὐκ εὖ ἐπαιδεύου = θα αγνοούσες, αν δε λάμβανες καλή παιδεία (όμως δεν αγνοείς).
σημασία2: χρησιμοποιείται με ευκτική, για να σχηματιστεί η λεγόμενη δυνητική ευκτική, που δηλώνει αυτό που είναι πιθανό να συμβεί στο μέλλον: πολλὴ ἂν ἀλογία εἴη, εἰ οὗτοι φοβοῖντο τὰ μειράκια = θα είναι μεγάλη αφροσύνη, αν αυτοί φοβούνται τα παιδιά.
σημασία3: με δυνητική σημασία γενικά ἡδέως δ' ἂνροίμην Λεπτίνην = με ευχαρίστηση θα ρωτούσα το Λεπτίνη.
σημασία4: ως ήπια προσταγή, προτροπή ή παράκληση λέγοις ἄν = λέγε, σε παρακαλώ.
σημασία5: με απαρέμφατο ή μετοχή οἴεσθε τὸν πατέρα οὐκ ἂν φυλάττειν; = νομίζετε ότι ο πατέρας δε θα διαφύλαττε αυτά; πόλλ' ἂν ἔχων ἕτερ' εἰπεῖν παραλείπω = αν και πολλά θα μπορούσα να πω, τα παραλείπω.
σημασία6: όταν βρίσκεται μετά το εἰ, συγχωνεύονται τα δύο μόρια (εἰ + ἄν) και έτσι προκύπτουν τα ἄν,άν, ἤν. Αυτά συντάσσονται με υποτακτική: ἢνγγὺς ἔλθῃ θάνατος, οὐδεὶς βούλεται θνῄσκειν = αν πλησιάσει ο θάνατος, κανείς δε θέλει να πεθάνει.
σημασία7: σε χρονικές προτάσεις με υποθετική σημασία, το ἂν συγχωνεύεται με τα ὅτε, ὁπότε,πεί, ἐπειδή και έτσι προκύπτουν αντίστοιχα τα ὅταν, ὁπόταν, ἐπήν / ἐπάν, ἐπειδὰν που συντάσσονται με υποτακτική.
σημασία8: σε τελικές προτάσεις που εισάγονται με τα αναφορικά επιρρήματα ὡς, ὅπως, ἕως το ἂν εμφανίζεται κάποτε: ὅπως ἂν φαίνηται κάλλιστος = για να φαίνεται πάρα πολύ ωραίος.
σημασία9: χρησιμοποιείται με οριστική παρατατικού ή οριστική αορίστου, για να δηλώσει πράξη που επαναλαμβάνεται στο παρελθόν: διηρώτων ἂν αὐτοὺς τί λέγοιεν = κάθε φορά τούς ρωτούσα τι έλεγαν.
ετυμολογία: συγγεν. με λατινικός an, γοτθ. an.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀνὰ-πρόθεση::
* McsElla.ἀνὰ-πρόθεση@wordaryElla,
* McsElla.πρόθεση.ἀνὰ@wordaryElla,
σημασία1: τοπικά κατά μήκος, σε όλη την έκταση: ἀνὰ τὴν Ἑλλάδα = σε ολόκληρη την Ελλάδα.
σημασία2: χρονικά στη διάρκεια: ἀνὰ πᾶσαν τὴν ἡμέραν = σε όλη τη διάρκεια της ημέρας.
σημασία3: με αριθμητικά εκφράζει καταμερισμό σε τμήματα ανά, κατά: ἔστησαν ἀνὰ ἑκατόν = στάθηκαν ανά εκατό.
σημασία4: ως α΄ συνθετικό δηλώνει
σημασίαα: πάνω σε, προς τα πάνω, πάνω, π.χ. ἀναβαίνω.
σημασίαβ: αύξηση ή ενίσχυση, π.χ. ἀνακρίνω.
σημασίαγ: επανάληψη, βελτίωση, π.χ. ἀναβιόω.
σημασίαδ: προς τα πίσω, π.χ. ἀναλαμβάνω «παίρνω πίσω, ανακτώ»βλέπε ἀναλαμβάνω (σημ. 3).
Νέα-Ελληνική: λόγ. ανά.
ετυμολογία: ινδοευρωπαϊκός προέλευσης, παράβαλε αρχ. περσ. ana, γοτθ. ana.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀναβαίνω-ρήμα::
* McsElla.ἀναβαίνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀναβαίνω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε βαίνω.
σημασία1: ανεβαίνω: ἀναβαίνει εἰς τὸ τεῖχος = ανεβαίνει στο τείχος.
συνώνυμα: ἀνέρχομαι.
αντώνυμα: καταβαίνω.
σημασία2: μεταβαίνω από τα παράλια στο εσωτερικό μιας χώρας (συνήθως της Μικράς Ασίας): ἀναβαίνει οὖν ὁ Κῦρος λαβὼν Τισσαφέρνη ὡς φίλον = μεταβαίνει προς την Κεντρική Ασία λοιπόν ο Κύρος, παίρνοντας μαζί του και τον Τισσσαφέρνη, με την ιδέα ότι είναι φίλος του.
αντώνυμα: καταβαίνω «μεταβαίνω από τα μεσόγεια προς τα παράλια».
σημασία3: ως αττικός νομικός όρος ἀναβαίνω (ἐπὶ τὸ βῆμα) ανέρχομαι στο βήμα, σηκώνομαι να μιλήσω.
αντώνυμα: καταβαίνω «κατεβαίνω από το βήμα, σταματώ να αγορεύω».
οικογένεια: παράγωγα: ἀναβάτης, ἀναβαθμός, ἀνάβασις.
Νέα-Ελληνική: ανεβαίνω (με τις σημ. 1, 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνά + βαίνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀναβάλλω-ρήμα::
* McsElla.ἀναβάλλω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀναβάλλω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε βάλλω.
σημασία1: ρίχνω προς τα πάνω: ἐκ τοῦ ὀρύγματος ἀνέβαλλον τὸν χοῦν = από το χαντάκι έριχναν το χώμα προς τα πάνω (προς τα χείλη του).
σημασία2: ανεβάζω: οὐδεὶς ἄλλος βασιλέα ἐπὶ τὸν ἵππον ἀνέβαλλεν = κανένας άλλος δεν ανέβαζε το βασιλιά στο άλογο.
σημασία3: μέση φωνή ἀναβάλλομαι αναβάλλω: εἰς τὴν ὑστεραίαν ἀναβάλλομαι τὴν δίαιταν = αναβάλλω για την επόμενη μέρα τη διαιτησία.
σημασία4: μέση φωνή ἀναβάλλομαι ρίχνω πάνω στους ώμους μου το πανωφόρι (έτσι ώστε να κρέμεται δημιουργώντας πτυχές): τὴν χλαῖναν ἀναϐαλοῦ = ρίξε επάνω σου τη χλαίνη.
οικογένεια: παράγωγα: ἀναβολή, ἀναβολεύς.
Νέα-Ελληνική: αναβάλλω (με τη σημ. 3).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνά + βάλλω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀνάβασις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀνάβασις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀνάβασις-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: ανάβαση.
αντώνυμα: κατάβασις, κάθοδος.
σημασία2: εκστρατεία που εκκινεί από τα παράλια και κατευθύνεται προς το εσωτερικό της χώρας (ιδιαίτερα προς το εσωτερικό της Μικράς Ασίας, όπως ήταν η εκστρατεία του Κύρου του νεότερου, την οποία εξιστορεί ο Ξενοφώντας στο έργο του Κύρου ἀνάϐασις).
οικογένεια: παράγωγα: ἀναβάσιμος, ἀναβασμός.
Νέα-Ελληνική: ανάβαση (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: ἀνά- + βάσις < βαίνω ως παράγωγη-λέξη του ἀναβαίνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀναβιβάζω-ρήμα::
* McsElla.ἀναβιβάζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀναβιβάζω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε βιβάζω.
σημασία1: ανεβάζω: ἀναβιβάζω τινὰ ἐπὶ τὸν τροχόν = ανεβάζω κάποιον στον τροχό (για να τον βασανίσω).
αντώνυμα: καταβιβάζω.
σημασία2: στην ενεργ. και τη μέση φωνή ἀναβιβάζω & ἀναβιβάζομαι παρουσιάζω (προσάγω) κάποιον στο δικαστήριο ως μάρτυρα: βούλομαι τούτους ὑμῖν μάρτυρας ἀναβιβάσαι = θέλω να παρουσιάσω αυτούς ως μάρτυρες σ' εσάς.
οικογένεια: παράγωγα: ἀναβιβασμός, ἀναβίβασις, ἀναβιβαστέον, σύνθετα: συναναβιβάζω.
Νέα-Ελληνική: ανεβάζω (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνά + βιβάζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀναβιόω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἀναβιόω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀναβιόω-ῶ@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε βιόω.
σημασία: επανέρχομαι στη ζωή, ζω ξανά μια κατάσταση: καὶ ἐπειδὴ ἀνεβίω, ἀποδρᾶσα ἐκ τῆς οἰκίας ᾤχετο = και όταν ανέκτησε τις αισθήσεις της, δραπέτευσε αμέσως από το σπίτι της.
οικογένεια: παράγωγα: ἀναβίωσις, ἀναβιώσιμος, σύνθετα: ἐπαναβιόω.
Νέα-Ελληνική: αναβιώνω.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνά + βιόω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀναβολεύς-έως-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀναβολεύς-έως-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀναβολεύς-έως-ὁ@wordaryElla,
σημασία: υπηρέτης (ή όργανο) που βοηθά κάποιον να ιππεύσει το άλογο: ἵππου χωρὶς ἀναβολέωςπέβαινε = ίππευε το άλογο χωρίς τη βοήθεια του αναβολέα.
Νέα-Ελληνική: αναβολέας.
ετυμολογία: παράγωγα: του βλέπε ἀναβάλλω «ωθώ προς τα πάνω»: ἀνά + βολ- + -εύς.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀναγιγνώσκω-ρήμα::
* McsElla.ἀναγιγνώσκω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀναγιγνώσκω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε γιγνώσκω.
σημασία: διαβάζω: τὰ ὀνόματα ὑμῖν ἀναγνώσομαι τῶν ἀνδρῶν = θα σας διαβάσω τα ονόματα των ανδρών.
* τὰ βιβλία τὰ ἀνεγνωσμένα τα βιβλία τα οποία έχουν διαβαστεί (μεγαλοφώνως, μπροστά σε ακροατήριο, και άρα έχουν δημοσιευτεί).
οικογένεια: παράγωγα: ἀνάγνωσις, ἀναγνώστης, ἀναγνωστέον, ἀναγνωστικός, σύνθετα: συναναγιγνώσκω.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνά + γιγνώσκω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀναγκαῖος-αία|αῖος-αῖον-επίθετο::
* McsElla.ἀναγκαῖος-αία|αῖος-αῖον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀναγκαῖος-αία|αῖος-αῖον@wordaryElla,
σημασία1: αναγκαστικός.
συνώνυμα: ἄκων, ἀκούσιος.
αντώνυμα: ἑκών, ἑκούσιος, αὐτόβουλος.
σημασία2: πειστικός: ἀναγκαῖαι ἀποδείξεις = πειστικές αποδείξεις.
σημασία3: αναγκασμένος, με το ζόρι: πολεμισταὶ ἀναγκαῖοι = στρατιώτες με το ζόρι.
σημασία4: απαραίτητος.
* τὰ ἀναγκαῖα τα αναγκαία αγαθά για την ανθρώπινη διαβίωση. οἱ ἀναγκαῖοι οι συγγενείς.
οικογένεια: παράγωγα: ἀναγκαίως, ἀναγκαιότης.
Νέα-Ελληνική: αναγκαίος (με τη σημ. 4).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀνάγκη + παρ. επίθ. -αῖος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀνάγκη-ης-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀνάγκη-ης-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀνάγκη-ης-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: εξαναγκασμός, ανάγκη, αναγκαιότητα. = βία.
* ως επίρρημα ἀνάγκῃ αναγκαστικά.
σημασία2: στον πληθ. αἱ ἀνάγκαι βία, τιμωρία (ιδιαίτερα για βασανιστήρια): προσάγω τινὶ τὰς ἀνάγκας = χρησιμοποιώ βία εναντίον κάποιου.
οικογένεια: παράγωγα: ἀναγκάζω, ἀναγκαῖος, σύνθετα: πειθανάγκη.
ετυμολογία: ίσως ἀν- (< ἀνά) + *-άγκη (πβ. ἀγκών) με τη σημ. «σύλληψη μέσα στα μπράτσα».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀναγράφω-ρήμα::
* McsElla.ἀναγράφω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀναγράφω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε γράφω.
σημασία1: για συνθήκες και νόμους εγχαράσσω και στήνω δημόσια: τὰς ξυνθήκας τὰς περὶ τῆς ξυμμαχίας ἀνέγραψαν ἐν στήλῃ λιθίνῃ = εγχάραξαν τις συμφωνίες για τη συμμαχία σε πέτρινη στήλη.
σημασία2: για συγγραφέα περιγράφω: οὐδὲ ταῦτα ἐς τὸ ἀληθὲς ἀνέγραψαν = ούτε αυτά τα περιέγραψαν με τρόπο αληθινό.
Νέα-Ελληνική: αναγράφω (με σημ. παραπλήσια προς τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀνά + γράφω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀνάγω-ρήμα::
* McsElla.ἀνάγω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀνάγω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἄγω.
σημασία1: οδηγώ προς τα πάνω, ανεβάζω: ἀνάγω πελταστὰς πρὸς τὸ ὄρος = ανεβάζω πελταστές στο βουνό.
σημασία2: οδηγώ από τα παράλια (ιδιαίτερα της Μικράς Ασίας) στο εσωτερικό της χώρας ή από τον Πειραιά προς την Αθήνα: Φαρνάβαζος κατεῖχε τοὺς πρέσβεις, φάσκων ἀνάξειν αὐτοὺς παρὰ βασιλέα = ο Φαρνάβαζος κρατούσε τους απεσταλμένους, λέγοντας ότι θα τους οδηγήσει στο βασιλιά.
σημασία3: μέση φωνή ἀνάγομαι αποπλέω, σηκώνω άγκυρα: ἐπλήρουν τὰς ναῦς ὡς ἀναξόμενοι = έμπαιναν στα καράβια, γιατί επρόκειτο να σηκώσουν άγκυρα.
συνώνυμα: ἀποπλέω, ἀπαίρω «αποπλέω».
αντώνυμα: κατάγομαι «φτάνω στην ξηρά».
οικογένεια: παράγωγα: ἀναγωγὴ «απόπλους», σύνθετα: συνάγω.
Νέα-Ελληνική: ανάγομαι (για χρόνο, πηγαίνω πίσω).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνά + ἄγω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀνάθεσις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀνάθεσις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀνάθεσις-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία: τοποθέτηση κάποιου πράγματος σε δημόσιο χώρο, προσφορά αναθημάτων σε ναούς: τρίποδος ἀνάθεσις = προσφορά τρίποδα.
Νέα-Ελληνική: ανάθεση (λ.χ. εργασίας, καθηκόντων κτλ.).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνά + θέσις < τίθημι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀναθεωρέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἀναθεωρέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀναθεωρέω-ῶ@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε θεωρέω.
σημασία: εξετάζω προσεκτικά.
οικογένεια: παράγωγα: ἀναθεώρησις «προσεκτική εξέταση».
Νέα-Ελληνική: αναθεωρώ (λ.χ. μια άποψη κτλ.).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀνά + θεωρέω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀνάθημα-ατος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀνάθημα-ατος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀνάθημα-ατος-τὸ@wordaryElla,
σημασία: αφιέρωμα που προσφέρεται σε ναό ή στήνεται σε δημόσιο χώρο. = ἀφιέρωμα.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀνά + *θη- (ἀνα-τί-θη-μι) + παρ. επίθ. -μα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀναθηματικός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.ἀναθηματικός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀναθηματικός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία: αυτός που συνίσταται σε ἀναθήματα.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀνάθημα, -ατος + παρ. επίθ. -ικός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀναθρέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἀναθρέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀναθρέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: παρατηρώ με προσοχή: μόνον τῶν θηρίων ὀρθῶς ὁ ἄνθρωπος ἄνθρωπος ὠνομάσθη ἀναθρῶν ἃ ὄπωπεν = από όλα τα ζώα μόνον ο άνθρωπος ορθώς ονομάστηκε «άνθρωπος», επειδή παρατηρεί προσεκτικά (= ἀναθρῶν) αυτά που έχει δει (= ὄπωπεν).
οικογένεια: παράγωγα: ἀνάθρησις.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀνά + ἀθρέω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀναίδεια--ἀναιδεία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀναίδεια-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀναίδεια-ας-ἡ@wordaryElla,
* McsElla.ἀναιδεία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀναιδεία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: αναίδεια, αδιαντροπιά: εἰς τοῦθ᾽ ἧκεν ἀναιδείας, ὥστ᾽ ἐτόλμα λέγειν... = έφτασε σε αυτό το σημείο αναίδειας, ώστε τολμούσε να λέει...
* λίθος ἀναιδείας πέτρα στον Άρειο Πάγο, επάνω στην οποία στεκόταν ο κατήγορος, όταν απαιτούσε από το δικαστήριο να επιβάλει τη μέγιστη δυνατή ποινή που προέβλεπε ο νόμος στο άτομο που κατηγορούσε για ανθρωποκτονία.
Νέα-Ελληνική: αναίδεια.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀναιδής (στερ. ἀ + αἰδώς) + παρ. επίθ. -εια.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀναίρεσις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀναίρεσις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀναίρεσις-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: περισυλλογή (ιδίως πτωμάτων για ενταφιασμό): νεκρῶν ἀναίρεσις = περισυλλογή των νεκρών.
σημασία2: καταστροφή: τῶν τειχῶν ἀναίρεσις = καταστροφή των τειχών.
σημασία3: θανάτωση.
Νέα-Ελληνική: αναίρεση «ακύρωση» (λ.χ. νόμου, επιχειρήματος με σημ. παρόμοια με τη 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνά + αἵρεσις.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀναιρέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἀναιρέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀναιρέω-ῶ@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε αἱρέω -ῶ.
σημασία1: σηκώνω από το έδαφος: τῶν τεθνεώτων τὰ ὀστᾶ ἀνεῖλον = σήκωσαν από τη γη τα κόκαλα των πεθαμένων.
σημασία2: για ανθρώπους καταστρέφω, σκοτώνω: τοὺς τούτων μηνυτὰς ἀναιροῦσι = σκοτώνουν όσους αποκαλύπτουν αυτά τα πράγματα.
σημασία3: καταργώ: τοὺς μὲν ἀναιροῦσιν τῶν νόμων, τοὺς δὲ καταλείπουσιν = μερικούς νόμους τους καταργούν και άλλους τους αφήνουν σε ισχύ.
σημασία4: για επιχείρημα αναιρώ.
σημασία5: για χρησμούς ορίζω, δίνω εντολή: χρωμένῳ δὲ τῷ Κύλωνι ἀνεῖλεν ὁ θεὸς καταλαβεῖν τὴν Ἀθηναίων ἀκρόπολιν = στον Κύλωνα, που ζητούσε χρησμό, ο Απόλλωνας όρισε να καταλάβει την Ακρόπολη των Αθηναίων.
σημασία6: μέση φωνή ἀναιροῦμαι περισυλλέγω για ενταφιασμό: τοὺς ἑαυτῶν νεκροὺς ἀνείλοντο = περισυνέλεξαν τους νεκρούς τους για ενταφιασμό.
σημασία7: μέση φωνή ἀναιροῦμαι αναλαμβάνω: ἀναιροῦμαι δημόσιον ἔργον = αναλαμβάνω δημόσιο έργο.
σημασία8: μέση φωνή ἀναιροῦμαι ακυρώνω: τὴν συγγραφὴν ἀνείλετο = ακύρωσε τη συμφωνία.
οικογένεια: παράγωγα: ἀναίρεσις, ἀναιρετικός, ἀναιρέτης, σύνθετα: συναναιρέω.
Νέα-Ελληνική: αναιρώ (με τις σημ. 3 και 4).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνά + αἱρέω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀναίσθητος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἀναίσθητος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀναίσθητος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που στερείται αίσθησης: ἀναίσθητος τῶν περὶ αὐτόν = δεν έχει αίσθηση για το τι συμβαίνει γύρω του.
σημασία2: αμβλύνους, ανόητος: οἱ κατάπτυστοι Θετταλοὶ καὶ ἀναίσθητοι Θηβαῖοι = εκείνοι οι αχρείοι Θεσσαλοί και εκείνοι οι ανόητοι Θηβαίοι.
συνώνυμα: εὐήθης «ηλίθιος».
σημασία3: ανεπαίσθητος: ἀναίσθητος θάνατος = θάνατος που δε γίνεται αντιληπτός.
οικογένεια: παράγωγα: ἀναισθησία, ἀναισθήτως.
Νέα-Ελληνική: αναίσθητος.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερ. ἀν- + αἰσθητός (< αἰσθάνομαι + παρ. επίθ. -τός).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀναίσχυντος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἀναίσχυντος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀναίσχυντος-ος-ον@wordaryElla,
* McsEll.ἀναισχυντότερος!~συγκριτικός:ἀναίσχυντος-ος-ον@wordaryEllα,
* McsEll.ἀναισχυντότατος!~υπερθετικός:ἀναίσχυντος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία1: για πρόσωπα αδιάντροπος: οὕτω δ' ἀναίσχυντός ἐστιν, ὥστε... = είναι τόσο αδιάντροπος, ώστε...
σημασία2: για πράγματα ατιμωτικός.
οικογένεια: παράγωγα: ἀναισχύντως «χωρίς ντροπή», ἀναισχυντέω «είμαι αναιδής, αδιάντροπος».
Νέα-Ελληνική: λόγ. αναίσχυντος (με τις σημ. 1, 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερητ. ἀν- + αἰσχύν-ομαι + παρ. επίθ. -τος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀνακαλέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἀνακαλέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀνακαλέω-ῶ@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε καλέω -ῶ.
σημασία1: επικαλούμαι: εὔχομαι τῷ Ἀπόλλωνι τὰςπωνυμίας τοῦ θεοῦ ἀνακαλῶν = προσεύχομαι στον Απόλλωνα επικαλούμενος τους λατρευτικούς τίτλους του θεού.
σημασία2: καλώ πίσω, ανακαλώ: διὰ ταῦτα ἀνεκάλεσαν αὐτόν = για τους λόγους αυτούς τον κάλεσαν πίσω.
οικογένεια: παράγωγα: ἀνάκλησις, ἀνακλητικός, σύνθετα: ἐπανακαλέω.
Νέα-Ελληνική: ανακαλώ (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνά + καλέω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀνάκειμαι-ρήμα::
* McsElla.ἀνάκειμαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀνάκειμαι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε κεῖμαι.
σημασία1: είμαι τοποθετημένος ως προσφορά ή αφιέρωμα στο ναό κάποιου θεού: τῆς ἀρετῆς τὰ μνημεῖα πρὸς τοῖς ὑμετέροις ἱεροῖς ἀνάκειται = τα μνημεία της αρετής του είναι τοποθετημένα ως αφιερώματα στα δικά σας ιερά.
σημασία2: εξαρτώμαι: ἐπὶ σοὶ τάδε πάντα ἀνάκειται = από σένα εξαρτώνται όλα αυτά.
σημασία3: είμαι πλαγιασμένος, ανακεκλιμένος (βλέπε ἀναπίπτω).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνά + κεῖμαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀνακλίνω-ρήμα::
* McsElla.ἀνακλίνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀνακλίνω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε κλίνω.
σημασία: είμαι γερμένος προς τα πίσω στηριζόμενος στον αγκώνα μου (σε στάση ανάπαυσης ή φαγητού, βλέπε ἀναπίπτω).
συνώνυμα: ἀνάκειμαι.
οικογένεια: παράγωγα: ἀνάκλισις, ἀνάκλιντρον, σύνθετα: συνανακλίνομαι.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνά + κλίνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀνακομιδή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀνακομιδή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀνακομιδή-ῆς-ἡ@wordaryElla,
σημασία: ανάκτηση: τῶν πλοίων ἀνακομιδή = ανάκτηση των πλοίων.
Νέα-Ελληνική: ανακομιδή (των λειψάνων ενός αγίου).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνά + κομιδή.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀνακράζω-ρήμα::
* McsElla.ἀνακράζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀνακράζω@wordaryElla,
* McsElla.ἀνακράξομαι!~μέλλοντας:ἀνακράζω@wordaryElla,
χρόνοι: άλλοι βλέπε κράζω.
σημασία: φωνάζω δυνατά, κραυγάζω: ἀνέκραγον ὡς εὖ λέγοι = φώναξαν δυνατά ότι ομιλεί ορθά.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνά + κράζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀναλαμβάνω-ρήμα::
* McsElla.ἀναλαμβάνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀναλαμβάνω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε λαμβάνω.
παρατήρηση: εύχρηστο στον ενεστώτα και τον αόριστο β΄.
σημασία1: παίρνω στα χέρια μου ή μαζί μου: καὶ ἀναλαβόντες αὐτοὺς οἱ Συρακόσιοι ἐπὶ τὰς ναῦς παρέπλεον ἐπ' οἶκον = οι Συρακούσιοι, αφού τους πήραν στα πλοία, έπλευσαν προς την πόλη τους.
συνώνυμα: αἱρέω (σημ. 1), λαμβάνω.
σημασία2: αναλαμβάνω: τὴν προξενίαν ἀναλαμβάνω.
σημασία3: παίρνω πίσω, επανακτώ: τὴν ἀρχὴν ἣν πρότερον ἐκεκτήμεθα ἀναλαβεῖν βουλόμεθα = θέλουμε να επανακτήσουμε την ηγεμονία που είχαμε προηγουμένως.
οικογένεια: παράγωγα: ἀνάληψις, ἀνάλημμα, σύνθετα: συναναλαμβάνω.
Νέα-Ελληνική: αναλαμβάνω (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνά + λαμβάνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀναλίσκω--ἀναλόω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἀναλίσκω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ἀναλόω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀναλίσκω@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀναλόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀνήλισκον!~παρατατικός:ἀναλόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀνήλουν!~παρατατικός:ἀναλόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀναλώσω!~μέλλοντας:ἀναλόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀνήλωσα!~αόριστος:ἀναλόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀνήλωκα!~παρακείμενος:ἀναλόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀναλωθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:ἀναλόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀνηλώθην!~παθητικός-αόριστος:ἀναλόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀναλώθην!~παθητικός-αόριστος:ἀναλόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀνήλωμαι!~παθητικός-παρακείμενος:ἀναλόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀνάλωμαι!~παθητικός-παρακείμενος:ἀναλόω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: ξοδεύω: τρεῖς μνᾶς ἀνήλωσα = ξόδεψα τρεις μνες.
συνώνυμα: δαπανάω.
σημασία2: για πρόσωπα σκοτώνω: καὶ ἄλλους τινὰς ἀνεπιτηδείους τῷ αὐτῷ τρόπῳ κρύφα ἀνήλωσαν = κατά τον ίδιον τρόπο σκότωσαν κρυφά και μερικούς άλλους ανεπιθύμητους.
οικογένεια: παράγωγα: ἀνάλωμα, ἀνάλωσις, ἀναλωτέος, ἀναλωτής, ἀναλωτικός, σύνθετα: συναναλίσκω,παναλίσκω.
Νέα-Ελληνική: αναλώνω (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνά + ἁλίσκω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀναμένω-ρήμα::
* McsElla.ἀναμένω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀναμένω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε μένω.
σημασία: περιμένω.
Νέα-Ελληνική: αναμένω.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνά + μένω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀναμιμνῄσκω-ρήμα::
* McsElla.ἀναμιμνῄσκω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀναμιμνῄσκω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε μιμνήσκω.
σημασία1: υπενθυμίζω: οἱ Ἐγεσταῖοι ξυμμαχίαν ἀνέμνησαν τοὺς Ἀθηναίους = οι Εγεσταίοι υπενθύμισαν στους Αθηναίους τη συμμαχία τους. ἀναμιμνῄσκω ὑμᾶς τῶν κακῶν = σας υπενθυμίζω τα κακά.
σημασία2: υπενθυμίζω, αναφέρω: πάντα ὅσα ἐναντία Θηϐαίοις ἐπράξατε ἀναμιμνῄσκουσιν = αναφέρουν όλα όσα εχθρικά προς τους Θηβαίους πράξατε.
σημασία3: παθ. φωνή ἀναμιμνῄσκομαι θυμάμαι: ἐν δὲ τῷ κακῷ ἀνεμνήσθησαν καὶ τοῦδε τοῦ ἔπους = κατά τη διάρκεια της συμφοράς θυμήθηκαν και τον ακόλουθο στίχο. ἀνεμνήσθην τὰ νῦν γεγενημένα = θυμήθηκα όσα έχουν γίνει πρόσφατα.
οικογένεια: παράγωγα: ἀνάμνησις, ἀναμνηστικός.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνά + μιμνήσκω (χωρίς υπογεγραμμένη).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀναμὶξ-επίρρημα::
* McsElla.ἀναμὶξ-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ἀναμὶξ@wordaryElla,
σημασία: ανάμεικτα: Πελοποννήσιοι καὶ Ἀμβρακιῶται ἀναμὶξ τεταγμένοι ἦσαν = οι Πελοποννήσιοι και οι Αμβρακιώτες ήταν παρατεταγμένοι ανάμεικτα.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνά + επίρρ. μίξ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄνανδρος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἄνανδρος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἄνανδρος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία1: ως ουσιαστικό ἡ ἄνανδρος γυναίκα χωρίς σύζυγο, δηλαδή ανύπαντρη ή χήρα.
σημασία2: δειλός.
αντώνυμα: ἀνδρεῖος.
οικογένεια: παράγωγα: ἀνανδρία, ἀνάνδρως.
Νέα-Ελληνική: άνανδρος (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερ. ἀν- + ανδρ- (< ἀνήρ) + -ος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀνανεύω-ρήμα::
* McsElla.ἀνανεύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀνανεύω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε νεύω.
σημασία: κλίνω το κεφάλι προς τα πίσω σε ένδειξη άρνησης: ἐδεόμην σῶσαι μοι τὸν Ζώσιμον· ὁ θεὸς ἀνένευσεν = παρακαλοῦσα να μου σώσει το Ζώσιμο· ο θεός το αρνήθηκε.
αντώνυμα: κατανεύω.
ετυμολογία: σύνθετα: ἀνά + νεύω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀνανήφω-ρήμα::
* McsElla.ἀνανήφω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀνανήφω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε νήφω.
σημασία1: γίνομαι πάλι νηφάλιος (έπειτα από μέθη): ἐκ μακρᾶς ἀνανήφω μέθης = αποκτώ τη νηφαλιότητά μου έπειτα από μεγάλη μέθη.
σημασία2: επανέρχομαι στα λογικά μου: ἀνανήφω ἐκ τῆς τοῦ διαβόλου παγίδος = επανέρχομαι στα λογικά μου ξεφεύγοντας από την παγίδα του διαβόλου.
οικογένεια: παράγωγα: ἀνάνηψις.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνά + νήφω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀνάντης-ης-ἄναντες-επίθετο::
* McsElla.ἀνάντης-ης-ἄναντες-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀνάντης-ης-ἄναντες@wordaryElla,
σημασία: ανηφορικός, απότομος: ἀνάντης ἀνάϐασις = ανηφορική ανάβαση.
αντώνυμα: κατάντης «κατηφορικός».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνά + ἀντ- (πβ. ἄντα «έναντι») + -ης.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄναξ-ἄνακτος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἄναξ-ἄνακτος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἄναξ-ἄνακτος-ὁ@wordaryElla,
παρατήρηση: μόνον στον ποιητικό λόγο.
σημασία: κύριος, αφέντης (χρησιμοποιείται κυρίως ως προσδιορισμός θεών και βασιλέων).
οικογένεια: παράγωγα: ἀνάσσω, ἄνασσα, ἀνάκτορον.
ετυμολογία: προελλ. δάν. Fάναξ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀνάπαλιν-επίρρημα::
* McsElla.ἀνάπαλιν-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ἀνάπαλιν@wordaryElla,
σημασία1: πίσω πάλι.
σημασία2: πάλι, ξανά: ὧδε δὴ ἀνάπαλιν ἄκουε = άκουσέ το πάλι κατ᾿ αυτόν τον τρόπο.
σημασία3: αντίθετα, αντίστροφα: ὅταν ἀνάπαλιν ἡ γένεσις τούτων πορεύηται, τότε ταῦτα διαφθείρεται = όταν η δημιουργία αυτών κινείται αντίστροφα, τότε αυτά καταστρέφονται.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνά + πάλιν.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀνάπαυλα-παύλης-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀνάπαυλα-παύλης-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀνάπαυλα-παύλης-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: ξεκούραση: καὶ μὴν καὶ τῶν πόνων πλείστας ἀναπαύλας τῇ γνώμῃ ἐπορισάμεθα = και εξασφαλίσαμε για το πνεύμα μας πάρα πολλούς τρόπους ξεκούρασης από τους κόπους.
σημασία2: τόπος ξεκούρασης: καὶ ἀνάπαυλαι κατὰ τὴν ὁδὸν ἐν τοῖς ὑψηλοῖς δένδρεσί εἰσι σκιαραί = και στο δρόμο υπάρχουν δροσερά αναπαυτήρια, κάτω από τα ψηλά δέντρα.
Νέα-Ελληνική: ανάπαυλα (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία, ίσως παράγωγη-λέξη ἀναπαύ-ομαι + -λα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀναπείθω-ρήμα::
* McsElla.ἀναπείθω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀναπείθω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε πείθω.
σημασία1: πείθω: ἀναπείθω τοὺς νέους ὡς σοφώτατός εἰμι = πείθω τους νέους ότι είμαι σοφότατος.
σημασία2: παρασύρω: κἀνέπειθον τῶν Λακώνων τοὺς μεγίστους χρήμασιν = και αποπλανούσαν τους πιο ισχυρούς από τους Σπαρτιάτες με χρήματα.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνά + πείθω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀναπέμπω-ρήμα::
* McsElla.ἀναπέμπω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀναπέμπω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε πέμπω.
σημασία: στέλνω από τόπο χαμηλότερο σε τόπο ψηλότερο ή από τα παράλια στο εσωτερικό μιας χώρας (και ιδίως της Μικράς Ασίας): φρουροὺς εἰς τὰ ἄκρα ἀνέπεμπε = έστελνε φρουρούς στις κορυφές. αὐτοὺς ἔμελλεν ὡς βασιλέα ἀναπέμψειν = αυτούς σκόπευε να τους στείλει στο βασιλιά.
οικογένεια: παράγωγα: ἀναπομπή, σύνθετα: προαναπέμπω.
Νέα-Ελληνική: αναπέμπω (στέλνω κάτι για επανεξέταση κτλ.).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνά + πέμπω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀναπετάννυμι-ρήμα::
* McsElla.ἀναπετάννυμι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ἀναπεταννύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀναπετάννυμι@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀναπεταννύω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε πετάννυμι.
σημασία: ξεδιπλώνω: τὰς πύλας ἀναπεταννύω = ξεδιπλώνω (ανοίγω) τις πύλες.
* μετοχή παθ. παρακ. ἀναπεπταμένος ανοικτός: τὰ ὄμματα ἔχω ἀναπεπταμένα = έχω τα μάτια ανοικτά.
οικογένεια: παράγωγα: ἀναπεπταμένως.
Νέα-Ελληνική: λόγ. μτχ. αναπεπταμένος.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνά + πετάννυμι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀναπίμπλημι-ρήμα::
* McsElla.ἀναπίμπλημι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀναπίμπλημι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε πίμπλημι.
σημασία: γεμίζω: αἰσχύνης ὅλην ἀναπίμπλησι τὴν πόλιν = γεμίζει ολόκληρη την πόλη από ντροπή.
συνώνυμα: πληρόω.
αντώνυμα: κενόω.
οικογένεια: παράγωγα: ἀνάπλεως «γεμάτος».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνά + πίμπλημι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀναπίπτω-ρήμα::
* McsElla.ἀναπίπτω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀναπίπτω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε πίπτω.
σημασία1: πέφτω προς τα πίσω.
σημασία2: αποκαρδιώνομαι: δέδοικα μὴ νῦν ἀναπεπτωκότες ἦτε = φοβούμαι μήπως έχετε τώρα αποκαρδιωθεί.
σημασία3: ανακλίνομαι (δηλ. κάθομαι γέρνοντας την πλάτη μου προς τα πίσω και στηρίζομαι στον αγκώνα μου. Αυτή τη στάση έπαιρναν οι αρχαίοι για να γευματίσουν): μετὰ ταῦτ' ἀναπεσεῖνκέλευον αὐτὴν παρ᾿ ἐμέ = έπειτα από αυτά, της είπα να κάτσει δίπλα μου.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνά + πίπτω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀνάπλεως-ἀναπλέα-ἀνάπλεων-επίθετο::
* McsElla.ἀνάπλεως-ἀναπλέα-ἀνάπλεων-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀνάπλεως-ἀναπλέα-ἀνάπλεων@wordaryElla,
σημασία: γεμάτος: σκότους ἀνάπλεως ἔχω τοὺς ὀφθαλμούς = έχω τα μάτια γεμάτα από σκοτάδι.
συνώνυμα: πλήρης.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνά + πλέως/πλέος, παράβαλε πλῆ-θος, πλή-ρης, πλέ-ον.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀναπληρόω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἀναπληρόω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀναπληρόω-ῶ@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε πληρόω.
σημασία1: γεμίζω: ἀναπληροῖς τὸ κεχηνὸς τοῦ ῥυθμοῦ = γεμίζεις το χάσμα του ρυθμού.
συνώνυμα: πίμπλημι «γεμίζω», πληρόω «γεμίζω».
αντώνυμα: κενόω.
σημασία2: συμπληρώνω: ἀλλ᾽ εἴ τι ἐξέλιπον, σὸν ἔργον, ὦ Ἀριστόφανες, ἀναπληρῶσαι = αλλά αν άφησα κάτι πίσω, Αριστοφάνη, είναι δικό σου καθήκον να το συμπληρώσεις.
οικογένεια: παράγωγα: ἀναπλήρωσις, ἀναπληρωματικός.
Νέα-Ελληνική: αναπληρώνω (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνά + πληρόω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀναπτύσσω-ρήμα::
* McsElla.ἀναπτύσσω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀναπτύσσω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε πτύσσω.
σημασία: ξετυλίγω (κυρίως τους παπυρικούς κυλίνδρους πάνω στους οποίους έγραφαν τα κείμενά τους οι αρχαίοι Έλληνες), ανοίγω για διάβασμα: ἀναπτύσσω τὸ βυβλίον = ανοίγω το βιβλίο.
συνώνυμα: ἐξελίττω.
οικογένεια: παράγωγα: ἀνάπτυξις «ξεδίπλωμα».
Νέα-Ελληνική: αναπτύσσω (λ.χ. ένα θέμα, «περιγράφω με κάθε λεπτομέρεια»).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνά + πτύσσω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀνάπτω-ρήμα::
* McsElla.ἀνάπτω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀνάπτω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἅπτω.
σημασία1: δένω.
σημασία2: μέση φωνή ἀνάπτομαι δένω (πάνω μου): ἐπιστολὴν ἐκ τῶν δακτύλων ἀναψάμενος περιεπορεύετο = αφού έδεσε στα δάκτυλα την επιστολή, βάδιζε γύρω γύρω.
σημασία3: ανάβω: ἀνῆψεν τὴν πυράν = άναψε την πυρά.
οικογένεια: σύνθετα: προσανάπτω.
Νέα-Ελληνική: ανάβω (σημ. 3).
ετυμολογία: σύνθετα: ἀνά + ἅπτω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀναρτάω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἀναρτάω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀναρτάω-ῶ@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἀρτάω.
σημασία1: κρεμάω: ἑαυτὴν ἀνήρτησεν = κρεμάστηκε.
συνώνυμα: κρεμάννυμι.
σημασία2: αποδίδω: εἰς θεοὺς ἀναρτῶ τι = αποδίδω κάτι στους θεούς.
σημασία3: παθ. φωνή ἀναρτῶμαι κρέμομαι.
σημασία4: παθ. φωνή ἀναρτῶμαι εξαρτώμαι: πᾶσι δὲ τούτοις ἐξ ἐκείνης τῆς λίθου ἡ δύναμις ἀνήρτηται = η δύναμη λοιπόν για όλα αυτά εξαρτάται από εκείνη την πέτρα.
οικογένεια: παράγωγα: ἀνάρτησις, σύνθετα: συναναρτάομαι.
Νέα-Ελληνική: αναρτώ (με τις σημ. 1 και 3, λ.χ. αναρτώνται τα αποτελέσματα των εξετάσεων).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνά + ἀρτάω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀναρχία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀναρχία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀναρχία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: έλλειψη αρχηγού: ἀναρχίας οὔσης ταῦταγένετο = επειδή δεν υπήρχε αρχηγός, έγιναν αυτά.
σημασία2: ανομία, αναρχία: ἐν πάσῃ ἀναρχίᾳ καὶ ἀνομίᾳ ἔζων = ζούσαν σε πλήρη αναρχία και ανομία.
σημασία3: στην Αθήνα έλλειψη άρχοντα, χρονιά κατά τη διάρκεια της οποίας δεν υπήρχε άρχοντας: διὰ τὴν αὐτὴν αἰτίαν ἀναρχίαν ἐποίησαν = για τον ίδιο λόγο δεν ανέδειξαν άρχοντα.
Νέα-Ελληνική: αναρχία (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἄναρχος + παρ. επίθ. -ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀνατείνω-ρήμα::
* McsElla.ἀνατείνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀνατείνω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε τείνω.
σημασία: τεντώνω προς τα πάνω, υψώνω: ἀνατείνω τὴν χεῖρα = υψώνω το χέρι.
οικογένεια: παράγωγα: ἀνάτασις, ἀνατεταμένως.
Νέα-Ελληνική: ανάταση.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνά + τείνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀνατίθημι-ρήμα::
* McsElla.ἀνατίθημι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀνατίθημι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε τίθημι.
σημασία1: αποδίδω: ἂν ἐκεῖνος ἁμάρτῃ, σοὶ τὰς αἰτίας ἀναθήσουσιν = εάν εκείνος αποτύχει, θα αποδώσουν σε σένα τις ευθύνες.
σημασία2: αφιερώνω: εἰς Δελφοὺς ἀνατίθημί τι = αφιερώνω κάτι στους Δελφούς.
συνώνυμα: ἀφιερόω.
οικογένεια: παράγωγα: ἀνάθεσις, ἀνάθημα, ἀναθηματικός.
Νέα-Ελληνική: αναθέτω (λ.χ. εργασία, καθήκον κτλ.).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνά + τίθημι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀναφέρω-ρήμα::
* McsElla.ἀναφέρω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀναφέρω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε φέρω.
σημασία1: φέρνω πάνω: ἀναφέρω τινὰ εἰς Ὄλυμπον = φέρνω κάποιον πάνω στον Όλυμπο.
σημασία2: επαναφέρω (σε μια προηγούμενη καλή κατάσταση): ἐκ πονηρῶν τῶν πραγμάτων γενομένων τοῦτο πρῶτον ἀνήνεγκε τὴν πόλιν = από την κακή κατάσταση πραγμάτων αυτό το μέτρο πρώτα επανέφερε την πόλη σε καλή κατάσταση.
σημασία3: πληρώνω, επιστρέφω χρήματα: ἀνηνέγκαμεν χίλια τάλαντα = πληρώσαμε χίλια τάλαντα.
οικογένεια: παράγωγα: ἀναφορά, ἀναφορικός, σύνθετα: ἐπαναφέρω.
Νέα-Ελληνική: αναφέρω «καταθέτω, διηγούμαι».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνά + φέρω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀναχαιτίζω-ρήμα::
* McsElla.ἀναχαιτίζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀναχαιτίζω@wordaryElla,
σημασία1: ρίχνω τον αναβάτη.
σημασία2: μεταφορικά ανατρέπω.
οικογένεια: παράγωγα: ἀναχαίτισις.
Νέα-Ελληνική: αναχαιτίζω (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνά + χαίτη (του αλόγου) + παρ.επίθ. -ίζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀναψύχω-ρήμα::
* McsElla.ἀναψύχω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀναψύχω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ψύχω.
σημασία: δροσίζω: παρὰ κρήνην ἀναψύχω τι = δροσίζω κάτι κοντά στην πηγή.
οικογένεια: παράγωγα: ἀναψυκτήρ, ἀνάψυξις, ἀναψυχή, ἀναψυκτικός.
Νέα-Ελληνική: αναψυχή, αναψυκτήριο (λόγιο).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνά + ψύχω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀνδραγάθημα-ατος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀνδραγάθημα-ατος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀνδραγάθημα-ατος-τὸ@wordaryElla,
σημασία: γενναία πράξη.
Νέα-Ελληνική: ανδραγάθημα.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀνδραγαθέω (< σύνθετα: ἀνήρ + ἀγαθός + -έω) + παρ. επίθ. -μα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀνδραγαθία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀνδραγαθία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀνδραγαθία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: γενναιότητα: ἐστὶ δίκαιον τὴν ἐς τοὺς πολέμους ὑπὲρ τῆς πατρίδος ἀνδραγαθίαν προτίθεσθαι = είναι δίκαιο να προβάλλουμε τη γενναιότητα υπέρ της πατρίδος στους πολέμους.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀνδραγαθέω (< σύνθετη-λέξη ἀνήρ + ἀγαθός + -έω) + παρ. επίθ. -ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀνδραποδίζω-ρήμα::
* McsElla.ἀνδραποδίζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀνδραποδίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἠνδραπόδιζον!~παρατατικός:ἀνδραποδίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἀνδραποδιῶ!~μέλλοντας:ἀνδραποδίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἠνδραπόδισα!~αόριστος:ἀνδραποδίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἀνδραποδισθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:ἀνδραποδίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἠνδραποδίσθην!~παθητικός-αόριστος:ἀνδραποδίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἠνδραπόδισμαι!~παθητικός-παρακείμενος:ἀνδραποδίζω@wordaryElla,
σημασία: υποδουλώνω: ἠνδραπόδισαν Σκύρον = υποδούλωσαν τη Σκύρο.
συνώνυμα: δουλόω.
αντώνυμα: ἐλευθερόω.
οικογένεια: παράγωγα: ἀνδραπόδισις, ἀνδραποδισμός, ἀνδραποδιστής.
Νέα-Ελληνική: λόγ. σύνθ. εξανδραποδίζω (με την ίδια σημ.).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη βλέπε ἀνδράποδον + παρ. επίθ. -ίζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀνδραποδισμός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀνδραποδισμός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀνδραποδισμός-οῦ-ὁ@wordaryElla,
σημασία: υποδούλωση.
Νέα-Ελληνική: λόγ. σύνθ. εξανδραποδισμός.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀνδραποδίζω + παρ. επίθ. -μός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀνδράποδον-ου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀνδράποδον-ου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀνδράποδον-ου-τὸ@wordaryElla,
σημασία: αιχμάλωτος, αυτός που αιχμαλωτίζεται στον πόλεμο και πωλείται σαν δούλος (ανεξάρτητα από το αν πριν αιχμαλωτιστεί ήταν δούλος ή ελεύθερος. Αρχικά διακρινόταν από το δοῦλος, που σήμαινε αυτόν που γεννήθηκε δούλος): Τισσαφέρνει παρέδοσαν τὰ ἀνδράποδα πάντα καὶ δοῦλα καὶ ἐλεύθερα = παρέδωσαν στον Τισσαφέρνη όλους τους αιχμαλώτους, και τους ελευθέρους και τους δούλους.
οικογένεια: παράγωγα: ἀνδραποδίζω, ἀνδραποδιστής.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνήρ, ἀνδρ-ός + -ά-ποδον (< πούς, ποδός) κατά το τετρ-ά-ποδον.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀνδρείκελον-έλου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀνδρείκελον-έλου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀνδρείκελον-έλου-τὸ@wordaryElla,
σημασία: ομοίωμα άνδρα.
Νέα-Ελληνική: ανδρείκελο (με την ίδια σημ.).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνήρ + εἴκελος «που μοιάζει εξωτερικά με...».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀνδριάς-άντος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀνδριάς-άντος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀνδριάς-άντος-ὁ@wordaryElla,
σημασία: ομοίωμα ανδρός, άγαλμα.
οικογένεια: σύνθετα: ἀνδριαντοποιός.
Νέα-Ελληνική: ανδριάντας.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀνήρ, ἀνδρός + παρ. επίθ. -ιάς.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀνδρών-ῶνος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀνδρών-ῶνος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀνδρών-ῶνος-ὁ@wordaryElla,
σημασία: αίθουσα σπιτιού που χρησιμοποιούσαν μόνο άνδρες, αίθουσα συμποσίων: ὁ ἀνδρὼν κεκοσμημένος ἐστί = η αίθουσα συμποσίου είναι τακτοποιημένη.
συνώνυμα: ἡ ἀνδρωνῖτις.
αντώνυμα: ἡ γυναικωνῖτις.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀνήρ, ἀνδρ-ός + παρ. επίθ. -ών.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀνδρωνῖτις-ιδος-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀνδρωνῖτις-ιδος-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀνδρωνῖτις-ιδος-ἡ@wordaryElla,
σημασία: αίθουσα των σπιτιών που χρησιμοποιούσαν μόνο άνδρες (βλέπε ἀνδρών).
συνώνυμα: ὁ ἀνδρών.
αντώνυμα: ἡ γυναικωνῖτις.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀνδρών (ἀνήρ) + παρ. επίθ. -ῖτις.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀνεγείρω-ρήμα::
* McsElla.ἀνεγείρω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀνεγείρω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἐγείρω.
σημασία1: σηκώνω από τον ύπνο.
σημασία2: μεταφορικά ξεσηκώνω.
σημασία3: ανεγείρω (οικοδόμημα).
οικογένεια: παράγωγα: ἀνέγερσις.
Νέα-Ελληνική: ανεγείρω (με τη σημ. 3).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνά + ἐγείρω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀνειμένως-επίρρημα::
* McsElla.ἀνειμένως-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ἀνειμένως@wordaryElla,
σημασία: ελεύθερα, άνετα: ἡμεῖς ἀνειμένως διαιτώμεθα = εμείς ζούμε άνετα.
ετυμολογία: μτχ. παθ. παρακ. του βλέπε ἀνίημι + παρ. επίθ. -ως.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀνελεύθερος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἀνελεύθερος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀνελεύθερος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία1: δουλικός, δουλοπρεπής.
σημασία2: τσιγκούνης, φιλάργυρος.
αντώνυμα: ἐλευθέριος «γενναιόδωρος».
οικογένεια: παράγωγα: ἀνελευθερία, ἀνελευθέρως.
Νέα-Ελληνική: ανελεύθερος (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερ. ἀν- + ἐλεύθερος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀνελίττω-ρήμα::
* McsElla.ἀνελίττω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀνελίττω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἑλίττω.
παρατήρηση: ο κοινός τύπος είναι ἀνελίσσω
σημασία: ξετυλίγω.
συνώνυμα: ἀναπτύσσω «ξεδιπλώνω».
οικογένεια: παράγωγα: ἀνέλιξις, ἀνελικτικός.
Νέα-Ελληνική: λόγ. ανελίσσομαι.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνά + ἐλίττω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀνεπιτήδευτος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἀνεπιτήδευτος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀνεπιτήδευτος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία1: λιτός: ἀνεπιτήδευτος σύνθεσις ὀνομάτων = λιτός συνδυασμός λέξεων.
σημασία2: αδοκίμαστος: Ἀλκιϐιάδῃ οὐδὲν ἦν ἀμίμητον οὐδ' ἀνεπιτήδευτον = για τον Αλκιβιάδη τίποτε δεν έμεινε που να μη μιμηθεί και να μη δοκιμάσει.
οικογένεια: παράγωγα: ἀνεπιτηδεύτως.
Νέα-Ελληνική: ανεπιτήδευτος (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερητ. ἀν- + ἐπιτηδευτός (παράγωγη-λέξη ἐπιτηδεύομαι + παρ. επίθ. -τός).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄνευ-πρόθεση::
* McsElla.ἄνευ-πρόθεση@wordaryElla,
* McsElla.πρόθεση.ἄνευ@wordaryElla,
παρατήρηση: συντάσσεται πάντοτε με γενική
σημασία1: χωρίς: μόνος ἄνευ τινός = μόνος χωρίς κανέναν.
σημασία2: εκτός από…: πάντα ἄνευ χρυσοῦ = τα πάντα εκτός από το χρυσάφι.
Νέα-Ελληνική: άνευ (λόγ., με τη σημ. 1 στη φρ. άνευ λόγου και αιτίας).
ετυμολογία: ινδοευρωπαϊκός αρχής, συγγεν. με λατινικός sine, που διαφέρει ως προς τη δασεία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀνήρ-ἀνδρός-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀνήρ-ἀνδρός-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀνήρ-ἀνδρός-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: άντρας.
σημασία2: άνθρωπος: πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε = ο πατέρας και των ανθρώπων και των θεών (ο Δίας).
σημασία3: παλικάρι: ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους φαγεῖν = θεωρούν ως παλικάρια μόνο αυτούς που μπορούν να φάνε πάρα πολύ.
σημασία4: ο σύζυγος.
αντώνυμα: γυνή «η σύζυγος».
σημασία5: κυρίως σε προσφωνήσεις στον πληθυντικό ἄνδρες δικασταί.
οικογένεια: παράγωγα: ἀνδρεῖος, ἀνδρεία, σύνθετα: ἀνδροφόνος.
Νέα-Ελληνική: άνδρας / άντρας (με τις σημ. 1, 3, 4).
ετυμολογία: *(ἀ)νερ-, παράβαλε αρχαίος-ιταλικός ner- «ανδρικός».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Ἀνθεστήρια-ίων-τὰ-ουσιαστικό::
* McsElla.Ἀνθεστήρια-ίων-τὰ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Ἀνθεστήρια-ίων-τὰ@wordaryElla,
σημασία: η Γιορτή των Ανθέων, η τριήμερη γιορτή προς τιμήν του θεού Διόνυσου στις 11, 12 και 13 του μηνός βλέπε Ἀνθεστηριῶνος.
ετυμολογία: επίθ. *ἀνθεστήριος, -α (ενν. ἑορτάσματα).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Ἀνθεστηριών-ῶνος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.Ἀνθεστηριών-ῶνος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Ἀνθεστηριών-ῶνος-ὁ@wordaryElla,
σημασία: ο όγδοος μήνας του αττικού ημερολογίου, που αντιστοιχεί στο διάστημα από 15 Ιανουαρίου έως 15 Φεβρουαρίου. Τότε τελούνταν τα βλέπε Ἀνθεστήρια.
ετυμολογία: Ἀνθεστήρια + παρ. επίθ. -(ι)ών.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀνθίστημι-ρήμα::
* McsElla.ἀνθίστημι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀνθίστημι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἵστημι.
σημασία1: στήνω (ενάντια ή απέναντι σε κάτι).
σημασία2: μέση φωνή μαζί με τους χρόνους με αμετάβ. σημ. (βλέπε ἵστημι) αντιστέκομαι: ἀντέστησαν Ἀλεξάνδρῳ = αντιστάθηκαν στον Αλέξανδρο.
αντώνυμα: ἐνδίδωμι «υποχωρώ».
οικογένεια: παράγωγα: ἀντίστασις, ἀντιστάτης.
Νέα-Ελληνική: ανθίσταμαι (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀντί + ἵστημι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄνθος-ους-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἄνθος-ους-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἄνθος-ους-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: λουλούδι.
σημασία2: ακμή κάθε πράγματος, καλού ή κακού: ἔρωτος ἄνθος = η ακμή του έρωτα.
οικογένεια: παράγωγα: ἀνθέω, ἄνθεμον, ἀνθηρός, σύνθετα: ἀνθοφορία, ἀνθοφόρος.
Νέα-Ελληνική: άνθος (και με τις δύο σημ.).
ετυμολογία: *ἀνθεσ-, παράβαλε αρχ. ινδ. ándhas- «φυτό».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀνιάω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἀνιάω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀνιάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠνίων!~παρατατικός:ἀνιάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀνιάσω!~μέλλοντας:ἀνιάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠνίασα!~αόριστος:ἀνιάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠνίακα!~παρακείμενος:ἀνιάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠνιώμην!~παθητικός-παρατατικός:ἀνιάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀνιάσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:ἀνιάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠνιάθην!~παθητικός-αόριστος:ἀνιάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠνίαμαι!~παρακείμενος:ἀνιάω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: στενοχωρώ κάποιον.
συνώνυμα: θλίβω, λυπέω.
σημασία2: παθ. φωνή ἀνιῶμαι στενοχωριέμαι: ἀνιῶμαι ταῦτα = στενοχωριέμαι γι' αυτά.
οικογένεια: παράγωγα: ἀνιαρός.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνία «στενοχώρια» + παρ. επίθ. -άω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀνίημι-ρήμα::
* McsElla.ἀνίημι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀνίημι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἵημι.
σημασία1: στέλνω (προς τα πάνω ή προς τα εμπρός).
σημασία2: για το τόξο ή για έγχορδα μουσικά όργανα χαλαρώνω.
αντώνυμα: ἐπιτείνω, ἐντείνω «τεντώνω».
σημασία3: παραμελώ, χαλαρώνω: τὴν φυλακὴν ἀνίημι = χαλαρώνω την περιφρούρηση.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνά + ἵημι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀνίστημι-ρήμα::
* McsElla.ἀνίστημι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀνίστημι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἵστημι.
σημασία1: στήνω κάποιον, τον σηκώνω: ἐκ τῆς κλίνης ἀνίστημί τινα = σηκώνω κάποιον από το κρεβάτι.
σημασία2: ανασταίνω: δοὺς αὐτῇ χεῖρα ἀνέστησεν αὐτήν = αφού της έδωσε το χέρι του, την ανέστησε.
σημασία3: στη μέση φωνή και στους χρόνους με αμετάβ. σημ. ἀνίσταμαι
σημασίαα: σηκώνομαι: ἀναστὰς εἶπε = αφού σηκώθηκε, είπε. ἔκαμνον καὶ οὐδ' ἀνιστάμην ἐκ τῆς κλίνης = ήμουν άρρωστος και ούτε σηκωνόμουν από το κρεβάτι.
σημασίαβ: ανασταίνομαι: Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν = ο Χριστός αναστήθηκε από τους νεκρούς.
οικογένεια: παράγωγα: ἀνάστασις, ἀνάστατος.
Νέα-Ελληνική: ανασταίνω (με τη σημ. 2, και ανασταίνομαι με τη σημ. 3β).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνά + ἵστημι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀνοίγω--ἀνοίγνυμι-ρήμα::
* McsElla.ἀνοίγω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ἀνοίγνυμι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀνοίγνυμι@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀνοίγω@wordaryElla,
* McsElla.ἀνέῳγον!~παρατατικός:ἀνοίγω@wordaryElla,
* McsElla.ἀνοίξω!~μέλλοντας:ἀνοίγω@wordaryElla,
* McsElla.ἀνέῳξα!~αόριστος:ἀνοίγω@wordaryElla,
* McsElla.ἀνέῳχα!~παρακείμενος:ἀνοίγω@wordaryElla,
* McsElla.ἀνοίγομαι!~παθητικός-ενεστώτας:ἀνοίγω@wordaryElla,
* McsElla.ἀνεῳγόμην!~παθητικός-παρατατικός:ἀνοίγω@wordaryElla,
* McsElla.ἀνεῴχθην!~παθητικός-αόριστος:ἀνοίγω@wordaryElla,
* McsElla.ἀνέῳγμαι!~παθητικός-παρακείμενος:ἀνοίγω@wordaryElla,
* McsElla.ἀνεῴγμην!~παθητικός-υπερσυντέλικος:ἀνοίγω@wordaryElla,
σημασία: ανοίγω.
οικογένεια: παράγωγα: ἄνοιγμα, ἄνοιξις, ἀνοικτός.
Νέα-Ελληνική: ανοίγω.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀνά + οἴγω & οἴγνυμι < *Fοιγ- ινδοευρωπαϊκός αρχής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀντέχω-ρήμα::
* McsElla.ἀντέχω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀντέχω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἔχω.
σημασία1: υπομένω: ἀντεῖχε παρὰ δόξαν τῇ ταλαιπωρίᾳ = υπέμενε τις ταλαιπωρίες ξεπερνώντας κάθε προσδοκία.
σημασία2: επαρκώ: ἀντέχει ὁ σῖτος = τα τρόφιμα επαρκούν.
σημασία3: μέση φωνή ἀντέχομαι είμαι προσκολλημένος σε κάποιον ή κάτι: ἀντέχομαι τῆς ἀληθείας = είμαι προσκολλημένος στην αλήθεια.
Νέα-Ελληνική: αντέχω (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀντί + ἔχω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀντὶ-πρόθεση::
* McsElla.ἀντὶ-πρόθεση@wordaryElla,
* McsElla.πρόθεση.ἀντὶ@wordaryElla,
σημασίαΑ: πάντοτε με γενική
σημασία1: για τόπο απέναντι από / σε κάτι ή από / σε κάποιον: ἀντὶ τῶν πιτύων ἕστηκα = στέκομαι απέναντι στα πεύκα.
σημασία2: αντί, στη θέση κάποιου προσώπου ή πράγματος: οὐκ ὤκνουν πόλεμον ἀντ' εἰρήνης μεταλαμβάνειν = δε δίσταζαν να υιοθετούν πόλεμο αντί για ειρήνη.
σημασία3: ως αντάλλαγμα: οὐδέ τις χάρις ἐστὶ ἀντ' ἀγαθῶν παρά σοι = ούτε υπάρχει κάποια ευγνωμοσύνη σε σένα ως αντάλλαγμα για τα αγαθά (που σου πρόσφερα).
σημασία4: για χάρη: ἀντὶ παίδων ἱκετεύομέν σε = σε ικετεύουμε για χάρη των παιδιών.
σημασία5: σε σύγκριση: ἓν ἀνθ' ἑνός = το ένα σε σύγκριση με το άλλο.
σημασίαΒ: ως α΄ συνθετικό δηλώνει
σημασίαα: απέναντι, π.χ. ἀντιβλέπω.
σημασίαβ: σε αντίθεση με κάποιον, εναντίον κάποιου, π.χ. ἀντιλέγω.
σημασίαγ: ανταπόδοση, π.χ. ἀντιβοηθέω.
σημασίαδ: αντικατάσταση, π.χ. ἀντιβασιλεύς.
σημασίαε: ισότητα, ομοιότητα, π.χ. ἀντίθεος «ισόθεος».
Νέα-Ελληνική: αντί (με τις σημ. 2, 3).
ετυμολογία: συγγεν. του ἄντα «έναντι, απέναντι», παράβαλε αρχ. ινδ. ánti, λατ. ante.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀντίδοσις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀντίδοσις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀντίδοσις-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: ανταπόδοση.
σημασία2: διαδικασία ανταλλαγής περιουσιών. (Σύμφωνα με αυτήν, ο πολίτης στον οποίο το κράτος ανέθετε κάποια κοινωφελή εισφορά ή δραστηριότητα, τις λεγόμενες λειτουργίες, μπορούσε να προκαλέσει οποιονδήποτε άλλο συμπολίτη του, τον οποίο θεωρούσε πλουσιότερο από τον ίδιο, να ανταλλάξουν τις περιουσίες τους. Αν ο τελευταίος αρνιόταν, αυτό ήταν ένδειξη ότι όντως ήταν πιο εύπορος, και επομένως θα έπρεπε να αναλάβει εκείνος τη λειτουργία.)
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀντί + δόσις.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀντιλαμβάνω-ρήμα::
* McsElla.ἀντιλαμβάνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀντιλαμβάνω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε λαμβάνω.
σημασία1: δέχομαι κάτι ως αντάλλαγμα για κάτι άλλο: οὔτε κακοὺς εὖ δρῶν εὖ πάλιν ἀντιλάβοις ἄν = ούτε αν ευεργετείς κακούς ανθρώπους θα δεχθείς ως αντάλλαγμα κάτι καλό.
σημασία2: μέση φωνή ἀντιλαμβάνομαι αρπάζω: ὁ Καλλίας τῇ ἀριστερᾷ ἀντελάβετο τοῦ τρίβωνος = ο Καλλίας με το αριστερό του χέρι άρπαξε το παλτό του άλλου.
σημασία3: μέση φωνή ἀντιλαμβάνομαι βοηθώ: δεῖ ἀντιλαμβάνεσθαι τῶν ἀσθενούντων = πρέπει να βοηθάτε τους αδύνατους. ἀντιλαβοῦ, σῶσον,λέησον καὶ διαφύλαξον ἡμᾶς, ὁ Θεός, τῇ σῇ χάριτι = βοήθησέ μας..., Θεέ μου, με τη χάρη σου.
σημασία4: μέση φωνή ἀντιλαμβάνομαι επιχειρώ: ἁπάντων οὖν τούτων ἀναμνησθέντεςρρωμενέστερον ἀντιλαβώμεθα τοῦ πολέμου = ας θυμηθούμε όλα αυτά λοιπόν και ας επιχειρήσουμε τον πόλεμο με μεγαλύτερο θάρρος.
Νέα-Ελληνική: αντιλαμβάνομαι «υποπίπτει στην αντίληψή μου, καταλαβαίνω».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀντί + λαμβάνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀντιλέγω-ρήμα::
* McsElla.ἀντιλέγω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀντιλέγω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε λέγω.
σημασία: μιλώ ενάντια, αντίθετα σε κάποιον ή κάτι, αντιτίθεμαι με το λόγο.
Νέα-Ελληνική: αντιλέγω.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀντί + λέγω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄντρον-ου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἄντρον-ου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἄντρον-ου-τὸ@wordaryElla,
σημασία: σπηλιά.
Νέα-Ελληνική: άντρο.
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀνύτω--ἁνύτω--ἀνύω-ρήμα::
* McsElla.ἀνύτω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ἁνύτω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ἀνύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀνύω@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἁνύτω@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀνύτω@wordaryElla,
* McsElla.ἤνυτον!~παρατατικός:ἀνύτω@wordaryElla,
* McsElla.ἥνυτον!~παρατατικός:ἀνύτω@wordaryElla,
* McsElla.ἤνυον!~παρατατικός:ἀνύτω@wordaryElla,
* McsElla.ἀνύσω!~μέλλοντας:ἀνύτω@wordaryElla,
* McsElla.ἤνυσα!~αόριστος:ἀνύτω@wordaryElla,
* McsElla.ἤνυκα!~παρακείμενος:ἀνύτω@wordaryElla,
* McsElla.ἀνύσομαι!~μέσος-μέλλοντας:ἀνύτω@wordaryElla,
* McsElla.ἠνυσάμην!~μέσος-αόριστος:ἀνύτω@wordaryElla,
* McsElla.ἀνυσθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:ἀνύτω@wordaryElla,
* McsElla.ἠνύσθην!~παθητικός-αόριστος:ἀνύτω@wordaryElla,
* McsElla.ἤνυσμαι!~παθητικός-παρακείμενος:ἀνύτω@wordaryElla,
παρατήρηση: οι πρώτοι δύο τύποι είναι αττικοί και αντιστοιχούν στο ἀνύω των άλλων διαλέκτων.
σημασία1: πετυχαίνω: εἴξασί τινες... τὸ νουθετητικὸν εἶδος τῆς παιδείας σμικρὸν ἀνύτειν = φαίνεται μερικοί να υποστηρίζουν... ότι ο συμβουλευτικός τρόπος της παιδείας πετυχαίνει ασήμαντα αποτελέσματα.
σημασία2: Συχνά απαντά η μετοχή αορίστου ἀνύσας μαζί με ρήμα βιάζομαι να κάνω κάτι: ἀνάβαιν' ἀνύσας κατὰ τὴν ἑτέραν = βιάσου να ανεβείς από την άλλη.
ετυμολογία: το αττ. ἀνύ-τω (με τους παράλληλους μη αττ. τύπους ἀνύω, ἄνυ-μι) αντιστοιχεί στο αρχ. ινδ. sanóti «κερδίζω», ινδοευρωπαϊκός *sen-.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄνω-επίρρημα-πρόθεση::
* McsElla.ἄνω-πρόθεση@wordaryElla,
* McsElla.πρόθεση.ἄνω@wordaryElla,
* McsElla.ἄνω-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ἄνω@wordaryElla,
* McsElla.ἀνωτέρω!~συγκριτικός:ἄνω@wordaryElla,
* McsElla.ἀνωτάτω!~υπερθετικός:ἄνω@wordaryElla,
σημασίαΑ: ως επίρρημα
σημασία1: με ρήματα που δηλώνουν κίνηση προς τα πάνω.
σημασία2: για γεωγραφικές σχέσεις προς το πάνω μέρος, προς το Βορρά: οἱ κατὰ τὴν Θρᾴκην τε καὶ σχεδόν τι κατὰ τὸν ἄνω τόπον = αυτοί που κατοικούν στην περιοχή της Θράκης και χονδρικά στις βόρειες περιοχές.
σημασία3: μακριά από την ακτή, στα μεσόγεια, στο εσωτερικό: ἐς τὴν ἄνω πόλιν ἀφίκετο = έφθασε στην πόλη των μεσογείων (την Αθήνα).
σημασία4: στο παρελθόν: οἱ ἄνω χρόνοι = οι παρελθοντικοί χρόνοι.
σημασίαΒ: ως πρόθεση συντάσσεται με γενική πάνω από κάτι: ἄνω τοῦ γόνατος = πάνω από το γόνατο.
οικογένεια: παράγωγα: ἄνωθεν.
Νέα-Ελληνική: σύνθ. επάνω, πάνω, σύνθ. ανωφερής κτλ.
ετυμολογία: ἀνά + -ω κατά τα επιρρ. κάτ-ω, οὕτ-ω κ.ά..
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄνωθεν-επίρρημα::
* McsElla.ἄνωθεν-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ἄνωθεν@wordaryElla,
σημασία1: από πάνω, από ψηλά: οἱ Συρακόσιοι ἔβαλλον ἄνωθεν τοὺς Ἀθηναίους = οι Συρακούσιοι έριχναν από ψηλά στους Αθηναίους.
σημασία2: από την αρχαία εποχή: οἶμαι γὰρ τοιόνδε τι λέγειν αὐτούς, ἀρχομένους ποθὲν ἄνωθεν = νομίζω, αλήθεια, πως αυτοί λένε κάτι τέτοιο αρχίζοντας από κάπου από την αρχαία εποχή.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἄνω + παρ. επίθ. -θεν.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀνωφελής-ής-ὲς-επίθετο::
* McsElla.ἀνωφελής-ής-ὲς-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀνωφελής-ής-ὲς@wordaryElla,
* McsEll.ἀνωφελέστερος!~συγκριτικός:ἀνωφελής-ής-ὲς@wordaryEllα,
* McsEll.ἀνωφελέστατος!~υπερθετικός:ἀνωφελής-ής-ὲς@wordaryElla,
σημασία: που δεν ωφελεί, ανώφελος, άχρηστος.
Νέα-Ελληνική: ανωφελής.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερητ. ἀν- + *ωφελ- (ὠφελῶ) + παρ. επίθ. -ής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄξιος-ία-ιον-επίθετο::
* McsElla.ἄξιος-ία-ιον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἄξιος-ία-ιον@wordaryElla,
* McsEll.ἀξιώτερος!~συγκριτικός:ἄξιος-ία-ιον@wordaryEllα,
* McsEll.ἀξιώτατος!~υπερθετικός:ἄξιος-ία-ιον@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που έχει κάποιο βάρος ή αξία: πολλοῦ ἄξιος = αυτός που έχει μεγάλη αξία.
σημασία2: αξιόλογος: ἄξια δῶρα = αξιόλογα δώρα.
αντώνυμα: ἀνάξιος.
σημασία3: απρόσωπη έκφραση ἄξιόν ἐστι αρμόζει: τῇ πόλει ἄξιόν ἐστι συλλαβεῖν τὸν ἄνδρα = αρμόζει στην πόλη να συλλάβει τον άντρα.
οικογένεια: παράγωγα: ἀξιόω, ἀξίως, σύνθετα: ἀξιοτίμητος, ἀξιοσέβαστος, ἀξιόποινος.
Νέα-Ελληνική: άξιος (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: πιθ. ἄγω, *ἄκ-τι-ος > *ἄκσιος με ουρανωτική τροπή τ ⇒ σ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀξιόω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἀξιόω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀξιόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠξίουν!~παρατατικός:ἀξιόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀξιώσω!~μέλλοντας:ἀξιόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠξίωκα!~παρακείμενος:ἀξιόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀξιωθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:ἀξιόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠξιώθην!~παθητικός-αόριστος:ἀξιόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠξίωμαι!~παθητικός-παρακείμενος:ἀξιόω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: θεωρώ κάποιον άξιο: τῶν καλλίστωνμαυτὸν ἀξιῶ = θεωρώ τον εαυτό μου άξιο για τα πιο όμορφα πράγματα.
σημασία2: απαιτώ, αξιώνω: ἀξιοῦμεν τἀληθῆ αὐτοὺς λέγειν = απαιτούμε να πουν την αλήθεια.
οικογένεια: παράγωγα: ἀξίωσις, ἀξίωμα, ἀξιωματικός, σύνθετα: καταξιόω, ἀπαξιόω.
Νέα-Ελληνική: αξιώνω (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἄξιος + παρ. επίθ. -όω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀξίωμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀξίωμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀξίωμα-ατος-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: τιμή, υπόληψη: τὸ τῶν ἐλευθέρων γυναικῶν ἀξίωμα = η υπόληψη των ελεύθερων γυναικών.
σημασία2: κοινωνική θέση: οὐκ ἀξιώματος ἀφανείᾳ κεκώλυνται = δεν έχουν εμποδιστεί εξαιτίας της ασημότητας της κοινωνικής τους θέσης.
οικογένεια: παράγωγα: ἀξιωμάτιον.
Νέα-Ελληνική: αξίωμα «τιμητική κοινωνική θέση».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη βλέπεἀξιόω + παρ. επίθ. -μα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀπαγγέλλω-ρήμα::
* McsElla.ἀπαγγέλλω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀπαγγέλλω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἀγγέλλω.
σημασία1: αναγγέλλω: ταῦτα ἀπαγγέλλουσιν πρὸς τὸν Ξενοφῶντα = αναγγέλλουν αυτά στον Ξενοφώντα.
συνώνυμα: ἀναγγέλλω.
σημασία2: διηγούμαι: τούτων ἔνια οὐδ' ἂν ἀπαγγεῖλαι δύναιτό τις = κάποια από αυτά ούτε να τα διηγηθεί κανείς μπορεί.
συνώνυμα: ἀφηγέομαι, διηγέομαι.
οικογένεια: παράγωγα: ἀπαγγελία, ἀπαγγελτικός, σύνθετα: προαπαγγέλλω.
Νέα-Ελληνική: αναγγέλλω (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + ἀγγέλλω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀπαγορεύω-ρήμα::
* McsElla.ἀπαγορεύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀπαγορεύω@wordaryElla,
* McsElla.ἀπηγόρευον!~παρατατικός:ἀπαγορεύω@wordaryElla,
* McsElla.ἀπερῶ!~μέλλοντας:ἀπαγορεύω@wordaryElla,
* McsElla.ἀπεῖπον!~αόριστος:ἀπαγορεύω@wordaryElla,
* McsElla.ἀπηγόρευσα!~αόριστος:ἀπαγορεύω@wordaryElla,
* McsElla.ἀπείρηκα!~παρακείμενος:ἀπαγορεύω@wordaryElla,
* McsElla.ἀπηγόρευκα-μεταγενέστερος!~παρακείμενος:ἀπαγορεύω@wordaryElla,
* McsElla.ἀπορρηθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:ἀπαγορεύω@wordaryElla,
* McsElla.ἀπερρήθην!~παθητικός-αόριστος:ἀπαγορεύω@wordaryElla,
* McsElla.ἀπείρημαι!~παθητικός-παρακείμενος:ἀπαγορεύω@wordaryElla,
σημασία1: απαγορεύω: καὶ διὰ τοῦτο οἱ ἰατροὶ πάντες ἀπαγορεύουσιν τοῖς ἀσθενοῦσιν χρῆσθαιλαίῳ = και γι' αυτό όλοι οι γιατροί απαγορεύουν στους αρρώστους να χρησιμοποιούν λάδι.
σημασία2: ως αμετάβατο εξαντλούμαι: ἐπειδὴ ἑώρα Λακεδαιμονίους τῷ κατὰ θάλατταν πολέμῳ ἀπαγορεύοντας = επειδή έβλεπε ότι οι Λακεδαιμόνιοι εξαντλούνταν στον πόλεμο που γινόταν στη θάλασσα.
οικογένεια: παράγωγα: ἀπαγορευτικός, ἀπαγόρευσις, ἀπαγόρευμα, σύνθετα: συναπαγορεύω, προαπαγορεύω.
Νέα-Ελληνική: απαγορεύω (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + ἀγορεύω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀπαγχονίζω-ρήμα::
* McsElla.ἀπαγχονίζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀπαγχονίζω@wordaryElla,
σημασία: πνίγω.
Νέα-Ελληνική: απαγχονίζω.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + ἀγχονίζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀπάγω-ρήμα::
* McsElla.ἀπάγω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀπάγω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἄγω.
σημασία1: μεταφέρω.
σημασία2: αποσύρω στρατεύματα: τὰς ναῦς ἀπὸ Ἐπιδάμνου ἀπάγω = αποσύρω τα καράβια από την Επίδαμνο.
σημασία3: ως νομικός όρος οδηγώ ενώπιον αξιωματούχου κάποιον που έχω συλλάβει, για να τον κατηγορήσω: κατὰ τοὺς νόμους ἀπήχθη = συνελήφθη, οδηγήθηκε ενώπιον του αξιωματούχου και κατηγορήθηκε σύμφωνα με τους νόμους.
οικογένεια: παράγωγα: ἀπαγωγή, ἀπαγωγός, σύνθετα: συνεπάγω.
Νέα-Ελληνική: απάγω «οδηγώ παράνομα».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + ἄγω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀπαίρω-ρήμα::
* McsElla.ἀπαίρω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀπαίρω@wordaryElla,
* McsElla.ἀπῇρον!~παρατατικός:ἀπαίρω@wordaryElla,
* McsElla.ἀπαρῶ!~μέλλοντας:ἀπαίρω@wordaryElla,
* McsElla.ἀπῆρα!~αόριστος-α΄:ἀπαίρω@wordaryElla,
* McsElla.ἀπῆρκα!~παρακείμενος:ἀπαίρω@wordaryElla,
σημασία: αποπλέω, αναχωρώ: πληρώσαντες τὰς ναῦς ἀπῆραν = αφού επιβιβάστηκαν στα καράβια, απέπλευσαν.
συνώνυμα: ἀνάγομαι.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + αἴρω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄπαις-αιδος-επίθετο::
* McsElla.ἄπαις-αιδος-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἄπαις-αιδος@wordaryElla,
σημασία: άτεκνος.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερ. ἀ- + παῖς.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀπαλλάττω-ρήμα::
* McsElla.ἀπαλλάττω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀπαλλάττω@wordaryElla,
παρατήρηση: ο κοινός τύπος είναι ἀπαλλάσσω.
χρόνοι: βλέπε ἀλλάττω.
σημασία1: απαλλάσσω: τὴν πόλιν ἐκ κακῶν ἀπήλλαξε = απάλλαξε την πόλη από τα κακά.
σημασία2: μέση και παθ. φωνή ἀπαλλάττομαι διαφεύγω: ἀζήμιος ἀπαλλάττομαι = διαφεύγω χωρίς πρόστιμο.
σημασία3: μέση και παθητική φωνή ἀπαλλάττομαι αναχωρώ: πρὸς ἄλλην ἀπαλλάττομαι χώραν = αναχωρώ για άλλον τόπο.
οικογένεια: παράγωγα: ἀπαλλαγή.
Νέα-Ελληνική: απαλλάσσω (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + ἀλλάττω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἁπαλός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.ἁπαλός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἁπαλός-ή-ὸν@wordaryElla,
* McsEll.ἁπαλώτερος!~συγκριτικός:ἁπαλός-ή-ὸν@wordaryEllα,
* McsEll.ἁπαλώτατος!~υπερθετικός:ἁπαλός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία1: μαλακός.
σημασία2: ήσυχος, γλυκός (χαρακτήρας).
σημασία3: μαλθακός.
οικογένεια: παράγωγα: ἁπαλότης, ἁπαλύνω.
Νέα-Ελληνική: απαλός (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία, για το -αλὸς παράβαλε ὁμ-αλός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀπαντάω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἀπαντάω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀπαντάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀπήντων!~παρατατικός:ἀπαντάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀπαντήσω!~μέλλοντας:ἀπαντάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀπαντήσομαι!~μέλλοντας:ἀπαντάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀπήντησα!~αόριστος:ἀπαντάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀπήντηκα!~παρακείμενος:ἀπαντάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀπήντημαι!~μέσος-παρακείμενος:ἀπαντάω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: συναντώ: τούτῳ ἰόντι ἐξ ἀγροῦ ἀπήντησα = τον συνάντησα, όταν ερχόταν από την ύπαιθρο.
σημασία2: αντιμετωπίζω (στη μάχη): ἀπήντησαν τοῖς βαρβάροις Μαραθῶνι = αντιμετώπισαν τους βαρβάρους στο Μαραθώνα.
σημασία3: στο δικαστήριο παρουσιάζομαι: πρὸς τὴν δίκην ἀπαντῶ = παρουσιάζομαι στη δίκη.
οικογένεια: παράγωγα: ἀπάντησις.
Νέα-Ελληνική: απαντώ (με τη σημ. 1, λ.χ. η λέξη αυτή απαντά στον Όμηρο. Το σημερινό απαντώ «δίνω απάντηση» οι αρχαίοι το έλεγαν ἀποκρίνομαι).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + ἀντάω (< παράγωγα: ἄντα «απέναντι» + παρ. επίθ. -άω).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἅπαξ-επίρρημα::
* McsElla.ἅπαξ-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ἅπαξ@wordaryElla,
σημασία: μια φορά: μὴ ἅπαξ, ἀλλὰ καὶ πολλάκις = όχι μόνο μία φορά αλλά πολλές.
Νέα-Ελληνική: άπαξ, στη φρ. άπαξ διά παντός.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη *σα-, *σεμ- (εἷς, μία, ἅμα) + *παγ- (< πήγνυμι).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀπαξιόω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἀπαξιόω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀπαξιόω-ῶ@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἀξιόω.
σημασία: απορρίπτω κάποιον ή κάτι ως ανάξιο: ἀπαξιῶ τί τινος = θεωρώ κάτι ανάξιο για κάποιον.
οικογένεια: παράγωγα: ἀπαξίωσις.
Νέα-Ελληνική: απαξιώνω.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + ἀξιόω, βλέπε ἀξιόω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀπαρχή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀπαρχή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀπαρχή-ῆς-ἡ@wordaryElla,
παρατήρηση: στον πληθ. αἱ ἀπαρχαὶ οι πρώτοι καρποί που προσφέρονται ως θυσία στους θεούς.
Νέα-Ελληνική: απαρχή «πρώτη αρχή».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + ἀρχὴ ως παράγ. του ἀπάρχομαι «κάνω αρχή».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἅπας-ἅπασα-ἅπαν-αντωνυμία::
* McsElla.ἅπας-ἅπασα-ἅπαν-αντωνυμία@wordaryElla,
* McsElla.αντωνυμία.ἅπας-ἅπασα-ἅπαν@wordaryElla,
σημασία1: όλος, ολόκληρος: ἀργυροῦς ἐστιν ἅπας = είναι ολόκληρος ασημένιος. τὸ Ἄργος προεῖχε ἅπασι = το Άργος υπερείχε σε όλα.
σημασία2: ο καθένας: ταύτην ἅπας φεύγει = ο καθένας την αποφεύγει αυτήν.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη *(σ)α-, *σεμ- (εἷς) + αντων. πᾶς.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Ἀπατούρια-ίων-τὰ-ουσιαστικό::
* McsElla.Ἀπατούρια-ίων-τὰ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Ἀπατούρια-ίων-τὰ@wordaryElla,
σημασία: γιορτή που γιόρταζαν ετησίως στην Αθήνα και στις ιωνικές πόλεις οι φρατρίες (αδελφότητες, δηλ. ομάδες συγγενικών προσώπων) που υπήρχαν στην κάθε πόλη. (Η κάθε φρατρία τελούσε τη γιορτή μόνη της, στο δικό της λατρευτικό κέντρο. Στα Απατούρια οι πατέρες που πρόσφατα είχαν αποκτήσει παιδί το παρουσίαζαν, και με τον τρόπο αυτόν το ενέτασσαν στη φρατρία τους.)
ετυμολογία: αθροιστ. ἀ- + πατήρ, δηλ. *ἀπάτουρος < *ἁπατορFός = ὁμοπάτωρ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀπείθεια-είας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀπείθεια-είας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀπείθεια-είας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: ανυπακοή: τὸ θάρσος ἀμέλειαν καὶ ἀπείθειαν ἐμβάλλει = η αυτοπεποίθηση γεννά την αμέλεια και την ανυπακοή.
Νέα-Ελληνική: απείθεια.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀπειθέ-ω + παρ. επίθ. -ια.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀπειθέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἀπειθέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀπειθέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: είμαι ανυπάκουος.
συνώνυμα: ἀπειθαρχέω.
αντώνυμα: ὑπακούω, πειθαρχέω.
ετυμολογία: παράγωγα: ἀπειθ-ής + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀπειθής-ής-ὲς-επίθετο::
* McsElla.ἀπειθής-ής-ὲς-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀπειθής-ής-ὲς@wordaryElla,
* McsEll.ἀπειθέστερος!~συγκριτικός:ἀπειθής-ής-ὲς@wordaryEllα,
* McsEll.ἀπειθέστατος!~υπερθετικός:ἀπειθής-ής-ὲς@wordaryElla,
σημασία: ανυπάκουος: ἀπειθὴς τοῖς νόμοις = ανυπάκουος στους νόμους.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερ. ἀ- + πείθομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄπειμι(Α)-ρήμα::
* McsElla.ἄπειμι(Α)!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἄπειμι(Α)@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε εἰμὶ. απουσιάζω.
αντώνυμα: πάρειμι «είμαι παρών».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + εἰμί.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄπειμι(Β)-ρήμα::
* McsElla.ἄπειμι(Β)!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἄπειμι(Β)@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε εἶμι.
παρατήρηση: χρησιμοποιείται ως μέλλοντας του ἀπέρχομαι.
σημασία: φεύγω: ἀπῇσαν ἐπὶ οἶκον = έφευγαν για τις πατρίδες τους.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + εἶμι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀπείργω-ρήμα::
* McsElla.ἀπείργω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀπείργω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε εἴργω.
σημασία: εμποδίζω: οὔκ ἐστιν ὅτε ξενηλασίαις ἀπείργομέν τινα ἢ μαθήματος ἢ θεάματος = ποτέ με απελάσεις ξένων δεν εμποδίζουμε κάποιον να μάθει ή να δει κάτι.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + εἴργω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀπειρόκαλος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἀπειρόκαλος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀπειρόκαλος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία: ακαλαίσθητος.
αντώνυμα: ἀπειρόκακος «που δεν έχει πείρα του κακού, ο μη καχύποπτος».
οικογένεια: παράγωγα: ἀπειροκαλία, ἡ «έλλειψη καλαισθησίας».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἄπειρος + καλός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀπελαύνω-ρήμα::
* McsElla.ἀπελαύνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀπελαύνω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἐλαύνω.
σημασία: εκδιώκω: ἀπελαύνω Χαλδαίους ἀπὸ τούτων τῶν ἄκρων = εκδιώκω τους Χαλδαίους από αυτές τις βουνοκορφές.
οικογένεια: παράγωγα: ἀπέλασις.
Νέα-Ελληνική: λόγ. απελαύνω.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + ἐλαύνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀπελεύθερος-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀπελεύθερος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀπελεύθερος-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: χειραφετημένος δούλος: Ἀντισθένους ἀπελευθέρῳ ἐμίσθωσα τὸν ἀγρόν = νοίκιασα το χωράφι στο χειραφετημένο δούλο του Αντισθένη.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + ἐλεύθερος ως παράγωγα: του ἀπελευθερόω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀπεργάζομαι-ρήμα::
* McsElla.ἀπεργάζομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀπεργάζομαι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἐργάζομαι.
σημασία1: αποτελειώνω, τελειοποιώ: ἀπεργάζεται τοῦτο τὸ ἔργον = αποτελειώνει αυτό το έργο.
σημασία2: προξενώ, επιφέρω: νίκην καὶ σωτηρίαν ἡμῖν ἀπεργάζεται = μας εξασφαλίζει τη νίκη και τη σωτηρία.
σημασία3: μεταβάλλω, καθιστώ: ἀγαθόν τινα ἀπεργάζομαι = καθιστώ κάποιον καλό.
οικογένεια: παράγωγα: ἀπεργασία.
Νέα-Ελληνική: στη φρ. απεργάζομαι την καταστροφή κάποιου, δηλαδή την προετοιμάζω με τέλειο τρόπο (σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + ἐργάζομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀπέρχομαι-ρήμα::
* McsElla.ἀπέρχομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀπέρχομαι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἔρχομαι.
σημασία1: φεύγω: ἀπὸ τοῦ βουλευτηρίου ἀπέρχομαι = φεύγω από το βουλευτήριο.
* με την πρόθεση εἰς υποδηλώνεται αναχώρηση από έναν τόπο και μετάβαση σε άλλον: εἰς Θουρίους οἰκήσοντες ἀπέρχονται = αναχωρούν, για να εγκατασταθούν στους Θουρίους.
συνώνυμα: ἄπειμι «φεύγω».
αντώνυμα: ἥκω «έχω φτάσει».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + ἔρχομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀπεχθάνομαι-ρήμα::
* McsElla.ἀπεχθάνομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀπεχθάνομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἀπηχθανόμην!~παρατατικός:ἀπεχθάνομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἀπεχθήσομαι!~μέλλοντας:ἀπεχθάνομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἀπηχθόμην!~αόριστος-β´:ἀπεχθάνομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἀπήχθημαι!~παρακείμενος:ἀπεχθάνομαι@wordaryElla,
παρατήρηση: κυρίως με δοτική προσώπου είμαι μισητός σε κάποιον, επισύρω το μίσος του: οὐδενὶ ἀπεχθάνεται = δεν είναι μισητός σε κανέναν.
οικογένεια: παράγωγα: ἀπεχθὴς «μισητός».
Νέα-Ελληνική: απεχθάνομαι κάτι (μεταβατικό).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀπεχθής (< σύνθετα: ἀπό + ἔχθος) + παρ. επίθ. -αν-ομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀπεχθής-ής-ὲς-επίθετο::
* McsElla.ἀπεχθής-ής-ὲς-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀπεχθής-ής-ὲς@wordaryElla,
* McsEll.ἀπεχθέστερος!~συγκριτικός:ἀπεχθής-ής-ὲς@wordaryEllα,
* McsEll.ἀπεχθέστατος!~υπερθετικός:ἀπεχθής-ής-ὲς@wordaryElla,
σημασία1: μισητός.
συνώνυμα: μισητός.
αντώνυμα: ἀγαπητός.
σημασία2: εχθρικός.
σημασία3: επίρρημα ἀπεχθῶς: ἀπεχθῶς ἔχω τινί = είμαι εχθρικός απέναντι σε κάποιον.
οικογένεια: παράγωγα: ἀπεχθάνομαι, ἀπέχθεια «μίσος».
Νέα-Ελληνική: απεχθής (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + ἔχθος + παρ. επίθ. -ής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀπέχω-ρήμα::
* McsElla.ἀπέχω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀπέχω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἔχω.
σημασία1: είμαι μακριά από κάποιον ή κάτι: τῆς πόλεως οὐ πολλὴν ὁδὸν ἀπέχει = δεν είναι πολύ μακριά από την πόλη.
σημασία2: με απαρέμφατο εμποδίζω: οὐδὲν ἀπέχει αὐτὸν ποιεῖν τοῦτο = τίποτα δεν τον εμποδίζει να κάνει αυτό.
σημασία3: μέση φωνή ἀπέχομαι κρατιέμαι μακριά από κάποιον ή κάτι: ἀπέχομαι τοῦ πολέμου = κρατιέμαι μακριά από τον πόλεμο.
οικογένεια: παράγωγα: ἀποχή.
Νέα-Ελληνική: απέχω (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + ἔχω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀπηλιώτης-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀπηλιώτης-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀπηλιώτης-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: δυτικός άνεμος (που φυσά από τον ορίζοντα όπου δύει ο ήλιος).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + ἠλιώτης με ιωνική ψίλωση.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀπήνεμος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἀπήνεμος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀπήνεμος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία: απάνεμος: ἀπήνεμος λιμήν = απάνεμο λιμάνι.
Νέα-Ελληνική: απάνεμος.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + ἄνεμος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀπιστέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἀπιστέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀπιστέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠπίστουν!~παρατατικός:ἀπιστέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀπιστήσω!~μέλλοντας:ἀπιστέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠπίστησα!~αόριστος:ἀπιστέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠπίστηκα!~παρακείμενος:ἀπιστέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀπιστήσομαι!~μέσος-μέλλοντας-παθητική-σημασία:ἀπιστέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀπιστηθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:ἀπιστέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠπιστήθην!~παθητικός-αόριστος:ἀπιστέω-ῶ@wordaryElla,
παρατήρηση: με δοτική δεν εμπιστεύομαι: τῷ Τισσαφέρνει ἀπιστῶ = δεν εμπιστεύομαι τον Τισσαφέρνη. ἀπιστῶ λόγῳ τινί = δεν εμπιστεύομαι κάποιο επιχείρημα.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἄπιστος + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄπιστος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἄπιστος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἄπιστος-ος-ον@wordaryElla,
* McsEll.ἀπιστότερος!~συγκριτικός:ἄπιστος-ος-ον@wordaryEllα,
* McsEll.ἀπιστότατος!~υπερθετικός:ἄπιστος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία1: αναξιόπιστος: ἄπιστόν τινα ποιῶ = καθιστώ κάποιον αναξιόπιστο.
σημασία2: απίστευτος: ἄπιστος ὁ τοιοῦτος λόγος = είναι απίστευτα αυτά τα λόγια.
σημασία3: δύσπιστος: ἄπιστος ἦν πρὸς Φίλιππον = ήταν δύσπιστος απέναντι στο Φίλιππο.
οικογένεια: παράγωγα: ἀπιστέω, ἀπιστία, ἀπίστως.
Νέα-Ελληνική: άπιστος (με τη σημ. 3 στη φρ. άπιστος Θωμάς).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερ. ἀ- + πιστός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄπλετος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἄπλετος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἄπλετος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία: απεριόριστος: ἐπιπίπτει χιὼν ἄπλετος = πέφτει απεριόριστο χιόνι.
Νέα-Ελληνική: κυρίως στη φράση ρίχνω άπλετο φως.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερ. ἀ- + *πλε- (πλέ-θρον «μέτρο μήκους και επιφάνειας») + -τος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἁπλοῦς-ῆ-οῦν-επίθετο::
* McsElla.ἁπλοῦς-ῆ-οῦν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἁπλοῦς-ῆ-οῦν@wordaryElla,
* McsElla.ἁπλούστερος!~συγκριτικός:ἁπλοῦς-ῆ-οῦν@wordaryElla,
* McsElla.ἁπλούστατος!~υπερθετικός:ἁπλοῦς-ῆ-οῦν@wordaryElla,
παρατήρηση: ο ασυναίρετος τύπος είναι ἁπλόος
σημασία1: ένας (μία, ένα) μόνον: περιτειχίζουσι Μυτιλήνην ἁπλῷ τείχει = περιτειχίζουν τη Μυτιλήνη με ένα μόνον τείχος.
σημασία2: απλός: οὐδὲν ἔχω ἁπλούστερον εἰπεῖν = δεν έχω τίποτε πιο απλό να πω.
οικογένεια: παράγωγα: ἁπλότης, ἁπλόω, ἅπλωμα.
Νέα-Ελληνική: απλός (και με τις δύο σημ.).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη *(σ)α, *σεμ- (εἷς, ἅμα) + -πλος (πβ. λατινικός sim-pl-ex), που παρετυμολογήθηκε σε πλόος < πλέω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἁπλῶς-επίρρημα::
* McsElla.ἁπλῶς-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ἁπλῶς@wordaryElla,
* McsElla.ἁπλούστερον!~συγκριτικός:ἁπλῶς@wordaryElla,
* McsElla.ἁπλούστατα!~υπερθετικός:ἁπλῶς@wordaryElla,
σημασία1: με απλό τρόπο: ὡς δ' ἁπλῶς εἰπεῖν... = και για να μιλήσουμε με απλό τρόπο...
σημασία2: απολύτως: ἁπλῶς τε ἀδύνατόν ἐστι = και είναι απολύτως αδύνατον.
σημασία3: γενικά.
Νέα-Ελληνική: απλώς (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἁπλοῦς + παρ. επίθ. -ῶς.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀπὸ-πρόθεση::
* McsElla.ἀπὸ-πρόθεση@wordaryElla,
* McsElla.πρόθεση.ἀπὸ@wordaryElla,
σημασίαΑ: με γενική
σημασία1: για απόσταση μακριά από κάπου: αἱ παλαιαὶ (πόλεις) ἀπὸ θαλάσσης ᾠκίσθησαν = οι παλαιές (πόλεις) χτίστηκαν μακριά από τη θάλασσα.
σημασία2: για χρόνο μετά: ἀπὸ τῶν σίτων οἱ μὲν διαπονούμενοι εὖχροί τε καὶ εὔσαρκοί εἰσιν = μετά το φαγητό, οι ασκούμενοι και χρώμα έχουν καλό και σώματα ωραία. Ἀργεῖοι ἀπὸ τούτου τοῦ χρόνου ἐποιήσαντο νόμον = οι Αργείοι έπειτα από αυτήν την εποχή έκαναν νόμο.
σημασία3: για άτομο από το οποίο πρόερχεται κάποια πράξη ἐπράχθη τε ἀπ' αὐτῶν οὐδὲν ἔργον ἀξιόλογον = από αυτούς δεν πραγματοποιήθηκε καμιά αξιόλογη πολεμική επιχείρηση.
σημασίαΒ: ως α΄ συνθετικό δηλώνει
σημασίαα: χωρισμό, π.χ. ἀποκόπτω.
σημασίαβ: ολοκλήρωση, π.χ. ἀπεργάζομαι.
σημασίαγ: λήξη, π.χ. ἀπολοφύρομαι (= τελειώνω τον ολοφυρμό μου, το θρήνο μου).
σημασίαδ: επιστροφή, π.χ. ἀποδίδωμι (= δίνω πίσω).
ετυμολογία: ινδοευρωπαϊκός αρχής, παράβαλε αρχ. ινδ. ápa, λατινικός ab.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀποβαίνω-ρήμα::
* McsElla.ἀποβαίνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀποβαίνω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε βαίνω.
σημασία: βγαίνω (από ένα χώρο): ἐκ τῶν νεῶν ἀποβαίνουσιν οἱ ὁπλῖται = οι οπλίτες βγαίνουν από τα πλοία.
συνώνυμα: ἐξέρχομαι.
αντώνυμα: εἰσέρχομαι.
οικογένεια: παράγωγα: ἀποβάθρα, ἀπόβασις.
Νέα-Ελληνική: αποβαίνω «καταλήγω, καταντώ».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + βαίνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀποβάλλω-ρήμα::
* McsElla.ἀποβάλλω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀποβάλλω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε βάλλω.
παρατήρηση: κυρίως στη μέση φωνή ἀποβάλλομαι διώχνω από πάνω μου κάτι, αποβάλλω: τὴν μὲν βασιλέως δύναμιν ἀπεβαλόμεθα = αποβάλαμε από πάνω μας την εξουσία του βασιλιά.
οικογένεια: παράγωγα: ἀποβλητέον, ἀπόβλητος, ἀποβολή, ἀποβλητικός, ἀπόβλημα.
Νέα-Ελληνική: αποβάλλω.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + βάλλω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀποβλέπω-ρήμα::
* McsElla.ἀποβλέπω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀποβλέπω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε βλέπω.
σημασία: στρέφω το βλέμμα μου: καὶ πρὸς ἡμᾶς ἀποβλέψας εἶπεν = και στρέφοντας το βλέμμα του προς εμάς είπε.
Νέα-Ελληνική: αποβλέπω «αποσκοπώ, στοχεύω».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + βλέπω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀπογιγνώσκω-ρήμα::
* McsElla.ἀπογιγνώσκω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀπογιγνώσκω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε γιγνώσκω.
σημασία1: εγκαταλείπω ένα σχέδιο: ἔδοξε καὶ Κύρῳ καὶ τοῖς ἄλλοις ἀπεγνωκέναι τοῦ μάχεσθαι = φάνηκε καλό στον Κύρο και στους άλλους να εγκαταλείψουν το σχέδιο για μάχη.
σημασία2: χάνω κάθε ελπίδα: ἀπογιγνώσκω τῆςλευθερίας = χάνω κάθε ελπίδα για ελευθερία.
σημασία3: ως δικανικός όρος απορρίπτω μια καταγγελία εναντίον κάποιου, άρα κηρύσσω κάποιον αθώο: ἀπογιγνώσκω τινὸς ἀδικεῖν = απαλλάσσω κάποιον από την κατηγορία ότι αδικεί.
αντώνυμα: καταγιγνώσκω «καταδικάζω».
σημασία4: παθ. φωνή ἀπογιγνώσκομαι είμαι απεγνωσμένος.
οικογένεια: παράγωγα: ἀπόγνωσις, ἀπόγνοια.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + γιγνώσκω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀποδείκνυμι-ρήμα::
* McsElla.ἀποδείκνυμι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀποδείκνυμι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε δείκνυμι.
σημασία1: επιδεικνύω: ἀρετήν ἀπέδειξαν = επέδειξαν θάρρος.
σημασία2: παρέχω, παρουσιάζω.
σημασία3: αποδεικνύω.
σημασία4: διορίζω, ορίζω.
σημασία5: καθιστώ.
οικογένεια: παράγωγα: ἀπόδειξις, ἀποδεικτικός.
Νέα-Ελληνική: αποδεικνύω (με τη σημ. 3).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + δείκνυμι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀποδειλιάω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἀποδειλιάω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀποδειλιάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀπεδειλίων!~παρατατικός:ἀποδειλιάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀποδειλιάσω!~μέλλοντας:ἀποδειλιάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀπεδειλίασα!~αόριστος:ἀποδειλιάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀποδεδειλίακα!~παρακείμενος:ἀποδειλιάω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: είμαι δειλός, δειλιάζω: ἀναγκάζονται ἀποδειλιᾶν διὰ τὴν πονηρίαν τῶν σωμάτων ἐν τοῖς κινδύνοις = αναγκάζονται να δειλιάζουν στους πολεμικούς κινδύνους λόγω της κακής κατάστασης (της αδυναμίας) του σώματός τους.
σημασία2: αποφεύγω κάτι από δειλία: ἀποδειλιῶ τοῦ ποιεῖν τι = αποφεύγω να κάνω κάτι.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + δειλιάω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀποδεκατόω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἀποδεκατόω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀποδεκατόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀποδεκατώσω!~μέλλοντας:ἀποδεκατόω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: δίνω τη δεκάτη, δίνω το ένα δέκατο κάποιου εισοδήματος: πάντα ἀποδεκατῶ = δίνω το ένα δέκατο απ' όλα όσα παίρνω.
Νέα-Ελληνική: αποδεκατίζω «καταστρέφω και αφήνω το ένα δέκατο του συνόλου».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + δεκατόω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀποδέχομαι-ρήμα::
* McsElla.ἀποδέχομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀποδέχομαι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε δέχομαι.
σημασία1: παραδέχομαι: ἀπόδεξαί μου ὃ λέγω = παραδέξου αυτό που λέγω.
σημασία2: δέχομαι: πάντ' ἄνδρα εἰκότως ἀποδέχονται περὶ ταύτης τῆς ἀρετῆς σύμβουλον = δικαιολογημένα δέχονται κάθε άνθρωπο ως σύμβουλο γι' αυτή την αρετή.
σημασία3: εγκρίνω: ἀποδέχομαι τὰς κατηγορίας = εγκρίνω τις κατηγορίες.
σημασία4: καταλαβαίνω: τοιαῦτα δυσχερῶς πως ἀποδέχομαι = κάπως δύσκολα καταλαβαίνω τέτοιου είδους πράγματα.
οικογένεια: παράγωγα: ἀποδοχή, ἀποδεκτός, ἀποδέκτης, ἀποδεκτέον.
Νέα-Ελληνική: αποδέχομαι (με τις σημ. 1, 2, 3).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + δέχομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀποδημέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἀποδημέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀποδημέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀπεδήμουν!~παρατατικός:ἀποδημέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀποδημήσω!~μέλλοντας:ἀποδημέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀπεδήμησα!~αόριστος:ἀποδημέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: είμαι μακριά από το σπίτι μου, είμαι στο εξωτερικό ή ταξιδεύω, απουσιάζω: ἀποδημῶν τυγχάνει = τυχαίνει να είναι στο εξωτερικό.
αντώνυμα: ἐνδημέω.
οικογένεια: παράγωγα: ἀποδημητής, ἀποδημία, ἀποδημητικός.
Νέα-Ελληνική: αποδημώ.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀπόδημος + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀποδιδράσκω-ρήμα::
* McsElla.ἀποδιδράσκω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀποδιδράσκω@wordaryElla,
* McsElla.ἀπεδίδρασκον!~παρατατικός:ἀποδιδράσκω@wordaryElla,
* McsElla.ἀποδράσομαι!~μέλλοντας:ἀποδιδράσκω@wordaryElla,
* McsElla.ἀπέδραν!~αόριστος-β΄:ἀποδιδράσκω@wordaryElla,
* McsElla.ἀποδέδρακα!~παρακείμενος:ἀποδιδράσκω@wordaryElla,
* McsElla.ἀπεδεδράκειν!~υπερσυντέλικος:ἀποδιδράσκω@wordaryElla,
σημασία1: δραπετεύω: ἀποδρᾶσα ᾤχετο = δραπέτευσε και έφυγε.
σημασία2: αποφεύγω: οὐκ ἀπέδρα τὴν στρατείαν = δεν απέφυγε την εκστρατεία.
οικογένεια: παράγωγα: ἀπόδρασις.
Νέα-Ελληνική: αποδρώ (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + διδράσκω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀποδίδωμι-ρήμα::
* McsElla.ἀποδίδωμι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀποδίδωμι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε δίδωμι.
σημασία1: δίνω πίσω, επιστρέφω κάτι, πληρώνω (λ.χ. χρέη): ἀπόδος τὸν ναῦλον = πλήρωσέ μου το ναύλο.
σημασία2: παραπέμπω: ἀποδίδωμι εἰς τὴν βουλὴν περί τινος = παραπέμπω στη βουλή σχετικά με ένα ζήτημα.
σημασία3: επιτρέπω: ταῖς πόλεσιν ἀπέδοσαν αὐτονομεῖσθαι = επέτρεψαν στις πόλεις να είναι αυτόνομες.
οικογένεια: παράγωγα: ἀπόδοσις, ἀποδοτέον.
Νέα-Ελληνική: αποδίδω (λ.χ. λογαριασμό, την αιτία σε κάποιο πρόσωπο κτλ.).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + δίδωμι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀποδύω-ρήμα::
* McsElla.ἀποδύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀποδύω@wordaryElla,
* McsElla.ἀπέδυον!~παρατατικός:ἀποδύω@wordaryElla,
* McsElla.ἀποδύσω!~μέλλοντας:ἀποδύω@wordaryElla,
* McsElla.ἀπέδυσα!~αόριστος-α΄:ἀποδύω@wordaryElla,
* McsElla.ἀπέδυν-«απογυμνώθηκα»!~αόριστος-β΄-μέση-σημασία:ἀποδύω@wordaryElla,
* McsElla.ἀποδέδυκα-«έχω-απογυμνωθεί»!~παρακείμενος-μέση-σημασία:ἀποδύω@wordaryElla,
* McsElla.ἀποδύσομαι!~μέσος-μέλλοντας:ἀποδύω@wordaryElla,
* McsElla.ἀπεδυσάμην!~μέσος-αόριστος:ἀποδύω@wordaryElla,
σημασία: απογυμνώνω: τὴν ψυχήν τινος ἀπεδύσαμεν καὶ ἐθεασάμεθα = απογυμνώσαμε την ψυχή κάποιου και την παρατηρήσαμε.
συνώνυμα: ἐκδύω «ξεντύνω».
οικογένεια: παράγωγα: ἀποδυτήριον, ἀποδυτέον.
Νέα-Ελληνική: αποδύομαι «καταπιάνομαι, αφιερώνομαι σε κάτι».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + δύω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀποθνῄσκω-ρήμα::
* McsElla.ἀποθνῄσκω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀποθνῄσκω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε θνῄσκω.
σημασία1: πεθαίνω.
σημασία2: ως παθ. του ἀποκτείνω θανατώνομαι, σκοτώνομαι: ἀπέθανεν ὑπὸ τῆς πόλεως = φονεύτηκε από την πόλη.
Νέα-Ελληνική: πεθαίνω (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + θνῄσκω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀποικέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἀποικέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀποικέω-ῶ@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε οἰκέω -ῶ.
σημασία: φεύγω από το σπίτι, κυρίως ως άποικος, εγκαθίσταμαι σε ξένη χώρα, μεταναστεύω: ἐκ πόλεως ἀπῴκησαν = μετανάστευσαν από την πόλη.
οικογένεια: παράγωγα: ἀποίκησις.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + οἰκέω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀποικία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀποικία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀποικία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: οικισμός ανθρώπων μακριά από την πατρίδα τους.
αντώνυμα: μητρόπολις.
Νέα-Ελληνική: αποικία.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀποικέω (< σύνθετα: ἀπό + οἰκέω) + παρ. επίθ. -ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀποικίζω-ρήμα::
* McsElla.ἀποικίζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀποικίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἀποικιῶ!~μέλλοντας:ἀποικίζω@wordaryElla,
σημασία1: στέλνω μακριά από την πατρίδα.
σημασία2: ιδρύω αποικία σε κάποιο μέρος, στέλνω σ' αυτό αποικία: ταύτην ἀπῴκισαν = σ' αυτήν ίδρυσαν αποικία.
οικογένεια: παράγωγα: ἀποίκισις, ἀποικισμός, ἀποικιστής.
Νέα-Ελληνική: αποικίζω (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀποικία (< σύνθετη-λέξη ἀποικέω + παρ. επίθ. -ία) + παρ. επίθ. -ίζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀποκαθίστημι-ρήμα::
* McsElla.ἀποκαθίστημι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀποκαθίστημι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἵστημι.
σημασία: αποκαθιστώ.
οικογένεια: παράγωγα: ἀποκατάστασις.
Νέα-Ελληνική: αποκαθιστώ.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + καθίστημι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀποκάμνω-ρήμα::
* McsElla.ἀποκάμνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀποκάμνω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε κάμνω.
σημασία: κουράζομαι: οὐ χρὴ ἀποκάμνειν = δεν πρέπει να κουραζόμαστε.
συνώνυμα: ἀπαγορεύω «εξαντλούμαι».
Νέα-Ελληνική: αποκάμνω.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + κάμνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀπόκειμαι-ρήμα::
* McsElla.ἀπόκειμαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀπόκειμαι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε κεῖμαι.
σημασία: είμαι αποθηκευμένος: σῖτος ἀποκείμενος = το αποθηκευμένο σιτάρι.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + κεῖμαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀποκληρόω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἀποκληρόω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀποκληρόω-ῶ@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε κληρόω -ῶ.
σημασία: διαλέγω με κλήρο: καὶ διεβίβαζον εἰς τὴν νῆσον τοὺς ὁπλίτας ἀποκληρώσαντες ἀπὸ πάντων τῶν λόχων = και έστελναν στο νησί τους οπλίτες, αφού τους διάλεξαν με κλήρο απ' όλους τους λόχους.
οικογένεια: παράγωγα: ἀποκλήρωσις.
Νέα-Ελληνική: αποκληρώνω «στερώ το κληρονομικό δικαίωμα».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀπόκληρος (< σύνθετη-λέξη ἀπό + κλῆρος) + παρ. επίθ. -όω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀποκλίνω-ρήμα::
* McsElla.ἀποκλίνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀποκλίνω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε κλίνω.
σημασία1: στρέφω.
σημασία2: αμετάβατο ξεπέφτω (ηθικά): ἐπὶ τὸ ῥᾳθυμεῖν ἀπέκλινε = ξέπεσε προς την οκνηρία.
οικογένεια: παράγωγα: ἀπόκλισις.
Νέα-Ελληνική: αποκλίνω «στρέφομαι σε μια κατεύθυνση».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + κλίνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀποκρίνω-ρήμα::
* McsElla.ἀποκρίνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀποκρίνω@wordaryElla,
* McsElla.ἀποκριθήσομαι-«θα-απαντήσω»!~παθητικός-μέλλοντας-μέση-σημασία:ἀποκρίνω@wordaryElla,
* McsElla.ἀπεκρίθην-«απάντησα»!~παθητικός-αόριστος-μέση-σημασία:ἀποκρίνω@wordaryElla,
* McsElla.ἀποκέκριμαι-«έχω-απαντήσει»!~παθητικός-παρακείμενος-μέση-σημασία:ἀποκρίνω@wordaryElla,
χρόνοι: άλλοι βλέπε κρίνω.
σημασία1: απορρίπτω ύστερα από έρευνα.
αντώνυμα: ἐγκρίνω.
σημασία2: μέση φωνή ἀποκρίνομαι απαντώ.
σημασία3: μέση φωνή ἀποκρίνομαι υπερασπίζομαι τον εαυτό μου σε κατηγορίες, απολογούμαι.
οικογένεια: παράγωγα: ἀπόκρισις, ἀποκριτέον, ἀπόκριτος, σύνθετα: ἀνταποκρίνομαι.
Νέα-Ελληνική: αποκρίνομαι (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + κρίνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀποκτείνω-ρήμα::
* McsElla.ἀποκτείνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀποκτείνω@wordaryElla,
* McsElla.ἀπέκτονα!~παρακείμενος:ἀποκτείνω@wordaryElla,
χρόνοι: άλλους βλέπε κτείνω.
σημασία1: σκοτώνω: τοὺς πολεμίους ἀποκτείνει = σκοτώνει τους εχθρούς.
σημασία2: για δικαστές καταδικάζω σε θάνατο.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + κτείνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀπολαμβάνω-ρήμα::
* McsElla.ἀπολαμβάνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀπολαμβάνω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε λαμβάνω.
σημασία1: παίρνω πίσω, ανακτώ: οὔτε Σόλλιον ἀπέλαβον παρ' Ἀθηναίων οὔτε Ἀνακτόριον = ούτε το Σόλλιο πήραν πίσω από τους Αθηναίους ούτε το Ανακτόριο.
σημασία2: εμποδίζω, αποκλείω: ἀπολαμβάνω τείχει = αποκλείω με τείχος. Παθ. ἀπολαμβάνομαι = περιορίζομαι.
οικογένεια: παράγωγα: ἀποληπτέον, ἀπόληψις, ἀπολαβή.
Νέα-Ελληνική: απολαμβάνω κάτι. Το σημερινό απολαμβάνω οι αρχαίοι το έλεγαν βλέπε ἀπολαύω.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + λαμβάνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀπολαύω-ρήμα::
* McsElla.ἀπολαύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀπολαύω@wordaryElla,
* McsElla.ἀπέλαυον!~παρατατικός:ἀπολαύω@wordaryElla,
* McsElla.ἀπολαύσομαι!~μέλλοντας:ἀπολαύω@wordaryElla,
* McsElla.ἀπολαύσω!~μέλλοντας:ἀπολαύω@wordaryElla,
* McsElla.ἀπέλαυσα!~αόριστος:ἀπολαύω@wordaryElla,
* McsElla.ἀπελαύσθην!~παθητικός-αόριστος:ἀπολαύω@wordaryElla,
* McsElla.ἀπολέλαυκα!~παρακείμενος:ἀπολαύω@wordaryElla,
σημασία: απολαμβάνω κάτι, επωφελούμαι από κάτι: ἐλάχιστα ἀπολαύω τῶν ὑπαρχόντων = απολαμβάνω ελάχιστα από όσα έχω.
οικογένεια: παράγωγα: ἀπόλαυσις.
Νέα-Ελληνική: απολαύω «απολαμβάνω».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + *λαύω (< *λαF- (λεία, δωρ. λᾱFίᾱ).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀπολείπω-ρήμα::
* McsElla.ἀπολείπω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀπολείπω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε λείπω.
σημασία1: αφήνω κάτι πίσω, υπερβαίνω: τοσοῦτον δ' ἀπολέλοιπεν ἡ πόλις ἡμῶν περὶ τὸ φρονεῖν καὶ λέγειν τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους... = τόσο πολύ έχει υπερβεί η πόλη μας τους άλλους ανθρώπους ως προς τη σκέψη και τη ρητορεία...
σημασία2: εγκαταλείπω: τὴν πρὶν ξυμμαχίαν ἀπολείπω = εγκαταλείπω τον προηγούμενο σύμμαχό μου.
συνώνυμα: ἀφίημι «αφήνω».
σημασία3: είμαι ελλιπής σε κάτι: οὐδὲν ἀπολείπω προθυμίας = καθόλου δε μου λείπει η προθυμία.
οικογένεια: παράγωγα: ἀπολειπτέον, ἀπόλειψις.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + λείπω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀπόλεμος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἀπόλεμος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀπόλεμος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που δε διαθέτει πολεμική εμπειρία.
σημασία2: αυτός που δεν αγαπά τον πόλεμο.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερ. ἀ- + πολεμέω -ῶ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄπολις-ις-ι-επίθετο::
* McsElla.ἄπολις-ις-ι-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἄπολις-ις-ι@wordaryElla,
σημασία: αυτός που δεν έχει πόλη ή πατρίδα, ο εξόριστος.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερ. ἀ- + πόλις.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀπόλλυμι--ἀπολλύω-ρήμα::
* McsElla.ἀπόλλυμι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ἀπολλύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀπολλύω@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀπόλλυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἀπώλλυν!~παρατατικός:ἀπόλλυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἀπώλλυον!~παρατατικός:ἀπόλλυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἀπολῶ!~μέλλοντας:ἀπόλλυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἀπώλεσα!~αόριστος:ἀπόλλυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἀπολώλεκα!~παρακείμενος:ἀπόλλυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἀπόλλυμαι!~μέσος-ενεστώτας:ἀπόλλυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἀπολοῦμαι!~μέσος-μέλλοντας:ἀπόλλυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἀπωλόμην!~μέσος-αόριστος-β΄:ἀπόλλυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἀπόλωλα-«έχω-καταστραφεί|έχω-χαθεί»!~μέσος-παρακείμενος:ἀπόλλυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἀπωλώλειν-«είχα-καταστραφεί|είχα-χαθεί»!~μέσος-υπερσυντέλικος:ἀπόλλυμι@wordaryElla,
σημασία1: καταστρέφω.
σημασία2: χάνω: ἵππους ἑβδομήκοντα ἀπώλεσαν = έχασαν εβδομήντα άλογα.
σημασία3: μέση φωνή ἀπόλλυμαι καταστρέφομαι, πεθαίνω: ἡ πατρὶς στασιαζόντων ἡμῶν ἀπόλλυται = η πατρίδα καταστρέφεται όταν εμείς φιλονικούμε.
Νέα-Ελληνική: τύποι του παθ. αορίστου απολέσθη σκύλος «χάθηκε» κτλ.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + ὄλλυμι, *ὄλ-νυ-μι < *ολ- (πβ. ὀλο-ὸς «καταστροφέας») + παρ. ένθ. νυ- + παρ. επίθ. -μι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Ἀπόλλων-ωνος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.Ἀπόλλων-ωνος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Ἀπόλλων-ωνος-ὁ@wordaryElla,
σημασία: ο θεός Απόλλωνας (παιδί του Δία και της Λητώς, αδελφός της Άρτεμης).
οικογένεια: παράγωγα: ἀπολλώνειος.
ετυμολογία: προελλ. αρχής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀπολογέομαι-οῦμαι-ρήμα::
* McsElla.ἀπολογέομαι-οῦμαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀπολογέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἀπολογήσομαι!~μέλλοντας:ἀπολογέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἀπελογησάμην!~αόριστος:ἀπολογέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἀπελογήθην!~αόριστος:ἀπολογέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἀπολελόγημαι!~παρακείμενος:ἀπολογέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
σημασία: δικαιολογώ, υπερασπίζω τον εαυτό μου απέναντι σε κατηγορίες: ἀπολογοῦμαι περί τι = υπερασπίζω τον εαυτό μου απέναντι σε κάτι.
οικογένεια: παράγωγα: ἀπολογία.
Νέα-Ελληνική: απολογούμαι.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀπόλογος + -έομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀπολογία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀπολογία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀπολογία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: λόγος για την υπεράσπιση του ατόμου απέναντι σε κατηγορία.
Νέα-Ελληνική: απολογία.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀπολογ-έομαι + παρ. επίθ. -ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀπολύω-ρήμα::
* McsElla.ἀπολύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀπολύω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε λύω.
σημασία1: απαλλάσσω: ἐγὼ ἀπολύω καὶ ὑμᾶς τῆς αἰτίας = εγώ απαλλάσσω και εσάς από την κατηγορία.
σημασία2: για στράτευμα διαλύω: τοὺς Σπαρτιάτας ἀπέλυσεν οἴκαδε = διέλυσε τους Σπαρτιάτες και τους έστειλε στην πατρίδα τους.
οικογένεια: παράγωγα: ἀπόλυτος, ἀπόλυσις.
Νέα-Ελληνική: απολύω (λ.χ. από το στρατό, έμμισθη εργασία κτλ.).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + λύω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀπονέμω-ρήμα::
* McsElla.ἀπονέμω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀπονέμω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε νέμω.
σημασία: μοιράζω, κάνω διανομή.
Νέα-Ελληνική: απονέμω (λ.χ. βραβείο, τιμητική διάκριση κτλ.).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + νέμω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀπόπειρα-πείρας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀπόπειρα-πείρας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀπόπειρα-πείρας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: προσπάθεια.
Νέα-Ελληνική: απόπειρα.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη του ἀπό + πειρῶμαι, βλέπε πεῖρα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀπορέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἀπορέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀπορέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠπόρουν!~παρατατικός:ἀπορέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀπορήσω!~μέλλοντας:ἀπορέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠπόρησα!~αόριστος:ἀπορέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠπόρηκα!~παρακείμενος:ἀπορέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀπορηθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:ἀπορέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠπορήθην!~παθητικός-αόριστος:ἀπορέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠπόρημαι!~παθητικός-παρακείμενος:ἀπορέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: βρίσκομαι σε αμηχανία: ἀπορεῖ Κροῖσος ὅπως διαβήσεται τὸν ποταμὸν ὁ στρατός = βρίσκεται σε αμηχανία ο Κροίσος πώς θα περάσει τον ποταμό ο στρατός.
σημασία2: έχω έλλειψη: συμμάχων ἀποροῦσιν = έχουν έλλειψη από συμμάχους.
αντώνυμα: εὐπορέω.
οικογένεια: ἄπορος, ἀπορία.
Νέα-Ελληνική: απορώ (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἄπορος + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀπορία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀπορία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀπορία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: δυσκολία: ἀπορία τῆς προσορμίσεως = δυσκολία στην προσόρμιση (πλοίων).
σημασία2: έλλειψη κάποιου πράγματος, φτώχεια.
αντώνυμα: εὐπορία.
Νέα-Ελληνική: απορία (λ.χ. σε ένα πρόβλημα).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἄπορος + παρ. επίθ. -ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄπορος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἄπορος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἄπορος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία1: απροσπέλαστος, απλησίαστος: ἄπορον ὄρος = απροσπέλαστο βουνό.
αντώνυμα: βατός.
σημασία2: πάρα πολύ δύσκολος: ἄπορον χρῆμα = πάρα πολύ δύσκολο πράγμα.
σημασία3: ως ουσιαστικό τὸ ἄπορον / τὰ ἄπορα πάρα πολύ μεγάλη δυσκολία: ἐν ἀπόρῳ ἦσαν = ήταν σε πάρα πολύ μεγάλη δυσκολία.
σημασία4: για ανθρώπους φτωχός: οἱ ἀπορώτατοι = οι πάρα πολύ φτωχοί.
αντώνυμα: εὔπορος.
οικογένεια: παράγωγα: ἀπορία, ἀπορέω.
Νέα-Ελληνική: άπορος (με τη σημ. 4).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερ. ἀ- + πόρος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀποτελέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἀποτελέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀποτελέω-ῶ@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε τελέω -ῶ.
σημασία: αποτελειώνω: ἀπετέλεσε τὸ τεῖχος ἀρξάμενος ἀπὸ ἠρινοῦ χρόνου = αποτέλειωσε το τείχος ξεκινώντας από την άνοιξη.
συνώνυμα: περαίνω «τελειώνω».
οικογένεια: παράγωγα: ἀποτελεσματικός, ἀποτέλεσμα, ἀποτελεστέον, ἀποτέλεσις.
Νέα-Ελληνική: αποτελώ «είμαι» (λ.χ. μέλος μιας ομάδας).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + τελέω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀπότομος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἀπότομος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀπότομος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία: αποκομμένος ανώμαλα.
Νέα-Ελληνική: απότομος «ξαφνικός, μη αναμενόμενος» κτλ.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀπότομ- (< ἀποτέμνω) + παρ. επίθ. -ος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀποτρέπω-ρήμα::
* McsElla.ἀποτρέπω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀποτρέπω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε τρέπω.
σημασία: τρέπω μακριά από κάποιον.
οικογένεια: παράγωγα: ἀποτροπή, ἀποτρόπαιος.
Νέα-Ελληνική: αποτρέπω.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + τρέπω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀποφαίνω-ρήμα::
* McsElla.ἀποφαίνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀποφαίνω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε φαίνω.
σημασία1: παρουσιάζω: ἀποφαίνω καλὰ ἔργα = παρουσιάζω ωραία έργα.
σημασία2: αποδεικνύω: ἀποφαίνω τινὰ ἔνοχον ὄντα = αποδεικνύω ότι κάποιος είναι ένοχος.
σημασία3: μέση φωνή ἀποφαίνομαι διατυπώνω μια κρίση, απαντώ: ἀποφαίνομαι γνώμην = διατυπώνω την άποψή μου.
οικογένεια: παράγωγα: ἀπόφανσις.
Νέα-Ελληνική: αποφαίνομαι (με τη σημ. 3).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + φαίνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄπταιστος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἄπταιστος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἄπταιστος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία1: με ενεργ. σημ. αυτός που δε σκοντάφτει: ἀπταιστότερον παρέχει τὸν ἵππον = κάνει ένα άλογο να έχει λιγότερο την τάση να σκοντάφτει.
σημασία2: με παθ. σημ. αυτός που δεν έχει κανένα σφάλμα.
σημασία3: επίρρημα ἀπταίστως χωρίς σφάλμα ή εμπόδιο, χωρίς καμιά δυσκολία.
Νέα-Ελληνική: άπταιστος (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερ. ἀ- + πταίω + παρ. επίθ. -τος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἅπτω-ρήμα::
* McsElla.ἅπτω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἅπτω@wordaryElla,
* McsElla.ἧπτον!~παρατατικός:ἅπτω@wordaryElla,
* McsElla.ἅψω!~μέλλοντας:ἅπτω@wordaryElla,
* McsElla.ἧψα!~αόριστος:ἅπτω@wordaryElla,
* McsElla.ἁφθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:ἅπτω@wordaryElla,
* McsElla.ἅψομαι!~μέσος-μέλλοντας:ἅπτω@wordaryElla,
* McsElla.ἡψάμην!~μέσος-αόριστος:ἅπτω@wordaryElla,
* McsElla.ἧμμαι!~παθητικός-αόριστος-μέση-και-παθητική-σημασία:ἅπτω@wordaryElla,
σημασία1: μέση φωνή ἅπτομαι
σημασίαα: εμπλέκομαι σε κάτι, το αναλαμβάνω: χρὴ τοῦ πολέμου ἅπτεσθαι = πρέπει να εμπλακούμε στον πόλεμο.
σημασίαβ: αγγίζω: ἅπτει μου τοῖς λόγοις τῆς ψυχῆς = αγγίζεις την ψυχή μου με τα λόγια σου.
σημασία2: ανάβω, βάζω φωτιά: ἧψε τοῦ τείχους = έβαλε φωτιά στο τείχος.
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία, καθώς δεν είναι ασφαλής η παραγωγή από *ἅπFω, όπου πF > πτ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄπωθεν-επίρρημα::
* McsElla.ἄπωθεν-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ἄπωθεν@wordaryElla,
σημασία1: από μακριά.
σημασία2: μακριά από κάποιον / κάτι: ἄπωθεν τῶν Μυκηνῶν = μακριά από τις Μυκήνες.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἄπω + παρ. επίθ. -θεν.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀπώλεια-είας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀπώλεια-είας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀπώλεια-είας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: καταστροφή.
σημασία2: χάσιμο.
Νέα-Ελληνική: απώλεια (και με τις δύο σημ.).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀπώλ- (ἀπόλ-λυμι) + παρ. επίθ. -εια.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄρα-σύνδεσμος::
* McsElla.ἄρα-σύνδεσμος@wordaryElla,
* McsElla.σύνδεσμος.ἄρα@wordaryElla,
σημασία1: συμπερασματικός άρα, επομένως: ἄριστον ἄρα ἡ εὐδαιμονία = άρα η ευδαιμονία είναι άριστο πράγμα.
σημασία2: εἰ ἄρα εάν ίσως.
ετυμολογία: συγγεν. των ἀρ-αρ-ίσκω, ἄρ-τι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἆρα-μόριο::
* McsElla.ἆρα-μόριο@wordaryElla,
* McsElla.μόριο.ἆρα@wordaryElla,
σημασία1: χρησιμοποιείται σε ερωτήσεις και υποδηλώνει αγωνία ή ανυπομονησία άραγε.
σημασία2: ἆρα μή...; / ἆρα οὐ...; χρησιμοποιούνται για την εισαγωγή ερωτήσεων, που προδικάζουν απαντήσεις αρνητικές ή θετικές αντιστοίχως: ἆρα μὴ ἄλλο τι ᾖ ὁ θάνατος; = άραγε, μήπως ο θάνατος είναι τίποτε άλλο; (ασφαλώς όχι.) ἆρ' οὐχ οὕτως; = άραγε, δεν είναι έτσι; (ασφαλώς έτσι είναι.)
ετυμολογία: ετυμολογικά ταυτόσημο με το ἄρα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀργός-ὸς|ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.ἀργός-ὸς|ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀργός-ὸς|ή-ὸν@wordaryElla,
* McsEll.ἀργότερος!~συγκριτικός:ἀργός-ὸς|ή-ὸν@wordaryEllα,
* McsEll.ἀργότατος!~υπερθετικός:ἀργός-ὸς|ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία1: οκνηρός: θεὸς τοῖς ἀργοῖς οὐ παρίσταται = ο θεός δε συμπαραστέκεται στους οκνηρούς ανθρώπους.
σημασία2: για τη γη αυτός που παραμένει ακαλλιέργητος.
οικογένεια: παράγωγα: ἀργῶς.
Νέα-Ελληνική: αργός (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερ. ἀ- + *Fεργός (ἔργον).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀργύριον-ίου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀργύριον-ίου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀργύριον-ίου-τὸ@wordaryElla,
σημασία: χρήματα: τοῦτο δρῶσιν τοῦ ἀργυρίου χάριν = το κάνουν αυτό για χάρη των χρημάτων.
Νέα-Ελληνική: παράβαλε τα τριάντα αργύρια του Ιούδα.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἄργυρος + παρ. επίθ. -ιον.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄργυρος-ύρου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἄργυρος-ύρου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἄργυρος-ύρου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: ασήμι.
οικογένεια: παράγωγα: ἀργύριον, σύνθετα: ἀργυρότοξος.
Νέα-Ελληνική: άργυρος.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀργὸς «λαμπερός» + παρ. επίθ. -υρός > ἀργυρός > ἄργυρος με ανέβασμα του τόνου.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄρδην-επίρρημα::
* McsElla.ἄρδην-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ἄρδην@wordaryElla,
σημασία: παντελώς: πᾶσαν πόλιν ἄρδην ἀπόλλυμι = καταστρέφω κάθε πόλη παντελώς.
Νέα-Ελληνική: άρδην.
ετυμολογία: με τη σημ. «στον αέρα, σηκωτά» *ἀρ- (από όπου *ἀρ-jω > αἴρω «σηκώνω») + παρ. επίθ. -ην, παράβαλε βά-δην.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀρέσκω-ρήμα::
* McsElla.ἀρέσκω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀρέσκω@wordaryElla,
* McsElla.ἤρεσκον!~παρατατικός:ἀρέσκω@wordaryElla,
* McsElla.ἀρέσω!~μέλλοντας:ἀρέσκω@wordaryElla,
* McsElla.ἤρεσα!~αόριστος:ἀρέσκω@wordaryElla,
* McsElla.ἀρέσομαι!~μέσος-μέλλοντας:ἀρέσκω@wordaryElla,
* McsElla.ἠρεσάμην!~μέσος-αόριστος:ἀρέσκω@wordaryElla,
* McsElla.ἠρέσθην!~παθητικός-αόριστος:ἀρέσκω@wordaryElla,
σημασία1: συμμορφώνομαι: ἀρέσκω τρόποις τινός = συμμορφώνομαι με τους τρόπους κάποιου.
σημασία2: για πράγματα ευχαριστώ: τοῖς πρέσβεσιν ἤρεσκεν τοῦτο = ευχαριστούσε τους πρέσβεις τούτο.
σημασία3: παθ. φωνή ἀρέσκομαι είμαι ευχαριστημένος: τοῖς λόγοις τοῖς ἀπὸ σοῦ ἀρέσκομαι = είμαι ευχαριστημένος με τα λόγια σου.
σημασία4: μετοχή ενεστώτα ἀρέσκων, -ουσα, -ον αρεστός, ευπρόσδεκτος: μηδέν μὴ ἀρέσκον λέγω = δε λέω τίποτε που δεν είναι αρεστό.
οικογένεια: παράγωγα: ἀρεστός, σύνθετα: εὐάρεστος, δυσάρεστος.
Νέα-Ελληνική: αρέσω (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: *ἀρ-, ἀρε- (ίσως συγγεν. με μτχ. ἄρ-μενος «ευχάριστος» του ρ. ἀραρίσκω) + παρ. επίθ. -σκω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀρετή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀρετή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀρετή-ῆς-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: ικανότητα κάθε είδους, το ιδανικό σε σχέση με κάποιον ή κάτι, επιδεξιότητα, τελειότητα, τελείωση: ῥήτορος ἀρετὴ τἀληθῆ λέγειν = το ιδανικό για το ρήτορα είναι να λέει την αλήθεια.
σημασία2: με ηθική σημ. αρετή, ηθική αξία.
αντώνυμα: κακία.
Νέα-Ελληνική: αρετή (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: *αρ-, παράβαλε ἀρ-είων, ἄρ-ιστος (συγκρ. και υπερθετ. του ἀγαθός).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀριθμέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἀριθμέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀριθμέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠρίθμουν!~παρατατικός:ἀριθμέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀριθμήσω!~μέλλοντας:ἀριθμέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠρίθμησα!~αόριστος:ἀριθμέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠριθμούμην!~μέσος-και-παθητικός-παρατατικός:ἀριθμέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀριθμήσομαι-«θα-αριθμηθώ»!~μέσος-μέλλοντας-παθητική-σημασία:ἀριθμέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀριθμηθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:ἀριθμέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠρίθμημαι!~παθητικός-παρακείμενος:ἀριθμέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: απαριθμώ κάτι, το μετρώ.
σημασία2: πληρώνω: οὐ τοὺς πλεῖστον ἀριθμοῦντας χρυσίον θαυμάζει = δε θαυμάζει όσους τον πληρώνουν με μεγάλα χρηματικά ποσά.
Νέα-Ελληνική: αριθμώ (με σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀριθμ-ός + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀριστάω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἀριστάω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀριστάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠρίστων!~παρατατικός:ἀριστάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀριστήσω!~μέλλοντας:ἀριστάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠρίστησα!~αόριστος:ἀριστάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠρίστηκα!~παρακείμενος:ἀριστάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠρίστημαι!~παθητικός-παρακείμενος:ἀριστάω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: παίρνω το μεσημεριανό γεύμα: μήτ' ἀριστᾶν
πιθυμεῖς = μήτε να πάρεις το μεσημεριανό φαγητό σου επιθυμείς.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη βλέπε ἄριστ-ον + παρ. επίθ. -άω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀριστοκρατία-ίας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀριστοκρατία-ίας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀριστοκρατία-ίας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: το πολίτευμα που δίνει την εξουσία στα υψηλής καταγωγής άτομα, στους ευγενείς.
Νέα-Ελληνική: αριστοκρατία.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἄριστοι + κρατέω + παρ. επίθ. -ία, παράβαλε μεταγεν. ἀριστοκράτης.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄριστον-ου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἄριστον-ου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἄριστον-ου-τὸ@wordaryElla,
σημασία: αρχικά το πρόγευμα (βλέπε ἀριστοποιέω) και κατόπιν το μεσημεριανό φαγητό: εἰργάζοντο μέχρις ἀρίστου = δούλευαν ως την ώρα του μεσημεριανού φαγητού.
ετυμολογία: *αἰερι-δ-τον, όπου *αἰερι = ἦρι επίρρ. «πρωί» (πβ. ποιητ. ἠέρ-ιος «πρωινός», δ- < ἐδ- (ἔδ-ομαι «θα φάγω», μέλλ. του ἐσθίω) + παρ. επίθ. -τον.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀριστοποιέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἀριστοποιέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀριστοποιέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: παρασκευάζω το πρόγευμα.
σημασία2: μέση φωνή ἀριστοποιοῦμαι προγευματίζω.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἄριστον + ποιέομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀρκέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἀρκέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀρκέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἤρκουν!~παρατατικός:ἀρκέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀρκέσω!~μέλλοντας:ἀρκέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἤρκεσα!~αόριστος:ἀρκέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀρκοῦμαι!~παθητικός-ενεστώτας:ἀρκέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀρκεσθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:ἀρκέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠρκέσθην!~παθητικός-αόριστος:ἀρκέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἤρκεσμαι!~παθητικός-παρακείμενος:ἀρκέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: αρκώ, επαρκώ, είμαι αρκετός.
οικογένεια: παράγωγα: ἀρκετός, σύνθετα: αὐτάρκης, ὀλιγαρκής.
Νέα-Ελληνική: αρκώ.
ετυμολογία: *αρκ-, ινδοευρωπαϊκός αρχής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἁρμόττω-ρήμα::
* McsElla.ἁρμόττω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἁρμόττω@wordaryElla,
* McsElla.ἥρμοττον!~παρατατικός:ἁρμόττω@wordaryElla,
* McsElla.ἁρμόσω!~μέλλοντας:ἁρμόττω@wordaryElla,
* McsElla.ἥρμοσα!~αόριστος:ἁρμόττω@wordaryElla,
* McsElla.ἥρμοκα!~παρακείμενος:ἁρμόττω@wordaryElla,
* McsElla.ἁρμόσομαι!~μέσος-μέλλοντας:ἁρμόττω@wordaryElla,
* McsElla.ἡρμοσάμην!~μέσος-αόριστος:ἁρμόττω@wordaryElla,
* McsElla.ἡρμόσθην!~παθητικός-αόριστος:ἁρμόττω@wordaryElla,
* McsElla.ἥρμοσμαι!~παθητικός-παρακείμενος:ἁρμόττω@wordaryElla,
παρατήρηση: ο κοινός τύπος είναι ἁρμόζω
σημασία1: συνενώνω.
σημασία2: τακτοποιώ.
σημασία3: ως απρόσωπο ἁρμόττει αρμόζει.
σημασία4: μετοχή ἁρμόττων, -ουσα, -ον κατάλληλος.
οικογένεια: παράγωγα: ἁρμοστής, ἁρμόδιος, σύνθετα: προσαρμόζω, συναρμόζω.
Νέα-Ελληνική: αρμόζω (με τη σημ. 3).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἁρμός + παρ. επίθ. -ζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀρόω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἀρόω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀρόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀρόσω!~μέλλοντας:ἀρόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἤροσα!~αόριστος:ἀρόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀροῦμαι!~παθητικός-ενεστώτας:ἀρόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠρόθην!~παθητικός-αόριστος:ἀρόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀρήρομαι!~παθητικός-παρακείμενος:ἀρόω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: οργώνω.
οικογένεια: παράγωγα: ἄροσις, ἀρόσιμος, ἄροτος, ἄροτρον «αλέτρι».
Νέα-Ελληνική: αλέτρι (< *ἀρότριον < ἄροτρον).
ετυμολογία: *αρ-, λατινικός ar-are «οργώνω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἁρπάζω-ρήμα::
* McsElla.ἁρπάζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἁρπάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἥρπαζον!~παρατατικός:ἁρπάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἁρπάσω!~μέλλοντας:ἁρπάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἁρπάσομαι!~μέλλοντας:ἁρπάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἥρπασα!~αόριστος:ἁρπάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἥρπακα!~παρακείμενος:ἁρπάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἡρπασάμην!~μέσος-αόριστος:ἁρπάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἁρπαγήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:ἁρπάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἡρπάσθην!~παθητικός-αόριστος:ἁρπάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἡρπάγην!~παθητικός-αόριστος:ἁρπάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἡρπάχθην!~παθητικός-αόριστος:ἁρπάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἥρπασμαι!~παθητικός-παρακείμενος:ἁρπάζω@wordaryElla,
σημασία1: αρπάζω.
σημασία2: λεηλατώ: ἁρπάζω πόλεις.
οικογένεια: παράγωγα: ἁρπαγή, ἅρπαξ, σύνθετα: ἀναρπάζω, διαρπάζω, ἐφαρπάζω, συναρπάζω.
Νέα-Ελληνική: αρπάζω (με τις σημ. 1, 2).
ετυμολογία: *σαρπ- (ἁρπ-αγή, ἅρπ-αξ, ἅρπ-υια) + -άζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀρραγής-ής-ὲς-επίθετο::
* McsElla.ἀρραγής-ής-ὲς-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀρραγής-ής-ὲς@wordaryElla,
σημασία: άθραυστος.
συνώνυμα: ἄρρηκτος.
αντώνυμα: θραυστός.
Νέα-Ελληνική: λ.χ. αρραγές μέτωπο.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερ. ἀ- + *ραγ- (ἐρ-ράγ-ην < ῥήγνυμι) + παρ. επίθ. -ής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄρρην-ην-εν-επίθετο::
* McsElla.ἄρρην-ην-εν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἄρρην-ην-εν@wordaryElla,
σημασία: αρσενικός.
ετυμολογία: *ἀρσεν-, ομόρρ. με αρχ. περσ. aršan– «αρσενικός».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀρτάω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἀρτάω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀρτάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἤρτων!~παρατατικός:ἀρτάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀρτήσω!~μέλλοντας:ἀρτάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἤρτησα!~αόριστος:ἀρτάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἤρτηκα!~παρακείμενος:ἀρτάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠρτήθην!~παθητικός-αόριστος:ἀρτάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἤρτημαι!~παθητικός-παρακείμενος:ἀρτάω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: κρεμώ.
συνώνυμα: κρεμάννυμι.
σημασία2: παθ. φωνή ἀρτῶμαι (ἔκ τινος) εξαρτώμαι (από κάποιον/κάτι).
οικογένεια: παράγωγα: ἄρτησις, σύνθετα: ἀναρτάω, ἐξαρτάω, προσαρτάω.
Νέα-Ελληνική: σύνθ. εξαρτώμαι (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: πιθ. *αρ- (ἀρ-αρ-ίσκω «ενώνω, προσαρμόζω») + παρ. επίθ. -τ-άω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄρτι-επίρρημα::
* McsElla.ἄρτι-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ἄρτι@wordaryElla,
σημασία1: μόλις πριν από λίγο, τώρα δα: τέθνηκεν ἄρτι = πέθανε τώρα δα.
σημασία2: αμέσως.
ετυμολογία: *αρτ-, συγγεν. με αρμ. ard «πρόσφατος» + -ι, πβ πέρυσ-ι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀρχή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀρχή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀρχή-ῆς-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: αρχή: ἀρχήν τινος ποιοῦμαι = κάνω αρχή κάποιου πράγματος.
σημασία2: εξουσία: ἀρχὴ ἄνδρα δείξει = η εξουσία θα δείξει το χαρακτήρα του ανθρώπου. μετέχω κρίσεως καὶ ἀρχῆς = συμμετέχω στη δικαστική και εκτελεστική εξουσία.
σημασία3: κράτος, βασίλειο: Κύρου ἀρχή = το βασίλειο του Κύρου.
σημασία4: αἱ ἀρχαὶ οι αξιωματούχοι.
οικογένεια: παράγωγα: ἀρχαῖος, ἀρχεῖον, ἀρχαϊκός, ἀρχῆθεν, σύνθετα: ἀρχηγέτης, ἀρχηγός.
Νέα-Ελληνική: αρχή (με τις σημ. 1, 2).
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία, *ἀρχ-.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄρχω-ρήμα::
* McsElla.ἄρχω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἄρχω@wordaryElla,
* McsElla.ἦρχον!~παρατατικός:ἄρχω@wordaryElla,
* McsElla.ἄρξω!~μέλλοντας:ἄρχω@wordaryElla,
* McsElla.ἦρξα!~αόριστος:ἄρχω@wordaryElla,
* McsElla.ἦρχα!~παρακείμενος:ἄρχω@wordaryElla,
* McsElla.ἄρξομαι!~μέσος-μέλλοντας:ἄρχω@wordaryElla,
* McsElla.ἠρξάμην!~μέσος-αόριστος:ἄρχω@wordaryElla,
* McsElla.ἤρχθην!~παθητικός-αόριστος:ἄρχω@wordaryElla,
* McsElla.ἦργμαι!~παρακείμενος:ἄρχω@wordaryElla,
σημασία1:
σημασίαα: στην ενεργ. ή μέση φωνή ἄρχω ή ἄρχομαι ξεκινώ: ἄρχομαι τοῦ πολέμου = ξεκινώ τον πόλεμο.
αντώνυμα: λήγω, παύω.
σημασίαβ: ἄρχω με γεν. πράγματος και δοτ. προσώπου, όταν το υποκείμενο είναι πράγμα γίνομαι η απαρχή, σηματοδοτώ την αρχή κάποιου πράγματος για κάποιον: νομίζοντες ἐκείνην τὴν ἡμέραν ἄρχειν ἐλευθερίας τῇ Ἑλλάδι = νομίζοντας ότι εκείνη η ημέρα ήταν η απαρχή της ελευθερίας για την Ελλάδα.
σημασία2: κυβερνώ (κάποιον): οἱ ἀρχόμενοι = οι υπήκοοι.
οικογένεια: παράγωγα: ἀρκτέον, ἄρχων, σύνθετα: ἐξάρχω.
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία, βλέπε ἀρχή.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄρχων-οντος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἄρχων-οντος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἄρχων-οντος-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: κυβερνήτης, διοικητής, αρχηγός.
σημασία2: στην Αθήνα οἱ ἐννέα ἄρχοντες. Έτσι χαρακτηρίζονταν ο Ἄρχων (= ο επώνυμος Άρχων), ο Βασιλεύς, ο Πολέμαρχος και οι έξι Θεσμοθέται.
ετυμολογία: μετοχή του βλέπε ἄρχω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀρωγός-ός-ὸν-επίθετο::
* McsElla.ἀρωγός-ός-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀρωγός-ός-ὸν@wordaryElla,
σημασία: χρήσιμος για κάτι, ωφέλιμος.
Νέα-Ελληνική: αρωγός «που συμπαρίσταται, που βοηθεί».
ετυμολογία: *αρηγ- (πβ. ἀρήγω «βοηθώ», *αρωγ- ινδοευρωπαϊκός αρχής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀσθενής-ής-ὲς-επίθετο::
* McsElla.ἀσθενής-ής-ὲς-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀσθενής-ής-ὲς@wordaryElla,
* McsEll.ἀσθενέστερος!~συγκριτικός:ἀσθενής-ής-ὲς@wordaryEllα,
* McsEll.ἀσθενέστατος!~υπερθετικός:ἀσθενής-ής-ὲς@wordaryElla,
σημασία1: αδύναμος, ασθενικός: ὁ παντάπασιν ἀσθενὴς τῷ σώματι = ο εντελώς ασθενικός στο σώμα.
σημασία2: φτωχός: ὅ τ' ἀσθενὴς ὁ πλούσιός τε = και ο φτωχός και ο πλούσιος.
σημασία3: ασήμαντος: οὐκ ἀσθενέστατος σοφιστὴς Ἑλλήνων ἐστί = δεν είναι ο πιο ασήμαντος Έλληνας σοφιστής.
οικογένεια: παράγωγα: ἀσθένεια, ἀσθενέω, ἀσθενόω, ἀσθενῶς, σύνθετα: ἐξασθενέω.
Νέα-Ελληνική: ασθενής (με τις σημ. 1 και 2, και «άρρωστος», που στα αρχαία δηλωνόταν λ.χ. με το νοσῶν).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερ. ἀ- + *σθεν- (σθένω) + παρ. επίθ. -ής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀσπάζομαι-ρήμα::
* McsElla.ἀσπάζομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀσπάζομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἠσπαζόμην!~παρατατικός:ἀσπάζομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἀσπάσομαι!~μέλλοντας:ἀσπάζομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἠσπασάμην!~αόριστος:ἀσπάζομαι@wordaryElla,
σημασία1: χαιρετώ: πόρρωθεν ἠσπάζοντό με = με χαιρετούσαν από μακριά.
* στις κατακλείδες επιστολών ἀσπάζομαι ὑμᾶςγὼ Τέρτιος ὁ γράψας τὴν ἐπιστολὴν ἐν Κυρίῳ = σας στέλνω τους χαιρετισμούς μου εγώ, ο Τέρτιος, που έγραψα την επιστολή.
οικογένεια: παράγωγα: ἀσπασμός, ἄσπασμα, ἀσπασίως, σύνθετα: ἀντασπάζομαι.
Νέα-Ελληνική: ασπάζομαι «φιλώ, συμφωνώ».
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία, ίσως προθ. ἀ- + σπάω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀστήρ-έρος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἀστήρ-έρος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἀστήρ-έρος-ὁ@wordaryElla,
σημασία: αστέρι.
Νέα-Ελληνική: αστέρι.
ετυμολογία: προθετ. ἀ- + *στερ-, *στηρ-, παράβαλε λατινικός stella.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄστυ-εως-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἄστυ-εως-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἄστυ-εως-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: πόλη.
συνώνυμα: πόλις.
σημασία2: κάτω πόλη (σε αντιδιαστολή προς την ἀκρόπολιν).
σημασία3: η πόλη των Αθηνών (σε αντιδιαστολή προς τον ἀγρόν, δηλαδή την ύπαιθρο της Αττικής): ἐξ ἄστεως νῦν εἰς ἀγρὸν χωρῶμεν = ας πάμε τώρα από την πόλη (των Αθηνών) στην ύπαιθρο.
οικογένεια: παράγωγα: ἀστικός, σύνθετα: ἀστυνόμος.
Νέα-Ελληνική: άστυ (λόγιο, αντί πόλη, λ.χ. «το κλεινόν άστυ», δηλαδή η Αθήνα).
ετυμολογία: *Fεστ- (ἑστία), *Fαστυ, αρχ. ινδ. vástu.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀσφαλής-ής-ὲς-επίθετο::
* McsElla.ἀσφαλής-ής-ὲς-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀσφαλής-ής-ὲς@wordaryElla,
* McsEll.ἀσφαλέστερος!~συγκριτικός:ἀσφαλής-ής-ὲς@wordaryEllα,
* McsEll.ἀσφαλέστατος!~υπερθετικός:ἀσφαλής-ής-ὲς@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που δεν πέφτει κάτω, ασάλευτος: ἀσφαλῆ θεῶν νόμιμα = οι νόμοι των θεών είναι ασάλευτοι.
σημασία2: πιστός (λ.χ. φίλος).
σημασία3: προφυλαγμένος από κινδύνους, ασφαλής: ἀσφαλὴς ὁδός = ασφαλής δρόμος.
οικογένεια: παράγωγα: ἀσφαλίζω, ἀσφάλεια, ἀσφαλῶς, ἀσφάλισις, σύνθετα: ἀνασφαλής, ἐπισφαλής.
Νέα-Ελληνική: ασφαλής (με τις σημ. 2, 3).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερ. ἀ- + σφάλλω «ρίχνω κάποιον κάτω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἅτε-επίρρημα::
* McsElla.ἅτε-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ἅτε@wordaryElla,
παρατήρηση: αιτιολογική λέξη που συνοδεύει πάντοτε μετοχή.
σημασία: επειδή: ἅτε τῶν ὁδῶν φυλαττομένων = επειδή οι δρόμοι φρουρούνταν.
ετυμολογία: ουδ. πληθ. της αντων. ὅστις, ἥτις, ὅ τι/ὅ,τι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄτοπος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἄτοπος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἄτοπος-ος-ον@wordaryElla,
* McsEll.ἀτοπώτερος!~συγκριτικός:ἄτοπος-ος-ον@wordaryEllα,
* McsEll.ἀτοπώτατος!~υπερθετικός:ἄτοπος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία1: παράδοξος, ασυνήθιστος: δοῦλοι τῶν ἀεὶ ἀτόπων = δέσμιοι σε παραδοξότητες.
σημασία2: απρόσωπο ἄτοπόν ἐστι είναι παράλογο.
Νέα-Ελληνική: άτοπος.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερητ. ἀ- + τόπος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Ἄτροπος-όπου-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.Ἄτροπος-όπου-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Ἄτροπος-όπου-ἡ@wordaryElla,
σημασία: μία από τις τρεις Μοίρες, που ήταν αρμόδια στο να διατηρεί ἄτροπον, δηλ. αμετάτρεπτο, αναλλοίωτο, το χαρακτήρα της μοίρας του κάθε ανθρώπου (βλέπε Λάχεσις & Κλωθώ).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
αὖ-επίρρημα::
* McsElla.αὖ-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.αὖ@wordaryElla,
σημασία1: ξανά, πάλι, ακόμη μια φορά.
σημασία2: συχνά συνοδεύει το δὲ αφετέρου, από την άλλη πλευρά: ὁ μὲν ἥμαρτεν... ὁ δ' αὖ κατειργάσατο = ο ένας αστόχησε... από την άλλη όμως ο άλλος το σκότωσε (το λιοντάρι).
ετυμολογία: *αυ-, παράβαλε λατινικός aut, autem «πάλιν».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
αὖθις-επίρρημα::
* McsElla.αὖθις-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.αὖθις@wordaryElla,
σημασία: πάλι, ξανά: αὖθις πρὸς τοὺς Μεγαρέαςπολέμησαν = πολέμησαν πάλι εναντίον των Μεγαρέων.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη αὖ + παρ. επίθ. -θις.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
αὐλέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.αὐλέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.αὐλέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: παίζω τον αυλό.
οικογένεια: παράγωγα: αὔλησις, αὐλητρίς, αὐλητής, σύνθετα: ἐπαυλέω, συναυλέω.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη αὐλός + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
αὐλητρίς-ίδος-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.αὐλητρίς-ίδος-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.αὐλητρίς-ίδος-ἡ@wordaryElla,
σημασία: αυλήτρια.
Νέα-Ελληνική: αυλήτρια, αυλητρίδα.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη αὐλέω + παρ. επίθ. -τρίς < *-τηρίς.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
αὔξω--αὐξάνω-ρήμα::
* McsElla.αὔξω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.αὐξάνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.αὐξάνω@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.αὔξω@wordaryElla,
* McsElla.ηὖξον!~παρατατικός:αὔξω@wordaryElla,
* McsElla.ηὔξανον!~παρατατικός:αὔξω@wordaryElla,
* McsElla.αὐξήσω!~μέλλοντας:αὔξω@wordaryElla,
* McsElla.ηὔξησα!~αόριστος:αὔξω@wordaryElla,
* McsElla.ηὔξηκα!~παρακείμενος:αὔξω@wordaryElla,
* McsElla.αὔξομαι!~μέσος-και-παθητικός-ενεστώτας:αὔξω@wordaryElla,
* McsElla.αὐξάνομαι!~μέσος-και-παθητικός-ενεστώτας:αὔξω@wordaryElla,
* McsElla.ηὐξόμην!~μέσος-και-παθητικός-παρατατικός:αὔξω@wordaryElla,
* McsElla.ηὐξανόμην!~μέσος-και-παθητικός-παρατατικός:αὔξω@wordaryElla,
* McsElla.αὐξήσομαι!~μέσος-μέλλοντας:αὔξω@wordaryElla,
* McsElla.αὐξηθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:αὔξω@wordaryElla,
* McsElla.ηὐξήθην!~παθητικός-αόριστος:αὔξω@wordaryElla,
* McsElla.ηὔξημαι!~μέσος-και-παθητικός-παρακείμενος:αὔξω@wordaryElla,
* McsElla.ηὐξήμην!~μέσος-και-παθητικός-υπερσυντέλικος:αὔξω@wordaryElla,
σημασία: αυξάνω, μεγαλώνω.
Νέα-Ελληνική: αυξάνω, αυξάνομαι.
ετυμολογία: *αFεκσ-, λατινικός augeō «αυξάνω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
αὔριον-επίρρημα::
* McsElla.αὔριον-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.αὔριον@wordaryElla,
σημασία: αύριο: αὔριον τηνικάδε = αύριο τέτοια ώρα.
οικογένεια: παράγωγα: αὐρίζω, αὐρινός.
Νέα-Ελληνική: αύριο.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *αυσρ- (συγγεν. με ἕως «αυγή» = αιολ. αὔως, δωρ. ἀώς, ἀFώς) + παρ. επίθ. -ιον, παράβαλε λιθουανικός aušrá «αυγή».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
αὐτίκα-επίρρημα::
* McsElla.αὐτίκα-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.αὐτίκα@wordaryElla,
σημασία1: αμέσως: ταῦτα εἶπε καὶ αὐτίκα ἄγγελον ἔπεμπε = τα είπε αυτά και αμέσως έστειλε αγγελιαφόρο.
σημασία2: με ελαφρά χροιά μέλλοντος όπου να ᾿ναι, σε λίγο: αὐτίκα ἐπισκεψόμεθα εἰ... = θα εξετάσουμε σε λίγο εάν...
σημασία3: για παράδειγμα: εἰ γάρ τις αὐτίκα εἴποι... = αν για παράδειγμα έλεγε κάποιος...
ετυμολογία: αὐτ-ός + -ίκα, όπως την-ίκα, ἡν-ίκα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
αὐτόματος-ματος|μάτη-ματον-επίθετο::
* McsElla.αὐτόματος-ματος|μάτη-ματον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.αὐτόματος-ματος|μάτη-ματον@wordaryElla,
σημασία1: για γεγονότα αυτός που γίνεται μόνος του, χωρίς εξωτερική επενέργεια: ἀπό τινος αἰτίας αὐτομάτης = από κάποια αιτία που ενεργεί από μόνη της (και δεν επιβάλλεται από έξω).
σημασία2:
σημασίαα: τὸ αὐτόματον τυχαίο περιστατικό, τύχη: τοὺς θεοὺς χρὴ ἢ τὸ αὐτόματον αἰτιᾶσθαι; = πρέπει τους θεούς ή την τύχη να κατηγορούμε;
σημασίαβ: ἀπὸ τοῦ αὐτομάτου ή ἀπὸ ταὐτομάτου τυχαία, κατά τύχη.
οικογένεια: παράγωγα: αὐτομάτως, αὐτοματίζω.
Νέα-Ελληνική: αυτόματος (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη αὐτός + *μα- (< μέ-μον-α < μιμνήσκω) + -τος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
αὐτός-ή-ὸ-αντωνυμία::
* McsElla.αὐτός-ή-ὸ-αντωνυμία@wordaryElla,
* McsElla.αντωνυμία.αὐτός-ή-ὸ@wordaryElla,
παρατήρηση: οριστική και επαναληπτική αντωνυμία
σημασία1: ως οριστική αντωνυμία ο ίδιος: αὐτὸς ἐγώ = εγώ ο ίδιος. ὁ βασιλεὺς αὐτὸς ἦλθε = ήλθε ο ίδιος ο βασιλιάς.
σημασία2: μόνος: ἐάν τις ἄνευ τοῦ σίτου τὸ ὄψον αὐτὸ ἐσθίῃ... = αν κάποιος τρώει το κρέας μόνο του χωρίς ψωμί...
σημασία3: σε πτώση δοτική με ουσιαστικό μαζί με κάποιον ή κάτι: ναῦς τέτταρας αὐτοῖς ἀνδράσιν εἷλον = έπιασαν τέσσερα καράβια μαζί με τους άντρες τους (μαζί με το πλήρωμά τους).
σημασία4: ως επαναληπτική αντωνυμία χρησιμοποιείται μόνον στις πλάγιες πτώσεις ως αντωνυμία του γ΄ προσώπου, για να επαναλάβει ένα ουσιαστικό που έχει αναφερθεί προηγουμένως στην πρόταση. Γι' αυτό λέγεται επαναληπτική αντωνυμία αυτός: ὁ βασιλεὺς καὶ οἱ μετ' αὐτοῦ (δηλ. τοῦ βασιλέως) = ο βασιλιάς και όσοι είναι μαζί του.
σημασία5: με το άρθρο ὁ αὐτός, ἡ αὐτή, τὸ αὐτὸ & με κράση αὑτός, αὑτή, ταὐτὸ(ν) ο ίδιος, η ίδια, το ίδιο: ἀεὶ τὰ αὐτὰ λέγει = λέει πάντοτε τα ίδια πράγματα.
Νέα-Ελληνική: αυτός (με τη σημ. 4).
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία, πιθ. αὖ, αὖτε + -τός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
αὐτουργός-ός-ὸν-επίθετο::
* McsElla.αὐτουργός-ός-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.αὐτουργός-ός-ὸν@wordaryElla,
σημασία: αυτός που καλλιεργεί τη γη μόνος του, χωρίς τη βοήθεια σκλάβων.
Νέα-Ελληνική: αυτουργός στη φρ. ηθικός αυτουργός.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη *αὐτοFεργός < αὐτός + *Fεργ- (ἐργάζομαι, ἔργον) + παρ. επίθ. -ός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀφαιρέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἀφαιρέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀφαιρέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἀφῄρημαι-«έχω-αφαιρέσει»!~μέσος-παρακείμενος-μέση-σημασία:ἀφαιρέω-ῶ@wordaryElla,
χρόνοι: άλλους βλέπε αἱρέω.
σημασία1: αφαιρώ, παίρνω.
σημασία2: μέση φωνή ἀφαιρέομαι -οῦμαι αφαιρώ (παίρνω) κάτι για τον εαυτό μου: ἀφαιροῦμαι τοὺς τούτου παῖδας τὴν δωρεάν = αφαιρώ από τα παιδιά αυτού τη δωρεά (για να τη χρησιμοποιήσω προς όφελός μου).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + αἱρέω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀφανής-ής-ὲς-επίθετο::
* McsElla.ἀφανής-ής-ὲς-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀφανής-ής-ὲς@wordaryElla,
* McsEll.ἀφανέστερος!~συγκριτικός:ἀφανής-ής-ὲς@wordaryEllα,
* McsEll.ἀφανέστατος!~υπερθετικός:ἀφανής-ής-ὲς@wordaryElla,
σημασία1: κρυμμένος και άρα αθέατος.
συνώνυμα: ἀόρατος.
σημασία2: άγνωστος: σὺν ἀφανεῖ λόγῳ = με άγνωστη κατηγορία.
σημασία3: για πρόσωπα άσημος.
συνώνυμα: ἄσημος.
οικογένεια: παράγωγα: ἀφάνεια, ἀφανῶς.
Νέα-Ελληνική: αφανής (με τις σημ. 1, 3).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερ. ἀ- + *φαν- (ἐ-φάν-ην < φαίνομαι) + παρ. επίθ. -ής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀφανίζω-ρήμα::
* McsElla.ἀφανίζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀφανίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἠφάνιζον!~παρατατικός:ἀφανίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἀφανιῶ!~μέλλοντας:ἀφανίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἠφάνικα!~παρακείμενος:ἀφανίζω@wordaryElla,
σημασία1: αποκρύπτω: ἀφανίζω τὸ συμφορώτατον = αποκρύπτω τα πιο μεγάλα συμφέροντα.
σημασία2: καταστρέφω εντελώς: ὅλως ἀφανίζω τὰ ἱερά = καταστρέφω εντελώς τα ιερά.
συνώνυμα: δῃόω «λεηλατώ».
σημασία3: παθ. φωνή ἀφανίζομαι εξαφανίζομαι: ὑποβρύχιος ἠφανίσθη = εξαφανίστηκε κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας.
οικογένεια: παράγωγα: ἀφανισμός, ἀφάνισις, σύνθετα: συναφανίζω.
Νέα-Ελληνική: αφανίζω (με τις σημ. 2, 3).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀφανής (βλέπε ἀφανής) + παρ. επίθ. -ίζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄφατος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἄφατος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἄφατος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία: ανέκφραστος, απερίγραπτος: ἄφατα χρήματα = απερίγραπτα χρηματικά ποσά.
συνώνυμα: ἄρρητος.
οικογένεια: παράγωγα: ἀφάτως.
Νέα-Ελληνική: άφατος «με κλειστό στόμα».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερ. ἀ- + φατός (< φημί + παρ. επίθ. –τός).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄφθονος(Α)-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἄφθονος(Α)-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἄφθονος(Α)-ος-ον@wordaryElla,
* McsEll.ἀφθονώτερος!~συγκριτικός:ἄφθονος(Α)-ος-ον@wordaryEllα,
* McsEll.ἀφθονέστερος!~συγκριτικός:ἄφθονος(Α)-ος-ον@wordaryEllα,
* McsEll.ἀφθονώτατος!~υπερθετικός:ἄφθονος(Α)-ος-ον@wordaryEllα,
* McsEll.ἀφθονέστατος!~υπερθετικός:ἄφθονος(Α)-ος-ον@wordaryElla,
σημασία: αυτός που δε νιώθει φθόνο.
* επίρρημα ἀφθόνως χωρίς φθόνο: τοὺς ἄλλους ἅπαντας ἀφθόνως ἠλευθέρωσεν = ελευθέρωσε όλους τους άλλους χωρίς κανένα φθόνο.
ετυμολογία: στερητ. ἀ- + *φθον- (< φθονέω) + παρ. επίθ. -ος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄφθονος(Β)-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἄφθονος(Β)-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἄφθονος(Β)-ος-ον@wordaryElla,
σημασία1: παθητικό αυτός που προσφέρεται σε αφθονία, άφθονος.
σημασία2: ενεργητικό αυτός που προσφέρει άφθονα.
οικογένεια: παράγωγα: ἀφθονία, ἀφθόνως.
Νέα-Ελληνική: άφθονος (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη αθροιστ. ἀ- + φθον- (συγγεν. του ἀφνειὸς «πλούσιος» και εὐθ-ηνὸς «φτηνός, διότι προσφέρεται σε αφθονία», εὐθ-ενέω «προσφέρομαι σε αφθονία, αφθονώ», ινδοευρωπαϊκός *gwh > φ/θ, *gwhen- < ελλ. (ἀ)φνε(ιός) - (εὐ)θην(ός), παράβαλε αρχ. ινδ. ghaná- «πυκνός, παχύς», λιθουανικός ganà «αρκετός».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀφίημι-ρήμα::
* McsElla.ἀφίημι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀφίημι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἵημι.
σημασία1: ρίχνω με δύναμη.
σημασία2: ελευθερώνω.
συνώνυμα: ἀπολύω.
σημασία3: αθωώνω: ἀφίημί τινα φόνου = αθωώνω κάποιον από την κατηγορία του φόνου.
συνώνυμα: ἀπολύω «αθωώνω».
σημασία4: διαλύω το γάμο μου, άρα χωρίζω.
συνώνυμα: διαζεύγνυμι.
σημασία5: παραμελώ: ἀφίημι τὰ θεῖα = παραμελώ τις θρησκευτικές υποθέσεις.
σημασία6: επιτρέπω σε κάποιον να κάνει κάτι: ἀφίημί τινα ἀποπλεῖν = επιτρέπω σε κάποιον να αποπλεύσει.
οικογένεια: παράγωγα: ἄφεσις, ἀφέτης, ἀφετηρία, σύνθετα: συναφίημι.
Νέα-Ελληνική: αφήνω «εγκαταλείπω, επιτρέπω κτλ.».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + ἵημι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀφικνέομαι-οῦμαι-ρήμα::
* McsElla.ἀφικνέομαι-οῦμαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀφικνέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἱκνέομαι.
σημασία: φθάνω: ἀφίκοντο οἱ πρέσϐεις οἴκαδε = έφθασαν οι πρέσβεις στην πατρίδα τους.
συνώνυμα: ἥκω «έχω φτάσει».
οικογένεια: παράγωγα: ἄφιξις.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + ἱκνέομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀφίστημι-ρήμα::
* McsElla.ἀφίστημι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀφίστημι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἵστημι.
σημασία1: απομακρύνω κάποιον.
σημασία2: στην παθ. φωνή και στους αμετάβ. χρόνους της ενεργ. (ἀπέστην, ἀφέστηκα βλέπε ἵστημι) ἀφίσταμαι
σημασίαα: απέχω από κάποιον/κάτι: ἀφίσταμαι κινδύνου = απέχω από τον κίνδυνο.
σημασίαβ: αποστατώ από κάποιον: ἀπέστησαν ἀπὸ τοῦ Δαρείου = αποστάτησαν από το Δαρείο.
σημασίαγ: αποφεύγω να κάνω κάτι: ἀπέστην τοῦτ'ρωτῆσαι σαφῶς = απέφυγα να ρωτήσω αυτό επακριβώς.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἀπό + ἵστημι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄφρων-ων-ον-επίθετο::
* McsElla.ἄφρων-ων-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἄφρων-ων-ον@wordaryElla,
* McsEll.ἀφρονέστερος!~συγκριτικός:ἄφρων-ων-ον@wordaryEllα,
* McsEll.ἀφρονέστατος!~υπερθετικός:ἄφρων-ων-ον@wordaryElla,
σημασία: ανόητος, ηλίθιος.
οικογένεια: παράγωγα: ἀφροσύνη, ἀφρόνως.
Νέα-Ελληνική: παράβαλε η παραβολή του άφρονος πλουσίου.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερ. ἀ- + φρήν.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Ἀχέρων-οντος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.Ἀχέρων-οντος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Ἀχέρων-οντος-ὁ@wordaryElla,
σημασία: ποταμός στον Κάτω Κόσμο.
Νέα-Ελληνική: Αχέροντας.
ετυμολογία: ουδ. *ἄχερος «βάλτος, λίμνη», ομόρρ. με αρχ. σλαβ. jezero «λίμνη», λιθουανικός ēžeras.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄχθομαι-ρήμα::
* McsElla.ἄχθομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἄχθομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἠχθόμην!~παρατατικός:ἄχθομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἀχθέσομαι!~μέσος-μέλλοντας:ἄχθομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἀχθεσθήσομαι-«θα-στενοχωρηθώ»!~παθητικός-μέλλοντας-μέση-σημασία:ἄχθομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἠχθέσθην-«στενοχωρήθηκα»!~παθητικός-αόριστος-μέση-σημασία:ἄχθομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἤχθημαι-«έχω-στενοχωρηθεί»!~παθητικός-παρακείμενος-μέση-σημασία:ἄχθομαι@wordaryElla,
σημασία: στενοχωριέμαι, ενοχλούμαι: Ἀρίσταρχον στρατηγοῦντ' ἄχθομαι = στενοχωριέμαι να είναι ο Αρίσταρχος στρατηγός.
οικογένεια: παράγωγα: ἀχθηδών «ενόχληση», σύνθετα: ἐπάχθομαι, συνάχθομαι.
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία, ίσως συγγεν. του ἄγω, παράβαλε ἄχθ-ος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀχρεῖος-εῖος|εία-εῖον-επίθετο::
* McsElla.ἀχρεῖος-εῖος|εία-εῖον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἀχρεῖος-εῖος|εία-εῖον@wordaryElla,
* McsEll.ἀχρειότερος!~συγκριτικός:ἀχρεῖος-εῖος|εία-εῖον@wordaryEllα,
* McsEll.ἀχρειότατος!~υπερθετικός:ἀχρεῖος-εῖος|εία-εῖον@wordaryElla,
σημασία: άχρηστος, ασύμφορος: οὐκ ἀπράγμονα ἀλλ' ἀχρεῖον νομίζομεν = δεν τον θεωρούμε φιλήσυχο αλλά άχρηστο.
Νέα-Ελληνική: αχρείος «άχρηστος, ελεεινός» κτλ.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερ. ἀ- + *χρει- (< χρειόω «είμαι χρήσιμος») + παρ. επίθ. -ος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἀχρειόω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἀχρειόω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἀχρειόω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: αχρηστεύω κάτι.
Νέα-Ελληνική: σύνθ. εξαχρειώνω «ταπεινώνω ηθικά, κουρελιάζω».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἀχρεῖος + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄχρι--ἄχρις-πρόθεση-σύνδεσμος::
* McsElla.ἄχρι-πρόθεση@wordaryElla,
* McsElla.πρόθεση.ἄχρι@wordaryElla,
* McsElla.ἄχρις-πρόθεση@wordaryElla,
* McsElla.πρόθεση.ἄχρις@wordaryElla,
* McsElla.ἄχρι-σύνδεσμος@wordaryElla,
* McsElla.σύνδεσμος.ἄχρι@wordaryElla,
* McsElla.ἄχρις-σύνδεσμος@wordaryElla,
* McsElla.σύνδεσμος.ἄχρις@wordaryElla,
σημασίαΑ: Ως πρόθεση συντάσσεται με γενική και δηλώνει:
σημασία1: χρόνο μέχρι: ἄχρι τῆς σήμερον ἡμέρας = μέχρι σήμερα.
σημασία2: τόπο μέχρι: ἄχρι τοῦ Πειραιῶς = μέχρι τον Πειραιά.
σημασίαΒ: Ως σύνδεσμος συντάσσεται με αναφορική πρόταση, για να δηλώσει χρόνο: μέχρι: ἄχρι οὗ ὅδε ὁ λόγος ἐγράφετο = μέχρι που γράφτηκε αυτό το κείμενο.
ετυμολογία: αντιστοιχεί στο μέχρι, παράβαλε για την ισοδυναμία ἄ-χρι = μέ-χρι αρχ. ἄ-λευρον = μυκην. me-reuro = μέ-λευρον.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἄψυχος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἄψυχος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἄψυχος-ος-ον@wordaryElla,
* McsEll.ἀψυχότερος!~συγκριτικός:ἄψυχος-ος-ον@wordaryEllα,
* McsEll.ἀψυχότατος!~υπερθετικός:ἄψυχος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που δεν έχει ψυχή.
σημασία2: δειλός: ἀψυχότεραι αἱ θήλειαι = τα θηλυκά είναι πιο δειλά.
αντώνυμα: ἀνδρεῖος.
οικογένεια: παράγωγα: ἀψυχία, ἀψυχέω, ἀψυχεί, ἀψύχως.
Νέα-Ελληνική: άψυχος (με τη σημ. 1 και άλλες σημ.).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη στερ. ἀ- + ψυχή + παρ. επίθ. -ος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
letter::
* McsEngl.wordaryElla.vita,
====== langoGreekAncient:
* McsElla.λεξικόΕλλα.Β,
Β-β-βῆτα-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.Β-β-βῆτα-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Β-β-βῆτα-τὸ@wordaryElla,
σημασία: το δεύτερο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Κατά την κλασική περίοδο (5oς-4oς αι. π.Χ.) είχε τη φωνητική αξία ηχηρού κλειστού φθόγγου και οι αρχαίοι Έλληνες το πρόφεραν ως [b].
* ως αριθμητικό σύμβολο: β΄ = 2, αλλά ͵β = 2.000.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βαβαὶ-επιφώνημα::
* McsElla.βαβαὶ-επιφώνημα@wordaryElla,
* McsElla.επιφώνημα.βαβαὶ@wordaryElla,
παρατήρηση: ως έκφραση έκπληξης ή θαυμασμού (βλέπε και παπαῑ): βαβαὶ τοῦ λόγου = μπα, μπα, τι λόγος!
ετυμολογία: ηχομιμ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βάδην-επίρρημα::
* McsElla.βάδην-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.βάδην@wordaryElla,
σημασία: με βήμα πορείας, βαδίζοντας: βάδην ταχύ = με γρήγορο βηματισμό.
αντώνυμα: δρόμῳ «τρέχοντας».
Νέα-Ελληνική: βάδην.
ετυμολογία: *βα-δ- < *βα- (< βαίνω) + παρ. επίθ. -ην, παράβαλε τροχάδ-ην.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βαδίζω-ρήμα::
* McsElla.βαδίζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.βαδίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐβάδιζον!~παρατατικός:βαδίζω@wordaryElla,
* McsElla.βαδιοῦμαι!~μέλλοντας:βαδίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐβάδισα!~αόριστος:βαδίζω@wordaryElla,
* McsElla.βεβάδικα!~παρακείμενος:βαδίζω@wordaryElla,
σημασία1: προχωρώ με βήμα πεζού, βαδίζω.
αντώνυμα: τρέχω.
σημασία2: πηγαίνω κάπου: οὐδεὶς ἤθελε βαδίζειν = κανένας δεν ήταν πρόθυμος να πάει. ἐπ' οἰκίας βαδίζω = πηγαίνω στο σπίτι μου.
σημασία3: μεταφορικά αἱ τιμαὶ ἐπ' ἔλαττον ἐβάδιζον = οι τιμές έπεφταν.
οικογένεια: παράγωγα: βάδισις, βάδισμα, σύνθετα: συμβαδίζω.
Νέα-Ελληνική: βαδίζω.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *βα-δ- (< *βα- < βαίνω) + παρ. επίθ. -ίζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βαθμός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.βαθμός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.βαθμός-οῦ-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: σκαλί, σκαλοπάτι, κατώφλι.
σημασία2: μεταφορικά μέγεθος, βαθμός.
οικογένεια: παράγωγα: βαθμίς, βαθμηδόν.
Νέα-Ελληνική: βαθμός (με τη σημ. 2). Προς τη σημ. 1 συγγενής σημασιολογικά λέξη είναι η βαθμίδα στη φρ. οι βαθμίδες της ιεραρχίας.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *βα- (< βαίνω) + σ (πβ. βασ-μός) + παρ. επίθ. -μός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βάθος-ους-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.βάθος-ους-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.βάθος-ους-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: βάθος ή ύψος, ανάλογα με την κατεύθυνση προς τα πάνω ή προς τα κάτω: αἰθέρος βάθος = το ύψος της ατμόσφαιρας. Ταρτάρου βάθη = τα βάθη του Κάτω Κόσμου.
σημασία2: το βάθος μιας στρατιωτικής παράταξης, σε αντίθεση προς το μέτωπο: τοὺς πρώτους οὐ πλέον ἢ ἐπὶ δώδεκα ἐποίησαν, τὸ βάθος δ' ἐπὶ πολλῶν = έφτιαξαν το μέτωπο της στρατιωτικής παράταξης όχι με περισσότερους από δώδεκα στρατιώτες, ενώ το βάθος με πολλούς.
Νέα-Ελληνική: βάθος (με τις σημ. 1, 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη βαθύς + παρ. επίθ. -ος > βάθος, που υποκατέστησε τη λ. βένθος, -ους, τό = ο βυθός της θάλασσας.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βάθρον-ου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.βάθρον-ου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.βάθρον-ου-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: βάση: ἐπειρῶντο τὰ ἀγάλματα ἐκ τῶν βάθρων ἐξανασπᾶν = προσπαθούσαν να αφαιρέσουν τα αγάλματα από τα βάθρα τους.
σημασία2: θρανίο σε σχολείο, ή κάθισμα σε βουλευτήριο: οἱ διδάσκαλοι παρατιθέασιν αὐτοῖς ἐπὶ τῶν βάθρων ποιήματα = οι δάσκαλοι τους παρουσιάζουν πάνω στα θρανία ποιήματα. οἱ τριάκοντα ἐκάθηντο ἐπὶ τῶν βάθρων = οι Τριάκοντα (τύραννοι) κάθονταν στις έδρες τους.
Νέα-Ελληνική: βάθρο.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *βα- (< βαίνω) + παρ. επίθ. -θρον.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βαθύς-εῖα-ὺ-επίθετο::
* McsElla.βαθύς-εῖα-ὺ-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.βαθύς-εῖα-ὺ@wordaryElla,
* McsEll.βαθύτερος!~συγκριτικός:βαθύς-εῖα-ὺ@wordaryEllα,
* McsEll.βαθύτατος!~υπερθετικός:βαθύς-εῖα-ὺ@wordaryElla,
σημασία1: βαθύς ή ψηλός, ανάλογα με τη θέση του παρατηρητή.
σημασία2: ως προσδιορισμός χρόνου βαθὺ γῆρας = βαθιά γεράματα. ὄρθρος βαθύς = βαθιά ξημερώματα, μόλις αρχίζει να χαράζει.
οικογένεια: παράγωγα: βαθύνω, σύνθετα: βαθύπλουτος.
Νέα-Ελληνική: βαθύς (με τις σημ. 1, 2).
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βαίνω-ρήμα::
* McsElla.βαίνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.βαίνω@wordaryElla,
* McsElla.ἔβαινον!~παρατατικός:βαίνω@wordaryElla,
* McsElla.βήσομαι!~μέλλοντας:βαίνω@wordaryElla,
* McsElla.ἔβην!~αόριστος:βαίνω@wordaryElla,
* McsElla.βέβηκα!~παρακείμενος:βαίνω@wordaryElla,
* McsElla.ἐβεβήκειν!~υπερσυντέλικος:βαίνω@wordaryElla,
* McsElla.-βαθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:βαίνω@wordaryElla,
* McsElla.-εβάθην!~παθητικός-αόριστος:βαίνω@wordaryElla,
* McsElla.-βέβαμαι!~παθητικός-παρακείμενος:βαίνω@wordaryElla,
* McsElla.-βέβασμαι!~παθητικός-παρακείμενος:βαίνω@wordaryElla,
σημασία: περπατώ, βαδίζω.
οικογένεια: παράγωγα: βάσις, βῆμα, βαθμός, βάθρον, βωμός, βάδην, σύνθετα: ἀναβαίνω, ἐπιβαίνω, ἀναβάτης, ἐπιβάτης.
ετυμολογία: *βᾱν-jω, θέματα: βη-, βᾰ-, βᾱ-.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βακτηρία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.βακτηρία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.βακτηρία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: ραβδί, μπαστούνι.
συνώνυμα: ῥάβδος.
σημασία2: μεταφορικά ράβδος, ως σύμβολο εξουσίας: λαβὼν τὴν βακτηρίαν βαδίζει εἰς τὸ δικαστήριον.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *βακ- (αβέβ.) + παρ. επίθ. -τηρ + παρ. επίθ. -ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Βάκχος-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.Βάκχος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Βάκχος-ου-ὁ@wordaryElla,
παρατήρηση: κύριο όνομα ο θεός Διόνυσος.
οικογένεια: παράγωγα: βακχάω -ῶ, βάκχειος/βακχεῖος, Βάκχη.
ετυμολογία: ξένη λ., πιθ. αρχ. θρακική.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βαλανεῖον-είου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.βαλανεῖον-είου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.βαλανεῖον-είου-τὸ@wordaryElla,
σημασία: μπάνιο (το οίκημα): ὑπὸ φειδωλίας οὐδ' εἰς βαλανεῖον ἦλθε λουσόμενος = από την τσιγκουνιά του δεν ήρθε ούτε στα λουτρά για να πλυθεί.
Νέα-Ελληνική: μπάνιο < ιταλ. bagno < λατινικός balnĕum, balnēum < βαλανεῖον.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *βαλανε- (πβ. βαλανεύω = θερμαίνω το λουτρό με βαλανίδια) + παρ. επίθ. -ι-ον.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βάλανος-άνου-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.βάλανος-άνου-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.βάλανος-άνου-ἡ@wordaryElla,
σημασία: βαλανίδι.
οικογένεια: σύνθετα: βαλανηφόρος.
Νέα-Ελληνική: βαλανίδι, βελανίδι.
ετυμολογία: *βαλανο- < ινδοευρωπαϊκός *gwol-eno.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βαλλάντιον-ίου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.βαλλάντιον-ίου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.βαλλάντιον-ίου-τὸ@wordaryElla,
σημασία: σακουλάκι όπου έβαζαν τα χρήματα, πουγκί.
Νέα-Ελληνική: βαλάντιο «πορτοφόλι».
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία, πιθανότατα δάν..
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βάλλω-ρήμα::
* McsElla.βάλλω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.βάλλω@wordaryElla,
* McsElla.ἔβαλλον!~παρατατικός:βάλλω@wordaryElla,
* McsElla.βαλῶ!~μέλλοντας:βάλλω@wordaryElla,
* McsElla.ἔβαλον!~αόριστος-β΄:βάλλω@wordaryElla,
* McsElla.βέβληκα!~παρακείμενος:βάλλω@wordaryElla,
* McsElla.ἐβεβλήκειν!~υπερσυντέλικος:βάλλω@wordaryElla,
* McsElla.βαλοῦμαι!~μέσος-μέλλοντας:βάλλω@wordaryElla,
* McsElla.βληθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:βάλλω@wordaryElla,
* McsElla.ἐβαλόμην!~μέσος-αόριστος-β΄:βάλλω@wordaryElla,
* McsElla.ἐβλήθην!~παθητικός-αόριστος:βάλλω@wordaryElla,
* McsElla.βέβλημαι!~παθητικός-παρακείμενος:βάλλω@wordaryElla,
* McsElla.ἐβεβλήμην!~παθητικός-υπερσυντέλικος:βάλλω@wordaryElla,
σημασία1: ρίχνω κάτι εναντίον κάποιου, για να τον χτυπήσω, τον χτυπώ: βάλλω τινὰ δόρατι / κεραυνῷ = χτυπώ κάποιον με το δόρυ / με κεραυνό.
συνώνυμα: παίω, τύπτω, πλήττω, πατάσσω.
σημασία2: γενικά ρίχνω: βάλλω τινὰ ἐν δαπέδῳ = ρίχνω κάποιον κάτω. βάλλω σπόρον = ρίχνω το σπόρο.
συνώνυμα: ῥίπτω.
οικογένεια: παράγωγα: βλῆ-μα, βέλ-ος, βελ-όνη, διά-βολος, σύνθετα: ἀντι-παρα-βάλ-λω, δια-βάλ-λω,πι-βάλ-λω, ἀν-υπέρ-βλη-τος.
Νέα-Ελληνική: βάζω (ενεστ. από αόρ. έβανα < έβαλα) με σημ. «τοποθετώ». Το σημερινό βάζω οι αρχαίοι το έλεγαν τίθημι.
ετυμολογία: *βαλ-jω, θέματα βαλ-, βλη-.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βάναυσος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.βάναυσος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.βάναυσος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία: αυτός που ασκεί κάποια τέχνη, ο τεχνίτης (σε αντίθεση λ.χ. με το γεωργό): ὁ βάναυσος καὶ ὁ γεωργικὸς δῆμος = οι τεχνίτες και οι γεωργοί. οἱ βάναυσοι ως ουσ. = οι τεχνίτες.
οικογένεια: παράγωγα: βαναυσία, βαναυσικός.
Νέα-Ελληνική: βάναυσος «βίαιος, σκληρός».
ετυμολογία: ίσως (με ανομοιωτική έκπτωση του πρώτου από τα δύο υ) *βαυν-αυσος < βαῡν-ος «φούρνος» + αὔω «καίω», παράβαλε τον ορισμό για τη λ. βαναυσία: πᾶσα τέχνη διὰ πυρός· κυρίως δὲ ἡ περὶ τὰς καμίνους = βαναυσία ονομάζεται κάθε επάγγελμα που χρησιμοποιεί φωτιά και ιδιαίτερα του σιδηρουργού.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βαπτίζω-ρήμα::
* McsElla.βαπτίζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.βαπτίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐβάπτιζον!~παρατατικός:βαπτίζω@wordaryElla,
* McsElla.βαπτιῶ!~μέλλοντας:βαπτίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐβάπτισα!~αόριστος:βαπτίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐβαπτίσθην!~παθητικός-αόριστος:βαπτίζω@wordaryElla,
* McsElla.βεβάπτισμαι!~παθητικός-παρακείμενος:βαπτίζω@wordaryElla,
σημασία1: βυθίζω σε νερό ή σε άλλο υγρό, εμβαπτίζω: βάπτισον σεαυτόν = μπες μέσα στο νερό.
σημασία2: βαφτίζω (βουτώντας αυτόν που βαπτίζεται μέσα στο νερό).
σημασία3: παθητική φωνή βαπτίζομαι βυθίζομαι.
* μεταφορικά ὀφλήμασι βεβαπτισμένος = βυθισμένος στα χρέη.
οικογένεια: παράγωγα: βάπτισμα, βάπτισις.
Νέα-Ελληνική: βαπτίζω, βαφτίζω (με σημ. 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη βάπτω + παρ. επίθ. -ίζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βάπτω-ρήμα::
* McsElla.βάπτω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.βάπτω@wordaryElla,
* McsElla.ἔβαπτον!~παρατατικός:βάπτω@wordaryElla,
* McsElla.βάψω!~μέλλοντας:βάπτω@wordaryElla,
* McsElla.ἔβαψα!~αόριστος:βάπτω@wordaryElla,
* McsElla.βάψομαι!~μέσος-μέλλοντας:βάπτω@wordaryElla,
* McsElla.ἐβαψάμην!~μέσος-αόριστος:βάπτω@wordaryElla,
* McsElla.ἐβάφην!~παθητικός-αόριστος-β΄:βάπτω@wordaryElla,
* McsElla.βέβαμμαι!~παθητικός-παρακείμενος:βάπτω@wordaryElla,
σημασία1: βυθίζω κάτι σε υγρό: βάπτω εἰς ὕδωρ.
σημασία2: βυθίζω σε βαφή, βάφω: ἔρια βεβαμμένα = μαλλιά (ζώων) βαμμένα.
οικογένεια: παράγωγα: βαφή, βαφεύς, βάμμα ( < *βάφ-μα), βαπτός.
Νέα-Ελληνική: βάφω (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: *βάφ-τ-ω, ινδοευρωπαϊκός αρχής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βάρβαρος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.βάρβαρος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.βάρβαρος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που είναι ξένος, ξενικός (σε αντίθεση με το ελληνικός): βάρβαρος φωνή = ξένη, βαρβαρική, γλώσσα.
συνώνυμα: ξένος.
σημασία2: αγενής, απάνθρωπος ή αμόρφωτος: σκαιόςστι καὶ βάρβαρος = είναι απαίσιος και απάνθρωπος.
οικογένεια: παράγωγα: βαρβαρικός, βαρβαρισμός, βαρβαρόομαι -οῦμαι, σύνθετα: βαρβαρόφωνος.
Νέα-Ελληνική: βάρβαρος (με τις σημ. 1, 2).
ετυμολογία: ηχοποίητη λέξη.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βαρύς-εῖα-ὺ-επίθετο::
* McsElla.βαρύς-εῖα-ὺ-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.βαρύς-εῖα-ὺ@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που έχει μεγάλο βάρος, βαρύς.
αντώνυμα: ἐλαφρός.
σημασία2: αυτός που δύσκολα μπορεί κανείς να τον αντέξει, οδυνηρός ή ενοχλητικός: βαρεῖα ξυμφορά.
σημασία3: έντονος, σφοδρός: βαρεῖα ἐπιθυμία.
σημασία4: βαριά οπλισμένος στρατιώτης.
σημασία5: για πρόσωπα αυστηρός, σοβαρός.
σημασία6: στη μουσική βαρύς ἦχος.
αντώνυμα: ὀξύς.
οικογένεια: παράγωγα: βαρέως, βάρος, βαρύνω, βαρύτης, σύνθετα: βαρύθυμος.
Νέα-Ελληνική: βαρύς (με τις σημ. 1, 5, 6).
ετυμολογία: *βαρύ- + -ς, παράβαλε αρχ. ινδ. gurú-, γοτθ. kaurus.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βασανίζω-ρήμα::
* McsElla.βασανίζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.βασανίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐβασάνιζον!~παρατατικός:βασανίζω@wordaryElla,
* McsElla.βασανιῶ!~μέλλοντας:βασανίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐβασάνισα!~αόριστος:βασανίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐβασανίσθην!~παθητικός-αόριστος-α΄:βασανίζω@wordaryElla,
* McsElla.βεβασάνισμαι!~παθητικός-παρακείμενος:βασανίζω@wordaryElla,
σημασία1: δοκιμάζω τη γνησιότητα του χρυσού.
σημασία2: ελέγχω κάτι ή κάποιον πολύ προσεκτικά: βεβασανισμένος εἰς δικαιοσύνην = που έχει δοκιμαστεί η πίστη του στη δικαιοσύνη.
σημασία3: ανακρίνω κυρίως δούλο χρησιμοποιώντας βασανιστήρια.
οικογένεια: παράγωγα: βασανιστής.
Νέα-Ελληνική: βασανίζω (με αλλαγή σημ. «ταλαιπωρώ», που είναι επέκταση της σημ. 3).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη βάσαν-ος + παρ. επίθ. -ίζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βάσανος-άνου-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.βάσανος-άνου-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.βάσανος-άνου-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: η πέτρα (λυδία λίθος) με την οποία δοκίμαζαν τη γνησιότητα του χρυσού, και κατ' επέκταση ο έλεγχος πράγματος ή προσώπου: πλοῦτος βάσανος ἀνθρώπου τρόπων = ο πλούτος δείχνει το χαρακτήρα του ανθρώπου.
σημασία2: βασανιστήριο για να ομολογήσει ένας δούλος: εἰς βάσανον παραδίδωμι τὸν δοῦλον = παραδίδω το δούλο για να βασανιστεί.
Νέα-Ελληνική: βάσανο.
ετυμολογία: δάν. από ανατολ. γλώσσα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βασιλεύς-έως-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.βασιλεύς-έως-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.βασιλεύς-έως-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: βασιλιάς.
σημασία2: στην Αθήνα ένας από τους ἐννέα ἄρχοντας (βλέπε ἄρχων).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βασιλίς-ίδος-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.βασιλίς-ίδος-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.βασιλίς-ίδος-ἡ@wordaryElla,
σημασία: βασίλισσα.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη βασιλ(εύς) + παρ. επίθ. -ίς.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βάσκανος-κάνου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.βάσκανος-κάνου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.βάσκανος-κάνου-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: ως ουσιαστικό
σημασίαα: μάγος.
σημασίαβ: συκοφάντης.
σημασία2: ως επίθ. βάσκανος, -ος, -ον συκοφαντικός, μοχθηρός.
οικογένεια: παράγωγα: βασκανία.
Νέα-Ελληνική: βάσκανος στη φρ. βάσκανος οφθαλμός «μάτι που ματιάζει».
ετυμολογία: παράβαλε Ησύχιο «βάσκειν· λέγειν, κακολογεῖν», παράβαλε βά-ζω «λέγω, ομιλώ».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βδελύττομαι-ρήμα::
* McsElla.βδελύττομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.βδελύττομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐβδελυττόμην!~παρατατικός:βδελύττομαι@wordaryElla,
* McsElla.βδελύξομαι!~μέλλοντας:βδελύττομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐβδελύχθην!~αόριστος:βδελύττομαι@wordaryElla,
παρατήρηση: ο κοινός τύπος είναι βδελύσσομαι
σημασία: αισθάνομαι αηδία για το φαγητό, και κατ' επέκταση αποστρέφομαι κάτι.
οικογένεια: παράγωγα: βδελυγμία.
Νέα-Ελληνική: βδελύσσομαι (με την ίδια σημ.).
ετυμολογία: ηχοποίητη λέξη, παράβαλε το ηχοποίητο βδέω = πέρδομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βέβαιος-αιος|αία-αιον-επίθετο::
* McsElla.βέβαιος-αιος|αία-αιον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.βέβαιος-αιος|αία-αιον@wordaryElla,
σημασία1: στερεός: βέβαιον ὄχημα.
σημασία2: σταθερός, ασφαλής, βέβαιος: ἀρετῆς βέβαιαι αἱ κτήσεις = ασφαλή είναι μόνο όσα αποκτά κανείς με την αρετή.
σημασία3: για πρόσωπα αυτός που είναι σταθερός στις ιδέες και στις αποφάσεις του, αξιόπιστος: βέβαιος φίλος.
οικογένεια: παράγωγα: βεβαίως, βεβαιότης, βεβαιόω, βεβαιωτικός.
Νέα-Ελληνική: βέβαιος.
ετυμολογία: βε-βαι- < βαίνω με εμφατικό διπλασιασμό συλλαβής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βέβηλος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.βέβηλος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.βέβηλος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία1: αυτός τον οποίο επιτρέπεται να πλησιάσει και να χρησιμοποιήσει ο άνθρωπος, σε αντίθεση με αυτόν που είναι ἱερός: βέβηλον ἄλσος = προσιτό δάσος (όχι ἱερὸν ἄλσος).
αντώνυμα: ἄδυτος.
σημασία2: για πρόσωπα αυτός που είναι αμύητος στα θρησκευτικά μυστήρια: ἑκὰς οἱ βέβηλοι = να απομακρυνθούν οι αμύητοι (από τις τελετές των Ελευσινίων μυστηρίων).
οικογένεια: παράγωγα: βεβηλόω.
Νέα-Ελληνική: βέβηλος «που προσβάλλει τα θεία».
ετυμολογία: *βέ-βη-λος (< βαίνω) = αυτός όπου μπορεί να μπει άνθρωπος, βέ-βη-(κα) (παρακ. του βαίνω) + παρ. επίθ. -λος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βέλτιστος-ίστη-ιστον-επίθετο::
* McsElla.βέλτιστος-ίστη-ιστον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.βέλτιστος-ίστη-ιστον@wordaryElla,
παρατήρηση: υπερθετικός βαθμός του επιθέτου βλέπε ἀγαθὸς
σημασία1: πάρα πολύ καλός, άριστος: βέλτιστος ἀνήρ. τὰ βέλτιστα τῶν πραγμάτωνπιθυμοῦσιν = επιθυμούν ό,τι καλύτερο.
* γνωμικό δυοῖν κακοῖν προκειμένοιν, τὸ μὴ χεῖρον βέλτιστον = ανάμεσα σε δύο κακά, θεωρείται καλό το λιγότερο κακό.
* ως φιλική προσφώνηση ὦ βέλτιστε = φίλε μου.
σημασία2: οἱ βέλτιστοι η αριστοκρατία ως πολιτική παράταξη (βλέπε ἀγαθός, κράτιστος).
ετυμολογία: *βελτ-.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βελτίων-ίων-βέλτιον-επίθετο::
* McsElla.βελτίων-ίων-βέλτιον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.βελτίων-ίων-βέλτιον@wordaryElla,
παρατήρηση: συγκριτικός βαθμός του επιθέτου βλέπε ἀγαθὸς
σημασία: καλύτερος: τὰ βελτίονα προσδοκῶ = ελπίζω στο καλύτερο.
* γνωμικό βέλτιον (ἐστί) ὑφ' ἑτέρου ἢ ὑφ'
ἑαυτοῦ ἐπαινεῖσθαι = είναι καλύτερα να σε επαινούν οι άλλοι παρά να επαινείς εσύ τον εαυτό σου.
οικογένεια: παράγωγα: βελτίωσις.
Νέα-Ελληνική: βελτίωση.
ετυμολογία: *βελτ-, ινδοευρωπαϊκός αρχής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βῆμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.βῆμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.βῆμα-ατος-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: η κίνηση των ποδιών στο βάδισμα, το βήμα: σπουδῇ βημάτων πορεύεται = προχωρεί με γρήγορα βήματα.
σημασία2: υπερυψωμένη θέση για τον ομιλητή μιας δημόσιας συνέλευσης: προσελθὼν Περικλῆςπὶ βῆμα ὑψηλὸν πεποιημένον, ὅπως ἀκούοιτο ὡς ἐπὶ πλεῖστον τοῦ ὁμίλου, ἔλεγε τοιάδε = και αφού ανέβηκε ο Περικλής σε ένα ψηλό βήμα, για να ακούγεται σε όσο γίνεται περισσότερο πλήθος, έλεγε τα εξής.
οικογένεια: παράγωγα: βηματίζω.
Νέα-Ελληνική: βήμα (και με τις δύο σημ.).
ετυμολογία: *βη- (πβ. βέ-βη-κα < βαίνω) + παρ. επίθ. -μα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.βία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.βία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: εξαναγκασμός: βίᾳ = διά της βίας.
οικογένεια: παράγωγα: βιάζω, βίαιος, βιαιότης.
Νέα-Ελληνική: βία στη φρ. διά της βίας.
ετυμολογία: αντιστοιχεί ακριβώς στο αρχ. ινδ. jiyd- «κυριαρχία», *gwiye-.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βιάζω-ρήμα::
* McsElla.βιάζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.βιάζω@wordaryElla,
* McsElla.βιασθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:βιάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐβιασάμην!~μέσος-αόριστος:βιάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐβιάσθην!~παθητικός-αόριστος:βιάζω@wordaryElla,
* McsElla.βεβίασμαι!~παθητικός-και-μέσος-παρακείμενος:βιάζω@wordaryElla,
σημασία1: μεταχειρίζομαι βία.
σημασία2: παθητική φωνή βιάζομαι αναγκάζομαι να κάτι: βιαζόμενοι ὑπὸ τῆς προσβολῆς ἱππέων, ἠπείγοντο πρὸς τὸν ποταμόν = επειδή πιέζονταν από την επίθεση του ιππικού, έσπευδαν προς το ποτάμι.
συνώνυμα: ἀναγκάζομαι.
σημασία3: μέση φωνή βιάζομαι πετυχαίνω κάτι με βία ή με δυναμικό τρόπο: βιάζομαι τὸν ἔκπλουν = κατορθώνω να αποπλεύσω διά της βίας.
οικογένεια: παράγωγα: βιασμός, βιαστικός.
Νέα-Ελληνική: παθ. βιάζομαι «υφίσταμαι βία» και μέσο βιάζομαι «με κατέχει βιασύνη».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη βία + παρ. επίθ. -άζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βιβάζω-ρήμα::
* McsElla.βιβάζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.βιβάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐβίβαζον!~παρατατικός:βιβάζω@wordaryElla,
* McsElla.βιβῶ-(-ᾷς-ᾷ-κτλ.)!~μέλλοντας:βιβάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐβίβασα!~αόριστος:βιβάζω@wordaryElla,
* McsElla.βιβῶμαι-(-ᾷ-ᾶται-κτλ.)!~μέσος-μέλλοντας:βιβάζω@wordaryElla,
* McsElla.βιβασθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:βιβάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐβιβασάμην!~μέσος-αόριστος:βιβάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐβιβάσθην!~παθητικός-αόριστος:βιβάζω@wordaryElla,
* McsElla.βεβίβασμαι!~παθητικός-παρακείμενος:βιβάζω@wordaryElla,
παρατήρηση: μεταβατικό του βαίνω, που χρησιμοποιείται κυρίως ως β΄ συνθετικό, λ.χ. ἀναβιβάζω
σημασία: διαβιβάζω, μεταβιβάζω, στέλνω.
ετυμολογία: *βι-βάδ-jω > βιβάζω, < *βαδ- (πβ. βάδ-ην, βαδ-ίζω < *gwnod).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βίβλος--βύβλος-ου-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.βίβλος-ου-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.βίβλος-ου-ἡ@wordaryElla,
* McsElla.βύβλος-ου-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.βύβλος-ου-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: ο πάπυρος (το φυτό).
σημασία2: ο παπυρικός κύλινδρος που ήταν η συνηθισμένη μορφή του βιβλίου στην αρχαιότητα, βιβλίο.
σημασία3: υποδιαίρεση ενός βιβλίου, κεφάλαιο (λχ. η ιστορία του Ηροδότου περιλάμβανε 9 βίβλους)
οικογένεια: παράγωγα: βίβλινος.
Νέα-Ελληνική: Βίβλος «η Αγία Γραφή».
ετυμολογία: Βύβλος, ἡ (αρχαία φοινικική πόλη).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βίος-ίου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.βίος-ίου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.βίος-ίου-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: η ζωή, ο τρόπος ζωής του ανθρώπου: ὁ καθ' ἡμέραν βίος = η καθημερινή ζωή. ἐν εἰρήνῃ διάγω τὸν βίον = ζω μια ζωή ειρηνική. βίος οὐ βιωτός = ζωή ανυπόφορη.
* γνωμικό βίος ἀνεόρταστος, μακρὰ ὁδὸς ἀπανδόκευτος = ζωή χωρίς γιορτή μοιάζει με μεγάλη οδοιπορία χωρίς πανδοχείο στη διαδρομή.
σημασία2: τα υλικά μέσα τα απαραίτητα για τη ζωή, και ειδικότερα η περιουσία, το βιος: τὸ πλεῖστον τοῦ βίου ἐντεῦθεν ἐποιοῦντο = από εδώ (από την πειρατεία) απεκόμιζαν τα περισσότερα εισοδήματά τους.
οικογένεια: παράγωγα: βιόω -ῶ, σύνθετα: βιοδότης.
Νέα-Ελληνική: ο βίος (με σημ. 1), το βιος (με σημ. 2).
ετυμολογία: *βιFος, παράβαλε λατινικός vivus, IE *gwey- από όπου και ὑγιής, παράβαλε αρχ. ινδ. gàya- «ζωή».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βιόω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.βιόω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.βιόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐβίουν!~παρατατικός:βιόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.βιώσομαι!~μέλλοντας:βιόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.βιώσω-μεταγενέστερος!~μέλλοντας:βιόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐβίωσα!~αόριστος-α΄:βιόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐβίων!~αόριστος-β΄:βιόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.βεβίωκα!~παρακείμενος:βιόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.βεβίωμαι!~παθητικός-παρακείμενος:βιόω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: ζω, περνώ τη ζωή μου: βιῶ κοσμίως / παρανόμως. τὰ σοὶ κἀμοὶ βεβιωμένα = οι πράξεις της δικής σου και της δικής μου ζωής.
συνώνυμα: ζήω – ζῶ.
αντώνυμα: ἀποθνῄσκω.
* γνωμικό βιοῦν ἀλύπως θνητὸν ὄντα οὐ ῥᾴδιον = δεν είναι εύκολο να ζήσεις χωρίς λύπες, αφού είσαι θνητός.
οικογένεια: παράγωγα: βιοτή, βιώσιμος, βιωτός, ἀβίωτος, σύνθετα: ἀναβιόω -ῶ.
Νέα-Ελληνική: βιώνω (με αντικ., λ.χ. μια κατάσταση).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη βίος + παρ. επίθ. -όω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βιωτός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.βιωτός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.βιωτός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία: αυτός που μπορεί, που αξίζει να τον ζήσει κανείς: βίος οὐ βιωτός = ανυπόφορη ζωή.
αντώνυμα: ἀβίωτος.
οικογένεια: παράγωγα: ἀβίωτος.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη βιόω -ῶ + παρ. επίθ. -τός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βλάξ-βλακός-ὁ-ἡ-επίθετο::
* McsEll.βλακίστερος-α-ον!~συγκριτικός:βλάξ@wordaryEllα,
* McsEll.βλακίστατος-η-ον!~υπερθετικός:βλάξ@wordaryElla,
σημασία: ανόητος, ηλίθιος: βλὰξ ἄνθρωπος. βλὰξ ἵππος.
οικογένεια: παράγωγα: βλακικός, βλακώδης.
Νέα-Ελληνική: βλάκας.
ετυμολογία: *βλᾱ- < *μλᾱ-, παράβαλε μαλ-ακός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βλαστάνω-ρήμα::
* McsElla.βλαστάνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.βλαστάνω@wordaryElla,
* McsElla.ἐβλάστανον!~παρατατικός:βλαστάνω@wordaryElla,
* McsElla.βλαστήσω!~μέλλοντας:βλαστάνω@wordaryElla,
* McsElla.ἐβλάστησα!~αόριστος-α΄:βλαστάνω@wordaryElla,
* McsElla.ἔβλαστον!~αόριστος-β΄:βλαστάνω@wordaryElla,
* McsElla.βεβλάστηκα!~παρακείμενος:βλαστάνω@wordaryElla,
* McsElla.ἐβεβλαστήκειν!~υπερσυντέλικος:βλαστάνω@wordaryElla,
παρατήρηση: για φυτά φυτρώνω, αυξάνω, αναπτύσσομαι.
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία]
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βλασφημέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.βλασφημέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.βλασφημέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐβλασφήμουν!~παρατατικός:βλασφημέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.βλασφημήσω!~μέλλοντας:βλασφημέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐβλασφήμησα!~αόριστος:βλασφημέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.βεβλασφήμηκα!~παρακείμενος:βλασφημέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: μιλώ με ασέβεια για τα ιερά και τα θεία: βλασφημῶ εἰς θεούς (αντώνυμα:βλέπε εὐφημῶ).
σημασία2: κακολογώ κάποιον ή συκοφαντώ: βλασφημῶ κατά τινος = κατηγορώ κάποιον.
οικογένεια: παράγωγα: βλασφημία, βλάσφημος.
Νέα-Ελληνική: βλασφημώ (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη *βλάσ- + φημ-έω (παράγ. φήμη + παρ. επίθ. -έω)· το σ- του *βλασ- μένει ανερμήνευτο.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βλέπω-ρήμα::
* McsElla.βλέπω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.βλέπω@wordaryElla,
* McsElla.ἔβλεπον!~παρατατικός:βλέπω@wordaryElla,
* McsElla.βλέψομαι!~μέλλοντας:βλέπω@wordaryElla,
* McsElla.βλέψω-μεταγενέστερος!~μέλλοντας:βλέπω@wordaryElla,
* McsElla.ἔβλεψα!~αόριστος:βλέπω@wordaryElla,
* McsElla.βέβλεφα!~παρακείμενος:βλέπω@wordaryElla,
* McsElla.ἐβλέφθην!~παθητικός-αόριστος:βλέπω@wordaryElla,
* McsElla.βέβλεμμαι!~παθητικός-παρακείμενος:βλέπω@wordaryElla,
σημασία: κοιτάζω, στρέφω το βλέμμα μου σε κάτι.
οικογένεια: παράγωγα: βλέμμα, βλέψις, σύνθετα: διαβλέπω, παραβλέπω.
Νέα-Ελληνική: το σημερινό βλέπω αντιστοιχεί όχι στο αρχαίο βλέπω αλλά στο ὁράω -ῶ.
ετυμολογία: *γλεπ-, *βλεπ-, συγγεν. με αρχ. σλαβ. glipati «βλέπω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βλοσυρός-ὰ|ός-ὸν-επίθετο::
* McsElla.βλοσυρός-ὰ|ός-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.βλοσυρός-ὰ|ός-ὸν@wordaryElla,
σημασία: ανδροπρεπής, θαρραλέος, γενναίος: ἔχει βλοσυρὰν ψυχήν.
Νέα-Ελληνική: βλοσυρός «πολύ σοβαρός, άγριος».
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βλώσκω-ρήμα::
* McsElla.βλώσκω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.βλώσκω@wordaryElla,
* McsElla.ἔβλωσκον!~παρατατικός:βλώσκω@wordaryElla,
* McsElla.μολοῦμαι!~μέλλοντας:βλώσκω@wordaryElla,
* McsElla.ἔμολον!~αόριστος-β΄:βλώσκω@wordaryElla,
* McsElla.μέμβλωκα!~παρακείμενος:βλώσκω@wordaryElla,
παρατήρηση: ρήμα αυστηρά ποιητικό
παρατήρηση: εύχρηστο στον αόρ. β΄ ἔμολον = ήλθα: μολὼν λαβέ = έλα να τα πάρεις!
οικογένεια: σύνθετα: αὐτόμολος «που εγκατέλειψε το στρατό», ἡ αὐτομολία «εγκατάλειψη της στρατιωτικής τάξης».
ετυμολογία: *μολ-, *βλω-, συγγεν. με σλαβ. iz-moliti «προκαλώ την εμφάνιση, αναγγέλλω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βοάω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.βοάω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.βοάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐβόων!~παρατατικός:βοάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.βοήσομαι!~μέλλοντας:βοάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.βοήσω-μεταγενέστερος!~μέλλοντας:βοάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐβόησα!~αόριστος:βοάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.βεβόηκα!~παρακείμενος:βοάω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: φωνάζω δυνατά, κραυγάζω.
οικογένεια: παράγωγα: βοητής.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη βοά / βοή (ίσως ηχοποίητη) + παρ. επίθ. -άω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Βοηδρομιών-ῶνος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.Βοηδρομιών-ῶνος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Βοηδρομιών-ῶνος-ὁ@wordaryElla,
σημασία: ο τρίτος μήνας του αττικού έτους, που αντιστοιχεί στο διάστημα από 15 Αυγούστου μέχρι 15 Σεπτεμβρίου. Το μήνα αυτόν τελούσαν τα Ελευσίνια Μυστήρια.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη βοηδρόμι-ος «που τρέχει σε ανταπόκριση μιας βοής (κραυγής), για να παράσχει βοήθεια» + παρ. επίθ. -ών.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βορά-ᾶς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.βορά-ᾶς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.βορά-ᾶς-ἡ@wordaryElla,
σημασία: η τροφή των σαρκοφάγων κυρίως ζώων: ὁ λέων χαίρει ὅτι βορὰν ἕξει = το λιοντάρι χαίρεται, γιατί θα έχει τροφή.
ετυμολογία: *βορ-, βι-βρώ-σκω «τρώω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Βορέας-ου-ὁ--Βορρᾶς-ᾶ-ὁ-αττ.-διάλ.-ουσιαστικό::
* McsElla.Βορέας-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Βορέας-ου-ὁ@wordaryElla,
* McsElla.Βορρᾶς-ᾶ-ὁ-αττ.-διάλ.-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Βορρᾶς-ᾶ-ὁ-αττ.-διάλ.@wordaryElla,
παρατήρηση: κύριο όνομα.
σημασία: βόρειος άνεμος, ο Bορράς, το βόρειο σημείο του ορίζοντα: πρὸς βορρᾶν τινος = προς τo Bορρά ενός τόπου.
συνώνυμα: ἡ ἄρκτος «ο Bορράς».
αντώνυμα: νότος.
οικογένεια: παράγωγα: βόρειος.
Νέα-Ελληνική: Βορράς.
ετυμολογία: *βορη-, παράβαλε σλαβ. gora = βουνό (για τον άνεμο που φυσά από τα βουνά), παράβαλε αρχ. ινδ. giri = αρχ. περσ. gairi «βουνό».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βουκόλος-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.βουκόλος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.βουκόλος-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: βοσκός βοδιών (βλέπε αἰπόλος).
οικογένεια: παράγωγα: βουκολέω «βόσκω βόδια», μεταφορ. «κοιμίζω κάποιον, τον εξαπατώ», βουκολικός (λ.χ. βουκολική ποίησις).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη βλέπε βοῦς + *kwol-os (βλέπε αἰπόλος).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βούλευμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.βούλευμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.βούλευμα-ατος-τὸ@wordaryElla,
σημασία: απόφαση έπειτα από σκέψη ή σύσκεψη.
ετυμολογία: παράγ. βουλεύ-ω + παρ. επίθ. -μα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βουλευτήριον-ίου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.βουλευτήριον-ίου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.βουλευτήριον-ίου-τὸ@wordaryElla,
σημασία: αίθουσα συνεδριάσεων.
Νέα-Ελληνική: βουλευτήριο.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη βουλεύ-ω + παρ. επίθ. -τήριον, παράβαλε βουλευ-τήρ = βουλευ-τής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βουλευτής-οῦ-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.βουλευτής-οῦ-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.βουλευτής-οῦ-ὁ@wordaryElla,
παρατήρηση: στην Αθήνα μέλος της Βουλής των πεντακοσίων.
Νέα-Ελληνική: βουλευτής.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη βουλεύ-ω + παρ. επίθ. -τής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βουλεύω-ρήμα::
* McsElla.βουλεύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.βουλεύω@wordaryElla,
* McsElla.ἐβούλευον!~παρατατικός:βουλεύω@wordaryElla,
* McsElla.βουλεύσω!~μέλλοντας:βουλεύω@wordaryElla,
* McsElla.ἐβούλευσα!~αόριστος:βουλεύω@wordaryElla,
* McsElla.βεβούλευκα!~παρακείμενος:βουλεύω@wordaryElla,
* McsElla.βουλεύσομαι!~μέσος-μέλλοντας:βουλεύω@wordaryElla,
* McsElla.ἐβουλευσάμην!~μέσος-αόριστος:βουλεύω@wordaryElla,
* McsElla.ἐβουλεύθην!~παθητικός-αόριστος:βουλεύω@wordaryElla,
* McsElla.βεβούλευμαι!~παθητικός-παρακείμενος:βουλεύω@wordaryElla,
σημασία1: αποφασίζω έπειτα από σκέψη ή σύσκεψη: ἐξῆν Ἀθηναίοις βουλεῦσαι περὶ Μυτιληναίων = οι Αθηναίοι είχαν δικαίωμα να αποφασίσουν για την τύχη των Μυτιληναίων.
σημασία2: είμαι μέλος της Βουλής: πέρυσιν ἔλαχον βουλεύειν = πέρσι κληρώθηκα βουλευτής.
σημασία3: μέση φωνή βουλεύομαι κρίνω, αποφασίζω (όπως στη σημ. 1): ἄριστα περὶ τῶν οἰκείων βουλεύονται = αποφασίζουν για τις υποθέσεις τους με τον καλύτερο τρόπο.
οικογένεια: παράγωγα: βουλευτήριος, βουλευτικός, βουλευτής, βούλευμα, βούλευσις, σύνθετα: ἐπιβουλεύω, συμβουλεύω.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη βουλ-ή + παρ. επίθ. -εύω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βουλή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.βουλή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.βουλή-ῆς-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: θέληση: Διὸς βουλή. ἄλλαι μὲν βουλαὶ ἀνθρώπων, ἄλλα δὲ Θεὸς κελεύει = άλλα αποφασίζουν οι άνθρωποι και άλλα διατάζει ο Θεός.
σημασία2: γνώμη, συμβουλή: οὐ κοινὴ βουλὴ ἡμῖν = δεν έχουμε την ίδια γνώμη.
σημασία3: σύσκεψη.
σημασία4: συμβούλιο.
σημασία5: στην Αθήνα ἡ βουλή η Βουλή των πεντακοσίων.
οικογένεια: σύνθ. βουληφόρος.
ετυμολογία: δωρ. βωλά, αιολ. βολλά < *βολνά, παράβαλε βούλομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βούλησις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.βούλησις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.βούλησις-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία: θέληση: κατὰ τὴν βούλησιν αὐτοῦ = σύμφωνα με τη θέλησή του.
Νέα-Ελληνική: βούληση.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *βουλη- (πβ. βουλη-τός < βούλομαι) + παρ. επίθ. -σις.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βούλομαι-ρήμα::
* McsElla.βούλομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.βούλομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐβουλόμην!~παρατατικός:βούλομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἠβουλόμην!~παρατατικός:βούλομαι@wordaryElla,
* McsElla.βουλήσομαι!~μέλλοντας:βούλομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐβουλήθην!~αόριστος:βούλομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἠβουλήθην!~αόριστος:βούλομαι@wordaryElla,
* McsElla.βεβούλημαι!~παρακείμενος:βούλομαι@wordaryElla,
σημασία: θέλω: οὐ τοῦτο βούλονται. εἰ βούλει = αν θέλεις.
συνώνυμα: ἐπιθυμέω -ῶ τινος, βλέπε ἐθέλω.
οικογένεια: παράγωγα: βούλησις, βουλητός, σύνθετα: βουληφόρος.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *βουλ- (βουλή) + παρ. επίθ. -ομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βοῦς-βοός-ὁ-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.βοῦς-βοός-ὁ-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.βοῦς-βοός-ὁ-ἡ@wordaryElla,
σημασία: ταύρος ή αγελάδα.
οικογένεια: παράγωγα: βόειος, σύνθετα: βουκόλος «που βόσκει αγελάδες», βούκεντρον, βουστροφηδόν.
Νέα-Ελληνική: βόδι και βόιδι (< βοΐδιον).
ετυμολογία: βοῦ-ς < *βωῦ-ς < *gwōu-s, ομόρρ. με αρχ. ινδ. gaúh, λατινικός bōs, bōvis.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βουστροφηδὸν--βουστρηδὸν
* McsElla.βουστρηδὸν.επίρρημ-@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.βουστρηδὸν@wordaryElla,
* McsElla.βουστροφηδὸν-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.βουστροφηδὸν@wordaryElla,
σημασία: τρόπος γραφής που ξεκινούσε από αριστερά προς τα δεξιά και συνέχιζε αντίστροφα από τα δεξιά προς τα αριστερά, όπως κινούνται τα βόδια όταν οργώνουν.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *βουστροφ- (βοῦς + στροφ- < στρέφω) + παρ. επίθ. -ηδόν, παράβαλε πρην-ηδόν.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βραβευτής-οῦ-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.βραβευτής-οῦ-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.βραβευτής-οῦ-ὁ@wordaryElla,
σημασία: κριτής, διαιτητής σε ένα διαγωνισμό.
συνώνυμα: βραβεύς.
οικογένεια: παράγωγα: ἡ βραβεία, τὸ βραβεῖον, βραβεύω «κρίνω κάτι».
Νέα-Ελληνική: βραβευτής «αυτός που βραβεύει».
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία, παράβαλε περσ. *mrava- «αυτός που κρίνει το δίκαιο» < αρχ. περσ. mrav(i) «μι- λώ» = αρχ. ινδ. bravīti.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βραδύς-εῖα-ὺ-επίθετο::
* McsElla.βραδύς-εῖα-ὺ-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.βραδύς-εῖα-ὺ@wordaryElla,
* McsEll.βραδύτερος!~συγκριτικός:βραδύς-εῖα-ὺ@wordaryEllα,
* McsEll.βραδίων!~συγκριτικός:βραδύς-εῖα-ὺ@wordaryEllα,
* McsEll.βραδύτατος!~υπερθετικός:βραδύς-εῖα-ὺ@wordaryEllα,
* McsEll.βράδιστος!~υπερθετικός:βραδύς-εῖα-ὺ@wordaryEllα,
* McsEll.βραδίστατος!~υπερθετικός:βραδύς-εῖα-ὺ@wordaryElla,
σημασία1: αργός: βραδεῖς ἵπποι.
αντώνυμα: ταχύς.
σημασία2: αργός στη σκέψη, βραδύνους: ἐπιλήσμων καὶ βραδύς = ξεχασιάρης και αργόστροφος.
αντώνυμα: ἀγχίνους.
σημασία3: αυτός που αργεί, καθυστερεί: σκόπει, ὅπως μὴ βραδεῖς γένωνται = πρόσεχε να μην καθυστερήσουν (στην εκτέλεση της αποστολής τους).
οικογένεια: παράγωγα: βραδύτης, σύνθετα: βραδύπους.
Νέα-Ελληνική: βραδύς (με τις σημ. 1, 2).
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βραχύς-εῖα-ὺ-επίθετο::
* McsElla.βραχύς-εῖα-ὺ-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.βραχύς-εῖα-ὺ@wordaryElla,
* McsEll.βραχύτερος!~συγκριτικός:βραχύς-εῖα-ὺ@wordaryEllα,
* McsEll.βραχύτατος!~υπερθετικός:βραχύς-εῖα-ὺ@wordaryElla,
σημασία: μικρός, λίγος: ἐν βραχεῖ χρόνῳ = σε μικρό χρονικό διάστημα.
* σε εκφράσεις διὰ βραχέων = με λίγες λέξεις. παρὰ βραχύ = παρά λίγο.
οικογένεια: παράγωγα: βραχύνω, βραχύτης, σύνθετα: βραχύβιος, βραχυχρόνιος.
Νέα-Ελληνική: στη φρ. διά βραχέων «με λίγα λόγια, σύντομα».
ετυμολογία: *βραχύ-ς, παράβαλε αρχ. περσ. merezu «βραχύς».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βροτός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.βροτός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.βροτός-οῦ-ὁ@wordaryElla,
παρατήρηση: λέξη ποιητική, κυρίως στον ενικό.
σημασία: ο θνητός άνθρωπος, σε αντίθεση με τον αθάνατο θεό.
συνώνυμα: θνητός, ἄνθρωπος.
αντώνυμα: ἀθάνατος, θεός.
* γνωμικό βροτοῖς πέφυκε τὸν πεσόντα λακτίσαι = είναι στη φύση των ανθρώπων να δίνουν μια κλοτσιά σε όποιον ατυχήσει.
ετυμολογία: βροτός, αιολ. τύπος αντί *βρατός· η βασική ινδοευρωπαϊκός ρίζα είναι *mer- (λατινικός morior «πεθαίνω», παράβαλε μόρ-σιμος «που έχει σχέση με το θάνατο»).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βρῶμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.βρῶμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.βρῶμα-ατος-τὸ@wordaryElla,
σημασία: τροφή, φαγητό, κρέας: σῖτος ἀληλεσμένος καὶ τυρὸς καὶ εἴ τι ἄλλο βρῶμα = αλεσμένο σιτάρι και τυρί και όποια άλλη τροφή.
ετυμολογία: *βρω- (βι-βρώ-σκω «τρώω») + παρ. επίθ. -μα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βρῶσις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.βρῶσις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.βρῶσις-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: το φαγητό: ἡ βρῶσις καὶ ἡ πόσις = το φαγητό και το ποτό.
σημασία2: η σκουριά (που τρώει το σίδερο): μὴ θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυροὺς ἐπὶ τῆς γῆς, ὅπου σὴς καὶ βρῶσις ἀφανίζει = μη μαζεύετε θησαυρούς πάνω στη γη που τους αφανίζει ο σκόρος και η σκουριά (είπε ο Χριστός).
οικογένεια: παράγωγα: βρώσιμος.
ετυμολογία: *βρω- (βι-βρώ-σκω) + παρ. επίθ. -σις.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βύρσα-ης-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.βύρσα-ης-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.βύρσα-ης-ἡ@wordaryElla,
σημασία: τομάρι, δορά, πετσί.
οικογένεια: παράγωγα: βυρσίνη, σύνθετα: βυρσοδέψης, βυρσοπώλης.
ετυμολογία: άγν. ετυμ., δάν., μη αττικό, καθώς στα αττικά δε γίνεται *βύρρα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
βωμολόχος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.βωμολόχος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.βωμολόχος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που περιμένει κοντά στους βωμούς για να του δώσουν ή για να κλέψει ένα κομμάτι κρέας μετά τη θυσία.
σημασία2: χυδαίος άνθρωπος, και ειδικότερα αυτός που λέει χυδαία αστεία.
οικογένεια: παράγωγα: βωμολοχέω.
Νέα-Ελληνική: βωμολόχος (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετα: *βωμο- (βωμός) + *λοχ- < *λοχάω -ῶ «ενεδρεύω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
letter::
* McsEngl.wordaryElla.yama,
====== langoGreekAncient:
* McsElla.λεξικόΕλλα.Γ,
Γ-γ-γάμμα-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.Γ-γ-γάμμα-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Γ-γ-γάμμα-τὸ@wordaryElla,
σημασία: το τρίτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Κατά την κλασική περίοδο (5ος-4ος αι. π.Χ.) είχε τη φωνητική αξία ηχηρού κλειστού φθόγγου και οι αρχαίοι Έλληνες το πρόφεραν ως [g].
* ως αριθμητικό σύμβολο: γ΄ = 3, αλλά ͵γ = 3.000.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γαῖα-γαίης-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.γαῖα-γαίης-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.γαῖα-γαίης-ἡ@wordaryElla,
παρατήρηση: ποιητικός τύπος της λέξης γῆ.
σημασία: χώμα: γαῖαν ἔχοις ἐλαφράν = ας είναι ελαφρό το χώμα σου (ευχή την ώρα που ενταφιάζεται ο νεκρός).
* έκφραση γαῖα πυρὶ μειχθήτω = ας ανακατωθεί το χώμα με τη φωτιά (δηλαδή ας γίνει ό,τι θέλει).
ετυμολογία: *γαFjα, γῆ, αβέβαιη-ετυμολογία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Γαῖα-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.Γαῖα-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Γαῖα-ἡ@wordaryElla,
παρατήρηση: κύριο όνομα.
σημασία: η μητέρα και σύζυγος του Ουρανού, μητέρα των Τιτάνων.
ετυμολογία: *γαFjα, γῆ, αβέβαιη-ετυμολογία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γαλῆ-ῆς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.γαλῆ-ῆς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.γαλῆ-ῆς-ἡ@wordaryElla,
σημασία: γάτα.
ετυμολογία: *γαλέjᾱ > γαλῆ, ίσως συγγεν. με αρχ. ινδ. girikā «ποντίκι», αρχικά όνομα της νυφίτσας που ως οικόσιτο ζώο χρησίμευε για το κυνήγι των ποντικιών.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γαμέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.γαμέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.γαμέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐγάμουν!~παρατατικός:γαμέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.γαμῶ-(-εῖς-εῖ-κτλ.)!~μέλλοντας:γαμέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἔγημα!~αόριστος:γαμέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.γεγάμηκα!~παρακείμενος:γαμέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐγεγαμήκειν!~υπερσυντέλικος:γαμέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.γαμοῦμαι!~μέσος-μέλλοντας:γαμέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐγημάμην!~μέσος-αόριστος:γαμέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐγαμήθην!~παθητικός-αόριστος:γαμέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.γεγάμημαι!~παθητικός-παρακείμενος:γαμέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: για τον άντρα παίρνω γυναίκα, νυμφεύομαι: οὗτος γήμας Λυσιδίκην ἐποίησεν παῖδας ἐξ αὐτῆς δύο = αυτός, αφού παντρεύτηκε τη Λυσιδίκη, έκανε από αυτήν δύο παιδιά.
συνώνυμα: ἄγομαι γυναῖκα.
σημασία2: για τη γυναίκα παθ. φωνή γαμοῦμαι παντρεύομαι: γαμοῦμαι, ἡ τάλαινα, βίᾳ = παντρεύομαι, η δυστυχισμένη, παρά τη θέλησή μου.
οικογένεια: παράγωγα: γαμήλιος, γαμβρός, σύνθετα: νεόγαμος.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *γάμ- (πβ. γάμ-ος) + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Γαμηλιών-ῶνος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.Γαμηλιών-ῶνος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Γαμηλιών-ῶνος-ὁ@wordaryElla,
σημασία: ο έβδομος μήνας του αττικού έτους (15 Δεκεμβρίου-15 Ιανουαρίου), εποχή κατά την οποία τελούνταν συνήθως οι γάμοι.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *γαμήλ(ι)- (πβ. γαμήλ-ιος, γαμήλευμα «γάμος») + παρ. επίθ. -ών.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γὰρ-σύνδεσμος::
* McsElla.γὰρ-σύνδεσμος@wordaryElla,
* McsElla.σύνδεσμος.γὰρ@wordaryElla,
σημασία1: αιτιολογικός διότι, επειδή, γιατί: μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον = μην κατηγορήσεις κανένα για τις συμφορές του, γιατί η τύχη είναι ίδια για όλους μας και το μέλλον άγνωστο.
σημασία2: επεξηγηματικός δηλαδή: ὅμως δὲ λεκτέα ἃ γιγνώσκω, ἔχει γὰρ ἡ χώρα πεδία κάλλιστα = αλλά όμως πρέπει να πω όσα γνωρίζω, έχει δηλαδή η χώρα πολύ ωραίες πεδιάδες.
ετυμολογία: σύνθετα: γε + ἄρα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γαστήρ-γαστρός-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.γαστήρ-γαστρός-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.γαστήρ-γαστρός-ἡ@wordaryElla,
σημασία: η κοιλιά και ειδικότερα το στομάχι: γαστρὶ δουλεύων = κοιλιόδουλος, λαίμαργος.
οικογένεια: παράγωγα: γάστρων «κοιλαράς», σύνθετα: γαστρί-μαργος.
Νέα-Ελληνική: γαστέρα «κοιλιά».
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία, ίσως από το *γρα-στήρ < γράω «χωνεύω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γε-μόριο-εγκλιτικό::
* McsElla.γε-μόριο-εγκλιτικό@wordaryElla,
* McsElla.μόριο.γε-εγκλιτικό@wordaryElla,
σημασία1: συχνά με αντωνυμίες τουλάχιστον, πάντως, εν πάση περιπτώσει: ἔγωγε = εγώ τουλάχιστον.
σημασία2: με βεβαιωτική σημασία πάντως: ὅτι ἤκουσά γε ταῦτα, εὖ οἶδα = ότι πάντως τα άκουσα αυτά, είμαι βέβαιος.
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία, ινδοευρωπαϊκός αρχής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γέγηθα-ρήμα::
* McsElla.γέγηθα!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.γέγηθα@wordaryElla,
παρατήρηση: παρακ. του ρήματος γηθέω με σημασία ενεστώτα.
σημασία: χαίρομαι: φαιδρὸς καὶ γεγηθώς = εύθυμος και χαρούμενος.
συνώνυμα: χαίρω.
αντώνυμα: λυπέομαι, ἄχθομαι.
οικογένεια: παράγωγα: γηθοσύνη «χαρά», γηθόσυνος «χαρούμενος».
ετυμολογία: *γᾱθ-, παράβαλε λατινικός gaudeo.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γελάω-ρήμα::
* McsElla.γελάω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.γελάω@wordaryElla,
* McsElla.ἐγέλων!~παρατατικός:γελάω@wordaryElla,
* McsElla.γελάσομαι!~μέλλοντας:γελάω@wordaryElla,
* McsElla.γελάσω-μεταγενέστερος!~μέλλοντας:γελάω@wordaryElla,
* McsElla.γελασθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:γελάω@wordaryElla,
* McsElla.ἐγέλασα!~αόριστος:γελάω@wordaryElla,
* McsElla.ἐγελάσθην!~παθητικός-αόριστος:γελάω@wordaryElla,
* McsElla.γεγέλασμαι!~παθητικός-παρακείμενος:γελάω@wordaryElla,
σημασία: γελώ: γελῶ ἐπί τινι = κοροϊδεύω κάποιον.
Νέα-Ελληνική: γελώ.
ετυμολογία: *γελ-, συγγεν. με γαλ-ήνη (διαφορετικό φωνήεν, α-ε).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γέλως-ωτος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.γέλως-ωτος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.γέλως-ωτος-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: γέλιο: κινῶ τὸν γέλωτα = προκαλώ το γέλιο. γέλωτα ὀφλισκάνω = προκαλώ σε βάρος μου τα γέλια.
* έκφραση σαρδάνιον γέλωτα γελῶ = γελώ πικρά ή ειρωνικά.
σημασία2: η αιτία που προκαλεί γέλιο, ο περίγελος: γέλως γίγνομαί τινι = γίνομαι περίγελος σε κάποιον.
οικογένεια: σύνθ. γελωτοποιός, κλαυσίγελως «κλάμα και γέλιο μαζί».
Νέα-Ελληνική: γέλιο (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: *γελω- (πβ. γελάω -ῶ) + -ς.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γένειον-είου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.γένειον-είου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.γένειον-είου-τὸ@wordaryElla,
σημασία: το γένι: παροιμία οὐδὲν ἄλλο πλὴν γένειόν τε καὶ κέρατα = μόνο γένια και κέρατα, δηλαδή πετσί και κόκαλο (για αδύνατο ζώο).
οικογένεια: παράγωγα: γενειάς.
Νέα-Ελληνική: γένι.
ετυμολογία: *γενεF- (< γένυς, -υος, ἡ «σαγόνι») + παρ. επίθ. -ιον.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γένεσις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.γένεσις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.γένεσις-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: αρχή, προέλευση: ἡ γένεσις τοῦ Οὐρανοῦ.
σημασία2: δημιουργία, κατασκευή: γένεσις πύου. γένεσις ἱματίων.
Νέα-Ελληνική: γένεση (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: *γενε- (< γίγνομαι) + παρ. επίθ. -σις.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γενναῖος-αία-αῖον-επίθετο::
* McsElla.γενναῖος-αία-αῖον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.γενναῖος-αία-αῖον@wordaryElla,
* McsEll.γενναιότερος!~συγκριτικός:γενναῖος-αία-αῖον@wordaryEllα,
* McsEll.γενναιότατος!~υπερθετικός:γενναῖος-αία-αῖον@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που έχει υψηλή, αριστοκρατική, καταγωγή.
σημασία2: για πράγματα καλός στο είδος του: γενναῖα σῦκα.
οικογένεια: παράγωγα: γενναίως, γενναιότης, σύνθετα: γενναιοπρεπής.
Νέα-Ελληνική: γενναίος (που αντιστοιχεί σημασιολογικά όχι στο αρχαίο γενναῖος αλλά στο ἀνδρεῖος).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη γέννα «γέννηση» (< γίγνομαι) + παρ. επίθ. -αῖος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γένος-ους-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.γένος-ους-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.γένος-ους-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: συγγένεια εξ αίματος: γένει υἱός = γιος εξ αίματος (και όχι από υιοθεσία).
σημασία2: απόγονος ή απόγονοι: ἐκεῖνοι καὶ τὸ γένος τὸ ἀπ' ἐκείνων = εκείνοι και οι απόγονοί τους.
σημασία3: φυλή, φύλο: τὸ δωρικὸν γένος.
σημασία4: σύνολο ανθρώπων με την ίδια περίπου ηλικία, γενιά: τὸ χρυσοῦν γένος = η (μυθική) γενιά των εκλεκτών ανθρώπων.
οικογένεια: παράγωγα: γενικός.
Νέα-Ελληνική: γένος (με τις σημ. 2, 3).
ετυμολογία: *γενε-σ- (< γίγνομαι) και με τροπή του ε σε ο > γένο-ς.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γεραιός-ά-ὸν-επίθετο::
* McsElla.γεραιός-ά-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.γεραιός-ά-ὸν@wordaryElla,
* McsEll.γεραίτερος!~συγκριτικός:γεραιός-ά-ὸν@wordaryEllα,
* McsEll.γεραίτατος!~υπερθετικός:γεραιός-ά-ὸν@wordaryElla,
σημασία1: μόνο στην ποίηση χρησιμοποιείται με τη σημ. γέρος, σεβάσμιος.
σημασία2: στον πεζό λόγο χρησιμοποιείται στον πληθ. με πολιτική σημασία οἱ γεραιοί η γερουσία, οι προύχοντες.
ετυμολογία: *γερα- (πβ. γῆρα-ς, γέρ-ων) + παρ. επίθ. -ιος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γεραίρω-ρήμα::
* McsElla.γεραίρω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.γεραίρω@wordaryElla,
* McsElla.γεραρῶ!~μέλλοντας:γεραίρω@wordaryElla,
σημασία: τιμώ κάποιον με δώρα και γενικότερα τιμώ: γεραίρω δώροις καὶ πάσαις τιμαῖς = τιμώ με δώρα και με όλες τις τιμές.
οικογένεια: παράγωγα: γεραρός.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *γεραρ- (πβ. γεραρός) + παρ. επίθ. -jω > *γεράρ-jω > γεραίρω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γέρας-γέρως-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.γέρας-γέρως-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.γέρας-γέρως-τὸ@wordaryElla,
σημασία: προνόμιο, τιμητικό δικαίωμα.
οικογένεια: παράγωγα: γεράσμιος, σύνθετα: γερασφόρος.
ετυμολογία: γέρα-ς, γῆρα-ς, παράβαλε αρχ. ινδ. jarás- «ηλικία».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γερουσία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.γερουσία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.γερουσία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: η βουλή των γερόντων.
Νέα-Ελληνική: γερουσία.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *γεροντ- (πβ. γέρων, -οντος) + παρ. επίθ. -ία > *γερονσία > γερουσία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γέρων-οντος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.γέρων-οντος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.γέρων-οντος-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: γέροντας: οὕτως ἀνόητος ἐγεγενήμην καὶ γέρων; = τόσο ανόητος έγινα και τόσο γέρασα;
αντώνυμα: νέος, ἔφηβος.
σημασία2: οἱ γέροντες οι προύχοντες.
οικογένεια: παράγωγα: γερόντειος, γερουσία.
Νέα-Ελληνική: γέρος (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: αρχικά τύπος μετοχής *γεροντ-, παράβαλε αρχ. ινδ. járant- = γέρος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γεύω-ρήμα::
* McsElla.γεύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.γεύω@wordaryElla,
* McsElla.ἔγευον!~παρατατικός:γεύω@wordaryElla,
* McsElla.γεύσω!~μέλλοντας:γεύω@wordaryElla,
* McsElla.ἔγευσα!~αόριστος:γεύω@wordaryElla,
* McsElla.γεύσομαι!~μέσος-μέλλοντας:γεύω@wordaryElla,
* McsElla.ἐγευσάμην!~μέσος-αόριστος:γεύω@wordaryElla,
* McsElla.γέγευσμαι!~παθητικός-παρακείμενος-μέση-σημασία:γεύω@wordaryElla,
σημασία1: κάνω κάποιον να γευτεί κάτι.
σημασία2: μέση φωνή γεύομαι δοκιμάζω κάποια τροφή, γεύομαι: γεύομαι μέλιτος.
* γενικότερα δοκιμάζω: γεύομαι πόνων = αποκτώ την εμπειρία του μόχθου.
οικογένεια: παράγωγα: γεῦσις, γεῦμα, σύνθετα: ἄγευστος.
Νέα-Ελληνική: γεύομαι (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: *γεύσ-, λατινικός gust-are.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γεωργέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.γεωργέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.γεωργέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: ασχολούμαι με τη γεωργία, είμαι γεωργός: ἐγεώργουν ἐν τῇ Νάξῳ.
σημασία2: καλλιεργώ: γεωργῶ γῆν/ἀγρόν.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη γεωργ-ός + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γῆ-γῆς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.γῆ-γῆς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.γῆ-γῆς-ἡ@wordaryElla,
παρατήρηση: αττικός τύπος του γαῖα
σημασία1: η γη, σε αντιδιαστολή προς τον ουρανό ή τη θάλασσα, η στεριά: κατὰ γῆν = από την ξηρά. κατὰ γῆς = κάτω από τη γη. ποῦ γῆς; = σε ποιο μέρος της γης; τῆς γῆς ἐκράτουν οἱ Μυτιληναῖοι = τη στεριά είχαν υπό την κατοχή τους οι Μυτιληναίοι (σε αντίθεση με τη χρήση της θάλασσας).
σημασία2: χώρα: ἐκ τῆς ἐμαυτοῦ γῆς = από τη χώρα μου.
σημασία3: χώμα.
* έκφραση γῆν καὶ ὕδωρ δίδωμι = δίνω χώμα και νερό ως σημείο πλήρους υποταγής.
οικογένεια: παράγωγα: γήινος, σύνθετα: γηγενής, γήπεδον.
Νέα-Ελληνική: γη (με τις σημ. 1, 2).
ετυμολογία: *γᾱFjα βλέπε και γαῖα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γηραιός-ὰ|ός-ὸν-επίθετο::
* McsElla.γηραιός-ὰ|ός-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.γηραιός-ὰ|ός-ὸν@wordaryElla,
σημασία: γέρος.
ετυμολογία: *γερα- (πβ. γῆρα-ς, γέρ-ων) + παρ. επίθ. -ιος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γῆρας-γήρως-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.γῆρας-γήρως-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.γῆρας-γήρως-τὸ@wordaryElla,
σημασία: η γεροντική ηλικία, τα γεράματα: γῆρας πολιόν = τα λευκά γεράματα.
αντώνυμα: νεότης.
οικογένεια: παράγωγα: γηραιός.
Νέα-Ελληνική: γηρατιά.
ετυμολογία: αρχικά γέρας = η γεροντική ηλικία (που εξελίχθηκε σημασιολογικά σε βραβείο των γηρατιών, παράβαλε γέρων) και έπειτα γῆρας με τροπή του ε σε η κατά τα αντίθετα ἥβη, ἡβάω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γηράσκω--γηράω-ρήμα::
* McsElla.γηράσκω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.γηράω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.γηράω@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.γηράσκω@wordaryElla,
* McsElla.ἐγήρασκον!~παρατατικός:γηράσκω@wordaryElla,
* McsElla.γηράσομαι!~μέλλοντας:γηράσκω@wordaryElla,
* McsElla.γηράσω!~μέλλοντας:γηράσκω@wordaryElla,
* McsElla.ἐγήρασα!~αόριστος:γηράσκω@wordaryElla,
* McsElla.γεγήρακα!~παρακείμενος:γηράσκω@wordaryElla,
σημασία: γερνώ, αρχίζω να γίνομαι γέρος.
αντώνυμα: νεάζω, ἡβάσκω.
* γνωμικό γηράσκω ἀεὶ πολλὰ διδασκόμενος = γερνώ μαθαίνοντας ασταμάτητα πολλά πράγματα.
οικογένεια: σύνθετα: ὑπεργηράσκω.
Νέα-Ελληνική: γερνώ.
ετυμολογία: γῆρα-ς + παρ. επίθ. -σκω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γίγνομαι-ρήμα::
* McsElla.γίγνομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.γίγνομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐγιγνόμην!~παρατατικός:γίγνομαι@wordaryElla,
* McsElla.γενήσομαι!~μέλλοντας:γίγνομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐγενόμην!~αόριστος-β΄:γίγνομαι@wordaryElla,
* McsElla.γέγονα!~παρακείμενος:γίγνομαι@wordaryElla,
* McsElla.γεγένημαι!~παρακείμενος:γίγνομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐγεγόνειν!~υπερσυντέλικος:γίγνομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐγεγενήμην!~υπερσυντέλικος:γίγνομαι@wordaryElla,
παρατήρηση: αποθετικό ρήμα
σημασία1: για πρόσωπα γεννιέμαι: Δαρείου καὶ Παρυσάτιδος γίγνονται παῖδες δύο = από το Δαρείο και την Παρυσάτιδα γεννιούνται δύο παιδιά.
* κατάγομαι: οὕτως καλῶς καὶ γνησίως γεγόναμεν = από τόσο καλή και ευγενή γενιά καταγόμαστε.
σημασία2: φτάνω: ἐγένετο εἰς Ἀθήνας.
σημασία3: γίνομαι, αποδεικνύομαι: ἀνὴρ ἀγαθὸς γενοῦ = να φανείς ενάρετος άνθρωπος.
σημασία4: για πράγματα παράγομαι: ὁ ἐκ τῆς χώρας γιγνόμενος σῖτος = το σιτάρι που παράγεται στη χώρα μας.
σημασία5: συμβαίνω: ἐγένετο μάχη = έγινε μάχη. τὸ γενόμενον = το γεγονός.
* στην ευκτική εκφράζει ευχή γένοιτο = μακάρι. εὖ σοι γένοιτο = να είσαι καλά.
σημασία6: με γενική της αξίας αξίζω: ὀβολοῦ γίγνεται = έχει την αξία ενός οβολού.
σημασία7: το ρήμα γίγνομαι χρησιμοποιείται, όπως και στα νέα ελληνικά, σε πολλές εκφράσεις: γίγνομαι διὰ λόγων = λέγω. δι' ὀργῆς γίγνομαι = οργίζομαι.
οικογένεια: παράγωγα: γενεά, γένος, γένεσις σύνθετα: συγγίγνομαι, παραγίγνομαι, περιγίγνομαι.
Νέα-Ελληνική: γίνομαι (με τις σημ. 4, 5).
ετυμολογία: *γι-γ(ε)ν-ομαι, ομόρρ. με λατινικός gignō, παράβαλε αρχ. ινδ. jajána = γέγονα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γιγνώσκω-ρήμα::
* McsElla.γιγνώσκω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.γιγνώσκω@wordaryElla,
* McsElla.ἐγίγνωσκον!~παρατατικός:γιγνώσκω@wordaryElla,
* McsElla.γνώσομαι-«θα-γνωρίσω»!~μέλλοντας:γιγνώσκω@wordaryElla,
* McsElla.ἔγνων!~αόριστος-β΄:γιγνώσκω@wordaryElla,
* McsElla.ἔγνωκα!~παρακείμενος:γιγνώσκω@wordaryElla,
* McsElla.ἐγνώκειν!~υπερσυντέλικος:γιγνώσκω@wordaryElla,
* McsElla.γνωσθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:γιγνώσκω@wordaryElla,
* McsElla.ἐγνώσθην!~παθητικός-αόριστος:γιγνώσκω@wordaryElla,
* McsElla.ἔγνωσμαι!~παθητικός-παρακείμενος:γιγνώσκω@wordaryElla,
* McsElla.ἐγνώσμην!~παθητικός-υπερσυντέλικος:γιγνώσκω@wordaryElla,
σημασία1: για αισθητηριακή αντίληψη γνωρίζω, αντιλαμβάνομαι: ἐγὼ δὲ οἶδα ὅτι γιγνώσκετε αὐτὸν ἅπαντες = εγώ ξέρω ότι τον γνωρίζετε όλοι. γνῶθι σαυτόν = γνώρισε τον εαυτό σου (επίγραμμα στο ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς). γνόντες οὐδεμίαν σφίσι τιμωρίαν οὖσαν = όταν αντιλήφθηκαν ότι δεν έχουν καμία βοήθεια.
σημασία2: νομίζω, έχω μια γνώμη: τἀναντία τούτοις γιγνώσκω = έχω την αντίθετη προς αυτά άποψη.
σημασία3: στο διάλογο κυρίως ἔγνων = κατάλαβα!
οικογένεια: παράγωγα: γνώμη, γνῶσις, γνωστός, ἄγνοια, σύνθετα: ἀναγιγνώσκω, καταγιγνώσκω.
ετυμολογία: *γι-γνώ-σκω, *γνω-, θέματα γνω-, γνο-, ομόρρ. με λατινικός nōscō.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γλαὺξ--γλαῦξ-γλαυκός-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.γλαὺξ-γλαυκός-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.γλαὺξ-γλαυκός-ἡ@wordaryElla,
* McsElla.γλαῦξ-γλαυκός-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.γλαῦξ-γλαυκός-ἡ@wordaryElla,
σημασία: η κουκουβάγια (πουλί με σπινθηροβόλα αστραφτερά μάτια, που ήταν και το σύμβολο της Αθηνάς, της θεάς της σοφίας).
* παροιμία ἄγω γλαῦκ' Ἀθήναζε / εἰς Ἀθήνας = λέω πολύ γνωστά και επομένως περιττά πράγματα.
οικογένεια: σύνθετα: γλαυκώδης.
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία, αν και οι αρχ. γραμματικοί το συνδέουν με το επίθετο γλαυκός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γλαφυρός-ά-ὸν-επίθετο::
* McsElla.γλαφυρός-ά-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.γλαφυρός-ά-ὸν@wordaryElla,
παρατήρηση: για πρόσωπα ακριβολόγος, λεπτολόγος: γλαφυρὸς νομοθέτης. γλαφυρὰ διάνοια = κριτικό μυαλό.
οικογένεια: παράγωγα: γλαφυρῶς.
Νέα-Ελληνική: γλαφυρός «σαφής, ολοκάθαρος».
ετυμολογία: γλαφυ-ρός < *γλυφυ-ρός < γλύφω με ανομοίωση υ – υ > α – υ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γλίσχρος-α-ον-επίθετο::
* McsElla.γλίσχρος-α-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.γλίσχρος-α-ον@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που κολλάει σε κάτι και μεταφορικά αυτός που επιμένει ενοχλητικά ζητώντας κάτι: γίγνεται γλίσχρος προσαιτῶν λιπαρῶν τε = σου κολλάει ζητώντας και παρακαλώντας.
σημασία2: φειδωλός, σφιχτοχέρης.
αντώνυμα: ἀφειδής.
σημασία3: για πράγματα μικρός σε μέγεθος, ποσότητα ή ποιότητα: γλίσχρον οἰκοδόμημα/δεῖπνον.
αντώνυμα: πλούσιος.
οικογένεια: παράγωγα: γλίσχρων, γλίσχρως.
Νέα-Ελληνική: γλίσχρος (με τις σημ. 2, 3).
ετυμολογία: *γλι-, παράβαλε γλίνη «οποιαδήποτε κολλητική ουσία», παράβαλε ρωσ. glina «άργιλος».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γλίχομαι-ρήμα::
* McsElla.γλίχομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.γλίχομαι@wordaryElla,
παρατήρηση: χρησιμοποιείται στον ενεστώτα, τον παρατατικό και τον αόριστο ἐγλιξάμην επιδιώκω κάτι, επιθυμώ πολύ: γλίχομαι περὶ ἐλευθερίας = προσπαθώ να κερδίσω την ελευθερία. γλίχομαι τοῦ ζῆν = επιθυμώ να ζήσω.
συνώνυμα: βούλομαι, ἐπιθυμῶ, ἐφίεμαι.
ετυμολογία: *γλι- (< γλίνη) και *γλιχ- (πβ. γλιχὸς «φειδωλός») + -ομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γλυκύς-εῖα-ὺ-επίθετο::
* McsElla.γλυκύς-εῖα-ὺ-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.γλυκύς-εῖα-ὺ@wordaryElla,
* McsEll.γλυκίων!~συγκριτικός:γλυκύς-εῖα-ὺ@wordaryEllα,
* McsEll.γλυκύτερος!~συγκριτικός:γλυκύς-εῖα-ὺ@wordaryEllα,
* McsEll.γλύκιστος!~υπερθετικός:γλυκύς-εῖα-ὺ@wordaryEllα,
* McsEll.γλυκύτατος!~υπερθετικός:γλυκύς-εῖα-ὺ@wordaryElla,
σημασία1: γλυκός στη γεύση: γλυκὺ ὕδωρ = το πόσιμο νερό.
συνώνυμα: ἡδύς.
αντώνυμα: πικρός.
σημασία2: ευχάριστος: γλυκὺς ὕπνος.
σημασία3: για πρόσωπα αγαπητός: ὦ γλυκύτατε!
οικογένεια: παράγωγα: γλυκέως, γλυκύτης.
Νέα-Ελληνική: γλυκός και γλυκύς (με όλες τις σημ.).
ετυμολογία: πιθ. από *δλυκ-ύς, παράβαλε λατινικός dulc-is.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γλύφω-ρήμα::
* McsElla.γλύφω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.γλύφω@wordaryElla,
* McsElla.ἔγλυφον!~παρατατικός:γλύφω@wordaryElla,
* McsElla.γλύψω!~μέλλοντας:γλύφω@wordaryElla,
* McsElla.ἔγλυψα!~αόριστος:γλύφω@wordaryElla,
* McsElla.ἐγλυψάμην!~μέσος-αόριστος:γλύφω@wordaryElla,
* McsElla.γέγλυμμαι!~παθητικός-παρακείμενος:γλύφω@wordaryElla,
* McsElla.-ξέγλυμμαι!~παθητικός-παρακείμενος:γλύφω@wordaryElla,
σημασία: σκαλίζω με ειδικό όργανο ξύλο, μάρμαρο ή μέταλλο: παιδάριον ὂν ναῦς ἔγλυφεν = όταν ήταν παιδάκι σκάλιζε (στο ξύλο) πλοία.
οικογένεια: παράγωγα: γλύπτης, γλυπτός, γλυφίς, γλύφανος / γλύφανον και γλυφεῖον, γλαφυρός, σύνθετα: τοκογλύφος.
Νέα-Ελληνική: γλύφω.
ετυμολογία: *γλευφ-, παράβαλε αρχ. γερμ. klioban «γλύφω», *gleubh-.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γλῶττα-ης-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.γλῶττα-ης-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.γλῶττα-ης-ἡ@wordaryElla,
παρατήρηση: ο κοινός τύπος είναι γλῶσσα
σημασία1: η γλώσσα ως ανατομικό όργανο ανθρώπου ή ζώου.
σημασία2: η γλώσσα που μιλιέται σε έναν τόπο: βάρβαρον γλῶτταν ἱᾶσιν = μιλούν βαρβαρική γλώσσα. δωρίδα γλῶτταν ἱᾶσιν = μιλούν δωρική διάλεκτο.
Νέα-Ελληνική: γλώσσα (και με τις δύο σημ.).
ετυμολογία: *γλώχ-jα, γλωχὶς «μύτη, αιχμή».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γνώμη-ης-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.γνώμη-ης-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.γνώμη-ης-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: σκέψη, κρίση: γνώμην ἱκανός = δυνατός στη σκέψη, μυαλωμένος.
σημασία2: θέληση, διάθεση, ζήλος: τῇ ἀφ' ἑαυτοῦ γνώμῃ = με τη θέλησή του. παρεσκευάζοντο πάσῃ τῇ γνώμῃ = προετοιμάζονταν με πολύ ζήλο.
σημασία3: γνώμη, άποψη: Περικλῆς τὴν αὐτὴν γνώμην εἶχεν ὥσπερ καὶ πρότερον = ο Περικλής είχε την ίδια γνώμη όπως και πριν.
σημασία4: γνῶμαι γνωμικά, αποφθέγματα.
σημασία5: σκοπός: ἀπὸ τοιᾶσδε γνώμης = με τέτοιο σκοπό.
οικογένεια: παράγωγα: γνωμικός σύνθετα: γνωμολογῶ «διατυπώνω γνωμικό».
Νέα-Ελληνική: γνώμη (με τη σημ. 3).
ετυμολογία: *γνω- (γι-γνώ-σκω) + παρ. επίθ. -μη.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γνωρίζω-ρήμα::
* McsElla.γνωρίζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.γνωρίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐγνώριζον!~παρατατικός:γνωρίζω@wordaryElla,
* McsElla.γνωριῶ!~μέλλοντας:γνωρίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐγνώρικα!~παρακείμενος:γνωρίζω@wordaryElla,
σημασία1: κάνω κάτι γνωστό, το γνωστοποιώ: γνώρισόν μοι, Κύριε, ὁδὸν ἐν ᾗ πορεύσομαι = δείξε μου, Κύριε, το δρόμο που πρέπει να βαδίσω.
* παθ. φωνή γνωρίζομαι γίνομαι γνωστός.
σημασία2: ανακαλύπτω κάτι, το γνωρίζω.
σημασία3: γίνομαι γνώριμος με κάποιον, τον γνωρίζω: οὐκ ἐγνώριζον τοὺς ἀνθρώπους τούτους.
οικογένεια: παράγωγα: γνώρισις «γνωστοποίηση», γνώρισμα «αναγνωριστικό σημάδι», γνωρισμός.
Νέα-Ελληνική: γνωρίζω (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: *γνω- (γι-γνώ-σκω) + παρ. επίθ. -ρ-ίζω ή ουσ. *γνῶρον (πβ. λατινικός ignorō) + παρ. επίθ. -ίζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γνῶσις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.γνῶσις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.γνῶσις-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: διερεύνηση, ιδιαίτερα η δικαστική: αἱ τῶν δικαστηρίων γνώσεις = οι έρευνες των δικαστηρίων.
σημασία2: γνώση.
αντώνυμα: ἄγνοια.
οικογένεια: σύνθ. διάγνωσις, ἀγνωσία, ἀνάγνωσις.
Νέα-Ελληνική: γνώση (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: *γνω- (< γι-γνώ-σκω) + παρ. επίθ. -σις.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γόης-ητος-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.γόης-ητος-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.γόης-ητος-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: μάγος (που έψαλλε τις μαγικές επωδές με γοερές φωνές).
σημασία2: απατεώνας: πονηρὸς γόης.
οικογένεια: παράγωγα: γοητικός.
Νέα-Ελληνική: γόης (με επέκτ. της σημ. 1 «αυτός που μαγεύει με την ομορφιά του»).
ετυμολογία: *γό- (γοάω «βγάζω κραυγή πόνου, κόπτομαι» + παρ. επίθ. -ης, παράβαλε πέν-ης, κέλ-ης.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γοητεία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.γοητεία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.γοητεία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: μαγεία και με επέκταση απάτη.
Νέα-Ελληνική: γοητεία (πβ. το ΝΕ γόης στο προηγούμενο λήμμα).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη γοητε-ύω + παρ. επίθ. -ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γόνυ-γόνατος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.γόνυ-γόνατος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.γόνυ-γόνατος-τὸ@wordaryElla,
σημασία: γόνατο: πρὸς τὰ γόνατά τινος πίπτω = πέφτω στα γόνατα κάποιου. γόνυ κάμπτω = κλίνω τα γόνατα, γονατίζω.
οικογένεια: σύνθ. γονυπετής.
Νέα-Ελληνική: γόνατο.
ετυμολογία: *γονF-, ομόρρ. με λατινικός genū, αρχ. ινδ. jānu.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γοῦν-μόριο::
* McsElla.γοῦν-μόριο@wordaryElla,
* McsElla.μόριο.γοῦν@wordaryElla,
σημασία1: με περιοριστική και συμπερασματική χροιά τουλάχιστον λοιπόν: ἔοικα γοῦν τούτου γε σοφώτερος εἶναι = τουλάχιστον λοιπόν φαίνεται ότι είμαι πιο σοφός από αυτόν.
σημασία2: εισάγει παράδειγμα με το οποίο τεκμηριώνεται μια θέση που εκφράστηκε στα αμέσως προηγούμενα. τὸν γοῦν ἄλλον χρόνον... = κατά το παρελθόν πράγματι...
ετυμολογία: σύνθετα: γέ + οὖν.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γράμμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.γράμμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.γράμμα-ατος-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: ζωγραφιά.
σημασία2: στοιχείο του αλφαβήτου, γράμμα: γράμματα μανθάνω = μαθαίνω να διαβάζω.
σημασία3: στον πληθυντικό γράμματα
σημασίαα: τα έγγραφα: τὰ γράμματα τῆς δίκης.
σημασίαβ: το σύγγραμμα, το βιβλίο: τὰ τοῦ Ζήνωνος γράμματα.
σημασίαγ: νόμοι, κανονισμοί: ἡ κατὰ γράμματα πολιτεία = το πολίτευμα που στηρίζεται σε νόμους.
σημασίαδ: μόρφωση: ἄπειρος γραμμάτων = αμόρφωτος.
οικογένεια: παράγωγα: γραμματεύς, γραμματεύω «είμαι γραμματέας», γραμματεῖον «πινακίδα πάνω στην οποία έγραφαν», γραμματική, γραμματικός «φιλόλογος», σύνθετα: γραμματοδιδάσκαλος, γραμματοφύλαξ.
Νέα-Ελληνική: γράμμα (με τη σημ. 2, και γράμματα με τη σημ. 3δ).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη γράφ-ω + παρ. επίθημ. -μα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γραμματικός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.γραμματικός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.γραμματικός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που ξέρει πολλά γράμματα, λόγιος, μελετημένος.
αντώνυμα: ἀγράμματος.
σημασία2: ως ουσιαστικό, από την ελληνιστική περίοδο και μετά γραμματικός φιλόλογος, μελετητής της γλώσσας και της γραμματείας.
σημασία3: ως ουσιαστικό γραμματική (ενν. τέχνη) ο επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με τη μελέτη μιας γλώσσας και ειδικά με τη γραμματική της.
Νέα-Ελληνική: γραμματική (με τη σημ. 3).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη γράμμα, -ατος (< γράφ-ω) + παρ. επίθ. -ικός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γραμματιστής-οῦ-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.γραμματιστής-οῦ-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.γραμματιστής-οῦ-ὁ@wordaryElla,
σημασία: δάσκαλος που μαθαίνει στο παιδί τα πρώτα γράμματα.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη γραμματίζω + παρ. επίθ. -τής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γραῦς-γραός-ἡ--γραῖα-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.γραῦς-γραός-ἡουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.γραῦς-γραός-ἡ@wordaryElla,
* McsElla.γραῖα-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.γραῖα-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: γριά γυναίκα.
οικογένεια: παράγωγα: γραώδης.
αντώνυμα: νεᾶνις.
Νέα-Ελληνική: γραία, γριά.
ετυμολογία: *γρᾱF-, παράβαλε διαλ. γραιFία = γραῑα· αρχικά τα γραῡς και γραῑα σήμαιναν «τσίπα του γάλακτος», κατόπιν «ρυτίδα του δέρματος».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γραφή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.γραφή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.γραφή-ῆς-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: ζωγραφική.
σημασία2: ζωγραφιά.
σημασία3: η χρήση γραμμάτων, και κατ' επέκταση η συγγραφή.
σημασία4: ως δικανικός όρος καταγγελία, δίωξη ή δίκη που αφορά αδίκημα που στρέφεται κατά της πόλεως: ἀστρατείας γραφή = δίωξη για ανυποταξία. Κηφισοφῶντα γραφὴν ἱερῶν χρημάτων ἐδίωκες = δίωκες τον Κηφισοφώντα για ιεροσυλία.
αντώνυμα: δίκη «καταγγελία ή δίκη για αδίκημα στρεφόμενο ενάντια σε ιδιώτη».
Νέα-Ελληνική: γραφή (με τη σημ.3).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη γράφ-ω + παρ. επίθ. -ή.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γράφω-ρήμα::
* McsElla.γράφω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.γράφω@wordaryElla,
* McsElla.ἔγραφον!~παρατατικός:γράφω@wordaryElla,
* McsElla.γράψω!~μέλλοντας:γράφω@wordaryElla,
* McsElla.ἔγραψα!~αόριστος:γράφω@wordaryElla,
* McsElla.γέγραφα!~παρακείμενος:γράφω@wordaryElla,
* McsElla.γράψομαι!~μέσος-μέλλοντας:γράφω@wordaryElla,
* McsElla.γραφήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:γράφω@wordaryElla,
* McsElla.ἐγραψάμην!~μέσος-αόριστος:γράφω@wordaryElla,
* McsElla.ἐγράφην!~παθητικός-αόριστος:γράφω@wordaryElla,
* McsElla.γέγραμμαι!~παθητικός-παρακείμενος:γράφω@wordaryElla,
* McsElla.ἐγεγράμμην!~παθητικός-υπερσυντέλικος:γράφω@wordaryElla,
σημασία1: χαράζω γράμματα, και κατ' επέκταση διατυπώνω γραπτώς, γράφω: γράφω ἐπιστολήν.
* γράφω νόμον / ψήφισμα = προτείνω νόμο / ψήφισμα.
σημασία2: ζωγραφίζω: ἀνδριάντα γράφω = ζωγραφίζω ένα άγαλμα. εἰκὼν γεγραμμένη.
συνώνυμα: ζωγραφέω -ῶ.
σημασία3: μέση φωνή γράφομαι καταγγέλλω: οἱ γραψάμενοι = αυτοί που έχουν καταγγείλει, οι μηνυτές. τοὺς ἀρχαίους θεοὺς οὐ νομίζονταγράψατό με = με κατάγγειλε, επειδή δήθεν δεν πιστεύω στους παλιούς θεούς.
οικογένεια: παράγωγα: γραφή, γραφεύς, γραφικός, γραφίς, γράμμα, γραπτός, σύνθετα: ἀναγράφω,πιγράφω, καταγράφω, συγγράφω.
Νέα-Ελληνική: γράφω (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: *γραφ-, ινδοευρωπαϊκός αρχής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γυμνασίαρχος-άρχου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.γυμνασίαρχος-άρχου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.γυμνασίαρχος-άρχου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: Αθηναίος πολίτης που ήταν υπεύθυνος για τη γυμναστική εκπαίδευση ή διηύθυνε ένα γυμνάσιον, δηλαδή γυμναστήριο.
Νέα-Ελληνική: γυμνασιάρχης «διευθυντής σχολικής μονάδας».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη γυμνάσιον + ἄρχω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γυμνάσιον-ίου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.γυμνάσιον-ίου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.γυμνάσιον-ίου-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: στον πληθυντικό τὰ γυμνάσια οι γυμναστικές ασκήσεις.
σημασία2: γυμναστήριο, χώρος αθλητικής εκπαίδευσης.
οικογένεια: σύνθετα: γυμνασίαρχος.
Νέα-Ελληνική: γυμνάσια «ασκήσεις», γυμνάσιο (με επέκτ. της σημ. 2 «χώρος για κάθε είδος εκπαίδευσης, όχι μόνο αθλητικής»).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη γυμνασ- (< γύμνασ-ις < γυμνάζω) + παρ. επίθ. -ιον.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γυμνικός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.γυμνικός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.γυμνικός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία: αυτός που έχει σχέση με τη γυμναστική, αθλητικός: γυμνικὸς ἀγών = διαγωνισμός στη γυμναστική, αθλητικός διαγωνισμός.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη γυμνός (*μυγ-νός < *νυγνός, παράβαλε λατινικός nudus) + παρ. επίθ. -ικός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γυμνόω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.γυμνόω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.γυμνόω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: γυμνώνω, αφαιρώ τα ρούχα ή το κάλυμμα.
αντώνυμα: ἐνδύω.
οικογένεια: παράγωγα: γυμνικός, γυμνῆτες «ελαφρά οπλισμένοι στρατιώτες του πεζικού», σύνθετα: γυμνοπαιδίαι, γυμνοσοφισταί.
Νέα-Ελληνική: γυμνώνω.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη γυμνός + -όω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γυνή-γυναικός-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.γυνή-γυναικός-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.γυνή-γυναικός-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: γυναίκα.
αντώνυμα: ἀνήρ.
* γνωμικό γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας η καλή σύζυγος είναι το τιμόνι του σπιτιού.
σημασία2: γυναίκα παντρεμένη, σύζυγος.
αντώνυμα: παρθένος.
σημασία3: θνητή γυναίκα.
αντώνυμα: θεά.
οικογένεια: παράγωγα: γυναικεῖος, γύναιος, γυναικὼν ἡ, γυναικωνῖτις, σύνθετα: γυναικοκρατοῦμαι.
Νέα-Ελληνική: γυναίκα (με τις σημ. 1, 2).
ετυμολογία: *γυνᾱ, αρχ. ινδ. gnā- «γυναίκα, θεά».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
γύψ-γυπός-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.γύψ-γυπός-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.γύψ-γυπός-ὁ@wordaryElla,
σημασία: το αρπακτικό πουλί γύπας.
οικογένεια: σύνθ. γυπώδης.
Νέα-Ελληνική: γύπας.
ετυμολογία: *γυ- (γύαλον «κοιλότητα») + παρ. επίθ. -π-ς > γύψ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
letter::
* McsEngl.wordaryElla.dhelta,
====== langoGreekAncient:
* McsElla.λεξικόΕλλα.Δ,
Δ-δ-δέλτα-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.Δ-δ-δέλτα-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Δ-δ-δέλτα-τὸ@wordaryElla,
σημασία: το τέταρτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Κατά την κλασική περίοδο (5oς-4oς αι. π.Χ.) είχε τη φωνητική αξία ηχηρού κλειστού φθόγγου και οι αρχαίοι Έλληνες το πρόφεραν ως [d].
* ως αριθμητικό σύμβολο δ΄ = 4, αλλά ͵δ = 4.000.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δᾳδοῦχος-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.δᾳδοῦχος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.δᾳδοῦχος-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: αυτός που κρατούσε δάδα, συνήθως ως αξιωματούχος, όταν τελούνταν τα Ελευσίνια μυστήρια προς τιμήν της θεάς Δήμητρας: Καλλίας ὁ δᾳδοῦχος.
συνώνυμα: δᾳδοφόρος.
οικογένεια: παράγωγα: δᾳδουχέω -ῶ, δᾳδουχία, σύνθετα: δᾳδοφόρος.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη δᾴς, δᾳδό-ς + ἔχω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δαιμόνιον-ίου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.δαιμόνιον-ίου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.δαιμόνιον-ίου-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: η θεία δύναμη: πάντῃ ἀψευδὲς τὸ δαιμόνιον καὶ τὸ θεῖον = η θεία δύναμη και ο θεός είναι εντελώς ξένα προς το ψέμα.
σημασία2: κατώτερος θεός, κάτι ανάμεσα στους θεούς και στους θνητούς: καινὰ δαιμόνια = καινούριες θεότητες (στις οποίες κατηγορούσαν το Σωκράτη ότι πίστευε).
* το θεϊκό πνεύμα που εμπόδιζε το Σωκράτη να κάνει κάτι κακό: τὸ δαιμόνιον κωλύει = με εμποδίζει το δαιμόνιο.
σημασία3: στην Καινή Διαθήκη το πονηρό πνεύμα: ἐκβάλλω δαιμόνια = διώχνω τα κακά πνεύματα.
Νέα-Ελληνική: δαιμόνιο (με τη σημ. 3, αλλά και με τη σημ. «τζίνι των παραμυθιών»).
ετυμολογία: ουσιαστικοπ. ουδ. του δαιμόνιος, -ία, -ιον.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δαιμόνιος-ία-ιον-επίθετο::
* McsElla.δαιμόνιος-ία-ιον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.δαιμόνιος-ία-ιον@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που έχει σχέση με το δαίμονα (δηλ. το θεό), που προέρχεται από αυτόν, και επομένως ο θαυμαστός: εἰ μή τι δαιμόνιον εἴη = αν δεν είναι κάποια θεϊκή παρέμβαση.
σημασία2: για πρόσωπα θαυμάσιος, θεϊκός: δαιμόνιος τὴν σοφίαν = έχει θαυμαστή σοφία.
* συχνά στην κλητική και ειρωνικά ὦ δαιμόνιε Γλαύκων = ευλογημένε μου, Γλαύκωνα!
Νέα-Ελληνική: δαιμόνιος (με τη σημ. 2)
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη δαίμων, -ονος + παρ. επίθ. -ιος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δαίμων-ονος-ὁ-ἡ-ουσιαστικό::
σημασία1: η ακαθόριστη ανώτερη δύναμη που καθορίζει την πορεία του ανθρώπου.
σημασία2: η τύχη ενός ανθρώπου, καλή ή κακή, οι περιστάσεις και συνθήκες της ζωής του.
οικογένεια: παράγωγα: δαιμόνιον, δαιμονίως, δαιμονιώδης, σύνθετα: κακοδαιμονέω -ῶ, δεισιδαίμων.
Νέα-Ελληνική: δαίμονας (με τη σημ. 3).
ετυμολογία: *δαί- (δαί-ω «τεμαχίζω, μερίζω» < *δαF-jω) + παρ. επίθ. -μων.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δάκνω-ρήμα::
* McsElla.δάκνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.δάκνω@wordaryElla,
* McsElla.ἔδακνον!~παρατατικός:δάκνω@wordaryElla,
* McsElla.δήξομαι!~μέλλοντας:δάκνω@wordaryElla,
* McsElla.ἔδακον!~αόριστος-β΄:δάκνω@wordaryElla,
* McsElla.δέδηχα!~παρακείμενος:δάκνω@wordaryElla,
* McsElla.δηχθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:δάκνω@wordaryElla,
* McsElla.ἐδήχθην!~παθητικός-αόριστος:δάκνω@wordaryElla,
* McsElla.δέδηγμαι!~παθητικός-παρακείμενος:δάκνω@wordaryElla,
σημασία1: δαγκώνω.
σημασία2: μεταφορικά, συχνά στην παθ. φωνή ερεθίζω, πληγώνω την ψυχή κάποιου: δηχθεῖσα κέντροις ἠράσθη… = αφού πληγώθηκε από το κεντρί (του έρωτα), ερωτεύτηκε τον…
οικογένεια: παράγωγα: δῆγμα «δάγκωμα».
Νέα-Ελληνική: δαγκώνω (από τον αόρ. ἔδακον).
ετυμολογία: *δακ- (από *δενκ- «δαγκώνω») + επίθ. -ν-ω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δανείζω-ρήμα::
* McsElla.δανείζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.δανείζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐδάνειζον!~παρατατικός:δανείζω@wordaryElla,
* McsElla.δανείσω!~μέλλοντας:δανείζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐδάνεισα!~αόριστος:δανείζω@wordaryElla,
* McsElla.δεδάνεικα!~παρακείμενος:δανείζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐδανείσθην!~παθητικός-αόριστος:δανείζω@wordaryElla,
* McsElla.δεδάνεισμαι-«έχω-δανείσει»!~μέσος-παρακείμενος:δανείζω@wordaryElla,
* McsElla.δεδάνεισμαι-«έχω-δανειστεί»!~παθητικός-παρακείμενος:δανείζω@wordaryElla,
σημασία1: δανείζω σε κάποιον χρήματα: ἐδάνεισεν αὐτῷ δισχιλίας δραχμάς = του δάνεισε δύο χιλιάδες δραχμές.
σημασία2: μέση φωνή δανείζομαι παίρνω χρήματα με δάνειο: ἀποδώσουσιν οἱ δανεισάμενοι τοῖς δανείσασι τὸ ἀργύριον = θα επιστρέψουν τα χρήματα στους δανειστές αυτοί που τα δανείστηκαν.
οικογένεια: παράγωγα: δανεισμός, δανειστής.
Νέα-Ελληνική: δανείζω και δανείζομαι.
ετυμολογία: δάνος, -ους «δώρο, οφειλή» (*δα- < δί-δωμι), *δανεσ-ίζω > δανείζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δαπανάω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.δαπανάω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.δαπανάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐδαπάνων!~παρατατικός:δαπανάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.δαπανήσω!~μέλλοντας:δαπανάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐδαπάνησα!~αόριστος:δαπανάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.δαπανηθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:δαπανάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐδαπανησάμην!~μέσος-αόριστος:δαπανάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐδαπανήθην!~παθητικός-αόριστος:δαπανάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.δεδαπάνημαι!~παθητικός-παρακείμενος:δαπανάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐδεδαπανήμην!~παθητικός-υπερσυντέλικος:δαπανάω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: ξοδεύω, δαπανώ: πάντα ἐκ τῶν ἰδίωνδαπανῶμεν = εμείς πληρώναμε όλα τα έξοδα με δικά μας χρήματα.
σημασία2: μέση φωνή δαπανῶμαι ξοδεύω από τα δικά μου χρήματα.
Νέα-Ελληνική: δαπανώ (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη δαπάνη (*δα-π- «ξοδεύω, τρώγω», παράβαλε δα-τέομαι «τεμαχίζω κρέας κτλ.») + παρ. επίθ. -άω, ομόρρ. με αρχ. ινδ. dāpayati «μοιράζω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δᾴς-δᾳδός-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.δᾴς-δᾳδός-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.δᾴς-δᾳδός-ἡ@wordaryElla,
σημασία: δαυλός από ξύλο πεύκου.
συνώνυμα: πυρσός.
οικογένεια: παράγωγα: δᾴδινος, δᾳδίον, σύνθετα: δᾳδοῦχος, δᾳδουχέω.
Νέα-Ελληνική: δάδα.
ετυμολογία: *δαι-Fις < *δαF-jω > δαίω «καίω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δασύς-εῖα-ὺ-επίθετο::
* McsElla.δασύς-εῖα-ὺ-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.δασύς-εῖα-ὺ@wordaryElla,
* McsEll.δασύτερος!~συγκριτικός:δασύς-εῖα-ὺ@wordaryEllα,
* McsEll.δασύτατος!~υπερθετικός:δασύς-εῖα-ὺ@wordaryElla,
σημασία1: τριχωτός, δασύτριχος: δέρμα αἰγὸς δασύ = δασύτριχο δέρμα κατσίκας.
σημασία2: αυτός που έχει πυκνό φύλλωμα ή που είναι καλυμμένος με πυκνόφυλλα φυτά: διὰ τῶν δασέων = μέσα από πυκνά δάση.
σημασία3: για φθόγγους αυτός που προφέρεται με μια άχνα, με μια εκβολή αέρος. Στην αρχαία δασέα σύμφωνα ήταν τα θ, φ, χ, που προφέρονταν αντίστοιχα ως τ με άχνα, π με άχνα και κ με άχνα.
αντώνυμα: ψιλός «που προφέρεται λιτά και απέριττα, δηλαδή χωρίς άχνα», λ.χ. τα σύμφωνα τ, π, κ).
οικογένεια: παράγωγα: δασύνω, δασύτης, σύνθετα: δασύθριξ (γεν. δασύτριχος), δασύμαλλος, δασυπώγων «με δασύ γένι».
Νέα-Ελληνική: λόγ. δασύς (και δασύτριχος «με πολλές τρίχες»).
ετυμολογία: *δασύς, ομόρρ. με λατινικός densus.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δαψιλής-ής-ὲς-επίθετο::
* McsElla.δαψιλής-ής-ὲς-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.δαψιλής-ής-ὲς@wordaryElla,
* McsEll.δαψιλέστερος!~συγκριτικός:δαψιλής-ής-ὲς@wordaryEllα,
* McsEll.δαψιλέστατος!~υπερθετικός:δαψιλής-ής-ὲς@wordaryElla,
σημασία1: άφθονος: δαψιλεῖς ἔπαινοι.
συνώνυμα: ἄφθονος.
σημασία2: για πρόσωπα γενναιόδωρος ή σπάταλος: δαψιλὴς χορηγός.
οικογένεια: παράγωγα: δαψίλεια, ἡ «αφθονία», δαψιλῶς, δαψιλεύομαι.
ετυμολογία: *δαψ- (ἔ-δαψ-α, αόρ. του δάπ-τω «καταβροχθίζω») + παρ. επίθ. -ιλής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δὲ-μόριο-αντιθετικό-συνδετικό::
* McsElla.δὲ-μόριο-αντιθετικό-συνδετικό@wordaryElla,
* McsElla.μόριο.δὲ-αντιθετικό-συνδετικό@wordaryElla,
σημασία1: συχνά προηγείται το μέν εξάλλου, από το άλλο μέρος: πρῶτος μέν… δεύτερος δέ.
σημασία2: όταν δεν προηγείται το μέν, το δὲ λειτουργεί
σημασίαα: ως αντιθετικό αλλά: …ἐπ' ἐλευθερώσει δὲ τῶν Ἑλλήνων παρελήλυθα = …αλλά ήρθα για να απελευθερώσω τους Έλληνες.
σημασίαβ: ως συνδετικό σε επεξηγηματικές προτάσεις δηλαδή: τὴν νῦν Βοιωτίαν, πρότερον δὲ Καδμηίδα γῆν καλουμένην = τη σημερινή Βοιωτία, αυτή δηλαδή που την ονόμαζαν παλαιότερα Καδμεία γη.
σημασία3: όταν, έπειτα από διακοπή, συνεχίζει κάποιος την ομιλία του λέω λοιπόν, που λέτε: χρόνου δὲ ἐπιγενομένου καὶ κατεστραμμένων πάντων… = αφού πέρασε ο καιρός, που λέτε, και υποδουλώθηκαν όλοι…
Νέα-Ελληνική: δε (λόγιο).
ετυμολογία: μεταπτωτ. τύπος του δή (*δή-, βλέπε δή).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
-δε-μόριο-εγκλιτικό::
* McsElla.δε-μόριο-εγκλιτικό@wordaryElla,
* McsElla.μόριο.δε-εγκλιτικό@wordaryElla,
σημασία1: με ονόματα τόπων δηλώνει κίνηση προς έναν τόπο: οἴκαδε = προς την πατρίδα. Ἀθήναζε (< Ἀθήνασδε) = προς την Αθήνα.
σημασία2: με δεικτικές αντωνυμίες επιτείνει τη σημασία τους ὅδε = αυτός εδώ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δέδοικα--δέδια-ρήμα::
* McsElla.δέδοικα!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.δέδια!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.δέδια@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.δέδοικα@wordaryElla,
* McsElla.δείσομαι!~μέλλοντας:δέδοικα@wordaryElla,
* McsElla.ἔδεισα!~αόριστος:δέδοικα@wordaryElla,
* McsElla.δέδοικα!~παρακείμενος-ενεστώτα-σημασία:δέδοικα@wordaryElla,
* McsElla.δέδια-«φοβάμαι»!~παρακείμενος-ενεστώτα-σημασία:δέδοικα@wordaryElla,
* McsElla.ἐδεδοίκειν-«φοβόμουν»!~υπερσυντέλικος-παρατατικού-σημασία:δέδοικα@wordaryElla,
παρατήρηση: παρακείμενος του ρήματος δείδω με ενεστωτική σημασία.
σημασία1: φοβάμαι: δέδοικα μή… = φοβάμαι μήπως… δεδιότες μὴ καταλυθείη ὁ δῆμος = φοβούμενοι μήπως καταλυθεί η δημοκρατία. ἐδείσατε ὑπὲρ ὑμῶν αὐτῶν = φοβηθήκατε για τον εαυτό σας.
αντώνυμα: θαρρέω.
σημασία2: με αιτιατική φοβάμαι κάποιον: μήτε αἰσχύνεσθαι δεῖ αὐτὸν μήτε δεδιέναι τοὺς γονεῖς = δεν πρέπει ούτε να ντρέπεται ούτε να φοβάται τους γονείς του.
οικογένεια: παράγωγα: δειλός, σύνθετα: δεισιδαίμων.
ετυμολογία: *δFει-, δειλός, με αναδιπλ. δέ-δοι-κα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δέησις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.δέησις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.δέησις-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: ικεσία.
σημασία2: ανάγκη, έλλειψη: κατὰ τὰς δεήσεις = ανάλογα με τις ανάγκες τους.
Νέα-Ελληνική: δέηση (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη δε-η- (πβ. δεητικός, δέω, δέομαι «στερούμαι» < *δευσ-) + παρ. επίθ. -σις.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δεῖ-ρήμα::
* McsElla.δεῖ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.δεῖ@wordaryElla,
* McsElla.ἔδει!~παρατατικός:δεῖ@wordaryElla,
* McsElla.δεήσει!~μέλλοντας:δεῖ@wordaryElla,
* McsElla.ἐδέησε!~αόριστος:δεῖ@wordaryElla,
* McsElla.δεδέηκε!~παρακείμενος:δεῖ@wordaryElla,
* McsElla.ἐδεδεήκει!~υπερσυντέλικος:δεῖ@wordaryElla,
παρατήρηση: απρόσωπο ρ. του προσωπικού δέω
σημασία1: με απαρέμφατο ως υποκείμενο πρέπει: δεῖ μελθεῖν = πρέπει να έρθω. δεῖ ἡμᾶς ἀνδρείους εἶναι = πρέπει να είμαστε γενναίοι. οἴομαι δεῖν... = νομίζω ότι πρέπει…
συνώνυμα: χρή, προσήκει.
σημασία2: με γενική πράγματος υπάρχει ανάγκη για κάτι: εὐβουλίας δεῖ = χρειάζεται σύνεση. δεῖ δὴ χρημάτων καὶ ἄνευ τούτων οὐδὲν ἔστι γενέσθαι τῶν δεόντων = χρειάζονται χρήματα και χωρίς αυτά δεν μπορεί να γίνει τίποτε από τα αναγκαία.
* εκφράσεις
σημασίαα: πολλοῦ δεῖ (οὕτως ἔχειν) = πολύ απέχει από την πραγματικότητα.
σημασίαβ: ὀλίγου δεῖ = παρά λίγο, σχεδόν. ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι τὸ πῦρ τοὺς Πλαταιεῖς = η πυρκαγιά λίγο έλειψε να κάψει τους Πλαταιείς.
σημασία3: με δοτική προσώπου δεῖ μοί τινος = χρειάζομαι κάποιον ή κάτι.
οικογένεια: παράγωγα: το δέον, τα δέοντα, δεόντως.
ετυμολογία: *δευσ- «υπολείπομαι, έχω ανάγκη», παράβαλε δέησις, δεύ-τερος «που στερείται τη θέση του πρώτου», παράβαλε αρχ. ινδ. dosa «έχω έλλειψη από κάτι».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δείκνυμι--δεικνύω-ρήμα::
* McsElla.δείκνυμι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.δεικνύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.δεικνύω@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.δείκνυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἐδείκνυν!~παρατατικός:δείκνυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἐδείκνυον!~παρατατικός:δείκνυμι@wordaryElla,
* McsElla.δείξω!~μέλλοντας:δείκνυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἔδειξα!~αόριστος:δείκνυμι@wordaryElla,
* McsElla.δέδειχα!~παρακείμενος:δείκνυμι@wordaryElla,
* McsElla.δειχθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:δείκνυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἐδείχθην!~παθητικός-αόριστος:δείκνυμι@wordaryElla,
* McsElla.δέδειγμαι!~παθητικός-παρακείμενος:δείκνυμι@wordaryElla,
* McsElla.ἐδεδείγμην!~παθητικός-υπερσυντέλικος:δείκνυμι@wordaryElla,
σημασία1: δείχνω κάποιον ή κάτι: δείκνυμι εἴς τινα = δείχνω προς το μέρος κάποιου.
συνώνυμα: δηλόω -ῶ.
σημασία2: αποδεικνύω: ἔδειξαν ἕτοιμοι ὄντες = απέδειξαν πως ήταν έτοιμοι.
οικογένεια: παράγωγα: δεῖγμα, δεικτέος, δεικτικός, δεῖξις, σύνθετα: ἀναδείκνυμι, ἀποδείκνυμι, ἔνδειξις, παράδειγμα.
Νέα-Ελληνική: δείχνω (και με τις δύο σημ.).
ετυμολογία: *δεικ- + παρ. επίθ. -νυ + -μι, παράβαλε λατινικός dicō, αρχ. ινδ. disáti «δείχνω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δείλη-ης-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.δείλη-ης-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.δείλη-ης-ἡ@wordaryElla,
σημασία: οι πρώτες ώρες του απογεύματος μετά το μεσημέρι: ἡνίκα δὲ δείλη ἐγένετο = κατά το απόγευμα.
οικογένεια: παράγωγα: δειλινός, -ή, -όν.
Νέα-Ελληνική: δείλι (ποιητ.), δειλινό.
ετυμολογία: ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθέτου δείελος· ὀψὲ δύων «που δύει αργά», χωρίς σαφή ετυμολογία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δεῖνα-ος-ὁ-ἡ-τὸ-αντωνυμία::
* McsElla.δεῖνα-ος-ὁ-ἡ-τὸ-αντωνυμία@wordaryElla,
* McsElla.αντωνυμία.δεῖνα-ος-ὁ-ἡ-τὸ@wordaryElla,
παρατήρηση: αόριστη αντωνυμία.
παρατήρηση: πάντα με άρθρο κάποιος: ἐμὸς ἢ τοῦ δεῖνος; = δικός μου ή κάποιου άλλου;
* μειωτικά τί δὲ ἔδρασε ὁ δεῖνα; = γιατί τα έκανε αυτά ο λεγάμενος;
Νέα-Ελληνική: ο δείνα.
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία, κατά τους αρχ. γραμματικούς από *ταδεἶνα < *τάδε ἔνα, παράβαλε για το -εν-κεῖν-ος < *ἐ-κεν-jος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δεινός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.δεινός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.δεινός-ή-ὸν@wordaryElla,
* McsEll.δεινότερος!~συγκριτικός:δεινός-ή-ὸν@wordaryEllα,
* McsEll.δεινότατος!~υπερθετικός:δεινός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που προκαλεί φόβο, φοβερός: δεινὸς ἰδεῖν = φοβερός στο να τον βλέπεις. εἰ δεινὰ ἔδρασας, δεινὰ καὶ παθεῖν σε δεῖ = αν έκανες φοβερά πράγματα, φοβερά πρέπει και να πάθεις.
* με απαρέμφατο δεινόν ἐστι = είναι επικίνδυνο να…
σημασία2: θαυμαστός, παράξενος: πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει = πολλά είναι τα θαυμαστά, αλλά από τον άνθρωπο δεν υπάρχει τίποτε πιο θαυμαστό.
σημασία3: έξυπνος, ικανός: Πρωταγόρας ἦν σοφὸς καὶ δεινὸς ἀνήρ = ο Πρωταγόρας ήταν σοφός και ικανός άντρας.
* με απαρέμφατο δεινὸς λέγειν = πολύ ικανός ρήτορας.
οικογένεια: παράγωγα: δεινότης, δεινόω, δείνωσις, δεινῶς, σύνθετα: δεινοπαθέω.
Νέα-Ελληνική: λόγ. δεινός «ικανός» (σημ. 3).
ετυμολογία: *δFεινός, *δFει- < δείδω «φοβάμαι», παράβαλε δειλός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δειπνέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.δειπνέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.δειπνέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐδείπνουν!~παρατατικός:δειπνέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.δειπνήσω!~μέλλοντας:δειπνέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.δειπνήσομαι!~μέλλοντας:δειπνέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐδείπνησα!~αόριστος:δειπνέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.δεδείπνηκα!~παρακείμενος:δειπνέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐδεδειπνήκειν!~υπερσυντέλικος:δειπνέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: τρώω, (και ειδικότερα στους αττικούς) τρώω το κύριο φαγητό της ημέρας: δειπνῶ παρά τινι = δειπνώ στο σπίτι κάποιου.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη δεῖπνον + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δεῖπνον-ου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.δεῖπνον-ου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.δεῖπνον-ου-τὸ@wordaryElla,
σημασία: το φαγητό και η ώρα του φαγητού, (και ειδικότερα στους αττικούς) το κύριο γεύμα της ημέρας: καλῶ ἐπὶ δεῖπνον = προσκαλώ σε δείπνο. πρὸ δείπνου = πριν από το φαγητό. ἀπὸ δείπνου = μετά το φαγητό.
οικογένεια: παράγωγα: δειπνόω -ῶ, δειπνίζω, σύνθετα: δειπνοσοφιστής.
Νέα-Ελληνική: δείπνο.
ετυμολογία: αβέβαιη-ετυμολογία, ίσως μεσογειακή λ..
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δεισιδαίμων-ων-ον-επίθετο::
* McsElla.δεισιδαίμων-ων-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.δεισιδαίμων-ων-ον@wordaryElla,
* McsEll.δεισιδαιμονέστερος!~συγκριτικός:δεισιδαίμων-ων-ον@wordaryEllα,
* McsEll.δεισιδαιμονέστατος!~υπερθετικός:δεισιδαίμων-ων-ον@wordaryElla,
σημασία1: με θετική σημ. αυτός που φοβάται τους θεούς και συνεπώς ο ευσεβής, ο θρήσκος: οἱ δεισιδαίμονες ἧττον τοὺς ἀνθρώπους φοβοῦνται = όσοι φοβούνται (σέβονται) τους θεούς, δε φοβούνται τους ανθρώπους.
σημασία2: με αρνητ. σημ. αυτός που διακατέχεται από δεισιδαιμονίες.
οικογένεια: παράγωγα: δεισιδαιμονία.
Νέα-Ελληνική: δεισιδαίμων και δεισιδαίμονας (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη *δFεισιδαίμων < *δFεισι- (< δείδω «φοβάμαι») + δαίμων.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δεκάτη-ης-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.δεκάτη-ης-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.δεκάτη-ης-ἡ@wordaryElla,
σημασία: το ένα δέκατο των εισοδημάτων, που δίνεται ως φόρος ή ως προσφορά στους θεούς.
ετυμολογία: ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθέτου δέκατος, -η, -ον.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δελεάζω-ρήμα::
* McsElla.δελεάζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.δελεάζω@wordaryElla,
σημασία1: πιάνω με δόλωμα.
σημασία2: εξαπατώ με δόλιο τρόπο, με τέχνασμα.
οικογένεια: παράγωγα: δελεασμός, δελέασμα.
Νέα-Ελληνική: λόγ. δελεάζω (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: δέλε-αρ + -άζω, βλέπε δέλεαρ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δέλεαρ-ατος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.δέλεαρ-ατος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.δέλεαρ-ατος-τὸ@wordaryElla,
παρατήρηση: μεταπλαστό ουσιαστικό
σημασία1: το δόλωμα.
σημασία2: μέσο εξαπάτησης: ἡδονὴ κακοῦ δέλεαρ = η ηδονή παρακινεί στο κακό.
συνώνυμα: δόλος.
οικογένεια: παράγωγα: δελεάζω, δελεασμός.
Νέα-Ελληνική: λόγ. δέλεαρ (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: *δέλεFαρ, παράβαλε αιολ. βλῆρ < *βελ(η)- «καταπίνω», ομόρρ. με *βερη- «βορά».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Δελφοί-ῶν-οἱ-ουσιαστικό::
* McsElla.Δελφοί-ῶν-οἱ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Δελφοί-ῶν-οἱ@wordaryElla,
σημασία: το μαντείο του Απόλλωνα στους πρόποδες του Παρνασσού (οι Δελφοί θεωρούνταν το κέντρο, ο ομφαλός της γης).
ετυμολογία: *ΔελφFοί < *δελφ- «μήτρα» + παρ. επίθ. -οί, σε πληθ. κατά τους περισσότερους συνοικισμούς.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δεξιά-ᾶς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.δεξιά-ᾶς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.δεξιά-ᾶς-ἡ@wordaryElla,
σημασία: το δεξί χέρι: δεξιὰν δόντες καὶ λαβόντες συνωμολόγησαν = έδωσαν τα χέρια και έκλεισαν μια συμφωνία.
ετυμολογία: ουσιαστικοπ. θηλ. δεξιά (χείρ) του επιθέτου δεξιός, -ιά, -ιόν.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δεξιόομαι-οῦμαι-ρήμα::
* McsElla.δεξιόομαι-οῦμαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.δεξιόομαι-οῦμαι@wordaryElla,
σημασία: χαιρετώ δίνοντας το δεξί μου χέρι.
Νέα-Ελληνική: δεξιώνομαι κάποιον «υποδέχομαι τιμητικά κτλ.».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη δεξιός + παρ. επίθ. -ό-ομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δεξιός-ά-ὸν-επίθετο::
* McsElla.δεξιός-ά-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.δεξιός-ά-ὸν@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που βρίσκεται από την πλευρά του δεξιού χεριού.
αντώνυμα: ἀριστερός, εὐώνυμος.
σημασία2: αυτός που προμηνύει κάτι καλό, ο αίσιος: δεξιὸς ὄρνις = αίσιος οιωνός.
σημασία3: επιδέξιος, έξυπνος: πολλοὶ κακοῦργοι ὄντες δεξιοὶ κέκληνται = πολλοί, ενώ είναι παλιάνθρωποι, θεωρούνται έξυπνοι.
οικογένεια: παράγωγα: δεξιά, δεξιόομαι -οῦμαι, δεξιότης, σύνθετα: ἐπιδέξιος, ἀδέξιος.
Νέα-Ελληνική: δεξιός (με τις σημ. 1, 2).
ετυμολογία: *δεξιFός, *δεκ-, δέχομαι, παράβαλε δεξι-τερός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δέομαι-ρήμα::
* McsElla.δέομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.δέομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐδεόμην!~παρατατικός:δέομαι@wordaryElla,
* McsElla.δεήσομαι!~μέλλοντας:δέομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐδεήθην!~αόριστος:δέομαι@wordaryElla,
* McsElla.δεδέημαι!~παρακείμενος:δέομαι@wordaryElla,
παρατήρηση: αποθετικό ρήμα
σημασία1: χρειάζομαι κάποιον ή κάτι: οὐδὲν δέομαι Σωκράτους = δε χρειάζομαι τίποτε από το Σωκράτη. τοῦτο ἔτι δέομαι μαθεῖν = αυτό χρειάζομαι ακόμα να καταλάβω.
σημασία2: παρακαλώ για κάτι, ζητώ κάτι: τοῦτο δέομαι ὑμῶν = αυτό ζητώ από σας (για τούτο σας παρακαλώ).
οικογένεια: παράγωγα: δέησις.
Νέα-Ελληνική: δέομαι (με επέκταση της σημ. 2 «προσεύχομαι»).
ετυμολογία: *δευσ- < δέω «χρειάζομαι», παράβαλε δεύ-τερος «που υπολείπεται του πρώτου», βλέπε επίσης δεῖ & δέω (Α)]
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δέον-οντος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.δέον-οντος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.δέον-οντος-τὸ@wordaryElla,
παρατήρηση: μετοχή του απροσώπου δεῖ αυτό που είναι αναγκαίο ή σωστό, το ορθό: πράττω τὸ δέον = κάνω το σωστό. μᾶλλον τοῦ δέοντος = περισσότερο από όσο χρειάζεται.
Νέα-Ελληνική: το δέον.
ετυμολογία: *δευσ- < δέω «χρειάζομαι», παράβαλε δεύ-τερος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δέος-ους-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.δέος-ους-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.δέος-ους-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: φόβος: τρέμω τῷ δέει τί πείσομαι = τρέμω από το φόβο τι θα πάθω. τὸ ἀντίπαλον δέος = ο φόβος που προξενεί ο αντίπαλος.
σημασία2: σεβασμός.
Νέα-Ελληνική: λόγ. δέος (και με τις δύο σημ.).
ετυμολογία: *δFέιος > δέος, δείδω «φοβάμαι».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δέρω-ρήμα::
* McsElla.δέρω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.δέρω@wordaryElla,
* McsElla.ἔδερον!~παρατατικός:δέρω@wordaryElla,
* McsElla.δερῶ!~μέλλοντας:δέρω@wordaryElla,
* McsElla.ἔδειρα!~αόριστος:δέρω@wordaryElla,
* McsElla.δαρήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:δέρω@wordaryElla,
* McsElla.ἐδάρην!~παθητικός-αόριστος:δέρω@wordaryElla,
* McsElla.δέδαρμαι!~παθητικός-παρακείμενος:δέρω@wordaryElla,
σημασία1: γδέρνω (ζώο).
σημασία2: δέρνω κάποιον.
* παροιμία ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται = όποιος δε φάει ξύλο δε γίνεται άνθρωπος.
οικογένεια: παράγωγα: δέρας, δέρμα, δορά.
Νέα-Ελληνική: γδέρνω (< ἐκ-δέρω, με τη σημ. 1) και δέρνω (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: *δέρ-ω «γδέρνω», παράβαλε λιθουανικός derù «γδέρνω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δεσμός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.δεσμός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.δεσμός-οῦ-ὁ@wordaryElla,
παρατήρηση: πληθ. οἱ δεσμοὶ και τὰ δεσμὰ
σημασία1: κάτι που χρησιμοποιείται για σύνδεση ή για στερέωση.
σημασία2: πληθυντικός οἱ δεσμοί = οι αλυσίδες των φυλακισμένων.
Νέα-Ελληνική: δεσμός (και με τις δύο σημ.).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *δε- (< δέω «δένω» < *δεjω) + παρ. επίθ. -σ-μός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δεσμωτήριον-ίου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.δεσμωτήριον-ίου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.δεσμωτήριον-ίου-τὸ@wordaryElla,
σημασία: φυλακή: πολλοὶ ἐν τῷ δεσμωτηρίῳ ἦσαν = πολλοί ήταν οι φυλακισμένοι.
Νέα-Ελληνική: λόγ. δεσμωτήριο.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *δεσμωτήρ (πβ. δεσμώτης < δεσμόω + παρ. επίθ. -της) + παρ. επίθ. -ιον.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δεσπότης-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.δεσπότης-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.δεσπότης-ου-ὁ@wordaryElla,
* McsElla.δέσποτα!~κλητική-ενικού:δεσπότης@wordaryElla,
σημασία1: ο αφέντης (σε αντιδιαστολή προς τον δοῦλον).
σημασία2: απόλυτος άρχοντας.
οικογένεια: παράγωγα: δέσποινα, δεσπόζω «είμαι κυρίαρχος», δεσποτικός.
Νέα-Ελληνική: λόγ. δεσπότης (με την αρχ. σημ.) και δημοτ. δεσπότης «επίσκοπος της Εκκλησίας».
ετυμολογία: *δεμσ- (δέμω «κτίζω») + *πότις > πόσις «ο κύριος του σπιτιού», παράβαλε αρχ. ινδ. dámpati «κύριος του σπιτιού».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δεῦρο-επίρρημα-επιφώνημα::
* McsElla.δεῦρο-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.δεῦρο@wordaryElla,
* McsElla.δεῦρο-επιφώνημα@wordaryElla,
* McsElla.επιφώνημα.δεῦρο@wordaryElla,
σημασία1: τοπικά εδώ, προς τα εδώ: δεῦρο παρὰ Σωκράτη καθέζου = κάθισε εδώ, κοντά στο Σωκράτη.
σημασία2: χρονικά έως τώρα: δεῡρο ἀεί = συνεχώς έως τώρα.
σημασία3: ως επιφώνημα εμπρός! έλα! καί μοι δεῦρο, ὦ Μέλητε, εἰπέ = εμπρός, Μέλητε, πες μου. Στη μεταγενέστερη γραμματεία ως πληθ. του δεῦρο χρησιμοποιήθηκε ο τύπος δεῦτε: δεῦτε λάβετε φῶς = εμπρός (εσείς οι πολλοί) πάρτε φως.
Νέα-Ελληνική: στη φρ. δεύρο έξω «έλα έξω».
ετυμολογία: *δε-υρο ή *δε-αυρο, παράβαλε λιθουανικός aurè = δεῦρο.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δέχομαι-ρήμα::
* McsElla.δέχομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.δέχομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐδεχόμην!~παρατατικός:δέχομαι@wordaryElla,
* McsElla.δέξομαι!~μέλλοντας:δέχομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐδεξάμην!~αόριστος:δέχομαι@wordaryElla,
* McsElla.δεχθήσομαι-«θα-δεχθώ-κάτι»!~παθητικός-μέλλοντας-ενεργητική-σημασία:δέχομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐδέχθην-«δέχθηκα-κάτι»!~παθητικός-αόριστος-ενεργητική-σημασία:δέχομαι@wordaryElla,
* McsElla.δέδεγμαι!~παρακείμενος:δέχομαι@wordaryElla,
σημασία1: δέχομαι, καλωσωρίζω, εγκρίνω, συμφωνώ.
σημασία2: περιμένω την επίθεση κάποιου.
οικογένεια: παράγωγα: δέκτης, δεξαμενή ( < μτχ. *δεξαμένη), σύνθετα: καταδέχομαι, παραδέχομαι.
Νέα-Ελληνική: δέχομαι (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: *δεχ-, δεκ-, ινδοευρωπαϊκός αρχής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δέω(Α)-ρήμα::
* McsElla.δέω(Α)!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.δέω(Α)@wordaryElla,
* McsElla.ἔδεον!~παρατατικός:δέω(Α)@wordaryElla,
* McsElla.δεήσω!~μέλλοντας:δέω(Α)@wordaryElla,
* McsElla.ἐδέησα!~αόριστος:δέω(Α)@wordaryElla,
* McsElla.δεδέηκα!~παρακείμενος:δέω(Α)@wordaryElla,
σημασία1: έχω ανάγκη από κάτι: παραδείγματος τοῦτο δεδέηκε = αυτό έχει ανάγκη από παράδειγμα. ὀλίγου δέω δακρῦσαι = λίγο θέλω να δακρύσω. πολλοῦ δέω ἀπολογεῖσθαι = πολύ απέχω από το να υπερασπίσω τον εαυτό μου. παρὰ μικρὸνδέησα ἀποθανεῖν = παρά λίγο να πεθάνω.
σημασία2: δέων, -ουσα, -ον ο πρέπων, ο αρμόζων.
οικογένεια: παράγωγα: δέησις, σύνθετα: ἐνδεής, ἔνδεια.
ετυμολογία: *δευσ-, δέησις, βλέπε δεῖ & δέομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δέω(Β)-ρήμα::
* McsElla.δέω(Β)!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.δέω(Β)@wordaryElla,
* McsElla.ἔδουν-(-εις-ει-κτλ.)!~παρατατικός:δέω(Β)@wordaryElla,
* McsElla.δήσω!~μέλλοντας:δέω(Β)@wordaryElla,
* McsElla.ἔδησα!~αόριστος:δέω(Β)@wordaryElla,
* McsElla.δέδεκα!~παρακείμενος:δέω(Β)@wordaryElla,
* McsElla.ἐδεδέκειν!~υπερσυντέλικος:δέω(Β)@wordaryElla,
* McsElla.δεθήσομαι!~μέλλοντας:δέω(Β)@wordaryElla,
* McsElla.ἐδέθην!~παθητικός-αόριστος:δέω(Β)@wordaryElla,
* McsElla.δέδεμαι!~παθητικός-παρακείμενος:δέω(Β)@wordaryElla,
* McsElla.ἐδεδέμην!~παθητικός-υπερσυντέλικος:δέω(Β)@wordaryElla,
σημασία1: δένω: δέω κύνα κλοιῷ = δένω το σκυλί με περιλαίμιο.
συνώνυμα: δεσμεύω.
αντώνυμα: λύω.
σημασία2: επιβάλλω δεσμά σε κάποιον ως μορφή φυλάκισης, τον δένω με αλυσίδες ή χειροπέδες: ἦσαν δεδεμένοι πρὸς ἀλλήλους = ήταν αλυσοδεμένοι ο ένας με τον άλλο.
οικογένεια: παράγωγα: δέσις, δέσμη, δεσμός, δέσμιος, δεσμώτης, σύνθετα: ὑπόδημα, διάδημα.
Νέα-Ελληνική: δένω (με σημ. 1).
ετυμολογία: *δη-, *δε-, *δέ-jω, παράβαλε αρχ. ινδ. dıtá- = δετός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δὴ-μόριο::
* McsElla.δὴ-μόριο@wordaryElla,
* McsElla.μόριο.δὴ@wordaryElla,
σημασία1: συνοδεύει επιρρήματα χρόνου: νῦν δή.
σημασία2: προσδίδει έμφαση ασφαλώς, βεβαίως, πράγματι: καὶ ἴστε δὴ οἷος... = και γνωρίζετε ασφαλώς ποιος...
σημασία3: δηλώνει μετάβαση στα επόμενα, με ή χωρίς συμπερασματική χροιά: γίγνονται δὴ οὗτοι χίλιοι = αυτοί λοιπόν φτάνουν τους χίλιους.
ετυμολογία: *δη-, δέ-, βλέπε δέ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δηλαδὴ-επίρρημα::
* McsElla.δηλαδὴ-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.δηλαδὴ@wordaryElla,
σημασία: φανερά, ολοφάνερα, ξεκάθαρα, βεβαιότατα.
Νέα-Ελληνική: δηλαδή.
ετυμολογία: δῆλα + δή, βλέπε δῆλος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δηλονότι-επίρρημα::
* McsElla.δηλονότι-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.δηλονότι@wordaryElla,
σημασία: είναι φανερό ότι…, δηλαδή.
ετυμολογία: δῆλον + ὅτι, βλέπε δῆλος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δῆλος-η|ος-ον-επίθετο::
* McsElla.δῆλος-η|ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.δῆλος-η|ος-ον@wordaryElla,
σημασία: σαφής, φανερός: δῆλοί εἰσι μὴ ἐπιτρέψοντες = είναι φανερό ότι δε θα επιτρέψουν.
* ως απρόσωπο δῆλον (ἐστί) ὅτι τὰ Κύρου οὕτως ἔχει = είναι φανερό ότι έτσι έχουν τα πράγματα τα σχετικά με τον Κύρο.
οικογένεια: παράγωγα: δηλονότι, δηλαδή, δηλόω, σύνθετα: ἄδηλος, ἔκδηλος.
ετυμολογία: *δεελος (πβ. αιολ. εὔδειλος = εὔδηλος) > δῆλος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Δῆλος-ου-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.Δῆλος-ου-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Δῆλος-ου-ἡ@wordaryElla,
παρατήρηση: τοπωνύμιο το νησί όπου, σύμφωνα με τη μυθολογία, η Λητώ γέννησε το θεό Απόλλωνα και την αδελφή του, Άρτεμη.
ετυμολογία: προελλ..
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δηλόω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.δηλόω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.δηλόω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: δείχνω κάτι.
συνώνυμα: δείκνυμι.
σημασία2: αποδεικνύω κάτι: δηλώσω οὐ παραγενόμενος = θα αποδείξω πως δεν ήμουν παρών.
σημασία3: ως αμετάβατο είναι ξεκάθαρο (φανερό) ότι...: δηλοῖ δὲ ταῦτα ὅτι οὕτως ἔχει = είναι ξεκάθαρο ότι έτσι έχουν τα πράγματα.
Νέα-Ελληνική: δηλώνω «λέω με έμφαση».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη δῆλος + παρ. επίθ. -όω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δημαγωγός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.δημαγωγός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.δημαγωγός-οῦ-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: με θετική σημ. ο αρχηγός του λαού, αυτός που επηρεάζει, κατευθύνει το λαό (όπως λ.χ. ο Περικλής): δημαγωγοὶ ἀγαθοί.
σημασία2: συνήθως με κακή σημ. δημαγωγός: ἔστιν γὰρ δημαγωγὸς ὁ τοῦ δήμου κόλαξ = γιατί ο δημαγωγός είναι αυτός που κολακεύει το λαό.
οικογένεια: παράγωγα: δημαγωγία.
Νέα-Ελληνική: δημαγωγός (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη δῆμον + ἄγω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δημηγορέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.δημηγορέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.δημηγορέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: μιλώ, αγορεύω στην εκκλησία του δήμου.
ετυμολογία: παράγ. δημηγόρος + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δημηγορία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.δημηγορία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.δημηγορία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: ομιλία, αγόρευση στην εκκλησία του δήμου.
Νέα-Ελληνική: λόγ. δημηγορία.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη δημηγόρος + παρ. επίθ. -ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Δημήτηρ-τερος|τρος-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.Δημήτηρ-τερος|τρος-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Δημήτηρ-τερος|τρος-ἡ@wordaryElla,
παρατήρηση: κύριο όνομα η θεά της γεωργίας Δήμητρα, μητέρα της Περσεφόνης, που λατρευόταν στην Ελευσίνα.
οικογένεια: παράγωγα: Δημήτριος, Δημήτρια (τά).
Νέα-Ελληνική: Δήμητρα.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη πιθ. Δᾱ (= Γᾱ = Γῆ) + μήτηρ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δήμιος-ίου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.δήμιος-ίου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.δήμιος-ίου-ὁ@wordaryElla,
παρατήρηση: επίθετο δήμιος (ενν. δοῦλος) δούλος του δήμου, δηλ. δούλος που όριζε το κράτος για την εκτέλεση των θανατικών ποινών, δήμιος.
Νέα-Ελληνική: δήμιος (συνήθως με μεταφορ. σημ. «σκληρός κτλ.»).
ετυμολογία: ουσιαστικοπ. αρσ. του επιθ. δήμιος, -ιος, -ιον που αρχικώς σήμαινε «δημόσιος».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δημιουργός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.δημιουργός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.δημιουργός-οῦ-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που ασκεί έργο ωφέλιμο για το δήμο, και κατ' επέκταση ο τεχνίτης.
σημασία2: δημιουργός.
οικογένεια: παράγωγα: δημιουργέω -ῶ.
Νέα-Ελληνική: δημιουργός (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη δήμιος + *Fεργ- (πβ. Fέργον = ἔργον) + παρ. επίθ. -ός, *δημιοFεργός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δημοκρατέομαι-οῦμαι-ρήμα::
* McsElla.δημοκρατέομαι-οῦμαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.δημοκρατέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐδημοκρατούμην!~παρατατικός:δημοκρατέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.δημοκρατήσομαι!~μέσος-μέλλοντας-παθητική-σημασία:δημοκρατέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
σημασία: έχω δημοκρατικό πολίτευμα: πόλις δημοκρατουμένη.
αντώνυμα: τυραννέομαι -οῦμαι.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη δημοκρατ- (< δῆμος + κρατέω) + παρ. επίθ. -έομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δῆμος-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.δῆμος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.δῆμος-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: ο απλός λαός (σε αντιδιαστολή προς τους ἄρχοντες).
αντώνυμα: δυνατοί.
σημασία2: με πολιτική σημ. τα μέλη εκείνα του πληθυσμού μιας κοινότητας που διέθεταν πολιτικά δικαιώματα, το σύνολο των πολιτών.
σημασία3: το δημοκρατικό πολίτευμα (σε αντιδιαστολή προς τους ὀλίγους)
σημασία4: το πολιτειακό όργανο της εκκλησίας του Δήμου.
σημασία5: οἱ δῆμοι στην Αττική, οι περιφέρειες που αποτελούσαν κοινότητες, καθώς και οι υποδιαιρέσεις των φυλών: δήμου Δεκελῆθεν = από το δήμο της Δεκέλειας.
οικογένεια: παράγωγα: δημεύω, δήμιος, δημοσίᾳ, δημηγορέω -ῶ, σύνθετα: δημαγωγός, δημηγορία, δήμαρχος.
Νέα-Ελληνική: δήμος (με τη σημ. 5, «διοικητική αρχή σε κάθε πόλη ή κοινότητα»).
ετυμολογία: *δα-, *δη- (< δαίομαι «διανέμω») + παρ. επίθ. -μος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δημοσίᾳ-επίρρημα::
* McsElla.δημοσίᾳ-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.δημοσίᾳ@wordaryElla,
σημασία1: στη δημόσια ζωή, στο δημόσιο.
αντώνυμα: ἰδίᾳ.
σημασία2: με δημόσια έξοδα: Τέλλον Ἀθηναῖοι δημοσίᾳ ἔθαψαν.
Νέα-Ελληνική: δημόσια, (λογ.) δημοσία (π.χ. δημοσία δαπάνη).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη δημόσιος + παρ. επίθ. -ᾳ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δημόσιος-ία-ιον-επίθετο::
* McsElla.δημόσιος-ία-ιον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.δημόσιος-ία-ιον@wordaryElla,
σημασία: αυτός που ανήκει στο λαό ή στην πολιτεία, δημόσιος.
αντώνυμα: ἴδιος «ιδιωτικός».
οικογένεια: παράγωγα: δημοσίᾳ, δημοσιεύω «δημεύω κτλ.».
ετυμολογία: *δημότ-ιος (πβ. δημότης < δῆμος).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δήπου--δή-που-επίρρημα::
* McsElla.δή-που-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.δή-που@wordaryElla,
* McsElla.δήπου-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.δήπου@wordaryElla,
σημασία1: βεβαιωτικό βέβαια, εννοείται: οὐδεὶς δή που ἀγνοεῖ... = κανένας βέβαια δεν αγνοεί...
σημασία2: ερωτηματικό οὐ δή που; = έτσι δεν είναι;
ετυμολογία: δή + που.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δῆτα-επίρρημα::
* McsElla.δῆτα-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.δῆτα@wordaryElla,
σημασία1: ασφαλώς, βέβαια: οὐ δῆτα = όχι βέβαια.
σημασία2: σε ερώτηση έχει συμπερασματική χροιά λοιπόν: τί δῆτα; = τι λοιπόν;
ετυμολογία: προεκτετ. τύπος του βλέπε δὴ με το -τα, παράβαλε ἔπει-τα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διὰ-πρόθεση::
* McsElla.διὰ-πρόθεση@wordaryElla,
* McsElla.πρόθεση.διὰ@wordaryElla,
σημασίαΑ:
σημασία1: με γενική δηλώνει
σημασίαα: διαμέσου, μέσα από: διὰ τῆς ἀγορᾶς.
σημασίαβ: κατά τη διάρκεια: διὰ βίου = κατά (σε όλη) τη διάρκεια της ζωής.
σημασίαγ: το μέσο ή τον τρόπο: ἔλεγε δι' ἑρμηνέως = μιλούσε μέσω διερμηνέα. διὰ βραχέων = με συντομία.
σημασία2: με αιτιατική δηλώνει
σημασίαα: την αιτία: ἐπετιμήθη ὑπὸ Κύρου δι' εὔνοιαν = κατηγορήθηκε από τον Κύρο για μεροληπτική συμπεριφορά.
σημασίαβ: τον αίτιο, τον υπεύθυνο: οὐ δι' ἐμέ = όχι εξαιτίας μου.
σημασίαγ: το σκοπό: διὰ τοῦτο, ἵνα τὰ λοιπὰ βελτίω γένηται = με αυτόν το σκοπό, για να βελτιωθούν δηλαδή τα υπόλοιπα.
σημασίαΒ: ως α΄ συνθετικό δηλώνει
σημασίαα: διαμέσου, π.χ. διαβαίνω.
σημασίαβ: μεταξύ, ενδιάμεσα, π.χ. διαλείπω.
σημασίαγ: χωρισμό ή διανομή, π.χ. διακρίνω, διαδίδωμι.
σημασίαδ: διάρκεια, π.χ. διαβιῶ.
σημασίαε: επίταση, ενίσχυση, π.χ. διαφθείρω.
σημασίαστ: συναγωνισμό, άμιλλα, π.χ. διαγωνίζομαι.
Νέα-Ελληνική: διά (με τις σημ. Α1α, Α1γ).
ετυμολογία: *δισα-, δίς, δύο, παράβαλε λατινικός dis.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διαβαίνω-ρήμα::
* McsElla.διαβαίνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.διαβαίνω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε βαίνω.
σημασία1: περνώ από το ένα μέρος στο άλλο, διαβαίνω: διαβαίνω ποταμόν/διὰ ποταμοῦ = περνώ το ποτάμι/από το ποτάμι. διέβη εἰς Μακεδονίαν = ήρθε (πέρασε από τη Μ. Ασία) στη Μακεδονία.
σημασία2: δρασκελώ.
οικογένεια: παράγωγα: διάβασις, διαβατήριος.
Νέα-Ελληνική: διαβαίνω (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη διά + βαίνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διαβάλλω-ρήμα::
* McsElla.διαβάλλω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.διαβάλλω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε βάλλω.
σημασία1: περνώ μέσα από κάτι ή περνώ απέναντι: τὸ Ἰόνιον διαβάλλω = διασχίζω το Ιόνιο πέλαγος.
σημασία2: προκαλώ αντιπαράθεση μεταξύ δύο ανθρώπων, τους διαβάλλω: διαβάλλω τινὰς ἀλλήλοις = διαβάλλω τον έναν στον άλλο (και τους κάνω να μαλώσουν).
* γενικά κατηγορώ: διέβαλον τοὺς Λακεδαιμονίους ἐς τοὺς Ἕλληνας.
οικογένεια: παράγωγα: διαβολή, διάβολος.
Νέα-Ελληνική: διαβάλλω (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη διά + βάλλω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διαβολή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.διαβολή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.διαβολή-ῆς-ἡ@wordaryElla,
σημασία: συκοφαντία, ψευδής κατηγορία.
Νέα-Ελληνική: διαβολή.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *διαβολ- (< διαβάλλω) + παρ. επίθ. -ή.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διάβολος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.διάβολος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.διάβολος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία1: συκοφαντικός.
σημασία2: ως ουσ. ο σατανάς.
Νέα-Ελληνική: διάβολος (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *διαβολ- (< διαβάλλω) + παρ. επίθ. -ος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διαγγέλλω-ρήμα::
* McsElla.διαγγέλλω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.διαγγέλλω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἀγγέλλω.
σημασία1: μεταφέρω μήνυμα με αγγελιαφόρο: οἱ ἀκούσαντες διήγγειλαν τοῖς στρατηγοῖς = αυτοί που άκουσαν μετέφεραν το μήνυμα στους στρατηγούς.
σημασία2: μέση φωνή διαγγέλλομαι διαβιβάζω μια διαταγή: ἐβούλοντο ἀπιέναι καὶ διηγγέλλοντο = ήθελαν να αποχωρήσουν και διαβίβαζαν τη διαταγή από τον ένα στον άλλο.
οικογένεια: παράγωγα: διάγγελος, διαγγελία, διάγγελμα.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη διά + ἀγγέλλω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διαγίγνομαι-ρήμα::
* McsElla.διαγίγνομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.διαγίγνομαι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε γίγνομαι.
σημασία1: περνώ το χρόνο μου, ζω με ένα συγκεκριμένο τρόπο τη ζωή μου: οὐδὲν ἄλλο ποιῶν διαγεγένηται ἤ… = ζει τη ζωή του μη κάνοντας τίποτε άλλο παρά…
συνώνυμα: διάγω, ζήω -ῶ.
σημασία2: για χρονικό διάστημα περνώ: χρόνου μεταξὺ διαγενομένου = όταν μεσολάβησε κάποιο χρονικό διάστημα.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη διά + γίγνομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διαγιγνώσκω-ρήμα::
* McsElla.διαγιγνώσκω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.διαγιγνώσκω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε γιγνώσκω.
σημασία1: διακρίνω, ξεχωρίζω το ένα από το άλλο: διαγιγνώσκω εἰ ὅμοιοί εἰσι = διακρίνω αν είναι ίσοι ή όχι.
σημασία2: αποφασίζω έπειτα από ψηφοφορία: διέγνωσαν σφίσι βοηθεῖν = αποφάσισαν να τους βοηθήσουν.
σημασία3: βγάζω δικαστική απόφαση.
οικογένεια: παράγωγα: διάγνωσις.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη διά + γιγνώσκω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διάγνωσις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.διάγνωσις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.διάγνωσις-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: το να διακρίνω τη διαφορά ανάμεσα σε δύο πράγματα ή καταστάσεις: τὴν διάγνωσινποιοῦντο, τίς ἐκράτει = προσπαθούσαν να καταλάβουν ποιος νικούσε.
σημασία2: σχηματισμός γνώμης, λήψη απόφασης: τὴν διάγνωσιν ποιοῦμαι = παίρνω την απόφαση.
Νέα-Ελληνική: διάγνωση (ιδίως ιατρική, με τη σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη διά- + -γνω (γι-γνώ-σκω) + παρ. επίθ. -σις ως παράγωγα: ουσ. του σύνθ. διαγιγνώσκω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διάγω-ρήμα::
* McsElla.διάγω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.διάγω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἄγω.
σημασία1: μεταφέρω, περνώ απέναντι: διάγω τὴν στρατιάν.
σημασία2: περνώ το χρόνο, τον καιρό μου: διῆγε τὸν βίον μαχόμενος = περνούσε τη ζωή του πολεμώντας.
συνώνυμα: διαγίγνομαι.
* ως αμετάβατο διάγω ἐν φιλοσοφίᾳ = ζω φιλοσοφώντας. διάγω μανθάνων = περνώ τη ζωή μου με τη μελέτη.
οικογένεια: παράγωγα: διαγωγή.
Νέα-Ελληνική: λόγ. διάγω (σημ. 2, λ.χ. διάγει έντιμο βίο).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη διά + ἄγω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διαγωγή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.διαγωγή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.διαγωγή-ῆς-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: μεταφορά, πέρασμα.
σημασία2: ο τρόπος ζωής και ειδικότερα η διασκέδαση: ἐλευθέριος διαγωγή = διασκέδαση που ταιριάζει σε ελεύθερο άνθρωπο (και όχι σε δούλο).
Νέα-Ελληνική: διαγωγή «κοινωνική συμπεριφορά».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη διά + ἀγωγὴ ως ουσ. του διάγω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διαδίδωμι-ρήμα::
* McsElla.διαδίδωμι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.διαδίδωμι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε δίδωμι.
σημασία1: παραδίδω κάτι, το περνώ από χέρι σε χέρι: λαμπάδας ἔχοντες διαδιδόασιν ἀλλήλοις = κρατώντας λαμπάδες, τις δίνει ο ένας στον άλλο.
σημασία2: παθ. φωνή διαδίδομαι εξαπλώνομαι ως φήμη, διαδίδομαι: λόγος διεδόθη.
σημασία3: διανέμω: τὸ διαδιδόμενον εἰς τὰς φλέβας = (για φάρμακο) που διανέμεται σε όλες τις φλέβες του σώματος.
συνώνυμα: διανέμω.
οικογένεια: παράγωγα: διάδοσις.
Νέα-Ελληνική: διαδίδομαι (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη διά + δίδωμι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διάθεσις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.διάθεσις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.διάθεσις-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: οργάνωση, ρύθμιση: ἡ διάθεσις τῆς πολιτείας = η ρύθμιση του πολιτεύματος.
σημασία2: διαθήκη.
σημασία3: ό,τι διαθέτει κανείς για πώληση, η πώληση: διάθεσις ἄφθονος = άφθονα πράγματα για πούλημα.
σημασία4: η σωματική ή ψυχική κατάσταση του ανθρώπου, η διάθεση.
Νέα-Ελληνική: διάθεση (σημ. 3, 4).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη διαθε- (διαθέτω) + παρ. επίθ. -σις ως ουσ. του διαθέτω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διαθήκη-ης-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.διαθήκη-ης-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.διαθήκη-ης-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: διαθήκη (έγγραφη κατάθεση ενός ατόμου για την περιουσία του κτλ.)
σημασία2: συμφωνία, συμβόλαιο, σύμβαση: ἡ Καινὴ Διαθήκη = η καινούρια συμφωνία μεταξύ Θεού και ανθρώπων.
Νέα-Ελληνική: διαθήκη (με τις σημ. 1, 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη διά + θήκη ως παράγωγα: ουσ. του διατίθημι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δίαιτα-αίτης-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.δίαιτα-αίτης-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.δίαιτα-αίτης-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: τρόπος ζωής: εὐτελὴς δίαιτα = πολύ απλός τρόπος ζωής.
σημασία2: κατοικία ή τόπος κατοικίας.
σημασία3: διαιτησία, διάλυση διαφοράς: ἐπιτρέπω τὴν δίαιτάν τινι = αναθέτω τη διαιτησία σε κάποιον.
οικογένεια: παράγωγα: διαιτάομαι -ῶμαι.
Νέα-Ελληνική: δίαιτα «πρόγραμμα λήψης τροφής».
ετυμολογία: διά + *αἰτάω (πβ. αἴτιος), ομόρρ. με αἶσα. «μερίδα», *αι- «μερίζω, δίνω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διαιτάω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.διαιτάω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.διαιτάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.διῄτησα!~αόριστος:διαιτάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.δεδιῄτηκα!~παρακείμενος:διαιτάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.διαιτήσομαι!~μέσος-μέλλοντας:διαιτάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.διῃτήθην!~παθητικός-αόριστος:διαιτάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.δεδιῄτημαι!~παθητικός-παρακείμενος:διαιτάω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: μέση & παθ. φωνή διαιτῶμαι ζω με έναν ορισμένο τρόπο: διαιτῶμαι ἐπ' ἀγρῷ = ζω στην εξοχή.
σημασία2: γίνομαι κριτής ή διαιτητής, διαιτητεύω: διαιτῶ δίαιταν = είμαι κριτής σε διαιτησία.
οικογένεια: παράγωγα: διαιτητής.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη δίαιτα + παρ. επίθ. -άω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διάκειμαι-ρήμα::
* McsElla.διάκειμαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.διάκειμαι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε κεῖμαι.
παρατήρηση: χρησιμοποιείται ως παθ. φωνή του διατίθημι, συχνά με επίρρημα ή μετοχή βρίσκομαι σε μια ορισμένη σωματική ή ψυχική διάθεση: κακῶς διάκειμαι = έχω κακή διάθεση. εὖ διάκειμαί τινι/πρός τινα = είμαι ευνοϊκά διατεθειμένος απέναντι σε κάποιον. ὁρᾶτε ὡς διάκειμαι ὑπὸ τῆς νόσου = βλέπετε σε τι κατάσταση βρίσκομαι από την αρρώστια.
Νέα-Ελληνική: διάκειμαι (σε λόγιες εκφράσεις, όπως διάκειμαι εχθρικά απέναντι σε κάποιον).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη διά + κεῖμαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διακελεύομαι-ρήμα::
* McsElla.διακελεύομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.διακελεύομαι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε κελεύω.
σημασία1: δίνω εντολή, διατάσσω,
σημασία2: συμβουλεύω.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη διά + κελεύομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διακομίζω-ρήμα::
* McsElla.διακομίζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.διακομίζω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε κομίζω.
σημασία1: μεταφέρω, μεταβιβάζω, από έναν τόπο σε άλλον: διεκομίσαμεν τὴν εὐδαιμονίαν ἐκ τῆς Ἀσίας εἰς τὴν Εὐρώπην = μεταφέραμε τον πλούτο από την Ασία στην Ευρώπη.
σημασία2: μέση φωνή διακομίζομαι αναλαμβάνω να μεταφέρω δικούς μου ανθρώπους ή κάτι άλλο που μου ανήκει: διεκομίζοντο παῖδας καὶ γυναῖκας = μετέφεραν (πίσω στην πόλη) τα παιδιά και τις γυναίκες.
οικογένεια: παράγωγα: διακομιδή «μεταφορά από έναν τόπο σε άλλον».
Νέα-Ελληνική: διακομίζω (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: *διακομίδ-jω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διακονέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.διακονέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.διακονέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐδιακόνουν!~παρατατικός:διακονέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.διηκόνουν!~παρατατικός:διακονέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.διηκόνησα!~αόριστος:διακονέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.δεδιηκόνηκα!~παρακείμενος:διακονέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.διακονήσομαι!~μέσος-μέλλοντας:διακονέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.διηκονησάμην!~μέσος-αόριστος:διακονέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐδιακονήθην!~παθητικός-αόριστος:διακονέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.δεδιακόνημαι!~παθητικός-παρακείμενος:διακονέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: συχνά με δοτ. προσώπου υπηρετώ, προσφέρω υπηρεσίες: δεσπότῃ διακονῶ.
σημασία2: μέση φωνή διακονοῦμαι εξυπηρετώ (τον εαυτό μου): διακονοῦντες καὶ διακονούμενοι ἑαυτοῖς = υπηρετώντας τους άλλους και τους εαυτούς τους.
οικογένεια: παράγωγα: διακονία, διακόνημα.
Νέα-Ελληνική: διακονώ (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη διάκονος + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διακονία-ίας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.διακονία-ίας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.διακονία-ίας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: προσφορά υπηρεσίας: τάττω ἐμαυτὸν εἰς τὴν διακονίαν ταύτην = αναλαμβάνω να προσφέρω αυτή την υπηρεσία.
Νέα-Ελληνική: διακονία.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη διακονέω + παρ. επίθ. -ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διάκονος-όνου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.διάκονος-όνου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.διάκονος-όνου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: υπηρέτης και γενικά αυτός που προσφέρει κάποια ειδική υπηρεσία: ὁ διάκονος τοῦ τυράννου = ο υπηρέτης του άρχοντα.
οικογένεια: παράγωγα: διακονέω -ῶ, διακονία.
Νέα-Ελληνική: διάκονος και διάκος «κληρικός πρώτου βαθμού ιεροσύνης».
ετυμολογία: διά + *κεν- (πβ. δια-κον-έω) + παρ. επίθ. -ος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διακούω-ρήμα::
* McsElla.διακούω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.διακούω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἀκούω.
σημασία1: ακούω κάτι (μια διήγηση) μέχρι τέλους: διακήκοα τὰ λεγόμενα ὑπὸ σοῦ = άκουσα μέχρι τέλους όσα είπες.
σημασία2: μαθαίνω κάτι από κάποιον άλλο: διήκουσα τὰ δόξαντα τοῖς ἄρχουσιν = έμαθα τις αποφάσεις των αρχόντων.
* με γεν. προσώπου είμαι μαθητής ή ακροατής κάποιου: διακήκοα Πλάτωνος.
* με γεν. πράγματος διακούω τῶν λόγων = ακούω τους λόγους.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη διά + ἀκούω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διακρίνω-ρήμα::
* McsElla.διακρίνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.διακρίνω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε κρίνω.
σημασία1: χωρίζω το ένα από το άλλο, διαχωρίζω: στήμονας συγκεχυμένους διακρίνω = ξεχωρίζω τα μπερδεμένα στημόνια.
* παθ. φωνή διακρίνομαι χωρίζομαι, διασκορπίζομαι: διεκρίθησαν ἀπ' ἀλλήλων = χωρίστηκαν ο ένας από τον άλλο.
σημασία2: καταλαβαίνω τη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα σε πρόσωπα ή πράγματα, τα διακρίνω: διακρίνω τὰς καθαρὰς ἡδονὰς καὶ τὰς ἀκαθάρτους = διακρίνω τις αγνές από τις βρόμικες ηδονές.
σημασία3: αποφασίζω για κάτι, το κανονίζω: τοῦτο δὲ ᾍδης διακρινεῖ = γι' αυτό θα αποφασίσει ο Άδης (ως δικαστής).
οικογένεια: παράγωγα: διακριτός, διάκρισις.
Νέα-Ελληνική: διακρίνω (με τις σημ. 1, 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη διά + κρίνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διακυβεύω-ρήμα::
* McsElla.διακυβεύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.διακυβεύω@wordaryElla,
σημασία1: παίζω ζάρια με κάποιον άλλον.
σημασία2: μεταφορικά διακινδυνεύω, διακυβεύω κάτι, το παίζω στα ζάρια: διακυβεύω περὶ βασιλείας καὶ τοῦ σώματος = διακινδυνεύω το βασίλειό μου και τη ζωή μου.
Νέα-Ελληνική: διακυβεύω (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη διά + κυβεύω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διακωλύω-ρήμα::
* McsElla.διακωλύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.διακωλύω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε κωλύω.
σημασία: εμποδίζω: διακωλύω τινὰ ποιεῖν τι = εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι. διακωλύω τὸν φόνον = εμποδίζω, αποτρέπω το φόνο.
συνώνυμα: ἐμποδίζω.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη διά + κωλύω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διαλαμβάνω-ρήμα::
* McsElla.διαλαμβάνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.διαλαμβάνω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε λαμβάνω.
σημασία1: παίρνω το μερίδιό μου, όταν έρθει η σειρά μου: διαλαμβάνουσιν ἕκαστοι τὰ ἄξια = παίρνουν όλοι τους το μερίδιο που τους αξίζει.
σημασία2: χωρίζω, διαιρώ: διαλαμβάνω εἰς δύο πάντας = τους χωρίζω όλους σε δύο μερίδες.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη διά + λαμβάνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διαλέγω-ρήμα::
* McsElla.διαλέγω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.διαλέγω@wordaryElla,
* McsElla.διελεγόμην!~παρατατικός:διαλέγω@wordaryElla,
* McsElla.διαλέξομαι!~μέλλοντας:διαλέγω@wordaryElla,
* McsElla.διαλεχθήσομαι!~μέλλοντας:διαλέγω@wordaryElla,
* McsElla.διελέχθην!~αόριστος:διαλέγω@wordaryElla,
* McsElla.διελέγην!~αόριστος:διαλέγω@wordaryElla,
* McsElla.διείλεγμαι!~παρακείμενος:διαλέγω@wordaryElla,
* McsElla.διειλέγμην!~υπερσυντέλικος:διαλέγω@wordaryElla,
σημασία1: ξεχωρίζω κάτι, το ξεδιαλέγω: τὸ πτύον διαλέγει τοὺς ἀθέρας = το φτυάρι ξεδιαλέγει τα στάχυα.
συνώνυμα: διακρίνω.
σημασία2: μέση φωνή διαλέγομαι
σημασία: συνομιλώ: διαλέγομαί τινι/πρός τινα = συζητώ με κάποιον.
οικογένεια: παράγωγα: του διαλέγομαι: διάλεξις, διάλεκτος, διάλογος.
Νέα-Ελληνική: διαλέγω (με τη σημ. 1) και διαλέγομαι (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη διά + λέγ-ω, συγγεν. του λατινικός legō «διαλέγω» και κατόπιν «διαβάζω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διαλείπω-ρήμα::
* McsElla.διαλείπω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.διαλείπω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε λείπω.
σημασία1: αφήνω ένα ενδιάμεσο κενό: διαλείπω τὸ ὀλίγιστον = αφήνω ένα ελάχιστο κενό.
σημασία2: αφήνω να περάσει ένα χρονικό διάστημα: ἐνιαυτὸν διαλείπω = αφήνω διάλειμμα ενός χρόνου.
σημασία3: ως αμετάβατο απέχω τοπικά από κάτι: αἱ ὁλκάδες διέλειπον δύο πλέθρα ἀπ' ἀλλήλων = τα εμπορικά πλοία απείχαν μεταξύ τους δύο πλέθρα.
σημασία4: μετοχή διαλείπων που συμβαίνει με διαλείμματα, όχι συνεχώς: διαλείποντες πνέουσιν οἱ ἄνεμοι = οι άνεμοι φυσούν κατά χρονικά διαστήματα.
οικογένεια: παράγωγα: διάλειμμα.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη διά + λείπω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διάλεκτος-ου-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.διάλεκτος-ου-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.διάλεκτος-ου-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: συζήτηση, συνομιλία: ἡ διάλεκτος θεοῖς πρὸς ἀνθρώπους = η συνομιλία θεών με ανθρώπους.
σημασία2: η γλώσσα, ο έναρθρος λόγος, και ειδικότερα η γλώσσα ενός τόπου: ἀττική διάλεκτος.
οικογένεια: παράγωγα: διαλεκτικός.
Νέα-Ελληνική: διάλεκτος «η γλώσσα ενός τόπου».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη διαλέγ-ομαι + παρ. επίθ. -τος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διαλλάττω-ρήμα::
* McsElla.διαλλάττω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.διαλλάττω@wordaryElla,
παρατήρηση: ο κοινός τύπος είναι διαλλάσσω
χρόνοι: βλέπε ἀλλάττω.
σημασία1: ανταλλάσσω.
σημασία2: συμφιλιώνω (δηλ. ανταλλάσσω την έχθρα με τη φιλία).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη διά + ἀλλάσσω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διαλύω-ρήμα::
* McsElla.διαλύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.διαλύω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε λύω.
σημασία1: αποχωρίζω τα μέρη ενός συνόλου, απομακρύνω το ένα από το άλλο: διαλύω τὴν πανήγυριν = διαλύω τη συγκέντρωση.
σημασία2: διαλύοντας κάτι, το καταστρέφω: διαλύω τὴν πολιτείαν = ανατρέπω το πολίτευμα.
σημασία3: δίνω τέλος σε κάτι: διαλύω τὴν ἔχθραν/τὴν φιλίαν/τὸν πόλεμον. διαλύω τὰς διαβολάς = αποδεικνύω ότι οι συκοφαντίες είναι ψεύτικες.
οικογένεια: παράγωγα: διάλυσις.
Νέα-Ελληνική: διαλύω (με τις σημ. 1, 2, 3).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη διά + λύω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διαμαρτάνω-ρήμα::
* McsElla.διαμαρτάνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.διαμαρτάνω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἁμαρτάνω.
σημασία1: παραπλανώμαι, πέφτω έξω: διήμαρτε τῆς ὁδοῦ = μπερδεύτηκε και έχασε το δρόμο.
σημασία2: αποτυγχάνω εντελώς, ολοκληρωτικά: διαμαρτάνω τῆς εἰρήνης = δεν πετυχαίνω να συνάψω ειρήνη. καὶ τούτου διήμαρτον = απέτυχαν και σε αυτό.
οικογένεια: παράγωγα: διαμαρτία.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη διά + ἁμαρτάνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διαμαρτύρομαι-ρήμα::
* McsElla.διαμαρτύρομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.διαμαρτύρομαι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε μαρτύρομαι.
σημασία1: επικαλούμαι ως μάρτυρες θεούς ή ανθρώπους ότι είμαι αθώος.
* γενικά διαβεβαιώνω επίσημα: διαμαρτύρομαι ὅτι σὺ οὐδὲν ἄλλο λέγεις = διαβεβαιώνω ότι εσύ δε λες τίποτε άλλο.
Νέα-Ελληνική: διαμαρτύρομαι «εκφράζω τη δυσαρέσκειά μου».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη διά + μαρτύρομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διαμένω-ρήμα::
* McsElla.διαμένω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.διαμένω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε μένω.
σημασία: επιμένω, μένω σταθερός σε κάτι: χαλεπὸν διαμένειν ἐν ταύτῃ τῇ ἕξει = είναι δύσκολο να κρατηθεί κανείς σ' αυτή τη συνήθεια (να παραμείνει δηλαδή ενάρετος).
οικογένεια: παράγωγα: διαμονή.
Νέα-Ελληνική: διαμένω «κατοικώ».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη διά + μένω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διαμερίζω-ρήμα::
* McsElla.διαμερίζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.διαμερίζω@wordaryElla,
σημασία: διαμοιράζω.
* μέση φωνή διαμερίζομαι μοιράζομαι κάτι με άλλους: διεμερίσαντο τὰ ἱμάτια αὐτοῦ = διαμοίρασαν (οι στρατιώτες) τα ενδύματά του (του Χριστού).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη διά + μερίζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διανοέομαι-οῦμαι-ρήμα::
* McsElla.διανοέομαι-οῦμαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.διανοέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.διανοήσομαι!~μέσος-μέλλοντας:διανοέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.διενοήθην!~μέσος-αόριστος:διανοέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
* McsElla.διανενόημαι!~μέσος-παρακείμενος:διανοέομαι-οῦμαι@wordaryElla,
παρατήρηση: σπάνιος ο ενεργ. ενεστ. διανοέω -ῶ
σημασία: έχω στο νου να..., σκέπτομαι κάτι: τί διανοούμενος εἶπε; = τι σκεπτόμενος το είπε αυτό;
Νέα-Ελληνική: διανοούμαι.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη διά + νοέομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διαρρήδην-επίρρημα::
* McsElla.διαρρήδην-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.διαρρήδην@wordaryElla,
σημασία: ρητά, κατηγορηματικά.
Νέα-Ελληνική: διαρρήδην (λόγ.).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη διά + ῥη-θῆναι (πβ. ῥῆ-σις) + παρ. επίθ. -δην (πβ. τροχά-δην).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διατάττω-ρήμα::
* McsElla.διατάττω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.διατάττω@wordaryElla,
παρατήρηση: ο κοινός τύπος είναι διατάσσω
χρόνοι: βλέπε τάττω.
σημασία: τακτοποιώ κάτι.
Νέα-Ελληνική: διατάσσω (λόγ. με την ίδια σημ., αλλά και δημοτ. «δίνω διαταγή, εντολή»).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη διά + τάττω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διατίθημι-ρήμα::
* McsElla.διατίθημι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.διατίθημι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε τίθημι.
σημασία1: τακτοποιώ, ρυθμίζω: κράτιστα διέθεσαν τὰ τοῦ πολέμου = τα πολεμικά πράγματα τα ρύθμισαν με άριστο τρόπο.
σημασία2: παθ. φωνή διατίθεμαι βρίσκομαι σε μια ορισμένη διάθεση: οὕτως πρός με διατίθεται = τέτοια είναι η διάθεσή του απέναντί μου (βλέπε διάκειμαι).
Νέα-Ελληνική: διαθέτω (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη διά + τίθημι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διατριβή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.διατριβή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.διατριβή-ῆς-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: διασκέδαση: γέλωτα καὶ διατριβὴν παρέχω τινός = δίνω αφορμή (στον κόσμο) να γελά και να διασκεδάζει για κάτι.
σημασία2: σοβαρή απασχόληση: διατριβὴν ποιοῦμαι περί τι = ασχολούμαι με κάτι.
σημασία3: αργοπορία: διατριβὴν παρέχω = προκαλώ αργοπορία.
Νέα-Ελληνική: διατριβή (με επέκτ. της σημ. 2 «πρωτότυπη επιστημονική εργασία»).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη διατρίβω + παρ. επίθ. -ή.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διατρίβω-ρήμα::
* McsElla.διατρίβω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.διατρίβω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε τρίβω.
σημασία1: περνώ τον καιρό μου ασχολούμενος με κάτι: διατρίβω ἐν γυμνασίοις = περνώ το χρόνο μου στα γυμναστήρια.
συνώνυμα: διαγίγνομαι.
σημασία2: καθυστερώ, σπαταλώ το χρόνο μου: λέγε καὶ μὴ διάτριβε = μίλα και μη χάνεις τον καιρό σου.
οικογένεια: παράγωγα: διατριβή.
Νέα-Ελληνική: (σύνθετα:) ενδιατρίβω (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη διά + τρίβω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διαφέρω-ρήμα::
* McsElla.διαφέρω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.διαφέρω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε φέρω.
σημασία1: διαβιβάζω κάτι, το περνώ απέναντι: διαφέρω ναῦς τὸν Ἰσθμόν = περνώ τα πλοία μέσα από τον Ισθμό.
σημασία2: περνώ (το χρόνο), ζω: διαφέρω τὸν βίον = περνώ τη ζωή μου.
σημασία3: αντέχω μέχρι τέλους: διαφέρω τὸν πόλεμον.
σημασία4: εξαπλώνω, διαδίδω: διαφέρω φήμην = διαδίδω τη φήμη.
σημασία5: ως αμετάβατο είμαι διαφορετικός, διαφέρω: οὐδὲν διαφέρεις Χαιρεφῶντος = δε διαφέρεις καθόλου από το Χαιρεφώντα.
* ως απρόσωπο διαφέρει: σμικρὸν οἴει διαφέρειν; = νομίζεις ότι η διαφορά είναι μικρή;
σημασία6: μέση φωνή διαφέρομαι έχω διαφορές με κάποιον: διαφέρομαί τινι περί τινος = έχω διαφορές με κάποιον για κάποιο ζήτημα.
οικογένεια: παράγωγα: διαφέρον, διαφορά, διάφορος, διαφόρως.
Νέα-Ελληνική: διαφέρω (με τη σημ. 5).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη διά + φέρω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διαφθείρω-ρήμα::
* McsElla.διαφθείρω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.διαφθείρω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε φθείρω.
σημασία1: καταστρέφω εντελώς: διαφθείρω τὴν πόλιν.
* καταστρέφω ηθικά, διαφθείρω: διαφθείρω τοὺς νέους.
σημασία2: παθ. φωνή διαφθείρομαι καταστρέφομαι, (και ειδικότερα), φονεύομαι: διαφθείρομαιπὶ τοῖς ἱματίοις = με σκοτώνουν για να μου πάρουν τα ρούχα.
σημασία3: μετοχή διεφθαρμένος αυτός που καταστράφηκε υλικά ή ηθικά.
οικογένεια: παράγωγα: διαφθορά, διεφθαρμένος.
Νέα-Ελληνική: διαφθείρω (με τη σημ. 1β και 3).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη διά + φθείρω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διαφθορά-ᾶς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.διαφθορά-ᾶς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.διαφθορά-ᾶς-ἡ@wordaryElla,
σημασία: το να διαφθείρω κάποιον ή κάτι, η υλική ή ηθική καταστροφή: ἡ διαφθορὰ τῆς πόλεως = η καταστροφή της πόλης. ἡ διαφθορὰ τῶν νέων = η ηθική καταστροφή των νέων, η διαφθορά. ἐπολέμουν μέχρι διαφθορᾶς (τῶν πολεμίων) = πολεμούσαν (όχι μόνο για τη νίκη) αλλά για την εξόντωση των εχθρών.
Νέα-Ελληνική: διαφθορά (με την ηθική σημ.).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη διά + *φθορ- (πβ. *φθέρ-jω > φθείρω) + παρ. επίθ. -ὰ ως παράγωγα: ουσ. του διαφθείρω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διάφορος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.διάφορος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.διάφορος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία1: διαφορετικός.
σημασία2: εξαιρετικός: διάφορος γλυκύτητι = εξαιρετικός ως προς τη γλύκα. πάντων διάφορος = ο καλύτερος απ' όλους.
σημασία3: ως ουσιαστικό τὸ διάφορον
σημασίαα: η διαφορά.
σημασίαβ: το συμφέρον.
σημασία4: εχθρικός: ἦν διάφορος Κλεομένει = ήταν εχθρικός προς τον Κλεομένη (εχθρός του Κλεομένη).
Νέα-Ελληνική: διάφορος (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη διαφέρω (με ετεροίωση *φερ- > *φορ-) + παρ. επίθ. -ος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διαφορά-ᾶς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.διαφορά-ᾶς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.διαφορά-ᾶς-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: διαφορετικότητα, διαφορά.
αντώνυμα: ὁμοιότης.
σημασία2: διαφορές, διαφωνίες: διαφοραὶ πρός τινα = διαφωνίες με κάποιον.
σημασία3: υπεροχή.
Νέα-Ελληνική: διαφορά (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη διάφορος + παρ. επίθ. -ά (πβ. φορά, ἡ).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διδασκαλία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.διδασκαλία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.διδασκαλία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: διδασκαλία.
σημασία2: η εκπαίδευση ομάδας χορευτών, για να λάβουν μέρος στην παράσταση αρχαίου δράματος ή στην εκτέλεση διθυράμβου.
Νέα-Ελληνική: διδασκαλία.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη διδάσκαλος + παρ. επίθ. -ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διδάσκω-ρήμα::
* McsElla.διδάσκω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.διδάσκω@wordaryElla,
* McsElla.ἐδίδασκον!~παρατατικός:διδάσκω@wordaryElla,
* McsElla.διδάξω!~μέλλοντας:διδάσκω@wordaryElla,
* McsElla.ἐδίδαξα!~αόριστος:διδάσκω@wordaryElla,
* McsElla.δεδίδαχα!~παρακείμενος:διδάσκω@wordaryElla,
* McsElla.διδάξομαι!~μέσος-μέλλοντας:διδάσκω@wordaryElla,
* McsElla.διδαχθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:διδάσκω@wordaryElla,
* McsElla.ἐδιδαξάμην!~μέσος-αόριστος:διδάσκω@wordaryElla,
* McsElla.ἐδιδάχθην!~παθητικός-αόριστος:διδάσκω@wordaryElla,
* McsElla.δεδίδαγμαι!~παθητικός-παρακείμενος:διδάσκω@wordaryElla,
σημασία1: διδάσκω: πολλὰ διδάσκει με ὁ πολὺς βίος = τα πολλά χρόνια της ζωής μου μου μαθαίνουν πολλά.
* ειδικότερα για δραματικό ή διθυραμβικό ποιητή που δίδασκε στα μέλη του χορού το χορό τους και στους ηθοποιούς τους ρόλους τους.
σημασία2:
σημασίαα: μέση φωνή διδάσκομαι φροντίζω να διδαχθεί κάποιος: διδάσκομαι τὸν υἱόν = στέλνω το γιο μου στο δάσκαλο.
σημασίαβ: παθ. φωνή διδάσκομαι μαθαίνω.
σημασία3: εξηγώ: πῶς δή; δίδαξον = πώς ακριβώς; εξήγησέ μου.
οικογένεια: παράγωγα: δίδαγμα, διδάσκαλος, διδασκαλεῖον, δίδακτρα, σύνθετα: ἀναδιδάσκω.
Νέα-Ελληνική: διδάσκω (με τη σημ. 1) και διδάσκομαι (με τη σημ. 2β).
ετυμολογία: *δι-δάσ-κω, *dnos-.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δίδωμι-ρήμα::
* McsElla.δίδωμι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.δίδωμι@wordaryElla,
* McsElla.ἐδίδουν!~παρατατικός:δίδωμι@wordaryElla,
* McsElla.δώσω!~μέλλοντας:δίδωμι@wordaryElla,
* McsElla.ἔδωκα!~αόριστος:δίδωμι@wordaryElla,
* McsElla.δέδωκα!~παρακείμενος:δίδωμι@wordaryElla,
* McsElla.ἐδεδώκειν!~υπερσυντέλικος:δίδωμι@wordaryElla,
* McsElla.δίδομαι!~μέσος-και-παθητικός-ενεστώτας:δίδωμι@wordaryElla,
* McsElla.ἐδιδόμην!~μέσος-και-παθητικός-παρατατικός:δίδωμι@wordaryElla,
* McsElla.δώσομαι!~μέσος-μέλλοντας:δίδωμι@wordaryElla,
* McsElla.δοθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:δίδωμι@wordaryElla,
* McsElla.ἐδόμην-«έδωσα»!~μέσος-αόριστος-β΄:δίδωμι@wordaryElla,
* McsElla.ἐδόθην-«δόθηκα»!~παθητικός-αόριστος-β΄:δίδωμι@wordaryElla,
* McsElla.δέδομαι!~παθητικός-παρακείμενος:δίδωμι@wordaryElla,
* McsElla.ἐδεδόμην!~παθητικός-υπερσυντέλικος:δίδωμι@wordaryElla,
σημασία1: δίνω: δίδωμι τινί τι = δίνω σε κάποιον κάτι.
συνώνυμα: παρέχω.
σημασία2: σε εκφράσεις δίδωμι λόγον τινί = δίνω σε κάποιον το δικαίωμα να μιλήσει. δίκην δίδωμί τινι = τιμωρούμαι από κάποιον. δίδωμι θυγατέρα ἀνδρί = παντρεύω την κόρη μου.
οικογένεια: παράγωγα: δόσις, δῶρον, δότης, σύνθετα: ἀναδίδωμι, διαδίδωμι, ἀποδίδομαι.
Νέα-Ελληνική: δίνω (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: *δω-, *δο-, δί-δω-μι, δό-σις.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διερωτάω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.διερωτάω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.διερωτάω-ῶ@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἐρωτάω -ῶ.
σημασία: ρωτώ επίμονα: διηρώτων ἂν αὐτούς, ἵνα μανθάνοιμι παρ' αὐτῶν... = θα τους έκανα πολλές ερωτήσεις για να μάθω απ' αυτούς…
οικογένεια: παράγωγα: διερωτητέον.
Νέα-Ελληνική: διερωτώμαι «ερωτώ τον εαυτό μου».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη διά + ἐρωτάω-ῶ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διήκω-ρήμα::
* McsElla.διήκω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.διήκω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἥκω.
σημασία: φτάνω από το ένα μέρος στο άλλο.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη διά + ἥκω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διίστημι-ρήμα::
* McsElla.διίστημι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.διίστημι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἵστημι.
σημασία1: διαχωρίζω: διέστησεν αὐτοὺς εἰς πολλὰ μέρη.
σημασία2: η μέση φωνή έχει πάντοτε μεταβατική σημασία διίσταμαι διαχωρίζω: διίσταμαι τόν τε δικαιότατον καὶ τὸν ἀδικώτατον = είμαι σε θέση να ξεχωρίσω αντιπαραθετικά τον πολύ δίκαιο από τον πολύ άδικο.
σημασία3: παθητ. μένω ξεχωριστά, φιλονικώ: κατὰ πόλεις διέσταμεν = φιλονικούμε οι πόλεις μεταξύ μας.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη διά + ἵστημι, βλέπε ἵστημι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δικάζω-ρήμα::
* McsElla.δικάζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.δικάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐδίκαζον!~παρατατικός:δικάζω@wordaryElla,
* McsElla.δικάσω!~μέλλοντας:δικάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐδίκασα!~αόριστος:δικάζω@wordaryElla,
* McsElla.δεδίκακα!~παρακείμενος:δικάζω@wordaryElla,
* McsElla.δικάσομαι!~μέσος-μέλλοντας:δικάζω@wordaryElla,
* McsElla.δικασθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:δικάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐδικασάμην!~μέσος-αόριστος:δικάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐδικάσθην!~παθητικός-αόριστος:δικάζω@wordaryElla,
* McsElla.δεδίκασμαι!~παθητικός-παρακείμενος:δικάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐδεδικάσμην!~παθητικός-υπερσυντέλικος:δικάζω@wordaryElla,
σημασία1: ενεργώ ως δικαστής, εκδίδω δικαστική απόφαση για κάτι: δικάζω ἐμπορικὰς δίκας = βγάζω απόφαση για καταγγελίες σχετικές με εμπορικά αδικήματα.
* φυγὴν δικάζω τινί = επιδικάζω εξορία σε κάποιον, ορίζω ως ποινή την εξορία.
σημασία2: μέση φωνή δικάζομαι καταφεύγω στο δικαστήριο ως αντίδικος: ἐδικάζετο τούτῳ τῶν πληγῶν, ὧν ἔλαβε = τον πήγε στο δικαστήριο για τα χτυπήματα που δέχτηκε.
σημασία3: παθ. φωνή δικάζομαι δικάζομαι ως κατηγορούμενος.
οικογένεια: παράγωγα: δικαστήριον, δικαστής, δικαστικός, δίκαιος, σύνθετα: καταδικάζω, προδικάζω,κδίκασις, διαδικασία.
Νέα-Ελληνική: δικάζω (με τη σημ. 1) και δικάζομαι (με τη σημ. 3).
ετυμολογία: *δικάδ-jω > δικάζω (πβ. δίκ-η, δείκνυμι < *δεικ-).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δίκαιος-αία-αιον-επίθετο::
* McsElla.δίκαιος-αία-αιον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.δίκαιος-αία-αιον@wordaryElla,
* McsEll.δικαιότερος!~συγκριτικός:δίκαιος-αία-αιον@wordaryEllα,
* McsEll.δικαιότατος!~υπερθετικός:δίκαιος-αία-αιον@wordaryElla,
σημασία1: νόμιμος, δίκαιος.
αντώνυμα: ἄδικος.
* ως ουσιαστικό τό δίκαιον: τὸ ἐμὸν δίκαιον = το δίκιο μου.
αντώνυμα: ἄδικον.
σημασία2: αυτός που αρμόζει σε κάποια περίπτωση, ο σωστός: δικαίαν χάριν παρέχω = δείχνω την πρέπουσα ευγνωμοσύνη.
σημασία3: δίκαιός εἰμι έχω δικαίωμα ή δίκιο, είναι δίκαιο εγώ να...: δίκαιός εἰμι κολάζειν = έχω δικαίωμα να τιμωρώ. δίκαιός εἰμι ἀπιστεῖν = έχω δίκιο να δυσπιστώ.
οικογένεια: παράγωγα: δικαίως, δικαιόω -ῶ, σύνθετα: ἄδικος, ἀδικέω -ῶ.
Νέα-Ελληνική: δίκαιος (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη δίκη (βλέπε δικάζω) + παρ. επίθ. -αιος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δικαιόω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.δικαιόω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.δικαιόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐδικαίουν!~παρατατικός:δικαιόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.δικαιώσω!~μέλλοντας:δικαιόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.δικαιώσομαι!~μέλλοντας:δικαιόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐδικαίωσα!~αόριστος:δικαιόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.δικαιωθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:δικαιόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐδικαιώθην!~παθητικός-αόριστος:δικαιόω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.δεδικαίωμαι!~παθητικός-παρακείμενος:δικαιόω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: θεωρώ δίκαιο, αξιώνω κάτι, το απαιτώ ( επειδή το θεωρώ δίκαιο): δικαιῶ μὴ ἀφαιρεθῆναι τοιαύτην πόλιν = θεωρώ δίκαιο να μη χάσω μια τέτοια πόλη.
σημασία2: μέση φωνή δικαιοῦμαι καταδικάζω, τιμωρώ: κατ' ἀξίαν ἑκάστου ἀδικήματος δικαιοῦμαι = τιμωρώ ανάλογα με τη βαρύτητα κάθε αδικήματος (για δικαστή).
σημασία3: παθ. φωνή δικαιοῦμαι
σημασίαα: τιμωρούμαι: εἶδον αὐτὸν δικαιούμενον = τον είδα να τιμωρείται.
σημασίαβ: κρίνομαι δίκαιος: οὐκ οἱ ἀκροαταί, ἀλλ' οἱ ποιηταὶ τοῦ νόμου δικαιωθήσονται = θα αναγνωριστούν ως δίκαιοι όχι όσοι απλώς ακούουν το θείο νόμο, αλλά και όσοι τον εφαρμόζουν.
οικογένεια: παράγωγα: δικαίωσις, δικαίωμα, σύνθετα: δικαιοδοτῶ, δικαιοδοσία, δικαιολογέομαι.
Νέα-Ελληνική: δικαιώνομαι (με τη σημ. 3β).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη δίκαιος + παρ. επίθ. -όω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δικανικός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.δικανικός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.δικανικός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία1: για πρόσωπα έμπειρος στις δίκες.
σημασία2: για πράγματα αυτός που έχει σχέση με τα δικαστήρια και τις δίκες: οἱ δικανικοὶ λόγοι τοῦ Ἰσοκράτους.
οικογένεια: παράγωγα: δικανική (τέχνη).
Νέα-Ελληνική: λόγ. δικανικός (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: *δικ-αν (< δίκη, πιθ. κατά το νεαν-ικός) + παρ. επίθ. -ικός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δίκη-ης-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.δίκη-ης-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.δίκη-ης-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: το δίκαιο, το ορθό.
σημασία2:
σημασίαα: η δίκη στο δικαστήριο.
συνώνυμα: κρίσις.
σημασίαβ: ειδικότερα ιδιωτική καταγγελία ή δίκη, δηλ. καταγγελία ή δίκη που αφορά αδίκημα που στρέφεται ενάντια σε ιδιώτη.
αντώνυμα: γραφή «καταγγελία ή δίκη που αφορά αδίκημα που στρέφεται κατά της πόλης».
σημασία3: το αποτέλεσμα μιας δίκης, η ποινή που επιβάλλει το δικαστήριο: δίκην δίδωμί τινι = τιμωρούμαι από κάποιον. δίκην λαμβάνω παρά τινος = τιμωρώ κάποιον: δεῖ ὑμᾶς παρὰ τῶν ἀδικούντων δίκην λαμβάνειν = πρέπει να τιμωρείτε όσους διαπράττουν αδικήματα. δίκην ὀφλισκάνω ὑπό τινος = καταδικάζομαι σε ποινή από κάποιον.
σημασία4: θεία Δίκη προσωποποίηση της δικαιοσύνης που τιμωρεί: ἔστι δίκης ὀφθαλμός, ὃς τὰ πανθ' ὁρᾷ = υπάρχει η θεία δικαιοσύνη που βλέπει τα πάντα (και τιμωρεί).
οικογένεια: παράγωγα: δίκαιος, σύνθετα: ἄδικος.
Νέα-Ελληνική: δίκη (με τη σημ. 2α).
ετυμολογία: *δικ- «κατεύθυνση» < *δεικ-, δείκνυμι, ομόρρ. με αρχ. ινδ. dis- «κατεύθυνση».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διομολογέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.διομολογέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.διομολογέω-ῶ@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ὁμολογέω -ῶ.
σημασία1: κάνω συμφωνία.
σημασία2: παθ. φωνή διομολογοῦμαι συμφωνούμαι: τοῦτό ἐστι διωμολογημένον ἐμοί τε καὶ σοί = αυτό έχει συμφωνηθεί ανάμεσα σε μένα και σε σένα.
σημασία3: μέση φωνή διομολογοῦμαι συμφωνώ αμοιβαία, δίνω και παίρνω υπόσχεση: διομολογησάμενος πρὸς τὸν πατέρα... = αφού συμφώνησε με τον πατέρα του…
οικογένεια: παράγωγα: διομολόγησις.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη διά + ὁμολογέω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Διονύσια-ίων-τὰ-ουσιαστικό::
* McsElla.Διονύσια-ίων-τὰ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Διονύσια-ίων-τὰ@wordaryElla,
παρατήρηση: κύριο όνομα γιορτή προς τιμήν του θεού Διονύσου (Βάκχου) στην Αθήνα: τὰ κατ' ἀγροὺς Διονύσια ή τὰ Μικρὰ Διονύσια (τα γιόρταζαν στην εξοχή). τὰ κατ' ἄστυ ή ἐν ἄστει Διονύσια (τα γιόρταζαν στην πόλη).
ετυμολογία: επίθετο Διονύσιος με ουσιαστικοποίηση του ουδ. πληθ. (ενν. ἑορτάσματα) < θρακ. Διόνυσος + παρ. επίθ. -ιος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διορίζω-ρήμα::
* McsElla.διορίζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.διορίζω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ὁρίζω.
σημασία1: χωρίζω, διαιρώ: διορίζω δίχα = χωρίζω στα δύο.
σημασία2: καθορίζω, ορίζω: διορίζω περί τινος τίστιν = καθορίζω τι είναι κάτι.
σημασία3: μεταφέρω κάποιον έξω από τα σύνορα της χώρας, τον εξορίζω: διορίζω τι ἔξω τῶν ὅρων = μεταφέρω κάτι έξω από τα σύνορα.
Νέα-Ελληνική: διορίζω (με επέκτ. της σημ. 2 «τοποθετώ κάποιον σε δημόσια επαγγελματική θέση»).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη διά + ὁρίζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Διόσκουροι-κούρων-οἱ-ουσιαστικό::
* McsElla.Διόσκουροι-κούρων-οἱ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Διόσκουροι-κούρων-οἱ@wordaryElla,
παρατήρηση: κύριο όνομα τα δίδυμα αδέλφια Κάστωρ και Πολυδεύκης, γιοι του Δία και της Λήδας και αδέλφια της Κλυταιμήστρας και Ελένης.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη Διός + κοῦρος < *κόρFος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δὶς-επίρρημα::
* McsElla.δὶς-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.δὶς@wordaryElla,
σημασία: δύο φορές.
αντώνυμα: ἅπαξ «μια φορά».
* παροιμία δὶς παῖδες οἱ γέροντες = οι γέροι είναι δύο φορές παιδιά. δειπνῶ δὶς τῆς ἡμέρας = τρώγω δύο φορές την ημέρα.
Νέα-Ελληνική: δις.
ετυμολογία: *δFις, παράβαλε αρχ. ινδ. dvih, λατινικός bis.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δίφρος-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.δίφρος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.δίφρος-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: πολεμικό άρμα ή άμαξα που μπορούσε να χωρέσει μόνο δύο άτομα, τον ἡνίοχον και τον παραιβάτην, δηλαδή τον πολεμιστή.
σημασία2: σκαμνί: καθῆστο ἐπὶ προσκεφαλαίου τε καὶ δίφρου = καθόταν σ' ένα σκαμνί με μαξιλάρι.
οικογένεια: παράγωγα: διφρεύω, σύνθετα: διφρηλάτης.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη *δι-, *δίς + *φρ- από το *φερ- «φέρω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δίχα--διχῇ-επίρρημα::
* McsElla.διχῇ.επίρρημ-@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.διχῇ@wordaryElla,
* McsElla.δίχα-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.δίχα@wordaryElla,
σημασία1: στα δυο, σε δύο μέρη, κομμάτια κτλ.: δίχα τὸ στράτευμα ποιῶ = χωρίζω το στράτευμα στα δυο.
σημασία2: διχῇ με δύο τρόπους: διχῇ βοηθητέον = πρέπει να βοηθήσουμε με δύο τρόπους.
οικογένεια: παράγωγα: διχάζω, διχῶς, σύνθετα: διχογνωμέω.
Νέα-Ελληνική: παράβαλε δίχως «χωρίς» (< σύμφυρση των δίχα και διχῶς).
ετυμολογία: ομόρρ. με δίς, *διχ-, από όπου *διχ-jός > δισσός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διψῶ-ρήμα::
* McsElla.διψῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.διψῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐδίψων!~παρατατικός:διψῶ@wordaryElla,
* McsElla.διψήσω!~μέλλοντας:διψῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐδίψησα!~αόριστος:διψῶ@wordaryElla,
* McsElla.δεδίψηκα!~παρακείμενος:διψῶ@wordaryElla,
παρατήρηση: ομηρικό και μεταγεν. διψά-ω, αττικό διψή-ω
σημασία: έχω δίψα, υποφέρω από δίψα.
Νέα-Ελληνική: διψώ.
ετυμολογία: άγν. ετυμ. μαζί με τα ἡ δίψα, τὸ δίψος «δίψα», διψαλέος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
διώκω-ρήμα::
* McsElla.διώκω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.διώκω@wordaryElla,
* McsElla.ἐδίωκον!~παρατατικός:διώκω@wordaryElla,
* McsElla.διώξω!~μέλλοντας:διώκω@wordaryElla,
* McsElla.ἐδίωξα!~αόριστος:διώκω@wordaryElla,
* McsElla.δεδίωχα!~παρακείμενος:διώκω@wordaryElla,
* McsElla.διωχθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:διώκω@wordaryElla,
* McsElla.ἐδιώχθην!~παθητικός-αόριστος:διώκω@wordaryElla,
* McsElla.δεδίωγμαι!~παθητικός-παρακείμενος:διώκω@wordaryElla,
σημασία1: καταδιώκω κάποιον για να τον συλλάβω, τον κυνηγώ.
σημασία2: προσπαθώ να πετύχω κάτι, επιδιώκω: διώκω τιμάς.
σημασία3: ως δικανικός όρος, συχνά με γεν. που δηλώνει την ποινή ή την αιτία (το αδίκημα) καταγγέλλω κάποιον ενώπιον του δικαστηρίου: διώκω τινὰ θανάτου = για κατηγορία που τιμωρείται με θάνατο. διώκω φόνου = με την κατηγορία για φόνο.
σημασία4: ὁ διώκων ο κατήγορος: κοινοὶ τῷ τε διώκοντι καὶ τῷ φεύγοντι = αμερόληπτοι απέναντι στον κατήγορο και τον κατηγορούμενο.
αντώνυμα: ὁ φεύγων «ο κατηγορούμενος».
οικογένεια: παράγωγα: δίωξις, διώκτης, σύνθετα: καταδιώκω,πιδιώκω, καταδίωξις, ἐκδίωξις.
Νέα-Ελληνική: διώχνω «εκδιώκω, απομακρύνω» και διώκω (λόγ., με τη σημ. 3).
ετυμολογία: δίω «εξαναγκάζω σε φυγή» + ρηματ. ένθ. -κ- που ενισχύει τη δράση (*δι-, *δjᾱ-).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Διώνη-ης-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.Διώνη-ης-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Διώνη-ης-ἡ@wordaryElla,
παρατήρηση: κύριο όνομα η μητέρα της Αφροδίτης.
ετυμολογία: Δι-ώνη, παράβαλε Ζεύς, Διός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δόγμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.δόγμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.δόγμα-ατος-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: γνώμη, πεποίθηση: ἔστι ἡμῖν δόγματα ἐκ παίδων περὶ δικαίων = έχουμε από την παιδική μας ηλικία κάποιες πεποιθήσεις για τη δικαιοσύνη.
σημασία2: ψήφισμα, απόφαση: τὰ τῶν Ἀμφικτυόνων δόγματα = οι αποφάσεις των Αμφικτυόνων.
οικογένεια: παράγωγα: δογματικός, δογματίζω, σύνθετα: δογματοποιέω, δογματολογία.
Νέα-Ελληνική: δόγμα στη φράση τα δόγματα της Εκκλησίας (με σημ. παραπλήσια προς την 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *δογ- (πβ. δοκέω -ῶ) + παρ. επίθ. -μα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δοκέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.δοκέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.δοκέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐδόκουν!~παρατατικός:δοκέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.δόξω!~μέλλοντας:δοκέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἔδοξα!~αόριστος:δοκέω-ῶ@wordaryElla,
ως απρόσωπο
* McsElla.δοκεῖ!~ενεστώτας:δοκέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐδόκει!~παρατατικός:δοκέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.δόξει!~μέλλοντας:δοκέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἔδοξε!~αόριστος:δοκέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.δέδοκται!~παρακείμενος:δοκέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.δεδογμένον-ἐστί!~παρακείμενος:δοκέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐδέδοκτο!~υπερσυντέλικος:δοκέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: νομίζω, υποθέτω, φαντάζομαι: ἔδοξα ἀκοῦσαι ὄνομα αὐτῷ εἶναι Ἀγάθωνα = νομίζω πως άκουσα ότι το όνομά του ήταν Αγάθων.
σημασία2: δοκῶ μοι
σημασίαα: νομίζω.
σημασίαβ: είμαι αποφασισμένος να...
σημασία3: φαίνομαι, θεωρούμαι, δίνω την εντύπωση: δοκεῖ ἐπαίνου ἄξιος εἶναι = θεωρείται ότι είναι άξιος επαίνου.
σημασία4: ως απρόσωπο δοκεῖ φαίνεται καλό, αποφασίζεται: ἔδοξε τῇ βουλῇ καὶ τῷ δήμῳ... = αποφασίστηκε από τη βουλή και την εκκλησία του δήμου. ἐδόκει αὐτοῖς ὑπουργεῖν τοῖς Συρακουσίοις = αποφάσισαν να βοηθούν τους Συρακουσίους.
οικογένεια: παράγωγα: δόγμα, δόκησις, δόκιμος, δόξα, σύνθετα: ἔνδοξος, παράδοξος, προσδοκία, εὐδόκιμος.
ετυμολογία: δοκ-έω < *δεκ-, δέχομαι, δέκομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δόκησις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.δόκησις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.δόκησις-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: γνώμη, εντύπωση: ἡ δόκησις τῆς ἀληθείας μόλις βεβαιοῦται = η εντύπωση ότι ο ομιλητής λέει την αλήθεια με δυσκολία εμπεδώνεται.
σημασία2: η καλή φήμη: καταλείπω δόκησιν ἰσχύος καὶ συνέσεως = αφήνω την καλή φήμη του ισχυρού και του συνετού.
οικογένεια: σύνθ. δοκησίσοφος «που έχει την εντύπωση, την ψευδαίσθηση, ότι είναι σοφός», δοκησισοφία.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη δοκέω -ῶ + παρ. επίθ. -σις.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δοκιμάζω-ρήμα::
* McsElla.δοκιμάζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.δοκιμάζω@wordaryElla,
σημασία1: υποβάλλω κάτι σε δοκιμασία, για να το ελέγξω: δοκιμάζω τὸν χρυσόν (για να δω τη γνησιότητά του). δοκιμάζω τοὺς μηνυτάς (ως προς την αξιοπιστία τους).
σημασία2: επιδοκιμάζω, εγκρίνω: νόμοι δοκιμασθέντες = νόμοι που εγκρίθηκαν.
σημασία3: ως πολιτικός όρος εξετάζω την καταλληλότητα ενός πολίτη να αναλάβει ένα αξίωμα: δοκιμασθεὶς ἀρχέτω = αφού κριθεί κατάλληλος, ας αναλάβει την εξουσία.
οικογένεια: παράγωγα: δοκιμασία.
Νέα-Ελληνική: δοκιμάζω (σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη δόκιμος + παρ. επίθ. -άζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δοκιμασία-ίας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.δοκιμασία-ίας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.δοκιμασία-ίας-ἡ@wordaryElla,
σημασία: εξέταση, δοκιμασία για να διαπιστωθεί η καταλληλότητα κάποιου προσώπου ή πράγματος: ἡ δοκιμασία τῶν στρατηγῶν.
Νέα-Ελληνική: δοκιμασία.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη δοκιμάζω + παρ. επίθ. -ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δόκιμος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.δόκιμος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.δόκιμος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία: πρόσωπο ή πράγμα που δοκιμάστηκε και κρίθηκε εξαιρετικό, διακεκριμένος: δοκιμώτατος ἐν Ἑλλάδι = πολύ τιμημένος στην Ελλάδα.
Νέα-Ελληνική: δόκιμος (λχ. δόκιμο ύφος).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη δοκέω + παρ. επίθ. -ιμος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δολιχοδρόμος-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.δολιχοδρόμος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.δολιχοδρόμος-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: αθλητής του βλέπε δολίχου.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη δόλιχος + *δρομ- (< δραμεῖν, παράβαλε δρόμος) + παρ. επίθ. -ος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δόλιχος-ίχου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.δόλιχος-ίχου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.δόλιχος-ίχου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: η μεγάλη διαδρομή σε αγώνα δρόμου: δόλιχον θέω = τρέχω το δόλιχο.
οικογένεια: σύνθ. δολιχοδρόμος.
ετυμολογία: από το επίθ. δολιχός «μακρύς» με ανέβασμα του τόνου δολιχός < *δελεχός (πβ. ἐνδελεχής), παράβαλε λατινικός longus.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δόλος-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.δόλος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.δόλος-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: δόλωμα για τα ψάρια.
σημασία2: τέχνασμα, πανουργία: οὐ κατ' ἰσχύν... δόλῳ δὲ ἐκράτει = δεν υπερίσχυσε με τη δύναμή του, αλλά με τέχνασμα.
συνώνυμα: ἀπάτη.
οικογένεια: παράγωγα: δόλιος, δολιεύομαι, σύνθετα: δολοπλόκος, δολοφόνος.
Νέα-Ελληνική: δόλος (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: *δόλ-ος, συγγεν. του δέλ-εαρ, λατινικός dolus.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δόξα-ης-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.δόξα-ης-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.δόξα-ης-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: δοξασία, γνώμη, ιδέα σε αντιδιαστολή, συνήθως, προς τη γνῶσιν και την ἐπιστήμην: κατά γε τὴν ἐμὴν δόξαν = σύμφωνα με τη δική μου γνώμη. δόξαι ἀληθεῖς καὶ ψευδεῖς.
σημασία2: εικασία, υπόθεση: δόξῃ χρῶμαι = μιλώ υποθετικά.
σημασία3: η γνώμη που έχουν οι άλλοι για κάποιον: ἀνθρώπων δόξαν ἔχει καλήν = έχουν καλή γνώμη γι' αυτόν. δόξαν κακὴν ἔλαβον = σχημάτισαν γι' αυτούς κακή γνώμη.
* η καλή γνώμη, η υπόληψη: δόξαν εἶχον ἄμαχοι εἶναι = είχαν τη φήμη των ακαταμάχητων.
οικογένεια: παράγωγα: δοξάζω, δοξασία, σύνθετα: ἄδοξος, ἀδοξία, παράδοξος, φιλόδοξος, ἐπίδοξος «πιθανός».
Νέα-Ελληνική: δόξα (με τη σημ 3β).
ετυμολογία: *δοκ- (δοκ-έω) + -σ-α.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δοξάζω-ρήμα::
* McsElla.δοξάζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.δοξάζω@wordaryElla,
σημασία1: νομίζω, υποθέτω, πιστεύω: πῶς ταῦτα ἀληθῆ δοξάσω; = πώς να υποθέσω ότι αυτά είναι αληθινά;
* δοξάζω δόξαν = έχω γνώμη.
σημασία2: εγκωμιάζω κάποιον, τον δοξάζω: δεδοξασμένος ἐπ' ἀρετῇ = δοξασμένος για τη γενναιότητά του.
Νέα-Ελληνική: δοξάζω (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: *δοξάδ-jω < δόξα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δόρυ-ατος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.δόρυ-ατος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.δόρυ-ατος-τὸ@wordaryElla,
σημασία: πολεμικό όργανο, το δόρυ.
* ἐπὶ δόρυ = προς τα δεξιά (γιατί με το δεξί χέρι κρατούσαν το ακόντιο).
αντώνυμα: ἐπ' ἀσπίδα «προς τα αριστερά».
οικογένεια: σύνθ. δορυφόρος, δοριάλωτος.
Νέα-Ελληνική: δόρυ.
ετυμολογία: *δορF-, συγγεν. του δένδρον, ομόρρ. με αρχ. ινδ. dáru, χετιτ. taru- «ξύλο».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δορυφόρος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.δορυφόρος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.δορυφόρος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που κρατά το δόρυ.
σημασία2: ως ουσιαστικό ακοντιστής, κυρίως ως σωματοφύλακας βασιλέων ή τυράννων.
Νέα-Ελληνική: δορυφόρος «για κράτος που εξαρτάται από άλλο ισχυρότερο».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη δόρυ + φέρω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δουλεία-είας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.δουλεία-είας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.δουλεία-είας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: η κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο δούλος: δουλείας ζυγά = ο ζυγός της δουλείας.
σημασία2: περιληπτικά οι δούλοι: ἢν ἡ δουλείαπανιστῆται = αν επαναστατήσουν οι δούλοι.
Νέα-Ελληνική: δουλεία (με τη σημ. 1) και δουλειά «εργασία», επειδή η εργασία ήταν το κυριότερο πράγμα που έκανε ο δούλος.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη δουλεύω + παρ. επίθ. -εία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δουλεύω-ρήμα::
* McsElla.δουλεύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.δουλεύω@wordaryElla,
σημασία: είμαι δούλος.
Νέα-Ελληνική: δουλεύω «εργάζομαι», βλέπε δουλεία.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη δοῦλος + παρ. επίθ. -εύω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δοῦλος-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.δοῦλος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.δοῦλος-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που γεννήθηκε από γονείς σκλάβους (σε αντιδιαστολή προς το ἀνδράποδον, που έγινε δούλος κατόπιν αιχμαλωσίας).
σημασία2: ως επίθ. δοῦλος, -η, -ον δουλικός.
οικογένεια: παράγωγα: δουλικός, δούλειος «δουλικός», δουλεύω, δουλόω -ῶ, σύνθετα: δουλοπρεπής, δουλοκρατέομαι -οῦμαι.
Νέα-Ελληνική: δούλος (με σημ. 1).
ετυμολογία: πιθ. ξένη λέξη, μυκην. δόελος (ασυναίρ.).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δουλόω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.δουλόω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.δουλόω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: υποδουλώνω: δουλοῖς καὶ σὲ καὶ πᾶσαν πόλιν = υποδουλώνεις και εσένα και όλη την πόλη.
αντώνυμα: ἐλευθερόω -ῶ.
σημασία2: μέση φωνή δουλοῦμαι κάνω κάποιον δούλο μου: οἵ γε ἐπὶ τὴν ἡμετέραν ἧκον δουλωσόμενοι = αυτοί ήρθαν στη χώρα μας για να μας υποδουλώσουν.
Νέα-Ελληνική: δουλώνω, λ.χ. το φρόνημα ενός λαού (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη δοῦλ-ος + παρ. επίθ. -όω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δρᾶμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.δρᾶμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.δρᾶμα-ατος-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: έργο, υπηρεσία, καθήκον: τὸ δρᾶμα τῶν μαιῶν = τα καθήκοντα των μαιών.
σημασία2: έργο που παριστάνεται στη σκηνή, θεατρικό έργο, δράμα (τραγωδία, κωμωδία, σατυρικό δράμα): τὰ δράματα μιμοῦνται δρῶντας = τα δράματα παριστάνουν πρόσωπα δρώντα. διδάσκω δρᾶμα = προετοιμάζω και παριστάνω δραματικό έργο.
Νέα-Ελληνική: δράμα (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη δράω + παρ. επίθ. -μα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δράττομαι-ρήμα::
* McsElla.δράττομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.δράττομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐδραττόμην!~παρατατικός:δράττομαι@wordaryElla,
* McsElla.δράξομαι!~μέλλοντας:δράττομαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐδραξάμην!~αόριστος:δράττομαι@wordaryElla,
* McsElla.δέδραγμαι!~παρακείμενος:δράττομαι@wordaryElla,
παρατήρηση: ο κοινός τύπος είναι δράσσομαι
παρατήρηση: με γεν. πράγματος αρπάζω με το χέρι, παίρνω μια χούφτα από κάτι: δράττομαι τῶν ἁλῶν = παίρνω μια χούφτα αλάτι.
* μεταφορικά δράττομαι τῆς ἐλπίδος = αρπάζω την ελπίδα.
οικογένεια: παράγωγα: δράξ «ό,τι μπορεί να χωρέσει η χούφτα, η δράκα», δραχμή.
Νέα-Ελληνική: (μόνο στη λόγια φράση) δράττομαι της ευκαιρίας «αρπάζω» (από τη σημ. 1).
ετυμολογία: *δερχ-, *δραχ- + παρ. επίθ. -j-ομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δραχμή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.δραχμή-ῆς-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.δραχμή-ῆς-ἡ@wordaryElla,
σημασία: αττικό νόμισμα που ισοδυναμούσε με έξι οβολούς (1 δραχμή = 6 ὀβολοί. 100 δραχμαί = 1 μνᾶ. 60 μναῖ = 1 τάλαντον).
Νέα-Ελληνική: δραχμή.
ετυμολογία: *δερχ-, *δραχ- (δράττομαι ) + παρ. επίθ. -μή.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δράω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.δράω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.δράω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἔδρων!~παρατατικός:δράω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.δράσω!~μέλλοντας:δράω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἔδρασα!~αόριστος:δράω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.δέδρακα!~παρακείμενος:δράω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐδράσθην!~παθητικός-αόριστος:δράω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.δέδραμαι!~παθητικός-παρακείμενος:δράω-ῶ@wordaryElla,
σημασία: κάνω κάτι: καλῶς τι δρῶ = κάνω κάτι καλά.
συνώνυμα: ποιέω -ῶ, ἐργάζομαι, ἐνεργέω -ῶ, πράττω.
* γνωμικό δίκαια δράσας συμμάχους ἕξεις θεούς = αν οι πράξεις σου είναι δίκαιες, θα έχεις συμμάχους τους θεούς.
οικογένεια: παράγωγα: δρᾶμα, δρᾶσις, δράστης.
Νέα-Ελληνική: δρω (με παρόμοια σημ. «αναπτύσσω δράση»).
ετυμολογία: *δρᾱ-, παράβαλε λιθουανικός daraū «κάνω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δρέπω-ρήμα::
* McsElla.δρέπω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.δρέπω@wordaryElla,
σημασία1: κόβω (καρπούς, άνθη κτλ.).
σημασία2: μέση φωνή δρέπομαι κόβω για τον εαυτό μου, δρέπω, συλλέγω: ἀπὸ κρηνῶν μελιρρύτων δρέπομαι μέλη = δρέπω τραγούδια από μελίρρυτους κρουνούς.
οικογένεια: παράγωγα: δρεπάνη, δρέπανον, σύνθετα: δρεπανοειδής, δρεπανηφόρος.
Νέα-Ελληνική: δρέπω (με σημ. 2).
ετυμολογία: *δρε-π-, δρεπάνη, πιθ. συγγεν. με δέρω «γδέρνω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δριμύς-εῖα-ὺ-επίθετο::
* McsElla.δριμύς-εῖα-ὺ-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.δριμύς-εῖα-ὺ@wordaryElla,
* McsEll.δριμύτερος!~συγκριτικός:δριμύς-εῖα-ὺ@wordaryEllα,
* McsEll.δριμύτατος!~υπερθετικός:δριμύς-εῖα-ὺ@wordaryElla,
σημασία1: καυστικός, ερεθιστικός (ιδίως για τα μάτια, λ.χ. ο καπνός, και τη γεύση).
σημασία2: μεταφορικά για άνθρωπο οξύς, έξυπνος, πανούργος: δριμὺς ἐν τῷ ἀποκρίνεσθαι = έξυπνος στις απαντήσεις.
οικογένεια: παράγωγα: δριμύτης «καυστικότητα, εξυπνάδα», δριμύλος.
Νέα-Ελληνική: δριμύς «οξύς» (από τη σημ. 2, λ.χ. δριμεία επίθεση).
ετυμολογία: *δρι-, αβέβαιη-ετυμολογία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δρόμος-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.δρόμος-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.δρόμος-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία1: τρέξιμο: ως επίρρημα δρόμῳ = τρέχοντας. ως προσδιορισμός τόπου ἡμέρας δρόμος = η απόσταση που διανύει κάποιος τρέχοντας σε μία ημέρα, περίπου 1.300 στάδια.
σημασία2: αγώνας δρόμου (δηλ. διαγωνισμός στο τρέξιμο): σε παροιμιακές εκφράσεις όπως περὶ τοῦ παντὸς δρόμον θέοντες = αγωνιζόμενοι για να κερδίσουν ή να χάσουν τα πάντα. περὶ ψυχῆς ὁ δρόμος = ο αγώνας είναι για τη σωτηρία της ζωής.
σημασία3: τόπος όπου έτρεχαν οι νέοι και, γενικότερα, δημόσιος περίπατος: ἐν εὐσκίοις δρόμοις = στους περιπάτους κάτω από τη σκιά.
σημασία4: έκφραση ἔξω/ἐκτὸς δρόμου φέρομαι = ξεφεύγω από το θέμα της συζήτησης.
οικογένεια: παράγωγα: δρομικός, δρομαῖος «που κινείται τρέχοντας», δρόμῳ, ὁ/ἡ δρομὰς «που τρέχει».
Νέα-Ελληνική: δρόμος «οδός» (και με τη σημ. 1 στη φρ. αγώνας δρόμου). Στα αρχαία το δρόμο τον έλεγαν ἡ ὁδός.
ετυμολογία: *δρομ-, *δρεμ-, ἔ-δραμ-ον.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Δρυάς-άδος-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.Δρυάς-άδος-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Δρυάς-άδος-ἡ@wordaryElla,
παρατήρηση: κύριο όνομα δευτερεύουσα θεότητα που κατοικούσε σε δάση (με δρυς), νύμφη των δασών.
Νέα-Ελληνική: Δρυάδα.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη δρῦς (*δρυ- από *δερεF-) + -άς.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δρυμός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.δρυμός-οῦ-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.δρυμός-οῦ-ὁ@wordaryElla,
σημασία: δάσος με δρυς, και γενικότερα δάσος.
Νέα-Ελληνική: εθνικός δρυμός «δασώδης έκταση υπό την προστασία νομοθεσίας».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη δρῦς (*δρυ- από *δερεF-) + παρ. επίθ. -μός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δρῦς-δρυός-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.δρῦς-δρυός-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.δρῦς-δρυός-ἡ@wordaryElla,
σημασία: βελανιδιά.
* παροιμία δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται = από μια πεσμένη βελανιδιά κόβει ξύλα όποιος θέλει (δηλαδή, όταν κάποιος χάσει τη δύναμή του, τότε όλοι τον εκμεταλλεύονται).
οικογένεια: παράγωγα: δρυάς, δρύϊνος, δρυμός, σύνθετα: δρυοκολάπτης.
Νέα-Ελληνική: δρυς.
ετυμολογία: *δρυ- από *δερεF-, παράβαλε δόρυ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δύναμαι-ρήμα::
* McsElla.δύναμαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.δύναμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐδυνάμην!~παρατατικός:δύναμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἠδυνάμην!~παρατατικός:δύναμαι@wordaryElla,
* McsElla.δυνήσομαι!~μέλλοντας:δύναμαι@wordaryElla,
* McsElla.δυνηθήσομαι!~μέλλοντας:δύναμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἐδυνήθην!~αόριστος:δύναμαι@wordaryElla,
* McsElla.ἠδυνήθην!~αόριστος:δύναμαι@wordaryElla,
* McsElla.δεδύνημαι!~παρακείμενος:δύναμαι@wordaryElla,
παρατήρηση: αποθετικό ρήμα
σημασία1: είμαι ικανός να κάνω κάτι, μπορώ: οὐ δύναμαι μὴ γελᾶν = δεν μπορώ να μη γελάσω. οἱ δυνάμενοι = όσοι έχουν δύναμη, εξουσία.
σημασία2: συνήθως με άρνηση ανέχομαι να κάνω κάτι: οὐκέτι ἐδύνατο ἐν τῷ καθεστῶτι τρόπῳ βιοτεύειν = δεν ανεχόταν πια να ζει με αυτό τον τρόπο.
σημασία3: ισοδυναμώ: ὁ σίγλος δύναται δύο ὀβολούς = ο σίγλος ισοδυναμεί με δύο οβολούς. τοὺς λόγους ὡς ἔργα δυναμένους κρίνω = κρίνω τα λόγια σαν να έχουν την ίδια αξία με τις πράξεις.
οικογένεια: παράγωγα: δύναμις, δυνάστης, δυνατός, σύνθετα: ἀδύναμος, ἀδυναμέω -ῶ, ἀδυναμία.
Νέα-Ελληνική: λόγ. δύναμαι.
ετυμολογία: δύν-α-μαι, αβέβαιη-ετυμολογία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δύναμις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.δύναμις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.δύναμις-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: σωματική δύναμη και με επέκταση, η ικανότητα να πράξει κάποιος κάτι: εἴ μοι δύναμις παρείη = αν είχα τη δύναμη.
* σε εκφράσεις κατὰ δύναμιν = όσο μου επιτρέπουν οι δυνάμεις μου. παρὰ/ὑπὲρ δύναμιν = πέρα/πάνω από τις δυνάμεις μου.
σημασία2: πολιτική δύναμη, εξουσία, επιρροή.
σημασία3: πολεμικές δυνάμεις, στράτευμα: πεζὴ καὶ ναυτικὴ δύναμις = δυνάμεις πεζικού και ναυτικού.
σημασία4: ποσοτική ή ποιοτική αξία, ικανότητα: τετρακοσίων ταλάντων ἀργυρίου δύναμις = χρηματική αξία τετρακοσίων ταλάντων. ἡ δύναμις τῆς ὄψεως = η ικανότητα (οξύτητα) της όρασης. ἡ δύναμις τῆς λέξεως = η σημασία της λέξης.
Νέα-Ελληνική: δύναμη (με όλες τις σημ.).
ετυμολογία: δύν-α-μις, βλέπε δύναμαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δυναστεία-είας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.δυναστεία-είας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.δυναστεία-είας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: κυριαρχία, εξουσία: δυναστεία ὀλίγων ἀνδρῶν.
σημασία2: κλειστή ολιγαρχία: δυναστείᾳ μᾶλλον ἢ ἰσονομίᾳ ἐχρῶντο οἱ Θεσσαλοί = οι Θεσσαλοί διοικούσαν μάλλον με ολιγαρχία παρά με ισονομία.
Νέα-Ελληνική: δυναστεία (με παρόμoια σημ. προς τη σημ. 2 «διαδοχική σειρά κληρονομικών αρχόντων»).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη δυναστεύω (παράγ. δυνάστης + παρ. επίθ. –εύω) + παρ. επίθ. -(ε)ία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δυνάστης-ου-ὁ-ουσιαστικό::
* McsElla.δυνάστης-ου-ὁ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.δυνάστης-ου-ὁ@wordaryElla,
σημασία: άρχοντας, κυβερνήτης.
Νέα-Ελληνική: δυνάστης (με εξειδίκευση της σημ. «απόλυτος και τυραννικός άρχοντας»).
ετυμολογία: *δυνά- + -σ- (πβ. δυνασ-θῆναι) + παρ. επίθ. -της.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δυνατός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.δυνατός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.δυνατός-ή-ὸν@wordaryElla,
* McsEll.δυνατώτερος!~συγκριτικός:δυνατός-ή-ὸν@wordaryEllα,
* McsEll.δυνατώτατος!~υπερθετικός:δυνατός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που έχει σωματική ή ψυχική δύναμη, δυνατός: δυνατοὶ καὶ τοῖς σώμασι καὶ ταῖς ψυχαῖς.
συνώνυμα: ἰσχυρός.
σημασία2: ικανός: δυνατὸς λέγειν = ο ικανός στο λόγο, ο εύγλωττος.
σημασία3: αυτός που έχει δύναμη εξουσίας ή επιρροής.
* ως ουσιαστικό οἱ δυνατοὶ οι ισχυροί, αυτοί που έχουν εξουσία.
σημασία4: για πράγματα κατορθωτός.
* έκφραση κατὰ τὸ δυνατόν = όσο είναι δυνατό (να γίνει).
οικογένεια: παράγωγα: δυνατῶς, δυνατέω -ῶ.
Νέα-Ελληνική: δυνατός (με τις σημ. 1, 4).
ετυμολογία: δυνα- (< δύνα-μαι) + παρ. επίθ. -τός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δυσ--μόριο::
* McsElla.δυσ--μόριο@wordaryElla,
* McsElla.μόριο.δυσ-@wordaryElla,
παρατήρηση: αχώριστο μόριο που χρησιμοποιείται ως α΄ συνθετικό λέξεων που σημαίνουν κάτι δύσκολο ή δυσάρεστο, π.χ. δυσεύρευτος = αυτός που βρίσκεται δύσκολα. δυστυχής = αυτός που έχει κακή τύχη.
Νέα-Ελληνική: δυσ-.
ετυμολογία: δυσ-, ομόρρ. με αρχ. περσ. duš-, π.χ. duš-manah- «δυσμενής».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δυσειδής-ής-ὲς-επίθετο::
* McsElla.δυσειδής-ής-ὲς-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.δυσειδής-ής-ὲς@wordaryElla,
σημασία: άσχημος.
Νέα-Ελληνική: λόγ. δυσειδής.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη δυσ- + εἶδος «μορφή, εμφάνιση».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δυσκολαίνω-ρήμα::
* McsElla.δυσκολαίνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.δυσκολαίνω@wordaryElla,
* McsElla.ἐδυσκόλαινον!~παρατατικός:δυσκολαίνω@wordaryElla,
* McsElla.δυσκολανῶ!~μέλλοντας:δυσκολαίνω@wordaryElla,
σημασία: είμαι δύστροπος ή δυσαρεστημένος.
ετυμολογία: *δύσκολ-ος, *δυσκολ-αν-jω > δυσκολαίνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δύσκολος-η-ον-επίθετο::
* McsElla.δύσκολος-η-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.δύσκολος-η-ον@wordaryElla,
* McsEll.δυσκολώτερος!~συγκριτικός:δύσκολος-η-ον@wordaryEllα,
* McsEll.δυσκολώτατος!~υπερθετικός:δύσκολος-η-ον@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που είναι δύστροπος ή κακότροπος: οὐ παύσει δύσκολος ὤν; = δε θα σταματήσεις με τις ιδιοτροπίες σου;
αντώνυμα: εὔκολος «καλότροπος».
σημασία2: για πράγματα κοπιαστικός ή ενοχλητικός: δύσκολος ἡ ἡνιόχησις = η οδήγηση των αλόγων του άρματος είναι κοπιαστική.
οικογένεια: παράγωγα: δυσκόλως.
Νέα-Ελληνική: δύσκολος «κοπιαστικός». Στα αρχαία το σημερινό δύσκολος το έλεγαν χαλεπός.
ετυμολογία: δυσ- + *κόλος (μυκην. kwolos), πιθ. *πελ- του πέλω - πέλομαι «υπάρχω, γίνομαι».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δυσμαθής-ής-ὲς-επίθετο::
* McsElla.δυσμαθής-ής-ὲς-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.δυσμαθής-ής-ὲς@wordaryElla,
* McsEll.δυσμαθέστερος!~συγκριτικός:δυσμαθής-ής-ὲς@wordaryEllα,
* McsEll.δυσμαθέστατος!~υπερθετικός:δυσμαθής-ής-ὲς@wordaryElla,
σημασία: αυτός που δύσκολα μαθαίνει.
αντώνυμα: εὐμαθής.
οικογένεια: παράγωγα: δυσμάθεια.
Νέα-Ελληνική: δυσμαθής.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη δυσ- + μαθ- (πβ. ἔ-μαθ-ον < μανθάνω) + παρ. επίθ. -ής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δυσχεραίνω-ρήμα::
* McsElla.δυσχεραίνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.δυσχεραίνω@wordaryElla,
* McsElla.ἐδυσχέραινον!~παρατατικός:δυσχεραίνω@wordaryElla,
* McsElla.δυσχερανῶ!~μέλλοντας:δυσχεραίνω@wordaryElla,
* McsElla.ἐδυσχέρανα!~αόριστος:δυσχεραίνω@wordaryElla,
σημασία1: μεταβ. φέρω κάτι βαρέως: δυσχεραίνω τὸ ἀδικεῖν = φέρω την αδικία βαρέως, δύσκολα μπορώ να την αντέξω.
σημασία2: αμετάβ. δυσαρεστούμαι με κάτι, δυσανασχετώ: δυσχεραίνω ἐπί τινι.
οικογένεια: παράγωγα: δυσχερῶς.
Νέα-Ελληνική: δυσχεραίνω «δυσκολεύω».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη δυσχερής (< χερ-, χειρ- «χέρι») + παρ. επίθ. -αίνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δυσχερής-ής-ὲς-επίθετο::
* McsElla.δυσχερής-ής-ὲς-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.δυσχερής-ής-ὲς@wordaryElla,
* McsEll.δυσχερέστερος!~συγκριτικός:δυσχερής-ής-ὲς@wordaryEllα,
* McsEll.δυσχερέστατος!~υπερθετικός:δυσχερής-ής-ὲς@wordaryElla,
σημασία1: για πράγματα
σημασίαα: δυσάρεστος.
σημασίαβ: δύσκολος: δυσχερὴς βίος.
σημασία2: για πρόσωπα ιδιότροπος.
Νέα-Ελληνική: δυσχερής (με τη σημ. 1β).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη δυσ- + χερ- (< χείρ) + -ής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δυσώδης-ης-δυσῶδες-επίθετο::
* McsElla.δυσώδης-ης-δυσῶδες-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.δυσώδης-ης-δυσῶδες@wordaryElla,
* McsEll.δυσωδέστερος!~συγκριτικός:δυσώδης-ης-δυσῶδες@wordaryEllα,
* McsEll.δυσωδέστατος!~υπερθετικός:δυσώδης-ης-δυσῶδες@wordaryElla,
σημασία: που αναδίδει δυσάρεστη μυρωδιά.
αντώνυμα: εὐώδης.
Νέα-Ελληνική: δυσώδης.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη δυσ- + παρ. επίθ. -ώδης < ὄζω «μυρίζω» < ὀδ- + jω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δύω-ρήμα::
* McsElla.δύω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.δύω@wordaryElla,
* McsElla.ἐδυόμην!~μέσος-παρατατικός:δύω@wordaryElla,
* McsElla.δύσομαι!~μέσος-μέλλοντας:δύω@wordaryElla,
* McsElla.ἔδυν-«έδυσα»!~αόριστος-β΄-μέση-σημασία:δύω@wordaryElla,
* McsElla.δέδυκα-«έχω-δύσει»!~παρακείμενος-μέση-σημασία:δύω@wordaryElla,
παρατήρηση: στη μέση φωνή και στους χρόνους με μέση σημ. για τον ήλιο δύω, βασιλεύω: πρὸ ἡλίου δύντος = πριν από τη δύση του ήλιου.
οικογένεια: παράγωγα: δύσις, δύτης, σύνθετα: λωποδύτης, τρωγλοδύτης.
Νέα-Ελληνική: δύει ο ήλιος (πβ. και εν-δύ-ομαι και υποδύομαι).
ετυμολογία: *δύσ- + παρ. επίθ. -jω > δύω, παράβαλε δύσγω· ἀποδύω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
Δωδώνη-ης-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.Δωδώνη-ης-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Δωδώνη-ης-ἡ@wordaryElla,
παρατήρηση: τοπωνύμιο πόλη της Ηπείρου, όπου βρισκόταν το μαντείο του Διός.
ετυμολογία: Δωδώνα < ποταμός Δώδων + παρ. επίθ. -α, ιλλυρ. λ..
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δωρέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.δωρέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.δωρέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐδώρουν!~παρατατικός:δωρέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.δωρήσω!~μέλλοντας:δωρέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐδώρησα!~αόριστος:δωρέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐδωρησάμην!~μέσος-αόριστος:δωρέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: δωρίζω.
σημασία2: πιο συχνά στη μέση φωνή δωροῦμαι δωρίζω: δωροῦμαί τινί τι = δωρίζω σε κάποιον κάτι.
Νέα-Ελληνική: δωρίζω.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη δῶρον (< *δω-, παράβαλε δί-δω-μι + παρ. επίθ. -ρον) + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
δωροδοκέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.δωροδοκέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.δωροδοκέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: δωροδοκούμαι: δωροδοκοῦσιν καὶ διαφθείρονται = δωροδοκούνται και διαφθείρονται.
σημασία2: δωροδοκώ κάποιον.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη δῶρον + δοκέω που έχει δύο σημ., α) παθ. δέχομαι (δοκ-: δέχ-ομαι), β) ενεργ. δίνω, προσφέρω (πβ. το ομώνυμο λατινικός doceo «προσφέρω, διδάσκω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
letter::
* McsEngl.wordaryElla.epsilon,
====== langoGreekAncient:
* McsElla.λεξικόΕλλα.Ε,
Ε-ε-ἒ-ψιλόν-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.Ε-ε-ἒ-ψιλόν-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.Ε-ε-ἒ-ψιλόν-τὸ@wordaryElla,
σημασία: Tο πέμπτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Οι αρχαίοι ονόμαζαν το γράμμα αυτό εἶ. Οι Βυζαντινοί ήταν εκείνοι που πρώτοι το αποκάλεσαν ἒ ψιλόν, ονομασία που σήμαινε το «ε το ψιλόν», δηλ. το λιτό, το ε που γράφεται με ένα γράμμα. Και το ονόμασαν έτσι, για να το διαχωρίσουν από το αι, που προφερόταν και αυτό στα βυζαντινά χρόνια ως [e], αλλά γραφόταν με δύο γράμματα.
* ως αριθμητικό σύμβολο: ε΄ = 5, αλλά ͵ε = 5.000.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἔαρ-ἔαρος--ἦρος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἔαρ-ἔαρος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἔαρ-ἔαρος-τὸ@wordaryElla,
* McsElla.ἦρος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἦρος-τὸ@wordaryElla,
σημασία: άνοιξη.
οικογένεια: παράγωγα: ἐαρινός «ανοιξιάτικος».
Νέα-Ελληνική: λόγ. εαρινός (λ.χ. εαρινή ισημερία, εαρινό εξάμηνο).
ετυμολογία: *Fέσαρ, ομόρρ. με λιθουανικός vasarà «έτος».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἑαυτοῦ-ἑαυτῆς-ἑαυτοῦ--αὑτοῦ-αὑτῆς-αὑτοῦ-αντωνυμία::
* McsElla.ἑαυτοῦ-ἑαυτῆς-ἑαυτοῦ-αντωνυμία@wordaryElla,
* McsElla.αντωνυμία.ἑαυτοῦ-ἑαυτῆς-ἑαυτοῦ@wordaryElla,
* McsElla.αὑτοῦ-αὑτῆς-αὑτοῦ-αντωνυμία@wordaryElla,
* McsElla.αντωνυμία.αὑτοῦ-αὑτῆς-αὑτοῦ@wordaryElla,
παρατήρηση: αυτοπαθής γ´ προσώπου του εαυτού του: ἐπιμελεῖται ἑαυτοῦ = φροντίζει για τον εαυτό του. αὐτὸ καθ' αὑτό = αυτό καθαυτό.
ετυμολογία: προσωπ. αντων. ἓ κτλ. + αὐτοῦ κτλ..
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐάω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἐάω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.εἴων!~παρατατικός:ἐάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐάσω!~μέλλοντας:ἐάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.εἴασα!~αόριστος:ἐάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.εἴακα!~παρακείμενος:ἐάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐάσομαι-«θα-αφεθώ»!~μέσος-μέλλοντας-παθητική-σημασία:ἐάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.εἰάθην!~παθητικός-αόριστος:ἐάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.εἴαμαι!~παθητικός-παρακείμενος:ἐάω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: αφήνω, επιτρέπω: οὐκ ἐᾷ με καθεύδειν τὸ τοῦ Μιλτιάδου τρόπαιον = δε με αφήνει να κοιμηθώ ο θρίαμβος του Μιλτιάδη.
συνώνυμα: ἀφίημι.
σημασία2: αφήνω κάτι ήσυχο, κατά μέρος, δε σκοτίζομαι: ἐὰν ἐπὶ τὰ μείζω ἔλθῃς ἐάσας ἤδη φιλοσοφίαν = αν καταπιαστείς με σοβαρότερα θέματα αφήνοντας πια κατά μέρος τη φιλοσοφία.
οικογένεια: παράγωγα: ἐατέος.
ετυμολογία: *σεF- + παρ. επίθ. -άω, αβέβαιη-ετυμολογία.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐβίων-ρήμα::
* McsElla.ἐβίων!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐβίων@wordaryElla,
βλέπε αόρ. β΄ του ρ. ζήω-ῶ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐγγίγνομαι-ρήμα::
* McsElla.ἐγγίγνομαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐγγίγνομαι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε γίγνομαι.
σημασία1: γεννιέμαι, δημιουργούμαι, μέσα σε κάτι.
σημασία2: απρόσωπο ἐγγίγνεται είναι επιτρεπτό ή δυνατό.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐν + γίγνομαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐγγράφω-ρήμα::
* McsElla.ἐγγράφω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐγγράφω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε γράφω.
σημασία1: εγχαράσσω (λ.χ. στην πέτρα επιγραφή).
σημασία2: εγγράφω, καταχωρίζω: καθ᾿ ἑκάστην δὲ ἡμέραν ἀργύριον λαμβάνων τοὺς μὲννέγραφε, τοὺς δὲ ἐξήλειφεν = και παίρνοντας καθημερινά χρήματα άλλους νόμους έγραφε και άλλους αφαιρούσε.
σημασία3: κατηγορώ για παράνομη ενέργεια ή ηθική παράβαση: ἐγγράφω τινὰ λιποταξίας = κατηγορώ κάποιον για λιποταξία.
οικογένεια: παράγωγα: ἐγγραφή.
Νέα-Ελληνική: εγγράφω (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐν + γράφω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐγγυάω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἐγγυάω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐγγυάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠγγύων!~παρατατικός:ἐγγυάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠγγύησα!~αόριστος:ἐγγυάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠγγύηκα!~παρακείμενος:ἐγγυάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠγγυήκειν!~υπερσυντέλικος:ἐγγυάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐγγυήσομαι!~μέσος-μέλλοντας:ἐγγυάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠγγυησάμην!~μέσος-αόριστος:ἐγγυάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠγγυήθην!~παθητικός-αόριστος:ἐγγυάω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἠγγύημαι!~παθητικός-παρακείμενος:ἐγγυάω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: δίνω ή εγχειρίζω κάτι ως ενέχυρο.
σημασία2: κυρίως για τον πατέρα αρραβωνιάζω: ἢν μή περ ὁ πατὴρ αὐτὴν ἐγγυήσῃ = αν ο πατέρας μιας κόρης δεν την αρραβωνιάσει.
σημασία3: μέση φωνή ἐγγυῶμαι
σημασίαα: αρραβωνιάζομαι ή δέχομαι γυναίκα ως σύζυγο: καὶ ἐγγυᾶται ὁ πατὴρ τὴν μητέρα τὴνμὴν παρὰ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτῆς Τιμοκράτους = και αρραβωνιάζεται ο πατέρας τη δική μου μητέρα από τον αδελφό της Τιμοκράτη.
σημασίαβ: εγγυώμαι, δίνω εγγύηση.
σημασίαγ: υπόσχομαι, διαβεβαιώνω: καὶ ἠγγυᾶτο μηδὲν αὐτοὺς κακὸν πείσεσθαι πειθομένους Σεύθῃ = και τους υποσχέθηκε ότι δε θα πάθουν κανένα κακό, εάν υπακούσουν στο Σεύθη.
οικογένεια: παράγωγα: ἐγγυητής, ἐγγύησις «ασφάλεια, αρραβώνας».
Νέα-Ελληνική: εγγυώμαι (με τις σημ. 3β, 3γ).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη βλέπε ἐγγύη + παρ. επίθ. -άω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐγγύη-ης-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἐγγύη-ης-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἐγγύη-ης-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: ενέχυρο που τοποθετείται στο χέρι κάποιου, και γενικά ασφάλεια, βεβαίωση, εγγύηση που παίρνει ή δίνει κανείς: μεγάλας ἐγγύας ἀποτίνω = πληρώνω μεγάλες εγγυήσεις.
σημασία2: αρραβώνας: ποιοῦμαι τὴν ἐγγύην γυναικός τινος = αρραβωνιάζομαι κάποια γυναίκα.
οικογένεια: παράγωγα: ἐγγυάω.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐν + *γύα, *γύη «καμπυλότητα, χέρι».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐγγύθεν-επίρρημα::
* McsElla.ἐγγύθεν-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ἐγγύθεν@wordaryElla,
σημασία: από κοντά: ὁρῶ τι ἐγγύθεν καὶ πόρρωθεν = βλέπω κάτι από κοντά και από μακριά.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἐγγύ-ς + παρ. επίθ. -θεν.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἔγγυος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἔγγυος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἔγγυος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία: εγγυημένος.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *ἐγγυ- (ἐγγυάω) + παρ. επίθ. -ος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐγγὺς-επίρρημα::
* McsElla.ἐγγὺς-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.ἐγγὺς@wordaryElla,
* McsElla.ἐγγυτέρω!~συγκριτικός:ἐγγὺς@wordaryElla,
* McsElla.ἐγγύτερον!~συγκριτικός:ἐγγὺς@wordaryElla,
* McsElla.ἐγγυτάτω!~υπερθετικός:ἐγγὺς@wordaryElla,
* McsElla.ἐγγύτατα!~υπερθετικός:ἐγγὺς@wordaryElla,
σημασία1: με γενική του τόπου δίπλα, κοντά (με ρήματα στάσεως σημαντικά): ὑμεῖς δὲ θρηνεῖτ᾿ ἐγγὺς ἑστῶτες τάφου = εσείς λοιπόν κοντά στον τάφο κάθεστε και θρηνείτε.
σημασία2: για δήλωση χρόνου προσεχώς, στο άμεσο μέλλον: ἄντρες φίλοι, ὁ μὲν ἀγὼν ἐγγὺς ἡμῖν = άντρες, η διαμάχη είναι κοντά μας.
σημασία3: με αριθμούς περίπου, σχεδόν, κοντά: ἐγγὺς εἴκοσι ἔτη = σχεδόν είκοσι χρόνια.
οικογένεια: παράγωγα: ἐγγύθεν, ἐγγύτης «εγγύτητα»,γγίζω.
Νέα-Ελληνική: στη φρ. στο εγγύς μέλλον (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: *ἐγγύ- + -ς των επιρρημάτων (συγγεν. με ἐγγυάω) στη σημασία «κοντά στο χέρι, κοντά».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐγείρω-ρήμα::
* McsElla.ἐγείρω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐγείρω@wordaryElla,
* McsElla.ἤγειρον!~παρατατικός:ἐγείρω@wordaryElla,
* McsElla.ἐγερῶ!~μέλλοντας:ἐγείρω@wordaryElla,
* McsElla.ἤγειρα!~αόριστος:ἐγείρω@wordaryElla,
* McsElla.ἐγρήγορα-«είμαι-ξύπνιος»!~παρακείμενος-αμετάβατο-ως-ενεστώτας:ἐγείρω@wordaryElla,
* McsElla.ἐγρηγόρειν-«ήμουν-ξύπνιος»!~υπερσυντέλικος-αμετάβατο-ως-παρατατικός:ἐγείρω@wordaryElla,
* McsElla.ἐγερθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:ἐγείρω@wordaryElla,
* McsElla.ἠγέρθην!~παθητικός-αόριστος:ἐγείρω@wordaryElla,
* McsElla.ἐγήγερμαι!~παθητικός-παρακείμενος:ἐγείρω@wordaryElla,
* McsElla.ἐγηγέρμην!~παθητικός-υπερσυντέλικος:ἐγείρω@wordaryElla,
σημασία1: αφυπνίζω, ξυπνώ κάποιον: ἐγείρω τινὰ ἐξ ὕπνου = σηκώνω κάποιον από τον ύπνο.
σημασία2: ξεσηκώνω κάποιον, τον διεγείρω.
σημασία3: σηκώνω από τους νεκρούς, ανασταίνω: ἀσθενοῦντας θεραπεύετε, λεπροὺς καθαρίζετε, νεκροὺς ἐγείρετε = να θεραπεύετε τους αρρώστους, να γιατρεύετε τους λεπρούς, να ανασταίνετε τους νεκρούς.
σημασία4: στην παθ. φωνή μαζί με τον αμετάβ. παρακ. και υπερσ. ἐγείρομαι είμαι ξύπνιος: Σώκρατες, ἔφη, ἐγρήγορας ἢ καθεύδεις; = Σωκράτη, είπε, ξύπνιος είσαι ή κοιμάσαι;
οικογένεια: παράγωγα: ἔγερσις «αφύπνιση, ξεσήκωμα»,γερτήριον.
Νέα-Ελληνική: εγείρεται ένα ζήτημα (τίθεται, προκύπτει).
ετυμολογία: ο τύπος ἐγρήγορα αντιστοιχεί στο αρχ. ινδ. jāgāra, αρχ. περσ. jagára «είμαι ξύπνιος»· τη βάση αποτελεί το ἐ-γέρ-jω > ἐγείρω, όπου το ἐ- είναι αυτό του αορίστου β΄ ἔ-γρετο, ο οποίος δημιούργησε τον ενεστώτα ἐγείρω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐγκαθίστημι-ρήμα::
* McsElla.ἐγκαθίστημι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐγκαθίστημι@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε ἵστημι.
σημασία: τοποθετώ, εγκαθιστώ: τοὺς ἑαυτοῦ παῖδας ἡγεμόνας ἐγκατέστησε = τοποθέτησε τα παιδιά του ως ηγεμόνες.
οικογένεια: παράγωγα: ἐγκατάστασις.
Νέα-Ελληνική: εγκαθιστώ (με την ίδια σημ.).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐν + καθίστημι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐγκαλέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἐγκαλέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐγκαλέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐνεκάλουν!~παρατατικός:ἐγκαλέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐγκαλέσω!~μέλλοντας:ἐγκαλέω-ῶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐγκέκληκα!~παρακείμενος:ἐγκαλέω-ῶ@wordaryElla,
χρόνοι: άλλους βλέπε καλέω.
σημασία1: απαιτώ κάτι που μου χρωστούν: ἐγκαλῶ τὰς τριακοσίας δραχμὰς = απαιτώ να πάρω πίσω τις τριακόσιες δραχμές.
σημασία2: κατηγορώ κάποιον: οἱ μὲν δὴ στρατιῶται Ξενοφῶντι ἐνεκάλουν ὅτι οὐκ εἶχον τὸν μισθόν = οι στρατιώτες λοιπόν κατηγορούσαν τον Ξενοφώντα ότι δεν είχαν πάρει το μισθό τους.
συνώνυμα: αἰτιάομαι.
οικογένεια: παράγωγα: ἔγκλημα «κατηγορία».
Νέα-Ελληνική: λόγ. εγκαλώ (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐν + καλέω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἔγκειμαι-ρήμα::
* McsElla.ἔγκειμαι!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἔγκειμαι@wordaryElla,
παρατήρηση: παθητ. του ἐντίθημι.
χρόνοι: βλέπε κεῖμαι.
σημασία1: βρίσκομαι, είμαι καλυμμένος, μέσα σε κάτι.
σημασία2: πιέζω ασφυκτικά, απειλώ (ιδίως ένα στράτευμα που έχει ηττηθεί ή υποχωρεί).
σημασία3: σε πολιτικές αντιπαραθέσεις αντίκειμαι, εναντιώνομαι: ἐνέκειντο τῷ Περικλεῖ = εναντιώνονταν στον Περικλή.
Νέα-Ελληνική: έγκειμαι (με τη σημ. 1, λ.χ. έγκειται στην καλή του θέληση το αν θα επιστρέψει τα λεφτά).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐν + κεῖμαι.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἔγκλημα-ατος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἔγκλημα-ατος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἔγκλημα-ατος-τὸ@wordaryElla,
σημασία: κατηγορία, παράπονο: τὰ ἐγκλήματα τὰ ἐς τοὺς Ἀθηναίους = οι κατηγορίες εναντίον των Αθηναίων.
Νέα-Ελληνική: έγκλημα «εγκληματική ενέργεια κτλ.».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐν + *κλη- (καλῶ) + παρ. επίθ. -μα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐγκλίνω-ρήμα::
* McsElla.ἐγκλίνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐγκλίνω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε κλίνω.
σημασία1: κάνω κάτι να κλίνει, το γέρνω, το λυγίζω: ἐγκλίνω τὰ σκέλη. ἐγκλίνω τι εἰς δεξιά = γέρνω κάτι προς τα δεξιά.
σημασία2: στη γραμματική προφέρω μια λέξη με έγκλιση τόνου (λ.χ. ἄνθρωπός τις).
Νέα-Ελληνική: εγκλίνω (με τη σημ. 2).
οικογένεια: παράγωγα: ἔγκλισις.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐν + κλίνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐγκράτεια-είας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἐγκράτεια-είας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἐγκράτεια-είας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: κυριαρχία, έλεγχος πάνω σε κάτι: ἡ σωφροσύνη ἐστὶν καὶ ἡδονῶν τινων καὶπιθυμιῶν ἐγκράτεια = η σωφροσύνη είναι ο έλεγχος κάποιων ηδονών και επιθυμιών.
σημασία2: εγκράτεια, αυτοκυριαρχία: ἐγκράτεια καλόν τε κἀγαθὸν ἀνδρὶ κτῆμά ἐστιν = η εγκράτεια είναι καλό και ωφέλιμο απόκτημα στον άνθρωπο.
συνώνυμα: σωφροσύνη «εγκράτεια».
Νέα-Ελληνική: εγκράτεια (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἐγκρατής + παρ. επίθ. -εια.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐγκρατής-ής-ὲς-επίθετο::
* McsElla.ἐγκρατής-ής-ὲς-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἐγκρατής-ής-ὲς@wordaryElla,
* McsEll.ἐγκρατέστερος!~συγκριτικός:ἐγκρατής-ής-ὲς@wordaryEllα,
* McsEll.ἐγκρατέστατος!~υπερθετικός:ἐγκρατής-ής-ὲς@wordaryElla,
σημασία1: που έχει εξουσία πάνω σε κάτι: ἐγκρατὴς γαστρός = που ελέγχει την κοιλιά του, ο μη κοιλιόδουλος.
σημασία2: που έχει αυτοκυριαρχία, εγκρατής.
συνώνυμα: σώφρων «εγκρατής».
Νέα-Ελληνική: εγκρατής (με τη σημ. 2).
οικογένεια: παράγωγα: ἐγκράτεια, ἐγκρατῶς.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐν + κράτ-ος + -ής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐγκρίνω-ρήμα::
* McsElla.ἐγκρίνω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐγκρίνω@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε κρίνω.
σημασία: επιλέγω, αποδέχομαι κάποιον, εισδέχομαι κάποιον, δηλ. του επιτρέπω την είσοδο σε ένα σωματείο κτλ.: ἐγκρίνω τινὰ εἰς τὴν γερουσίαν = δέχομαι κάποιον στη γερουσία.
αντώνυμα: ἀποκρίνω «απορρίπτω κάποιον».
οικογένεια: παράγωγα: ἔγκρισις, ἔγκριτος, ἐγκριτέος.
Νέα-Ελληνική: εγκρίνω «αποδέχομαι».
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐν + κρίνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐγκύκλιος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἐγκύκλιος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἐγκύκλιος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία1: κυκλικός: ἐγκύκλιος κίνησις.
σημασία2: τακτικός, καθημερινός: ἐγκύκλιοι διακονίαι = καθημερινές υποχρεώσεις.
Νέα-Ελληνική: η εγκύκλιος (ως ουσιαστ. «έγγραφη κρατική εντολή που κυκλοφορεί στις υπηρεσίες»).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐν + κύκλ-ος + παρ. επίθ. -ιος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐγκύμων-ἐγκύμων-ἔγκυμον-επίθετο::
* McsElla.ἐγκύμων-ἐγκύμων-ἔγκυμον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἐγκύμων-ἐγκύμων-ἔγκυμον@wordaryElla,
σημασία: έγκυος.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐν + *κυ- (κυέω) + παρ. επίθ. -μων.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐγκωμιάζω-ρήμα::
* McsElla.ἐγκωμιάζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐγκωμιάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐνεκωμίαζον!~παρατατικός:ἐγκωμιάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐγκωμιάσω!~μέλλοντας:ἐγκωμιάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐγκωμιάσομαι!~μέλλοντας:ἐγκωμιάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐνεκωμίασα!~αόριστος:ἐγκωμιάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐγκεκωμίακα!~παρακείμενος:ἐγκωμιάζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐγκεκωμίασμαι!~παθητικός-παρακείμενος:ἐγκωμιάζω@wordaryElla,
σημασία: επαινώ, εκθειάζω: ταῦτα δὴ καὶ ἄλλα τοιαῦταγκωμιάζουσι δικαιοσύνην = αυτά και άλλα παρόμοια εγκώμια έχουν για τη δικαιοσύνη.
συνώνυμα: ἐπαινέω.
οικογένεια: παράγωγα: ἐγκωμιαστής, ἐγκωμιαστικός.
Νέα-Ελληνική: εγκωμιάζω.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἐγκώμιον + παρ. επίθ. -άζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐγκώμιον-ίου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἐγκώμιον-ίου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἐγκώμιον-ίου-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: επαινετική ωδή: καὶ Σιμωνίδης, ὁ μελοποιός, ἐποίησεν ἐγκώμιον ἄξιον ἀρετῆς αὐτῶν = και ο Σιμωνίδης, ο λυρικός ποιητής, έπλεξε επαινετική ωδή για την ανδρεία τους.
σημασία2: γενικά εγκώμιο, πανηγυρικός λόγος: ἔπαινοι καὶ ἐγκώμια παλαιῶν ἀνδρῶν.
Νέα-Ελληνική: εγκώμιο (με τη σημ. 2).
ετυμολογία: ουσιαστικοπ. του ουδ. του ἐγκώμιος, -ιον (ενν. ᾆσμα) < ἐν + κῶμος «γλέντι» + παρ. επίθ. -ιος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐγρήγορσις-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἐγρήγορσις-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἐγρήγορσις-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία: το να είναι κανείς άγρυπνος, η κατάσταση της αγρυπνίας, η αγρύπνια: ὁ ὕπνος καὶ ἡγρήγορσις τῶν ζῴων = ο ύπνος και η αγρύπνια των ζώων.
Νέα-Ελληνική: εγρήγορση «ετοιμότητα».
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἐγρήγορ-α (ἐγείρομαι) + παρ. επίθ. -σις.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐγχειρέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἐγχειρέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐγχειρέω-ῶ@wordaryElla,
σημασία1: παίρνω κάτι στο χέρι, επιχειρώ, αναλαμβάνω.
* με δοτ. του πράγματος και αργότερα με αιτ.: ἄξιόν ἐστιν ὡς τάχιστα τούτοις ἐγχειρεῖν = αξίζει να επιχειρήσουμε αυτές τις μεταρρυθμίσεις όσο το δυνατόν πιο γρήγορα.
* με απαρέμφατο: ἐνεχείρησα εὐθὺς παρά σε ἰέναι = προσπάθησα αμέσως να έρθω σε σένα.
συνώνυμα: ἐπιχειρέω, ἅπτομαί τινος.
σημασία2: απλώνω τα χέρια, επιτίθεμαι: καὶ ὁ μὲν ἔμελλεν ἐγχειρήσειν ταῖς πόλεσι ταύταις = και εκείνος επρόκειτο να επιτεθεί κατά των πόλεων αυτών.
οικογένεια: παράγωγα: ἐγχείρημα, ἐγχείρησις «επιχείρηση, απόπειρα», ἐγχειρητέον, ἐγχειρητής,γχειρητικός.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐν + χείρ + παρ. επίθ. -έω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐγχειρίζω-ρήμα::
* McsElla.ἐγχειρίζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐγχειρίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐνεχείριζον!~παρατατικός:ἐγχειρίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐγχειριῶ!~μέλλοντας:ἐγχειρίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐγκεχείρικα!~παρακείμενος:ἐγχειρίζω@wordaryElla,
παρατήρηση: με δοτ. του προσώπου και αιτ. του πράγματος βάζω κάτι στα χέρια κάποιου, εμπιστεύομαι: ἐγχειρίζω τοὺς ἄνδρας τοῖς στρατηγοῖς = εμπιστεύομαι τους άνδρες στους στρατηγούς.
οικογένεια: παράγωγα: ἐγχείρισις, ἐγχειρισμός.
Νέα-Ελληνική: εγχειρίζω (λόγ., «βάζω στο χέρι»).
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐν + χείρ + παρ. επίθ. -ίζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἔγχελυς-εως-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἔγχελυς-εως-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἔγχελυς-εως-ἡ@wordaryElla,
σημασία: χέλι.
οικογένεια: παράγωγα: ἐγχελύδιον.
Νέα-Ελληνική: χέλι.
ετυμολογία: συγγεν. με ἔχις, -εως, ὁ/ἡ «οχιά», ομόρρ. με λατινικός anguis «χέλι».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐγχωρέω-ῶ-ρήμα::
* McsElla.ἐγχωρέω-ῶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐγχωρέω-ῶ@wordaryElla,
χρόνοι: βλέπε χωρέω -ῶ.
σημασία1: παρέχω χώρο για να κάνει κανείς κάτι, επιτρέπω: ὁ χρόνος οὐκ ἐγχωρεῖ = ο χρόνος δεν επιτρέπει.
σημασία2: απρόσ. ἐγχωρεῖ υπάρχει ακόμη χρόνος: ἀλλὰ μηδὲν ἐπείγου, ἔτι γὰρ ἐγχωρεῖ = αλλά μη βιάζεσαι καθόλου [ενν. να πιεις το κώνειο, Σωκράτη], διότι υπάρχει ακόμη χρόνος.
οικογένεια: παράγωγα: ἐγχώριος.
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἐν + χωρέω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐγχώριος-ιος|ία-ιον-επίθετο::
* McsElla.ἐγχώριος-ιος|ία-ιον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἐγχώριος-ιος|ία-ιον@wordaryElla,
σημασία: που ανήκει στην ίδια χώρα, στον ίδιο τόπο, εντόπιος: θεοὶ καὶ ἥρωες ἐγχώριοι = οι ντόπιοι θεοί και ήρωες.
συνώνυμα: ἐπιχώριος.
οικογένεια: παράγωγα: ἐγχωρίως.
Νέα-Ελληνική: εγχώριος.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἔγχωρος + παρ. επίθ. -ιος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐγὼ-αντωνυμία::
* McsElla.ἐγὼ-αντωνυμία@wordaryElla,
* McsElla.αντωνυμία.ἐγὼ@wordaryElla,
παρατήρηση: προσ. αντων. α´ προσώπου
* με επίταση ἔγωγε = εγώ τουλάχιστον, όσο για μένα, βεβαίως. Συχνά στις απαντήσεις ως βεβαιωτική έκφραση:Ἦ καὶ τοῦτο ἀκήκοας; – Ἔγωγε = Έχεις ακούσει και αυτό; – Ναι, βεβαίως.
* δυϊκός αριθμός ονομ. και αιτ. αττ. νώ = εμείς οι δύο, γεν. και δοτ. νῷν.
Νέα-Ελληνική: εγώ.
ετυμολογία: *εγωμ-, αντίστοιχο του αρχ. ινδ. ahám, λατινικός egō.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐγᾦδα--ἐγᾦμαι::
* McsElla.ἐγᾦδα@wordaryElla,
* McsElla.ἐγᾦμαι@wordaryElla,
παρατήρηση: αττ. κράση αντί ἐγὼ οἶδα «εγώ ξέρω», ἐγὼ οἶμαι «εγώ θεωρώ».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἔδεσμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἔδεσμα-ατος-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἔδεσμα-ατος-τὸ@wordaryElla,
σημασία: κρέας, φαγητό. Στον πληθ. ἐδέσματα = φαγώσιμα, τρόφιμα.
Νέα-Ελληνική: έδεσμα (λόγ.)
ετυμολογία: σύνθετη-λέξη ἔδω + παρ. επίθ. -μα > *ἔδμα, που διαμορφώθηκε σε ἔδεσ-μα κατά το ἐδέσθην.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἕδρα-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἕδρα-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἕδρα-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: κάθισμα, και ειδικότερα τιμητική θέση: τούτους καὶ δώροις καὶ ἕδραις καὶ πάσαις τιμαῖς ἐγέραιρεν = αυτούς συνήθιζε να τους τιμά με δώρα και τιμητικές θέσεις και όλες τις τιμές.
σημασία2: τόπος όπου βρίσκεται κάτι, η θέση του: ἡ ἕδρα τοῦ ἥπατος = η θέση του συκωτιού.
οικογένεια: παράγωγα: ἑδράζω, ἑδραῖον, ἕδρανον.
Νέα-Ελληνική: έδρα (με τη σημ. 2, λ.χ. η έδρα του ΟΗΕ).
ετυμολογία: *σεδ- (ἕζομαι «κάθομαι») + παρ. επίθ. -ρα.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐδώδιμος-ος-ον-επίθετο::
* McsElla.ἐδώδιμος-ος-ον-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἐδώδιμος-ος-ον@wordaryElla,
σημασία1: φαγώσιμος.
σημασία2: ως ουσιαστικό τὰ ἐδώδιμα τα φαγώσιμα, οι προμήθειες.
Νέα-Ελληνική: εδώδιμος, τα εδώδιμα.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἐδωδή (< παράγωγα: ἔδω + παρ. επίθ. -ή) + παρ. επίθ. -ιμος· το ἐδ-ωδ-ὴ προκύπτει με αναδιπλασιασμό της ρίζας *εδ- (ἔδ-ομαι): *εδ- εδ- και έκταση του δεύτερου ε σε ω, παράβαλε *αγ- αγ- (ἄγω) > ἀγ-ωγ-ή.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐθέλω--θέλω-ρήμα::
* McsElla.ἐθέλω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.θέλω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.θέλω@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐθέλω@wordaryElla,
* McsElla.ἤθελον!~παρατατικός:ἐθέλω@wordaryElla,
* McsElla.(ἐ)θελήσω!~μέλλοντας:ἐθέλω@wordaryElla,
* McsElla.ἠθέλησα!~αόριστος:ἐθέλω@wordaryElla,
* McsElla.ἠθέληκα!~παρακείμενος:ἐθέλω@wordaryElla,
* McsElla.ἠθελήκειν!~υπερσυντέλικος:ἐθέλω@wordaryElla,
σημασία1: είμαι πρόθυμος, εκφράζει κυρίως συγκατάθεση παρά προτίμηση και επιθυμία, σε αντίθεση προς το βούλομαι: εἰ βούλει, ἐγὼ ἐθέλω = αν θελεις, εγώ είμαι πρόθυμος.
σημασία2: με άρνηση οὐκ ἐθέλω σχεδόν σημαίνει δεν μπορώ: τὰ μὲν χωρία καὶ τὰ δένδρα οὐδὲν μ'θέλει διδάσκειν = οι τόποι της υπαίθρου και τα δέντρα δεν μπορούν να με διδάσκουν τίποτε.
οικογένεια: παράγωγα: ἐθελοντής, ἐθελούσιος, θέλησις, θέλημα.
Νέα-Ελληνική: θέλω (που σημαίνει ό,τι το αρχαίο βούλομαι).
ετυμολογία: *θελ-, *φελ-, *φαλ-, παράβαλε φαλίζει· θέλει· η εναλλαγή φ και θ οδηγεί σε υπερωικοχειλικό gwh > φ ή θ.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐθίζω-ρήμα::
* McsElla.ἐθίζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἐθίζω@wordaryElla,
* McsElla.εἴθιζον!~παρατατικός:ἐθίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐθιῶ-(-εῖς-κτλ.)!~μέλλοντας:ἐθίζω@wordaryElla,
* McsElla.εἴθισα!~αόριστος:ἐθίζω@wordaryElla,
* McsElla.εἴθικα!~παρακείμενος:ἐθίζω@wordaryElla,
* McsElla.ἐθισθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:ἐθίζω@wordaryElla,
* McsElla.εἰθίσθην!~παθητικός-αόριστος:ἐθίζω@wordaryElla,
* McsElla.εἴθισμαι!~παθητικός-παρακείμενος:ἐθίζω@wordaryElla,
* McsElla.εἰθίσμην!~παθητικός-υπερσυντέλικος:ἐθίζω@wordaryElla,
σημασία1: ενεργ. συνηθίζω κάποιον σε κάτι ή να κάνει κάτι: ἐθίζω ἐμαυτὸν τοῖς αὐτοῖς τῷ δεσπότῃ χαίρειν = συνηθίζω τον εαυτό μου να χαίρεται με τα ίδια πράγματα με τον τύραννο.
σημασία2: παθ., με απαρέμφ. ἐθίζομαι είμαι συνηθισμένος, συνηθίζω: ἄνθρωποι εἰθισμένοι ἀναισχυντεῖν = άνθρωποι συνηθισμένοι να μην ντρέπονται.
οικογένεια: παράγωγα: ἐθισμός «συνήθεια», ἐθιστέον,θιστός.
Νέα-Ελληνική: εθίζω (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἔθος + παρ. επίθ. -ίζω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἐθνικός-ή-ὸν-επίθετο::
* McsElla.ἐθνικός-ή-ὸν-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.ἐθνικός-ή-ὸν@wordaryElla,
σημασία1: αυτός που ανήκει σε ένα έθνος.
σημασία2: στη χριστιανική περίοδο μη Εβραίος, αυτός που δεν ανήκει στην ιουδαϊκή θρησκεία (λ.χ. οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι).
αντώνυμα: ἰουδαῖος.
Νέα-Ελληνική: εθνικός (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη ἔθνος + παρ. επίθ. -ικός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἔθος-ους-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.ἔθος-ους-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.ἔθος-ους-τὸ@wordaryElla,
σημασία: έθιμο, συνήθεια: τὰ πάτρια ἔθη = τα πατροπαράδοτα έθιμα.
* ἔθει από συνήθεια, συνήθως.
οικογένεια: παράγωγα: ἐθίζω.
Νέα-Ελληνική: λόγ. έθος.
ετυμολογία: *σFεθ- (ἔθω), ινδοευρωπαϊκός *swedhos, παράβαλε αρχ. ινδ. svadhá «συνήθεια».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
ἔθω-ρήμα::
* McsElla.ἔθω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.ἔθω@wordaryElla,
* McsElla.εἴωθα!~παρακείμενος-σημασία-ενεστώτα:ἔθω@wordaryElla,
* McsElla.εἰώθειν!~υπερσυντέλικος-σημασία-παρατατικού:ἔθω@wordaryElla,
σημασία: είμαι συνηθισμένος, έχω μια συνήθεια, συνηθίζω: οἱ Ἀθηναῖοι εἰώθασι τὰ πολεμικὰ ἀσκεῖν = οι Αθηναίοι συνηθίζουν να ασκούνται στην πολεμική τέχνη.
συνώνυμα: ἐθίζομαι.
* απρόσ. ὡς εἴωθε όπως είναι το έθιμο: ἀλλὰ σπεύσασθ' ὡς εἴωθ' ἐκεῖ = αλλά βιαστείτε (να πάτε) εκεί, όπως είναι το έθιμο.
* συχνά στο ουδέτερο γένος παρὰ τὸ εἰωθὸς παρά τη συνήθεια, αντίθετα προς τη συνήθειά μας.
οικογένεια: παράγωγα: εἰωθότως.
ετυμολογία: *σFεθ- (ἔθος), βλέπε ἔθος.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εἰ-μόριο-σύνδεσμος::
* McsElla.εἰ-μόριο@wordaryElla,
* McsElla.μόριο.εἰ-μόριο@wordaryElla,
* McsElla.εἰ-σύνδεσμος@wordaryElla,
* McsElla.σύνδεσμος.εἰ-μόριο@wordaryElla,
σημασίαΑ: Επιφωνηματικά:
σημασίαα: η φράση εἰ γὰρ μαζί με ευκτική δηλώνει ευχή μακάρι: εἰ γὰρ γενοίμην ἀντὶ σοῦ νεκρός = μακάρι να ήμουν νεκρός στη θέση σου.
σημασίαβ: το εἴθε με ιστορικούς χρόνους της οριστικής δηλώνει ανεκπλήρωτη ευχή μακάρι: εἴθε σοι, ὦ Περίκλεις, τότε συνεγενόμην = μακάρι, Περικλή, να σε συναναστρεφόμουν τότε.
σημασίαΒ: Χρησιμοποιείται σε υποθετικούς λόγους και τότε σημαίνει εάν, αν (η άρνηση είναι μή):
σημασίαα: εἰ + οριστική οποιουδήποτε χρόνου, για να εκφράσει απλώς μια υπόθεση χωρίς να εξυπονοεί κατά πόσο και σε ποιο βαθμό αληθεύει η υπόθεση αυτή: εἰ θεοί τι δρῶσιν αἰσχρόν, οὔκ εἰσιν θεοί = αν οι θεοί κάνουν κάτι αισχρό, δεν είναι θεοί.
σημασίαβ: εἰ + οριστική ιστορικού χρόνου, για να εκφράσει μια υπόθεση που είναι βέβαιο ότι δεν αληθεύει: εἰ εἶχον χρήματα, ἐδίδουν ἄν σοι = αν είχα χρήματα, θα σου έδινα (αλλά δεν έχω).
σημασίαγ: ἐάν (= εἰ + ἄν) + υποτακτική, για να εκφράσει μια υπόθεση που ενδέχεται να επαληθευτεί στο μέλλον: ἐὰν κλέψῃς, δίκην δώσεις = αν κλέψεις θα τιμωρηθείς.
σημασίαδ: εἰ + ευκτική, για να εκφράσει μια υπόθεση που ενδέχεται να επαληθευτεί στο μέλλον αλλά οι πιθανότητες επαλήθευσης είναι περιορισμένες: εἰ ἔλθοις αὔριον τηνικάδε, εἴποιμι ἂν ὅσα χθὲςγένετο = εάν έρθεις (ή ερχόσουν) αύριο τέτοια ώρα, θα σου πω (ή θα σου έλεγα) όσα έγιναν χθες (δε θεωρώ όμως και πολύ πιθανό ότι θα έρθεις όντως).
σημασίαΓ: Σε πλάγιες ερωτήσεις εάν, αν (η άρνηση είναι οὐ): ἐρωτᾷ εἰ πάρεστι ὁ στρατηγός = ρωτά αν είναι ο στρατηγός παρών.
ετυμολογία: τοπική πτώση των αντωνυμικών μορίων *ε/η, *ο/ω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εἶδον-ρήμα::
* McsElla.εἶδον!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.εἶδον@wordaryElla,
παρατήρηση: αόρ. β´ του ρήματος βλέπε ὁράω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εἶδος-ους-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.εἶδος-ους-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.εἶδος-ους-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: ό,τι φαίνεται, η εμφάνιση.
σημασία2: μορφή, σχήμα.
σημασία3: είδος, η ιδιαίτερη φύση: τὸ εἶδος τῆς νόσου.
σημασία4: κατηγορία: ἑνὶ εἴδει τὰ πάντα περιέλαβεν = τα ενέταξε όλα σε μια κατηγορία.
οικογένεια: παράγωγα: εἴδωλον, εἰδικός, εἰδικῶς.
Νέα-Ελληνική: είδος (με τις σημ. 3, 4).
ετυμολογία: *Fειδ- (οἶδα, ἰδέα).
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εἴδωλον-εἰδώλου-τὸ-ουσιαστικό::
* McsElla.εἴδωλον-εἰδώλου-τὸ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.εἴδωλον-εἰδώλου-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: άυλο ομοίωμα κάποιου πράγματος (λ.χ. η σκιά του ή η αντανάκλασή του μέσα στο νερό).
σημασία2: νοητική παράσταση, ιδέα.
Νέα-Ελληνική: είδωλο (με τη σημ. 1).
οικογένεια: παράγωγα: εἰδωλολάτρης, εἰδωλολατρία.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη εἶδος «μορφή» + παρ. επίθ. -ωλο-ν, παράβαλε φειδ-ωλό-ς.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εἰδώς-εἰδυῖα-εἰδὸς-επίθετο::
* McsElla.εἰδώς-εἰδυῖα-εἰδὸς-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.εἰδώς-εἰδυῖα-εἰδὸς@wordaryElla,
σημασία: μετοχή του βλέπε οἶδα.
σημασία: αυτός που γνωρίζει κάτι, ο γνώστης.
ετυμολογία: εἰδ- + -ώς > εἰδώς· *εἰδ-, *οἰδ-, *weid-, ομόρρ. με αρχ. ινδ. védas- «κατοχή, γνώση».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εἰκάζω-ρήμα::
* McsElla.εἰκάζω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.εἰκάζω@wordaryElla,
* McsElla.ᾔκαζον!~παρατατικός:εἰκάζω@wordaryElla,
* McsElla.εἰκάσω!~μέλλοντας:εἰκάζω@wordaryElla,
* McsElla.ᾔκασα!~αόριστος:εἰκάζω@wordaryElla,
* McsElla.εἰκασθήσομαι!~παθητικός-μέλλοντας:εἰκάζω@wordaryElla,
* McsElla.εἰκάσθην!~παθητικός-αόριστος:εἰκάζω@wordaryElla,
* McsElla.ᾔκασμαι!~παθητικός-παρακείμενος:εἰκάζω@wordaryElla,
σημασία1: παριστάνω κάτι, το απεικονίζω: γυναῖκα γραφῇ ᾔκασεν = απεικόνισε μια γυναίκα με τη ζωγραφική του.
σημασία2: παρομοιάζω κάτι με κάτι άλλο.
σημασία3: εικάζω, υποθέτω.
οικογένεια: παράγωγα: εἰκασία, εἰκασμός, εἰκαστικός.
Νέα-Ελληνική: εικάζω (με τη σημ. 3).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη *Fεικ- (εἰκών) + παρ. επίθ. -άζω]
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εἰκασία-ας-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.εἰκασία-ας-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.εἰκασία-ας-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: απεικόνιση.
σημασία2: παρομοίωση.
σημασία3: εικασία, υπόθεση.
Νέα-Ελληνική: εικασία (με τη σημ. 3).
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη εἰκάζω + παρ. επίθ. -ία, παράβαλε εἰκα-στός.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εἰκῇ-επίρρημα::
* McsElla.εἰκῇ-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.εἰκῇ@wordaryElla,
σημασία: στην τύχη, όπως τύχει, απερίσκεπτα: εἰκῇ πράττουσιν = ενεργούν απερίσκεπτα.
οικογένεια: παράγωγα: εἰκαῖος.
ετυμολογία: *ἐFεκῇ- (< *Fἑκών) «αυτοβούλως, τυχαία».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εἰκός-τὸ-μετοχή-επίθετο::
* McsElla.εἰκός-τὸ-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.εἰκός-τὸ@wordaryElla,
* McsElla.εἰκότερον!~συγκριτικός:εἰκός-τὸ@wordaryElla,
σημασία1: πιθανό, εύλογο, λογικό: απρόσωπη έκφραση εἰκός (ἐστι) = είναι εύλογο, είναι λογικό, είναι πιθανό.
* ως ουσιαστικό τὸ εἰκὸς η πιθανότητα: μιᾷ νίκῃ ναυμαχίας κατὰ τὸ εἰκὸς ἁλίσκονται = με μια νίκη μας σε ναυμαχία κατά πάσαν πιθανότητα χάνονται.
σημασία2: δίκαιο, δικαιολογημένο, εύλογο, λογικό: τούτους εἰκὸς τοιαῦτα παθεῖν οἷά περ αὐτοὶ ποιοῦσιν = είναι δίκαιο αυτοί να πάθουν πράγματα παρόμοια με αυτά που κάνουν οι ίδιοι.
ετυμολογία: *εἰκ- (ἔοικα) + -ός, ουδ. μτχ. παρακ..
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εἰκότως-επίρρημα::
* McsElla.εἰκότως-επίρρημα@wordaryElla,
* McsElla.επίρρημα.εἰκότως@wordaryElla,
σημασία: εύλογα, δίκαια, δικαιολογημένα: ὑμῖν εἰκότως συγγνώμην ἔχουσιν = δικαιολογημένα σας συγχωρούν εσάς.
ετυμολογία: παράγωγη-λέξη εἰκός, -ότος (μτχ. του ἔοικα) + παρ. επίθ. -ως.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εἴκω-ρήμα::
* McsElla.εἴκω!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.εἴκω@wordaryElla,
* McsElla.εἶκον!~παρατατικός:εἴκω@wordaryElla,
* McsElla.εἴξω!~μέλλοντας:εἴκω@wordaryElla,
* McsElla.εἶξα!~αόριστος:εἴκω@wordaryElla,
σημασία: υποχωρώ: εἴκω τινί = υποχωρώ, υποκύπτω, σε κάποιον.
οικογένεια: παράγωγα: εἰκτέον, σύνθετα: ὑπείκω.
ετυμολογία: *F(ε)ικ- «υποχωρώ».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εἰκών-όνος-ἡ-ουσιαστικό::
* McsElla.εἰκών-όνος-ἡ-ουσιαστικό@wordaryElla,
* McsElla.ουσιαστικό.εἰκών-όνος-ἡ@wordaryElla,
σημασία1: ομοίωμα αντικειμένου ή προσώπου, άγαλμα, ανδριάντας.
σημασία2: παρομοίωση.
οικογένεια: παράγωγα: εἰκονίζω, εἰκονικός.
Νέα-Ελληνική: εικόνα (με τη σημ. 1).
ετυμολογία: *Fεικ- + παρ. επίθ. -ών, ἔοικα «μοιάζω».
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εἴληφα-ρήμα::
* McsElla.εἴληφα!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.εἴληφα@wordaryElla,
βλέπε παρακ. του ρ. λαμβάνω.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εἰλικρινής-ής-ὲς-επίθετο::
* McsElla.εἰλικρινής-ής-ὲς-επίθετο@wordaryElla,
* McsElla.επίθετο.εἰλικρινής-ής-ὲς@wordaryElla,
* McsEll.εἰλικρινέστερος!~συγκριτικός:εἰλικρινής-ής-ὲς@wordaryEllα,
* McsEll.εἰλικρινέστατος!~υπερθετικός:εἰλικρινής-ής-ὲς@wordaryElla,
σημασία1: αμιγής, καθαρός, όχι ανάμεικτος: εἰλικρινῆ ἕκαστα ἦσαν τὰ φῦλα = καθένα από τα έθνη των πολεμιστών ήταν αμιγές.
σημασία2: καθαρός, απόλυτος: τῇ διανοίᾳ εἰλικρινεῖ χρῶμαι = χρησιμοποιώ καθαρά τη διάνοια (και τίποτε άλλο).
Νέα-Ελληνική: ειλικρινής «άδολος, αληθινός».
ετυμολογία: εἰλι-κρινής, όπου το β΄ συνθετ. από το ρ. κρίνω· το α΄ συνθετ. ανερμήνευτο, καθώς η σύνδεση με εἵλη, ἡ «το κάψιμο του ηλίου» δεν είναι ασφαλής.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικής-γλώσσας.Α-Β-Γ-ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ]
εἰμὶ-ρήμα::
* McsElla.εἰμὶ!~ρήμα@wordaryElla,
* McsElla.ρήμα.εἰμὶ@wordaryElla,
* McsElla.ἦν!~παρατατικός:εἰμὶ@wordaryElla,
* McsElla.ἦ!~παρατατικός:εἰμὶ@wordaryElla,
* McsElla.ἔσομαι!~μέλλοντας:εἰμὶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐγενόμην!~αόριστος-β΄:εἰμὶ@wordaryElla,
* McsElla.γέγονα!~παρακείμενος:εἰμὶ@wordaryElla,
* McsElla.ἐγεγόνειν!~υπερσυντέλικος:εἰμὶ@wordaryElla,
σημασία1: υπάρχω: ἂν ᾖ τὸ στράτευμα = αν το στράτευμα υπάρχει.
σημασία2: ως απρόσ. ρήμα που συντάσσεται με απαρέμφατο ἔστι είναι δυνατό: τούτων ἔστι τεκμήρια ὁρᾶν τὰ τρόπαια = είναι δυνατό να βλέπει κανείς ως αποδείξεις τούτων τα τρόπαια.
σημασία3: είμαι: σοφός ἐστιν = είναι σοφός.
σημασία4: με δοτική κτητική έχω: ἔστι μοι καλὴ θυγάτηρ = έχω όμορφη κόρη.
οικογένεια: παράγωγα: οὐσία, ὄν (ὄντος), ὀντότης.
Νέα-Ελληνική: είμαι (με τη σημ. 3).
ετυμολογία: *ἐσ- + -μί, παράβαλε αρχ. ινδ. ásmi = εἰμί, ási = εἶ, ásti = ἐστί.
[{2021} Λεξικό-αρχαίας-ελληνικ